Ακολουθία Εσπερινού Κυριακής και Δευτέρας, όρθρου και Θείας Λειτουργίας η κατά σάρκα Γέννησις  του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού 24-12-2017 και 25-12-2017 εδώ

Τυπικόν εδώ 

Κανόνιον εδώ

Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὸ μεγάλο καὶ ἀνερμήνευτο γεγονὸς τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ καὶ ἐνῶ πλησίαζε ὁ καιρὸς νὰ τελειώσουν οἱ ἐννέα μῆνες ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν παρθενική της μήτρα, ὁ Καίσαρ Αὔγουστος διέταξε ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους.

Τότε ὁ Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο, ξεκίνησαν γιὰ τὴν Βηθλεέμ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν ἐκεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε πλησιάσει ὁ καιρὸς νὰ γεννήσει ἡ Παρθένος καὶ δὲν ἔβρισκαν κατοικία νὰ καταλύσουν, διότι εἶχε μαζευτεῖ πολὺς λαὸς στὴν Βηθλεέμ, μπῆκαν σὲ ἕνα φτωχικὸ σπήλαιο. Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος γέννησε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σπαργάνωσε σὰν βρέφος τὸν Κτίστη τῶν ἁπάντων. Ἔπειτα Τὸν ἔβαλε ἐπάνω στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων, διότι «ἔμελλε νὰ ἐλευθέρωση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν», ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.

Ἀπὸ τότε, ὅλοι οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ μὲ χαρὰ ψάλλουν τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων ἐκείνης τῆς νύκτας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίᾳ». Δόξα δηλαδή, ἂς εἶναι στὸν Θεό, ποὺ βρίσκεται στὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὴν γῆ ὁλόκληρη, ποὺ εἶναι ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁ Θεὸς ἔδειξε τὴν ἀγάπη Του στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων καθιερώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν 25η Δεκεμβρίου τοῦ 397 ἐπὶ πατριαρχείας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Κατ’ ἄλλους ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιος, χώρισε τὶς δύο ἑορτὲς τῶν Φώτων καὶ τῶν Χριστουγέννων, οἱ ὁποῖες παλιότερα γίνονταν τὴν ἴδια μέρα, δηλαδὴ τὴν 6η Ἰανουαρίου.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Ἡ Γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους Ἀνατολήν. Κύριε δόξα σοι.

 

Ὑπακοή. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν ἀπαρχὴν τῶν ἐθνῶν, ὁ οὐρανός σοι προσεκόμισε, τῷ κειμένῳ Νηπίῳ ἐν φάτνῃ, δι’ ἀστέρος τοὺς Μάγους καλέσας· οὓς καὶ κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ’ ἐσχάτη πτωχεία· τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων; ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητός σου πλοῦτος. Κύριε δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Αὐτόμελον. Ποίημα Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν Ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι, μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι, Μάγοι δέ, μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

 

Μεγαλυνάριον.
Δόξα ἐν ὑψίστοις πᾶσα πνοή, ἐν χαρᾷ βοάτω, τῷ τεχθέντι ἐν Βηθλεέμ· ἐπὶ γῆς γὰρ ὤφθη, δωρούμενος εἰρήνην. Τὴν τούτου προσκυνήσωμεν, θείαν Γέννησιν.

Ἡ Προσκύνησις τῶν Μάγων

Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον Κεφάλαιο Β’ 1 – 12:

 

1 Τοῦ δ ησο γεννηθντος ν Βηθλεμ τς ουδαας ν μραις ρδου το βασιλως, δο μγοι π νατολν παρεγνοντο ες εροσλυμα

2 λγοντες· πο στιν  τεχθες βασιλες τν ουδαων; εδομεν γρ ατο τν στρα ν τ νατολ κα λθομεν προσκυνσαι ατ.
κοσας δ ρδης  βασιλες ταρχθη κα πσα εροσλυμα μετ᾿ ατο,

4 κα συναγαγν πντας τος ρχιερες κα γραμματες το λαο πυνθνετο παρ᾿ ατν πο  Χριστς γεννται.

5 ο δ επον ατ· ν Βηθλεμ τς ουδαας· οτω γρ γγραπται δι το προφτου·

6 κα σ Βηθλεμ, γ οδα, οδαμς λαχστη ε ν τος γεμσιν οδα· κ σο γρ ξελεσεται γομενος, στις ποιμανε τν λαν μου τν ᾿Ισραλ.
7 Τ
τε ρδης λθρα καλσας τος μγους κρβωσε παρ᾿ ατν τν χρνον το φαινομνου στρος,

8 κα πμψας ατος ες Βηθλεμ επε· πορευθντες κριβς ξετσατε περ το παιδου, πν δ ερητε, παγγελατ μοι, πως κγ λθν προσκυνσω ατ.

9 Ο δ κοσαντες το βασιλως πορεθησαν· κα δο  στρ ν εδον ν τ νατολ προγεν ατος, ως λθν στη πνω ο ν τ παιδον· 10 δντες δ τν στρα χρησαν χαρν μεγλην σφδρα,

11 κα λθντες ες τν οκαν εδον τ παιδον μετ Μαρας τς μητρς ατο, κα πεσντες προσεκνησαν ατ, κα νοξαντες τος θησαυρος ατν προσνεγκαν ατ δρα, χρυσν κα λβανον κα σμρναν·
12 κα
 χρηματισθντες κατ᾿ ναρ μ νακμψαι πρς ρδην, δι᾿ λλης δο νεχρησαν ες τν χραν ατν.

 

Ἀπόδοση στὴ Νεοελληνική:

 

1 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθηκε εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἡρώδη τοῦ βασιλέως, ἔφθασαν μάγοι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐρωτοῦσαν,

2 «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐγεννήθηκε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; Διότι εἴδαμε τὸ ἄστρον του νὰ ἀνατέλλῃ καὶ ἤλθαμε νὰ τὸν προσκυνήσωμεν».

3 Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης, ἐταράχθηκε καὶ μαζί του ὅλη ἡ πόλις τῶν Ἱεροσολύμων καὶ,

4 ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ἐζητοῦσε νὰ πληροφορηθῇ ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστὸς.

5 Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν, «Εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, διότι εἶναι γραμμένον διὰ τοῦ προφήτου,

6 «Και σὺ, Βηθλεέμ, γῆ τοῦ Ἰούδα, δὲν εἶσαι μὲ κανένα τρόπον ἡ μικρότερη μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων τοῦ Ἰούδα, διότι ἀπὸ σὲ θὰ προέλθῃ ἕνας ἀρχηγός, ὁ ὁποῖος θὰ κυβερνήσῃ τὸν λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ».

7 Τότε ὁ Ἡρώδης ἐκάλεσε κρυφὰ τοὺς μάγους καὶ ἐξακρίβωσε ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χρόνον ποὺ ἐφάνηκε τὸ ἄστρον.

8 Κατόπιν τοὺς ἔστειλε εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσατε ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδιοῦ. Καὶ ὅταν τὸ βρῆτε, εἰδοποιήσατέ με, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω».

9 Αὐτοὶ, ἀφοῦ ἄκουσαν τὸν βασιλέα, ἔφυγαν. Καὶ νὰ, τὸ ἄστρον, τὸ ὁποῖον εἶχαν ἰδῆ νὰ ἀνατέλλῃ, προηγεῖτο, ἕως ὅτου ἦλθε καὶ ἐστάθηκε ἐπάνω εὶς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο τὸ παιδί.

10 Μόλις εἶδαν τὸ ἄστρον, αἰσθάνθηκαν μεγάλην χαράν.

11 Καὶ ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὸ σπίτι, εἶδαν τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὴν Μαρίαν, τὴν μητέρα του, καὶ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν καὶ τὸ προσκύνησαν· κατόπιν ἄνοιξαν τοὺς θησαυρούς τως καὶ τοῦ προσέφεραν γιὰ δῶρα χρυσὸν καὶ λιβάνι καὶ σμύρναν.
12 Καὶ ἐπειδὴ καθωδηγήθησαν μὲ ὄνειρον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ ἐπιστρέψουν στὸν Ἡρώδην, ἀνεχώρησαν εἰς τὴν πατρίδα τους ἀπὸ ἄλλον δρόμον.

 

Μνήμη τῶν Ποιμένων, ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ 

Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον Κεφάλαιο Β’ στίχοι 1 – 20:

 

1 Ἐγένετο δ ν τας μραις κεναις ξλθε δγμα παρ Κασαρος Αγοστου πογρφεσθαι πσαν τν οκουμνην.

2 Ατη  πογραφ πρτη γνετο γεμονεοντος τς Συρας Κυρηνου.

3 Κα πορεοντο πντες πογρφεσθαι, καστος ες τν δαν πλιν.

Ἀνέβη δ κα ωσφ π τς Γαλιλαας κ πλεως Ναζαρτ ες τν ουδααν ες πλιν Δαυίδ, τις καλεται Βηθλεμ, δι τ εναι ατν ξ οκου κα πατρις Δαυίδ,

πογρψασθαι σν Μαριμ τ μεμνηστευμν ατ γυναικ, οσ γκύῳ.

γνετο δ ν τ εναι ατος κε πλσθησαν α μραι το τεκεν ατν,

7 κα τεκε τν υἱὸν ατς τν πρωττοκον, κα σπαργνωσεν ατν κα νκλινεν ατν ν τ φτν, διτι οκ ν ατος τπος ν τ καταλματι.

8 Κα ποιμνες σαν ν τ χρ τ ατ γραυλοντες κα φυλσσοντες φυλακς τς νυκτς π τν πομνην ατν.

9 Κα δο γγελος Κυρου πστη ατος κα δξα Κυρου περιλαμψεν ατος, κα φοβθησαν φβον μγαν.

10 Κα επεν ατος  γγελος· μ φοβεσθε· δο γρ εαγγελζομαι μν χαρν μεγλην, τις σται παντ τ λα,

11 τι τχθη μν σμερον σωτρ, ς στι Χριστς Κριος, ν πλει Δαυίδ.

12 Κα τοτο μν τ σημεον· ερσετε βρφος σπαργανωμνον, κεμενον ν φτν.

13 Κα ξαφνης γνετο σν τ γγλ πλθος στρατις ορανου ανοντων τν Θεν κα λεγντων·

14 δξα ν ψστοις Θε κα π γς ερνη, ν νθρποις εδοκα.

15 Κα γνετο ς πλθον π᾿ ατν ες τν ορανν ο γγελοι, κα ο νθρωποι ο ποιμνες επον πρς λλλους· διλθωμεν δ ως Βηθλεμ κα δωμεν τ ρμα τοτο τ γεγονς,   Κριος γνρισεν μν.

16 Κα λθον σπεσαντες, κα νερον τν τε Μαριμ κα τν ωσφ κα τ βρφος κεμενον ν τ φτν.

17 δντες δ διεγνρισαν περ το ρματος το λαληθντος ατος περ το παιδου τοτου·

18 κα πντες ο κοσαντες θαμασαν περ τν λαληθντων π τν ποιμνων πρς ατος.

19  δ Μαριμ πντα συνετρει τ ρματα τατα συμβλλουσα ν τ καρδίᾳ ατς.

20 Κα πστρεψαν ο ποιμνες δοξζοντες κα ανοντες τν Θεν π πσιν ος κουσαν κα εδον καθς λαλθη πρς ατος.

 

Ἀπόδοση στὴ Νεοελληνική:

 

1 Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας συνέβη νὰ δοθῇ διαταγὴ ἐκ μέρους τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου νὰ γίνῃ ἀπογραφὴ ὅλης τῆς οἰκουμένης.

2 Αὐτὴ ἡ ἀπογραφὴ ἦτο ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε, ὅταν ἡγεμὼν τῆς Συρίας ἦτο ὁ Κορήνιος.

3 Καὶ ὅλοι ἐπήγαιναν νὰ ἀπογραφοῦν, ὁ καθένας εἰς τὴν πόλιν του.

4 Ἀνέβηκε δὲ καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν, ἀπὸ τὴν πόλιν Ναζαρέτ, εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαυΐδ ἡ ὁποία ὀνομάζεται Βηθλεέμ, ἐπειδὴ κατήγετο ἀπὸ τὸν οἶκον καὶ τὸ γένος τοῦ Δαυΐδ,

5 διὰ νὰ ἀπογραφῇ μαζὶ μὲ τὴν Μαριάμ, τὴν γυναῖκα τὴν μνηστευμένην μὲ αὐτὸν, ἡ ὁποία ἦτο ἔγκυος.

6 Συνέβη ὅμως ὅταν ἦσαν ἐκεῖ, νὰ συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι τοῦ τοκετοῦ της.

7 Καὶ ἐγέννησε τὸν υἱόν της τὸν πρωτότοκον καὶ τὸν ἐτύλιξε μὲ σπάργανα καὶ τὸν ἔβαλε νὰ πλαγιάσῃ μέσα εἰς τὴν φάτνην, διότι δὲν ὑπῆρχε τόπος εἰς τὸ πανδοχεῖον ὅπου εἶχαν καταλύσει.

8 Εἰς τὴν ἴδιαν περιοχὴν ὑπῆρχαν βοσκοὶ ποὺ ἔμεναν ἔξω εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐφύλαγαν βάρδια τὴν νύχτα διὰ τὸ ποίμνιόν τους.

9 Καὶ τοὺς παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ λάμψις θεϊκὴ ἔλαμψε γύρω τους καὶ τοὺς κατέλαβε μεγάλος φόβος.

10 Καὶ τοὺς εἶπε ὁ ἄγγελος, «Μὴ φοβᾶσθε· διότι σᾶς φέρω εὐχάριστα νέα ποὺ θὰ προξενήσουν μεγάλην χαρὰν εἰς ὅλον τὸν λαὸν:

11 ἐγεννήθηκε σήμερα εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαυΐδ γιὰ σᾶς Σωτήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Χριστὸς Κύριος.

12 Καὶ τοῦτο θὰ χρησιμεύσῃ σ’ ἐσᾶς γιὰ σημεῖον: Θὰ βρῆτε βρέφος τυλιγμένο εἰς τὰ σπάργανα μέσα σὲ φάτνην».

13 Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάσθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἄγγελον πλῆθος τῆς οὐρανίου στρατιᾶς ποὺ ἐδοξολογοῦσαν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγαν,

14 «Δόξα ἂς εἶναι εἰς τὸν Θεὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ εἰς τὴν γῆν εἰρήνην· εὐαρέσκεια πρὸς τοὺς ἀνθρώπους».

15 Μόλις οἱ ἄγγελοι τοὺς ἄφησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν οὐρανόν, οἱ βοσκοὶ εἶπαν μεταξύ τους, «Ἂς πᾶμε λοιπὸν ἕως τὴν Βηθλεὲμ γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔκανε γνωστὸν ὀ Κύριος».

16 Καὶ ἦλθαν τρέχοντες καὺ εὑρῆκαν τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσήφ, καὶ τὸ βρέφος νὰ εἶναι εἰς τὴν φάτνην.

17 Ὅταν τὸ εἶδαν, ἔκαναν γνωστὰ τὰ λόγια ποὺ τοὺς εἶχαν εἰπωθῆ σχετικῶς μὲ τὸ παιδὶ αὐτό.

18 Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἄκουσαν, ἐθαύμασαν δι’ ὅσα τοὺς εἶπαν οἱ βοσκοί.

19 Ἡ δὲ Μαριὰμ τὰ ἐκρατοῦσε ὅλα εἰς τὸν νοῦν της καὶ τὰ ἐσκέπτετο.
20 Καὶ ἐπέστρεψαν οἱ βοσκοὶ καὶ ἐδόξαζαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Θεόν, δι’ ὅλα, ὅσα ἄκουσαν καὶ εἶδαν, ὅπως τοὺς εἶχε εἰπωθῆ.

Η Γέννηση του Θεανθρώπου, το μέγα και παράδοξο μυστήριο

Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.

Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.

Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν…».

Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.

Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.

Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».

Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γ᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γὶ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».

Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».

Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.

Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος»

ΚΥΡΙΑΚΗ

ΠΡΟ  ΤΗΣ  ΧΡΙΣΤΟΥ  ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

Ματθ. α΄, 1-25

 Μία ημέρα πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα σήμερα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἀκούσαμε τήν ἀρχή τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶναι ὁ γνωστός κατάλογος τῶν προγόνων τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλα ἀπό τά ὀνόματα πού ἀκούσαμε μᾶς εἶναι γνωστά –ὅπως τά ὀνόματα τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ, τοῦ Δαυίδ- τά πιό πολλά ὅμως μᾶς εἶναι ἄγνωστα. Αὐτός ὁ κατάλογος μᾶς δείχνει τήν πορεία τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ γιά τό ἀνθρώπινο γένος. Τά ὀνόματα αὐτά εἶναι ἀντιπροσωπευτικά τῶν ἀνθρώπων, πού γενιές ὁλόκληρες περίμεναν τή μεγάλη ὥρα, τόν ἐρχομό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Εἶναι οἱ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού ἀπό γενιά σέ γενιά πρόσμεναν τή στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὑποσχέσεις του, θά γίνονταν πραγματικότητα.

Θά περίμενε κανείς ὁ κατάλογος αὐτός τῶν προγόνων τοῦ Χριστοῦ νά εἶναι ἕνα ἁγιολόγιο. Ὅμως ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος δέ διστάζει νά χρησιμοποιήσει ξένες, προσήλυτες ἤ μέ πρότερο μεμπτό βίο γυναῖκες γιά τήν ἀνάδειξη τῶν προγόνων τοῦ Μεσσία. Οὔτε φοβᾶται νά ἀναφερθεῖ σέ ἀνθρώπους σκληρούς καί βίαιους, ὅπως ἦταν μερικοί ἀπό τούς βασιλιάδες τοῦ Ἰούδα. Καί τό κάνει αὐτό γιατί θέλει νά τονίσει πώς ὁ Θεός δέ βλέπει πρόσωπα, καταγωγή, ἠθικότητα σύμφωνα μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια ἤ καί θρησκευτικότητα κατά τήν ἐπέμβασή του στήν ἀνθρώπινη ἱστορία γιά νά πραγματοποιήσει τό σχέδιο τῆς Οἰκονομίας του. Τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἄλλωστε, δέ διακρίνεται γιά τίς πνευματικές ἀναζητήσεις του ἤ γιά τήν ἠθική προκοπή του. Ἀντίθετα προχωρεῖ ὅλο καί πιό κάτω στοῦ κακοῦ τή σκάλα, ὅπως λέει ὁ ποιητής…

Μέ βάση τά ἀνθρώπινα κριτήρια, λοιπόν, ὁ Θεός δέν ἐκπλήρωσε τίς ἐπαγγελίες του σάν ἀμοιβή γιά τήν ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση στίς ἐντολές του. Ἀφοῦ, ὅπως εἴδαμε, ἀκόμη καί ἀνάμεσα στούς προγόνους τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν ἀρκετοί πού μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια τῆς θρησκευτικῆς καί ἠθικῆς τελειότητας βρίσκονται πολύ μακριά ἀπό τήν κορυφή.

Φαίνεται ἔτσι πώς τά κριτήρια τοῦ Θεοῦ ἦταν διαφορετικά. Γιατί ἀκριβῶς τήν ὥρα πού τό σκοτάδι εἶχε ἁπλωθεῖ πάνω σέ ἔθνη καί λαούς καί πού ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ εἶχε γενικευθεῖ, τότε ἀκριβῶς διάλεξε τήν ὥρα ὁ Θεός γιά νά ἐκπληρώσει τίς ἐπαγγελίες του. Δέ στηρίζεται ἡ ἐνέργειά του στήν ἠθικότητα τῶν ἀνθρώπων οὔτε στή θρησκευτική τους πρόοδο. Δέν περιμένει νά δείξουν ὑπακοή στό νόμο του, γιά νά τούς ἀνταποδώσει τήν τήρηση τῆς διαθήκης μέ τό βραβεῖο τῆς σωτηρίας. Ἐπεμβαίνει στόν κόσμο γιά νά ἐκπληρώσει τίς ὑποσχέσεις του τήν ὥρα τῆς κατάπτωσης τόσο τοῦ λαοῦ του ὅσο καί τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

Εἶναι ὁπωσδήποτε διαφορετικά ἀπό τά δικά μας τά κριτήρια τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τήν ὥρα τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Λόγου του. Ποιά εἶναι αὐτά; Εἶναι ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο, τόν κάθε ἄνθρωπο. Καί εἶναι καί τό ἔλεός του, ἡ συγνώμη πού χορηγεῖ στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, χωρίς κάν νά περιμένει νά τοῦ τή ζητήσει ἐκεῖνος. Αὐτά τά δύο, ἡ ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δείχνουν ἀκόμη τή φιλανθρωπία του, τήν πατρική του ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Δέ συγχωρεῖ ἁπλῶς καί μόνο τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἀλλά καί τοῦ χαρίζει δῶρα ἀπρόσμενα: τόν κάνει παιδί του καί τόν προικίζει μέ τίς δωρεές τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Κι ὅλα αὐτά μόνο ἀπό ἀγάπη γιά τό πλάσμα του! Στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ βρίσκεται τό μοναδικό κριτήριο γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι τό μεγάλο καί αἰώνιο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἡ τήρηση τῶν ὑποσχέσεων, εἶναι ὁ λόγος τῆς ἐκπλήρωσής τους, ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα πού ἀποφάσισε ὁ Θεός. Ὥρα ἐξάπλωσης τῆς ἁμαρτίας, γιά νά μή συνδεθεῖ ἡ ἐκπλήρωση μέ ἀνθρώπινα κατορθώματα. Ὥρα ἀπάμβλυνσης τῆς θρησκευτικότητας, γιά νά μήν καυχηθεῖ κανείς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὥρα ἔνδειας πνευματικῆς, γιά νά καταλάβουμε ὅλοι τόν πλοῦτο τῆς θεϊκῆς δωρεᾶς.

Αὐτό τό μήνυμα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θυμίζει ἰδιαίτερα αὐτή ἡ περίοδος πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα. Γιά νά μή μείνει ἡ γιορτή ἕνα φαγοπότι μόνο καί ἀνταλλαγή δώρων. Γιά νά μή κλειστεῖ καθένας μας στόν ἑαυτό του ἀδιαφορώντας γιά τούς ἄλλους. Γιά νά μήν ἀποκτήσει κανένας τήν ψευδαίσθηση τῆς κάποιας ὑπεροχῆς του. Καί πάνω ἀπ’ ὅλα γιά νά θυμόμαστε στήν καθημερινή ζωή μας τούς τόσο συνοπτικούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἔνσαρκης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες» στίς σχέσεις σας μέ τούς συνανθρώπους, «καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστί». Αὐτή ἡ καθημερινή ἀγάπη, πού δέν ἔχει περιορισμούς, πού ξέρει νά συγχωρεῖ, πού ἀγκαλιάζει ὅλο τόν κόσμο, εἶναι ἡ καλύτερη μαρτυρία γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στό σύγχρονο κόσμο. Ἀμήν.

Ακολουθία Εσπερινού Σαββάτου και Κυριακής, όρθρου και Θείας Λειτουργίας Προ της Χριστού Γεννήσεως 23-12-2017 και 24-12-2017 εδώ

Τυπικόν εδώ 

Κανόνιον εδώ

Παραμονή τῆς μεγάλης ἑορτῆς.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἀπεγράφετο ποτέ, σὺν τῷ πρεσβευτῇ Ἰωσήφ, ὡς ἐκ σπέρματος Δαβίδ, ἐν Βηθλεὲμ ἡ Μαριάμ, κυοφοροῦσα τὴν ἄσπορον κυοφορίαν· ἐπέστη δὲ καιρός, ὁ τῆς Γεννήσεως, καὶ τόπος ἦν οὐδείς, τῷ καταλύματι, ἀλλ’ ὡς τερπνὸν παλάτιον τὸ Σπήλαιον, τῇ Βασιλίδι ἐδείκνυτο. Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν προαιώνιον Λόγον, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως, Χόρευε, ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα, δόξασον, μετὰ Ἀγγέλων καὶ τῶν Ποιμένων, βουληθέντα ἐποφθῆναι, παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.

 

Μεγαλυνάριον.
Φάτνη ἑτοιμάζου τὰ τῆς δοχῆς, σπεύσατε Ποιμένες, καὶ οἱ Μάγοι ἐκ τῶν Περσῶν, σὺν τοῖς Ἀσωμάτοις, ἐν Βηθλεὲμ βοῆσαι· Δόξα τῷ τικτομένῳ, σῶσαι τὰ σύμπαντα.

Ἡ Ἁγία Εὐγενία ἡ Ὁσιομάρτυς

Ἔζησε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Φίλιππος καὶ Κλαυδία. Ἐπίσης, εἶχε καὶ δυὸ ἄλλα ἀδέλφια, τὸν Ἀβίτα καὶ τὸν Σέργιο. Ὁ πατέρας της διορίστηκε ἔπαρχος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆγε ἐκεῖ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια.

Ἐκεῖ ἡ Εὐγενία σπούδασε κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο καὶ ἔμαθε ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ φιλολογία. Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές της, ψάχνοντας γιὰ περισσότερη γνώση πῆρε στὰ χέρια της ἀπὸ μία χριστιανὴ κόρη τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὶς διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε πολύ. Ἐκεῖ μέσα δὲν ὑπῆρχαν θεωρίες καὶ φιλοσοφικὲς δοξασίες. Οἱ γραμμές τους ἐνέπνεαν ζωὴ καὶ ἐλπίδα.

Ἐκείνη τὴν περίοδο, οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ τὴν δώσουν σύζυγο σὲ κάποιο Ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο, τὸν Ἀκυλίνα. Τότε ἡ Εὐγενία, ἀρνούμενη νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴν πρόταση τῶν γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἔφυγε σὲ ἄλλη πόλη. Ἐκεῖ κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανὴ καὶ ἔλαβε συγχρόνως τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της καὶ ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἔγινε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀνέκφραστη χαρά. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ὅλοι στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας δέχθηκαν τὸν χριστιανισμό.
Ἀπὸ μίσος τότε οἱ εἰδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τὸν πατέρα της. Καὶ ὅταν ἡ Εὐγενία ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη, ἐπειδὴ δὲν θυσίαζε στὰ εἴδωλα, τὴν ἀποκεφάλισαν, τερματίζοντας ἔτσι ἔνδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως», μαζὶ μὲ τὴν ἐπίγεια ζωή της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου πνεύματος, τῇ ὑμνωδίᾳ, φῶς προσέλαβες θεογνωσίας, Εὐγενία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· καὶ ἐν Ὁσίων χορείᾳ ἐκλάμψασα, ἀθλητικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐθριάμβευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου πρόσκαιρον φυγοῦσα δόξαν, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας, τὸ εὐγενές σου τῆς ψυχῆς, ἀδιαλώβητον σώζουσα, Μάρτυς θεόφρον, Εὐγενία πανεύφημε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὄρπηξ εὐγενείας θεοειδοῦς, ἤθεσιν ὁσίοις, καὶ ἀγῶσιν ἀθλητικοῖς, ὤφθης Εὐγενία· ἐντεῦθεν ἐνυμφεύθης, τῷ Ὑπερθέῳ Λόγῳ, ὡς καλλιπάρθενος.

Ἡ Ἁγία Βασίλα ἡ Μάρτυς 

Στοὺς Συναξαριστὲς σημειώνεται μόνο, ὅτι συμμαρτύρησε μὲ τὴν Ἁγία Εὐγενία καὶ θανατώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.

Ο Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως, νομίζει ὅτι ἡ Ἁγία αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, διότι μαζὶ μ’ αὐτὴ ἀναφέρεται καὶ ἡ μνήμη τοῦ πατέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, Φιλίππου, καθὼς καὶ τῶν ὑπηρετῶν της, Πρῶτα καὶ Ὑακίνθου, ποὺ ὅλοι μαζὶ μαρτύρησαν στὴν Ρώμη ἐπὶ Κομόδου (180 – 192 μ.Χ.).
Ἀλλὰ ὁ Γαλανὸς στοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» ἀναφέρει ὅτι τὴν Βασίλα προσήλκυσε στὸν χριστιανισμὸ ἡ Ἁγία Εὐγενία στὴν Ρώμη. Ὁ μνηστήρας ὅμως τῆς Ἁγίας Βασίλας, Πομπήϊος, ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κατέδωσε στὶς ἀρχὲς τὴν Ἁγία Βασίλα καὶ τὴν Ἁγία Εὐγενία, μὲ ἀποτέλεσμα, ἡ μὲν πρώτη νὰ ἀποκεφαλιστεῖ, ἡ δὲ δεύτερη ἀφοῦ πρῶτα ρίχτηκε στὸν ποταμὸ Τίβερη καὶ διασώθηκε, κατόπιν νὰ ἀποκεφαλιστεῖ καὶ αὐτή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Μάρτυρας 

Ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Εὐγενίας καὶ μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε μὲ μαχαίρι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Πρώτα καὶ Ὑάκινθος οἱ Μάρτυρες

Ἦταν ὑπηρέτες καὶ ἀργότερα συνασκητὲς τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴ Ρώμη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος «ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν» 

Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἦταν στρατιώτης καὶ πῆρε μέρος στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Βουλγάρων, ἐπὶ Νικηφόρου τοῦ Λογοθέτου (802 – 811).

Σὲ μία ὁδοιπορία διανυκτέρευσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Τὴ νύχτα ὅμως, ἡ κόρη τοῦ ξενοδόχου τὸν ἐπιτέθηκε μὲ ἁμαρτωλὲς προθέσεις. Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος συγκρατήθηκε καὶ δὲν μόλυνε τὸ σῶμά του ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ πράξη, στὴν ὁποία τὸν καλοῦσε καὶ τὸν ἐρέθιζε ἡ πονηρὴ κόρη.

Τότε ἀξιώθηκε νυκτερινῆς ὀπτασίας, ποὺ ἐπιβράβευσε τὴν ἁγνότητά του. Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν πόλεμο σῶος καὶ ἀβλαβής, ἀποσύρθηκε σὲ κάποια Μονή, ὅπου ἔγινε μοναχός.
Καὶ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία, πέθανε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀχαϊκὸς ὁ Μάρτυρας 

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὑποθέτει, ὅτι ὁ Ὅσιος αὐτὸς εἶναι ὁ λεγόμενος Πάνδεκτος (δηλαδὴ ὁ συγγραφέας τῆς Πανδέκτου), ποὺ ἔζησε στὰ μέσα του 7ου αἰώνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Γαλάτια καὶ ἦταν μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα. Αὐτὸς μάλιστα, περιέγραψε καὶ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ θρήνησε τὸν φόνο τῶν μοναχῶν τῆς Λαύρας ἀπὸ τοὺς ἐπιδρομεῖς.
Γιὰ τὸν Ἀντίοχο καλὴ μελέτη ἔγραψε ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κάλλιστος (1910) καὶ ὁ Ἰ. Φωκυλίδης στὸ ἔργο του «Ἡ Ἱερὰ Λαύρα Σάββα τοῦ ἡγιασμένου».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βιτιμίων 

Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀφροδίσιος 

Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Σόσσιος καὶ Θεόκλειος οἱ Μάρτυρες

Ἄγνωστοι στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου. Ἀναφέρονται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621, μὲ λίγα βιογραφικὰ στοιχεῖα.

Μαρτύρησαν ἐπὶ Μαξιμιανοὺ (286 – 305) καὶ Μαγνεντίου. Συνελήφθησαν σὰν χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Βαῦδο (ποὺ ἦταν ἡγεμόνας τῆς Ἀδριανούπολης τῆς Μακεδονίας) καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκαν ν’ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, βασανίστηκαν ἀνελέητα μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Τόσα πολλὰ εἶναι τὰ βασανιστήριά τους, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαριθμηθοῦν καὶ ἀπορεῖ κανεὶς πῶς κατόρθωσαν νὰ ἐπιζήσουν.
Τελικά τους ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἄφθαρτα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Καστοῦλος ὁ Μάρτυρας 

Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα. Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 μὲ σύντομο βιογραφικὸ ὑπόμνημα.
Σύμφωνα λοιπὸν μ’ αὐτό, ὁ Ἅγιος αὐτὸς μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λικινίου (307 – 323), στὸν ὁποῖο καταγγέλθηκε σὰν χριστιανός. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρμα. Κατόπιν τὸν παρέδωσαν στὸν ἡγεμόνα Ζηλικίνθιο καὶ ἐπειδὴ δὲν κατάφερε κι’ αὐτὸς νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν μάρτυρα, τὸν βασάνισε σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀχμὲδ ὁ Νεομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἀχμὲτ ἦταν Μωαμεθανὸς στὸ θρήσκευμα καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς γραφέας τοῦ ἀρχιλογιστοῦ «δευτεράρη». Στὴν οἰκία του εἶχε ὡς ὑπηρέτρια μία Χριστιανὴ ἀπὸ τὴ Ρωσία, στὴν ὁποία ἐπέτρεπε νὰ τελεῖ ἐλεύθερα τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα στοὺς Χριστιανικοὺς ναούς. Ὁ ἴδιος βαπτίσθηκε κρυφὰ καὶ ἔγινε Χριστιανός. Σὲ ἐπίσημη συζήτηση, ποὺ διεξήγαγε μὲ μορφωμένους Μωαμεθανούς, ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστη εἶναι ἡ Χριστιανικὴ καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε καταγγέλθηκε στὶς Τουρκικὲς ἀρχές, συνελήφθη καὶ ἀπαγχονίστηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1682.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ νεώτερος 

Ὁ Ἀγάπιος ὁ νεώτερος, κατὰ κόσμον Ἀντώνιος Ἀντωνόπουλος, γνωστὸς καὶ ὡς Ἀγάπιος Παπαντωνόπουλος (Δημητσάνα, 1753 – 1812). Φοίτησε στὴν σχολὴ τῆς γενέτειράς του, ὅπου εἶχε διδασκάλους τὸν Ἀγάπιο Λεονάρδο καὶ τὸν Γεράσιμο Γούνα.

Ὅταν μὲ τὰ Ὀρλοφικὰ ἡ σχολὴ ἔκλεισε, ὁ Ἀγάπιος ἀκολούθησε τὸν Γεράσιμο Γούνα στὴ Σμύρνη, ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ φημισμένη σχολὴ τῆς πόλης μὲ σχολάρχη τὸν Ἰερόθεο Δενδρινό. Στὴν Σμύρνη πῆρε καὶ τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ. Ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν Γεράσιμο Γούνα στὴν Χίο καὶ τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του Δημητσάνα, ὅπου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1781 ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση τῆς παλιᾶς σχολῆς του.

Τὴν φήμη της ἡ σχολὴ τῆς Δημητσάνας τὴν ὀφείλει κατὰ κύριο λόγο στὸν Ἀγάπιο τὸν νεώτερο, ὁ ὁποῖος ἐπὶ 32 ὁλόκληρα χρόνια ἄσκησε τὰ καθήκοντα τοῦ σχολάρχη μὲ μοναδικὴ εὐσυνειδησία, ἐργατικότητα καὶ ἐντιμότητα.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό του Ἀγάπιου, πού μας ἀποκαλύπτεται στὴν ἀλληλογραφία του, εἶναι ἡ ἁπλότητα καὶ λιτότητα τῆς ζωῆς του: «... ζῶμεν δημητσανίτικα», γράφει στὸν Ἄνθιμο Καράκαλλο, ποὺ ἔνθερμα ὑποστήριζε τὸ ἔργο τῆς σχολῆς, «πότε μὲ μολόχες, πότε μὲ τζικνίδες, πότε μὲ ἁβρονιές, πότε μὲ ἀριάνι, πότε μὲ μοναχὸ ψωμί».
Συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀγάπιου δὲν ἔχουμε. Ἡ διδασκαλία του ὅμως, ἦταν ὁ σπόρος ἀπὸ τὸν ὁποῖο βλάστησαν πολλοὶ ἔξοχοι διδάσκαλοι καὶ κληρικοὶ τῆς ἐποχῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr