Μαρτύρησαν κατὰ τὸ σκληρὸ διωγμὸ τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανού. Ὁ Εὐστράτιος, ποὺ ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματικός, συνελήφθη ἀπὸ τὸ Δούκα Λυσία. Αὐτός, ἀφοῦ τὸν βασάνισε μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, ἔπειτα τὸν ἔστειλε στὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα. Φημισμένος αὐτὸς γιὰ τὴν ὠμότητά του ἀπέναντι στοὺς χριστιανούς, ἔβαλε τὸν Εὐστράτιο νὰ βαδίσει μὲ σιδερένια παπούτσια, ποὺ εἶχαν μέσα μυτερὰ καρφιά. Κατόπιν τὸν ἀποτελείωσε, ἀφοῦ τὸν ἔριξε μέσα στὴ φωτιά.
Τὸν Αὐξέντιο, ποὺ ἦταν ἱερέας καὶ συμπολίτης τοῦ Εὐστρατίου, ὁ ἡγεμόνας τὸν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει μὲ πολλὲς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ ὁ ἄξιος λειτουργὸς τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε: «Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ λέω πολλὰ λόγια Λυσία. Στὴν ζωὴ αὐτὴ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ εἶμαι δικός Του μέχρι θανάτου. Καὶ ἂν ἀναρίθμητους δαρμοὺς καὶ πληγὲς μοῦ δώσεις, καὶ ἂν μὲ φωτιὰ καὶ σίδερο μὲ λιώσεις, ὁ Χριστός μου εἶναι παντοδύναμος καὶ ὁ Σταυρὸς Του ἀκαταμάχητος. Αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ὁ Αὐξέντιος εἶναι ἀδύνατος. Ἀλλὰ τοῦ χριστιανοῦ Αὐξεντίου τὸ φρόνημα δὲν θὰ κάμψεις ποτέ». Ἐξαγριωμένος ὁ ἡγεμόνας ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀμέσως τὸν ἀποκεφάλισε.
Τὸν Μαρδάριο, ἀφοῦ τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω καὶ τὸν ἔκαψαν.
Ὁ ἀξιωματικὸς Εὐγένιος, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλώσσα καὶ τὰ χέρια καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ πόδια, ἐξέπνευσε.
Τὸν δὲ στρατιώτη Ὀρέστη τὸν θανάτωσαν, ἀφοῦ τὸν ξάπλωσαν σὲ πυρακτωμένο κρεβάτι.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ πενταυγὴς τῶν Ἀθλοφόρων χορεία, τῇ τῶν ἀγώνων νοητῇ δᾳδουχίᾳ, τὴν οἰκουμένην ἅπασαν αὐγάζει νοητῶς, ὁ σοφὸς Εὐστράτιος, Αὐξεντίῳ τῷ θείῳ, Ὀρέστης καὶ Μαρδάριος, καὶ Εὐγένιος ἅμα· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν πιστοί· χαίροις Μαρτύρων, πεντάριθμε σύλλογε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Φωστὴρ ἐφάνης λαμπρότατος Χριστοκῆρυξ, τοῖς ἐν τῷ σκότει τῆς ἀγνωσίας καθημένοις· πίστιν ὡς δόρυ δὲ περιθέμενος, τῶν δυσμενῶν τὰ θράση οὐκ ἐπτοήθης Εὐστράτιε, ῥητόρων ὑπάρχων εὐγλωττότερος.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς Ἀθλοφόροι ἐν πᾶσιν ἀήττητοι, οἱ τοῦ Σωτῆρος πεντάριθμοι Μάρτυρες, πρεσβείαις ἀπαύστως προσάγετε, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν μόνον Φιλάνθρωπον, διδόναι ἡμῖν θεῖον ἔλεος.
Μεγαλυνάριον.
Σύμμορφοι ἐν ἄθλοις τοῖς ἱεροῖς, Εὐστράτιε μάκαρ, καὶ Αὐξέντιε ἱερέ, σὺν τῷ Εὐγενίῳ, Μαρδάριε Ὀρέστα, ἡμᾶς ἐν ὁμονοίᾳ διατηρήσατε.
Ἡ Ἁγία Λουκία ἡ Παρθενομάρτυς
Σήμερα τιμοῦμε τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας μάρτυρος Λουκίας, τῆς παρθένου. Ἔζησε γύρω στὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας.
Μοναχοκόρη, εἶχε ὀρφανέψει μικρὴ ἀπὸ τὸν πατέρα της καὶ ἔμεινε μόνη μὲ τὴ μητέρα της, ἡ ὁποία ἦταν βαριὰ ἄρρωστη μὲ μία ἀνίατη ἀσθένεια. Ἔχοντας ἀπελπιστεῖ ἀπὸ τὴν βοήθεια τῶν γιατρῶν, εὐελπιστοῦσαν μόνο στὴν Θεία Χάρη γιὰ τὴν ἴαση τῆς ἀσθένειάς της. Γι’ αὐτὸ μετέβηκαν στὴν Κατάνη, ὅπου βρισκόταν τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας Ἀγαθῆς.
Τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ ἡ Λουκία, ἀφοῦ εἶχε προσευχηθεῖ θερμὰ γιὰ τὴν ὑγεία τῆς μητέρας της, εἶδε τὴν Ἁγία Ἀγαθὴ σὲ ὅραμα. Ἡ Ἁγία τῆς εἶπε ὅτι ἡ μητέρα της θὰ γιατρευτεῖ, ἀλλὰ ἡ ἴδια θὰ στεφθεῖ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Λουκία περιχαρής, ξύπνησε τὸ πρωὶ γιὰ τὴν ἀνάρρωση τῆς μητέρας της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ μαρτυρικὸ στέφανο ποὺ τὴν περίμενε. Ὅταν γύρισαν στὶς Συρακοῦσες τὴν κατήγγειλαν στὸν αὐτοκράτορα Δέκιο, λόγω τοῦ φιλανθρωπικοῦ καὶ χριστιανικοῦ της ἔργου. Ἐπειδὴ δὲ, δὲν ἀπαρνήθηκε τὴν πίστη της στὸν Κύριο, διατάχθηκε ὁ θάνατός της.
Ἡ Ἁγία Λουκία παρέδωσε τὸ πνεῦμά της κάτω ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ δημίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Παρθενίας φοροῦσα χλαῖναν ὑπέρλαμπρον, παρθενικῶς ἐμνηστεύθης τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ ἀγάπην γεηροῦ μνηστῆρος ἔλιπες· ὅθεν ὡς δῶρα νυμφικά, προσενήνοχας αὐτῷ, τὰ ῥεῖθρα τῶν σῶν αἱμάτων, Λούκια Παρθενομάρτυς, ᾧ καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν λαμπράν σου ἄθλησιν, ἀνευφημοῦντες ἐν πόθῳ, ὡς ἁγνὴν παρθένον σε, καὶ ἀθληφόρον τιμῶμεν· μόνον γὰρ, Χριστοῦ τὸ κάλλος ἐπιποθοῦσα, ἅπασαν, ἀπεβδελύξω φθαρτῶν ἰδέαν· διὰ τοῦτο καὶ τμηθεῖσα, ἀφθάρτου δόξης Λουκία ἔτυχες.
Μεγαλυνάριον.
Φίλτρῳ πτερωθεῖσα τῷ θεϊκῷ, μνήστορος γηΐνου, ὑπερέδραμες τὴν στοργήν, καὶ ὀδμαῖς ἀΰλοις, τοῦ Λόγου ἑπομένη, Λουκία Ἀθληφόρε, νομίμως ἤθλησας.
Ὁ Ὅσιος Ἄρης
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Ὁσίους καὶ σοφοὺς ἀσκητὲς τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου ἀποφθέγματα ὑπάρχουν στὸν Εὐεργετινό.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Ἀσκητὴς ποὺ ἀσκήτευσε στὸ Λάτριο ὄρος
Πότε ἀκριβῶς ἔζησε δὲν μᾶς εἶναι γνωστό. Πάντως ἀπὸ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα συμπεραίνουμε ὅτι ὑπῆρξε μεταξὺ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰώνα.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη οἰκογένεια. Ὁ ἴδιος ἦταν πατρίκιος καὶ στρατηγός, τῶν Κιβυρραιωτῶν καὶ ἔπειτα στὸν Βυζαντινὸ στόλο.
Κάποτε ὅμως, σὲ μία φοβερὴ τρικυμία, ὁ στόλος καταποντίσθηκε καὶ διασώθηκε μόνο αὐτός. Τότε ἀφιέρωσε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του στὸν Θεό, ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς καὶ ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή.
Ποῦ μόνασε πρῶτα δὲν τὸ γνωρίζουμε. Ἀργότερα κατέφυγε σὲ τόπο ἀπομονωμένο, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν τοποθεσία Ἱερὸ καὶ ἀπὸ ἐκει στὸ Λάτριο ὄρος, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Ἀπὸ ἐκεῖ κλήθηκε νὰ διοικήσει τὴ Μονὴ Κελλιβάρων, ἀλλὰ ἐνοχλούμενος καὶ ἐπιζητώντας τὴν ἡσυχία, ἀναχώρησε καὶ κλείστηκε μέσα σὲ μιὰ τρύπα ταλαιπωρώντας τὸ σῶμα του. Ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ τῆς Μονῆς τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴ Μονή, ὅπου ζοῦσε σ’ ἕνα κελὶ καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, τὴν Κυριακή, ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συνέτρωγε μὲ αὐτούς.
Προαισθάνθηκε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε κατάλληλες πνευματικὲς συμβουλές, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου Σερβίας
Ὁ Γαβριὴλ ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας. Μὲ ἄδεια τῶν Τούρκων, εἶχε πάει στὴ Βλαχὶα καὶ Ρωσία γιὰ νὰ μαζέψει χρήματα, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Τότε κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίτροπό του στὴν Ἀρχιεπισκοπή, Βούλγαρο Μάξιμο, ὅτι ἐπιβουλεύεται τὴν Τουρκικὴ ἐξουσία. Ἔτσι, ὅταν ὁ Γαβριὴλ ἐπέστρεψε ἀπ' τὴ Ρωσία, βρῆκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Μάξιμο. Ἀμέσως τότε ὁ Γαβριήλ, προέβηκε σὲ ἐνέργειες γιὰ τὴν ἔξωσή του. Ὁ Μάξιμος ὅμως πῆγε στὴν Προῦσα, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος καὶ ὁ Βεζίρης καὶ ἐπανέλαβε τὶς συκοφαντίες ἐναντίον τοῦ Γαβριήλ.
Τότε ὁ Βεζίρης κάλεσε τὸν Γαβριὴλ ἀπὸ τὴ Σερβία στὴν Προῦσα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε, πείστηκε μὲν ὅτι πρόκειται γιὰ συκοφαντία, ἀλλὰ ἀξίωσε ἀπὸ τὸν μάρτυρα ν’ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ἔχει τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Ὁ Ἱεράρχης ἀπέκρουσε τὶς προτάσεις καὶ παρέμεινε ἀκλόνητος στὴ χριστιανικὴ πίστη.
Ἔτσι, ἀφοῦ σκληρὰ τὸν βασάνισαν, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀπαγχονισμὸ στὶς 13 Δεκεμβρίου 1659. Ο Otto Meinardus, τοποθετεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ νέου Ἱερομάρτυρα αὐτοῦ, στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1681.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἰουβενάλιος καὶ Πέτρος καὶ πάντες Ἅγιοι οἱ ἐν Ἀλάσκα
Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν Ἁγίων τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἀλάσκα – Ὀρθόδοξο Συναξάρι», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. Παρουσία, Ἀθῆναι.
Γιὰ τὸν Ἅγιο Πέτρο ἔχουμε μόνο τὴν παρακάτω ἀναφορὰ στὸ βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς τῆς Ἀλάσκας» ἀπὸ τὴν σειρὰ «Φιλοκαλία τῶν Ρώσων Νηπτικῶν» σὲ μετάφραση – ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση :
«…Μίαν ἄλλη φορά, συνεχίζει ὁ Γιανόφσκυ, τοῦ ’λεγα (τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ) πὼς οἱ Ἰσπανοὶ αἰχμαλώτισαν στὴν Καλιφόρνια 14 Ἀλεούτους.
Οἱ Ἰησουίτες τοὺς πίεζαν ν’ ἀσπαστοῦν τὴν πίστη τῶν Καθολικῶν, ἐκεῖνοι ὅμως δὲ δέχονταν μὲ τίποτα. «Εἴμαστε χριστιανοί», ἀπαντοῦσαν.
Οἱ Ἰησουίτες ἀντέτειναν: «Ὄχι, εἶστε αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί. Ἂν δὲν ὑποκύψετε, θὰ σᾶς βασανίσουμε μέχρι θανάτου».
Τελικὰ τοὺς ἔβαλαν στὴ φυλακὴ ἀνὰ δυό. Τὸ βράδυ ἦρθαν στὴν φυλακὴ οἱ Ἰησουίτες μὲ λάμπες καὶ ἀναμμένα κεριὰ καὶ ἄρχισαν πάλι νὰ τοὺς πιέζουν γιὰ ν’ ἀσπαστοῦν τὴν πίστη τῶν Καθολικῶν.
«Εἴμαστε χριστιανοί», ἀπαντοῦσαν οἱ Ἀλεοῦτοι, «δὲν ἀλλάζουμε τὴν πίστη μας».
Οἱ Ἰησουίτες ἄρχισαν νὰ βασανίζουν τὸν ἕναν, μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἄλλων. Ἔσπαζαν μιὰ ἄρθρωση τῶν ποδιῶν του, μετὰ μία ἄλλη καὶ στὴ συνέχεια τὶς ἀρθρώσεις τῶν δαχτύλων, τὴ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη. Μετὰ κομμάτιασαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του. Τὸ αἷμα ἔτρεχε, ὁ μάρτυρας ὅμως ὑπόμενε καὶ ἐπαναλάμβανε σταθερὰ τὴν ἀπάντηση:
«Εἶμαι χριστιανός». Τελικά, ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ τὴν ἀπώλεια τοῦ αἵματος, πέθανε.
Τὴν ἄλλη μέρα οἱ Ἰησουίτες ἀπείλησαν πὼς θὰ βασανίσουν τὸν φίλο του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Τὴν ἴδια νύχτα ὅμως ἔλαβαν ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Μόντερεϊ νὰ μεταφέρουν ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους Ἀλεούτους ἐκεῖ. Ἔτσι, τὴν ἄλλη μέρα, ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ κεῖνον ποὺ θανατώθηκε, ἔφυγαν. Αὐτὸ μοῦ τὸ διηγήθηκε ὁ φίλος ἐκείνου ποὺ μαρτύρησε. […].
Ὅταν τελείωσα τὴν περιγραφή, ὁ π. Γερμανὸς μὲ ρώτησε:
–Ποιο ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ Ἀλεούτου;
–Πέτρος, ἀπάντησα, ἀλλὰ δὲ θυμᾶμαι τὸ ἐπώνυμό του.
Ὁ Γέροντας σηκώθηκε ὄρθιος, στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα, ἔκανε μ’ εὐλάβεια τὸν σταυρό του καὶ εἶπε:
– Ἅγιε νεομάρτυρα Πέτρο, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Νεόφυτος, Ἰγνάτιος, Προκόπιος καὶ Νεῖλος κτίτορες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ
Προνομιοῦχο χαρακτηρίσαμε πολλὲς φορὲς τὸ νησὶ τῆς Κύπρου. Προνομιοῦχο καὶ εὐλογημένο, ἀλλὰ καὶ μαρτυρικό. Ναί! Μαρτυρικό, γιατί κανένα μέρος τοῦ κόσμου, ἐξ ὅσων γνωρίζουμε, δὲν γνώρισε καὶ δὲν δοκίμασε τόσες συμφορὲς καὶ καταστροφὲς ὅσες αὐτό.
Ἡ ὀμορφιά του ἀπὸ τὴν μία, τὰ ἀγαθὰ μὲ τὰ ὁποῖα τὸ προίκισε ἡ ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔγιναν ἀφορμὴ ὥστε διάφοροι λαοί, ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια, νὰ ἐπιβουλεύονται τὴν εὐτυχία του καὶ νὰ προσπαθοῦν μὲ συνεχεῖς ἐπιδρομὲς νὰ τὸ κατακτήσουν. Ἡ γῆ του πολλὲς φορὲς ζυμώθηκε μὲ τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν του.
Μιὰ περίοδος ἰδιαίτερα φοβερὴ μὰ καὶ τραγικὴ ὑπῆρξε ἡ περίοδος τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν (Σαρακηνῶν). Γιὰ 300 τόσα χρόνια (ἀπὸ τὰ μέσα περίπου τοῦ 7ου αἰῶνος μέχρι τῶν μέσων τοῦ 10ου) ἡ Κύπρος ὑπέφερε τρομερὰ ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, τῶν Ἀράβων – Σαρακηνῶν.
Στὸ διάστημα αὐτὸ ἡ Κύπρος ἐρημώθηκε πραγματικά. Ἀπὸ τὴν μάστιγα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἡ νῆσος ξαναβρῆκε σχετικὴ γαλήνη μετὰ τὸν ἐξοντωτικὸ ἀγώνα, ποὺ ἀνέλαβε ἐνάντια στὸν λαὸ αὐτὸ ὁ στρατηγὸς τοῦ Βυζαντίου καὶ μετὰ αὐτοκράτορας αὐτοῦ, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς.
Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὴν περίοδο αὐτὴ χιλιάδες μοναχοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Παλαιστίνη στὴν προσπάθειά τους νὰ βροῦν κατάλληλο μέρος γιὰ ἡσυχία καὶ προσευχὴ διάλεξαν τὴν Κύπρο.
Κι ἦρθαν σ’ αὐτήν. Ἑκατοντάδες ὁλόκληρες ἦρθαν. Οἱ σπηλιὲς στὰ ἀκατοίκητα τότε μέρη τῆς Κύπρου γέμισαν ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς αὐτοὺς τῆς ἀρετῆς. Πολλοὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἐρημίτες αὐτοὺς ἔγιναν Ἅγιοι. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ προσωνύμιο στὴ νῆσο μας «Ἁγία Νῆσος ἢ Νῆσος τῶν Ἁγίων».
Γιὰ τέσσερις μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν τότε στὴν Κύπρο καὶ ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ κτιστεῖ ἐδῶ τὸ μοναστήρι τοῦ Μαχαιρᾶ θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶναι οἱ Νεόφυτος, Ἰγνάτιος, Προκόπιος καὶ Νεῖλος.
Στὴν ἀρχὴ ἦρθαν οἱ πρῶτοι δύο ἀπὸ αὐτοὺς (1145). Τὸ πλοῖο ποὺ τοὺς ἔφερε τοὺς ἀποβίβασε κάποια μέρα στὸ λιμάνι τῆς Κερύνειας. Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ δύο ἀσκητὲς προχώρησαν καὶ ὕστερα ἀπὸ περπάτημα, ὄχι καὶ πολλῶν ὡρῶν, ἔφθασαν στὸ μοναστήρι τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ βρισκόταν στοὺς πρόποδες τοῦ Πενταδακτύλου, τὸ γνωστὸ ὡς μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου τοῦ Κουτζουβέντη. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τοῦτο τὸ μοναστήρι βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀκμή. Στὸ Κοινόβιο αὐτὸ οἱ δύο μοναχοὶ δὲν ἔμειναν γιὰ πολὺ καιρό. Ὁ πόθος τους νὰ ζήσουν σὲ δικὸ τοὺς ἀσκητήριο, ἐρημικὸ καὶ ἥσυχο, τοὺς ἔκαμε νὰ περιμένουν λίγο νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ἕνα τέτοιο μέρος ὁ Κύριος στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου τάχθηκαν ἀπὸ τὰ νεανικά τους χρόνια.
Ἕνα βράδυ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ οἱ ἀσκητὲς βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί τους γιὰ νὰ ἀναπνεύσουν τὸν δροσερὸ ἀέρα τοῦ βουνοῦ. Κάποια στιγμὴ ἐκεῖ ποὺ στεκόντουσαν ὁ Νεόφυτος εἶπε στὸν Ἰγνάτιο. «Ἀδελφέ μου, κοίτα ἕνα παράξενο φῶς στὸ μακρινὰ ἐκεῖνα βουνά». Τὸ φῶς αὐτὸ παρακολούθησαν γιὰ μερικὲς βραδιὲς νὰ τρεμοσβήνει σὰν νὰ τοὺς προσκαλοῦσε νὰ πᾶνε κοντά του. Ἕνα πρωὶ τὸ ἀποφάσισαν. Ἀφοῦ ἀποχαιρέτησαν τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς γιὰ τὴν πολυήμερη φιλοξενία καὶ τὴν ἀγάπη τους, ξεκίνησαν. Μὲ ὁδηγὸ τὸ ἐπίγειο ἐκεῖνο ἄστρο, ποὺ εἶδαν ψηλὰ στὶς πλαγιὲς τῆς μεγάλης ὁροσειρᾶς σὰν τοὺς παλαιοὺς Μάγους ὁδήγησαν τὰ βήματά τους πρὸς αὐτὸ μὲ πόθο τους νὰ φτάσουν καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ ἔκαμαν σκοπὸ καὶ δράμα τῆς ζωῆς τους. Πέρασαν ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὴν Λευκωσία, στάθμευσαν γιὰ λίγο στὶς Ἱερὲς Μονὲς τῶν Ἁγίου Ἠρακλειδίου καὶ Ἁγίου Μνάσωνος καὶ βαδίζοντας συνέχεια ἔφτασαν μία μέρα στὸν τόπο ποὺ τοὺς ἀπεκάλυπτε ὁ Θεός. Μιὰ βρυσούλα μὲ γάργαρο κρύο νερὸ βρισκόταν κάτω ἀπὸ ἕνα ὕψωμα ποὺ βάτοι ἀδιαπέραστοι τὸ σκέπαζαν καὶ μέσα σ’ αὐτοὺς βρισκόταν τὸ φῶς ποὺ ἔβλεπαν νὰ φωτίζει ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος. Κάθισαν κοντὰ στὴν πηγή, ἔφαγαν λίγο ξερὸ ψωμὶ ποὺ εἶχαν μαζί τους, ἤπιαν καὶ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ κυλοῦσε μπροστά τους καὶ δοξάζοντας τὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρο του ἔβγαλαν τὰ κλαδευτήρια τους γιὰ νὰ καθαρίσουν τὸν τόπο ἀπὸ τοὺς βάτους. Μιὰ φωνὴ ποὺ ἀκούστηκε ἀπὸ μέσα τοὺς σταμάτησε:
- Ἀφῆστε τὰ κλαδευτήρια σας καὶ πάρτε τὸ μαχαίρι ποὺ εἶναι μπροστά σας. Μ’ αὐτὸ συνιστῶ νὰ κόψετε τοὺς βάτους καὶ ὄχι μὲ τὰ κλαδευτήρια. Θέλω νὰ λέγομαι Παναγία ἡ Μαχαιριώτισσα καὶ ὄχι Παναγία ἡ Κλαδευτηριώτισσα.
Ποιὸς μιλοῦσε; Ἀπὸ τὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ τὸ μαχαίρι ἀκουόταν ἡ φωνή. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια οἱ δύο ἀσκητὲς παραμέρισαν τοὺς βάτους, πῆραν τὸ μαχαίρι καὶ καθάρισαν τὸν τόπο ποὺ χρειαζόταν, γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὸ ἱερὸ σπήλαιο. Μόλις μπῆκαν, γονάτισαν, προσκύνησαν τὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ βαθιὰ συγκίνηση καὶ δάκρυα καὶ εἶπαν μὲ ἕνα στόμα:
— Πανάχραντη, Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, βοήθησέ μας νὰ φτιάξουμε ἕνα πιὸ κατάλληλο μέρος γιὰ σένα καὶ νὰ ζήσουμε κοντά σου, κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη καὶ τὴν προστασία σου.
Ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ δυὸ ἐρημίτες ρίχτηκαν στὴν δουλειά. Καθάρισαν τὴν μικρὴ σπηλιὰ καὶ ἔβαλαν ἐκεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Θὰ ἦταν προσωρινὰ ὁ ἱερὸς ναὸς τῆς χαριτόβρυτης Παρθένου. Δίπλα στὴν ἱερὴ σπηλιὰ ἔφτιαξαν μία καλύβα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ἄρχισαν τὴν ἄσκησή τους.
Μιὰ ἀπορία εἶναι φυσικὸ νὰ γεννᾶται στὴ σκέψη τοῦ καθενὸς ποὺ ἀκούει αὐτὴ τὴν ἱστορία. Πῶς βρέθηκε αὐτὴ ἡ εἰκόνα σὲ τοῦτο τὸ μέρος; Ποιὸς τὴν ζωγράφισε καὶ ποιὸς τὴν ἔφερε καὶ τὴν ἔβαλε σ’ αὐτὴ τὴν σπηλιά;
Μία παράδοση μᾶς λέγει πὼς καὶ αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἑβδομήντα, ποὺ ζωγράφισε ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς. Ἡ εἰκόνα βρισκόταν στὴν Πόλη καὶ φυλασσόταν στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν.
Ἡ παράδοση γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ἁγίας εἰκόνας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὴν ὀνομασία – ἐπιγραφὴ τῆς εἰκόνας, Ἁγιοσορίτισσα. Εἰκόνα δηλαδὴ ποὺ βρισκόταν ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἁγία σορό, ἐπάνω ἀπὸ τὸ φόρεμα — τὴν ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου ποὺ φυλασσόταν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας (730 – 843) κάποιος εὐσεβὴς μοναχὸς γιὰ νὰ διαφυλάξει τὴν ἁγία εἰκόνα, τὴν ἅρπαξε μὲ τρόπο καὶ μὲ φανερὸ κίνδυνο τῆς ζωῆς του μέσω τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὴν μετέφερε στὴν Κύπρο. Προχωρώντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο ἔφθασε στὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ, βρῆκε τὴ σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ τοποθέτησε τὸν θησαυρό, τὴν ἁγία εἰκόνα. Στὸ μέρος αὐτὸ ἔζησε καὶ ὁ ἴδιος μέχρι τοῦ θανάτου ὡς ἐρημίτης. Πόθεν ἦταν ὁ φιλόθεος αὐτὸς μοναχὸς καὶ ποιὸ τὸ ὄνομά του δὲν ξέρουμε. Αὐτὸ ποὺ ξέρουμε εἶναι πὼς χάρη στὴν τόλμη του διασώθηκε ἡ ἁγία καὶ θαυματουργὸς αὐτὴ εἰκόνα ποὺ ἀπὸ τὸ μέρος ἀποκαλεῖται Παναγία ἡ Μαχαιριώτισσα. Καὶ μία καὶ μιλοῦμε γιὰ εἰκόνες, αὐτὴ τὴν ἐποχὴ μεταφέρθηκαν κατὰ τὴν παράδοση καὶ διαφυλάχθηκαν στὸ εὐλογημένο μας νησὶ καὶ ἄλλες τρεῖς εἰκόνες ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν ἑβδομήντα. Γι’ αὐτὲς ἱδρύθηκαν στὸ νησί μας τὰ μοναστήρια: Τῆς Τροοδίτισσας, τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ καὶ τοῦ Ἄρακα. Ἀργότερα ἱδρύθηκε καὶ τὸ μοναστήρι τῆς Χρυσορροϊάτισσας.
Σχετικὰ μὲ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος Μαχαιρᾶς ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχές:
Μία, τὸ συνδέει μὲ κάτοικο τοῦ μέρους αὐτοῦ, ποὺ εἶχε τὸ ἐπώνυμο Μαχαιρᾶς, καὶ ἀπὸ αὐτὸν πῆρε τὸ ὄνομα ἡ περιοχή. Ἄλλη ἐκδοχὴ ὅτι τὸ κρύο στὰ μέρη αὐτὰ εἶναι πολὺ δριμύ, κόβει ὅπως λέμε σὰν μαχαίρι. Τρίτη ἐκδοχὴ ἀπὸ ἕνα χόρτο, τὸ μαχαιρόχορτο, ποὺ λέγεται ἔτσι, γιατί, ὅταν αὐτὸ εἶναι ὥριμο, σχίζει τὸ χέρι ποὺ δοκιμάζει νὰ τὸ κόψει. Εἶναι καὶ τέταρτη ἐκδοχὴ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν εὕρεση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας μὲ ἕνα μαχαίρι μπροστά της. Μ’ αὐτὸ τὸ μαχαίρι καθάρισαν οἱ δυὸ σεπτοὶ Πατέρες τὴν περιοχὴ ἀπὸ τὰ ἀγριόχορτα καὶ τοὺς βάτους ποὺ σκέπαζαν τὴν σπηλιὰ μέσα στὴν ὁποία φυλασσόταν ἡ ἅγια εἰκόνα. Γι’ αὐτὸ καὶ Παναγία τοῦ Μαχαιρᾶ ἡ Μαχαιριώτισσα.
Οἱ εὐλαβεῖς μοναχοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειές τους δὲν μπόρεσαν νὰ στήσουν στὸν τόπο αὐτὸ ἕνα καλύτερο μέρος, μία μικρὴ ἐκκλησία νὰ εἰποῦμε, γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς πάναγνης μητέρας τοῦ Κυρίου μας. Ὁ σύντομος θάνατος τοῦ Νεοφύτου ἐμπόδισε προσωρινὰ τὴν πραγμάτωση τῶν ὁραματισμῶν τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ Ἰγνάτιος γιὰ ἕνα διάστημα ἔμεινε μόνος. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ μεριμνᾶ καὶ συντηρεῖ τὰ πάντα ἔδωσε σύντομα τὴν ἐνίσχυση. «Οὐκ ἐάσῳ ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὁ δύνασθε» λέγει στὸν καθένα μας. Ἕνα πρωὶ ἔστειλε κοντὰ στὸν ἀγωνιστὴ τῆς ἀρετῆς Ἰγνάτιο ἕνα καλὸ σύντροφο, τὸν γέροντα Προκόπιο. Οἱ δύο τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτοὶ ἐρημίτες, χάρη στὴν ἐπίδοσή τους στὸν καλὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς, πολὺ σύντομα τράβηξαν κοντά τους μερικὲς ἀκόμη θεοφιλεῖς καὶ θεόφρονες ψυχές. Οἱ ἀνυπέρβλητες ὅμως δυσκολίες τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς ποὺ συναντοῦσαν καθημερινὰ ἀνάγκασε τοὺς ζηλωτὲς αὐτοὺς ἐργάτες τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς νὰ ζητήσουν γιὰ τὸ ἔργο τους τὴν βοήθεια τῶν εὐσεβῶν βασιλέων τῆς βασιλίδας τῶν πόλεων.
Μὲ ἔξοδα εὐσεβῶν Κυπρίων ἀπεφάσισαν καὶ ἀνέλαβαν ἕνα ταξίδι στὴ μεγάλη Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου (1160). Αὐτοκράτορας τότε στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἦταν ὁ «φιλόχριστος καὶ χριστομίμητος καὶ πορφυρογέννητος Κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνός». Χωρὶς πολλὲς δυσκολίες οἱ σεβαστοὶ Πατέρες κατώρθωσαν νὰ συναντήσουν τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ γνωρίσουν σ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψής των.
– Πολυχρονεμένε Βασιλιά μας, ὁ πόθος νὰ ζήσουμε σ’ ἕνα ἐρημικὸ καὶ ἥσυχο μέρος τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ ποὺ διαλέξαμε ὁδήγησε τὰ βήματά μας ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη στῆς Κύπρου τὸ νησί. Προσπαθώντας σ’ αὐτὸ νὰ βροῦμε ἕνα κατάλληλο μέρος, ὅπως τὸ θέλουμε, εἴδαμε μία βραδιὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι ποὺ φιλοξενούμαστε στοὺς πρόποδες τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Πενταδάκτυλου, στὴν ἀπέναντι ὁροσειρὰ τοῦ Τροόδους ἕνα φῶς δυνατό. Τὸ φῶς αὐτὸ τὸ βλέπαμε κάθε βράδυ στὸ ἴδιο μέρος νὰ τρεμοσβήνει, σὰν νὰ μᾶς προσκαλοῦσε. Φύγαμε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ποὺ μέναμε, καὶ πήγαμε νὰ ἰδοῦμε τί ἦταν αὐτὸ τὸ φῶς. Σὲ μία σπηλιὰ μέσα βρήκαμε, σὰν φτάσαμε, μιὰ ὑπέροχη εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ ἕνα μαχαίρι κοντά. Μεγαλειότατε, σ’ αὐτὸ τὸ μέρος σκεφθήκαμε νὰ στήσουμε τὸ μοναστήρι μας, νὰ δημιουργήσουμε ἕνα πνευματικὸ φάρο ποὺ νὰ στηρίζει καὶ ἐνισχύει τὸν πονεμένο γύρω κόσμο στὸν ἀγώνα του γιὰ τὴ διατήρηση καὶ προβολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας παντοῦ. Μιὰ Μονὴ στὸ ὄνομα τῆς Μεγαλόχαρης θὰ εἶναι μία διαρκῆς ἐνίσχυση τῆς κάθε καρδιᾶς ποὺ θὰ ποθεῖ νὰ ἀντιμετωπίζει νικηφόρα τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Δυστυχῶς μᾶς λείπουν τὰ οἰκονομικὰ μέσα. Καὶ αὐτὰ ἤρθαμε νὰ ἐκζητήσουμε ἀπό σας τὸν θεοπρόβλητο πατέρα τοῦ λαοῦ μας. Εἶπαν καὶ πολλὰ ἄλλα οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι.
Τὰ λόγια των, τὰ ἤκουσε μὲ πολλὴ συμπάθεια ὁ πιστὸς βασιλιάς. Γνώριζε ὁ πορφυρογέννητος ἄρχοντας πὼς λαὸς μὲ βαθιὰ πίστη στὸν Θεὸ εἶναι ὅτι ὡραῖο καὶ βασικὸ γιὰ μία εὐτυχισμένη, χριστιανικὴ καὶ εἰρηνικὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ ἕνας σύμμαχος, ὁ καλύτερος σύμμαχος στὴν ἀντιμετώπιση ἐνὸς ἐχθροῦ. Καὶ ἦταν τότε πολλοὶ οἱ ἐχθροί τῆς μεγάλης μας Αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτὸ στὴν παράκληση τῶν δυὸ ταπεινῶν, ἀλλὰ καὶ φωτισμένων ἐργατῶν τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελώνας ἔσπευσε νὰ ἀνταποκριθεῖ μὲ τὶς πιὸ κάτω τέσσερις ἐπιχορηγήσεις:
- Κάθε χρόνο ἀπὸ τὸ Αὐτοκρατορικὸ Ταμεῖο νὰ λαμβάνουν οἱ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς πενήντα τρικέφαλα.
- Τὸ ὄρος καὶ ὁ τόπος γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν ἱδρύσει τὸ ἀσκητήριό τους, νὰ εἶναι κτῆμά τους. Ἦταν μία εὐλαβὴς πρὸς αὐτοὺς αὐτοκρατορικὴ δωρεά.
- Ἡ Μονὴ ποὺ θὰ κτιζόταν στὸ μέρος αὐτό, νὰ εἶναι ἐλεύθερη, ἀφορολόγητη καὶ ἀκαταπάτητη τόσο ἀπὸ τὸ δημόσιο, ὅσο καὶ ἀπὸ ἰδιῶτες.
- Μὲ ἰδιαίτερο Βασιλικὸ Πρόσταγμα ἐτέθη καὶ ἄλλος ἕνας ὑπὲρ τῆς μονῆς περιορισμός. Ὁ ἀρχιερέας τῆς περιοχῆς νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἐξουσία ἐπὶ τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ἐντὸς αὐτῆς ἀσκουμένων μοναχῶν νὰ διατηρεῖ ὅμως τὸ δικαίωμα νὰ ζητᾶ νὰ ἀναφέρονται σ’ αὐτὸν οἱ εὑρισκόμενοι στὴ Μονὴ γιὰ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς τάξεως. Ἐπίσης νὰ ἔχει τὸ προνόμιο, αὐτὸς νὰ προχειρίζει κάθε φορὰ τὸν ἑκάστοτε νέο ἡγούμενον, ποὺ νὰ ψηφίζουν οἱ ἀδελφοί, χωρὶς ὅμως αὐτὸς νὰ ἀνακρίνει τὸν ψηφισθέντα. (Νείλου «Τυπικὴ Η, Θ, ΙΖ»).
Μὲ τὴν ψυχὴ ξεχειλισμένη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη στὸν Πανάγαθο Θεό, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστίες στὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴν τόσο γενναιόδωρη ἀνταπόκρισή του στὴν παράκλησή τους, ξαναγύρισαν οἱ εὐλαβεῖς ἐρημίτες στὸ φτωχικὸ κατάλυμά τους. Χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ στρώθηκαν τόσο αὐτοί, ὅσο καὶ οἱ εὑρισκόμενοι μαζί τους ἀδελφοί, στὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεροῦ ἔργου τους. Μὲ πολλὴ προσοχὴ οἱ ἀσκητὲς φρόντισαν νὰ κτίσουν πρῶτα ἐκκλησία στὸ ὄνομα τῆς χαριτόβρυτης Παρθένου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὕστερα μερικὰ κελιὰ γιὰ τοὺς καινούργιους μοναχοὺς ποὺ εἶχαν ἤδη προσέλθει στὴ συνοδεία τους. Φυσικὰ ὁ πρῶτος ἐκεῖνος ἱερὸς ναὸς ἦταν μικρός. Ἀρκετὰ ἱκανοποιητικός, ὅμως, γιὰ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν εἶχαν κτίσει. Μέσα σ’ αὐτὸν ὕψωσαν τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ καθημερινὰ οἱ πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο ἐργάτες, μποροῦσαν νὰ ἐκτελοῦν ἄνετα τὰ ἅγια καθήκοντά τους. Τὰ καθήκοντα τῆς πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς καλλιέργειάς των, γιὰ νὰ πραγματώνουν τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τους, νὰ γίνεται ὁ καθένας ἐπιστολὴ Χριστοῦ, «γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων» (Β’ Κορινθ. γ’ 2).
Εἶχε τελειώσει ἡ ἱερὴ προσπάθεια, τὸ κτίσιμο δηλαδὴ τοῦ ναοῦ καὶ τῶν λίγων κελιῶν γιὰ τοὺς μοναχούς, ὅταν μία δοκιμασία βρῆκε τὴν ἀγωνιζομένη ἀδελφότητα. Ὁ γέρο Προκόπιος, ὁ πιστὸς καὶ ἐνάρετος ἀδελφὸς τῆς ἱερᾶς Μονῆς μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀρρώστια κλήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς ζωῆς νὰ ἀφήσει τὰ γήϊνα. Μετέστη πρὸς Κύριον. Πέθανε. Οἱ ἀδελφοὶ κήδευσαν μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς στοργῆς των τὸν σεβαστὸ πατέρα καὶ ἐπέστρεψαν στὸ μοναστήρι τους, γιὰ νὰ συνεχίσει ὁ καθένας τὸ ἔργο του.
Τὴν εὐθύνη τῆς Μονῆς, τὴν ἡγουμενία ἀνέλαβε μετὰ ἀπὸ θερμὲς παρακλήσεις ἐκ μέρους ὅλων, ὁ μοναχὸς Ἰγνάτιος. Ὁ σεβάσμιος αὐτὸς πατέρας, ἀπὸ νωρὶς εἶχε διακριθεῖ ἀνάμεσα στοὺς συμμοναστές του.
Ζοῦσε ζωὴ ἁγία, παραδειγματική. Τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ἱερεμία «ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρη ζυγὸν ἐν νεότητι αὐτοῦ» (Θρην. γ’ 27) ἦσαν πάντα μπροστά του. Κάτω ἀπὸ τὴν σοφὴ καθοδήγηση τῶν δυὸ πνευματικῶν πατέρων τοῦ Νεόφυτου στὴν ἀρχὴ καὶ τοῦ Προκόπιου κατόπιν, ὁ ταπεινὸς καὶ ὑπάκουος Ἰγνάτιος ἐσφυρηλάτησε ἕνα ἐξαίσιο χαρακτήρα. Μὲ τὴν πλήρη καὶ τελειωτικὴ ὑποταγή του ἀπέκτησε σιγὰ – σιγὰ τὴν πραότητα. Ἀπὸ τὴν πραότητα τὴν ἄκρα ταπείνωση καὶ ἀπὸ τὴν ταπείνωση τὴν τέλεια ἀρετή, τὴν ἁγιότητα.
Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο χαριτώθηκε καὶ ἔγινε ἄξιος της κλήσεώς του, ἀλλὰ καὶ συνεπὴς πρὸς τὴν κλίση τῆς ψυχῆς του. Ἀποδείχθηκε νωρὶς ἕνας καλλιεργημένος πνευματικὰ ἄνθρωπος, καὶ ἔγινε ἕνας δάσκαλος τῆς εὐσέβειας μὲ λόγια καὶ ἔργα. Ἀναδείχθηκε ἀκόμη ἕνας πρόμαχος τῆς ὀρθόδοξης πίστεως, ἀλλὰ καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ἔγινε ἕνας ἐξαίρετος παρηγορητὴς τῶν θλιβομένων, ἀλλὰ καὶ ἕνας ἄριστος ὁδηγὸς τῆς κάθε ψυχῆς ποὺ κατέφευγε σ’ αὐτὸν σὲ ἔργα θεάρεστα καὶ χριστομίμητα, σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ χριστιανικῆς ἀνωτερότητας, ἀλλὰ καὶ ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ.
Μὲ τὴ θεάρεστη αὐτὴ ζωή, πολὺ νωρὶς ἡ φήμη του διαδόθηκε ἀρκετὰ καὶ πέρα ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ πολλοὶ κάθε λίγο ἀπὸ τὰ γύρω μέρη ἔτρεχαν κοντά του νὰ χαροῦν προσωπικὰ ὁ καθένας «τὸ ἑλκυστικὸν γλυκὺ ἄρωμα τοῦ μύρου τῶν ἀρετῶν του».
Γιὰ τοῦτο τὸν σκοπὸ ἐπισκέφθηκε κάποια μέρα τὴν μονὴ καὶ ὁ ἀσκητὴς ποὺ ἦρθε ἐπίσης ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, ὁ ζηλωτὴς καὶ φλογερὸς Νεῖλος. Νὰ πῶς μᾶς διηγεῖται ὁ ἴδιος τὴν ἐπίσκεψή του στὴ μονὴ καὶ τὴν συνάντησή του μὲ τὸν γέροντα Ἰγνάτιο. «Ὅταν ἦλθα στὴν Κύπρο, φρόντισα καὶ βρῆκα μερικοὺς ἀνθρώπους φιλάρετους, ποὺ ἐπαινοῦσαν τὴν ἡσυχία καὶ τὸ ἀθόρυβο τῆς Μεγαλονήσου καὶ ἐβεβαίωναν πὼς ὁ πιὸ ἐρημικὸς τόπος εἶναι καὶ ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ ἀσκητεύσουν. Δέχθηκα τὰ λόγια τους σὰν ὀρθὰ καὶ τοὺς θερμοπαρακάλεσα νὰ μοῦ ὑποδείξουν ἕνα τέτοιο τόπο γιὰ ἄσκηση. Στὴν παράκλησή μου, μοῦ ὑπέδειξαν τὸν τόπο ὅπου ἦταν κτισμένη ἡ νέα μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὸν ἐκεῖ ὑπεύθυνο τὸν γέροντα Ἰγνάτιο. Χωρὶς νὰ χάσω καιρὸ κατευθύνθηκα στὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ζήτησα τὸν πατέρα ποὺ μοῦ συνέστησαν.
– Ὅταν μπῆκα στὸ κελί του, ἔβαλα μετάνοια, ὅπως συνηθίζεται εἰς μοναχούς, καὶ τοῦ φανέρωσα τὸν σκοπό μου. Ἐκεῖνος μὲ προθυμία μὲ καταρίθμησε στὰ λογικά του πρόβατα, καὶ ἀπὸ τότε ἔμεινα μαζί του καὶ τὸν ἀνεγνώριζα πατέρα, πνευματικὸ καὶ καθοδηγητὴ σὲ ὅσα ἔπρεπε νὰ πράττω. Ἐπίσης τὸν παραδέχθηκα σωτήριο διδάσκαλο ὅλων τῶν ὡραίων διδαγμάτων καὶ σταθερὸ χειραγωγὸ στὸν δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Εἶχα ὑπακοὴ σὲ ὅλα τὰ θεάρεστα θελήματά του. Ἀπαρνήθηκα ἐξ ὁλοκλήρου τὸ δικό μου θέλημα, καὶ ἔγινα εἰς ὅλα δικό του χέρι καὶ πόδι, βακτηρία τοῦ γήρατός του, βοηθώντας αὐτὸν καὶ κοπιάζοντας μαζί του γιὰ τὴν περιποίηση καὶ τὴν λειτουργία τῆς Μονῆς».
Τὸ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πρόοδο τῆς Μονῆς ποὺ ἐπέδειξε ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συνάντησής του μὲ τὸν γέροντα Ἰγνάτιο, ἔκαμε τοῦτο νὰ τὸν θεωρήσει ὡς τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία καὶ τὴν εὐθύνη τῆς Μονῆς μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν βεβαιώνουν ἀπόλυτα τὶς ἐλπίδες ποὺ ὁ ἡγούμενος Ἰγνάτιος στήριξε στὸ πρόσωπο τοῦ πολὺ μορφωμένου αὐτοῦ μοναχοῦ.
Ὁ σεβαστὸς αὐτὸς πατέρας, ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὑπῆρξε γιὰ τὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς μυριοχαριτόβρυτης Παρθένου, τῆς Παναγίας τοῦ Μαχαιρᾶ, ὁ φωτεινὸς ὁδηγὸς καὶ καθοδηγητὴς τῆς Ἀδελφότητας στὸν δρόμο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς της. Αὐτὸς ἀκόμη καὶ ὁ ἄγρυπνος τροφοδότης καὶ συντηρητής της. Τοῦτα τὰ χρόνια ἦταν μία περίοδος πολλῶν δυσκολιῶν γιὰ τοὺς κατοίκους ὁλοκλήρου τῆς νήσου. Μιὰ μεγάλη ἀνομβρία ποὺ βάσταξε τρία ὁλάκερα χρόνια πολὺ βασάνισε τὸ ταλαίπωρο νησί. Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν δυσκολιῶν αὐτῆς τῆς περιόδου (1179 – 1181) ὁ στοργικὸς καὶ ἀκούραστος ἀσκητὴς δὲν δυσκολεύθηκε νὰ ἀναλάβει μὲ προθυμίαν ταξίδι στὴν ἀπέναντι τῆς Κύπρου Κιλικία τῆς Μ. Ἀσίας καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ πιστοὺς ὑλικὴ βοήθεια γιὰ τὴν συντήρηση τῆς Μονῆς. (Νείλου «Τυπική» ΙΑ’). Μὲ τὶς ἄοκνες φροντίδες καὶ προσπάθειές του ἡ Μονὴ ὄχι μόνο πέρασε τὶς δύσκολες ἐκεῖνες ἡμέρες τῶν στερήσεων, ἀλλὰ καὶ συνέχισε μὲ παραδειγματικὸ ζῆλο τὸ πνευματικὸ ἔργο της. Ὅταν δὲ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ κάλεσε πλησίον του τὸν ἤδη γέροντα Ἰγνάτιο (1179), ὁ ἐπίσκοπος Ταμασοὺ Νικήτας ὁ Ἁγιοστεφανίτης σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Ὁρισμοῦ ἐτέλεσε τὴν προχείριση καὶ ἐνθρόνιση τοῦ π. Νείλου ὡς ἡγουμένου τῆς Ἁγίας Μονῆς. Ἡ προσφορὰ τοῦ ἀκάματου καὶ φλογεροῦ αὐτοῦ πατέρα ὡς ἡγουμένου τῆς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τοῦ Μαχαιρᾶ, ὄχι μόνο κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἡγουμενίας του σ’ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐκάλεσε στὸν ἐπισκοπικὸ Θρόνο τῆς Ταμασοῦ (1209) ὑπῆρξε ἀφάνταστα μεγάλη.
Αὐτὸς μὲ τοὺς νόμους τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ἔγραψε (Τυπικὴ Διάταξη) θεμελίωσε οὐσιαστικὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τῆς Μονῆς. Ἀλλὰ καὶ ὡς ἡγούμενος φρόντισε γιὰ τὴν ἐπικύρωση τῶν προνομίων τῆς Μονῆς ποὺ εἶχε χορηγήσει στοὺς Προκόπιο καὶ Ἰγνάτιο ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Μανουὴλ Κομνηνός. Αὐτὸς ἀκόμη ἀναφέρει ὡς ἡμέρα ποὺ πανηγυρίζει ἡ Μονὴ, τὴν ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τὴν 21η Νοεμβρίου.
Μὲ ζῆλο παραδειγματικὸ τόσο αὐτὸς ὅσο καὶ οἱ ὅσιοι πατέρες Νεόφυτος, Προκόπιος καὶ Ἰγνάτιος ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἐξύψωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὴν Κύπρο μας. Κατασκλαβωμένες οἱ ἅγιες αὐτὲς μορφὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» ἀπὸ τὴν θυσία δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου, πάλαιψαν καὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ «σύμμορφοι τῶν Χριστοῦ παθημάτων». Ἡ «μέχρις ἐσχάτων» ἀγάπη τους πρὸς τὸν Κύριο καὶ νυμφίο τῆς ψυχῆς των, τοὺς ἔκαμε τόσο δυνατούς, ὥστε οὔτε ἡ μόνωση τῶν βουνῶν, οὔτε οἱ δυσκολίες τῆς ἀσκήσεως, οὔτε ἡ ἐνθύμηση τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀπολαύσεών του νὰ μπορέσει νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν σκοπό, τὸν ἅγιο σκοπό, ποὺ ἀπὸ νέοι καθόρισαν στὴ ζωή τους. Τὸ ἅγιο παράδειγμα τοὺς ὰς εἶναι πάντα μπροστὰ στὰ μάτια μας.
Σήμερα μάλιστα, τὸ ἥμισυ τοῦ νησιοῦ μας στενάζει κάτω ἀπὸ τὴν μπότα τοῦ πιὸ βάρβαρου κατακτητή. Σήμερα ποὺ τὰ ἀγαπημένα μας χωριὰ ἔχουν κυριολεκτικὰ ἐρημωθεῖ καὶ οἱ ἅγιες ἐκκλησιές μας βεβηλώνονται ἀσύγγνωστα καὶ καθημερινὰ ἀπὸ τὸν Τοῦρκο εἰσβολέα. Σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ τὴν ἱερὴ κληρονομιὰ ποὺ μᾶς ἐμπιστεύθηκαν οἱ αἰῶνες ἔχουμε χρέος καὶ καθῆκον σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ νὰ διαφυλάξουμε. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνει μόνο μὲ τὴν δική μας μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Ἂς σηκώσουμε ὑψηλὰ τὴν δάδα τοῦ ἐθνικοῦ μας προορισμοῦ καὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ μικρότητες καὶ ἀδυναμίες καὶ μίση καὶ κακίες ἂς ἀγωνισθοῦμε ὁ καθένας, πῶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει καὶ δικό μας θέλημα. Καὶ τότε μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς μυριοχαριτόβρυτης Παρθένου, τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου μας καὶ μητέρας ὅλων μας, τῶν ἁγίων κτητόρων τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς Μονῆς καὶ τῶν δεκάδων Κυπρίων ἁγίων, ἡ ἐλευθερία ἡ βγαλμένη ἀπὸ τὰ κόκαλα τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, θὰ ξαναγυρίσει καὶ πάλιν στὰ γνώριμα χώματα τοῦ νησιοῦ μας. Θὰ ἀνοίξουν καὶ πάλιν οἱ ἀραχνιασμένες ἐκκλησιές μας.
Χαρούμενα θὰ κτυπήσουν οἱ καμπάνες τοῦ ἐθνικοῦ μας Πάσχα. Γιατί ἂς μὴ ξεχνοῦμε ποτὲ πὼς «αὐτὴ ἐστὶν ἡ νίκη, ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν».
Ἅγιοι Πατέρες, Νεόφυτε, Προκόπιε, Ἰγνάτιε καὶ Νεῖλε, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν τούτη ἡ μέρα νὰ ἔρθει μία ὥρα γρηγορότερα. Ἀμήν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Χριστοφόρου τετράδα τῶν Κτιτόρων τιμήσωμεν, οἱ τοῦ Μαχαιρᾶ θείας μάνδρας μονασταὶ ὕμνοις λέγοντες, Νεόφυτε ἡ βάσις τῆς Μονῆς, Ἰγνάτιε ἀσκήσεως κανών, καὶ Προκόπιε θεόφρον, Νεῖλε σοφέ. Κυρίῳ ἱκετεύσατε, ὅπως χαρίσηται ἡμῖν, δύναμιν τὴν τοῦ Πνεύματος, ἴνα φανῶμεν σὺν ὑμῖν, τῆς Βασιλείας σύσκηνοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βάσις ἄσειστος, Μαχαιρᾶ μάνδρας, ἀνεδείχθητε, σεπτοὶ Πατέρες καὶ θείας βιοτῆς χριστοπίνακες, θεῖε Νεόφυτε, τρισμάκαρ Ἰγνάτιε, γέρον Προκόπιε καὶ Νεῖλε πρωτόθρονε, χείρας ἄρατε, θεῷ σὺν τῇ θεομήτορι, πρεσβεύοντες σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριο
Χαίρεις τῶν ὁσίων σεπτὴ τετράς, Μαχαιριωτίσσης, Μάνδρας θείας οἱ ἰδρυταί, σὺν τῷ Νεοφύτῳ, Ἰγνάτιε καὶ Νεῖλε, Προκόπιε τε μάκαρ, ἡμῶν οἱ ἔφοροι.
Ἀνήκει στὴν ἱερὴ φάλαγγα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων.
Γεννήθηκε τὸ 270 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306 – 337) καὶ τοῦ γιοῦ του Κωνστάντιου (337 – 361).
Γενέθλια πατρίδα του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶχε ὄχι τὴν Τριμυθούντα τῆς Κύπρου, ὅπως γράφουν πολλοὶ καὶ ποὺ σήμερα εἶναι ἕνα μικρὸ χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Τρεμετουσία, ἀλλὰ τὴν γειτονική της κωμόπολη Ἄσσια.
Αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος, πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Λευκωσίας καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. «Οὗτος οὒν ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἀγροῖκος μὲν ἣν εἰπεῖν κατὰ τὴν ἀνατροφήν, ἐν χωρίῳ Ἀσκὶα καλουμένω γεννηθεῖς εἰς τὴν Κυπρίων ἐπαρχίαν». Τὸ χωριὸ Ἀσκὶα (πιὸ σωστὰ Ἄσκια) εἶναι ἡ γνωστὴ κωμόπολη τῆς Ἄσσιας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Τριμυθούντα. «Ἀγροῖκος» σημαίνει ἄνθρωπος ἁπλοϊκός, ἄνθρωπος ποὺ δὲν σπούδασε, δὲν ἔμαθε νὰ γράφει καὶ νὰ διαβάζει καλά.
Ἄνθρωπος, ὅπως λέμε ἐμεῖς σήμερα τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ κάμπου. Ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου· καὶ τέτοιος πραγματικὰ ἦταν ὁ Ἅγιός μας. Τέτοιοι ἦσαν καὶ οἱ γονεῖς του. Ἄνθρωποι ἀγρότες, φτωχοί, ἀλλὰ πολὺ ἐνάρετοι καὶ πιστοί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ παιδί τους τὸ ἀνέθρεψαν μὲ προσοχὴ καὶ φόβο θεοῦ. Τὸ ἀνέθρεψαν, ὅπως λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὸν μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι τὸν ἀνέθρεψε ἡ γιαγιά του Λωΐδα καὶ ἡ μητέρα του Εὐνίκη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».
Μόρφωση καὶ ζωὴ
Γράμματα ὁ Ἅγιος δὲν ἔμαθε πολλά. Οὔτε φοίτησε σὲ ἀνώτερες Σχολές, ὅπως οἱ ἄλλοι μεγάλοι ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως, τὸ βιβλίο τοῦ θεοῦ, ἦταν ὁ καθημερινὸς καὶ ἀχώριστος σύντροφός του. Ὅπου πήγαινε, μαζί του τὴν ἔπαιρνε. Μαζί του στὸ σπίτι. Μαζί του καὶ ὅταν ὁδηγοῦσε τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, γιατί ἦταν βοσκός. Μέσα στὸ σακίδιό του, τὴν γνωστὴ κυπριακὴ βούρκα στὴν ὁποία εἶχε βαλμένο τὸ λιτό του γεῦμα, εἶχε καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μὰ καὶ ἀξιομίμητη ἀλήθεια ἦταν τούτη ἡ συνήθειά του! Νὰ τὴν ἐξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τοῦτο προσθέτουμε:
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τὸν πλατύ, ὅταν τὰ πρόβατα βοσκᾶνε, ὁ Σπυρίδων καθισμένος κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο κάποιου δένδρου ἢ πάνω σὲ κάποιο ψήλωμα μελετοῦσε μ’ εὐφροσύνη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν τὸν Δαβὶδ ἔψαλλε καὶ δοξολογοῦσε τὰ μεγαλεῖα του. Πολλὲς φορὲς ἀκόμη καλοῦσε κοντά του τοὺς ἄλλους βοσκοὺς καὶ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη παραδειγματική τοὺς δίδασκε τοῦ Θεοῦ τὸν νόμο, καὶ ἀγωνιζόταν ὦρες νὰ ὁδηγήσει τὶς ψυχές τους στὰ χλοερὰ λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἀπὸ τὰ πρῶτά του βήματα τὸ λουλούδι αὐτὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φρόντιζε νὰ σκορπίσει παντοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ἀρώματα. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν γύρω του, μὰ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσή του, τὸν ἀνέβαζε καὶ σὲ ψηλότερες βαθμίδες ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς τελειώσεως. Καὶ γινόταν γιὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς ἐποχῆς του, ἐποχῆς σκληρῶν διωγμῶν καὶ εἰδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους καὶ χριστιανικῆς ὁμολογίας. Στὸν διωγμό, ποὺ ἐξαπέλυσε ἐνάντια στοὺς χριστιανοὺς ὁ Μαξιμίνος (308 – 313) συνελήφθη καὶ ὁ ἱερὸς Σπυρίδων. Ὁ φλογερὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ ἐπίσκοπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοηθεῖ. Τὰ βασανιστήρια πολλά. Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὅπως μᾶς λέγει κάποιος συναξαριστής, εἶχε ἐξαρθρωθεῖ καὶ τὸ πόδι του καὶ εἶχε βλαφθεῖ καὶ τὸ ἕνα του μάτι.
Τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἀγάπη του ὅμως στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν μπόρεσε νὰ μειώσει. Μιὰ εὐφροσύνη πλημμύριζε ὁλόκληρο τὸ εἶναι του, σὰν σκεφτόταν ὅτι ἔπασχε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Σωτήρα Χριστό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». (Ρωμ. η’ 18), ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε ἀπὸ μέσα του, σὰν δεχόταν τὰ ραπίσματα καὶ τοὺς ἄλλους ἐξευτελισμούς.
Ὁ Ἅγιος δημιουργεῖ οἰκογένεια
Μὰ καὶ στὶς ἡμέρες τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς ποὺ ἀπολάμβανε μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ποὺ ἔγινε πιθανὸν ὕστερα ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ἡ φλόγα τῆς πίστεώς του στὸν Χριστὸ ἔμεινε ἀμείωτη καὶ ἡ ἀγάπη του πάντα ὑποδειγματική.
Εἶπα στὶς ἡμέρες τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, γιατί νέος ὁ Ἅγιός μας, κατόπιν πιέσεως τῶν γονιῶν του δημιούργησε οἰκογένεια. Δυστυχῶς ὅμως πολὺ νωρὶς ἔχασε τὴν προσφιλή του σύντροφο. Τὴν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι ὁ Σπυρίδων ἔμεινε μόνος μὲ συντροφιὰ τὴν χαριτωμένη κόρη του, τὴν Εἰρήνη του. Ὁ πόνος ὑπῆρξε μεγάλος. Ὅμως, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε. Τὰ λόγια του πολύαθλου Ἰῶβ ἦταν πάντα στὸ στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἰῶβ α’ 21). Παρηγοριὰ στὴν θλίψη του βρῆκε πάλι στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιατί μόνο τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ τὶς στιγμὲς αὐτὲς εἶναι ἱκανὰ νὰ ξεκουράσουν ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν σωτηρία.
Ἡ πανθομολογουμένη ἀπὸ ὅλους εὐσέβεια καὶ ἀρετή του κατέστησε τὸν Ἅγιο σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό, ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Σ’ αὐτὸν ἔβρισκαν καταφύγιο οἱ δυστυχισμένοι. Αὐτὸν εἶχαν προστάτη οἱ πονεμένοι. Αὐτὸν ἔβλεπαν πατέρα τὰ ὀρφανά. Σὲ κάθε ἀνάγκη σ’ αὐτὸν κατέφευγαν ὅλοι, γιατί στὸ πρόσωπό του ἦταν βέβαιοι πὼς θὰ βρίσκανε αὐτὸ ποὺ ἤθελαν, αὐτὸ ποὺ ποθοῦσαν. Τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση.
Ὁ Σπυρίδων ποιμένας ψυχῶν
Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ὁ ἱερέας τοῦ τόπου ἐκείνου, μικροὶ καὶ μεγάλοι μ’ ἕνα στόμα τὸν Σπυρίδωνα κάλεσαν καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ χειροτονηθεῖ ποιμένας τῶν ψυχῶν τους. Ἀργότερα κλῆρος καὶ λαὸς μὲ τὶς παρακλήσεις τους πάλι ἀνέδειξαν τὸν Ἅγιο πρῶτο Ἐπίσκοπό της Τριμυθοῦντος. Καὶ τὴν θέση αὐτὴ τίμησε καὶ δόξασε ὅσο κανένας ἄλλος ὁ ἁπλοϊκὸς βοσκός. Τὴν τίμησε καὶ τὴν δόξασε, γιατί ἦταν ὁ πράος καὶ ταπεινός. Τὰ λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἦταν γι’ αὐτὸν σύνθημα ζωῆς, ἦταν καθημερινὸ βίωμα.
Ὁ Σπυρίδων ἦταν ἀκόμη ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης καὶ καλοσύνης. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ἦταν πάντα ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε ξένο καὶ περαστικό, καὶ γιὰ κάθε ὁδοιπόρο. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «τὴν φιλοξενίαν διώκετε» ἦταν γι’ αὐτὸν τρόπος ζωῆς. Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος ἐρχόταν σπίτι του ἔπρεπε νὰ καθίσει νὰ ξεκουραστεῖ, νὰ διανυκτερεύσει, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ. Πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος μιμούμενος τὸν Κύριο ἔφερνε νερὸ καὶ ἔπλενε μὲ ἀγάπη τὰ πόδια τῶν κουρασμένων στρατοκόπων γιὰ νὰ τοὺς ξεκουράσει. Σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του ὁ ταπεινὸς καὶ πράος ἐκπρόσωπος τῆς νέας πίστεως ἦταν ὁ γνήσιος ἀκόλουθος Ἐκείνου, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ ἁγιότητά του ὑπῆρξε θαυμαστῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς πλούσια τὸν ἀντάμειψε ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή. Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Θαύματα μεγάλα, ἀναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωκε τὴν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ. Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα θὰ ἀναφερθοῦν καὶ ἐδῶ. Ἀξίζει νὰ δοῦμε καὶ νὰ γνωρίσουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ μὲ σταθερότητα καὶ εἰλικρίνεια ἀληθινὴ τοῦ δίδουν τὴν καρδιά τους.
Θαύματα
- Κάποτε ἡ Κύπρος ὑπέφερε ἀπὸ ἀνομβρία. Πείνα μεγάλη καὶ ἀρρώστιες πολλὲς μάστιζαν κυριολεκτικὰ τὸν δυστυχισμένο τόπο. Πολλοὶ πέθαιναν κάθε μέρα. Ἡ κατάσταση ἦταν τραγική. Ἕνας Ἠλίας ἢ κάποιος ἄλλος ὅμοιός του χρειαζόταν τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες, γιὰ νὰ ἀνοίξει τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ Ἅγιός μας. Ὁ πόνος τοῦ λαοῦ του τὸν ἔσπρωξε σὲ βαθιὰ καὶ κατανυκτικὴ προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Βροχὲς πολλὲς καὶ εὐεργετικὲς ἄρχισαν νὰ πέφτουν σ’ ὅλο τὸν τόπο. Καὶ ὅταν αὐτὲς συνεχίζονταν μὲ κίνδυνο τὸ κακὸ νὰ γίνει μεγαλύτερο παρὰ τὴν ἀνομβρία, τότε καὶ πάλι οἱ προσευχὲς τοῦ Ἁγίου τὶς σταμάτησαν. Τὸ πονεμένο νησὶ ἀνέπνευσε. Γεννήματα ὅλων τῶν εἰδῶν πλημμύρισαν τοὺς κάμπους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δόξασαν τὸν Μεγάλο Πατέρα, ποὺ τόσο γρήγορα καὶ μὲ τόση σπουδὴ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὰ δεινά.
Ἰδιαίτερα ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου ἐκδηλωνόταν γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους. Σ’ αὐτοὺς ἦταν ἀδύνατο ὁ φιλάνθρωπος Ἐπίσκοπος νὰ ἀρνηθεῖ τὴν βοήθεια καὶ τὴν προστασία του.
- Κάποτε πάλι μεγάλη ἀκαρπία καὶ δυστυχία κτύπησε τὸ πολύπαθο νησί. Οἱ πλούσιοι καὶ ὅσοι εἶχαν γεννήματα στὶς ἀποθῆκες ἔτριβαν τὰ χέρια ἀπὸ χαρά. Εὐκαιρία ἔλεγαν νὰ αὐξήσουμε τὰ πλούτη μας. Ἕνας φτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κατέφυγε σ’ ἕναν τέτοιο πλούσιο καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δανείσει λίγο σιτάρι γιὰ νὰ θρέψει τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψει ἢ νὰ τοῦ τὸ πληρώσει μόλις μπορέσει. Ὁ σκληρὸς πλούσιος στὰ δάκρυα καὶ τὶς παρακλήσεις τοῦ πτωχοῦ ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Καμιὰ συμπάθεια, καμιὰ συμπόνια δὲν ἔδειξε ἡ πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ὁ φτωχὸς σηκώθηκε καὶ κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου. Μὲ πόνο ψυχῆς τοῦ ἀνέφερε τὸ πρόβλημά του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὴν στάση τοῦ πλουσίου ἀπέναντί του. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν ἤκουσε, τὸν ἐνίσχυσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τὴν ἑπομένη ἡμέρα. «Αὔριο, τοῦ εἶπε προφητικά, αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε πρὸ ὀλίγου νὰ σὲ βοηθήσει, θὰ σὲ παρακαλεῖ ὁ ἴδιος νὰ σοῦ δώσει ὅσο σιτάρι θέλεις. Καὶ τὸ σπίτι σου θὰ γεμίσει ἀπὸ γεννήματα».
Μὲ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ προανήγγελλε ὁ Ἅγιος αὐτά, ποὺ θὰ γινόντουσαν τὴ νύκτα. Τὰ μεσάνυκτα βροχὴ καταρρακτώδης ἄρχισε νὰ πέφτει σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Οἱ ἀποθῆκες τοῦ πλουσίου γκρεμίστηκαν καὶ τὰ γεννήματά του πλημμύρισαν τοὺς δρόμους. Κλαίοντας ὁ πλούσιος ἔτρεχε καὶ παρακαλοῦσε τοὺς πτωχοὺς νὰ πάρουν ὅσα θέλουν.
— «Πάρτε, ἀδελφοί μου, τοὺς ἔλεγε. Πάρτε νὰ περάσετε. Δὲν θέλω χρήματα».
Τὰ λόγια του Ἁγίου ἐπαλήθευσαν. Οἱ πτωχοὶ πῆραν καὶ δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του. Πῆρε καὶ ὁ πτωχός μας καὶ εὐχαρίστησε καὶ αὐτὸς τὸν Μεγάλο Πατέρα ποὺ κανένα δὲν ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μεριμνᾶ. Ἡ χαρὰ ξαναγύρισε στὶς πονεμένες καρδιές. Οἱ μορφὲς ἄλλαξαν. Μόνον τῶν πλουσίων ἡ καρδιὰ ἔμεινε ἡ ἴδια σκληρὴ καὶ ἀνάλγητη.
- Μιὰ μέρα, ἕνας ἄλλος πτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ζήτησε ἕνα δάνειο. Τὸ ἤθελε γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του σ’ ἕναν πλούσιο, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ τοῦ πωλήσει τὸ σπίτι του. Ποῦ νὰ βρεῖ ὅμως ὁ Ἅγιος ἕνα τόσο μεγάλο ποσό; Στὸν πόνο ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν τὰ πικρὰ δάκρυα τοῦ πτωχοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν θλίψη σπάραζε, ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος καταστενοχωρημένος ἄρχισε νὰ βηματίζει. Ξάφνου ἐκεῖ μπροστά του πῆρε τὸ μάτι του ἕνα φίδι νὰ σέρνεται μέσα στὴν πρασινάδα. Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ του τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν, ποὺ στὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ τ’ ἀφῆκε νὰ πέσει στὴ γῆ καὶ ἔγινε φίδι. «Ἂς ἦταν, Κύριε, τὸ φίδι αὐτὸ νὰ γινόταν χρυσάφι γιὰ τὸν πτωχὸ αὐτὸν οἰκογενειάρχη, εἶπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Ἂς γινόταν χρυσάφι, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα σου», ξανάπε καὶ σήκωσε τὸ χέρι. Τὸ φίδι σταμάτησε. Καὶ ὁ Ἅγιος ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Στὸ χέρι του τὸ σιχαμερὸ ἑρπετὸ μεταμορφώθηκε καὶ ἄστραψε τώρα χρυσαφένιο.
- Πάρτο, παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος μὲ καλοσύνη. Πάρτο νὰ κάμεις τὴν δουλειά σου.
Καὶ ὁ πτωχὸς γεμάτος χαρὰ πῆρε τὸ χρυσάφι καὶ ἔτρεξε καὶ τὸ ἔδωκε ἐνέχυρο στὸν πλούσιο δανειστή. Ὅταν ἀργότερα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πλήρωσε τὸ χρέος του, ὁ δανειστὴς τοῦ ἐπέστρεψε τὸ χρυσαφένιο ἐνέχυρο. Καὶ ὁ πτωχὸς τὸ πῆρε καὶ μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸ γύρισε στὸν Ἅγιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸ ἔλαβε στὰ χέρια, ἔστρεψε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, δόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του καὶ ὕστερα τὸ ἔριξε στὴ γῆ. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Τὸ χρυσάφι ἔγινε καὶ πάλι φίδι καὶ ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους.
- Τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὰ λογικά του πρόβατα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ αὐτά, μᾶς τὴν δείχνει καὶ τοῦτο τὸ γεγονός.
Κάποτε ἕνας καλὸς καὶ ἐνάρετος χριστιανός, ποὺ ἦταν καὶ στενὸς φίλος τοῦ Ἁγίου, συκοφαντήθηκε ἀπὸ μερικοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν φθονοῦσαν, στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως. Ἡ συκοφαντία ἦταν βαριά. Καὶ ὁ ἄρχοντας, μόλις τὴν ἄκουσε ἔσπευσε νὰ ἐπιβάλει στὸν ἄνθρωπο σὰν τιμωρία τὸν θάνατο. Ἡ εἴδηση ἔφτασε καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθῶος. Τί κάμνει; Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ξεκινᾶ νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν φίλο του καὶ νὰ δεῖ, ἂν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἦταν, ὅμως, χειμώνας. Μιὰ δυνατὴ βροχή, ποὺ εἶχε πέσει πρὶν λίγη ὥρα ἔκαμε νὰ ξεχειλίσει ἕνας χείμαρρος, ποὺ βρισκόταν στὴ μέση του δρόμου. Ἀπὸ κανένα μέρος δὲν ὑπῆρχε πέρασμα. Τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ κυλιόνταν μὲ πολλὴ ὁρμή. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ τὰ ἀναθέτει ὅλα στὸν Θεό, δὲν τὰ ἔχασε. Ἐκεῖ ποὺ στεκόταν καὶ συλλογιζόταν τί νὰ κάμει, ἦρθε στὸν νοῦ του ἡ περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅταν πέρασε καὶ αὐτὸς τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης καὶ τὸν λαό. Σήκωσε στὴ στιγμὴ τὰ χέρια, ψιθύρισε μία θερμὴ προσευχὴ καὶ ὕστερα μὲ φωνὴ δυνατὴ φώναξε κι εἶπε:
— Ποτάμι στάσου. Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ καλεῖ νὰ πάω νὰ γλυτώσω τὸν φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, νὰ περάσω.
Τὴν ἴδια ὥρα τὰ ὁρμητικὰ νερὰ τοῦ χείμαρρου, ποὺ λὲς καὶ κτυποῦσαν σ’ ἕνα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Ἔπαψαν νὰ κυλοῦνε. Οἱ φυσικοὶ νόμοι παραμέρισαν, καὶ ἕνας δρόμος ἄνοιξε μπροστά τους. Τὰ πλήθη, ποὺ στέκονταν ἐκεῖ καὶ μὲ ἀγωνία περίμεναν πότε νὰ καλμάρουν τὰ νερά, γιὰ νὰ περάσουν καὶ αὐτοὶ στὴν ἄλλη μεριά, μπροστὰ στὰ ὅσα ἔβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Ἔκαμαν τὸν σταυρό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο, ποὺ προχώρησε καὶ πέρασε πρῶτος. Ὅταν ἔφθασαν στὴν πόλη, διηγήθηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὰ ὅσα εἶδαν. Ὅσοι τ’ ἄκουσαν ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ χαρίτωσε τόσο πλούσια τὸν Ἅγιό τους. Τὴν εἴδηση ἔμαθε καὶ ὁ ἄρχοντας. Μεγάλη ἔκπληξη δοκίμασε καὶ αὐτός. Καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος τὸν πλησίασε, ἔσπευσε μὲ συγκίνηση καὶ χαρὰ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸν θανατοποινίτη φίλο του καὶ μαζὶ γύρισαν στὴν πόλη. Τί ὡραία ἀλήθεια, ἂν ὅλοι οἱ πνευματικοὶ ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατά τους! Πόσο διαφορετικός, ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν ὁ κόσμος!
Ὁ Ἅγιος πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ διαβάζει τὶς μυστικὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ἀκόλουθα δυὸ περιστατικὰ εἶναι ἀρκετὰ νὰ βεβαιώσουν καὶ τούτη τὴν ἀλήθεια.
Κάποτε ὁ Ἅγιος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν φίλο καὶ μαθητή του Τριφύλλιο, τὸν πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κερύνεια. Πήγαιναν ἐκεῖ γιὰ κάποια ἐργασία. Ὁ δρόμος περνοῦσε ἀπὸ τὴν Κυθρέα. Ἦταν ἄνοιξη καὶ ἡ φύση γύρω μιὰ ἀληθινὴ ζωγραφιά. Τὰ δένδρα ἀνθισμένα. Τὰ πουλιὰ χαρούμενα κελαηδοῦσαν γλυκὰ καὶ πετοῦσαν ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί. Στὸ βουνὸ τὰ κοπάδια βοσκοῦσαν λαίμαργα τὸ πλούσιο χορτάρι μὲ τὰ μύρια λουλουδάκια, ποὺ μὲ τὴν εὐωδία ποὺ σκορποῦσαν λὲς καὶ δοξολογοῦσαν καὶ Αὐτὸν τὸν Δημιουργό. Ἐκεῖ ποὺ βάδιζαν ἀργὰ – ἀργά, γιατί ἦταν ἀνηφορικὸ τὸ μονοπάτι, σὲ κάποια καμπὴ ὁ Τριφύλλιος στάθηκε καὶ θαυμάζοντας τὸν πανοραμικὸ κάμπο, ποὺ ἁπλωνόταν καταπράσινος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους, ἄρχισε νὰ κάμνει κάποιες σκέψεις:
Τί ὡραία, σκεφτόταν νοερά, νὰ εἶχα γιὰ τὴν ἐπισκοπή μου μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτήματα, ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Θὰ μοῦ ἔδιναν ἕνα καλὸ εἰσόδημα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζω τόσες ἀνάγκες.
– Τί σκέπτεσαι, ἀδελφέ μου; τοῦ εἶπε ὁ Σπυρίδων. Γιατί ἀφήνεις τὸ μυαλό σου τούτη τὴν ὥρα νὰ ἀσχολεῖται μὲ τόσο μάταια πράγματα;
– Γέροντά μου, μὰ διάβασες τὶς σκέψεις μου;
– Ἀδελφέ μου, «οὗ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ’ 14). Δὲν ἔχουμε ἐδῶ στὴν γῆ μόνιμη καὶ διαρκὴ πατρίδα καὶ πόλη, μὲ πόθο βαθὺ ποθοῦμε καὶ ζητοῦμε τὴν μέλλουσα, τὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Μάταια εἶναι ὅλα τὰ γήϊνα ἀγαθά. Στὴν καρδιά σου φρόντισε νὰ ἔχεις πάντα ἕναν πόθο. Τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Τὰ γήϊνα ἀγαθὰ εἶναι ὅλα προσωρινὰ καὶ ἀπατηλά. Σήμερα εἶναι δικά μας. Αὔριο θὰ γίνουν κτῆμα κάποιου ἄλλου. Καὶ οὐδέποτε τίνος.
— Πατέρα μου, συγχώρησε μέ. Νικήθηκα ἀπὸ τὴν θεωρία. Δεήσου καὶ ἐσὺ τοῦ Κυρίου μας νὰ μὲ συγχωρήσει.
– Ναί, τέκνον μου, πρόσεχε. Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ πιὸ ἀθώα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς παρασύρει καὶ νὰ μᾶς σκανδαλίζει. Ἀντὶ μὲ τὴ θεωρία νὰ ἀφήνει τὸ μυαλό μας νὰ στρέφεται καὶ νὰ δοξάζει τὸν Δημιουργό, ποὺ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας ἀγάπη καὶ εὐτυχία, ἀντίθετα τὸ σπρώχνει νὰ ποθεῖ τὰ μάταια καὶ νὰ ζητᾶ τρόπους, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει, νὰ τὰ κάμει κτῆμα του.
Πόση σοφία στὰ λόγια τοῦ θεοφώτιστου ἐπισκόπου. Ἀντὶ ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ τόσα μεγαλεῖα τοῦ Παντοδύναμου Δημιουργοῦ νὰ ἀφήνει τὴν σκέψη του μὲ εὐγνώμονα διάθεση νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη Του, αὐτὸς ἕνα μόνο κατὰ κανόνα σκέπτεται καὶ ποθεῖ, τὴν ἀπόκτηση καὶ ἀπόλαυση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν.
- Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἐπίσκοπος, ὕστερα ἀπὸ μακρινὴ ὁδοιπορία γιὰ διδαχὴ τοῦ λαοῦ του μπῆκε κουρασμένος στὸ σπίτι ἐνὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης κόσμος πολὺς ἀπὸ τὰ γειτονικὰ σπίτια στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴν κοινότητα ἔτρεξαν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ἀνάμεσα στὰ πλήθη ἦταν καὶ μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ ἦρθε καὶ αὐτὴ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἔπεσε καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ Ἅγιος, σὰν τὴν κοίταξε, γνώρισε ἀμέσως τὴν ἁμαρτία της. Χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει κανένας, μὲ τρόπο γλυκὺ καὶ ταπεινό, ψιθύρισε στὴ γυναίκα:
– «Κυρά μου, μὴ μὲ ἐγγίσεις». Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος μὲ αὐστηρότητα φανέρωσε μπροστὰ σὲ ὅλους τὴν ἁμαρτία της. Ἡ γυναίκα θαύμασε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἔσκυψε καὶ ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὴν μετάνοιά της ὁ στοργικὸς πατέρας της εἶπε μὲ συγκίνηση τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ κάποτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπηύθυνε σὲ μία τέτοια ἁμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. Ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πρόσεχε μελλοντικά. Μὲ τὸν τρόπο του ὁ ἅγιος βοήθησε τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα νὰ μετανοήσει. Ἀλλὰ καὶ ἔδωκε ἕνα μάθημα σὲ ὅλους. Μόνο ἡ μετάνοια ἡ εἰλικρινὴς ξεπλένει τὴν ψυχὴ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέση τὴν τιμητική, νὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
- Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ συνήθιζε νὰ νηστεύει ἀπόλυτα. Δὲν ἔτρωγε τίποτα, οὔτε αὐτὸς οὔτε καὶ ἡ κόρη του. Κάποια βραδιά, σὲ περίοδο νηστείας, ἕνας ἄγνωστος ὁδοιπόρος κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὁ Ἅγιος ἔσπευσε μὲ προθυμία νὰ τοῦ ἀνοίξει καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Τοῦ πρόσφερε νερὸ νὰ ξεπλυθεῖ καὶ πῆγε νὰ βρεῖ κάτι, γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ δειπνήσει. Κοίταξε παντοῦ, μὰ τίποτα δὲν βρῆκε. Οὔτε ψωμὶ δὲν εἶχε. Στὴν ἀμηχανία του ὁ Ἅγιος θυμήθηκε πὼς σὲ κάποια γωνιὰ βρισκόταν κρεμάμενο ἕνα κομμάτι διατηρημένο χοιρινὸ κρέας ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς κρεοφαγίας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, φώναξε τὴν κόρη του νὰ ψήσει λίγο γιὰ τὸν φιλοξενούμενό τους. Ἡ κόρη ἑτοίμασε τὸ τραπέζι.
Ἔβαλε πάνω τὸ ψητὸ κρέας καὶ κάλεσαν τὸν ξένο νὰ φάγει. Ὁ ξένος, σὰν εἶδε τὸ προσφερόμενο, ἀρνήθηκε νὰ τὸ δοκιμάσει λέγοντας:
— Δέσποτά μου, συγχώρεσε μέ. Νηστεύω. Εἶμαι χριστιανός.
– Ναί! παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἐγὼ νηστεύω. Εἶμαι καὶ ἐγὼ χριστιανός. Μὰ μία καὶ δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο στὸ σπίτι καὶ ἐσὺ πρέπει νὰ τονωθεῖς ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ὁδοιπορία, θὰ φᾶς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται. Νά! ἐγὼ καταλύω πρῶτος τὴ νηστεία. Φάγε, παιδί μου, νὰ τονωθεῖς.
Καὶ ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸν ξένο, ἔφαγε καὶ ἔδωσε καὶ σ’ ἐκεῖνον λέγοντάς του. «Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Τὴν ἄλλη μέρα φυσικὰ συνέχισε καὶ πάλι τὴ νηστεία του. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴν πλατιὰ ἀντίληψη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴ νηστεία, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη ὀρθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β’ 27).
- Λίγα γράμματα ἔμαθε ὁ Ἅγιος, ὅπως εἴδαμε. Τοῦτο, ὅμως, δὲν τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τοῦ νὰ προσέλθει καὶ νὰ λάβει μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὰ 325 μ.Χ., γιὰ νὰ ἀποστομώσει καὶ καθαιρέσει τὸν Ἀρεῖο. Ὁ τρομερὸς αὐτὸς αἱρετικός, ὅπως ξέρουμε, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ δημιούργημα καὶ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ αἱρετική του αὐτὴ διδασκαλία εἶχε προκαλέσει ἀληθινὸ σάλο καὶ εἶχε συνταράξει ὁλόκληρη τὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία.
Στὴν σύνοδο αὐτὴ ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶχε παραταχθεῖ ὁ Ἀρεῖος μὲ τοὺς ἱκανοὺς ρήτορες καὶ ὀπαδούς του ἐπισκόπους. Καὶ ἦταν αὐτοὶ ὁ Νικομήδειας Εὐσέβιος, ὁ Νικαίας Θεαγένης καὶ ὁ Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζὶ μ’ αὐτούς, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλιά, προσῆλθαν καὶ παρεκάθισαν στὴν σύνοδο καὶ ἀρκετοὶ φιλόσοφοι ὁμοϊδεάτες τοῦ Ἀρείου καὶ ὑπερασπιστές του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ξεχώριζε καὶ ἕνας Ἕλληνας φιλόσοφος, ὁ Εὐλόγιος, ποὺ στὴ διαλεκτικὴ τέχνη, τὴν εὐστροφία τοῦ λόγου καὶ τὰ σοφίσματα ἐθεωρεῖτο ἀνίκητος.
Στὴν παράταξη τῶν ὀρθοδόξων εἶχαν συγκεντρωθεῖ 317 σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί. Μεταξὺ αὐτῶν διακρίνονταν, οἱ Ἅγιοι Νικόλαος καὶ Ἀλέξανδρος, ἱερέας ἀκόμη, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος, ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, διάκονος τότε τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων καὶ ἄλλοι πολλοί. Ὁ τελευταῖος φυσικὰ δὲν διακρινόταν γιὰ τὴν μόρφωσή του. Διακρινόταν, ὅμως, γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ἦταν ἕνα δοχεῖο ἀκένωτο ἀπὸ οὐράνιους θησαυρούς. Ἦταν ἕνα κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν αἴθουσα τῆς συνόδου ἡ καρδιά του κτυποῦσε δυνατὰ καὶ μὲ βαθιὰ πίστη προσευχόταν νοερὰ νὰ φωτίσει, ὁ Θεός, ὥστε στὸ τέλος νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια.
«Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱόν», ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἡ ἀγάπη του στὸν λατρευτό μας Σωτῆρα Χριστὸ τοῦ φλόγιζε ὅλο τὸ κορμὶ καὶ τὸν γέμιζε μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη.
Στὴν συζήτηση, ποὺ εἶχε ἀνάψει ὁ τρομερὸς Ἀρεῖος μὲ τὴν φιλοσοφική του μόρφωση, τὴν πανουργία καὶ τὴν εὐγλωττία του, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀπαδούς του ρήτορες, ποὺ τὸν ἐνίσχυαν ἀφάνταστα, πετοῦσε κυριολεκτικὰ κεραυνοὺς ἐνάντια στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὧρες περνοῦσαν, χωρὶς ἕνα θετικὸ ἀποτέλεσμα. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δεινοὺς ρήτορες τοῦ Ἀρείου, ὁ Ἕλληνας σοφὸς Εὐλόγιος εἶχε προβάλει τέτοια ἐπιχειρήματα καὶ μὲ τόση μαεστρία ποὺ εἶχε νομισθεῖ ὅτι τὸ δίκαιο βρισκόταν μὲ τὸ μέρος τους. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸς ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σώπασαν. Νεκρικὴ σιγὴ εἶχε ἁπλωθεῖ γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα στὴ μεγάλη αἴθουσα τῆς συνόδου. Ἐκείνη τὴν ὥρα σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέση του ὁ Ἅγιος μας καὶ ζήτησε νὰ μιλήσει. Ἀργὰ προχωρεῖ πρὸς τὸ βῆμα. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αἱρεσιάρχη χαμογέλασαν, σὰν τὸν εἶδαν. Οἱ ἄλλοι πατέρες στενοχωρήθηκαν. Γνώριζαν πὼς ὁ Ἅγιος ἦταν ἁγνὸς καὶ ἐνάρετος. Ἦταν ὅμως, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁπλοϊκός, μὲ τὰ λίγα γράμματα καὶ χωρὶς αὐτὸ ποὺ λέμε κατὰ κόσμο σοφία καὶ γνώση. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ὁ ταπεινὸς βοσκὸς νὰ τὰ βγάλει πέρα μ’ ἕναν ρήτορα σοφὸ καὶ διεστραμμένο; Γι’ αὐτὸ στενοχωρήθηκαν καὶ μερικοὶ ἀγωνίζονταν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ὁμιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ὁ τραχὺς καὶ ἀδιάντροπος ρήτορας ζητήσει νὰ τὸν ἐκθέσει καὶ νὰ τὸν γελοιοποιήσει. Ὁ Σπυρίδωνας, ὅμως, ἐπέμενε. Καὶ ὁ Βασιλιὰς ἔδωκε τὸν λόγο.
Σιγὴ καὶ πάλι νεκρικὴ ἁπλώθηκε στὴν αἴθουσα. Οἱ φίλοι τοῦ Ἀρείου μὲ δυσκολία συγκρατοῦν τὴν περιφρόνησή τους, ἐνῶ οἱ πατέρες μὲ αἰσθήματα σεβασμοῦ μὰ καὶ ἀπορίας κοιτοῦνε τὸν γέροντα. Κάποια στιγμὴ ὁ μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τὴν σιωπὴ στρέφεται πρὸς τὸν φιλόσοφο καὶ μὲ φωνὴ σταθερὴ ἀρχίζει νὰ τοῦ λέγει τοῦτα τὰ λόγια:
– Ἄκουε, σοφέ. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ τὸν Λόγο Του καὶ τὸ Πνεῦμά Του δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, μὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουμε. Αὐτὸς ἔπλασε καὶ τὸ θαυμαστὸ καὶ ὑπέροχο δημιούργημα, τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν ἰδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ μία κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σὰν ἄνθρωπος ἐκεῖ στὴ Ναζαρέτ, δίδαξε ἐπὶ τρία χρόνια καὶ ὕστερα σταυρώθηκε καὶ τάφηκε σὰν ἄνθρωπος. Ἔπειτα ἀναστήθηκε σὰν Θεὸς μετὰ τρεῖς μέρες καὶ συνανέστησε καὶ ἐμᾶς καὶ μᾶς χαρίζει ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ παρέμεινε στὴ γῆ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἀναλήφθηκε ὕστερα στὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου καὶ ἔστειλε στὴν γῆ μετὰ δέκα μέρες τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε παραμένει στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πιστεύουμε ἀκόμη, πὼς θὰ ξανάρθει κάποια ἡμέρα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ὅλο. Ἡμεῖς δέ, θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστά Του, γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦμε σ’ Αὐτὸν γιὰ ὅλα τὰ ἔργα, τὰ λόγια καὶ τὰ ἐνθυμήματά μας.
– Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, Σύνθρονος, Ὁμότιμος καὶ Ὁμόδοξος. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός· Τρία Πρόσωπα ὅμως, τρεῖς Ὑποστάσεις, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὰ τρία αὐτὰ Πρόσωπα, ὁ ἕνας Θεός, ἡ μία Οὐσία εἶναι γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου κάτι τὸ ἄρρητο καὶ ἀκατάληπτο. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ βάλει κανεὶς ὅλα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας σ’ ἕνα ποτήρι, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο καὶ τὸ πεπερασμένο μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ χωρέσει καὶ νὰ κατανοήσει τὸ ἄπειρο τῆς Θεότητος. Γιὰ νὰ δώσω ὅμως μία ἐξήγηση τῶν λόγων μου, ἂς μὲ συγχωρήσει ὁ Πανάγαθος ποὺ θὰ χρησιμοποιήσω αὐτὸ τὸ χειροπιαστὸ παράδειγμα.
Τότε ὁ ἅγιος ἔβαλε τὸ ἀριστερὸ χέρι στὴν τσέπη του καὶ ἔβγαλε ἕνα κεραμίδι καὶ δείχνοντάς το, ἔκαμε μὲ τὸ δεξί του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε:
— «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός».
Κι ἕσφιξε τὸ κεραμίδι. Οἱ πατέρες ποὺ παρακολουθοῦν τὴν σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί μὲ τὶς λέξεις τοῦ Ἁγίου, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία ψήθηκε τὸ κεραμίδι ἀνέβηκε πάνω.
- «Καὶ τοῦ Υἱοῦ»,
Πρόσθεσε. Τότε τὸ νερὸ μὲ τὸ ὁποῖο ζυμώθηκε τὸ ξερὸ κεραμίδι, ἔτρεξε κάτω.
— «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Συμπλήρωσε ὁ πρακτικὸς καὶ θεοφώτιστος διδάσκαλος. Τὸ χῶμα ἔμεινε στὸ χέρι του.
– Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες μου, συνέχισε ὁ θαυματουργός· ὅπως τὸ κεραμίδι ἀποτελεῖ ἕνα πράγμα μιᾶς οὐσίας καὶ μιᾶς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Θεός. Ἂν καὶ δὲν πρέπει νὰ παρομοιάσουμε τὴν Ἄκτιστο καὶ Ὑπερούσια αὐτὴ Φύση μὲ κτιστὸ καὶ φθαρτὸ δημιούργημα, ἐν τούτοις γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἀκατάληπτα καταληπτά, – ἂς μας συγχωρήσει τὸ ἄπειρο ἔλεός Του – λέμε καὶ τονίζουμε:
– Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν φύση. Ἀλλὰ κατὰ τὰ πρόσωπα ἢ τὶς ὑποστάσεις εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου κατέπληξαν τοὺς παριστάμενους. Ἡ αἴθουσα ἀντήχησε ἀπὸ τὶς δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τῶν Πατέρων. «Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν. Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος’ 14 – 15). Ψάλλουν καὶ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Ὁ Ἀρεῖος καὶ οἱ ὀπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ὁ φιλόσοφος ταπεινωμένος ἀναγνωρίζει καὶ ὁμολογεῖ φανερὰ τὴν ἥττα του:
– Τὰ λόγια σου μὲ ἔπεισαν, ἅγιε γέροντα, καὶ τὸ θαῦμα μὲ βεβαίωσε, ὅτι ἔχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Αὐτός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.
Δάκρυα χαρὰς ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων καὶ πρῶτα – πρῶτα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ φιλοσόφου, ποὺ ἔσπευσε νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα καὶ νὰ γίνει χριστιανός.
Ἡ ἀλήθεια γιὰ μία ἀκόμη φορὰ θριάμβευσε. Καὶ ἐπεβλήθη «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α’ Κορ. στ’ 4). Δηλαδὴ ὄχι μὲ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ μὲ ἀπόδειξη θείας δυνάμεως, ποὺ μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε ἐπιβεβαίωσε τὴν διδασκαλία. Νὰ ποιὸς ἦταν ὁ Ἅγιος μας. Φλογερός, ζηλωτὴς στὴν πίστη, θεοφώτιστος.
- Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, μὲ πολλὴ θλίψη ἔμαθε, πὼς ἡ κόρη του Εἰρήνη εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀποθάνει. Ὁ πιστὸς ἐπίσκοπος δέχτηκε καὶ τούτη τὴν δοκιμασία μὲ παραδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Μερικὲς μέρες ὑστερότερα μία γυναίκα ἦρθε σ’ αὐτὸν καὶ μὲ κλάματα τοῦ ζήτησε ἕνα πολύτιμο πράγμα, ἕνα κόσμημα. Τὸ εἶχε δώσει στὴν κόρη του νὰ τὸ φυλάξει, λίγο πρὶν πεθάνει. Ὁ Ἅγιος σηκώθηκε καὶ μὲ προσοχὴ ἐρεύνησε ὅλο τὸ σπίτι, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ ξένο πράγμα. Δυστυχῶς, ὅμως, πουθενὰ δὲν τὸ βρῆκε. Τότε χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τράβηξε γιὰ τὸν τάφο τῆς κόρης του. Σὰν ἔφτασε, στάθηκε, ἀνέπεμψε μία θερμὴ προσευχή, καὶ ὕστερα, ἀφοῦ ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν τάφο, κάλεσε τὴ νεκρὴ κόρη του νὰ τοῦ πεῖ, ὡς νὰ ἦταν ζωντανή, ποὺ εἶχε βάλει τὸ πράγμα ποὺ τῆς ἔδωκαν. Τὴν ἴδια στιγμὴ μία φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου ἀκούστηκε νὰ τοῦ λέει:
– Πατέρα μου, στὸν τάδε τόπο τὸ ἔχω φυλαγμένο.
Τότε καὶ ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε:
– Κοιμήσου, κόρη μου, ἥσυχα. Κοιμήσου μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ὁ Κύριος μας θὰ σὲ ἀναστήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων μας.
Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τρόμαξαν καὶ ἔμειναν σκεφτικοί. Συλλογίζονταν τὴν δύναμη, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πανάγαθος Θεὸς χαρίτωσε τὸν ἁπλοϊκὸ μὰ ἅγιο ἐπίσκοπό τους. Τὸν ποιμένα τὸν καλό, ποὺ ἔσπευδε νὰ κάμει τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν χριστιανῶν του.
- Στὰ 337 μ.Χ. πέθανε ὁ δημιουργός της Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας. Στὸν δοξασμένο θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε τώρα ὁ γιός του Κωνστάντιος. Αὐτὸς ξανάκτισε καὶ τὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμὸ τὸ 343. Ἀπὸ τὸ ὄνομά του ὅμως ἡ νέα πόλη ὀνομάστηκε Κωνστάντια.
Ὁ Κωνστάντιος κυβέρνησε τὸ κράτος τοῦ Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337 – 360 μ.Χ.). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ – δὲν ξέρουμε πότε ἀκριβῶς – ὁ αὐτοκράτορας ἐπισκέφθηκε τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀναγκάστηκε νὰ παραμείνει ἐκεῖ γιὰ καιρό, γιατί ἀρρώστησε βαριά. Οἱ καλύτεροι γιατροὶ μπαινόβγαιναν στὸ παλάτι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν τίποτα.
Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες τόσο ὁ Κωνστάντιος, ὅσο καὶ οἱ δικοί του κατέφυγαν ἰδιαίτερα στὴν προσευχή. Μιὰ βραδιά, ἐκεῖ ποὺ ὁ βασιλιὰς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ἕναν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε μία χορεία ἁγίων ἐπισκόπων ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ξεχώριζαν δύο, τοῦ εἶπε, πὼς τὴν ἀρρώστια του μόνο αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ τὴν θεραπεύσουν. Ὁ βασιλιάς, χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε στὸ παλάτι ὅλους τοὺς ἐπισκόπους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, ὅμως, ποὺ ἦλθαν δὲν εἶχε ἀναγνωρίσει τὰ δυὸ πρόσωπα ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἄγγελος. Οἱ ἐπίσκοποι προσευχήθηκαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μέγα Ἰατρὸ τὴν θεραπεία τοῦ ἄρχοντα, ἄλλα τίποτα δὲν κατόρθωσαν. Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες κάποιοι ὑπέδειξαν ὅτι ἀπὸ τὴν ἐκεῖ χορεία ἔλειπε ὁ Σπυρίδων τῆς Κύπρου. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ βασιλιὰς ἔστειλε στὴ νῆσο ἄνθρωπο δικό του καὶ τὸν κάλεσε. Ὁ ταπεινὸς ἱεράρχης, ποὺ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ γνώριζε τὰ τῆς ἀρρώστιας τοῦ Βασιλιά, πῆρε μαζί του τὸν μαθητή του Τριφύλλιο, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προόριζε γιὰ μελλοντικὸ ἀρχιερέα, καὶ τὸν διάκονό του Ἀρτεμίδωρο καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη αὐτή, ὕστερα ἀπὸ ἕνα πολὺ κουραστικὸ ταξίδι, ὁ Σπυρίδων κατευθύνθηκε μὲ τὴν συνοδεία του στὸ παλάτι. Στὴν εἴσοδο τοῦ παλατιοῦ ὁ φρουρὸς ποὺ τοὺς εἶδε ἔτσι φτωχικὰ ντυμένους ζήτησε νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ εἰσέλθουν. Τὸν Σπυρίδωνα μάλιστα, ποὺ εἶχε ἤδη προχωρήσει μπροστά, ὁ φρουρός, νομίζοντάς τον γιὰ κανένα ζητιάνο, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ ἕνα χαστούκι στὸ πρόσωπο. Ὁ πράος ἱεράρχης, χωρὶς καθόλου νὰ θυμώσει ἔστρεψε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου του λέγοντας ὅτι ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε. Ὅταν ὁ φρουρὸς ἀντιλήφθηκε, ὅτι μπροστά του δὲν εἶχε ζητιάνο, ἀλλὰ ἕναν ἀρχιερέα καὶ μάλιστα τὸν ὀνομαστὸ τῆς Κύπρου ἀρχιερέα Σπυρίδωνα, ἔπεσε μπροστά του καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ σκορπᾶ τριγύρω του μονὸ τὴν καλοσύνη, τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἀφοῦ τὸν νουθέτησε, τοῦ ἔδωκε τὶς πατρικὲς εὐλογίες του.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιὰ παρέλαβαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ τὴν συνοδεία του μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Στὸ ἀντίκρισμά τους ὁ βασιλιὰς ἀναγνώρισε ἀμέσως τὰ δυὸ πρόσωπα, ποὺ τοῦ εἶχε δείξει τὴν πρώτη φορὰ ὁ ἄγγελος, καὶ μὲ τὸν πόνο τῆς ἀρρώστιας ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπο σηκώθηκε ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ προχώρησε πρὸς τὸν Ἅγιο. Συγκινητικὴ ἡ σκηνή! Ὁ ἐπίγειος ἄρχοντας μὲ ταπείνωση σκύβει μπροστὰ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, γιὰ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάρη Του. Ὁ ταπεινὸς ἀρχιερέας, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπόνια στὸν ἀνθρώπινο πόνο σηκώνει τὸ σεπτὸ καὶ ἅγιο χέρι του καὶ τὸ ἀποθέτει στὸ κεφάλι τοῦ ἄρχοντα προφέροντας τὴν ἴδια ὥρα θερμὴ καὶ ἅγια προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σὲ μία στιγμὴ ἡ ἀρρώστια ὑποχωρεῖ καὶ χάνεται καὶ ἡ ὑγεία ὁλοκληρωτικὰ ἀποκαθίσταται καὶ παίρνει τὴν θέση της στὸ βασιλικὸ κορμί.
Οἱ καρδιὲς κτυποῦν δυνατὰ ἀπὸ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεά του. Ὁ Ἅγιος μετὰ τὴ θεραπεία εἶπε καὶ μερικὰ πνευματικὰ λόγια, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ψυχικὴ σωτηρία τοῦ ἐπίγειου ἄρχοντα:
— Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε, βασιλιά, ὅτι κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κάθε ἄρχοντας ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ του. Ὁδηγὸς στὴν ζωὴ τοῦ καθενός μας ἂς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ καλοσύνη, ἡ φιλανθρωπία. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη μέσα του δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κάμνει τὸ καλὸ στὸν συνάνθρωπό του. Μὲ τὴν ἀγάπη τηρεῖ καὶ ξεπληρώνει ἕνας, ὅλο τὸν νόμο. Φύλαττε ἀκόμη, βασιλιά μου, τὴν εὐσέβεια καὶ μὴ δεχθεῖς στὴν Ἐκκλησία καμιὰ διδασκαλία ἀντίθετη μὲ τὰ ὅσα διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ ξεκίνησε νὰ φύγει. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ ἐκδηλώσει σ’ αὐτὸν τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του, τοῦ πρόσφερε χρήματα, πολλὰ χρήματα, ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ τὰ δεχθεῖ, λέγοντας πὼς πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χρήματα εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς ἐπέμενε, ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὑπερήφανος καὶ ἀκατάδεχτος, δέχτηκε τὰ δῶρα καὶ προτοῦ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παλάτι τὰ διαμοίρασε στοὺς αὐλικούς.
Τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ Ἁγίου σὰν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὸν εὐλαβήθηκε ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα ἐξηγῶ καὶ καταλαβαίνω γιατί ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸν ἔχει τόσο χαριτώσει». Ἐνθυμούμενος δὲ τὶς νουθεσίες του φρόντισε στὴ ζωή του νὰ κάμνει πολλὲς φιλανθρωπίες σὲ κάθε φτωχὸ καὶ πονεμένο. Καὶ ἀκόμη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἅγιου Σπυρίδωνος, πρῶτος αὐτὸς ἀπ’ ὅλους τους βασιλεῖς νομοθέτησε, ὥστε οἱ κληρικοὶ νὰ μὴ πληρώνουν κανένα φόρο. «Εἶναι ἄτοπο καὶ ντροπή, ἔλεγε, οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οὐράνιου Βασιλιὰ νὰ πληρώνουν φόρους σὲ ἐπίγειους καὶ θνητοὺς ἄρχοντες».
Ἦλθε ὅμως ὁ καιρὸς, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ζωή, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματικῆς πραότητας καὶ ταπεινοφροσύνης, μιὰ ζωὴ ἄδολης ἀγάπης καὶ καλοσύνης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ θεία χάρη νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ τὸ ἐπίγειο στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὶς ὑπηρεσίες του. Αὐτὸ ἔγινε τὸ 348 μ.Χ. μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου στὴν ἐπισκοπή του στὴν Τριμυθούντα. Ἔφυγε ὁ καλὸς ποιμήν. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἡ ἀγάπη ὅμως καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ζητᾶνε τὴν μεσιτεία του καὶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Κύριο, δὲν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ὡς σήμερα. Καὶ θὰ συνεχίζονται μέχρι ποὺ θὰ θέλει ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Τὰ πνευματικά του παιδιὰ θρήνησαν γιὰ καιρὸ τὴν κοίμησή Του. Τὸ λείψανό του στὴν ἀνακομιδὴ ποὺ ἔγινε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχε μείνει ἄφθαρτο καὶ εὐωδίαζε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς προνομιούχου πόλεως, ποὺ τὸν εἶχε ποιμένα ψυχῶν, τὸ ἔβαλαν σὲ μία μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ ἔστησαν δίπλα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν νάρθηκα, γιὰ νὰ εἶναι προσκύνημα τῶν πιστῶν.
Ἡ λάρνακα βρίσκεται ἀκόμη στὸ ἴδιο μέρος ἀλλὰ χωρὶς τὸν θησαυρό. Χωρὶς τὸ ἅγιο λείψανο. Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἡ ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν (648 μ.Χ.) τὸ λείψανο γιὰ ἀσφάλεια μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ λίγο καιρὸ πρὶν νὰ πέσει ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἕνας ἱερέας ποὺ ὀνομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν ναὸ ποὺ φυλασσόταν μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας καὶ τὸ μετέφερε μέσον τῆς Θράκης, Μακεδονίας καὶ Σερβίας στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου καὶ ὕστερα στὴν Κέρκυρα γύρω στὸ 1460. Ἐπὶ τρία ὁλάκερα χρόνια ὁ εὐσεβὴς ἐκεῖνος ἱερέας περιπλανιόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μέχρις ὅτου φτάσει στὴν Κέρκυρα. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ δυὸ λείψανα τὰ εἶχε κρυμμένα σὲ δυὸ σακιὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ὁποία, σὰν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς ἔλεγε, πὼς τὰ ἄχυρα ἐκεῖνα ἦταν τροφὴ γιὰ τὸ ὑποζύγιό του.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὴν Κέρκυρα
Τὰ Ἐπτάνησα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐνετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πολύευκτος κατέφυγε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πὼς ἐδῶ ὁ θησαυρὸς ποὺ μετέφερε θὰ ἦταν ἀσφαλισμένος. Καὶ πραγματικὰ τὰ τίμια λείψανα ὑπῆρξαν ἐδῶ ἀσφαλισμένα. Στὴν Κέρκυρα ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρῆκε ἕνα πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη ἄλλοτε συμπολίτη του καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἀπὸ αὐτὸ λείπει τὸ δεξὶ χέρι. Τοῦτο βρισκόταν στὴ Ρώμη στὸ ναὸ τοῦ τάγματος τοῦ Φ. Νέρι (Ὀρατοριανῶν) μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτό, παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μετὰ ἀπὸ ἔντονες ἐνέργειες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κ. Τιμοθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέχτηκε καὶ πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας τὸ ὡς ἄνω ἱερὸ λείψανο. Τοῦτο πῆγε καὶ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος Κερκύρας καὶ τὸ μετέφερε ἀεροπορικῶς στὴν εὐλογημένη νῆσο. Ἔτσι τὸ ἱερὸ ὀστοῦν τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ γιὰ αἰῶνες φυλασσόταν στὴ Ρώμη ἀπὸ τότε βρίσκεται στὴν προνομιοῦχο νῆσο καὶ κάθε φορὰ λιτανεύεται μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἀριστερὸ διατηρεῖται ἀκέραιο μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο λείψανο. Ἐπίσης καὶ τὰ μάτια τοῦ Ἁγίου κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκαν ἀλώβητα μέσα στὸν τάφο. Τῆς Ἁγίας Θεοδώρας τὸ λείψανο φυλάσσεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῆς Σπηλαιώτισσας. Εἶναι ἀκέφαλο καὶ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της στὶς 11 Φεβρουαρίου. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναστήλωσε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο τὶς ἁγίες εἰκόνες τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τοῦ 843. Τὴν ἀναστήλωση ἔκαμε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου τῆς Θεοφίλου. Ὁ κόσμος τοῦ νησιοῦ μὲ βαθύτατο σεβασμὸ ὑποδέχθηκε τὸν ἀνεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοὶ κάθε χρόνο ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου ἐπισκέπτονται τὸν περίπιστο ναὸ τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἡ εὐλάβεια τοῦ Κερκυραϊκοῦ λαοῦ ἀνήγειρε πρὸς τιμή του. Τὸ ἅγιο λείψανο φυλάσσεται ἐδῶ σὲ πολυτελὴ λάρνακα καὶ διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο ἐνάντια στοὺς ἀμετάθετους τῆς φύσεως ὅρους. Ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο μένει, γιὰ νὰ διακηρύττει στοὺς αἰῶνες τὸ λόγιο, τὸ προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (Ψαλμ. ιε’ 3).
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ ἐδῶ στὴν Κέρκυρα καὶ γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μὲ πραγματικὴ πίστη καταφεύγουν στὴν χάρη του καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του, γιατί «ὁ θαυματουργὸς κἂν τέθνηκε Σπυρίδων, τοῦ θαυματουργεὶν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι». Δηλαδή, ὁ θαυματουργὸς Σπυρίδων καὶ ἂν ἀπέθανε, δὲν ἔπαψε ὅμως καὶ ἀπὸ τοῦ νὰ θαυματουργεῖ. Στὸν Ἅγιο αὐτὸν ἐπαναλήφθηκε πραγματικὰ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. στ’ 20).
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δεκάδες πολλὲς τὰ χρυσὰ κανδήλια, δῶρα εὐλαβῶν ψυχῶν ποὺ κρέμονται πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν λάρνακα, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἅγιο λείψανό του. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν καὶ μαρτυροῦν τὴν βαθιὰ ἐκτίμηση καὶ εὐλάβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας ἀπὸ μέρους τῶν εὐεργετηθέντων. Ὀγδόντα ναοὶ στὴν Ἑλλάδα μας διακηρύττουν τὸν σεβασμὸ τοῦ φιλόθρησκου Ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου χιλιάδες πιστοὶ ἀναλαμβάνουν ταξίδια μακρινὰ κάθε χρόνο γιὰ νὰ πᾶνε στὴν χάρη του, νὰ προσκυνήσουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὶς συγκινητικὲς καὶ θεαματικὲς λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τὸν χρόνο. Μιὰ κατὰ τὸ Μ. Σάββατο σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ σιτοδεία. Δεύτερη κατὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐπιδημία τῆς πανώλης (πανούκλας). Τρίτη ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου γιὰ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν δεύτερη θαυμαστὴ ἀπαλλαγὴ τῆς νήσου ἀπὸ τὴν πανώλη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ, τρωθεὶς ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικῇ θεωρίᾳ τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόληπτε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς θησαυρὸν τῆς συμπαθείας ἀδαπάνητον
Καὶ τῶν θαυμάτων κρήνην ὄντως πολυχεύμονα
Μακαρίζομεν Σπυρίδων σε Ἱεράρχα.
Ἀλλ’ ὡς ῥύστης τῶν καλούντων σε ὀξύτατος
Ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν θαυμάτων ὁ ποταμός· χαίροις ἀσθενούντων, καὶ πασχόντων ὁ ἰατρός· χαίροις τῶν λογίων, τοῦ Πνεύματος ὁ σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθοῦντος ποιμὴν τρισόλβιε.
Ὁ Ἅγιος Συνετὸς ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Αὐρηλιανός. Ὁ Συνετὸς ἦταν ἀναγνώστης τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ποὺ τὸν ἔκανε ὁ Ἅγιος Πάπας Σίξτος.
Συνελήφθη καὶ διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀρνήθηκε ὅμως καὶ βασανίστηκε σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ ἔπειτα φυλακίστηκε. Παρ’ ὅλα αὐτά, παρέμεινε στὴν Χριστιανική του ὁμολογία καὶ ἔβαλαν στὸ σῶμά του πυρακτωμένα σίδερα.
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν κατάφεραν τίποτα, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἔζησε γύρω στὰ τέλη τοῦ 2ου αἰώνα μ.Χ. καὶ μέχρι τὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Συνδύαζε μὲ τὴν εὐσέβεια ποὺ τὸν διακατεῖχε καὶ μία μεγάλη ἐπιθυμία γιὰ μάθηση, γι’ αὐτὸ χρημάτισε μαθητὴς τοῦ Κλημέντου τοῦ Ἀλεξάνδρεως. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ διακρίθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἀργότερα χρίστηκε ἐπίσκοπος Φλανιάδος στὴν Καππαδοκία. Ἐπειδὴ ὁ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Νάρκισσος, ἦταν ὑπερήλικας ἀλλὰ μεγάλης ἀρετῆς προσέλαβε σὰν βοηθό του τὸν Ἀλέξανδρο τὸν ὁποῖο καὶ προόριζε γιὰ διάδοχό του. Ὁ Νάρκισσος στέφει ὑπὸ μαρτυρικοῦ τέλους καὶ τότε ὁ Ἀλέξανδρος ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν πίστη, ἵδρυσε μάλιστα καὶ μία βιβλιοθήκη στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν ὁποία συγκέντρωσε πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ συγγράμματα.
Στὸν διωγμὸ τοῦ Δεκίου συνελήφθηκε καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀρνήθηκε, παρὰ τὶς πιέσεις, τὴν πίστη του διατάχτηκε νὰ τὸν ρίξουν στὰ λιοντάρια. Ὡς ἐκ θαύματος ὅμως τὰ ἄγρια θηρία τὸν ἄφησαν ἀνέγκικτο. Τελείωσε ἀπὸ τὶς πληγὲς ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀμωναθᾶς
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀνθός
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Αἰθέριος ὁ Μάρτυρας
Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1611. Μαρτύρησε ἐπὶ Μαξιμιανοὺ (286 – 305) καὶ ἐπειδὴ δὲν δέχτηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἔβαλαν στ’ αὐτιά του πυρακτωμένα σίδερα, ὥστε οἱ κόρες τῶν ματιῶν του νὰ πεταχτοῦν ἔξω. Κατόπιν τὸν ἔδεσαν σ’ ἕναν τροχὸ καὶ ἔβαλαν χαλινάρι στὸ στόμα του.
Στὴν συνέχεια ἀφοῦ τὸν ἔκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Εὐφημιανή
Ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 120 συνοδευμένη μὲ αὐτὴ τῆς Ἁγίας Φοίβης, ἐπίσης ἄγνωστης Ἁγίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (ἢ Ἰωακείμ) Ἐπίσκοπος Ζιχνῶν
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Ἀνδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1282 – 1328) καὶ Ἀνδρόνικου Γ’ (1328 – 1341).
Δυὸ χρόνων ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ γονεῖς καὶ τὸν πῆρε ὁ θεῖος του, μοναχός, ὀνόματι Ἰωαννίκιος καὶ τὸν ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἔγινε ἱερέας καὶ λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς, ἐκλέχτηκε ἐπίσκοπος Ζιχνῶν. Ὅταν πέθανε ὁ θεῖος του, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ καὶ ἔμεινε στὴν ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου.
Ἐπεξέτεινε τὴ Μονὴ αὐτή, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Μενοίκιο ὄρος τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, βορειανατολικὰ τῶν Σερρῶν καὶ ἔκτισε μεγαλοπρεπὴ Ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννη.
Ἐκεῖ θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε καὶ πρόσφερε πολλὰ στὴν περιοχή, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 12η Δεκεμβρίου 1333.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Γεννήθηκε τὸ 410 μ.Χ., στὸ χωριὸ Μαρουθὰ τῆς περιφερείας Σαμοσάτων.
Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἠλίας καὶ Μάρθα. Ὁ Δανιὴλ γεννήθηκε ἐνῶ ἡ μητέρα του ἦταν στείρα. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ γονεῖς του ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, καὶ οἱ κόποι τους δὲν πῆγαν χαμένοι. Ὁ Δανιὴλ ἀπέδωσε καρπούς.
Νεαρὸς ἀκόμα, πήγαινε στὶς γειτονικὲς πόλεις καὶ ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔπειτα πῆγε σὲ κοινόβια Μονή, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις, θεολογικὲς μελέτες καὶ καλλιέργεια τῆς ταπεινοφροσύνης.
Κάποτε, σ’ ἕνα ταξίδι μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, συνάντησε τὸ Συμεὼν τὸν Στυλίτη καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του. Ὅταν πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ Δανιὴλ ξαναπῆγε στὸν Συμεὼν καὶ ζήτησε τὴν συμβουλή του ποῦ νὰ πάει. Ὁ Συμεὼν τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, πράγμα ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔπραξε. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ στὴν Προποντίδα.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, εἶδε ὅραμα τὸν Συμεὼν νὰ τὸν καλεῖ. Ὁ Δανιήλ, ἐρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἔκτισε ὑψηλὸ στύλο καὶ ἐγκαταστάθηκε πάνω σ’ αὐτόν. Σκοπὸς τῆς ἐγκατάστασής του πάνω στὸν στύλο, ἦταν ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπόκτηση περισσότερων ἀρετῶν.
Ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἦταν σημαντικὴ ἡ συμμετοχή του στὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας. Πέθανε 80 χρονῶν, πλήρης «καρπῶν δικαιοσύνης τῶν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδὴ γεμάτος ἀπὸ καρπούς, ποὺ παράγει ἡ ἀρετὴ καὶ ποὺ κατορθώνονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὑψώσας τὸ σῶμά σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος· ὅθεν σε στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντές σοι βοῶμεν, Δανιὴλ θεοφόρε· παντοίων ἡμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ῥύεσθαι.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτoς, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν, ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.
Μεγαλυνάριον.
Ἔλαμψας ἐν στύλῳ οἷα πυρσός, ταῖς φωτοβολίαις, τῶν ὁσίων σου ἀρετῶν, καὶ καταπυρσεύεις, μαρμαρυγαῖς ἀΰλοις, ὦ Δανιὴλ θεόφρον, τοὺς σὲ γεραίροντες.
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Νέος Στυλίτης
Ἔζησε στὰ μέσα του 10ου αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Μ. Ἀσία. Οἱ γονεῖς του, Χριστόφορος καὶ Καλή, τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὑπηρέτησε σὰν στρατιώτης καὶ ὄχι μόνο διατήρησε τὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ καὶ ἐπηρέαζε πρὸς τὸ καλὸ νεαροὺς συστρατιῶτες του, ποὺ εἶχαν ροπὴ στὴ διαφθορά.
Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε ἱερέας καὶ ἀφιερώθηκε στὸν φωτισμὸ τῶν ψυχῶν τῆς ἐνορίας του. Κατόπιν ἀνέβηκε ἀσκούμενος στὸν Ὄλυμπο, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔπειτα στὴν Χαλκηδόνα, ὅπου ἔστησε τὴν καλύβα του πάνω σ’ ἕναν στύλο.
Ἀπὸ τὸ νέο του ἀσκητικὸ ὁρμητήριο, πήγαινε σὲ διάφορα μέρη καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Πάνω στὸν στύλο αὐτὸ ὁ Λουκᾶς, πέρασε 45 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπεβίωσε μὲ θαυμαστὴ πνευματικὴ λαμπρότητα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβήλ. Πιστεύοντας καὶ οἱ δυὸ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἔγιναν ὁ μὲν Ἀειθαλᾶς ἐπίσκοπος, ὁ δὲ Ἀκεψέης διάκονος.
Ἡ θερμή τους πίστη, τοὺς ὠθοῦσε νὰ κηρύττουν καθημερινὰ σὲ μία προσπάθεια νὰ ἑλκύσουν ψυχὲς στὸ Σωτήριο δίκτυο τοῦ Εὐαγγελίου.
Τοὺς κατάγγειλαν στὸν Πέρση βασιλιά. Παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς ἔμμειναν πιστοὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ στέφθηκαν μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μείραξ
Ἡ ζωή του ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ Ἀσώτου τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἅγιος Μείραξ γεννήθηκε στὸ Τενεσὴ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του μὲ χριστιανικὴ εὐσέβεια. Ἀλλὰ τὰ θέλγητρα τῆς νεότητας τὸν παρέσυραν στὴν ἀσωτία καὶ ἀκόμα πιὸ χειρότερα οἱ γνωριμίες του μὲ Ἀγαρηνούς, τὸν ἔκαναν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Οἱ γονεῖς του τὸ ἔμαθαν καὶ ἔκλαψαν πικρά. Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίστηκαν καὶ στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεὸ προσευχόμενοι. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ ἔλεός του, χάριν τῶν εὐσεβῶν γονέων.
Ὁ ἀρνησίθρησκος γιός, μπούχτισε τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως ὁ φοίνικας προβάλλει μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες, ἔτσι καὶ ἡ προηγούμενη πίστη τοῦ Μείρακα, πρόβαλλε μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ψυχῆς του. Ἦλθε μετάνοια στὴν καρδιά του, καὶ κάποια μέρα ἐμφανίστηκε στοὺς γονεῖς του, ἔπεσε στὰ πόδια τους, ζήτησε συγνώμη καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπανέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἐκεῖνοι τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, τὸν φίλησαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό.
Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ τοῦ Μείρακα δὲν ἀρκέστηκε σ’ αὐτὴν τὴν ἀποκατάσταση. Πῆγε λοιπὸν στὸν Ἀμηρᾶ, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ φώναζε ὅτι ἐπανῆλθε στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ὁ Ἀμηρᾶς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ βούνευρα, μέχρι ποὺ σχίστηκαν οἱ σάρκες του. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ μὲν κεφάλι του τὸ ἀγόρασαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν ἔθαψαν μὲ τιμή, τὸ δὲ σῶμά του, οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μιὰ βάρκα καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Βαρσαβάς ὁ Μάρτυρας
Ἦταν Πέρσης καὶ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴ χριστιανικὴ πίστη στὸν Πέρση ἄρχοντα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλιστεῖ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Βικέντιος, Αἰμιλιανὸς καὶ Βεβαία οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος καὶ Ἀκεψιμάς οἱ Μάρτυρες
Ἀναφέρονται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578, ὅτι μαρτύρησαν στὴν Περσία. Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀναφέρεται ὡς ἀσκητής.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Φωκᾶς αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Β 4φ. 133, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρη Ἀκολουθία του μὲ Κανόνες.
Δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὸν L. Petit στὸ Byz. Zeitschrift τ. ΙΓ’ (1904) σελ. 398 – 420 καὶ ἀπὸ τὸν Δημητριεύσκη στὸ Κίεβο τὸ 1911.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Λεόντιος
Γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Θεοδώρα. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος καὶ ἐπίσημος ἄνδρας.
Ὁ βασιλιὰς Ἀνδρόνικος Β’, ὁ Παλαιολόγος (1283 – 1328) ἀνέθεσε σ’ αὐτὸν σπουδαία θέση στὴν κεντρικὴ διοίκηση τοῦ Μοριᾶ. Ὁ Λέων λοιπόν, ἔτσι ὀνομαζόταν πρίν, ἔτυχε μεγάλης φροντίδας ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη ξένες γλῶσσες, φιλοσοφία καὶ θεολογία. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἐπέστρεψε στὴν Μονεμβασία καὶ φρόντισε τὴν μητέρα του. Κατόπιν ἡ μητέρα του ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι καὶ ὁ Λέων μὲ τὴν εὐχή της παντρεύτηκε.
Ὑπῆρξε πρότυπο συζύγου, οἰκογενειάρχη καὶ κοινωνικοῦ εὐεργέτη. Ἔπειτα ὅμως ἦλθαν καὶ οἱ μεγάλες δοκιμασίες. Πέθανε ἡ γυναίκα του, κατόπιν τὰ παιδιά του καὶ ἔτσι ὁ ἴδιος ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Ἔγινε λοιπὸν μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ πῆγε κοντὰ σ’ ἕναν ἔμπειρο ἀσκητή, τὸν Μενίδη, ὅπου ἔμεινε κοντά του γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα.
Στὴν συνέχεια πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔλαβε ἀρκετὰ μεγάλη ἀσκητικὴ ἐμπειρία καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Πελοπόννησο. Ἐκεῖ διάλεξε τόπο διαμονῆς του τὸ βουνὸ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Αἴγιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ πόλεις τῆς Ἀχαΐας καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο λόγο. Κοντά του πῆγαν καὶ ἄλλοι ζηλωτὲς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς, ποὺ ἀργότερα, πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς διέπρεψαν στὸν ἱερὸ κλῆρο.
Ὁ Λεόντιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του παρέμεινε καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Οἱ δὲ ἀδελφοὶ Παλαιολόγοι, Θωμᾶς καὶ Θεόδωρος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου, ἔκτισαν Μονὴ στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, στὸ ὄνομα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἀσκήσει λαμπρυνθείς, ὡς χρυσὸς ἐν χωνείᾳ, λαμπρύνεις Μοναστῶν, τοὺς χοροὺς ἑπομένους, τοῖς θείοις σου διδάγμασι, θεοφόρε Λεόντιε· ὅθεν σήμερον, τὴν φωτοφόρον σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἡμῶν σε πρεσβεύειν, αἰτοῦμεν πρὸς Κύριoν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχω.
Τῷ τῆς σοφίας προσελθὼν κρατῆρι πάνσοφε
Καὶ ἀπολαύσας μυστικῶς τοῦ θείου νέκταρος
Ἀνεξάντλητον γεγένησαι θεῖον ῥεῖθρον,
Πελαγίζον ἀμβροσίας νᾶμα ἥδιστον
Τοῖς πιστῶς σου ἐκτελοῦσι τὰ μνημόσυνα
Καὶ βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ Λεόντιε.
Μεγαλυνάριον.
Φρόνημα ἀνδρεῖον ἀναλαβών, τὸν λέοντος δίκην, ὠρυόμενον καθ’ ἡμῶν, ὅπλοις ἐγκρατείας, Λεόντιε καθεῖλες· ἐξ οὗ τῆς ἐπηρείας, κἀμὲ ἀπάλλαξον.
Ὁ Ἅγιος Νόμων ὁ Θαυματουργός
Οἱ ἄνθρωποι συνήθισαν νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ ἐπευφημοῦν τοὺς ἀθλητὲς μὲ τὶς καλὲς ἐπιδόσεις καὶ τὰ μεγάλα ρεκόρ. Καλὰ κάμνουν. Ἀξίζει σ’ αὐτοὺς κάθε ἔπαινος καὶ τιμή.
Εἶναι ὅμως καὶ κάποιοι ἄλλοι ἀθλητὲς πιὸ τρανοὶ καὶ πιὸ ἄξιοι ἀπ’ αὐτούς. Οἱ ἀθλητὲς τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Οἱ ἀθλητὲς τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀρετῆς. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ πάλεψαν καὶ ἀγωνίστηκαν, ὄχι γιὰ ἕνα προσωρινὸ καὶ φθαρτὸ στεφάνι, ἀλλὰ γιὰ τὸ στεφάνι «τῆς ἄνω κλήσεως», τὸ ἔπαθλο τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι αὐτοὶ πιὸ μεγάλοι καὶ θαυμαστοί.
Γιατί στὸν ἀγῶνά τους δὲν ἀντιμετώπισαν ἀνθρώπους μὲ δυνάμεις ἀνθρώπινες. Αὐτοὶ ἀντιμετώπισαν καὶ νίκησαν τὸν διάβολο καὶ τὴν συνοδεία του. Ἡ πάλη τους ὑπῆρξε πάλη, ὅπως τονίζει ὁ θεῖος Ἀπόστολος «πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσίους στ’ 12). Δηλαδὴ ὁ ἀγῶνάς τους ὑπῆρξε ἀγώνας ἐνάντια στὶς πονηρὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, πρὸς τὰ πλήθη τῶν πονηρῶν πνευμάτων, πρὸς τοὺς καταχθόνιους κοσμοκράτορες, ποὺ κυριαρχοῦν πάνω στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ βρίσκονται στὸ βαθὺ σκοτάδι τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου αἰώνα.
Ὁ ἀγῶνάς τους ἔγινε ἐνάντια στὰ πνευματικὰ καὶ πονηρὰ ἐκεῖνα ὄντα μὲ σκοπὸ τὴν κληρονομιὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀθλητὲς καὶ ἀγωνιστὲς τῆς ἀρετῆς ποὺ διακρίθηκε γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ κατορθώματά του, εἶναι καὶ ὁ Ὅσιος Νόμων ὁ Θαυματουργὸς ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴ Κύπρο μας.
Πότε ἔζησε ὁ Ἅγιός μας αὐτὸς δὲν γνωρίζουμε. Οὔτε καὶ ποὶοι ἤσαν οἱ γονεῖς του καὶ ἡ ἰδιαιτέρα του πατρίδα.
Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς ἀπ’ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ὅσιος πόθησε τὸν Χριστό, πράγμα ποὺ φανερώνει πὼς οἱ γονεῖς του πρέπει νὰ ἦσαν καλοὶ χριστιανοί. Κάτι περισσότερο.
Σὰν τέτοιοι, μὲ ζῆλο φρόντισαν καὶ ἀπὸ βρέφους ἐνστάλαξαν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους «τὰ ἱερὰ γράμματα», ποὺ «σοφίζουν τὸν ἄνθρωπον εἰς σωτηρίαν». Ἔτσι τὸ παιδὶ μεγαλώνοντας, ἕναν σκοπὸ ἔβαλε στὴν ζωή του. Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Χριστὸ καὶ πῶς νὰ ζήσει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του.
Κάποια μέρα γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὸν ἱερὸ αὐτὸ πόθο του, ἀφῆκε τὸ σπίτι του καὶ τοὺς γονεῖς του καὶ τράβηξε στὴν ἐρημιά. Ἀσκήτεψε σὲ διάφορους τόπους. Ἀνυπόδητος μ’ ἕνα καὶ μόνο χιτώνα χειμώνα καλοκαίρι διέμενε μέσα σὲ σπηλιές. Πρόγραμμα ἐπίσης ἕνα: «Πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ» (Α’ Κορ. ζ’ 32). Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Κύριο. Τί εὐγενικός, τί θεῖος, τί οὐράνιος σκοπός! Μὲ τὴν ζωὴ ποὺ ἔκαμνε δὲν εἶχε ἀνάγκη ἄλλοι νὰ φροντίζουν γι’ αὐτόν. Ὁ ἴδιος μὲ τὴν ἐργασία του, τὰ διάφορα πλεχτὰ ποὺ ἔφτιαχνε, κατόρθωνε νὰ ἐξασφαλίζει τὰ λίγα ποὺ ἀπαιτοῦντο γιὰ τὴ συντήρησή του. Ὅταν δὲν ἔπλεκε, προσευχόταν. Προσευχόταν «ἀδιαλείπτως» γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα.
Μὲ τὸν καιρὸ ἡ φήμη του ἄρχισε νὰ γίνεται μεγάλη. Πολὺ μεγάλη. Ὅπου πήγαινε πολλοὶ τὸν κυνηγοῦσαν καὶ τὸν ἔβρισκαν, γιὰ νὰ τὸν δοῦν καὶ τὸν ἀκούσουν. Οἱ συχνὲς ἐπισκέψεις τὸν ἀνάγκαζαν νὰ μετακινεῖται συνεχῶς, μέχρι ποὺ στὸ τέλος πῆγε καὶ ἐγκατεστάθηκε σὲ μιὰ σπηλιὰ κοντὰ στὸ μικρὸ χωριὸ Ἀνάγυϊα. Ἡ λέξη εἶναι σύνθετη ἀπὸ τὸ ἐπίρρημα ἄνω καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ἀγυϊὰ δηλ. ὕψωμα. Ἡ ὀνομασία εἶναι δικαιολογημένη, γιατί τὸ χωρίο εἶναι κτισμένο σ’ ἕνα ὕψωμα, 10 μίλια περίπου ΝΔ τῆς Λευκωσίας, τῆς περιφέρειας τῆς Ταμασοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξυμνεῖται ὡς «Τῶν Ταμασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα».
Στὴν σπηλιὰ αὐτὴ ντυμένος τὸ τιμημένο ἔνδυμα τοῦ μοναχοῦ συνεχίζει, καθημερινὰ τὸν ἀγῶνά του. Κάτω ἀπ’ τὸ ἁπλὸ ἔνδυμα, κρύβεται μία ἔνθεη ψυχή. Μιὰ ψυχὴ ποὺ σύνθημά της ἔχει τὰ παραγγέλματα τοῦ θείου Ἀποστόλου Παύλου. «Ἀδελφοὶ τὰ ἄνω ζητεῖτε... τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολοσ. γ’ 1 – 2).
Καὶ αὐτὸς τὰ ἄνω ζητεῖ. Τὰ ἄνω φρονεῖ. Ἐμπόδιο στὸ παράγγελμα αὐτὸ προβάλλει συνεχῶς ὁ ἐαυτός του, ὅπως καὶ ὁ δικός μας ἐαυτός. Ὁ Ἅγιός μας ὅμως ἀγωνίζεται σκληρὰ ἐνάντια στὸν ἑαυτό του. Γνωρίζει πώς, ὅταν νικήσει τὸν ἑαυτὸ του, κέρδισε τὸν μισὸ ἀγώνα. Τοῦτο τονίζει καὶ ὁ ἀρχαῖος σοφὸς Πλάτων. Τί λέγει; «Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη». Καὶ τὸ ἀντίθετο. «Τὸ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ’ ἑαυτοῦ πάντων αἰσχιστὸν τε ἅμα καὶ κάκιστον». Δηλαδὴ τὸ νὰ κατορθώσει ἕνας νὰ νικήσει καὶ χαλιναγωγήσει τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς πετυχαίνει τὴν πρώτη καὶ πιὸ μεγάλη νίκη. Μὰ καὶ τὸ ἄλλο. Τὸ νὰ νικηθεῖ ἕνας ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς παθαίνει τὴν πιὸ ἐξευτελιστικὴ καὶ σκληρὴ ἥττα. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν γνωρίζουν οἱ Ἅγιοι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονται σκληρὰ ἐνάντια στὰ θελήματα τῆς σάρκας τους. Ἀγωνίζονται σκληρὰ μέρα καὶ νύχτα. Μαζὶ μὲ τὸν ἀγῶνά τους αὐτὸν ἐνάντια στὸν ἑαυτὸ τους οἱ Ἅγιοι εἶχαν νὰ ἐπιβληθοῦν καὶ νὰ νικήσουν καὶ τὸ κακὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ τόπου τους, τὸν κόσμο. Ὦ αὐτὸς ὁ κόσμος! Τῆς ἁμαρτίας ὁ κόσμος! Τί δύναμη ἔχει καὶ αὐτός! Ἀδελφοί, φωνάζει ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, ὁ θεῖος Ἰωάννης. «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κοσμῷ!». Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο οὔτε τὶς μάταιες ἀπολαύσεις καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς τέρψεις, ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο καὶ ποὺ χωρίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὸν Θεό. Μὴν τὸν ἀγαπᾶτε. Διότι «ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ τὸν κόσμον, οὐκ ἐστὶν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ» (Α’ Ἰωάν. β’ 15). Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μέσα του.
Γνωρίζει τὴν πραγματικότητα αὐτὴ ὁ Ἅγιος. Γι’ αὐτὸ σύνθημά του ἔχει τοῦτο, ποὺ πρέπει νὰ ἔχει καὶ κάθε ἀληθινὸς χριστιανός: Κόντρα στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. «Κόντρα στὸ ρεῦμα». Πόσους νέους καὶ νέες, πόσους ἀνθρώπους δὲν κατέστρεψε ὁ φόβος τοῦ κόσμου! Νά μὴν πᾶνε ἐνάντια στὸν κόσμο. Νὰ μὴν θεωρηθοῦν σὰν καθυστερημένοι. Πρὸς Θεοῦ! Νὰ μὴν παρεξηγηθοῦν! Δυστυχισμένα πλάσματα! Τὸν Θεὸ δὲν τὸν φοβοῦνται. Φοβοῦνται τὸν κόσμο. Φοβοῦνται νὰ μὴν χαρακτηρισθοῦν ἀπόκοσμοι. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Αὐτό, ποὺ βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε νὰ συμβαίνει γύρω μας. Ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ εἶναι καὶ νὰ μένει ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας, ὑποβιβάζει μόνος του τὸν ἑαυτό του στὴν κατάσταση τοῦ ἀλόγου κτήνους, ὥστε δίκαια τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ λέγει: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν οὐ συνῆκε. Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς» (ψαλμ. μη’ 13). Ταλαίπωρος ὁ ἄνθρωπος! Ἐνῶ ἔχει τιμὴ καὶ ἀξία, μίας καὶ ἔχει δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, δὲν ἀντιλαμβάνεται καὶ δὲν τὸ κατανοεῖ αὐτὸ, κατέρριψε καὶ ἐξίσωσε τὸν ἑαυτὸ του πρὸς τὰ κτήνη τὰ ἀνόητα, ποὺ δὲν ἔχουν μυαλὸ καὶ λογικό, ὅπως αὐτός, καὶ ἐξομοιώνεται πρὸς αὐτὰ ζῶντας σὰν κτῆνος καὶ ἀποθνήσκοντας σὰν κτῆνος. Ποὶο στ’ ἀλήθεια κατάντημα! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ καὶ ν’ ἀκούσει τὴν ὕβρη «κτῆνος», θυμώνει καὶ ἐκνευρίζεται, αὐτὸς ζητεῖ νὰ κάμει τὴ ζωὴ τοῦ κτήνους. Ἀγωνίζεται νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸ ἄλογο κτῆνος.
Στὸ πνεῦμα καὶ τὴ νοοτροπία αὐτὴ ἀντιτίθεται ὁ θεῖος Νόμωνας. Αὐτὸς ἀκολουθεῖ πιστὰ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθείν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. η’ 34). Ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό. Περιφρονεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο καὶ τὶς κλήσεις του. Σηκώνει μὲ ὑπομονὴ τὸν σταυρό του, τὸν σταυρὸ τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν θλίψεων ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ζωὴ τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ἀκολουθεῖ μὲ ζῆλο καὶ πίστη τὸν Χριστό.
Ἡ προσευχὴ ἡ ἐκτενὴς καὶ συχνὴ μελέτη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὸν βοηθάει πολὺ στὴν ἄσκηση καὶ τὸν ἀγώνα του. Ἡ νηστεία πάλι στὴν ὁποία μὲ αὐστηρότητα καὶ ὑπομονὴ ὑποβάλλει τὸν ἑαυτὸ του εἶναι τέτοια, πού, ὅπως καὶ ὁ Κύριος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Γραφῆς ὑπέβαλαν τὸν ἑαυτό τους, τὸν βοήθησε νὰ φτάσει σὲ θαυμαστό, στ’ ἀλήθεια, σημεῖο. Τὸ μέτριο καὶ ἰσχνό του κορμί, ἰσχνὸ σὰν τοῦ Μ. Βασιλείου, μὲ τὴν μακριά του ἄσπρη γενειάδα του, δίνει μία μεγαλοπρέπεια ποὺ καταπλήσσει καὶ συγκινεῖ. Κάτω ἀπὸ τὸ ξεθωριασμένο ἔνδυμα ποὺ φορεῖ, κρύβεται μία ψυχὴ θεωμένη. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅτι φορεῖ, ἀλλὰ ὅτι ἔχει μέσα του. Μέσα στὴν ψυχή του.
Γι' αὐτὸ καὶ καθημερινὰ πλήθη πιστῶν ἀπὸ διάφορα μέρη προσέρχονται στὸ κατάλυμά του γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια του. Καὶ ὁ ἀσκητής τους δέχεται μὲ καλοσύνη καὶ ψυχικὴ εὐγένεια καὶ τοὺς διδάσκει. Τοὺς νουθετεῖ στοργικά.
- Ἀδέλφια μου, τοὺς λέγει: Ἂς μετανοήσουμε. Ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἔχουμε μεταξύ μας εἰρήνη καὶ ἀγάπη. Ἂς φροντίσουμε μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης νὰ πετύχουμε ὅλοι μας τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχής μας. Χωρὶς τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν καθαρότητα τὴν ἐσωτερική, κανένας δὲν θὰ μπορέσει ποτὲς νὰ ἰδεῖ τὸν Κύριο. Μέσα μας ἂς ἐργασθοῦμε νὰ ὑπάρχει μονάχα ἕνα θέλημα. Τοῦ Χριστοῦ τὸ θέλημα. Ἂς προσπαθήσουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ μας, νὰ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ θεία λόγια του: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλάτ. β’ 20). Δὲν ζῶ πιὰ ἐγὼ μέσα μου, ζεῖ μόνο ὁ Χριστός.
Μιὰ τέτοια ζωὴ δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Καὶ δοξάστηκε. Δοξάστηκε στὴ γῆ μὲ τὰ πλήθη τῶν θαυμάτων ποὺ τελοῦσε καθημερινὰ σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη κατέφευγαν στὸν Χριστὸ καὶ μὲ εἰλικρίνεια μπροστὰ στὸν Ἅγιο ἐξομολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους. Κοντά του βρίσκανε οἱ δυστυχισμένοι τὴν παρηγοριά, οἱ ἄρρωστοι τὴν θεραπεία, οἱ πονεμένοι καὶ καταδιωγμένοι τὴν προστασία. Μέχρι τὰ βαθιά του γηρατειὰ ὁ Ἅγιος ποὺ ἔζησε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, ὑπῆρξε παράδειγμα ἐγκράτειας καὶ ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας. Θριαμβευτικὰ μπῆκε καὶ αὐτὸς «εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖ ζεῖ τώρα μὲ λαμπρότητα καὶ μακαριότητα μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους. Μαζὶ μ’ αὐτοὺς συγκαταλέχθηκε καὶ ὁ ἴδιος στὴν χορεία τῶν Ὁσίων.
Ἡ δόξα τοῦ Ὁσίου Νόμωνα φανερώνεται καὶ σ’ ἐμᾶς σήμερα μὲ τὰ πολλαπλά του θαύματα. Πιὸ πολὺ κατέχει τὴν θαυματουργική του χάρη τώρα ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανὸ παρὰ ὅταν ζοῦσε στὴ γῆ. Σ’ ἐκείνους ποὺ μ’ εὐλάβεια ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά του καὶ τρέχουν στὴν χάρη του μὲ πίστη στὸν Χριστό, ὁ Ἅγιος προσφέρει καὶ στὴν ἐποχή μας τὶς δωρεές του.
Μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Γεννάδιο ἢ Βηχιανό, ὅπως ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν Ὅσιο καὶ θαυματουργὸ Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο, μὲ τὸν ὁποῖο συνεορτάζεται, προσφέρουν τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων τους σὲ ὅλους, ὅσους ἐκζητοῦν μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματός τους τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πιὸ πολὺ ὅμως καλοῦν καὶ ἐμᾶς νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Νὰ τοὺς μιμηθοῦμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε. Στὰ χωριά μας ἢ στὶς πολυάνθρωπες πολιτεῖες στὶς ὁποῖες ζοῦμε. Σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους δίνεται σήμερα ἡ μάχη τοῦ χριστιανισμοῦ. Καὶ ἡ μάχη αὐτὴ βρίσκεται τοῦτο τὸν καιρὸ στὴν πιὸ κρίσιμη φάση τῆς προόδου καὶ τῆς ἐξελίξεώς της. Ὅσοι συμμετέχουμε καὶ μαχόμαστε στὴ μάχη αὐτή, ἂς ἔχουμε πάντα μπροστὰ στὰ μάτια μας τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων μας καὶ ἂς ἐμπνεόμαστε ἀπὸ τὸ μαχητικὸ πνεῦμα τους. Οἱ «ροὲς τῶν δακρύων» ποὺ τότε «ἐγεώργησαν τὸ ἄγονον τῆς ἐρήμου», ἂς εἶναι καὶ ἂς γίνουν καὶ στὴν ἐποχή μας καὶ πηγὲς τῆς ἰδικῆς μας δυνάμεως. Οἱ ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ ἡ ἐγκράτειά τους ἂς μᾶς ξυπνοῦν καὶ ἐμᾶς ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ραθυμίας, στὸν ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ζωὴ τῆς ἀδιαφορίας στὰ πνευματικὰ καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ οἱ «τύλοι» τῶν γονάτων τους, οἱ ρόζοι, ὅπως λέμε ἁπλά, ἂς εἶναι καὶ γιὰ μᾶς μιὰ συνεχὴς ὑπόμνηση πὼς ὁ ἀγώνας τῆς ἀρετῆς, ὁ ἀγώνας τῆς ἁγιότητας καὶ πόλεμος τοῦ Θεοῦ γίνεται καὶ κερδίζεται μὲ τὰ γόνατα. Νὰ τὸ ξαναποῦμε; Γίνεται καὶ κερδίζεται μὲ τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν προσευχή. Μὲ τὰ γόνατα.
Ὅσιοι καὶ πατέρες ἡμῶν, ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Οἰκουμένης πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ταμασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, θαυματουργοὶ ὤφθητε ὄντως, Βηχιανὲ καὶ Νόμων ὅσιοι. Νηστεία, κατετήξατε σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς. Ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξασθε, θεόπνευστοι. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, τῷ καὶ ὑμᾶς στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.
Ὁ Μηνᾶς ἦταν Ἀθηναῖος καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του εἰδωλολάτρης. Ὅταν ὅμως ἐκπαιδεύτηκε καὶ μορφώθηκε ἀρκετά, διαπίστωσε ὅτι ἡ πολυθεΐα ἦταν μᾶλλον ψέμα καὶ πλάνη. Στὴν μελέτη τῶν φιλοσόφων ἐπίσης, δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ κάτι τὸ ἀληθινό. Τότε προχώρησε στὴν μελέτη χριστιανικῶν συγγραμμάτων. Ἔπειτα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου καὶ βρῆκε αὐτὸ ποὺ τὸν γέμιζε ψυχικά, δηλαδὴ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι, ὁ Μηνᾶς ἔγινε χριστιανός.
Ἀργότερα, ὁ βασιλιὰς Μαξιμίνος (311 – 313), μὴ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι χριστιανός, τὸν ἔκανε ἔπαρχο Ἀλεξανδρείας. Ἀλλὰ ὅταν ὁ βασιλιὰς αὐτὸς διέταξε διωγμοὺς στὴν πόλη αὐτή, ὁ Μηνᾶς ὄχι μόνο δὲν ἐξετέλεσε τὴν διαταγή, ἀλλὰ καὶ συνετέλεσε νὰ πληθυνθοῦν οἱ χριστιανικὲς τάξεις.
Τότε ὁ Μαξιμίνος ἔστειλε νέο ἔπαρχο, τὸν Ἀθηναῖο λόγιο Ἑρμογένη. Αὐτός, τηρώντας τὸ γράμμα τοῦ νόμου, βασάνισε σκληρὰ τὸν Μηνᾶ καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, γιὰ νὰ πεθάνει ἐκεῖ μέσα ἀπὸ τὶς πληγές του. Μετὰ ἀπὸ καιρό, ὅταν ὁ Ἑρμογένης ἔστειλε νὰ διαπιστώσουν ἂν καὶ πότε πέθανε ὁ Μηνᾶς, διαπίστωσαν ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ καὶ οἱ πληγές του θεραπεύθηκαν. Τότε δημόσια τὸν ρώτησε πὼς ἔγινε αὐτό. Ὁ Μηνᾶς ἀπάντησε ὅτι θεραπεύθηκε τὴν ὥρα ποὺ πεσμένος στὸ ἔδαφος ἔψαλλε: «Ἐὰν πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὗ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ Κύριε». Ἐὰν δηλαδὴ ἀντικρίσω τὸν θάνατο, δὲ θὰ φοβηθῶ μήπως πάθω κακό, διότι σὺ εἶσαι μαζί μου, Κύριε.
Ἡ ἀπάντηση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ γίνει χριστιανὸς ὁ Ἑρμογένης καὶ κάποιος διακεκριμένος πολίτης, ὁ Εὔγραφος. Ἀργότερα, ὅλους μαζὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ καλλικέλαδος, θεόφρον γλῶσσά σου, λαμπρῶς κηρύξασα, Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, συναθλητάς σοι εὐκλεεῖς, εἱλκύσατο ἐν σταδίῳ, Μηνᾶ παμμακάριστε, Ἑρμογένην τὸν ἔνδοξον, καὶ τὸν θεῖον Εὔγραφον, μεθ’ ὧν χαίρων ἠγώνισαι. Καὶ νῦν τὴν Παναγίαν Τριάδα, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσωπεῖτε.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Μηνᾶν τὸν θαυμαστόν, Ἑρμογένην τὸν θεῖον, καὶ Εὔγραφον ὁμοῦ, ἱεραῖς μελῳδίαις, τιμήσωμεν ἅπαντες, ὡς τιμήσαντας Κύριον, καὶ ἀθλήσαντας, ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ χορείαν, τὴν ἀσώματον, ἐν οὐρανοῖς πεφθακότας, καὶ θαύματα βλύζοντας.
Μεγαλυνάριον.
Ὤσπερ λιγυρόφθογγος ἀηδών, Μηνᾶ τὸν τῶν ὅλων, διαγγείλας Δημιουργόν, Εὔγραφον τὸν θεῖον, ὁμοῦ σὺν Ἑρμογένει, συμφύτους ἐπεσπάσῳ, τῷ θείῳ σκάμματι.
Ὁ Ἅγιος Γέμελλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Γέμελλος ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιὰ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου. Ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς πέρασε ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα, τὴν πατρίδα τοῦ Γέμελλου, πληροφορήθηκε ὅτι ὁ χριστιανὸς αὐτὸς δὲν ἔπαυε νὰ ἀγωνίζεται κάθε μέρα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε κοντά του καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀσπαστεῖ τὸν εἰδωλολατρισμό. Ὁ Γέμελος ὅμως, παράμεινε πιστὸς στὶς θρησκευτικές του πεποιθήσεις καὶ συνέχισε νὰ διαδίδει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ὀργισμένος διέταξε νὰ μπήξουν κατὰ μῆκος τῶν δακτύλων τοῦ Γέμελου, αἰχμηρὰ τεμάχια ξύλου. Ὅμως ὁ Ἅγιος παράμεινε ἀκλόνητος καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἔκαψαν μὲ πυρωμένο σίδερο.
Οὔτε ἡ νέα τιμωρία ὅμως τὸν ἔκανε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν πίστη του. Γι’ αὐτὸ διατάχθηκε νὰ τὸν σταυρώσουν. Ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ προσευχόταν γιὰ τοὺς φονιάδες του καὶ τοὺς εὐχαριστοῦσε ποὺ τὸν τιμωροῦσαν μὲ τὸν θάνατο ποὺ ἔλαβε ὁ Κύριος.
Παρέδωσε τὸ πνεῦμά του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, τὸ δὲ ἅγιο λείψανό του τάφηκε ἀπὸ χριστιανοὺς μὲ κάθε εὐλάβεια.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Θωμᾶς ὁ Δεφουρκινός
Μὲ τὴν προσευχή, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν μελέτη, τὴν ἀγρυπνία, τὴν μεγάλη ἐγκράτεια καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, ἐνισχυόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Ὅσιος Θωμὰς ὅταν ἦταν νέος, ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος.
Ἔζησε τὸν 9ο μ.Χ. αἰώνα, καὶ ἡ πατρίδα του βρισκόταν στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Κυμιναίου. Ἀνατράφηκε χριστιανικὰ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, διατηρώντας τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγνότητά του ἀπὸ τὴ νεανική του ἀνάπτυξη. Κινούμενος ἀπὸ ἱερὸ πόθο ὁ Θωμάς, ἐπισκέφθηκε πολλὰ μοναστήρια καὶ ἀποκόμισε πολλὲς ἀρετὲς ἀπὸ τὰ ἐκεῖ μεγάλα ὑποδείγματα τῆς εὐσέβειας.
Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἴδιος μοναχὸς καὶ δίδασκε μὲ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς σὲ πόλεις καὶ χωριά, κατὰ τὶς τεσσαρακοστές. Ὁ ἐκεῖ ἐπίσκοπος, ἐκτιμοῦσε τόσο πολὺ τὶς μεγάλες ἀρετὲς τοῦ Θωμᾶ, ὥστε ὅταν κάποιος μεγιστάνας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔκτισε Μονὴ κοντὰ στὸ Σαγκάριο ποταμό, τὸν διόρισε ἡγούμενό της. Ἡ προτίμηση αὐτὴ δικαιώθηκε περίτρανα, διότι ὁ Θωμὰς κυβέρνησε τὸ μοναστήρι μὲ πολλὴ τάξη καὶ ὑπῆρξε πρότυπο μοναχικῆς ζωῆς στοὺς συμμοναστές του. Ἰδιαίτερα πολλαπλασίασε τοὺς οἰκονομικοὺς πόρους τῆς Μονῆς, γιὰ νὰ βοηθάει αὐτοὺς ποὺ προσέφευγαν σ’ αὐτήν.
Ὁ Ὅσιος Θωμάς, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος. Κάποτε μάλιστα, ἔγραψε ἀπάντηση στὸν βασιλιὰ Λέοντα τὸν σοφό, χωρὶς ν’ ἀνοίξει τὴν ἐπιστολὴ ποὺ τοῦ ἔστειλε!
Ἀργότερα ὁ Θωμάς, ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο εἰρηνικὸ ἡσυχαστήριο καὶ ἐκεῖ τὸν βρῆκε ὁ θάνατος σὲ βαθιὰ γεράματα, ἀλλὰ καὶ σὲ συνεχὴ πνευματικὴ ἄνθιση καὶ ἀκμή.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεότεκνος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μαριανὸς ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν χτύπησαν μὲ ξύλα μέχρι θανάτου.
Σε ἄλλον Συναξαριστὴ ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μετὰ τοῦ Ἁγίου Μαρίνου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σύναξις Ἀρχιστράτηγου Μιχαὴλ ἐν τοῖς Ἄδδᾳ (ἢ Ἀδδᾷ)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17)
Πρωϊνές Καμπάνες
επισκόπου κυρού Γεωργίου Παυλίδη
Μητροπολίτου Νικαίας
Εἶχεν ἔλθει ὁ Κύριος, ἀγαπητέ ἀναγνῶστα, εἰς τὴν συναγωγήν.
Σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειά Του ἀνέβη εἰς τὸ βῆμα καὶ ὡμίλησε. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν διδασκαλίαν, εἶδεν εἰς τὴν γωνίαν μίαν δυστυχισμένην γυναῖκα.
Δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια κυρτωμένη, χωρίς νὰ ἠμπορῇ νά βαδίσῃ ὀρθία. Σκυμμένη διαρκῶς πρὸς τὰ κάτω, ἔσερνε πικραμένη τὸ ἀργό της βῆμα. Τὴν ἐσπλαχνίσθη ὁ Κυριος. «Γυναίκα, εἶπε, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου». Καὶ ἅπλωσε τό θεϊκό Του χέρι ἐπάνω της. Ἡ «συγκύπτουσα» ἐθεραπεύθη ἀμέσως.
Συγκίνησις καὶ θαυμασμὸς εἰς τὸν λαόν. Ἀλλ’ ὁ Ἀρχισυνάγωγος ἐφθόνησε. Ἔκρυψεν ὅμως τὸν φθόνο του μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγανακτήσεως, διότι, δῆθεν, ὁ Χριστὸς παρέβη τὸν Νόμο. Κατηγορεῖ τὸν Κύριον, ὅτι, τάχα, κατέλυσε τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου. -Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἀπηγόρευε τὴν ἐργασίαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἐθεωρεῖτο ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν.- Καὶ λέγει θυμωμένα: «Ἕξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου».
Ὑποκριτά! Ποιάν ἐργασίαν ἔκανε ὁ Χριστός, ὥστε νὰ ὑποστηρίξῃς ὅτι παρέβη τὸν Νόμο; Διότι ἐθεράπευσε τὴν δυστυχισμένην αὐτὴν γυναίκα; Μὰ αὐτὸ δέν εἶναι ἐγασία. Αὑτὸ εἶναι ἀγαθοεργία. Αὐτὸ εἶναι πρᾶξις καθαγιασμοῦ τῆς ἡμέρας. Καὶ ὁ Θεὸς θέλει ὄχι μόνον ἀργίαν, ἀλλὰ κυρίως ἁγιασμόν. Καὶ εἶναι σοβαρώτατον αὐτὸ τὸ θέμα, ἀγαπητοί ! Ἡ ἡμέρα, δηλαδή, τῆς ἀργίας καὶ αἱ ἐκδηλώσεις κατ’ αὐτήν. Ἀνάγκη δι’ αὐτὸ νὰ ἀκουσθοῦν ἐπ’ αὐτοῦ μερικαὶ ἀπόψεις, ὅπως ἀναπηδοῦν ἀπὸ τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας μας.
1.Τ ό ν ω σ ι ς σ ω μ α τ ι κ ή.
Ὅταν, ἀγαπητέ, ὁ Θεὸς, διετύπωνεν εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ τὸν Νόμον Του, καθώριζε τότε μεταξύ τῶν ἐτολῶν Του καὶ τὴν ἀργία τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, ἡ ὁποία δι’ ἡμᾶς σήμερον ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν Κυριακήν. Καὶ εἶναι ἡ διάταξις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς ὠφέλιμος καὶ ἀναγκαία. Κατ’ ἀρχὴν εἶναι ἀπαραίτητος διὰ τὴν ὑγείαν τοῦ σώματος.
Ἡ σκληρὰ καὶ συνεχὴς ἐργασία καθ’ ὅλην τὴν ἑβδομάδα παραλύει τὰς δυνάμεις καὶ τσακίζει τὴν ἀντοχὴν τοῦ σώματος. Χρειάζεται, λοιπόν, μία εὐκαιρία ἀναπαύσεως. Ἀλλοιῶς θὰ ἀχρηστευθῇ γρήγορα ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ἀχρηστεύεται καὶ τὸ μηχάνημα, τὸ ὁποῖον κινεῖται διαρκῶς, χωρὶς νὰ λαδώνεται.
Ἠμπορεῖ νὰ μὴ φαίνεται αὐτὴ ἡ κόπωσις, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι νέος. Ἀργότερα ὅμως θὰ ἀρχίσουν νὰ ἐμφανίζωνται αἱ πικραὶ συνέπειαι. Πονοκέφαλοι, καρδιοπάθειαι, νευρώσεις, πόνοι στομάχου καὶ ἥπατος κ.λ.π. Αὑτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀνάγκην τῆς ἀναπαύσεως τὴν ἱκανοποιεῖ ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς. Ἠρεμεῖ ὁ ὀργανισμὸς. Ἀνακουφίζονται τὰ νεῦρα. Ξεκουράζονται ὅλα τὰ ὄργανα τοῦ σώματος.
Ὁ μέγας πολιτικὸς Γλάδστων ἔλεγεν, ὅτι, ἄν ἔφθασεν εἰς βαθὺ γῆρας, παρὰ τὸν κοπιώδη βίον του, τοῦτο κυρίως τὸ χρεωστοῦσεν εἰς τὴν τήρησιν τῆς Κυριακῆς ἀργίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης. Καὶ ἐγκληματοῦν κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ των ὅσοι, διὰ διαφόρους αἰτίας, ἐργάζονται καὶ ταλαιπωροῦν τὰ σῶμα των καὶ κατὰ τὴν Κυριακήν.
- Ἀ τ μ ό σ φ α ι ρ α ο ἰ κ ο γ ε ν ε ι α κ ῆ ς χ α ρ ᾶ ς.
Ὅλοι γνωρίζομεν πόσον δύσκολη εἶναι σήμερα ἡ ζωή. Πόσα προβλήματα, πόσες ἀνάγκες δημιουργοῦνται. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἀπορροφοῦν τῆν σκέψιν, τὴν καρδιά, τὰ πάντα. Ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ ἐργασία. Ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ σύζυγος, μέσα ἡ σύζυγος.
Ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος. Σωστὲς μηχανὲς κατήντησαν οἱ ἄνθρωποι. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονοῦμεν, ὅτι οἱ γονεῖς ἔχουν καὶ ὑποχρεώσεις καὶ εὐθύνην διὰ τὴν ψυχὴν τῶν παιδιῶν των. Πρέπει νὰ τὰ προσέξουν περισσότερον στὴ ζωὴ των. Νὰ τὰ χαροῦν καὶ νά τὰ παιδαγωγήσουν. Χωρὶς τὴν Κυριακὴν ἀργίαν εἶναι ἀδύνατον αὐτὸ νὰ ἐπιτευχθῇ. Μόνον κατὰ τὴν Κυριακὴν ἠμπορεῖ νὰ συγκεντρωθῇ ὁλόκληρος ἡ οἰκογένεια.
Οἱ γέροντες, οἱ σύζυγοι, τὰ παιδιὰ στὸ εὐλογημένο οἰκογενειακὸ τραπέζι. Θὰ καμαρώσῃ ἐκεῖ τὰ παιδιὰ του ὁ πατέρας, θὰ τὰ χαρῇ ἡ μητέρα. Τὰ παιδιὰ θὰ αἰσθανθοῦν ἀσφάλειαν, εἰρήνην κοντὰ στοὺς γονεῖς των. Θὰ παίξουν θὰ τραγουδήσουν, θὰ διηγηθοῦν τὶς παιδικές των ἱστορίες.
Ὁ παπποὺς θὰ θυμηθῇ γεγονότα τοῦ παληοῦ καιροῦ, ἡ γιαγιά θὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιὰ τὴν μικρὴ ἐγγονή, ποὺ ἀρχίζει τώρα νὰ μιλάῃ. Συμβουλὲς καὶ διδασκαλία τῶν μεγάλων, χαρὰ καὶ ἁγνὴ διασκέδασις. Ἀληθινὴ πανδαισία στὸ «παλατάκι», κι’ ἄς εἶναι, ἴσως, μιὰ φτωχὴ καλυβούλα.
Ὀλίγα, πιθανὸν, τὰ ὑλικὰ ἀγαθά· πολλὴ ὅμως ἡ εὐλογία. Ἕνα ἀληθινὸ κομμάτι παραδείσου. Καὶ τὸ ἀπόγευμα ὅλοι μαζὺ θὰ κάμουν καὶ τὸν περίπατό τους, θὰ πᾶνε καὶ σ’ ἕνα ὡραῖο θέαμα, σὲ μιὰ πολιτισμένη μουσικὴ βραδυά, ἄν ὑπάρχῃ, βέβαια, κάποια οἰκονομικὴ εὐχέρεια, ἤ σ’ ἕνα σπίτι, ποὺ γιορτάζει, σὲ μιὰ οἰκογένεια, ποὺ πενθεῖ. Καὶ τὸ βράδυ, μετὰ πάλι τὸ εὐλογημένο τραπέζι, θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα τοῦ ὕπνου. Ἕνα κανδήλι ἁπαλὸ θὰ σκορπάῃ ἕνα γῦρο τῆς ἐλπίδος τὸ φῶς. Ἕνα φῶς, ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς στὰ σπίτια ποὺ ζεσταίνονται ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ οὐρανοῦ....
Ναί ! Χωρὶς τὴν Κυριακὴν ἀργίαν εἶναι ἀδύνατον νὰ καλλιεργηθῇ οἰκογενειακὸς βίος. Τὸν νεκρώνει ἡ ἀγωνία καὶ ἡ πάλη τῆς ἐργασίας.
- Ν ο μ ί ζ ε ι ς ὅ τ ι θ ὰ π λ ο υ τ ί σ ῃ ς;
«Ξέρεις, πρέπει νὰ ἐργασθῶ. Ἔχω ἀνάγκες πολλὲς, μὲ περιμένουν ὑποχρεώσεις». Ἔτσι δικαιολογοῦνται ὅσοι παραβαίνουν τὴν Κυριακὴν ἀργίαν. Ἀδελφέ ! Ἄς τὸ μάθωμεν καλά: ἡ ἐργασία τῆς Κυριακῆς δὲν πλουτίζει. Δὲν πλουτίζει οὔτε τὸν ἐργάτην, οὔτε τὸν ἐργοδότην, οὔτε τὸν ἔχοντα ἐλεύθερον ἐπάγγελμα.
Πρῶτα-πρῶτα αὐτὴ ἡ ἐργασία δὲν ἔχει τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς δὲν εὐλογῇ κάτι, πίστεψε, προκοπὴ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ.. Καὶ ὁ Θεὸς σαφῶς διέταξε νὰ ἀφιερώνῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν Κυριακὴν, διὰ πνευματικώτερα καθήκοντα. Ὅσο θέλεις ἐσὺ κουράσου, τρέξε, ἵδρωσε. Ἄν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεὸς τοὺς κόπους σου, ὅλα πηγαίνουν χαμένα. Μιὰ βροχή, ἕνα χαλάζι, ἕνα ἄλλο ἀτύχημα, καὶ οἱ κόποι χωρὶς ἀποτέλεσμα. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλμὸς 126,1). Πόσο μεγάλη ἀλήθεια !
Ἔπειτα καὶ ἀπὸ ἀπόψεως ἀποδόσεως, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, θὰ παρουσιασθῇ μείωσις. Χρειάζεται ἀνανέωσις τῶν δυνάμεων, ἐπισκευὴ τοῦ σωματικοῦ μηχανισμοῦ, ἀποθήκευσις ὑλικοῦ διὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς νέας ἑβδομάδος.
Καὶ αὐτὴν τὴν τόνωσιν τὴν δίδει μόνον ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, μὲ τὰς τόσας ὡραίας εἰκαιρίας χαρᾶς καὶ ἀναπαύσεως.
Συμφέρον μας, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀργία αὐτή. Καὶ ὑλικὸν συμφέρον. Κυρίως ὅμως ψυχικόν.
- «Ἄ ν ω σ χ ῶ μ ε ν τ ὰ ς κ α ρ δ ί α ς!»
Ἀλλὰ δὲν κουράζεται ἀπὸ τὴ συνεχῆ ἐργασία μόνον τὸ σῶμα. Ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὸν ἀγῶνα καὶ ἡ ψυχή. Ἔχει καὶ αὐτὴ τὰς ἀνάγκας της. Θέλει καὶ αὐτὴ τὸ κατάλληλο κλῖμα διὰ νὰ ζήσῃ. Καὶ αὐτὸ τὸ κλῖμα ὑπάρχει μόνον εἰς τὴν ἐπαφῆν μὲ τὸν Θεόν. Ἐκεῖ ξεκουράζεται. Ἐκεῖ γαληνεύει.
Προσεύχεται, βέβαια, ὁ χριστιανὸς καὶ κατὰ τὰς ἄλλας ἡμέρας.
Ἡ προσευχὴ ὅμως κατὰ τὴν Θ. Λατρείαν εἶναι ἐντονώτερη. Χρειάζεται, συνεπῶς, ἡ Κυριακὴ ἀργία, διὰ νὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἐκκλησιασθῇ ὁ πιστός. Μέσα, λοιπόν, εἰς τὸ μυσταγωγικὸν περιβάλλον τοῦ Ναοῦ, ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν κατανυκτικῶν ὕμων καὶ προσευχῶν, ὁ χριστιανὸς μεταρσιώνεται, ἐξαϋλώνεται, συγκλονίζεται.
Ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό. Λησμονεῖ τὰ λάθη, τὰ πάθη, τὶς κακίες τῆς γῆς. Ὁμιλεῖ μὲ τὸν Θεόν. Ἀκούει ἔντονα τὴν θείαν φωνήν Του. Παρακολουθεῖ τὸν ἱερέα μὲ δέος, τὶς εὐχὲς, τὴν ἀναπαράστασιν τοῦ Θείου Δράματος, ποὺ συντελεῖται κατὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν.
Ἱκετεύει τὸν Θεὸν διὰ τὴν οἰκογένειάν του, διὰ τὰ προβλήματά του κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν αἰσθάνεται τοὺς πειρασμοὺς νὰ τὸν κλονίζουν, ἐπαναλαμβάνει μὲ τὸν ἱερέα: «Στῶμεν καλῶς» ! Ὅταν βλέπῃ ὅτι ἡ ψυχή του σύρεται πρὸς τὸ χῶμα, ἀναφωνεῖ· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας!».
Καὶ εἰς τὸ τέλος, μετὰ τὴν κατάλληλον προετοιμασίαν, δέχεται μὲ ἱερὸν ρῖγος τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ γίνῃ ἡ ψυχὴ του θρόνος τοῦ Θεοῦ, ναὸς ἅγιος, οὐράνιον κατοικητήριοιν. Ἀλήθεια! Ποίων ὑψίστων δωρεῶν μέτοχος γίνεται ὁ μικρὸς ἄνθρωπος ! Κύριε εὐλογημένον ἄς εἶναι τὸ ἅγιον ὄνομά Σου !
Ὅλα ὅμως αὐτὰ θὰ τὰ στερηθῇ, ἄν τὴν Κυριακήν, ὅταν χτυποῦν χαρμονικὰ οἱ καμπάνες, αὐτὸς ἐργάζεται, μετράῃ χρήματα, ὑπογράφῃ συμβόλαια, ἤ μὲ τὸ σακκίδιο στὸν ὧμο ξεκινάῃ γιὰ τὸ βουνὸ ἤ τὴ θάλασσα, χωρὶς νὰ ἐκκλησιασθῇ προηγουμένως καὶ νὰ πῆ «εὐχαριστῶ» σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἐδημιούργησε τὸ γαλανὸ τὸ κῦμα, τὸ μύρο τοῦ βουνοῦ, τὶς ὀμορφιὲς τῆς φύσεως. Ταλαίπωρε ! Γιατὶ λησμονεῖς ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει πνευματικὴ ὑπόστασιν καὶ ἀναζητεῖ ἐναγωνίως τὸν Θεόν; Γιατὶ τὴν νεκρώνεις; Γιατί;
5.Χ ρ υ σ ῆ ἁ λ υ σ ί δ α.
Καὶ θὰ ἔλθουν ἐν συνεχείᾳ τόσες ἄλλες εὐκαιρίες χαρᾶς καὶ δημιουργίας, ποὺ μόνον κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς εἶναι δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθοῦν. Πότε ἄλλοτε θὰ μελετήσῃς τὸ σπίτι σου τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ; Τόσα βιβλία καὶ περιοδικὰ χριστιανικῆς πνοῆς κυκλοφοροῦν σήμερα. Πότε θὰ ἀντλήσῃ ἀπ’ ἐκεῖ μέσα ἡ ψυχὴ τὸ νέκταρ, διὰ νὰ τὸ μετουσιώσῃ σὲ ἔργα ἀρετῆς;
Πότε ἄλλοτε θὰ ἀκούσῃς τὸ θεῖον κήρυγμα, ποὺ ξυπνάει συνειδήσεις, ποὺ φωτίζει τὸν δρόμον, ποὺ ἀνεβάζει τὴν ψυχὴν πρὸς τὰ ἄνω; Πότε ἄλλοτε θὰ ἐπισκεφθῇς τὸν ἄρρωστον ἀδελφὸν, πότε ἄλλοτε θὰ κατεβῇς στὴ φτωχὴ καλυβούλα, ὅπου ἡ φτώχεια δέρνει παιδιὰ ὀρφανά;
Πότε ἄλλοτε θὰ πᾷς μὲ τὰ παιδιά σου στὸ Νοσοκομεῖο, γιὰ νὰ ἐκτιμήσουν κι’ αὐτὰ τῆς ὑγείας τὸ δῶρον; Πότε ἄλλοτε θὰ κάμῃς τὴν ὀφειλόμενην ἐπίσκεψι-ποῦ νομίζεις;-στὸν τάφο τῶν ἀλησμονήτων γονέων σου;
Πότε ἄλλοτε θὰ φτιάξῃς, μαζὺ μὲ ἄλλους συνεργάτας, τοὺς κρίκους, ποὺ θὰ γράφουν: ἵδρυσις γηροκομείου, ἀσύλου ἀνιάτων, ὀρφανοτροφείου, παιδικοῦ σταθμοῦ, βιβλιοθήκης, ποὺ ὅλοι οἱ κρίκοι μας θὰ δημιουργήσουν τὴ χρυσῆ ἁλυσίδα τῆς ἀγάπης διὰ τὴν κοινωνίαν μας; Μέχρι πότε θὰ εἶναι ἡ κοινωνία μας «συγκύπτουσα», ὅπως ἡ γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου, διότι δὲν ὑπάρχουν ψυχὲς νὰ τῆς δώσουν τὴ χαρά, τὴν ἀγάπη, ποῦ σώζει; Μέχρι πότε;
Καὶ αὐτὰ ὅλα πότε ἄλλοτε θὰ γίνουν, ἄν δὲν γίνουν τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ποὺ μᾶς θυμίζει τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπην, τὰ μεγάλα μας χρέη στοὺς ἄλλους; Ἀδελφέ, πότε ἄλλοτε;
Ἀγαπητοί,
Κουρασμένος, ἀηδιασμένος, χρεωκοπημένος ἐγύριζε τὶς πρωϊνὲς ὧρες στὸ σπίτι του, ἔπειτα ἀπὸ ὁλονύκτιο χαρτοπαίγνιο, ἕνας ὑπάλληλος τῶν Ἀθηνῶν. Μόλις ἔσερνε τὰ πόδια του. Αἴφνης ἄκουσε νὰ χτυποῦν οἱ πρωϊνὲς καμπάνες. Ξαφνιάστηκε. Τί μέρα εἶναι σήμερα; Συλλογίσθηκε. Μήπως Κυριακή; Κυριακὴ εἶναι ψιθύρισεν ἀργὰ....
Καὶ ....θυμήθηκε. Τότε ποὺ ἦταν παιδὶ καὶ τὸν ἔπαιρνε ἡ μητέρα του ἀπὸ τὸ χεράκι, γιὰ νὰ πᾶνε στὴν ὄμορφη ἐκκλησιά. Πῶς πέρασαν ἐκεῖνα τὰ ὄμορφα χρόνια! Τώρα μεγάλωσε. Ἔγινεν ἄνδρας. Μὰ μέσα του ἄλλαξαν πολλὰ. Ξεράθηκαν τὰ παιδικὰ του τριαντάφυλλα. Ἔσβησαν οἱ ψυχικὲς του λαμπάδες. Δὲν ξανακούστηκαν ἐκεῖνες οἱ πρωϊνὲς χαρούμενες τῆς Κυριακῆς καμπάνες.... Δυὸ δάκρυα ἐκύλησαν ἀπ’ τὰ κουρασμένα μάτια του...
Καὶ σκέφθηκε: «Νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀκουσθοῦν καὶ πάλιν μέσα μου οἱ πρωϊνὲς τῆς Κυριακῆς καμπάνες!».
Ἀλήθεια, νὰ ἦταν δυνατόν !
Ἐπισκόπου κυρού Γεωργίου Παυλίδη
Μητροπολίτου Νικαίας
Σελίδα 320 από 415