Φαρισαῖοι, ταπεινωθῆτε (+Μητροπολίτου Φλωρίνης κυρού Αυγουστίνου Καντιώτου)

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ῥίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω στὴ φύσι, θὰ δοῦμε κάτι ἐκπληκτικό·ὅτι ὅλα τὰ δημιουργήματα προσεύχονται, καθένα μὲ τὸν τρόπο του. Ἡ θάλασσα εὐχαριστεῖ  τὸ Θεὸ μὲ τὸ φλοῖσβο τῶν κυμάτων της, τὸ ῥυάκι μὲ τὸ κελάρυσμά του, τὰ δέντρα μὲ τὸ θρόισμα τῶν φύλλων τους, τὰ πουλιὰ μὲ τὴ μελῳδία τους, τὰ ἄστρα μὲ τὸ φῶς τους ποὺ τρεμοσβήνει…  Εἴδατε καὶ τὴν ὄρνιθα ὅταν πίνῃ νερό; σὲ κάθε γουλιὰ σηκώνει τὸ κεφάλι ψηλά, σὰ νὰ λέῃ «Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ».
Ἀπὸ τὸ ἱερὸ αὐτὸ προσκλητήριο μποροῦσε ν᾿ ἀπουσιάζῃ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται . Ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια ἡ καλὴ μητέρα μᾶς ἔμαθε νὰ σταυρώνουμε τὰ χεράκια μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς καὶ νὰ ψελλίζουμε μιὰ ἁπλῆ προσευχὴ στὸν οὐράνιο Πατέρα – ἀλησμόνητες στιγμές. Ἀργότερα μάθαμε κοντὰ στ᾿ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἀπαγγέλλουμε στὴν ἐκκλησία τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω» καὶ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριό μας.

Ἡ εὐγενέστερη ἐκδήλωσι τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς εἶνε ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς . Τὸ κτίσμα ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ Δημιουργό του. Εἶνε ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσῃ γιὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες, ἀλλὰ καὶ ἡ στιγμὴ πού, γεμᾶτος θλῖψι καὶ μὴ ἔχοντας ἐλπίδα βοηθείας, καταφεύγει στὴν παντοδυναμία του καὶ ζητάει βοήθεια καὶ προστασία.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, τί βλέπω, τί ἀκούω; Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ βεβηλώνει τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἁμαρτάνει. Μὰ πῶς; Τὴν ἀπάντησι μᾶς δίνει ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ τοῦ φαρισαίου.
Ὁ Κύριος μᾶς μεταφέρει στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἐν ὥρᾳ προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων .Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ ἔνιωθε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς κατεβαίνει σ᾿ αὐτὸν καὶ αὐτὸς ἀνυψώνεται στὸ Θεό. Πλήθη, λοιπόν,μπαίνουν στὸ ναὸ μὲ εὐλάβεια, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Οἱ κινήσεις καὶ ἡ στάσι τους εἶνε ἀθόρυβες.Τὴν ἱερότητα ὅμως αὐτὴ διαταράσσει κάποιος.
Εἶνε ὁ φαρισαῖος . Τί κάνει αὐτός; Ἀπο-φεύγει τοὺς ἄλλους, βαδίζει μόνος. Τὸ βάδι-σμά του ὑπερήφανο, τὸ παράστημά του ἀγέρωχο. Θεωρεῖ, ὅτι αὐτός εἶνε ἅγιος, δίκαιος, καθαρός· δὲν συμφύρεται μὲ ἄλλους, μὴ τυχὸν τὸν μολύνουν. Ἐπὶ τέλους εἰσέρχεται μὲ θόρυβο. Πρέπει οἱ ἄλλοι νὰ σταματήσουν καὶνὰ στρέψουν τὸ βλέμμα σ᾿ αὐτόν. Μία προσ-ευχὴ πρέπει ν᾿ ἀκουσθῇ, ἡ δική του. Κατευθύνεται λοιπὸν στὸ μέσον τοῦ ναοῦ καὶ σηκώνει τὰ χέρια γιὰ ν᾿ ἀρχίσῃ νὰ προσεύχεταισὲ τόνο ὑψηλό.
Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν εἶνε προσευχή. Ἡ προσευχὴ τοῦ φαρισαίου εἶνε ἐμπαιγμὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲνσκέφθηκε, ὅτι ἀπέναντί του δὲν ἔχει κάποιον ἁπλοϊκὸ Ἰουδαῖο ἀλλ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τρέμουν τὰ σύμπαντα. Φουσκωμένος ἀπὸ ἐγωισμό,δὲν ἐννοεῖ νὰ σκύψῃ τὸ κεφάλι, νὰ γονατίσῃκαὶ νὰ ζητήσῃ ἔλεος. Καὶ ἀρχίζει λοιπόν.
Ἀρχίζει μὲ τὸ «εὐχαριστῶ» (Λουκ. 18,11) . Γιὰ ποιό πρᾶγμα ἆραγε εὐχαριστεῖ τὸ Θεό; Γιὰ τὴν ὑγεία, γιὰ τὰ πλούσια ἀγαθὰ ποὺ σκόρπισε στὸ σπίτι του, γιατὶ τὸν φύλαξε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; γιὰ ποιο εὐχαριστεῖ; Ἀκοῦστε τον· «Εὐχαριστῶ σοι ὅτι  οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης·  νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι» (ἔ.ἀ. 18,11-12) . Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, για- τὶ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· δὲνἁρπάζω τὰ ξένα πράγματα καὶ χρήματα, δὲν εἶμαι ἄδικος, δὲν εἶμαι μοιχός, δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλὸ τελώνη· ἐπὶ πλέον νηστεύω δύο μέρες τὴ βδομάδα, κι ἀπὸ τὰ ἀγαθά μου δίνω τὸ ἕνα δέκατο… Τὴν προσευχὴ αὐτὴ τὴν ἔκανε στὸ Θεό; Τὴν ἔκανε γιὰ τοὺς ἀνθρώ-πους, ν᾿ ἀκούσουν τὶς ἀρετές του καὶ νὰ τὸν θαυμάσουν. Μετέτρεψε δηλαδὴ καὶ τὴ στάσι τῆς προσευχῆς σὲ βῆμα ἐπιδείξεως. Ποῦ ἡ συναίσθησι, ποῦ ἡ κατάνυξι, ποῦ ἡ ταπεινὴ στάσι, ποῦ ἡ συνείδησι τῆς ἁμαρτωλότητός του καὶ ἡ ἐκζήτησι τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ;
Αὐτὸς περιστρέφεται στὸν ἑαυτό του. «Δὲν εἶμαι ἅρπαγας, δὲν εἶμαι ἄδικος, δὲν εἶμαι μοιχός…».Δὲν εἶσαι αὐτά, ἀλλ᾿ εἶσαι ἐγωιστὴς καὶ ὑπερήφανος . Καὶ στὸ Θεὸ περισσότερο μισητὴἀπὸ κάθε ἄλλο πάθος καὶ κακία εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Μακάρι νὰ ἤσουν ἅρπαγας ἄδικος μοιχός, καὶ νὰ μὴν ἤσουν ὑπερήφανος. Διότι τότε ἡ ταπείνωσι θὰ σὲ ὡδηγοῦσε σὲ μετά-νοια καὶ ἔτσι θὰ εἵλκυες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὦ φαρισαῖε· ἔφυγες φουσκωμένος ἀπὸ τὸναό, γιατὶ κατώρθωσες ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυ-μασμὸ τῶν ἀνθρώπων· σὲ μακάρισαν καὶ σὲ ἔκριναν ὡς καλόν. Συμφώνησε ὅμως μὲ τὴνκρίσι αὐτὴ καὶ ὁ Θεός; σοῦ εἶπε μπράβο ὁ Θεός; δέχτηκε τὴν προσευχή σου; Τέτοια προσευχὴ δὲν φτάνει στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸὁ Χριστός, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του αὐτὲς τὶς καταστάσεις, εἶπε πῶς πρέπει νὰ προσευχώμα-στε· Θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ ἐπικοινωνήσῃς μὲ τὸν οὐρανό;
Κλείσου στὸ «ταμιεῖόν σου» , στὴν κάμαρά σου, κ᾿ ἐκεῖ ἐνώπιος ἐνωπίῳ πὲς στὸΘεὸ τὰ αἰτήματά σου (βλ. Ματθ. 6,6) . Προσευχὲς φαρισαϊκὲς πηγαίνουν χαμένες .Νά λοιπὸν πῶς, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, εἶνε δυνατὸν ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος νὰ ἁμαρτήσῃ φοβερά.Μὰ γιατί νὰ μείνουμε μὲ τὴν θλιβερὴ εἰκόνα τοῦ φαρισαίου; Ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ μᾶς παρουσιάζει, στὸν ἴδιο ναό, καὶ τὴν ἰδανικὴεἰκόνα προσευχομένου ἀνθρώπου. Ἐκεῖ εἴχαμε ἕναν ἐγωιστὴ καὶ ὑπερήφανο, ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ταπεινὸ καὶ συνετὸ ἄνθρωπο. Ποιός εἶν᾽ αὐτός;
Ὁ τελώνης . Ἐξετάζει κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του.Ὁ φαρισαῖος ἔβλεπε ὅλο ἀρετές· ὁ τελώνηςβλέπει ὅλο ἁμαρτίες. Ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ φαρισαίου ἔβγαινε ἕνα εὐχαριστῶ γεμᾶτο αὐταρέσκεια· ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ τελώνη βγαίνει ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (ἔ.ἀ. 18,13) γεμᾶτο πόνο καρδιᾶς. Ἐκεῖνος ἐκόμπαζε, τοῦτος χτυπᾷ τὰ στήθη του. Ἐκεῖνος δὲν ἔνιωθε ποιόν ἔχει ἀπέναντί του, τοῦτος νιώθει ὅτι ἀπέναντί του εἶνε ὁ Θεός, ὁ μόνος ἅγιος καὶ τέλειος, ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἀρετή του «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3) . Νιώθει πὼς εἶνε ἕνας ἄθλιος καὶ ἐλεεινὸς ἁμαρτωλός. Οὔτε κἂν τὰ μάτια του σηκώνει. Πῶς τὰ βλαμμένα μάτια ν᾿ ἀντικρύσουν τὸν ἥλιο; καὶ πῶς ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀντικρύσῃ τὸν ἅγιο Θεό; Πονεῖ, κλαίει, ὀδύρεται, χτυπᾷ τὰστήθη του καὶ φωνάζει· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» . Ὦ καρδιὰ ταπεινή , ποὺ κατάλαβες τὰ ὕψητοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ δική σου ἀθλιότητα! ποὺ δὲν ἦρθες γιὰ ἐπίδειξι, οὔτε γιὰ ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἦρθες νὰ πῇς τὸν πόνο σου, νὰ ἐξομολογηθῇς τὴν κατάστασί σου, νὰ ζητήσῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη του!Γι᾿ αὐτὸ ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνη δὲν πῆγε χαμένη. Θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, σὰν ἁμαρτωλός, δὲν θὰ εἰσακουότανἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὅλοι τὸν περιφρόνησαν καὶ περισσότερο ὁ φαρισαῖος. Ὤ, ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων τὶς περισσότερες φορὲς εἶνε λανθασμένη. Δὲν ξέρουμε τί γίνεται στὸ ἐσωτερικὸτῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός. Ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων ἦταν καταδίκη τοῦ τελώνη, ἡ κρίσι ὅμως τοῦ Θεοῦ δικαίωσις. Οἱ ἄνθρωποι τὸν περιφρόνησαν, μὰ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν προσευχή του . Ἡ ταπείνωσι τοῦ τελώνη εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ σήμερα , ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν φαρισαῖοι καὶ τελῶνες . Καὶ σήμερα ἄνθρωποι ἔρχονται στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦν.Πόσοι, ὅπως ὁ φαρισαῖος, δὲν ἔρχονται μὲ ὕφος ὑπερήφανο, μὲ παράστημα ἀγέρωχο! Πόσοι καὶ πόσες δὲν κάνουν μεγάλους σταυ-ροὺς γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν. Πόσες δὲν ἔρχονταιὄχι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιδείξουν τὸ φόρεμα, τὸ ἐπανωφόρι, τὰ βραχιόλια τους, μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀποσπάσουν τὸ θαυμασμό,νὰ γίνουν θέμα συζητήσεως! Πόσοι δὲν λένε«Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Θεέ, γιατὶ εἴμαστε καλύτεροι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους»! Πόσοι δὲν λένε, ὅτι Ἐγὼ εἶμαι καλὸς χριστιανός! Ἀλλ᾿ ὑπάρχουνπάντοτε καὶ οἱ τελῶνες. Ἐκείνη ἡ γερόντισσα, ποὺ κάθεται στὴ γωνιὰ τῆς ἐκκλησίας καὶμὲ συντετριμμένη καρδιὰ λέει, Παναγία μουσῶσε με, στὸν τελώνη μοιάζει. Ὤ ἅγιες ψυχές!…Ἀπευθύνομαι στοὺς φαρισαίους.
Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς μας , μὴν ἐπαναπαύεσθε στὸ τί λένε οἱ ἄνθρωποι γιὰ σᾶς. Ἐξετάστε τὸν ἑαυτό σας, μήπως ὁ ὄφις τῆς ὑπερηφανείας σᾶς δάγκασε καὶ νοσεῖτε. Ἐξετάστε νὰ δῆτε ἂν ὁ Θεὸςεἶνε μαζί σας. Καὶ ἂν ὄχι, κλάψτε, πενθῆστε καὶ πῆτε κ᾿ ἐσεῖς «Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς», γιὰ νὰ δικαιωθῆτε. Διότι οὐδείς ἀναμάρτητος. Σὲ ὅσο ὕψος ἀρετῆς κι ἂν φθάσετε, σὲκάτι θὰ ὑστερῆτε. Γι᾿ αὐτὸ ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ὑψώσῃ (βλ. Ἰακ. 4,10. Α΄ Πέτρ. 5,6) .Διότι ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3,34. Ἰακ. 4,6. Α΄ Πέτρ. 5,5).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ πιθανὸν τῶν Ἀθηνῶν τὴν 2-2-1958.

Ακολουθία Εσπερινού Σαββάτου και Κυριακής, όρθρου και Θείας Λειτουργίας 27-01-2018 και 28-01-2018 εδώ

Τυπικόν εδώ 

Κανόνιον εδώ

Ὁ ἱερὸς Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐπειδὴ δὲν ἔκανε διακρίσεις ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα στὴν ἀπόδοση τοῦ δικαίου καὶ ἔλεγχε καὶ τὴν ἴδια τὴν βασίλισσα Εὐδοξία γιὰ τὶς παρανομίες καὶ τὶς ἀδικίες της, ἐξορίσθηκε δύο φορές, ἀλλὰ καὶ πάλι ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ἐξορίστηκε ὅμως καὶ πάλι γιὰ τρίτη φορά.

Ἡ ἔκπτωση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο προκάλεσε σχίσμα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὀπαδοί του, ποὺ καλοῦνταν «Ἰωαννίτες», δὲν ἀναγνώριζαν τὸν διάδοχό του, παρὰ τὶς ἐπίμονες συστάσεις νὰ ὑπακούσουν στοὺς νέους ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντες καὶ νὰ διαφυλάξουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁδηγήθηκε στὴν Κουκουσὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀραβισσὸ καὶ ἔπειτα, στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 404 μ.Χ., στὴν Πιτιούντα τοῦ Πόντου. Ἡ πορεία του μέχρι ἐκεῖ, ἦταν ὄχι μόνο περιπετειώδης, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ μαρτυρική, γεμάτη ἀπὸ κακουχίες καὶ δεινοπαθήματα.

Ἐκεῖ λοιπόν, στὴν Πιτιούντα, ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος κλήθηκε ἀπὸ τὸν πάντων Δεσπότη στὶς αἰώνιες σκηνές, τὸ ἔτος 407 μ.Χ., ἐνῶ τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου μαζὶ μὲ τὰ ἅγια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου καὶ Λουκιανοῦ, καθὼς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σὲ αὐτὸν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους διὰ νυκτερινῆς ὀπτασίας, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε.

Τὸ σχίσμα τῶν «Ἰωαννιτῶν» ἀποκαταστάθηκε μὲ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 438 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Πρόκλου. Ἡ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀπὸ τὰ Κόμανα συνοδεύτηκε ἀπὸ μία ἐπιστολὴ – διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υἱοῦ τοῦ Ἀρκαδίου καὶ τῆς Εὐδοξίας, ἡ ὁποία ἔγραφε:

 

«Ἐπιστολὴ Βασιλέως Θεοδοσίου πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχην, Διδάσκαλο καὶ Πνευματικὸ Πατέρα Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.

Ἐπειδή, Πάτερ τίμιε, θεωρήσαμε τὸ σῶμά σου νεκρό, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ ἄλλα, θελήσαμε ἁπλῶς νὰ τὸ πάρουμε καὶ νὰ τὸ μεταφέρουμε πρὸς ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ δικαίως ἀστοχήσαμε στὸν πόθο μας.

Ἀλλὰ σὺ τουλάχιστον, Πάτερ τιμιότατε, ποὺ δίδαξες σὲ ὅλους τὴν μετάνοια, συγχώρησέ μας ποὺ σὲ παρακαλοῦμε καὶ σὰν παιδιὰ ποὺ ἀγαπᾶμε τοὺς πατέρες μας ἐπίδωσέ μας τὸν ἑαυτό σου καὶ εὔφρανε μὲ τὴν παρουσία σου αὐτοὺς ποὺ σὲ ποθοῦν».

 

Αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ αὐτοκράτορα τὴν πῆγαν στὸν Ἅγιο καὶ τὴν τοποθέτησαν πάνω στὴν λάρνακά του. Τότε ὁ Ἅγιος ἔδωσε τὸν ἑαυτό του στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἔτσι αὐτοὶ μετέφεραν τὴν λάρνακα ποὺ περιεῖχε τὸ ἅγιο λείψανο στὴν Κωνσταντινούπολη, χωρὶς νὰ κοπιάσουν καθόλου. Ἡ ὑποδοχὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλῆρος καὶ μοναχοί, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν αὐτοκράτορα, τοὺς αὐλικούς, τὴ σύγκλητο καὶ ὅλους τους ἄρχοντες, ὑποδέχθηκαν καὶ προσκύνησαν μὲ σεβασμὸ τὰ λείψανά του. Μὲ πολὺ εὐλάβεια μετέφεραν ἀρχικὰ τὴ λάρνακα στὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, στὰ Ἀμαντίου, ἔπειτα δὲ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Ἐκεῖ ἔβαλαν τὸ ἅγιο λείψανο πάνω στὸ σύνθρονο καὶ ἅπαντες ἐβόησαν: «Ἀπόλαβε τὸν θρόνο σου, Ἅγιε». Στὴ συνέχεια ἡ λάρνακα τοποθετήθηκε σὲ αὐτοκρατορικὴ ἅμαξα καὶ μεταφέρθηκε στὸ περιώνυμο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐκεῖ ἔβαλαν τὸ ἅγιο λείψανο πάνω στὴν ἱερὴ καθέδρα καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα: ὁ Ἅγιος ἐπεφώνησε πρὸς τὸν λαὸ τὸ «Εἰρήνη πᾶσι». Ἔπειτα τὸ ἐναπέθεσαν μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἐτελεῖτο στὸ πάνσεπτο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀφιέρωσε διὰ χρυσοβούλλου στὴ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκὴς (969 – 976 μ.Χ.) καὶ τεμάχιο τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ὁ Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος (1282 – 1328), διὰ χρυσοβούλλου, τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1284, στὴ Μονὴ Φιλοθέου του Ἁγίου Ὅρους. Ἐπίσης, τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου φυλάσσονται στὶς μονὲς Βατοπαιδίου, Ἰβήρων, Ἁγίου Διονυσίου καὶ Δοχειαρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον  Ἦχος πλ. δ’.

Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσὸς, ἐκλάμψασα χάρις τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυροὺς ἐναπέθετο, τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Ἔτερον Ἀπολυτίκιον τῆς ἀνακομιδής. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πλοῦτον οὐράνιον, ἐκ τῶν Κομάνων ποτέ, τὴν θήκην μετήγαγον, τοῦ σοῦ λειψάνου σοφέ, πρὸς πόλιν βασίλειον· ταύτης οὖν ἐκτελοῦντες, τὴν ἀνάμνησιν πόθῳ, μέλπομεν Ἱεράρχα, τὴν δοθεῖσάν σοι χάριν, δι’ ἧς ἡμᾶς ῥυθμίζεις, Ἰωάννη Χρυσόστομε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Εὐφράνθη μυστικῶς, ἡ σεπτὴ Ἐκκλησία, τῇ ἀνακομιδῇ, τοῦ σεπτοῦ σου λειψάνου, καὶ τοῦτο κατακρύψασα, ὡς χρυσίον πολύτιμον, τοῖς ὑμνοῦσί σε, ἀδιαλείπτως παρέχει, ταῖς πρεσβείαις σου, τῶν ἰαμάτων τὴν χάριν, Ἰωάννη Χρυσόστομε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἤκεν ἐκ Κομάνων λαμπροφανῶς, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, ὡς ἑστία ἁγιασμοῦ, τέρπον καὶ πλουτίζον, χαρίτων χρυσουργίᾳ, τὴν Ἐκκλησίαν πᾶσαν, Πάτερ Χρυσόστομε.

Ἡ Ἁγία Μαρκιανὴ ἡ Βασίλισσα 

Ἡ Ἁγία Μαρκιανὴ ἦταν σύζυγος τοῦ Ἰουστίνου Α’ τοῦ Γέροντος (518 – 527 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβεια, τὸ ἀσκητικὸ τοῦ βίου της καὶ τὴ φιλανθρωπία της.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Κλαυδίνος

Ὁ Ἅγιος Κλαυδίνος ἦταν μοναχὸς καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Αἰγύπτιος

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἦταν μοναχὸς καὶ μαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ Λὼτ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ταμασσοῦ Κύπρου

Ἀπὸ τὶς πολὺ ὀλίγες πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γι’ αὐτὸν μανθάνουμε ὅτι γεννήθηκε στὴν Ταμασσὸ καὶ ἔζησε σ’ αὐτὴν τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἦταν τότε ἀκόμη ποὺ ἡ εἰδωλολατρία καὶ ἡ εἰδωλομανία προέβαλλε δυνατὰ τῆς Ἀφροδίτης τὸ ἄστρο καὶ τὴ λατρεία. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἔφεραν στὴν Κύπρο οἱ τρεῖς ἀπόστολοι Βαρνάβας, Παῦλος καὶ Μάρκος ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ προχωρεῖ σ’ ὅλο τὸ νησί. Στὴν Ταμασσὸ μὲ κέντρο μία σπηλιὰ ποὺ ὑπάρχει ὡς σήμερα καὶ ποὺ χρησίμευε στὴν ἀρχὴ ὡς κατοικία καὶ ἐκκλησία καὶ ἐπισκοπὴ ἀγωνίζονται οἱ πρῶτες ἐκεῖνες μορφὲς ὁ Ἠρακλείδιος, ὁ Μύρων, ὁ Μνάσων καὶ οἱ ἄλλοι συνεργάτες τους νὰ ἀνάψουν καὶ νὰ προβάλουν παντοῦ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἱλαρὸν φῶς τῆς νέας ζωῆς. Σ’ αὐτὴ τὴ σπηλιὰ στὴν ὁποία οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὄχι μονάχα παρακολουθοῦσαν τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ βαφτίζονταν καὶ προσεύχονταν καὶ τελοῦσαν τὶς διάφορες ἀκολουθίες τους, σ’ αὐτὴν ἀκόμη βρίσκεται καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κάποια μέρα ποὺ ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος βρισκόταν ἄρρωστος στὸ σπήλαιό του μὲ πυρετό, μιὰ ὁμάδα μανιασμένων εἰδωλολατρῶν ὄρμησαν μέσα στὸ σπήλαιο, ἔσυραν ἔξω τὸν Ἅγιο καὶ τὸν σκότωσαν. Ὁ Ἅγιος ἀπέθανε προσευχόμενος γιὰ τοὺς δήμιούς του στὴν ἡλικία τῶν 60 χρόνων. Οἱ χριστιανοὶ μαθητὲς μὲ θλίψη βαριὰ πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μέσα στὴ σπηλιά. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν στὴ ζωή, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του καὶ συνεχίζονται καὶ σήμερα. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».

 

Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἠρακλειδίου, τὸν ζῆλο του καὶ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειές του προχωροῦσε καθημερινά. Μετὰ τὸν θάνατό του τὴν εὐθύνη τοῦ ὅλου ἔργου ἀνέλαβε ὁ Μνάσωνας. Αὐτὸν εἶχε χειροτονήσει ὁ Ἠρακλείδιος ἐπίσκοπο, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε. Αὐτὸς συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ Ἠρακλειδίου μέχρι τὰ βαθιά του γηρατειά. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὅσο ζοῦσε. Πολλὰ καὶ ὅταν ἀπέθανε. Πρὶν πεθάνει χειροτόνησε ἐπίσκοπό της Ταμασσοῦ τὸν Ρόδωνα.

 

Μὲ γοργὰ βήματα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ χάρη στὸν φλογερὸ ζῆλο τῶν πρώτων χριστιανῶν προχωρεῖ μὲ ἐνθουσιασμὸ στῆς Ταμασσοῦ τὴν πόλη. Πολλοὶ οἱ ἅγιοι ποὺ παρουσιάσθηκαν σ’ αὐτή. Ἕνας τέτοιος ἅγιος εἶναι κι ὁ Δημητριανός. Πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε δὲν γνωρίζουμε. Ὁ πανδαμάτορας χρόνος ἔσβησε ἀπὸ τῆς μνήμης τὸ βιβλίο τὴ σχετικὴ χρονολογία. Αὐτὸ ποὺ συμπεραίνουμε ἀπὸ τὴν ὅλη ζωή του εἶναι τοῦτο: Γνώρισε τὸν Χριστό, ὅπως λέγει καὶ ὁ ὑμνογράφος του, ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία. «Ἐκ βρέφους ἐγένου τοῦ Κυρίου ἐραστής». Γνώρισε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή του. Μπροστά του ἕνα καὶ μόνο πράγμα βλέπει καὶ ἕνα ποθεῖ καὶ θέλει παντοῦ καὶ πάντοτε. Τοῦ Κυρίου τὸ θέλημα. Μ’ αὐτὸ μεγαλώνει. Μ’ αὐτὸ ζεῖ καὶ αὐτὸ προβάλλει τόσο μὲ τὰ λόγια του, ὅσο καὶ τὸ παράδειγμά του.

 

Κάποτε ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς κοινότητας ὁ ἱερέας, ὁ τότε ἐπίσκοπος τοῦ ὁποίου ὁ Δημητριανὸς ἦταν σὲ ὅλα τὸ δεξί του χέρι, τὸν κάλεσε καὶ κατὰ παράκληση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Οἱ ἁγνὲς ψυχὲς πανηγυρίζουν. Γιατί ὁ Δημητριανὸς μὲ ζῆλο φλογερὸ ἐργαζόταν πάντοτε γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ λαοῦ. Στὸ πρόσωπό του βρῆκαν οἱ πιστοὶ τὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ καθοδηγητή, τὰ ὀρφανὰ τὸν προστάτη, οἱ ἄρρωστοι τὸν στοργικὸ ἀδελφὸ καὶ «οἱ ἐν θλίψεσι τὴν παρηγορίαν». Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ τότε ἐπίσκοπος κοιμήθηκε, ὁλόκληρος ὁ λαὸς καὶ πάλι κάλεσε καὶ ἀνέβασε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς ξακουστῆς πόλεως τὸν ἄξιο σὲ ὅλα Δημητριανό.

 

Στὴν καινούργια αὔτη θέση ἡ ἁγία του μορφὴ προβάλλει παντοῦ, ὥστε ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος νὰ τὸν ὑμνεῖ: «Τῆς Ταμασσοῦ βλάστημα, καύχημα τῶν Περάτων, πηγὴν τῶν θαυμάτων, ἰαμάτων ταμεῖον ἄσυλον καὶ τῶν Κυπρίων ἀγλάϊσμα». Ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ ἡ παράδοση καὶ ὁ σεβασμὸς μένει ὡς σήμερα πολὺ ὑψηλά. Αὐτὸ μαρτυρεῖ α) ἡ εὐρυχωρία τοῦ ναοῦ ποὺ ἡ εὐσέβεια τῶν παλαιοτέρων κατοίκων τῶν Περάτων ἀφιέρωσε στ’ ὄνομά του σὲ μιὰ μαγευτικὴ θέση καὶ τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια προβάλλουν ἐπιβλητικὰ μέχρι σήμερα. Καὶ β) ἡ χειρόγραφος φυλλάδα ποὺ περιέχει τὴν ἀκολουθία του καὶ στὴν ὁποία ἀναγράφεται καὶ ἡ μέρα τῆς μνήμης του, 27 Ἰανουαρίου.

 

Ἡ ὅλη του πνευματικὴ ζωὴ συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ ὄχι μόνο στὴν πόλη τῆς Ταμασσοῦ, ἀλλὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Τύπος ὑπομονῆς ὁ ἴδιος καὶ πρότυπο ἀρετῆς βοήθησε στὰ χρόνια ἐκεῖνα στὴν εἰρηνικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ του καὶ στὴν πνευματική του ἄνοδο. Ἀλλὰ καὶ θαύματα πολλὰ ἀναφέρεται ὅτι ἔκαμε ὅταν ζοῦσε, μὰ καὶ ὅταν κοιμήθηκε. Οἱ γυναῖκες τῶν Περάτων τὸν θεωροῦν πολὺ θαυματουργὸ καὶ συχνὰ ἐπισκέπτονται τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ του, ἀνάβουν καντήλια στὸ βαθούλωμα τῶν ἐρειπίων καὶ ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του στὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀνάγκες τους. Ἕνα τέτοιο θαῦμα ποὺ ἔγινε πρὸ καιροῦ εἶναι καὶ τοῦτο:

 

Ἕνας χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Πέρα, γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ σπιτιοῦ του πῆγε καὶ πῆρε ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου τὶς πελεκητὲς πέτρες μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν φτιαγμένο τὸ ἀνώφλι τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ φτιάξει μὲ αὐτὲς τὸ ἀνώφλι τοῦ ἰδικοῦ του σπιτιοῦ. Εἶχε δὲ στὴ σκέψη νὰ πάει τὴν ἑπομένη νὰ πάρει καὶ τὶς ἄλλες πελεκητὲς πέτρες μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν κατασκευασμένες οἱ παραστάδες τῆς θύρας τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει καὶ αὐτὲς γιὰ τὸ δικό του σπίτι. Τὴ νύχτα ὅμως παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἅγιος καὶ τοῦ ἔκαμε αὐστηρὴ παρατήρηση. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἔλαβε ὑπ’ ὄψη τὴ σύσταση τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν ἑπόμενη νύχτα πῆγε πάλι καὶ κουβάλησε καὶ τὶς ὑπόλοιπες πέτρες. Τὴ νύχτα παρουσιάστηκε καὶ πάλι ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ ἔκανε ξανὰ αὐστηρὴ παρατήρηση γιὰ τὴν παρακοή του. Γιὰ νὰ μὴν ἐπαναλάβει δὲ ἄλλη φορὰ τὴν κακή του πράξη, τοῦ ἔδωκε καὶ δύο μπάτσους· τὸν ἕνα ἀπὸ τὴ δεξιὰ μεριὰ καὶ τὸν ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀριστερά. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς τιμωρίας αὐτῆς ἦταν ἀπὸ τὸ βράδυ ἐκεῖνο νὰ μείνει κουφός, καθ’ ὅλον τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Καὶ ἀκόμη τὶς ὑπόλοιπες πέτρες δὲν τόλμησε νὰ πάει νὰ τὶς πάρει. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πέτρες μὲ τὶς ὁποῖες κτίστηκαν οἱ παραστάδες τῆς θύρας τοῦ σπιτιοῦ εἶναι πολὺ διαφορετικὲς καὶ ξεχωρίζουν ὡς σήμερα.

 

Στενὴ ἡ θύρα καὶ γεμάτος δυσκολίες ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ χαρούμενη καὶ εὐτυχισμένη ζωή. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος συνιστάει σ’ ἐμᾶς εἶναι καιρὸς καὶ ἐμεῖς μιμούμενοι τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ κάνουμε βίωμα καὶ ζωή μας. Τόπος ἁμαρτίας ἦταν τὸ νησί μας. Σὰν χείμαρρος ἡ διαφθορὰ ἔσπρωχνε τοὺς δυστυχισμένους κατοίκους στὴν καταστροφή. Ὅταν ὅμως ἡ θρησκεία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ μὲ τοὺς εὐλογημένους φορεῖς της, τοὺς τρεῖς Ἀποστόλους, τὸν Βαρνάβα, τὸν Παῦλο καὶ τὸν Μάρκο ἔφθασε καὶ κηρύχτηκε στὸ μαρτυρικὸ νησί μας, τὰ πράγματα ἄλλαξαν ἀμέσως. Πῶς ξεκίνησαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί! Ἀπὸ μία σπηλιά! Τί δυσκολίες, τί διωγμοὺς καὶ τί κινδύνους πέρασαν! Μὲ τὸ θάρρος ὅμως ποὺ ἐναποθέτει στὶς ἁγνὲς καρδιὲς ὁ Χριστὸς δυναμωμένοι προχώρησαν. Τὸ ἀποτέλεσμα μαρτυρεῖ καὶ βεβαιώνει ἡ ἱστορία. Σὲ λίγα χρόνια τὸ νησὶ τῆς Ἀφροδίτης καὶ τῆς διαφθορᾶς γίνεται νησὶ τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων. Ἡ προσφορὰ σ’ αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, τοῦ Ἠρακλειδίου, τοῦ Μύρωνος καὶ Μνάσωνος, τοῦ Ἁγίου Δημητριανοῦ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἐργατῶν τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀνυπολόγιστη. Δύσκολοι οἱ καιροὶ καὶ οἱ κίνδυνοι πολλοί. Ὅμως δὲν δείλιασαν, πῆραν τὸ στενὸ τὸ μονοπάτι καὶ ἔγραψαν τὴν ὡραιότερη ἱστορία. 
Ἂς τοὺς μιμηθοῦμε. Μόνον ἔτσι θὰ χαροῦμε τὴν ἐδῶ ζωή μας, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἰδοῦμε τὴν ἀγαπημένη μας Κύπρο στοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς λουσμένη, ἐλεύθερη καὶ εὐτυχισμένη, καὶ ἀπὸ ὅλους τιμημένη. Ἀμήν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.

Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ταμασέων ὁ Πρόεδρος, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Περάτων, Δημητριανὲ Πατὴρ ἡμῶν, ἀναδειχθεῖς, διὸ τυφλὸν ἐφώτισας ποτέ, τὸ φῶς ἐνεδίδου τηλαυγῶς, καὶ ἀνέκραξε δὲ οὕτως, τῷ διὰ σοῦ μὲ φωτίσαντι δόξα σοι. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ τοιαῦτα τέρατα.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπὸ βρέφους Κυρίῳ ἐκολλήθης, μακάριε Δημητριανὲ Ταμασέων, ποιμενάρχα πανάριστε, συγκλείσας ἐν ψυχῇ σου θησαυρόν, τῆς πίστεως Δεσπότου ἀληθοῦς, καὶ ὠδήγησας τὰ τέκνα σου θαυμαστῶς, πρὸς γνῶσιν τῆς θεότητας· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἡμίν, προστάτην ἀκαταίσχυντον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἠρακλειδίου διεδέξω τὸν θρόνον, καὶ τῶν θαυμάτων εἰληφῶς θείαν χάριν, τὴν Κύπρον κατεφώτισας, ὦ Δημητριανέ, θεσπεσίῳ βίῳ σου καὶ γλυκύτητι λόγων, ὅθεν πλάνην ἔτρεψας, τῶν εἰδώλων γενναίως, καὶ τὸν Χριστὸν ἐνώκησας ψυχαῖς, ὡς ἱεράρχης φωτὶ αὐγαζόμενος.

Ὁ Ἅγιος Ἄσκιοτ ὁ Βασιλέας

Ὁ Ἅγιος Ἄσκιοτ γεννήθηκε καὶ βασίλευσε στὴ Γεωργία τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ εὐσεβὴς ἡγεμόνας ἀνήγειρε πολλοὺς ναοὺς καὶ ἀρκετὲς μονές. Φονεύθηκε ὑπὸ τῶν Ἀράβων μέσα στὸ ναὸ τοῦ κάστρου τοῦ Ἀρτανούγκι τῆς Γεωργίας, τὸν ὁποῖο εἶχε κτίσει. Στὰ Γεωργιανὰ Συναξάρια ἀναφέρεται καὶ ὡς Κουροπαλάτης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Τίτος ἐκ Κιέβου 

Ὁ Ὅσιος Τίτος γεννήθηκε στὴ Ρωσία. Ἦταν στρατιώτης ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη στὸν Θεὸ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μεγάλη Λαύρα τῶν σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ Ὅσιος Τίτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος τοῦ προσώπου του καὶ τὸ ἦθος τῆς καρδιᾶς του, ἐργαζόταν στὸ Γαλατᾶ Κωνσταντινουπόλεως σὲ κάποιο οἰνοπωλεῖο ποὺ ἀνῆκε στὸν Χριστιανὸ Χατζῆ Παναγιώτη.

Κάποιοι ἀπὸ τοὺς θαμῶνες τοῦ οἰνοπωλείου, Μωαμεθανοὶ ἀπὸ τὸν Πόντο, προσπάθησαν νὰ προσηλυτίσουν τὸν Δημήτριο. Μιὰ μέρα ποὺ αὐτοὶ μέθυσαν, ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὸ οἰνοπωλεῖο ἀπὸ τὸν ἰδιοκτήτη καὶ τὸν Δημήτριο. Ἡ βίαιη αὐτὴ ἐκδίωξη ἐξόργησε τοὺς Μωαμεθανοὺς ποὺ ἀποφάσισαν νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν Δημήτριο. Τὸν κατήγγειλαν ψευδῶς ὡς δράστη τοῦ τραυματισμοῦ τοῦ Μωαμεθανοῦ συντρόφου τους τὴν ἡμέρα ποὺ μέθυσαν. Προσαχθεῖς ὁ Δημήτριος ἐνώπιον τοῦ βεζύρη δὲν κατάφερε νὰ ἀποδείξει τὴν ἀθωότητά του. Ἔτσι τέθηκε σὲ αὐτὸν τὸ δίλλημα τῆς τουρκικῆς μισαλλοδοξίας, δηλαδὴ νὰ διαλέξει μεταξὺ ἐξισλαμισμοῦ καὶ θανάτου. Ὁ Μάρτυς δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, παρὰ τοὺς ἐκφοβισμούς, τὶς ὑποσχέσεις καὶ τοὺς δελεασμούς.
Μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1784 καὶ ἐτελειώθη διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ζβέρεφ 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πέτρος, μαρτύρησε τὸ ἔτος 1929.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν κατοικοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἰουστίνου Α’ (518 – 527 μ.Χ.) καὶ Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἦταν πλούσιος συγκλητικὸς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν βαθιὰ εὐσέβειά του πρὸς τὸν Θεό. Εἶχε δύο παιδιά, τὸν Ἀρκάδιο καὶ τὸν Ἰωάννη. Μόλις αὐτὰ τελείωσαν τὰ ἐγκύκλια γράμματα, τὰ ἔστειλε στὴ Βηρυττὸ τῆς Φοινίκης, γιὰ νὰ μελετήσουν καὶ νὰ σπουδάσουν τὴ νομικὴ ἐπιστήμη. Καθ’ ὁδὸν τὸ πλοῖο μὲ τὸ ὁποῖο ταξίδευαν ναυάγησε. Διασώθηκαν ὅμως καὶ μετέβησαν στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ἔγιναν μοναχοί. Οἱ γονεῖς τους, Ξενοφῶν καὶ Μαρία, τοὺς ἀναζήτησαν καὶ πληροφορήθηκαν ὅτι διάγουν στὴν ἔρημο ἀσκητικὸ βίο, δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποταξάμενοι τὸν κόσμο, ἀκολούθησαν καὶ αὐτοὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ὁ Ξενοφῶν, ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά τους πρόκοψαν τόσο πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴ φιλανθρωπία, ὥστε τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτελοῦν καὶ θαύματα. 
Ἔτσι ἡ θεία αὐτὴ οἰκογένεια ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς γενεὰ εὐλογητὴ τῷ Κυρίῳ, τῆς οὐρανίου ἠξιώθησαν δόξης, ἀσκητικῶς δοξάσαντες Χριστὸν ἐπὶ τῆς γῆς, Ξενοφῶν ὁ Ὅσιος, καὶ ἡ τούτου συμβία, σὺν τοῖς ἀριστεύσασιν, ἱεροῖς αὐτῶν τέκνοις· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν φαιδρῶς· χαίροις Ὁσίων, χορεία τετράριθμε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἐν αὐλαῖς ἠγρύπνησας ταῖς τοῦ Δεσπότου, τοῖς πτωχοῖς σκορπίσας σου, μάκαρ τὸν πλοῦτον ἱλαρῶς, σὺν τῇ συζύγῳ καὶ τέκνοις σου· διὸ κληροῦσθε τὴν θείαν ἀπόλαυσιν.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος ὅμοιος.
Τὴν τοῦ βίου θάλασσαν διεκφυγόντες, Ξενοφῶν ὁ δίκαιος, σὺν τῇ συζύγῳ τῇ σεπτῇ, ἐν οὐρανοῖς συνευφραίνονται, μετὰ τῶν τέκνων, Χριστὸν μεγαλύνοντες.

 

Μεγαλυνάριον.
Ρίζα ἀγλαόκαρπος καὶ σεπτή, Ξενοφῶν ἐδείχθη, σὺν εὐνέτιδι τῇ σεμνῇ, ἔχοντες ὡς κλάδους, τὴν τῶν υἱῶν δυάδα, μεθ’ ὧν τῷ Θεῷ Λόγῳ, κατηκολούθησαν.

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Παλαιός 

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἀκολούθησε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ ζοῦσε σὲ ἕνα μικρὸ σπήλαιο στὸ ὄρος Ἀμανόν. Δὲν ἀπολάμβανε καμία τροφὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ συνηθίζουν νὰ ἀπολαμβάνουν οἱ ἄνθρωποι. Γιὰ τροφή του χρησιμοποιοῦσε χόρτα ἀπὸ τοὺς ἀγρούς.

Ὁ Ὅσιος αἰσθάνθηκε κάποτε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ ὄρος Σινᾶ. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, εἰσῆλθε στὸ σπήλαιο, ὅπου ἄλλοτε εἶχε κρυφτεῖ ὁ Μωϋσῆς καὶ παρέμεινε μέσα σὲ αὐτὸ πρηνὴς ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες προσευχόμενος καὶ κλαίων , ζητώντας σημεῖο τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, μέχρι ποὺ ἄκουσε θεία φωνὴ νὰ τὸν διατάζει νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ φάγει τρία μῆλα ποὺ εἶχαν τοποθετηθεῖ μπροστά του. Ὅταν ἱκανοποιήθηκε ἡ ἐπιθυμία του, ἐπέστρεψε στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε καὶ ἵδρυσε δύο μοναστήρια.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Ὅσιος ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα πρὸς δόξαν Θεοῦ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ἀνανίας, Πέτρος καὶ οἱ ἑπτὰ στρατιῶτες μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἡγεμόνας στὴ Φοινίκη ὁ Μάξιμος. Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ ἡγεμόνος ὁδηγήθηκε τὸ ἔτος 303 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ποὺ ἦταν Πρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ χλεύασε τὰ εἴδωλα. Ὁ Μάξιμος τότε ὀργίσθηκε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ὑποβάλουν τὸν Ἅγιο σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία, τὴν ὁποία ἔδειξε κατὰ τὶς φρικώδεις βασάνους, κέρδισε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἑπτὰ στρατιῶτες, στὴ δὲ φυλακὴ ἔκανε Χριστιανὸ καὶ τὸν δεσμοφύλακα Πέτρο. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχή του συντάραξε τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ ἔριξε τὰ εἴδωλα στὸ ἔδαφος. Τότε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος θύμωσε περισσότερο καὶ ἔπνιξε στὴ θάλασσα τὸν Ἅγιο Ἀνανία μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἑπτὰ στρατιῶτες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες 

Οἱ δύο Ἅγιοι Μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴ Φρυγία μετὰ ἀπὸ βασάνους καὶ ἄγρια χτυπήματα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀμμωνᾶς

Ὁ Ὅσιος Ἀμμωνᾶς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ὁ ὁποῖος ἔτρεφε πρὸς αὐτὸν μεγάλη ἀγάπη καὶ ὑπόληψη καὶ ὑπῆρξε διάδοχός του στὴ πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν μοναχῶν τοῦ μοναστικοῦ κέντρου Πισπίρ, ποὺ βρισκόταν στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Νείλου. Σπάνια ἄνθρωπος ἔγινε τόσο κύριος τοῦ ἐαυτοῦ του, ὥστε νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὕβρεις, εὐλογώντας καὶ εὐεργετώντας τοὺς ὑβριστές του. Ἰδιαίτερο δὲ πνευματικὸ ἀγώνα κατέβαλε ὁ Ἅγιος γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἀρετὴ δυστυχῶν γυναικῶν, ποὺ εἶχαν ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐνῶ ὁ κόσμος τὸν κακολογοῦσε, αὐτὸς συμβούλευε, παρακαλοῦσε καὶ προσευχόταν. Ἔτσι πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς ἦλθαν σὲ μετάνοια καὶ ἔζησαν μὲ εὐσέβεια καὶ σωφροσύνη.

Ὁ Ὅσιος Ἀμμωνᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη πρὸ τοῦ ἔτους 403 μ.Χ. Τὸ συγγραφικό του ἔργο φανερώνει ἀσκητὴ πολὺ πεπειραμένο περὶ τὶς μυστικὲς ἀναβάσεις πρὸς τὸν Θεό.
Ρώτησαν κάποτε τὸν Ἅγιο Ἀμμωνᾶ, ποιὰ εἶναι ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός. Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς εἶναι νὰ πολεμᾶ κανεὶς τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημά του».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Μνήμη Μεγάλου Σεισμοῦ

Ὁ σεισμὸς αὐτὸς ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὰ τέλη τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.), υἱοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ τῆς Εὐδοξίας. Ὁ σεισμὸς συνέβη ἡμέρα Κυριακή, τὴ δεύτερη ὥρα τῆς ἡμέρας. Ἐξαιτίας δὲ τοῦ σεισμοῦ αὐτοῦ, κατέπεσαν τὰ τείχη τῆς πόλεως καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῶν οἰκημάτων καὶ κατ’ ἐξαίρεση ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Τρωαδησίων Ἐμβόλων μέχρι τοῦ Χαλκοῦ Τετραπύλου.
Οἱ μετασεισμικὲς δονήσεις συνεχίσθηκαν ἐπὶ τρεῖς ὁλόκληρους μῆνες, μέχρι καὶ τῆς 25ης τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος. Κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη ὁ βασιλέας ἔκανε πάνδημες λιτανεῖες καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσευχόταν στὸν Θεὸ λέγοντας: «Κύριε, μετανοοῦμε, λύτρωσέ μας ἀπὸ τὴ δίκαιη ὀργή Σου καὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματά μας. Ἔσεισες πράγματι τὴ γῆ καὶ τὴν συντάραξες ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς κάνεις νὰ συναισθανθοῦμε τὰ παραπτώματά μας καὶ νὰ δοξάζουμε Ἐσένα τὸν μόνο ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό μας».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ 

Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ ἦταν μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίου Στεφάνου Ἱεροσολύμων. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου

Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ( 11 Νοεμβρίου) ἀπὸ τὴ νῆσο Πρίγκηπο στὴ μονὴ Στουδίου, ποὺ ἔγινε κατὰ τὸ ἔτος 844 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου Α’ (842 – 846 μ.Χ.). Τὸ ἱερὸ λείψανο εἶχε διαφυλαχθεῖ σῶο, ἀκέραιο καὶ ἀδιάλυτο σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε οὔτε τὸ δέρμα νὰ μὴν πάθει τὴν παραμικρὴ ἀλλοίωση.

Μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου μετακομίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἐξορισθέντος ἀδελφοῦ του, Ἰωσὴφ τοῦ Θεσσαλονίκης ( 14 Ἰουλίου).
Καὶ τὰ δυὸ ἱερὰ σκηνώματα τὰ ἀπέθεσαν δίπλα στὴ σωρὸ τοῦ μακαρίου Πλάτωνος, τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Κλήμης 

Ὁ Ὅσιος Κλήμης ὑπῆρξε γόνος εὐσεβῶν Χριστιανῶν ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἐκκλησιαζόταν καὶ μαθήτευε στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ψαλμωδίες.

Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἀσκητεύοντας στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Μελετίου στὸν Κιθαιρώνα κοντὰ σὲ αὐτὸν τὸν μεγάλο Ἀσκητή. Ἐκεῖ διέλαμψε στὴ σιωπή, τὴν ὑπακοή, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἔλεγε τὴν καρδιακὴ προσευχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ» καὶ ἡ καρδιά του γέμιζε ἀπὸ παρηγοριὰ καὶ χάρη. Μέσα στὶς λίγες αὐτὲς λέξεις συμπύκνωσε ὁλόκληρη τὴ θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὶς Ἀκολουθίες ποὺ γίνονταν στὸ ναό, ἦταν μεταμορφωμένος.

Ἕνας ἀδελφὸς τῆς μονῆς, ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος, κάποιο βράδυ, εἶδε τὸν Ὅσιο νὰ προσεύχεται καὶ νὰ στέκεται ὑψούμενος στὸν ἀέρα. Ὁλόκληρος ἦταν λουσμένος στὸ φῶς. Ὁ Ἰάκωβος κοίταζε καὶ δὲν χόρταινε νὰ βλέπει τὸ θεῖο θέαμα. Ἔνιωσε τέτοια συγκίνηση, ποὺ γύρισε πίσω στὴ μονὴ καὶ μίλησε στοὺς ἄλλους μοναχοὺς γιὰ τὴν ἐμπειρία του καὶ γι’ αὐτὸ ποὺ εἶδε. Ἔτσι ὁ ἰσάγγελος Κλήμης, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα καὶ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦρθε στὸ ὄρος τοῦ Σαγματᾶ, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν πόλη τῶν Θηβῶν καὶ συνέχισε τὴν ἄσκησή του σὲ ἕνα ἀπόκρημνο σπήλαιο.

Μόλις ὁ Ὅσιος μπῆκε στὸ σπήλαιο, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ χάρισε ἕνα ἀχειροποίητο κελί. Ὁ τόπος αὐτὸς ἔγινε ἡ γῆ τῶν ἀσκητικῶν παλαισμάτων αὐτοῦ, δηλαδὴ τῶν δακρύων, τῆς εὐχῆς, τῆς νηστείας καὶ τῆς αὐστηρῆς ἀσκήσεως. Ἐκεῖ ἔμεινε πολλὰ χρόνια καὶ συγκέντρωσε γύρω του πλῆθος μοναχῶν, τοὺς ὁποίους καθοδηγοῦσε θεοφιλῶς.

Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ Θεόν, ὁ Ὅσιος Κλήμης κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1111 μὲ εἰρήνη. Λίγο πρὶν παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, κάλεσε τοὺς συμμοναστές του καὶ τοὺς εἶπε: «Σᾶς χαιρετῶ, ἀδελφοί μου. Σᾶς ἀφήνω τὴν εὐλογία μου. Θὰ προσεύχομαι γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ ἐσᾶς. Καὶ ἐλπίζω σύντομα νὰ συναντηθοῦμε. Συγχωρεῖστέ με γιὰ ὅτι σᾶς λύπησα. Προσευχηθεῖτε νὰ δεχθεῖ ὁ Κύριος τὴν ψυχή μου. Καὶ νὰ μὲ ἀξιώσει νὰ συναντήσω τὸν Ὅσιο Γέροντά μου, τὸν Μελέτιο καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ φίλημα τῆς ἀγάπης». Δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ περισσότερα. Σήκωσε τὸ χέρι καὶ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ βρέθηκε στὴν ἀνέσπερη λαμπρότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ τίμια κάρα τοῦ Ὁσίου Κλήμεντος, ἀναβλύζουσα τὴ Χάρη καὶ τὴν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σαγματὰ Βοιωτίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σαγματίου τὸ Ὄρος Πάτερ ἡγίασας, τῇ ἰσαγγέλῳ ζωῇ σου Κλήμη μακάριε, Ἀθηνῶν θεοειδὲς καὶ θεῖον βλάστημα· σὺ γὰρ ἐν στύλῳ ὑψωθείς, ὅλος μετάρσιος τὸν νοῦν, ἐδείχθης τῇ πολιτείᾳ. Καὶ νὺν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Βλαστήσας σεπτῶς, ἐξ Ἀθηνῶν μακάριε, ἀσκήσει στερρᾷ, ἐν Σαγματίῳ ἔλαμψας· ἀρθεὶς ἐπὶ τοῦ στύλου γάρ, τῶν Ἀγγέλων ἐγένου συνόμιλος· μεθ’ ὧν συνὼν δυσώπει ἀεί, ὦ Κλήμη ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

 

Μεγαλυνάριον.
Κλῆμα τῆς ἀσκήσεως μυστικόν, Κλήμη θεοφόρε, ἀνεδείχθης ταῖς ἀρεταῖς, καὶ πᾶσι παρέχεις, τῆς πρὸς Χριστὸν ἀγάπης, καὶ ἐναρέτου βίου, τὸ νέκταρ Ὅσιε.

Ὁ Ἅγιος Δαυΐδ βασιλεὺς τῆς Γεωργίας 

Ὁ Ἅγιος Δαυΐδ καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Γεωργίας καὶ βασίλευσε κατὰ τὰ ἔτη 1089 – 1130. Ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλιὰ τῆς Γεωργίας, Γεωργίου τοῦ Β’ καὶ ἐπονομαζόταν Ἰσχυρὸς ἢ Ἐπανορθωτής.
Ἐπὶ τῆς βασιλείας του ἡ χώρα του εἶχε κατακλυσθεῖ ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους Τούρκους. Ὁ Ἅγιος, ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὶς ἐσωτερικές τους ἔριδες καὶ διχόνοιες, κάλεσε τὸν λαὸ στὰ ὅπλα καὶ μετὰ πολλὲς μάχες κατέλαβε τὴν Τυφλίδα. Ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀνήγειρε πολλοὺς ναοὺς καὶ ἀνακαίνισε τοὺς παλαιοὺς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβειά του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος

Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος τοῦ Βγιαζνικόφσκϊυ ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τῆς πόλεως Βγιαζνίκι τῆς Ρωσίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1592.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ Μητροπολίτης Νόβγκοροντ καὶ Ἁγίας Πετρούπολης 

Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1801.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Μάρτυρας Μητροπολίτης Καζάν

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος μαρτύρησε τὸ ἔτος 1937.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς περιοχῆς τῆς Ναζιανζοῦ, ποὺ λεγόταν Ἀριανζός, τὸ 330 μ.Χ.

Ναζιανζηνὸς ὀνομάσθηκε, ἐπειδὴ ἔζησε τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στὴ Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καὶ τὸ πατρικό του σπίτι. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρὶν γίνει Ἐπίσκοπος, ἕνας πολὺ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στὸν δημόσιο βίο καὶ ἀνῆκε σὲ μία ἰουδαῖο-ἐθνικὴ αἵρεση ποὺ λεγόταν τῶν «Ὑψισταρίων». Ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Νόννα, ἦταν Ὀρθόδοξη. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀρετή της ἐπηρέασαν τὸν σύζυγό της καὶ τὸν ἔκαναν νὰ μεταστραφεῖ στὴν ἀληθινὴ πίστη.

Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καὶ Νόννα, δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ ἱκέτευαν τὸν Θεὸ νὰ χαρίσει σὲ αὐτοὺς τὴν χαρὰ τῆς τεκνοποιΐας. Καὶ πράγματι, ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε καὶ ἡ Νόννα γέννησε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο πρὶν ἀκόμα αὐτὸς γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἂν τὸν ἀφιερώσει στὸν Θεό. Πολλὲς φορὲς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραβάλλει τοὺς γονεῖς του μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴ Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σὲ μεγάλη ἡλικία ἀπέκτησαν τὸν Ἰσαάκ.

Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νὰ μορφώσουν καὶ νὰ ἐμφυσήσουν στὸν πρωτότοκο υἱό τους τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ γράμματα καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐνέπνευσαν σὲ αὐτὸν ἔντονη καὶ βαθιὰ θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτὸς ἀπὸ εὐσέβεια καὶ πνευματικότητα, ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό του νὰ ζήσει μὲ ἁγνεία καὶ παρθενία.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, χάρη στὴν δυνατότητα ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρὲς σπουδές. Σπούδασε σὲ ὅλα τὰ τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ: τὴ Ναζιανζό, τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν Ἀντιόχεια, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Ἀθήνα. Ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καὶ ἡ Ρώμη δὲν εἶχε τότε κάτι ἀξιόλογο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Στὶς πόλεις αὐτὲς μελέτησε τὶς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καὶ ἄκουσε τοὺς σοφότερους διδασκάλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Δίδυμο τὸν Τυφλό, ποὺ τότε διηύθυνε τὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τοὺς φιλόσοφους Θεσπέσιο στὴν Καισάρεια καὶ Ἰμέριο καὶ Προαιρέσιο στὴν Ἀθήνα. Γιὰ τὸν Προαιρέσιο γίνεται δεκτὸ ὅτι ἦταν Χριστιανός.

Οἱ σπουδὲς δὲν ἔκαναν τὸν Ἅγιο νὰ ἐπαρθεῖ. Ἀντίθετα, κατάλαβε ὅλη τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τῆς σοφίας του. Ἔνιωσε, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστὰ στὴν γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Σαοὺλ ποὺ ἔτρεχε χωρὶς νὰ ξέρει. Αὐτὸ ποὺ τελικὰ βρῆκε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο». Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς τῆς φιλίας του μὲ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὔρημα καὶ ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.

Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του ὁ Ἅγιος, ἦταν ὥριμος ἄνδρας ἡλικίας 30 ἐτῶν. Ὅμως δὲν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καὶ ἀγωνιοῦσε νὰ μὴν πεθάνει, πρὶν ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του καὶ βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε  ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Ἀθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολὺ καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεός, νὰ βοηθήσει νὰ μὴν πνιγεῖ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.

Τὸ βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τὸ ἐπακολούθησε συνειδητὸς πνευματικὸς ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. Ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση, τὴν πνευματικὴ πρόοδο, τὴ θέωση. Μαζὶ μὲ τὸν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καὶ ὁμόψυχό του Ἅγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στὸν Πόντο καὶ παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ὁ ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ γινόμαστε βιαστὲς τῆς βασιλείας Του. Ἀξιώθηκαν καὶ οἱ δυὸ μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιὰ τὶς πνευματικές του ἐμπειρίες καὶ τὰ οὐράνια χαρίσματα ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτὲς πρέπει νὰ ἦταν πολὺ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε μὲ αὐτὰ τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τὸν Κύριο τῆς Δόξας καὶ ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ εἶδε τὰ ἄρρητα ρήματα, τὴ δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Γρήγορα κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Γρηγόριο στὴν διακονία Του. Τὰ τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στὴ Ναζιανζό. Ὁ Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ βοηθὸ καὶ συνεργάτη στὴ «νυκτομαχία», ὅπως χαρακτήριζε τὴν ἱεροσύνη, θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἐπειδὴ ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του ὄχι μόνο τὸν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλὰ καὶ τὸν ζηλωτὴ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τὴν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τὸ βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατὰ σάρκα καὶ πνευματικὸς πατέρας), ποὺ ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νὰ εὐλαβεῖται. Ἔκανε ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου καὶ χειροτονήθηκε. Ἀμέσως μετὰ τὴν χειροτονία του ζήτησε ἀνακούφιση στὴν μόνωση καὶ τὴν προσευχή. Ἀποσύρθηκε λοιπὸν στὸ ἐρημητήριό του, στὴ γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ βρῆκε τὴ γαλήνη καὶ τὴν πορεία του. Καὶ ἐπέστρεψε μὲ εἰρήνη στὴν καρδιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ πνευματικό του ἔργο, ποὺ τὸ ἄρχισε μὲ τὸν περίφημο θεολογικὸ λόγο περὶ τοῦ Πάσχα καὶ τὴ δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.

Διακονοῦσε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο της μικρῆς πόλεως Σάσιμα. Σκοπὸς του ἦταν νὰ περιφρουρήσει τὴ δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς διεκδικήσεις ἐνὸς νέου Μητροπολίτη, τοῦ Τυάνων Ἀνθίμου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔθλιψε ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν Γρηγόριο. Ἀντέδρασε. Ἐξέφρασε τὴν πικρία του. Τελικὰ ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ποτὲ στὰ Σάσιμα. Ἕνα χρονικὸ διάστημα ἔμεινε στὴ Ναζιανζό, ὡς βοηθὸς τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στὴν παράκλησή του. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος κοιμήθηκε, τὸ 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νὰ ποιμαίνει τὴν Ἐκκλησία τῶν Ναζιανζῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρὶς νὰ παύσει νὰ τοὺς παρακαλεῖ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χειροτονήσουν τὸν κανονικό τους Ἐπίσκοπο. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ἀργοῦσε, στεναχωρημένος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία στὴν προσευχὴ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ πέντε σχεδὸν ἔτη μελετώντας καὶ συγγράφοντας.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στὴν Πόλη δέσποζαν οἱ Ἀρειανοί. Ἦταν τόση ἡ διάδοση καὶ ἡ ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσι στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ κηρύττει σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ὁ ἴδιος διαμόρφωσε σὲ ναὸ καὶ τὸ ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδὴ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐξεφώνησε τὰ περίφημα θεολογικὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐπίδρασή τους καὶ ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ Ἀρειανοὶ φανατικοί, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν. Τὸν ἔβρισαν. Τὸν κακολόγησαν. Τὸν κτύπησαν. Τὸν γρονθοκόπησαν. Τὸν λιθοβόλησαν. Ἔβαλαν μάλιστα καὶ κάποιον νὰ τὸν φονεύσει. Καὶ θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ νικημένος ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη τῆς πραότητάς του, ὁμολόγησε στὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε πάει νὰ τὸν σφάξει.

Μὲ ὅπλο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, νικοῦσε τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως σὰν τὸν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ Ἀρειανοὶ ὅλο καὶ λιγόστευαν. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τὸν κατέστησε τὸ ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καὶ τὸν ἐνθρόνισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν ὀρθὴ κρίση. Μερικοὶ μεθυσμένοι ἀπὸ φθόνο κάκιζαν τὸν Ἅγιο, διότι δὲν πίεζε τὸν βασιλέα νὰ ἀφαιρέσει τὶς ἐκκλησίες ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀπαγορεύσει νὰ τελοῦν τὴν λατρεία τους. Σὲ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς λόγχες τοῦ Καίσαρος καὶ ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετὴ σὰν ὅπλο ἡ ἀλήθεια. Καὶ πράγματι, ἡ ἀλήθεια νίκησε.

Τὸ ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Πρόεδρος ἦταν ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας. Αὐτὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καταδίκασε τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τοὺς Πνευματομάχους – Εὐνομιανοὺς καὶ συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τὸ διαμόρφωσε στὴν σημερινή του μορφή. Ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη, ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἀπολλιναρισμό, ποὺ διαιροῦσε τὸν ἄνθρωπο σὲ τρία μέρη (σῶμα, ψυχὴ καὶ νοῦ) καὶ δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τὸν Χριστὸ ἀτελὴ καὶ ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅμως κατέστρεφε τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετὶ ποὺ δὲν προσλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καὶ ἀνίατο. Τρίτον, ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν ἀπόλυτο προορισμό, τὸν ὁποῖο δίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καὶ ὁ Λούθηρος καὶ ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου, Ἅγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος τὸν τίμησε ὡς Ἀπόστολο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρὸ ἐπικήδειο, λόγο ποὺ ἄρχιζε μὲ τὰ λόγια: «ηὔξησεν ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν Ἀποστόλων». Διάδοχός του στὴν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ κλίμα ἄλλαξε. Ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο, ὁ Πέτρος ὁ Β’, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας, μὲ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ Μακεδόνες Ἐπισκόπους. Αὐτοὶ ἤδη εἶχαν πάρει θέση ἐχθρικὴ ἔναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δὲν τὸν ἀναγνώριζαν σὰν κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπειδὴ τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὰ Σάσιμα. Καὶ εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τὸν Μάξιμο τὸν Κυνικό, ποὺ ἦταν μὲν Ὀρθόδοξος ἀλλὰ ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν ἕνα αἰνιγματικὸ πρόσωπο. Ὁ Πέτρος ἔθεσε στὴν Σύνοδο τὸ θέμα τῆς κανονικότητας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τὴν δύναμη νὰ συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρὸς τὴν ὑποστήριξη τῶν Ἐπισκόπων εἶχε καὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀηδίασε καὶ παραιτήθηκε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Δὲν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ. Ἂν ἐγὼ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στὴν Ἐκκλησία, ρίχνω τὸν ἑαυτό μου στὴ θάλασσα». Εὐθὺς μετὰ τὴν παραίτησή του λειτούργησε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει τὸ ποίμνιό του. Καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ περιμένει νὰ λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Ἐπέστρεψε στὴ Ναζιανζὸ καὶ γιὰ λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιὰ νὰ γαληνεύσει.

Ὁ Ἅγιος, σὲ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ κάνει σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ ὅσα συμβαίνουν ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔτσι λέγει, πρέπει νὰ ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τὴν ὕπαρξη ἑνότητας στοὺς κοσμικοὺς ὀργανισμούς, στὶς πόλεις, στοὺς οἴκους, στὸ στράτευμα καὶ ὅμως νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν κατ’ ἐξοχὴν κήρυκα καὶ θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς πιστούς της.

Βεβαίως ἡ ἀποχώρησή του δὲν σήμαινε ὅτι θὰ ἔπαυε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνότητας καὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὰ δύο αὐτὰ ὑπέρτατα ἀγαθά.

Τὸ ἔτος 383 μ.Χ. ἡ ὑγεία του ὑπέστη σοβαρὸ κλονισμό. Πρότεινε ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Πρεσβύτερο Εὐλάλιο καὶ ἀποσύρθηκε ὁριστικὰ στὴν ἡσυχία τῆς Ἀριανζοῦ, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στὴν ἁγιότατη Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ μαρτυρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας ποὺ ὀνομάζεται Δομνίνου, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ μετέφερε ἀπὸ τὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς λίγα. Δὲν ἔχουν τὴν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρὰ ταῦτα ἔχουν βάθος καὶ δύναμη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλου. Τὰ ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε ἡ μεγαλύτερη πηγὴ τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. 
Ὁ ποιμενικὸς αὐλὸς τῆς θεολογίας σου, τὰς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γὰρ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καὶ τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τὰς συμπλοκὰς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν ἐξυφανθέντα τὴν Ἐκκλησίαν, ἐστόλισας, ὃν καὶ φοροῦσα σὺν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ οὐράνιος θεῖος νοῦς, στόμα τὸ πυρίπνουν, ὁ τῆς χάριτος ὀφθαλμός, σάλπιγξ εὐσεβείας, πηγὴ θεολογίας, ὑπερκοσμίων μύστης, σοφὲ Γρηγόριε.

Ὁ Ὅσιος Πούπλιος

Ὁ Ὅσιος Πούπλιος καταγόταν ἀπὸ βουλευτικὸ τάγμα. Πατρίδα του ἦταν ἡ πόλη Ζεῦγμα, ποὺ ἦταν κτισμένη κοντὰ στὴν ὄχθη τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ.

Ὁ Ἅγιος ἀνέβηκε σὲ ἕνα ψηλὸ ὄρος, τὸ ὁποῖο δὲν ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν παραπάνω πόλη περισσότερο ἀπὸ τριάντα στάδια καὶ ἔκτισε ἐκεῖ ἕνα μικρὸ κελί. Ὅλη του τὴν περιουσία, ποὺ εἶχε ἀπὸ πατρικὴ κληρονομιά, τὴν μοίρασε στοὺς φτωχοὺς καὶ ὁ ἴδιος ζοῦσε βίο ἀσκήσεως, προσευχῆς καὶ ἀρετῆς. Ἐπειδὴ ἡ φήμη του ἔγινε παντοῦ γνωστή, ἔσπευσαν πολλοὶ κοντὰ του νὰ ἀγωνισθοῦν μαζί του καὶ νὰ γίνουν μαθητές του. Σὲ αὐτοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κτίσουν μικρὰ κελιὰ καὶ τοὺς ἐπισκεπτόταν συχνά, γιὰ νὰ διαπιστώνει μήπως ὑπάρχει στὰ κελιά τους κάτι πέρα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν ἀπόλυτα ἀνάγκη.

Καὶ πραγματικά, ζύγιζε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἄρτο καί, στὴν περίπτωση ποὺ ἔβρισκε σὲ κάποιον ἀσκητὴ ὅτι ὁ ἄρτος ἦταν περισσότερος ἀπὸ τὸν ἀπαραίτητο, τὸν ἀποκαλοῦσε γαστρίμαργο καὶ ὑπερβολικὰ φιλόσαρκο. Καὶ ἄν, ἀκόμη, ἔβλεπε ὅτι κάποιος ἀσκητὴς εἶχε χωρίσει τὸ ἀλεύρι ἀπὸ τὰ πίτουρα, τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀπολαμβάνει τὴν τροφή. Ἀλλὰ καὶ τὴν νύκτα πήγαινε ξαφνικὰ στὴν πόρτα καθενὸς ἀσκητὴ καί, ἂν τοὺς εὕρισκε νὰ προσεύχονται, ἔφευγε πάλι σιωπηλά. Ἂν ὅμως εὕρισκε κάποιον νὰ κοιμᾶται, τοῦ κτυποῦσε τὴν πόρτα καὶ τὸν ἐπέπληττε.
Ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Πουπλίου, ἦταν ὁ Θεότεκνος καὶ ὁ Ἀφθόνιος, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀνέλαβαν τὴν προστασία καὶ ἐπιμέλεια τῶν ἀδελφῶν, ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου. Ἀφοῦ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ὅσιος Πούπλιος ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸ ἀγώνα τῆς κατὰ Χριστὸν ἀσκήσεως, παρέδωσε μὲ εἰρήνη τὴν ψυχή του στὸν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος 

Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ἀκολούθησε ἀπὸ θεῖο ζῆλο καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τὸν μοναχικὸ βίο. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου λέγει, ὅτι ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου Πουπλίου. Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Μάρης 

Ὁ Ἅγιος Μάρης, ὄντας νέος καὶ ζώντας στὸν κόσμο, ἦταν πολὺ ὡραῖος καὶ καλλίφωνος. Μὲ τὴν ὡραία του φωνὴ στόλιζε τὶς πανηγύρεις τῶν Ἁγίων, ὡς καλλιφωνότατος ψάλτης καὶ μύστης τῆς μουσικῆς. Ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ καὶ τηροῦσε μὲ προθυμία τὶς ἐντολές Του, χωρὶς ποτὲ νὰ παραβιάζει καμιὰ ἀπὸ αὐτές. Διατηροῦσε τὸ σῶμά του καθαρὸ καὶ ἀκηλίδωτο, τὸν ἴδιο καὶ τὴν ψυχή του, ἂν καὶ ἐμπορευόταν μέσα σὲ παγίδες καὶ συναναστρεφόταν κοσμικοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ Ὅσιος, ὅμως, θέλησε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν κόσμο καὶ πῆγε σὲ μία κωμόπολη, ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Ὁμήρου. Ἐκεῖ ἔκτισε ἕνα μικρὸ κελὶ καὶ κλείσθηκε μέσα ἐπὶ τριάντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ ὑπέφερε πολὺ στὴν ὑγεία του ἀπὸ τὴ μεγάλη ὑγρασία ποὺ δεχόταν ἀπὸ τὸ παρακείμενο ὄρος. Παρὰ ταῦτα ὅμως, δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει αὐτὸ τὸ κελί, ἀλλὰ παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του.

Ὁ Ὅσιος Μάρης ἀγαποῦσε τὴν ἁπλότητα καὶ ἀπεχθανόταν παντελῶς τὶς διάφορες πανουργίες. Ἀγαποῦσε ἐπίσης, τὴν πενία καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἔτσι, στὰ ἐννενήντα χρόνια ποὺ ἔζησε, χρησιμοποιοῦσε ἐνδύματα κατασκευασμένα ἀπὸ γιδίσιο μαλλὶ καὶ τὴν ἀνάγκη του γιὰ τροφὴ τὴν ἱκανοποιοῦσε μὲ ψωμὶ καὶ λίγο ἁλάτι. Ἐπειδὴ δὲ ἐπὶ πολλὰ χρόνια βρισκόταν στὸν ἔρημο τόπο, αἰσθάνθηκε τὸν πόθο νὰ δεῖ νὰ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία. Καὶ ἡ ἐπιθυμία του ἱκανοποιήθηκε. Συνέβη, τότε ποὺ τοῦ δημιουργήθηκε αὐτὸς ὁ πόθος, νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ἕνας ἱερέας, ὁ ὁποῖος καὶ τέλεσε τὴν Θεία Ἱερουργία, ἀφοῦ χρησιμοποίησε ἀντὶ γιὰ Ἁγία Τράπεζα τὰ χέρια διακόνων. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ὁσίου πληρώθηκε ἀπὸ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ ἔνιωθε ὅτι ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν οὐράνιο θρόνο τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ὁ Ὅσιος Μάρης, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Καστίνος

Ὁ Ἅγιος Καστίνος (ἢ Κηστίνος ἢ Κωνσταντίνος) καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη, εἶχε ἀξίωμα συγκλητικοῦ καὶ ἦταν ἀρχικὰ εἰδωλολάτρης. Στὴν Ὀρθόδοξη πίστη τὸν προσέλκυσε ὁ Ἐπίσκοπος Ἀργυρουπόλεως Κυριλλιανός, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος κατέφυγε, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει. Τότε ὁ Ἅγιος πούλησε ἀμέσως τὰ ὑπάρχοντά του, μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν διακονία τῆς Ἐκκλησίας.

Χρημάτισε Ἐπίσκοπος Ἀργυρουπόλεως καὶ ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια Ἐπίσκοπος Βυζαντίου ἀπὸ τὸ 230 μέχρι τὸ 237 μ.Χ. Μέχρι τὴν ἐποχὴ του ὁ καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Βυζαντίου ἦταν στὴν παραθαλάσσια περιοχὴ τοῦ Γαλατᾶ. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἔκτισε νέο ναὸ πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας.
Ὁ Ἅγιος Καστίνος, ἀφοῦ χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν εὐλεβέστατο Τίτο, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Μεδούλη καὶ ἡ συνοδεία της 

Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησαν διὰ πυρός, ἡ Ἁγία Μάρτυς Μεδούλη καὶ ἡ συνοδεία της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώ 

Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Ἀπολλὼ ἐγράφη ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερώνυμο. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο στὴν περιοχὴ τῆς Αἰγύπτου. Ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ φθάσει σὲ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας, χαρίζοντάς του τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ αὐτὸ τῆς θαυματουργίας. 
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλὼ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βρετάννιος ὁ Ὁμολογητής

Ὁ Ἅγιος Βρετάννιος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Τομισοῦ, τῆς σημερινῆς πόλεως Κωστάντζας τῆς Ρουμανίας. Ὑπῆρξε Ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ αὐτοκράτορα καὶ ὀπαδὸ τῶν Ἀρειανῶν, Οὐάλη (364 – 378 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ὁ Σκευοφύλαξ 

Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ 

Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς, κατὰ κόσμο Μητροφάνης, ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὸ Νοβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἐγκατέλειψε κρυφὰ τὴν πατρική του οἰκία καὶ εἰσῆλθε στὴ μονὴ Ὀτρὸχ τῆς πόλεως Τβέρ, ὅπου ἔγινε μοναχός. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀναζητοῦσαν παντοῦ. Ὅταν τὸν βρῆκαν, τὸν παρακάλεσαν νὰ ἔρθει κοντά τους καὶ νὰ μονάσει σὲ κάποια μονὴ τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἔπραξε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν γονέων του καὶ συνέχισε τὸν ἀσκητικό του βίο στὴ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νόβγκοροντ. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀπεστάλη ὡς Ἀρχιμανδρίτης στὴ μονὴ Γιοῦρεφ.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυΐδ ( 21 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξελέγη, τὸ ἔτος 1325, Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετὰ τέσσερα χρόνια ὑπέβαλε τὴν παράκληση νὰ ἀποσυρθεῖ καὶ νὰ ζήσει ἀσκητικά, μέσα στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Τὸ 1330 ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Κολμώφ, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε γιὰ πολύ. Βρῆκε ἕνα ἔρημο τόπο στὴν περιοχὴ Ντερεβγιανίτσα, ὅπου κατέφυγε καὶ ἀνήγειρε ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.

Τὸ 1354 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος (1354 – 1355, 1364 – 1376), ἀπὸ βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Μωϋσέως, τοῦ ἔδωσε τὸ προνόμιο νὰ φορεῖ πολυσταύριο.
Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξακολούθησε τὸ θεάρεστο ἔργο του. Ἀνήγειρε πολλὲς ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸ Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1362. Τὸ ἱερὸ λείψανό του διατηρήθηκε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ροστὼβ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς ἔζησε στὴν Ρωσία μεταξὺ τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Πανφουτίου Βορόφκ. Τὸ 1506 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1516.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Αὐξέντιος ὁ Νεομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Αὐξέντιος, γεννήθηκε τὸ 1690 στὴν ἐπαρχία Βελλᾶς ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Σὲ νεαρὴ ἡλικία μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δούλευε τὴν τέχνη τῶν γουναράδων, στὸ χάνι τὸ λεγόμενο Μαχμοὺτ – Πασᾶ. Ἐπιθυμήσας τέρψεις καὶ ἡδονὲς ἐγκατέλειψε τὴν τέχνη του καὶ προσλήφθηκε στὰ βασιλικὰ καράβια. Ἐκεῖ ξεφαντώνοντας μὲ τοὺς συντρόφους του τοὺς ἀλλόφυλους, συκοφαντήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς πὼς ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε Μουσουλμάνος. Φοβηθεῖς ἐγκατέλειψε τὰ καράβια καὶ ἀφοῦ ἀγόρασε βάρκα ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βαρκάρη. Ὅμως μεταμελήθηκε γιὰ τὰ πρότερα σφάλματά του καὶ καταλήφθηκε ζωηρὰ ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Σὲ τυχαῖα συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Σύγκελλο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, Γρηγόριο Ξηροποταμηνό, τοῦ ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του αὐτό. Λίγο ἀργότερα ὁ Αὐξέντιος ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ κάποιους ναυτικοὺς τοῦ τουρκικοῦ στόλου, οἱ ὁποῖοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο. Ἐκεῖ, παρὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι εἶναι Χριστιανός. Στὴν φυλακὴ τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Σύγκελλος Γρηγόριος καὶ τὸν ἐνθάρρυνε νὰ σταθεῖ μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα, γιὰ νὰ λάβει λαμπρὸ τὸ στεφάνι τῆς νίκης ἀπὸ τὸν ἀθλοθέτη Θεό. Ἀνακρινόμενος καὶ πάλι ὁ Αὐξέντιος εἶπε: «Ἐγὼ Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω». Μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὁ κριτὴς ἐξέδωσε ἀπόφαση νὰ ἐκτελεσθεῖ διὰ ξίφους. 
Ἔτσι ὁ Μάρτυς Αὐξέντιος ὑπέμεινε τὸ μαρτύριο, ἀποκεφαλισθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 1720. Ἡ τιμία κάρα αὐτοῦ, σώζεται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παραμυθίας ἐν Ρωσίᾳ

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος τῆς Παραμυθίας μεταφέρθηκε στὴ Μόσχα τὸ ἔτος 1640 ἀπὸ τοὺς Κοζάκους. Ὑπάρχει γραπτὴ μαρτυρία, ὅτι σὲ πυρκαγιὰ ποὺ ξέσπασε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ζαμοσκβόρετς, στὸν ὁποῖο αὐτὴ φυλασσόταν, ἡ εἰκόνα δὲν ἔπαθε τίποτα. Ἡ Παναγία ἀποκαλύφθηκε σὲ ὅραμα μιᾶς ἄρρωστης γυναίκας κατὰ τὸ ἔτος 1760 καὶ ὅταν ἐκείνη πῆγε νὰ προσκυνήσει, θεραπεύθηκε. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα φυλάσσεται σήμερα στὴ Μόσχα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα

Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος, κατὰ κόσμο Ἀλέξιος Μοϊσέεβιτς Κοπέβ, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μπόμπυλι τῆς ἐπαρχίας Καλούγκα τῆς Ρωσίας. Τὸ 1832 παρακολούθησε τὰ μαθήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου τοῦ Μπορὸφκ καὶ τὸ 1836 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Καλούγκα. Τὸ 1853 ἀποσύρθηκε, γιὰ νὰ μονάσει στὴν ἡσυχία καὶ στὴν σιωπή, στὴν ἔρημο τῆς Ὄπτινα. 
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1894.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ἐκ Γεωργίας

Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, κατὰ κόσμο Γεράσιμος, γεννήθηκε στὶς 25 Νοεμβρίου 1825 στὸ χωριὸ Βάκχβι τῆς Γεωργίας. Σπούδασε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Συνέχισε τὶς σπουδές του στὴν Ψυχολογία, τὴ Θεολογία καὶ τὴ Φιλοσοφία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στὴν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1896.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Κιέβου 

Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε τὴν 1η Ἰανουαρίου 1848 στὸ χωριὸ Μάλιε Μορόσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπὼφ τῆς Ρωσίας. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο καὶ ἔπειτα σπούδασε στὴ θεολογικὴ σχολὴ τοῦ Κιέβου. Ὅταν τὸ 1874 ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του, διορίσθηκε ὡς καθηγητὴς στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τοῦ Ταμπώφ, ὅπου καὶ νυμφεύθηκε.

Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε κλήση πρὸς τὴν ἱεροσύνη. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1882, χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ τοποθετεῖται στὸ ναὸ τοῦ Κοζλώφ. Ἡ πρώτη δοκιμασία δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Στὴν ἀρχὴ τῆς ἱερατικῆς του διακονίας, μαζὶ μὲ τὸν σταυρὸ τῆς ἱεροσύνης, σηκώνει καὶ τὸν σταυρὸ τῆς χηρείας. Τὸ 1886 ἀπεβίωσε ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός του καὶ λίγο ἀργότερα τὸ μονάκριβο παιδί του.

Ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ἁγίου ἦταν ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ πολύπαθου Ἰώβ. Φεύγει πλέον ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀκολουθεῖ τὴ μοναχικὴ ὁδό. Ἐγκαταβιώνει σὲ μονὴ τοῦ Κοζλὼφ καὶ στὶς 6 Φεβρουαρίου 1886 κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βλαδίμηρος. Τὸ ἔτος 1888 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπός της πόλεως Σταρορούσκϊυ καὶ καλεῖται νὰ διακονήσει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀφιερώνεται ὁλόψυχα στὸ πολύπαθο καὶ ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Ὅλοι ἀναγνώριζαν στὸ πρόσωπό του τὸν ἀληθινὸ ποιμένα καὶ πατέρα καὶ τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ τὸν γνησιότατο μιμητή.

Στὶς 19 Ἰανουαρίου 1891 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Σαμάρα, τὸ 1892 Ἀρχιεπίσκοπος Καρτάλιν καὶ Καχεζίας καὶ στὶς 21 Φεβρουαρίου 1898 Μητροπολίτης Μόσχας. Τὸ ποιμαντικό, φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικό του ἔργο εἶναι τεράστιο. Διακόπτεται, ὅμως καὶ πάλι, ὅταν ἐκλέγεται, στὶς 23 Νοεμβρίου 1912, Μητροπολίτης τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τὸ 1915 ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀναθέτει τὰ καθήκοντα τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου.

Σὲ κάθε τόπο ποὺ διακονοῦσε ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος ἄφηνε τὰ ἴχνη τῆς ἁγιότητάς του. Κυριολεκτικὰ δαπανοῦσε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τὰ χρόνια ἦταν δύσκολα. Τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα ἄρχισε νὰ φουντώνει. Ὁ Ἅγιος προβλέποντας τὰ μέλλοντα, μιλώντας πρὸς τοὺς σπουδαστὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Μόσχας, ἔλεγε: «Ἴσως νὰ πιστεύετε ὅτι ὁ Πνευματικὸς ἄρτος ποὺ δίδει ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο ἔχει γίνει πολὺ σκληρός, γιὰ νὰ φαγωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιὰ τὸ ποιοὶ ἐμεῖς εἴμαστε καὶ τί κάνουμε γιὰ τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς μας. Οἱ ἀδελφοί μας πεινᾶνε. Εἶναι στὸ σκοτάδι. Καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἐργασθοῦμε, γιὰ νὰ φωτίσουμε τὴν ζωή τους μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα».

Τὰ γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) ἀποτέλεσαν, γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ Κιέβου, τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐπιχειρήσουν τὴν ἀνεξαρτησία τους. Τὸ Οὐκρανικὸ συμβούλιο πίεσε τὸν Ἅγιο νὰ προβεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ αὐτονομία. Ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔπραξε καὶ τὸν ἐκθρόνισαν. Ἔτσι κατέφυγε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Δὲν θέλησε νὰ ὑποχωρήσει παρὰ τὶς ἀπειλές.
Τὰ γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μπολσεβίκων δὲν ἄφησαν ἀνεπηρέαστο  τὸ Κίεβο, τὸ ὁποῖο καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν ἐπαναστατικὸ στρατό. Στὶς 23 Ἰανουαρίου 1918 οἱ ἐπαναστάτες ἔφθασαν στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἐκτέλεσαν. Τὸ μόνο ποὺ ζήτησε, πρὶν τὸν ἐκτελέσουν, ἦταν νὰ τοῦ χαρίσουν λίγη ὥρα, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ὁσία Μαργαρίτα 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ὁσίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Ἐλισάβετ ἡ Ὁσιομάρτυς 

Ἡ Ἁγία Ἐλισάβετ γεννήθηκε στὴ Δαρμστάτη τῆς Γερμανίας τὴν 1η Νοεμβρίου 1864. Ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου δούκα τῆς Ἔσσης, Λουδοβίκου Δ’ καὶ νυμφεύθηκε τὸν μεγάλο δούκα τῆς Ρωσίας, Σέργιο Ἀλεξάνδροβιτς, υἱὸ τοῦ τσάρου Νικολάου Β’, στὴν Πετρούπολη στὶς 15 Ἰουνίου 1884. Κατὰ τὸ 1901 ὁ σύζυγός της διορίστηκε στρατιωτικὸς διοικητὴς τῆς Μόσχας, ὅπου καὶ δολοφονήθηκε στὶς 4 Φεβρουαρίου 1905.
Ἡ μεγάλη δούκισσα Ἐλισάβετ, μετὰ τὸν φόνο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχή. Ἀφιέρωσε τὴν ζωή της ἐξολοκλήρου στὴ φιλανθρωπία καὶ ἐμφανιζόταν σπάνια στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, γιὰ νὰ συναντᾶ τὴν νεότερη ἀδελφή της, αὐτοκράτειρα Ἀλεξάνδρα. Κατὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση νοσοκομείου τραυματιῶν καὶ τὴν περίθαλψη αὐτῶν. Κατὰ τὴν ἐπακολουθήσασα ἐπανάσταση τοῦ 1917 συνελήφθει καὶ μεταφέρθηκε στὸ Αἰκατερινμπούρκ, ὅπου καὶ φονεύθηκε στὶς 21 Ἰουλίου 1918, τρεῖς μέρες μετὰ τὴν δολοφονία τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ἡ Ἁγία Ξένη καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἀπὸ γενιὰ τιμημένη καὶ εὔπορη. Οἱ γονεῖς της ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν νυμφεύσουν. Ἐνῶ ὅμως εἶχαν τὰ πάντα ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸν γάμο, ἐκείνη ἐγκατέλειψε τὴ νυφικὴ παστάδα, παίρνοντας μαζί της καὶ δύο πιστές της θεραπαινίδες καὶ διὰ θαλάσσης ἔφθασε στὴν πόλη τῶν Μυλασῶν. Στὰ Μύλασα μᾶλλον πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε, ὕστερα ἀπὸ συμβουλὴ τοῦ μακαρίου μοναχοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐμφανίστηκε στὴν Ὁσία μετὰ ἀπὸ θεῖο φωτισμό, ὅταν ἐκείνη πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἔγινε ὁ πνευματικός της καθοδηγητής.

Στὴν πόλη τῶν Μυλασῶν, ἡ Ὁσία Ξένη ἔκτισε ἱερὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ἐκεῖ κτίσθηκαν καὶ κελιὰ ὅπου διέμεναν ἡ Ξένη, οἱ δυὸ θεραπαινίδες καὶ λίγες ἄλλες παρθένες.
Ἡ Ὁσία Ξένη, ἀφοῦ διῆλθε τὴν ζωή της θεοφιλῶς καὶ ὁσίως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὅταν παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ στὸν Θεό, ἐνῶ ὁ ἥλιος φώτιζε τὴν γῆ, φάνηκε στὸν οὐρανὸ Σταυρός, ποὺ τὸν σχημάτιζαν ἀστέρες. Τὸν οὐράνιο αὐτὸ Σταυρὸ τὸν περιέκλειε χορὸς ἀστέρων, σὰν νὰ ἦταν, καθὼς φαίνεται, στεφάνι τῆς Ὁσίας Ξένης, μὲ τὸ ὁποῖο τὴν ἐπιβράβευε ὁ Θεὸς γιὰ τὶς νηστεῖες της, τὶς ἀγρυπνίες της καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Ξένην ἤνυσας, ζωὴν ἐν κόσμῳ, ξένην ἔσχηκας, προσηγορίαν, ὑπεμφαίνουσαν τῇ κλήσει τὸν τρόπον σου· σὺ γὰρ νυμφίον λιποῦσα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι. Ξένη ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοῖ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ’ εἰκόνα, λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ, διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ξένη τὸ Πνεῦμά σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τὸ σὸν ξενότροπον Ξένη μνημόσυνον, ἐπιτελοῦντες οἱ πόθῳ τιμῶντές σε, ὑμνοῦμεν Χριστὸν τὸν ἐν ἅπασι, σοὶ παρέχοντα ἰσχὺν τῶν ἰάσεων· ὃν πάντοτε δυσώπει, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Θάλαμον λιποῦσα τὸν νυμφικόν, ξενοτρόπως Μῆτερ, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, ᾧ καὶ νυμφευθεῖσα, τῇ ξένῃ βιωτῇ σου, ὦ Ξένη πανολβία, ἡμῶν μνημόνευε.

Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Παυσίριος καὶ Θεοδοτίων οἱ Αὐτάδελφοι Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παῦλος, Παυσίριος καὶ Θεοδοτίων ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), ἐνῶ ἡγεμόνας στὴν Κλεοπάτριδα, τὸ σημερινὸ Σουέζ, τῆς Αἰγύπτου ἦταν ὁ Ἀρειανός. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν αὐτάδελφοι κατὰ σάρκα. Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Παυσίριος ἔγιναν σὲ νεαρὴ ἡλικία μοναχοί, ἐνῶ ὁ Θεοδοτίων παρασύρθηκε ἀπὸ κακοὺς φίλους, ἔφυγε στὰ ὄρη καὶ ζοῦσε μαζὶ μὲ ληστές.

Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἡγεμόνας τῆς Κλεοπάτριδας Ἀρειανός, συνέλαβε τὸν Παῦλο καὶ τὸν Παυσίριο. Τότε ὁ Παῦλος ἦταν τριάντα ἑπτὰ ἐτῶν, ἐνῶ ὁ Παυσίριος ἦταν εἴκοσι πέντε. Μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Θεοδοτίων, ὁ ἀδελφός τους, ἄφησε τὰ ὄρη καὶ τοὺς ληστὲς καὶ κατέβηκε νὰ τοὺς δεῖ καὶ νὰ τοὺς ἀποχαιρετήσει. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ θερμάνθηκε ἡ καρδιά του καὶ ὁμολόγησε καὶ αὐτὸς ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό. Στὴν συνέχεια ὅρμησε πάνω στὸν τύραννο καὶ τὸν ἔριξε ἀπὸ τὸν θρόνο του. Ἀμέσως τότε, μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἀρειανοῦ, τοῦ πέρασαν πυρακτωμένα καρφιὰ στὰ πλευρὰ καὶ στὴν κοιλιὰ καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν. 
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Θεοδοτίων ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἐνῶ τοὺς ἀδελφοὺς Παῦλο καὶ Παυσίριο τοὺς ἔριξαν στὸ ποτάμι, ὅπου καὶ μαρτήρησαν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βαβύλας ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ Τιμόθεος καὶ Ἀγάπιος

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βαβύλας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς στὴ Θεούπολη. Στὴν πόλη αὐτὴ ἐκπαιδεύτηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ διδάχθηκε μὲ ἐπιμέλεια τὰ ἱερὰ γράμματα.

Ἀπὸ τὴ νεανική του ἡλικία ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ περιφρόνησε τὰ ἀγαθὰ τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό, μόλις πέθαναν οἱ γονεῖς του, μοίρασε τὸν πλοῦτο του στοὺς φτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀπάλλαξε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε βιοτικὴ φροντίδα, ἀνέβηκε στὸ ὄρος καὶ ἡσύχαζε, ἔχοντας μαζί του καὶ τοὺς δύο μαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Τιμόθεο. Ἔγινε μάλιστα καὶ πρεσβύτερος καὶ τίμησε ἀξίως τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης.

Ἐπειδὴ ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες κινοῦνταν νὰ προδώσουν τὸν Ἅγιο στοὺς ἄρχοντες, ἄφησε τὴν Ρώμη καὶ πῆγε στὴν Σικελία μαζὶ μὲ τοὺς δύο μαθητές του. Ἐκεῖ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ ὁδήγησε πολλοὺς μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε στὴν ψυχή του, στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία.
Ὁ ἄρχοντας τῆς Σικελίας, περὶ τὸ 310 μ.Χ., συνέλαβε τὸν Ἅγιο Βαβύλα καὶ τοὺς δύο μαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Τιμόθεο καὶ μόλις διαπίστωσε ὅτι μὲ παρρησία διεκήρυτταν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ Ἀληθινό, ἄρχιζε νὰ τοὺς βασανίζει. Ὅμως οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀντιμετώπιζαν μὲ καρτερία τὰ βασανιστήρια. Τελικὰ οἱ Ἅγιοι κατεσφάγησαν καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους τὰ ἔριξαν στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ καοῦν. Ἡ φωτιὰ ὅμως δὲν τὰ ἔβλαψε καθόλου καὶ διαφυλάχτηκαν σῶα καὶ ἀβλαβή. Ἔτσι τὰ πῆραν οἱ πιστοὶ καὶ τὰ ἐνταφίασαν στὸ νησὶ τῆς Σικελίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος

Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος στοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες εἶχε ὡς παλαίστρα καὶ στάδιο, τὶς κορυφὲς τῶν ὀρέων. Δὲν ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕναν τόπο, ἀλλὰ συνεχῶς μετακινεῖτο ἀπὸ τὸν ἕναν τόπο στὸν ἄλλο, στὴ Φοινίκη, στὴ Συρία, στὴν Κιλικία. Καὶ ἀσκήτευε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὶς ἐνοχλήσεις ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν κοντά του.

Ἐπὶ σαράντα πέντε χρόνια, λοιπόν, ὁ Ἅγιος ἀσκήτεψε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ δὲν χρησιμοποίησε οὔτε σκηνὴ οὔτε καλύβα, ἀλλὰ διέμενε μέσα σὲ βαθὺ λάκκο. Ὅταν ὅμως γέρασε, ὑποχώρησε σὲ κάποιους ποὺ τὸν παρακαλοῦσαν καὶ κατασκεύασε μία καλύβα. Ἔτσι συνέχισε τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα γιὰ εἴκοσι πέντε χρόνια. 
Ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἐρμογένης καὶ Μηνᾶς οἱ Μάρτυρες 

Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε ἄθλησαν οἱ Μάρτυρες. Βέβαια σὲ κάποια ἀρχαῖα μηναῖα ἀντὶ τοῦ ὀνόματος Μηνᾶς ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα Μάμας. Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τοὺς Ἁγίους Μηνᾶ τὸν Καλλικέλαδο καὶ Ἐρμογένη, ποὺ ἑορτάζουν στὶς 10 Δεκεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βάρσιμος καὶ τὰ δύο ἀδέλφια του

Καὶ οἱ τρεῖς Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους στὴν Περσία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη ἡ Μάρτυς 

Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησε ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα μετὰ τῆς Μάρτυρος Θεοδούλης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Φίλωνας ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Καρπασίας τῆς Κύπρου

Μορφὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Προσωπικότητα ἐξαιρετικὴ μὲ ζῆλο ἔνθεο «ὑπερβάλλουσα πάντας εἰς τὴν σοφίαν καὶ τὴν ἀρετήν». Φιλόσοφος καὶ ἱστοριογράφος.

Ἔτσι χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς μελετητὲς τῶν Πατέρων ὁ ἅγιος Φίλων, ὁ πιὸ γνωστὸς ἐπίσκοπος Καρπασίας. 

Ἔζησε στὰ χρόνια του Ἁγίου Ἐπιφανίου περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ. καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα.

Οἱ γονεῖς του μᾶς εἶναι ἄγνωστοι.

Ἄγνωστο μᾶς εἶναι ἐπίσης καὶ τὸ ποῦ καὶ πόθεν ἀπέκτησε τὴ μεγάλη του μόρφωση.

Ἐκεῖνο ποὺ ξέρομε, εἶναι πὼς ὁ Ἅγιός μας νεότατος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴ σύνεσή του.

Ἐπίσης καὶ γιὰ τὸν ἱεραποστολικὸ ζῆλο του γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀκόμη Καρπασίας. 

Ἡ πραότητα καὶ ἡ θεοσέβειά του, τράβηξε ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν προσοχὴ καὶ ἐκτίμηση τοῦ τότε πρωθιεράρχη τῆς Κύπρου τοῦ Μεγάλου Ἐπιφανίου. Ὁ Ἅγιος αὐτὸς πατὴρ κάλεσε ἀμέσως κοντά του τὸν νεαρὸ διάκονο, τὸν προήγαγε σὲ ἱερομόναχο καὶ τοῦ ἀνέθεσε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸ ὑψηλὸ καὶ ὑπεύθυνο ἔργο νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς Ἕλληνες κατοίκους τῆς Κύπρου. Ἡ εἰδωλολατρία ἤκμαζε ἀκόμη τότε ἀρκετὰ στὸ νησί μας. Χιλιάδες πρόβατα, μοσχάρια, ἀγελάδες καὶ ἄλλα ζῶα προσφέρονταν καθημερινὰ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες προγόνους μας θυσία στοὺς ποικιλώνυμους θεούς, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐμένεια καὶ τὴ βοήθειά τους. Ἡ κνίσα καὶ ὁ καπνὸς τῶν καιόμενων κρεάτων σκορπιόταν μακριὰ καὶ πολλὲς φορὲς θόλωνε τὸν οὐρανὸ σὲ ἀρκετὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν τόπο τῆς θυσίας. 

Ὅλους αὐτοὺς τοὺς πλανεμένους καὶ δούλους τῆς εἰδωλολατρίας ἔπρεπε νὰ καλέσει καὶ νὰ τραβήξει καὶ νὰ κατηχήσει στὴ θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ, ὁ Ἅγιος μας. Καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ ὁ ζηλωτὴς καὶ ἐνθουσιώδης κληρικὸς τὸ ἀνέλαβε μὲ τὴν ψυχή του. Τὰ χωριὰ καὶ οἱ πολιτεῖες ἔνοιωσαν πολὺ γρήγορα τὴν ἅγια παρουσία του. 

Πολὺ συγκινητικὴ μέσα στὴν ἁπλότητά της εἶναι μία προσευχή του, ὅπως μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ συναξαριστής του στὴν περίπτωση αὐτή. 

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὅπου διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἐκατέβης εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐφόρησας τὴν σάρκα τοῦ δούλου σου, καὶ ἔπαθες τόσους πειρασμοὺς ἀπὸ τὸν κόσμον, ὅπου ἐσταυρώθης, ἐτάφης καὶ ἀνέστης, ἔσωσας τὸν ἄνθρωπον, ἔτσι οἰκονόμησον καὶ τώρα, διὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἐτοῦτοι οἱ πεπλανημένοι ἄνθρωποι, ὅπου τοὺς ἐπλάνεσεν ὁ διάβολος». 

Νὰ σωθοῦν οἱ «πεπλανημένοι ἄνθρωποι». Νὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους σκοποὺς τῆς ζωῆς του. Σ’ αὐτὸν ἔχει στραμμένη ὅλη του τὴν σκέψη καὶ ὅλη του τὴ μέριμνα. Γι’ αὐτοὺς φροντίζει. Γι’ αὐτοὺς κουράζεται. Γι’ αὐτοὺς ὑποφέρει καὶ κόπους καὶ θλίψεις. Τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ σύνολό του. Στὸ μυαλό του ἀδιάκοπα μία σκέψη κυκλοφορεῖ, ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας. «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». 

Γιὰ τὴ σωτηρία τῶν «πεπλανημένων» συμπατριωτῶν του ἀγωνίζεται ὁ καλὸς ποιμήν. Καὶ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου αὐτοῦ δὲν περιορίζεται μονάχα στὴν προσευχή. Ξέρει ὁ θεοφώτιστος ἱεραπόστολος, πὼς χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ καλό, τὸ ἐποικοδομητικό, τὸ ζωντανὸ παράδειγμα. Πρέπει νὰ τὸ ποῦμε καὶ νὰ τὸ τονίσουμε ξανὰ αὐτό, ποὺ ἕνας ἀρχαῖος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας λέγει καὶ ἐπαναλαμβάνει. Ὁ ἱερέας εἶναι καὶ μένει ἕνα ἀντίτυπο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Κανένα κήρυγμα δὲν εἶναι τόσο δυνατό, τόσο ἐπιβλητικό, ὅσο τὸ καλὸ παράδειγμα. Ὁ καλὸς καὶ ἄξιος ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνει κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα στοὺς ἀνθρώπους, τὴν προτροπὴ τοῦ ἀκαταπόνητου ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ θείου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς καγῶ Χριστοῦ». 

Μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ καλοῦνται νὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἱερεῖς, καὶ ὅλοι οἱ κληρικοί. Νὰ προσεύχονται θερμὰ προτοῦ ἀναλάβουν μία προσπάθεια. Νὰ προσεύχονται γιὰ τὸν ἑαυτό τους, μὰ καὶ γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους θέλουν νὰ βοηθήσουν. Ἀλλὰ καὶ νὰ προσπαθοῦν μαζὶ μὲ τὴν προσευχή τους, νὰ προβάλουν σ’ αὐτοὺς καὶ τὸν ἑαυτὸ τοὺς ὡς παράδειγμα. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουν, πρέπει καὶ οἱ ἴδιοι νὰ εἶναι ὑποδειγματικοὶ τηρητὲς τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ ζωή τους πρέπει νὰ εἶναι ζωὴ ἁγία. Ζωὴ ποὺ νὰ ἑλκύει στὸν Χριστό. Ζωὴ ποὺ νὰ ἐμπνέει καὶ νὰ ὁδηγεῖ σ’ Αὐτόν. Χωρὶς τὸ καλὸ παράδειγμα ὅλες οἱ ἄλλες προϋποθέσεις χάνονται καὶ σβήνουν. 

Τὰ γνωρίζει αὐτὰ ὁ ἱερὸς Φίλων. Γι’ αὐτὸ μαζὶ μὲ τὶς προσευχές του ἀγωνίζεται νὰ προβάλει παντοῦ καὶ πάντα καὶ τὸν ἑαυτό του ὡς ὑπόδειγμα μιᾶς ἀνώτερης ζωῆς. Καὶ εἶναι τὸ παράδειγμά του αὐτὸ τὸ φλογερό, ποὺ θερμαίνει καὶ σκλαβώνει τὶς καρδιές. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἁγία καὶ ἐνάρετη ζωή του ποὺ αἰχμαλωτίζει στὴ θεία σαγήνη κάθε καρδιὰ ποὺ τὸν γνωρίζει καὶ τὸν ἀκούει νὰ τῆς ζητᾶ νὰ ἀποκοπεῖ, νὰ ξεχωρίσει ἀπὸ τὰ δίχτυα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ καταταγεῖ στὴ σωτήρια στρατιὰ τοῦ Χριστοῦ. 

Ὁ ζηλωτὴς αὐτὸς ἐργάτης τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ δὲν διδάσκει μονάχα μὲ τὰ λόγια καὶ τὸ ὑπέροχο παράδειγμά του. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ θαύματά του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν ἔχει πλούσια χαρτώσει καὶ μὲ τοῦτο τὸ προνομιοῦχο χάρισμα. Μὲ τὶς θερμὲς προσευχές του οἱ ἄρρωστοι θεραπεύονται. Ἡ θάλασσα γαληνεύει. Οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἀνοίγουν καὶ δροσίζουν τὴ διψασμένη γῆ καὶ παρηγοροῦν τὶς πονεμένες ψυχές. Οἱ δαίμονες φυγαδεύονται καὶ οἱ νεκροὶ ἀνίστανται. Τὰ θαύματά του ἀκολουθοῦν τὸ ἕνα τ’ ἄλλο, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ χθεσινοὶ εἰδωλολάτρες νὰ ἀπαρνοῦνται ὁλοπρόθυμα τὴ θρησκεία τῶν πατέρων τους. Νὰ συντρίβουν οἱ ἴδιοι τὰ ἀγάλματα μὲ τὰ ὁποῖα παρίσταναν τοὺς θεούς τους. Νὰ ἀσπάζονται μὲ λαχτάρα τὴ νέα πίστη καὶ νὰ βαπτίζονται. 

Κοντὰ στὴν ἐκκλησία, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του καὶ τὰ ἐρείπια ἐνὸς βαπτιστηρίου, βρίσκονται τὰ λείψανα ἐνὸς παλαιοῦ λιμανιοῦ καὶ κοντὰ ἐκεῖ ἕνα ξέβαθο μέρος ποὺ εἶναι γνωστὸ σὰν «δεξαμενὴ τοῦ Ἅϊ Φίλωνα». Σὲ τοῦτο τὸν τόπο ὁ Ἅγιος βάπτισε χιλιάδες εἰδωλολάτρες. Σ’ αὐτὸ τὸν τόπο καὶ σήμερα ὅσοι ἄρρωστοι πᾶνε μὲ πίστη καὶ λουστοῦν θεραπεύονται ἀπὸ τὶς διάφορες ἀρρώστιες ποὺ τοὺς βασανίζουν. 

Στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο φυσικὰ ὁ νεαρὸς ἐπίσκοπος δὲν τὰ βρῆκε ὅλα ρόδινα. Πολλὰ ἐμπόδια συνάντησε. Ἐμπόδια ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς ὀπαδοὺς τῆς παλαιᾶς θρησκείας. Ἐμπόδια καὶ ἀπὸ ὅλους ἐκείνους τῶν ὁποίων τὰ συμφέροντα θιγόντουσαν ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση τῆς νέας λατρείας. Ὁ Θεὸς ὅμως βοήθησε τὸν Ἅγιό μας. Γιατί πάντα ὁ Κύριος βοηθᾶ ἐκείνους, ποὺ ἀναλαμβάνουν μὲ ἁγνότητα προθέσεων καὶ ἀνιδιοτέλεια καὶ πίστη νὰ γίνουν οἱ διαγγελεῖς τοῦ θελήματός Του. Καμιὰ φορὰ ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ φαίνεται πὼς ἀργεῖ νὰ σπεύσει σὲ βοήθεια καὶ προστασία τῶν δικῶν του. Ὁ Θεὸς ὅμως ποτὲ δὲν λησμονεῖ. Καὶ ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπει κανένα ἀπὸ τοὺς ἐργάτες του. Τὸ «οὗ μὴ σὲ ἄνω οὐδ’ οὗ μὴ σὲ ἐγκαταλείπω» εἶναι βεβαίωση αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἀδιάψευστη καὶ πάντα νέα. Ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τους χριστιανοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ὅλων τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν. Δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω, λέει καὶ σὲ σένα καὶ σὲ μένα. Ἂς μὴν τὰ χάνουμε λοιπὸν στὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμούς, μὰ καὶ στὰ ἐμπόδια καὶ τοὺς διωγμούς, ποὺ οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος τούτου μποροῦν νὰ κινήσουν ἐνάντια μας. Στὶς περιστάσεις αὐτὲς ἂς κλίνουμε τὰ γόνατα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σῶματος καὶ ἂς λέμε μὲ πίστη στὸν Παντοδύναμο Ἀρχηγὸ καὶ Σωτήρα μας. 

— Κύριε, βοήθησέ μας. Δῶσε μας τὴ δύναμη νὰ μένουμε σταθεροὶ καὶ πιστοὶ στὸ θέλημά σου ὡς τὸ τέλος. Κύριε, λύτρωσέ μας. Ναί! λύτρωσέ μας, Κύριε, «ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός σου». 

Καὶ θὰ μᾶς βοηθήσει ὁ Κύριος. Θὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε δυσκολίες. Θὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὶς πλεκτάνες τοῦ ὁποιουδήποτε Φαραὼ καὶ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ φτάσουμε νικητὲς καὶ θριαμβευτὲς στὴν πολυφίλητο γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴ γῆ ὅπου βασιλεύει ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη τῶν ἀγγέλων. Ναί! θὰ μᾶς λυτρώσει ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ἐξαγάγει εἰς ἀναψυχή. Γιατί εἶναι «πιστός», εἶναι ἀξιόπιστος ὁ Θεός. Μόνο οἱ ἄνθρωποι ψεύδονται. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» διακηρύττει μὲ τὸ στόμα τοῦ Υἱοῦ του, τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ. 

Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ βλέπουμε νὰ πραγματώνεται στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἐπαληθεύει καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου μας. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες του, τὰ θρησκευτικὰ κάστρα τῆς εἰδωλολατρίας γκρεμίστηκαν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, καὶ ἡ αἱματόβρεκτη σημαία τοῦ σταυροῦ ὑψώθηκε παντοῦ.

Ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἱεροῦ ἔργου τοῦ ἁγίου πολὺ ἐκτιμήθηκε καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἐπιφάνιο, ὁ ὁποῖος ὑπακούοντας «εἰς ἀποκάλυψιν Θεοῦ», ὅπως λέει ὁ ἱστορικὸς Πολύβιος, ἔσπευσε νὰ χειροτονήσει τὸν ζηλωτὴ ἱεραπόστολο, ἐπίσκοπό της Καρπασίας. 

Μὲ τὴ χειρονομία αὐτὴ ὁ φλογερὸς κληρικὸς τοποθετήθηκε «ὡς λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Ἡ δράση του καὶ στὴ νέα θέση ὑπῆρξε καὶ πάλι ὑποδειγματική. Στὸ πρόσωπό του οἱ χριστιανοὶ βρῆκαν τὸν πατέρα, τὸν προστάτη, τὸν ὁδηγό, τὸν καλὸ ποιμένα. Τὸν ποιμένα ποὺ δὲν ζητᾶ νὰ ἐκμεταλλεύεται τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ τοῦ ποιμνίου του, γιὰ νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου. Ἀλλὰ τὸν ποιμένα ποὺ εἶναι ἕτοιμος καὶ δὲν διστάζει ποτὲ νὰ θυσιάσει καὶ αὐτὴ τὴ ζωή του ἀκόμη, ὅπως λέει ὁ Κύριος, γιὰ τὸ καλό του ποιμνίου του. 

Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ ἱερὸς καὶ γεραρὸς ἐπίσκοπος. «Σκεῦος εἰς τιμήν, ἡγιασμένον καὶ εὔχρηστον τῷ Δεσπότῃ, εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἠτοιμασμένον» (Β’ Τιμ. στ’ 21). Δηλαδὴ σκεῦος γιὰ τιμητικὴ χρήση, ἁγιασμένο καὶ εὔχρηστο στὸν Δεσπότη Χριστό, ἑτοιμασμένο γιὰ κάθε ἀγαθὸ ἔργο. Ὅπως λειώνει ἡ ἀναμμένη λαμπάδα, ἔτσι καὶ αὐτὸς ἔλειωνε ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα ποὺ ἔκαιε στὴν ψυχή του γιὰ τὸ καλό του ποιμνίου του, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν χριστιανῶν του. 

Καὶ ὁ ζῆλος του αὐτός, ἡ φλόγα αὐτὴ ποὺ ἔκαιε στὴν ψυχή του ἀδιάκοπα, εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔκαμαν τὸν μεγάλο προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τὸν κλεινὸ Ἐπιφάνιο, τὸν Φίλωνα νὰ διαλέξει καὶ ν’ ἀφήσει τοποτηρητὴ τοῦ θρόνου, ὅταν αὐτὸς χρειάστηκε νὰ ταξιδεύσει στὴ Ρώμη. Καὶ ὄχι μόνο τὸν ἀφῆκε τοποτηρητή, ἄλλα τοῦ ἔδωκε καὶ τὰ δικαίωμα κατὰ τὴν ἀπουσία του νὰ χειροτονεῖ κληρικοὺς ὅποιους ἔκρινε ἄξιους. 

Ὁ Ἅγιος Φίλων ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κήρυγμα μὲ τὸ ὁποῖο δίδασκε τακτικὰ τὸν λαό του καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα θαύματά του διακρίθηκε καὶ σὰν ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας καὶ πρὸ πάντων σὰν ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν. Τὸ σημαντικότερο ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι τὸ ὑπόμνημά του στὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος ἐπίσκοπος ἔγραψε καὶ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία καὶ μερικὰ ἄλλα. Τὸ ὄνομά του προφέρεται μὲ πολὺ σεβασμὸ ἀπὸ ὅλους καὶ θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Ἡ ἀγαθή του φήμη ξεπέρασε πολὺ νωρὶς τὰ στενὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ μας. 

Ὁ μακάριος αὐτὸς πατὴρ ἀπέθανε καὶ τάφηκε στὴν Καρπασία. Κοντὰ στὴ θάλασσα, ὅπως ἀναφέραμε, βλέπουμε καὶ σήμερα τὸν ὁμώνυμο ναό του, δεῖγμα καὶ αὐτὸ τῆς θρησκευτικῆς εὐλάβειας τῶν πατέρων μας. Σ’ αὐτὸν ἂς πετᾶμε καὶ ἐμεῖς νοερά. Ἂς γονατίζουμε μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα του καὶ ἂς ψάλλουμε μέσα μας γι’ αὐτὸν, τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ μας: 

Ἄνθρωπος μὲν τῇ φύσει ὑπάρχων, ἀλλ’ ὤφθης συμπολίτης ἀγγέλων ὡς γὰρ ἄσαρκος ἐπὶ γῆς βιοτεύσας, Φίλων πατὴρ ἡμῶν, τὰ σαρκὸς πάθη τελείως ἀπέρριψας, διὸ καὶ παρ’ ἡμῶν ἀκούεις. 

Χαῖρε Κυπρίων εὐσεβῶν ὁ γόνος, χαῖρε πολλοὺς ἐκ τῆς πλάνης σώσας, χαῖρε ὁ τῶν Κυπρίων φωστὴρ καὶ διδάσκαλος χαῖρε τῶν Καρπασέων ποιμὴν θεοπρόβλητος χαῖρε ὅτι ἠκολούθησας ἐκ νεότητος Χριστῷ χαῖρε ὅτι κατεμάρανας τῆς σαρκὸς τὰς ἠδονάς, χαῖρε τοῦ πιστοῦ λαοῦ πρόξενε, σωτηρίας χαῖρε τῶν θλιβομένων θεία παραμυθία χαῖρε πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων βαπτίσας, χαῖρε κρουνοὺς ἰαμάτων δωρήσας χαῖρε πτωχῶν τὴν φροντίδα ποιήσας χαῖρε ἡμῶν ὁ προστάτης καὶ ῥύστης, χαῖρε, Φίλων θεόσοφε, Καρπασέων ποιμήν.
Ναί! Χαῖρε, θεοπρόβλητε ποιμήν. Χαῖρε τῆς Καρπασίας, ἀκούραστε πατέρα. Χαῖρε καὶ πρέσβευε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς δοκιμαζόμενης ποίμνης σου. Ἀμήν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.

Τὸν βυθὸν τῆς σοφίας ἐρευνησάμενος καὶ τοῦ κόσμου τὴν δόξαν ἀπαρνησάμενος, τῷ Χριστῷ δὲ προσδραμῶν, Πάτερ, ἠκολούθησας, θαυματουργῶν, διδάσκων ὡς κῆρυξ τῆς χάριτος, καὶ τοῖς νοσοῦσι πᾶσι τὴν ῥώσιν δωρούμενος. Διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Φίλων θεόσοφε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἔργοις ἔλαμψας ὀρθοδοξίας πλάνην ἔσβεσας πολυθεΐας τῶν γὰρ εἰδώλων τὴν ἀπάτην κατέβαλες, καὶ τὴν σὴν ποίμνην μεγάλως ἐκόσμησας. Δία τοῦτο βοῶμέν σοι, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Φίλων μακάριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Φιλιππικὸς ὁ Πρεσβύτερος

Ὁ Ἅγιος Φιλιππικὸς ὁ πρεσβύτερος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. 
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Κομενταρήσιος

Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἅγιο ποὺ ἑορτάζει στὶς 18 Ἰανουαρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ἐρμογένης καὶ Φιλήμων Ἐπίσκοπος Καρπάθου 

Ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου στὶς 22 Ἰανουαρίου. Τὸ μαρτύριό του ἔγινε τὸ 628 μ.Χ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος (610 – 641 μ.Χ.), ἀφοῦ νίκησε τοὺς Πέρσες, πῆρε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βασιλείας του τὸν μετέφερε πάλι στὴν Ἱερουσαλήμ. Τότε δὲ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῶν βυζαντινῶν περιοχῶν τῆς Περσίας, ἔστειλε ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ πῆρε τὰ Τίμια Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου, τὰ ὁποία μετακόμισε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, δέκα ἔτη μετὰ ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ τέλος αὐτοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἐγκαίνεια τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου πλησίον τοῦ Ταύρου

Πρόκειται περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόμου στὸν Ταῦρο. Σὲ ἄλλα παλαιὰ μηναῖα ἀναγράφεται ἐσφαλμένα «πλησίον τοῦ τάφου».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ζαχαρία ἐν Κωνσταντινουπόλῃ

Ἡ Μονὴ ἀνοικοδομήθηκε ἀπὸ τὴν Ὁσία Δομνίκη ( 8 Ἰανουαρίου), ἡ ὁποία μόνασε ἐκεῖ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς 

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν πατερική του σοφία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μάρτυρας ἐκ Καζάν 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, μαρτύρησε στὸ Καζὰν τῆς Ρωσίας τὸ ἔτος 1529.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Κάντοκ ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Κάντοκ καταγόταν ἀπὸ εὐγενικὴ οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας. Οἱ γονεῖς του ἔγιναν μοναχοί. Ἵδρυσε τὴν περίφημη μονὴ Λάνσαρφαν κοντὰ στὸ Κάρντιφ, ἀλλὰ ἡ ἱεραποστολική του δράση ἐπεκτάθηκε μέχρι τὴν Κορνουάλη, τὴ Σκωτία καὶ τὴν Ἰρλανδία. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Δαυΐδ καὶ διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Φιννιανοῦ. Σώζονται καὶ μερικὰ ἀποφθέγματά του μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὰ ἀκόλουθα:

«Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πρωτότοκος θυγατέρα τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὸ φῶς τίποτε δὲν εἶναι καλό, χωρὶς τὸ φῶς δὲν ὑπάρχει εὐλάβεια, χωρὶς τὸ φῶς δὲν ὑπάρχει πίστη».

«Ὁ κάλλιστος τῶν τρόπων εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἡ καλλίστη τῶν ἀσχολιῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν. Τὸ κάλλιστο τῶν αἰσθημάτων εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Ἡ κάλλιστη λύπη εἶναι ἡ μετάνοια. Τὸ κάλλιστο ἰδίωμα ἡ μεγαλοψυχία. Ὅταν τὸν ρώτησαν τί εἶναι ἀγάπη, ἀπάντησε: Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ παράδεισος. Καὶ τί μίσος: τὸ μίσος εἶναι ἡ κόλαση. Καὶ ἡ συνείδηση; Ἡ συνείδηση εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ Θεοῦ ἐντὸς τῆς ψυχῆς».
Μαρτύρησε τὸ ἔτος 590 μ.Χ. φονευθεῖς ἀπὸ Ἀγγλοσάξονες εἰδωλολάτρες, ἐνῶ τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία. Οἱ τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Ἀόρατε βασιλεῦ, Σῶτερ Ἰησοῦ, Σὲ ἱκετεύω, προστάτευσε τοὺς Χριστιανοὺς τῆς χώρας μου».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος ὁ ἐν Κύπρῳ ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ἔζησε τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Λεύκαρα τῆς Κύπρου τὸ 1134 καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία, παρὰ τὴν θέληση τῶν γονέων του, Ἀθανασίου καὶ Εὐδοξίας, ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο, φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο. Κατέφυγε κατ’ ἀρχὰς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, στὸ ὄρος Κουτσοβέντη, ὅπου ζήτησε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀσκητέψει. Μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια στὸ διακόνημα τῆς καλλιέργειας τῶν ἀμπελώνων τῆς μονῆς, στὴ θέση «Γούπαις», μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἐπισκέπτεται γιὰ προσκύνημα τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ παρέμεινε γιὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα καὶ ὅταν ἐπέστρεψε πάλι στὴν Κύπρο, μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Χρυσοστόμου (1152 – 1158 μ.Χ.). Ζήτησε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ γίνει ἐρημίτης, χωρὶς ὅμως ἐπιτυχία. Ἡ ἄρνηση τοῦ ἡγουμένου, ὁδηγεῖ τὸν Ὅσιο νὰ ἐγκαταλείψει τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, γιὰ νὰ πάει στὸ ὄρος Λάτρος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ ἦταν μεγάλο μοναστικὸ κέντρο. Γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ πῆγε στὴν Πάφο μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βρεῖ πλοῖο ποὺ νὰ τὸν μεταφέρει ἐκεῖ. Στὸ ναύσταθμο ὅμως τῆς Πάφου συνελήφθη ὡς φυγὰς καὶ φυλακίσθηκε. Ὅταν, μὲ τὴν μεσιτεία εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἀποφυλακίζεται τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἀναζητᾶ ἐρημητήριο στὰ ἐνδότερα τῆς Μεγαλονήσου.

Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 1159, ἐπέλεξε νὰ λαξεύσει τὴν ἐγκλείστρα του, στὴν Πάφο, γνωρίζοντας ὅτι «οὐδὲν πλέον τούτου καθέξει, κἂν καὶ τοῦ ὅλου κόσμου φθάση κρατῆσαι». Ὁ Ὅσιος παρέμεινε κλεισμένος μέσα στὴν ἐγκλείστρα του ἐπὶ σάραντα ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ μορφώθηκε κατὰ τὴν  θεία καὶ ἀνθρώπινη σοφία καὶ μυήθηκε στὰ μυστικά της πνευματικῆς ἀσκήσεως. Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τὴ διαφύλαξε μὲ πολὺ προσοχὴ σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν αὔξησε καὶ τὴν ἐφάρμοσε ἀπόλυτα. Ἡ φήμη του διαδόθηκε εὐρύτατα καὶ πλῆθος Χριστιανῶν συνέρεε, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του.

Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν κόσμο λάξευσε μέσα στὰ βράχια νέα ἐγκλείστρα καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν κόσμο μόνο κάθε Κυριακή. Σὲ αὐτὴ τὴν ἀπόφασή του συνετέλεσε καὶ ἡ χειροτονία του σὲ πρεσβύτερο, τὸ ἔτος 1170, ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Πάφου Βασίλειο Κίνναμο καὶ ἡ σύσταση τῆς πρώτης ἀδελφότητας πρὸς τὸ τέλος τοῦ ἔτους 1170 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1171. Ἡ ὕπαρξη πλέον μοναχῶν διευκόλυνε τὸν Ἅγιο νὰ ἐντείνει τὸν ἐγκλεισμό, καθόσον οἱ ὑποτακτικοί του θὰ ἀναλάμβαναν τὶς ποικίλες ἀξωτερικὲς ἐργασίες τῆς μονῆς. Ὅμως ὁ Ἅγιος δὲν ἦταν διδάσκαλος μόνο τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἀλλὰ ἦταν διδάσκαλος κυρίως τῶν ὑποτακτικῶν του μὲ τὸν βίο καὶ τὸ παράδειγμά του.

Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν συμβεῖ διάφορα δραματικὰ γεγονότα στὴν Κύπρο, τὰ ὁποία τὴν ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ ἔφερε τὴν δυστυχία στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαό. Ἡ φτώχεια καὶ ἡ δυστυχία τοῦ λαοῦ ὁδήγησε πολλοὺς νὰ ζητήσουν τροφὴ στὰ μοναστήρια, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ ἡ ἐγκλείστρα τοῦ Ὁσίου Νεοφύτου.

Ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὰ χέρια τῶν Φράγκων τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 1204, ἦταν ἕνα συνταρακτικὸ γεγονὸς καὶ γιὰ τὸν Ὅσιο Νεόφυτο. Θεωρεῖ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως, τῆς προστάτιδος τῶν Ὀρθοδόξων, «ἀποκαλυπτικό» γεγονὸς καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιχειρεῖ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, καταβάλλοντας προσπάθεια νὰ ἐξηγήσει γιατί κυριάρχησαν οἱ δυνάμεις τοῦ ἀντίχριστου σὲ βάρος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε σὲ βαθύτατο γῆρας στὶς 12 Ἀπριλίου. Ὁ ἴδιος ἐνταφιάσθηκε στὸν τάφο ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος, σὲ ξύλινο φέρετρο ἀπὸ ξύλο πεύκου, κέδρου καὶ κυπαρίσσου τὸ ὁποῖο εἶχε κατασκευάσει, ὅταν ζοῦσε. Τὸ ἱερὸ λείψανό του φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὴν ὁμώνυμη μονὴ τῆς Πάφου, στὴν Κύπρο, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ μνήμη του.
Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς Θεοσημείας, δηλαδὴ τῆς θαυματουργικῆς διασώσεως τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου κατὰ τὴν πτώση αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ἐγκλείστρα του, ὅπου ἀσκήτευε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ἔγκλειστον, ἐπιποθήσας, σκεῦος τίμιον, τῆς ἐγκρατείας, ἀνεδείχθης θεοφόρε Νεόφυτε· τῶν ἀρετῶν γὰρ τῇ πράξει κοσμούμενος, ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐκφαίνεις τὰ κρείττονα. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος. 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Σαυτὸν ἐγκλείσας οὐρανίῳ σου φρονήματι

Τῆς ἀπαθείας ἀνεδείχθης θεῖον ὄργανον

Καὶ θεράπων ἐνθεώτατος τῆς Τριάδος.

Ἧς τῷ θρόνῳ παριστάμενος ἱκέτευε

Πάσης βλάβης καὶ ἀνάγκης ἡᾶς ῥύεσθαι
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Νεόφυτε. 

Μεγαλυνάριον.
Χαίρει ἐν σοὶ Κύπρος ἡ σὴ πατρίς, ἐξαιρέτως Πάτερ, ἡ Ἐγκλείστρα σου ἡ σεπτή, ἔνθα τοὺς μεγίστους, διήνυσας ἀγῶνας, ἣν φρούρει ἀοράτως, σοφὲ Νεόφυτε.

Ἡ Ὁσία Ξένη ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή

Γεννήθηκε στὴν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσίας, τὸ ἔτος 1720, καὶ ὡς νεαρὴ ὄμορφη κοπέλα  παντρεύτηκε τὸν Ἀντρέα Φεοντόροβιτς Πετρὼφ ποὺ εἶχε τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχου καὶ ἦταν πρωτοψάλτης στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἡ θέση αὐτὴ ἦταν μία πολὺ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἔδινε δόξα καὶ ὑλικὴ ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καὶ οἱ δυὸ στὴν βασιλικὴ αὐλή, ὅπου ἔκαναν τὸ γάμο τους. Ζοῦσαν πολὺ εὐτυχισμένοι μαζί. Λόγω τῆς νεότητάς τους, τοὺς ἄρεσε πολὺ νὰ πηγαίνουν σὲ χοροεσπερίδες καὶ σὲ συμπόσια. Καλοῦσαν φιλοξενουμένους στὸ σπίτι τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πήγαιναν ὡς φιλοξενούμενοι σὲ ἄλλα σπίτια. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν «καλὴ τύχη» καὶ φαινόταν ὅτι τίποτε στὸ ἀνδρόγυνο αὐτό, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Ξένια, δὲν θὰ ἔδινε τέλος σ’ αὐτή τους τὴν χαρά. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ χτύπημα, σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τὴν Ξένια Γκριγκόριεβνα. Στὰ εἴκοσι ἕξι της χρόνια, ἕνα βράδυ σὲ ἕνα χορὸ ὁ ἄντρας της ἐνῶ ἔπινε μὲ τοὺς φίλους τους, ξαφνικὰ ἔπεσε κάτω νεκρός. Αὐτὸ φυσικὰ ἦταν πολὺ ὀδυνηρὸ γιὰ τὴν Ξένια. Ὁ Ἀντρέας, δὲν εἶχε ποτὲ ἐξομολογηθεῖ καὶ λάβει Θεία Κοινωνία ἕως πρὶν πεθάνει, καὶ ἐκείνη ἀνησυχοῦσε τρομερὰ γιὰ τὴν ψυχή του.

Σύντομα μετὰ τὴν ταφή του, ἡ Ὁσία Ξένια ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη γιὰ ὀκτὼ χρόνια. Πιστεύεται ὅτι αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα τὸ πέρασε σὲ ἕνα ἐρημητήριο ἢ σὲ ἕνα μοναστήρι, μαθαίνοντας τὸ δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιόπιστη πληροφορία ὅτι ἡ μακαρία Ξένια γιὰ τὴν πνευματική της τελείωση δαπάνησε αὐτὰ τὰ χρόνια μεταξὺ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸν δύσκολο ἀγώνα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική τους καθοδήγηση.

Ποῦ ἦταν οἱ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στὸ Hermitage ἣ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶχαν Στάρετς, μαθητὲς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στὴν πατρίδα της, τὴν ἁγία Πετρούπολη, καὶ δὲν τὴν ξανάφησε στὰ ἄλλα τριάντα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς της σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἁγία Πετρούπολη, χάρισε τὰ ὑπάρχοντά της, τὸ σπίτι της, τὰ χρήματά της, τὰ ὄμορφα ροῦχα της. Κατὰ πρώτον ἄρχισε νὰ βεβαιώνει σὲ ὅλους ὅσους τὴν περιτριγύριζαν ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι πέθανε αὐτή. Φόρεσε τὰ ροῦχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ ἄρχισε νὰ ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ τῆς Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἱ συγγενεῖς της τὴν θεώρησαν περισσότερο γιὰ παράφρονα , ὅταν αὐτὴ ἄρχισε νὰ μοιράζει τὴν περιουσία της στοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ ὅταν ἔδωσε τὸ σπίτι της στὴν Παρασκευὴ Ἀτόνοβα. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν περιουσία της συγγενεῖς της στράφηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ αὐτὲς νὰ λάβουν μέτρα ἐναντίον μιᾶς τέτοιας διάθεσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τῶν συγγενῶν οἱ ἀρχὲς τὴν κάλεσαν καὶ ἀφοῦ συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ λογικά της καὶ εἶχε ἑπομένως κάθε δικαίωμα νὰ κάνει ὅτι ἤθελε τὴν περιουσία της (σημειώνεται τὸ συμβὰν: οἱ συγγενεῖς τῆς Ξένιας τὴν πῆγαν στὸ δικαστήριο ἀλλὰ ὁ δικαστὴς βρῆκε ὅτι ἔχει καλὸ καὶ γερὸ νοῦ ὅσο αὐτὴ συνέχιζε νὰ βοηθᾶ τοὺς φτωχούς.)  Ἀλλὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα ὄνομα γιὰ τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους ποὺ οἱ ἄλλοι πιθανὸν νὰ νομίζουν ὅτι εἶναι τρελοί. Ἐμεῖς τοὺς ὀνομάζουμε «διὰ Χριστὸν σαλούς». Αὐτοὶ συχνὰ δὲν εἶναι τρελοί, ἀλλὰ προσποιοῦνται ὅτι εἶναι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κρύψουν τὰ πνευματικά τους χαρίσματα.

Τί συνέβηκε πράγματι μὲ τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα της μιὰ πλήρης πνευματικὴ ἀντιστροφή, πού, κατὰ τὰ ἴδια της τὰ λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!...Βάζοντας τὰ ροῦχα τοῦ συζύγου της καὶ παίρνοντας τὸ ὄνομά του ἦταν κατὰ τὴ γνώμη της, σὰν νὰ παρατεινόταν ἡ δική του ζωὴ στὸ πρόσωπό της γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴ δική της ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ ζωή. Τώρα αὐτὴ παρουσίαζε τὸν ἑαυτό της στὸν κόσμο μὲ τὴν δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς «κατὰ Χριστὸν τρελή».

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: «Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζεῖς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνεις, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζεῖς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μία φαντασία. Τὸ νὰ ζεῖς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή! Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωὴ τοῦ πνεύματος» (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περὶ τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς) .

Ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ «χτύπημα» ποὺ «χτύπησε» τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μία ὤθηση ἀπὸ τὴν μὴ πραγματικὴ ζωὴ στὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος. 

Ἡ μακαρία Ξένια, ποὺ ἦταν πλούσια πρῶτα, ἔζησε τώρα μιὰ φτωχική, πολὺ φτωχικὴ ζωή. Ζοῦσε χωρὶς σπίτι, περιπλανώμενη στοὺς δρόμους τῆς πόλης ἐμπαιζόμενη καὶ κακομεταχειριζόμενη ἀπὸ πολλούς. Ἡ μόνη τροφή της ἐρχόταν ἀπὸ γεύματα ποὺ μερικὲς φορὲς δεχόταν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ γνώριζε. Τὸ βράδυ ἀποσυρόταν σὲ ἕναν ἀγρὸ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἐκεῖ γονατιστὴ προσευχόταν ὡς τὸ πρωί. Δὲν εἶχε πραγματικὰ ποὺ νὰ κλίνη τὴν κεφαλή της. Γιὰ σκέπη της εἶχε τὸν μελαγχολικὸ βροχερὸ οὐρανὸ τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ γιὰ κρεβάτι της εἶχε τὸ ὑγρὸ γυμνὸ ἔδαφος. Περνοῦσε τὶς νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στὸ γυμνὸ ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καὶ οἱ κάτοικοι, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν, γιατί εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ μάθουν ποὺ ἐξαφανιζόταν τὶς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικὸς τὴν παρακολούθησε καὶ τὴν εἶδε νὰ κλίνη τὰ γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτὸ χωράφι καὶ νὰ προσεύχεται. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βράδυ καὶ δὲν σηκώθηκε μέχρι τὸ πρωί. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν της ἔκανε μετάνοιες σὲ ὅλες τὶς διευθύνσεις προσευχόμενη γιὰ ὅλους τους ὀρθόδοξους χριστιανούς. 

Κατὰ τὴν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω στοὺς δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τὰ κουρελιασμένα ροῦχα της δύσκολα τὴν σκέπαζαν – μιὰ κόκκινη φούστα καὶ τὸ στρατιωτικὸ σακάκι τοῦ ἄντρα της. Στὰ πόδια της εἶχε χαλασμένα παπούτσια καὶ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι της εἶχε δεμένο ἕνα παλιὸ μαντήλι. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὸν βαρὺ χειμώνα δὲν φοροῦσε ζεστὰ ροῦχα καὶ παπούτσια, ἂν καὶ ἡ καλοσύνη τοῦ λαοῦ τῆς πρόσφερε πολλὰ ἀπ’ αὐτά. Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὴν ἔβλεπαν ντυμένη στὰ ἴδια κουρέλια. Τὸ κρύο στὴν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατὸ καὶ διαπερνοῦσε τὰ κόκαλα. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χύνεται μὲ ἀφθονία στοὺς ἁγίους του Θεοῦ, τοὺς ἔκανε νὰ νικοῦν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτὴ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιὰ καὶ δύναμη στὴ μακαρία Ξένη.

Πολλοὶ ἀγαποῦσαν αὐτὴν τὴν ἥσυχη, τὴν ἤρεμη, τὴν ταπεινὴ καὶ τὴν εὐγενικὴ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Ἀρκετοὶ τὴν λυπόντουσαν καὶ τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔπαιρνε. Ἐὰν δεχόταν κανένα μικρὸ κέρμα, ἀμέσως τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ ζητιάνο. Δεχόταν ἐλεημοσύνη ἀπὸ φιλεύσπλαχνους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀμέσως τὰ χάριζε στοὺς φτωχούς, κάνοντας καλὸ στοὺς ἀνθρώπους στὸ ὄνομα τοῦ Ἀντρέα, ἔτσι ὥστε ἂν ἡ ψυχή του ὑπέφερε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του τὶς ὁποῖες δὲν εἶχε μετανοήσει, οἱ πράξεις της καὶ οἱ προσευχές της θὰ τὸν βοηθοῦσαν. (Οἱ Χριστιανοὶ συχνὰ δίνουν χρήματα ἢ προσεύχονται γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων. Αὐτὸ λέγεται ἐλεημοσύνη ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο σύνηθες νὰ ἐγκαταλείπει κάποιος ὅλη του τὴ ζωὴ γιὰ ἕνα ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ἡ Ξένια). Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι κάνοντας καλὲς πράξεις καὶ προσφέροντας προσευχὲς γιὰ τοὺς ἄλλους, πλησιάζεις πολὺ τὸ Θεό, καὶ αὐτὸ συνέβηκε καὶ μὲ τὴν Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολὺ γιὰ τὸν ἄντρα της καὶ αὐτὸ τὴν ἔκανε Ἁγία!

            Ὁ Κύριος εἶχε δώσει στὴν Ξένια πολλὰ πνευματικὰ δῶρα καὶ αὐτὴ ἄρχισε νὰ κάνει περίεργα πράγματα ὅπως περπατοῦσε ξυπόλυτη στὸ χιόνι καὶ φοροῦσε ἀσυνήθιστα ροῦχα ἔτσι ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν νομίσουν ὅτι ἐκείνη εἶναι κάτι τὸ ἐξαιρετικό. Αὐτὴ μερικὲς φορὲς γνώριζε τί πρόκειται νὰ συμβεῖ πρὶν αὐτὸ συμβεῖ, ἢ ἂν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἕνα πρόβλημα καὶ δὲν γνώριζαν τί θέλει ὁ Θεὸς νὰ κάνουν, αὐτὴ μποροῦσε νὰ τοὺς τὸ πεῖ. Συχνὰ κοιτάζοντας μὲ μία ματιὰ τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὴ ἤξερε ἂν αὐτοὶ ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια ἢ ὄχι.                                    

Σιγὰ σιγά, οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης παρατήρησαν τὰ σημάδια ἁγιότητας ποὺ ἦταν τὸ ὑπόστρωμα τῆς φαινομενικὰ διαταραγμένης τῆς ζωῆς: παρουσίαζε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ ἡ ὅλη παρουσία της σχεδὸν πάντα ἐπιβεβαίωνε τὴν εὐλογία της. Τὸ Συναξάρι λέει :

«Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ φαινόταν νὰ τὴ συνοδεύει ὁπουδήποτε ἐκείνη πήγαινε: ὅταν ἔμπαινε σὲ ἕνα μαγαζὶ οἱ εἰσπράξεις τῆς ἡμέρας αὐξάνονταν σημαντικά. Οἱ ἔμποροι τὴν παρακαλοῦσαν νὰ πάρει κάτι ὡς δῶρο ἢ τουλάχιστον νὰ μπεῖ στὸ κατάστημά τους. Ἤξεραν ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα οἱ δουλειές τους θὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ καὶ τὰ κέρδη τους θὰ ἦταν πολλά. Ὅταν περπατοῦσε στὸν δρόμο, ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμάξια ποὺ περνοῦσαν ἄκουγε νὰ φωνάζουν: «Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα, θέλω νὰ σὲ πάρω στὸ ἁμάξι μου ἔστω καὶ γιὰ λίγα βήματα». καὶ ὅταν ἔμπαινε σὲ κάποιο αὐτοκίνητο, τὸ εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νὰ κάθεται σὲ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐὰν μιλοῦσε μὲ κανέναν ποὺ ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτὸς καταπραϋνόταν καὶ τοῦ ἐρχόταν μία θαυματουργικὴ βοήθεια. Ὅταν ἀγκάλιαζε ἕνα ἄρρωστο παιδί, ἀμέσως αὐτὸ γινόταν καλά. Ἡ πολὺ καὶ μακροχρόνια συμπόνια της, ἄνοιξε τὸ δρόμο τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς εὐλάβειας πρὸς τὸ πρόσωπό της καὶ οἱ ἄνθρωποι γενικὰ ἔφτασαν νὰ τὴν θεωροῦν ὡς τὸ φύλακα ἄγγελο τῆς πόλης.»

Κάποτε, τὸ ἔτος 1764, ταράχτηκε πολὺ καὶ ξέσπαγε κάθε μέρα σὲ δάκρυα. Οἱ ἄνθρωποι τὴν ρωτοῦσαν τὴν αἰτία ποὺ κλαίει καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: «Αἷμα, αἷμα, αὐλάκι ἀπὸ αἷμα!». Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι γιὰ τὸ τί ἄραγε θὰ συνέβαινε. Ἀλλὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα οἱ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί σήμαιναν τὰ λόγια της. Ἀπὸ τὴν ρωσικὴ ἱστορία γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νὰ ἐλευθερώσει τὸν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς, ποὺ ἦταν φυλακισμένος στὸ φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1761, τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καὶ ἔλεγε στὸν καθένα νὰ κάνη τηγανίτες. Τὴν ἑπομένη μέρα ἀκούστηκε τὸ φοβερὸ νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἱ τηγανίτες θὰ ἦταν γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ποὺ ἡ προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ὁσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις ποὺ ἐκδηλωνόταν τὸ προορατικὸ χάρισμά της καὶ περιπτώσεις βοηθειῶν ποὺ πρόσφερε στὸν λαὸ μὲ τὸ χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

            Μερικὲς φορές, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ κάνουν καλὲς πράξεις, τὶς κάνουν κρυφὰ ὥστε μόνο ὁ Θεὸς νὰ βλέπει. Αὐτὸ γιατί ὁ Κύριος εἶπε: «Μὴν ἀφήνεις νὰ γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου χεὶρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» καί, «Κάνε τὶς καλές σου πράξεις μυστικὰ ὥστε ὁ Πατέρας ποὺ σὲ βλέπει μυστικὰ νὰ σὲ ἀνταμείψει φανερά.» Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὴν εἰκόνας τῆς Ἁγίας Ξένιας. Πρὶν πολλὰ χρόνια, ὅταν οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἔχτιζαν μία ἐκκλησία στὸ κοιμητήριό του Smolensk, ἡ Ἁγία Ξένια συνήθιζε νὰ πηγαίνει κατευθείαν τὸ βράδυ καὶ νὰ κουβαλάει βαριοὺς πλίνθους οἱ ὁποῖοι χρειάζονταν τὴν ἑπόμενη μέρα γιὰ τὸ χτίσιμο τῆς στέγης τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν οἱ τεχνίτες ἔρχονταν κάθε πρωί, ἔβρισκαν τὸ σκληρότερο μέρος τῆς δουλειάς τους ἤδη τελειωμένο καὶ αὐτοὶ ἀναρωτιόνταν ποιὸς νὰ ἦταν ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴν εὐγενικὴ πράξη. Τελικά, δύο ἀπ’ αὐτοὺς ἀποφάσισαν νὰ περάσουν τὸ βράδυ τους στὸ κοιμητήριο. Περίμεναν καὶ περίμεναν, καὶ ὅταν ἔγινε σκοτάδι, ἡ Ἁγία Ξένια ἐμφανίστηκε. Ὅλο τὸ βράδυ, τὴν παρακολουθοῦσαν νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ κατεβαίνει μὲ τὰ τοῦβλα της, τοὺς τοίχους τῆς μισοτελειωμένης ἐκκλησίας. 

            Ἡ ἐκκλησία ποὺ ἡ Ἁγία Ξένια βοήθησε στὸ χτίσιμο εἶναι ἀκόμη στὸ κοιμητήριο τοῦ Smolensk καὶ δίπλα της ὑπάρχει ἕνα μικροσκοπικὸ παρεκκλήσιο στὸ ὁποῖο ἔχει ταφή. Προσκυνητὲς ἀπὸ ὅλη τὴ Ρωσία ἀκόμη ἔρχονται ἐκεῖ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν νὰ τοὺς βοηθήσει. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν φρικτὰ δύσκολων χρόνων στὴ Ρωσία, ὅταν οἱ ἐκκλησίες ἦταν κλειστὲς λόγω τοῦ ὅτι ὁ Κομουνισμὸς δὲν ἤθελε οἱ ἄνθρωποι νὰ λατρεύουν τὸ Θεό, προσκυνητὲς ἔρχονταν κρυφὰ στὴν Ἁγία Ξένια. Ἡ πόρτα τοῦ παρεκκλησίου ἦταν κλειδωμένη καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ μποῦν μέσα, ἔγραφαν τὶς προσευχές τους σὲ μικρὰ χαρτάκια καὶ τὰ ἄφηναν μέσα στὶς ρωγμὲς τῶν τοίχων. Στὸν Κομουνισμὸ δὲν ἄρεσε αὐτὸ καθόλου, ἀλλὰ σύντομα κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ σταματήσουν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀγαπᾶνε τοὺς Ἁγίους, ἢ νὰ σταματήσουν οἱ Ἅγιοι νὰ τοὺς βοηθοῦν!

            Σαράντα πέντε χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἄντρα της, ἡ Ἁγία Ξένια ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ, στὴν ἡλικία τῶν ἑβδομήντα ἐνὸς ἐτῶν, κάπου στὰ 1800. Ὑποθέτουν ὅτι ἀναπαύθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1806 καὶ 1814. Δὲν ὑπάρχει ἀκριβῆς πληροφορία σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τὴν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὴν περιέβαλε ὁ κόσμος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ κηδεία της εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καὶ ὅτι πολὺς κόσμος θὰ συγκεντρώθηκε, γιὰ νὰ τῆς δώσει τὸν τελευταῖο χαιρετισμό.

 Ὁ τάφος της, ἀμέσως, ἔγινε τόπος προσκυνήματος: ἔτσι πολλοὶ προσκυνητὲς ἔπαιρναν χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της ὡς εὐλογία καὶ νέο χῶμα ἔπρεπε νὰ τροφοδοτεῖται τακτικά. Τελικὰ τοποθετήθηκε ἐπάνω στὸν τάφο της μιὰ πλάκα ἀπὸ γρανίτη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ :

«Εις τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικὸς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια γιὰ 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτ».

Αὐτὰ γράφονται στὸ λακωνικὸ ἐπιτύμβιο πάνω στὸν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο.

Ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ πλάκα ἐπίσης βαθμιαία χαράσσονταν καὶ φθείρονταν ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἔπειτα χτίστηκε στὸν τάφο της ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν. Πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ γράφουν πιὸ τοίχους τοῦ ναϋδρίου διάφορα αἰτήματα, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν χρωματίσουν. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στὸ ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ βράδυ μέχρι ἀργὰ τὸ πρωί.

Τὰ χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δὲν σεβάστηκαν τὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτὸ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστὰ μὲ σανίδες καὶ ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλὰ ὁ δρόμος πρὸς τὸ νεκροταφεῖο Σμόλενκ ἦταν πάντοτε ἀνοιχτός. Νέοι καὶ γέροι πήγαιναν στὸ παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τὰ αἰτήματά τους γιὰ βοήθεια καὶ ἔσκυβαν στὸ ἔδαφος κοντὰ στὸν τάφο.

Καὶ ἡ μακαρία Ξένη τοὺς βοηθοῦσε ὅλους.

Θαύματα, θεραπεῖες καὶ ἐμφανίσεις τῆς Ἁγίας Ξένιας συμβαίνουν καὶ σήμερα σὲ ἐκείνους ποὺ ἐπισκέπτονται τὸν τάφο της ἣ ποὺ ἁπλὰ ζητᾶνε τὶς πρεσβεῖες της. Ὁ Θεὸς θεραπεύει πολλοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ἀσθένειες καὶ πάθη μέσω τῶν πρεσβειῶν τῆς Ἁγίας Ξένιας. Αὐτὴ τοὺς βοηθᾶ νὰ βροῦν δουλειά, σπίτι ἢ σύζυγο (ὅλα αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποία ἐκείνη ἀπαρνήθηκε στὴν δική της ζωή). Ἡ Ἁγία Ξένια δὲν εἶχε σπίτι καὶ ἔτσι γνωρίζει πόσο σκληρὸ εἶναι νὰ ἔχεις ἀνάγκη ἕνα σπίτι καὶ νὰ ζεῖς ἄστεγος. Στὴν ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς της τὴν καλοῦμε «ἄστεγη περιπλανώμενη», γιατί ἐγκατέλειψε νωρὶς τὸ σπίτι της γιὰ τὸν παράδεισο.

Πρόσφατα μία γυναίκα στὴν Ἀγγλία,  νεοφώτιστη στὴν ὀρθοδοξία, ἔψαχνε νὰ βρεῖ σπίτι κοντὰ σὲ ἐκκλησία γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ παρακολουθεῖ καθημερινὰ τὴ Θεία Λειτουργία. Αὐτὴ καὶ ὁ πνευματικός της προσευχήθηκαν στὴν Ἁγία Ξένια καὶ ὦ τοῦ θαύματος σὲ λίγες μέρες ἡ γυναίκα αὐτὴ βρῆκε ἕνα διαμέρισμα σὲ ἕνα σπίτι ἀκριβῶς δίπλα ἀπὸ τὴν  ἐκκλησία! Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ!

            Ἕνα εὐσεβὴ ἔθιμο εἶναι ἡ προσφορὰ Τρισάγιου ὑπὲρ ἀναπαύσεως τοῦ συζύγου της Ἀντρέα, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐκείνη προσευχόταν πυρετωδῶς ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς της.
           Ἡ Ἁγία Ξένια  δοξάστηκε ἐπίσημα πρῶτα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔξω ἀπὸ τὴν Ρωσία, τὸ 1978 καὶ μετέπειτα τὸ 1988 ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr