Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ, τιμᾶται τὴν 9η Νοεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Γεννήθηκε τὴν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴ Σηλυβρία τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν Δῆμο καὶ τὴν Βασιλικὴ Κεφάλα καὶ ἦταν τὸ πέμπτο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιά τους. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος.
Μικρός, 14 ἐτῶν, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καὶ κατόπιν ὡς παιδονόμος στὸ σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στὴν Χίο, ὅπου, ἀπὸ τὸ 1866 μέχρι τὸ 1876 χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στὸ χωριὸ Λίθειο. Τὸ 1876 ἐκάρη μοναχὸς στὴ Νέα Μονὴ Χίου μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνομασθεῖς Νεκτάριος, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860 – 1877), καὶ ἀνέλαβε τὴν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως.
Τὸ 1881 ἦλθε στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899), σπούδασε Θεολογία καὶ πῆρε τὸ πτυχίο του τὸ 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τὸν χειροτόνησε τὸ 1886 πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ καθήκοντα τοῦ γραμματέα καὶ Ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὸ Κάιρο.
Στὶς 15 Ἰανουαρίου 1889, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτικὴ καὶ ἕνεκα αὐτοῦ ἦταν βασικὸς ὑποψήφιος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅμως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν), πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τὸν γέροντα Πατριάρχη, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα (1889).
Διετέλεσε Ἱεροκήρυκας (Εὐβοίας) (1891 – 1893), Φθιώτιδος καὶ Φωκίδας (1893 – 1894) καὶ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στὴν Ἀθήνα (1894 – 1904).
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νὰ τὸν διαδεχθεῖ, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στὰ κηρύγματά του, πλῆθος λαοῦ μαζευόταν, γιὰ νὰ «ρουφήξει» τὸ νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τὸ 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονὴ στὴν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικὰ τὴν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τὸ 1908, μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴ Ριζάρειο Σχολή.
Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, κυρίως βοηθητικὰ τοῦ θείου κηρύγματος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καὶ ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις.
Πέθανε τὸ ἀπόγευμα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920. Τόση δὲ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στὴν Ι. Μονὴ Ἁγίας Τριάδος στὴν Αἴγινα.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 καὶ στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 μὲ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχθηκε Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα, ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ· ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον
Καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα
Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ.
Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος
Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον
Τοῖς κραυγάζουσι, χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, ἐν ἐσχάτοις χρόνοις, τῇ ὁσίᾳ σου βιοτῇ· ὅθεν καταυγάζεις, πιστῶν τὰς διανοίας, ταῖς νοηταῖς ἀκτῖσι, Πάτερ Νεκτάριε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν σεπτῶν σου λειψάνων, Ἱεράρχα Νεκτάριε, τὴν ἁγίαν ἐκ τάφου κομιδὴν ἑορτάζοντες, σωμάτων καὶ ψυχῶν ἁγιασμόν, καὶ ἴασιν παθῶν παντοδαπῶν, κομιζόμεθα προσπίπτοντες εὐλαβῶς, τῇ χάριτί σου κράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι λαμπρῶς, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν σεπτῶν λειψάνων σου, τὴν ἐκ τοῦ τάφου, κομιδὴν γεραίροντες, Νεκτάριε θαυματουργέ, εὐσεβοφρόνως βοῶμέν σοι· χαίροις Πατέρων ἐν πᾶσιν ἰσότιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν ἀναβλύζοντα δαψιλῆ, ὤφθησαν ἐκ τάφου, τὰ σὰ λείψανα τὰ σεπτά, Νεκτάριε Πάτερ, οἷς πίστει προσιόντες, λαμβάνομεν ὑγείαν, ψυχῆς καὶ σώματος.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Νικομήδειας
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Νικομήδεια.
Ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε γιὰ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο του πρὸς τὰ θεία. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἡ ζωὴ του ἦταν ὑπόδειγμα σωφροσύνης καὶ ἀγάπης. Ἐπειδὴ πλούσια κατεῖχε τὸν θησαυρὸ τῶν θείων ἀληθειῶν, ἡ θερμή του διδασκαλία, ἐμπνεόμενη ἀπὸ ἀποστολικὸ ζῆλο, ἔβρισκε σχεδὸν πάντα ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἡ πνευματικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἄνθιμου ὤθησε τοὺς χριστιανοὺς τῆς Νικομήδειας καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ γίνει ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπός τους.
Ὅταν, ὅμως, ἔγινε ὁ διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανού, τὸν κυνήγησαν καὶ τὸν συνέλαβαν. Ὁ Διοκλητιανὸς τοῦ πρότεινε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεοὺς γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ἀλλιῶς τὸν περίμεναν φρικτὰ βασανιστήρια, καὶ τοῦ ἔδειξε τὰ ὄργανα ποὺ θὰ τὸν βασάνιζαν. Ὁ Ἄνθιμος εἶπε: «Γιατὶ μοῦ τὰ δείχνεις; Γιὰ νὰ μὲ φοβίσεις; Αὐτὰ ἂς τὰ φοβοῦνται ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι μόνο ἡδονὴ καὶ τὴν στέρησή της θεωροῦν μεγάλη ἀπώλεια. Ἀλλὰ σὲ μένα, ὅπως καὶ σὲ κάθε χριστιανό, αὐτὰ δὲν ἀσκοῦν καμιὰ γοητεία. Τὸ σῶμά μου εἶναι πρόσκαιρο καὶ εὐτελές, ποὺ μόνη ἀξία ἔχει, ὅταν ἁγιασθεῖ διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ δοθεῖ εἰς τὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Ἑπομένως, τιμωρίες καὶ βάσανα εἶναι γιὰ μένα πιὸ ποθητὰ ἀπὸ τοῦ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Σωτῆρα μου».
Τότε, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν φρικτά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, καρποὶς τοῖς τῶν λόγων σου, τῶν εὐσεβῶν τὰς ψυχάς, ἐκτρέφων ἐν χάριτι· ὅθεν καὶ ἐναθλήσας, Πάτερ Ἄνθιμε χαίρων, ὤφθης Ἱερομάρτυς, εὐκλεής τοῦ Σωτῆρος, ᾧ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον . Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ἐν ἱερεῦσιν ἀκριβῶς διαπρέψας, καὶ μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διανύσας, τὰ τῶν εἰδώλων ἔσβεσας σεβάσματα, πρόμαχος γενόμενος, τῆς σῆς ποίμνης θεόφρον· διό σε καὶ γεραίρει νῦν, μυστικῶς ἐκβοῶσα· Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, ἀοίδιμε Ἄνθιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τοῦ Σωτῆρος μυσταγωγέ, τῶν Ἀρχιερέων, ὑποτύπωσις καὶ κανών· χαίροις τῶν Μαρτύρων, σύναθλος καὶ ἀλείπτης, Ἄνθιμε Ἱεράρχα, ἡμῶν ἀντίληψις.
Ἡ Ἁγία Φοίβη ἡ διακόνισσα
Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἄλλου δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη της αὐτὴ τὴν ἡμέρα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος συνασκητὴς τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου
Ὁ Ὅσιος καὶ μέγας αὐτὸς ἀσκητής, ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε ἕξι μίλια ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου βρίσκεται ἡ Λαύρα Φάρα.
Ἐκεῖ κλείστηκε σὲ ἕνα κελὶ καὶ ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες. Στὰ χρόνια αὐτά, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα γειτονικὸ κελὶ τῆς Λαύρας αὐτῆς καὶ ὁ μέγας Εὐθύμιος.
Ὁ κοινὸς πόθος τῆς ἄσκησης συνέδεσε στενὰ τοὺς δυὸ διασήμους ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων πήγαιναν μακρύτερα μέσα στὴν ἔρημο, γιὰ αὐστηρότερη ἄσκηση. Ἐπέστρεφαν στὴν Λαύρα, τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων.
Μετὰ τὸ πέμπτο ἔτος, ἀποσύρθηκαν ὁριστικὰ στὴν ἔρημο μέσα σὲ μιὰ σπήλια. Ἡ φήμη ὅμως τῆς ἀρετῆς τους, ἔφερε κοντὰ τοὺς πολλοὺς μαθητὲς καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε κοινόβιο, ποὺ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, προϊστάμενος ἦταν ὁ Θεόκτιστος.
Μὲ τὴν μεγάλη ὑπόληψη καὶ ἀγάπη τῶν συνανθρώπων του, ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 451 μ.Χ.. Στὴν κηδεία του πρωτοστάτησαν ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἀναστάσιος καὶ ὁ μέγας Εὐθύμιος, ποὺ τότε ἦταν 90 ἐτῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ ἐκ νεότητος, ἀνατεθεὶς ἱερῶς, κτιστῶν τὴν προσπάθειαν, ἀπεβδελύξω στερρῶς, Θεόκτιστε Ὅσιε· ὅθεν τῆς ἡσυχίας, διαλάμψας τοῖς τρόποις, ὤφθης τῶν Μοναζόντων, ἀκριβὴς παιδοτρίβης. Καὶ νῦν τοὺς προσιόντας σοι, Πάτερ κυβέρνησον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς Θεοῦ κτίσιν Ὅσιε, τὸ τῆς ψυχῆς ἀξίωμα, διατηρήσας κηλίδων ἀκήρατον, Κυρίῳ καθιέρωσας· οὗ τῇ θείᾳ ἐλλάμψει, τῶν ἀγώνων παιδεύεις τὰ ἀκροθίνια, Θεόκτιστε θεόφρον, τὴν κλῆσιν ἔργοις πιστούμενος.
Μεγαλυνάριον.
Κτίσας σου τὸν οἶκον τὸν τῆς ψυχῆς, ἐν θεμέθλῳ Πάτερ, τῆς ἀσκήσεως τῆς στερρᾶς, τῷ τῶν ὅλων Κτίστῃ, ναὸν ἡγιασμένον, Θεόκτιστε τρισμάκαρ, σαυτὸν ηὐτρέπισας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τοῦ Ρώστωφ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ζήνων ὁ Μάρτυρας
Ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα σ' ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ μολύβι, ἀπεβίωσε μαρτυρικά.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Βασίλισσα
Ὑπῆρξε τὸ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Νικομήδειας, κατὰ τὸν διωγμὸ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανού.
Καταγγέλθηκε σὰν χριστιανή, ποὺ ἀποσποῦσε νεαρὲς εἰδωλολάτρισσες ἀπὸ τὴν πολυθεΐα καὶ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο. Ἐκεῖ ἡ Βασίλισσα ὁμολόγησε χωρὶς κανένα δισταγμό, ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ λατρεύει τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Μαστιγώθηκε σκληρὰ καὶ στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας διέταξε καὶ τὴν ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά. Ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἡ Βασίλισσα, βγῆκε ἀπὸ τὴν φωτιὰ ἄθικτη. Οἱ εἰδωλολάτρες, θεώρησαν πὼς αὐτὸ ἦταν μαγικὴ ἐνέργεια καὶ ἔτσι τὴν ἔριξαν γιὰ τροφὴ σὲ δυὸ πεινασμένα λιοντάρια. Ἡ Βασίλισσα ὅμως, διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεό, ἔκανε τὰ δυὸ λιοντάρια νὰ σταθοῦν σὰν ἥμερα ἀρνιὰ μπροστά της. Τότε ἔγινε καὶ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ἄνοιξαν τὰ πνευματικὰ μάτια τοῦ ἡγεμόνα Ἀλεξάνδρου καὶ ἔπεσε μετανοημένος στὰ πόδια τῆς Βασίλισσας καὶ ζήτησε ἀπ’ αὐτὴν νὰ τὸν κατηχήσει στὴ χριστιανικὴ πίστη.
Ἡ Βασίλισσα, χαρὰ γεμάτη, τὸν παρέπεμψε στὸν ἐπίσκοπο Νικομήδειας Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος κατήχησε καὶ βάπτισε τὸν Ἀλέξανδρο χριστιανό. Εὐτυχισμένος πλέον ὁ Ἀλέξανδρος, ζήτησε διὰ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν πάρει ὅσο γίνεται σύντομα κοντά Του, καὶ ἡ δέησή του εἰσακούστηκε.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ Κύριος δέχτηκε καὶ τὴν ψυχὴ τῆς Βασίλισσας. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό της, τάφηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἀντώνιο, κοντὰ σὲ μία πέτρα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄλλοτε, μετὰ ἀπὸ προσευχή της, εἶχε ἀναβλύσει νερό.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Χαρίτων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ λάκκο μὲ βραστὸ ἀσβέστη.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀρχοντίων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ λιμοῦ (ὀνομασία κάποιου θηρίου).
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Βασιλιὰς, ὁ Νέος ὁ ἐν τοῖς Ἁγίοις Ἀποστόλοις
Αὐτὸς φαίνεται, ὅτι εἶναι ὁ τέταρτος γιὸς τοῦ βασιλιὰ Ἡρακλείου, ποὺ βασίλευσε τὸ ἔτος 641 καὶ ὁ ὁποῖος, ἀπὸ ἄλλους μὲν καλεῖται Κωνσταντῖνος Ἡράκλειος, ἀπὸ ἄλλους δέ, Κωνσταντῖνος ὁ νέος.
Αὐτὸς ἦταν πολὺ πιστὸς βασιλιὰς καὶ βασίλευσε ἕξι μῆνες. Κατὰ τὸν Μελέτιο, ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δηλητηριάστηκε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀριστίων ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ἐγεννήθη κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., εἰς τὴν ἐπαρχία τῆς Συρίας Ἀπάμεια. Εἰλκύθη εἰς τὴν ἀληθινὴ τοῦ Χριστοῦ πίστιν ὑπὸ τοῦ μάρτυρος Ἀντωνίου. Εἰς ἡλικία μόλις 10 ἐτῶν ὁ Ἀντώνιος ὁδήγησε τὸν Ἀριστίωνα εἰς τὴν Χριστιανικὴν πίστιν.
Ὡς ἐνάρετος καὶ πνευματοφόρος ἀνήρ, ἐκλεγεῖς ὑπὸ τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας τῆς μικρῆς, εἰς Κιλικίαν τῆς Μ. Ἀσίας (παρὰ τὴν πόλιν Ἰσσόν), ἐγένετο ὁ δεύτερος ἐπίσκοπός της. Ὡς ποιμενάρχης ὁ Ἅγιος ἐποίμανε θεαρέστως τὸ ἐμπιστευθὲν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ποίμνιό του.
Δίδασκε μετὰ παρρησίας μεγάλης καὶ κήρυττε τὴν τοῦ Κυρίου ἐν Σαρκὶ ἐπιδημίαν καὶ τὴν αἰωνίαν αὐτοῦ Βασιλείαν, ὥσπερ καὶ τὴν μακαριότητα καὶ τὴν χαρὰν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Πολλοὺς ἐθνικοὺς ἔπειθεν, ὅπως ἀπαρνηθώσι τὴν πλάνην τους καὶ ἀκολουθώσι τὴν ἀληθινὴν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πίστιν, οὖς καὶ ἐβάπτιζεν.
Ἡ δρᾶσίς του αὐτὴ δὲν ἤρεσε εἰς τὸν Ρωμαῖον Ἔπαρχον τῆς περιοχῆς, ὅστις καὶ διέταξεν νὰ συλληφθῆ καὶ νὰ ριφθῆ εἰς τὸ πῦρ. Παραχρήμα οἱ στρατιῶτες αὐτοῦ, ἤναψαν μεγάλην κάμινον καὶ ἔρριψαν ἐντὸς αὐτῆς τὸν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐντὸς τῆς καμίνου ὁ Ἀριστίων, ὑμνῶν καὶ δοξάζων τὸν Θεόν, ἔλαβεν μακάριον καὶ ἐπίζηλον τέλος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἱεράτευσας ὦ Ἀριστίων καλῶς, ὢ ὕστερον ἔθυσας σαυτὸν ὡς θῦμα σεπτόν, ἀθλήσας δι’ αἵματος· ὅθεν μὴ διαλίπης ἰκετεύειν ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων, καὶ θερμῶς ἐκζητούντων, εὐχᾶς τᾶς ἁγίας σου, μαρτύρων ἄριστε.
Ὁ Ἅγιος Πολύδωρος ὁ Νεομάρτυρας
Τὸ ὄνομά του δὲν εἶναι γνωστὸ στοὺς πολλούς. Κι ὅμως ἀποτελεῖ ἕνα πραγματικὸ στολίδι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνα ἡρωικὸ μαχητὴ καὶ νέο μάρτυρα τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως.
Γεννήθηκε στὴν Λευκωσία τῆς Κύπρου τὸ 1794. Χρόνια δύσκολα. Χρόνια σκοτεινά. Χρόνια μαύρης σκλαβιᾶς.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως οἱ γονεῖς του Χατζηλουκᾶς καὶ Λουρδανοῦ, ἄνθρωποι θεοφοβούμενοι κι εὐσεβεῖς φρόντισαν νὰ δώσουν στὸ παιδί τους μόρφωση χριστιανική.
Καὶ ἡ μόρφωση αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ποὺ κάνει κάθε ἄνθρωπο, ἀληθινὸ ἄνθρωπο. Φρόνιμο, σοφό, ἄνθρωπο ἀρετῆς.
Ὅταν ὁ Πολύδωρος μεγάλωσε, φύση ἔξυπνη καὶ δημιουργική, ἐπιδόθηκε στὸ ἐμπόριο. Γιὰ τὶς δουλειὲς του μάλιστα ἄρχισε νὰ ταξιδεύει σὲ διάφορα μέρη καὶ στὴν Αἴγυπτο. Γιὰ ἕνα διάστημα οἱ συμβουλὲς τῶν γονιῶν του, νὰ προσέχει στὶς συναναστροφές του, ἀντηχοῦσαν διαρκῶς στὰ αὐτιά του καὶ τὸν συγκρατοῦσαν.
Μὲ τὸν καιρὸ ὅμως ἡ προσοχὴ χαλαρώθηκε καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε καὶ γι’ αὐτὸν τραγικό. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ταξίδια του στὴν χώρα τοῦ Νείλου γνωρίστηκε μ’ ἕναν πλούσιο ἐξωμότη ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο καὶ προσλήφθηκε στὴν ὑπηρεσία του.
Στὴν ἐργασία αὐτὴ συνδέθηκε καὶ μὲ διάφορους τύπους τῆς ἡλικίας του. Τύπους ἄμυαλους καὶ διεφθαρμένους, τύπους ἀνήθικους καὶ αἰσχρούς. Στὴν ἀρχὴ ἀγωνίστηκε νὰ κρατηθεῖ. Ὅμως δὲν τὸ κατόρθωσε.
Καὶ ὁ λόγος; Εὔκολος καὶ ἁπλός. Τὰ μέσα, ποὺ θὰ τὸν συγκρατοῦσαν καὶ θὰ τὸν ἐνίσχυαν στὸν ἀγῶνα του, εἶχαν πρὸ πολλοῦ ἐγκαταλειφθεῖ. Στὴν ἀρχὴ ἐγκαταλείφθηκε ἡ προσευχή. Ὕστερα ἀκολούθησε ὁ ἐκκλησιασμὸς καὶ οἱ ἐπισκέψεις του σὲ πρόσωπα ποὺ μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν. Μετὰ ᾖλθε ἡ σειρὰ τοῦ πνευματικοῦ του. Τὸν παράτησε καὶ αὐτόν. Καὶ σ’ ἐπίμετρο ἄρχισε νὰ ξενυχτᾷ, νὰ πίνει καὶ νὰ μεθᾷ, νὰ χαρτοπαίζει καὶ νὰ νυχτοξημερώνεται στὰ διάφορα καταγώγια.
Μιὰ βράδια σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ κέντρα αὐτὰ τῆς ἀκολασίας παρασύρθηκε καὶ ἤπιε τόσο ποὺ μέθυσε. Καὶ στὸ μεθύσι ἐπάνω, ἀλίμονο! Ἀλλαξοπίστησε. Ναί! ὁ Πολύδωρος μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀνατροφὴ καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος μὲ τὴ δυνατὴ πίστη καὶ τὸ θάρρος γιὰ τὴ ζωὴ λύγισε, νικήθηκε, ἔπεσε. Ἐγκατέλειψε τὸν πολύτιμο θησαυρό του, τὴν χαρὰ τῆς ψυχῆς του, τὴν χριστιανική του πίστη, τὴν πίστη τῶν γονιῶν του καὶ ἀσπάσθηκε τὸν μωαμεθανισμό. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὅμως τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας δὲν τὸν ἱκανοποίησαν. Ἡ νέα θρησκεία δὲν τοῦ πρόσφερε καμιὰ χαρά. Ἐκεῖνος ποὺ ἔζησε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μὲ τὸ φῶς τῶν πυγολαμπίδων. Ἔτσι καὶ ἡ καινούργια θρησκεία δὲν τοῦ πρόσφερε, δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει καὶ τὴν ἐλάχιστη ψυχικὴ ἱκανοποίηση. Παρὰ τὰ χρήματα ποὺ κέρδιζε καὶ τὶς θέσεις καὶ τὰ μεγαλεῖα ποὺ ἐξασφάλισε μὲ τὴ νέα του ζωή, καμιὰ χαρὰ δὲν εἶδε. Ἀντίθετα οἱ τύψεις ποὺ ἄρχισαν νὰ ξυπνοῦν μέσα του καὶ ποὺ μεγάλωναν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα καὶ πλήθαιναν δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἡσυχάσει. Ἡ συνείδησή του, μαστίγιο σκληρὸ καὶ ἀνελέητο, τὸν ἔδερνε φρικτὰ καὶ χωρὶς οἶκτο.
Κάποια βραδιὰ σὲ μία τέτοια ψυχικὴ ἀναστάτωση, θυμήθηκε μὲ γλυκιὰ νοσταλγία τὸ σπίτι του. Ἀγράμματοι ἦταν οἱ γονεῖς του. Μὰ εἶχαν τὴ μόρφωση τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν μόρφωση ἀγωνίστηκαν νὰ δώσουν καὶ σ’ αὐτόν. Στὴν ἀθῴα παιδικὴ ψυχή του φρόντισαν νὰ σταλάζουν καθημερινὰ τῆς χάριτος τὴν δροσιὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ ἔργα. Πόση εἰρήνη ἦταν τότε χυμένη στὶς καρδιές! Πόση γαλήνη!
Καὶ ἡ προσευχὴ πόσο συγκινοῦσε καὶ ξεκούραζε! Πρὶν νὰ πᾶνε γιὰ ὕπνο τὸ βράδυ καὶ ὑστέρα ἀπὸ τὴν σκληρὴ δουλειὰ καὶ τοὺς κινδύνους τῆς κάθε ἡμέρας, τοὺς κινδύνους ποὺ δημιουργοῦσε ἡ βαρβαρότητα τοῦ Τούρκου δυνάστη καὶ ἡ μαύρη σκλαβιά, γονάτιζαν ὅλοι μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Μεγαλόχαρης καὶ τοῦ ἀφέντη, τοῦ Χριστοῦ. Γονάτιζαν καὶ ἄκουαν μὲ εὐλάβεια τὴ μανοῦλα νὰ λέει ἀργὰ καὶ κατανυχτικὰ μιὰ τέτοια περίπου προσευχή:
— Σ’ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, ποὺ μᾶς φύλαξες καλὰ καὶ τούτη τὴν ἡμέρα. Σ’ εὐχαριστοῦμε καὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἡ ἀγάπη σου μᾶς χάρισε. Σὲ παρακαλοῦμε, Κύριε, φύλαξέ μας καὶ τούτη τὴ νύχτα. Φύλαξέ μας ἀπὸ τοῦ Τούρκου τὴν μανία καὶ τὸ μαχαῖρι. Φύλαξέ μας ἀπὸ κάθε κακό.
Φύλαξέ μας ἀπ’ τοῦ Τούρκου τὴ μανία!... Ἀλίμονο! Αὐτοῦ τοῦ Τούρκου τὴ θρησκεία ἀσπάσθηκε τώρα. Κι αὐτοῦ τὴ συντροφιὰ διάλεξε. Ὢ Θεέ μου! Τί συμφορά! Τί τραγῳδία! Κάποια στιγμὴ ἐκεῖ ποὺ ὁ πόνος σὰν δίκοπο μαχαῖρι τοῦ τρυποῦσε τὴν καρδιά, μιὰ ἀχτίδα ἐλπίδας πέρασε ἀπὸ τὸ κουρασμένο μυαλό του κι ἕνα παρήγορο φῶς πρόβαλε καὶ φώτισε τὰ δακρυσμένα μάτια του. Ἦταν τὰ λόγια καὶ πάλι τῆς καλῆς του μάνας. Τοῦ τὰ εἶπε σὲ μία περίπτωση, ποὺ ἔκανε κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε καὶ ἦταν ἀνήσυχος καὶ στενοχωρημένος, Παιδί μου, τοῦ εἶχε πεῖ, τὴν ταραγμένη συνείδηση ἕνα πρᾶγμα μόνο τὴν καθησυχάζει καὶ τὴν γαληνεύει: Ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγηση. Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς μάνας του θυμήθηκε ἐκείνη τὴν στιγμή. Καὶ ἡ θύμηση αὐτὴ τὸν ἐνίσχυσε κάπως. Μὰ καὶ τὸν ἔσπρωξε χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση ἢ ἀναβολὴ νὰ ἀφήσει τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ φύγει γιὰ τὴ Βηρυτό. Σὰν ἔφτασε, μὲ λαχτάρα ἔτρεξε νὰ ἰδεῖ τὸν Δεσπότη. Καὶ ὅταν τὸν βρῆκε, μὲ βαθιὰ συντριβὴ ἔπεσε μπροστά του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ δεχθεῖ τὴν ἐξομολόγησή του.
-Δέσποτά μου! Πατέρα μου! Ψέλλισε μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα. Εἶμαι ἕνας ἄθλιος ἁμαρτωλός. Συγχώρεσέ με. Ναί! Συγχώρεσέ με, πατέρα... Τὰ εἶπε ὅλα. Τίποτα δὲν ἀπέκρυψε. Ὁ Δεσπότης ἕνας εὐλαβὴς κληρικός, τὸν ἄκουσε μὲ συμπόνια καὶ δάκρυα στοργῆς. Στὸ τέλος, ἀφοῦ τὸν παρηγόρησε καὶ τὸν ἐνίσχυσε, τὸν συμβούλεψε γιὰ ἀσφάλειά του καὶ γιὰ ξεκούρασμα νὰ καταφύγει σὲ κανένα μοναστῆρι. Ἐκεῖ μὲ τὸ πρόγραμμα ψυχικῆς περισυλλογῆς καὶ τὴν ὅλη πνευματικὴ ζωή, τὴν τακτικὴ προσευχή, τὴ λιτὴ τροφή, τὴν ἀποκοπή σου ἀπὸ τὶς παλιὲς συναναστροφὲς καὶ τὴν ὅλη εἰρηνικὴ ἀτμόσφαιρα, θὰ ξεκουραστεῖς. Θὰ γαληνέψεις. Θὰ ἠρεμήσεις.
Ὁ Πολύδωρος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχή. Ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν καλὸ γέροντα ἔφυγε. Ἔσπευσε νὰ ἐκτελέσει τὴν συμβουλή του. Κατέφυγε σ’ ἕνα μοναστῆρι. Λίγο καιρὸ ὅμως ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀπὸ φόβο μήπως ἐκθέσει τὸν πνευματικό του πατέρα ἔφυγε νωρίς. Περιῆλθε διάφορους τόπους καὶ κατέληξε στὸ μυροβόλο νησὶ τῆς Χίου. Ἐδῶ ἐπισκέφθηκε κάποιο ἄλλο πνευματικό, ἐξομολογήθηκε καὶ πάλι μὲ πόνο ψυχὴς καὶ ζήτησε νὰ ξαναγίνει δεκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ πνευματικὸς δέχτηκε τὴ μετάνοιά του. Τοῦ διάβασε τὴ συγχωρητικὴ εὐχή, τὸν ἔχρισε μὲ ἅγιο μύρο καὶ τὸν κοινώνησε τὰ ἄχραντα Μυστήρια.
Μετὰ τὴν ἀποκατάστασή του αὐτὴ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ὁ Πολύδωρος ἀναχώρησε γιὰ τὴ Νέα Ἔφεσο. Ὁ πόθος του νὰ ἐπανορθώσει πραγματικὰ τὸ ἁμάρτημά του, δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Μιὰ σκέψη στριφογυρίζει ἀδιάκοπα στὸ μυαλό του. Ἡ σκέψη νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς καὶ μὲ παρρησία νὰ διακηρύξει μπροστὰ σ’ αὐτοὺς τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸ θέλημά του. Καὶ τὸ ἔκαμε.
Μιὰ μέρα παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν μουφτὴ καὶ χωρὶς περιστροφὲς τὸν ρώτησε:
-Πές μου, ἀφέντη. Εἶναι νόμιμο καὶ σωστὸ νὰ δώσω πίσω ἕνα πρᾶγμα κάλπικο, ποὺ μοῦ ἔδωκαν πρὶν λίγο καιρὸ μὲ ἀπάτη;
Ὁ μουφτὴς ἀπήντησε καταφατικά. «Ναί, τοῦ εἶπε. Εἶναι νόμιμο».
Τότε ὁ ἀθλητὴς πρόσθεσε:
— Δῶσε μου, σὲ παρακαλῶ, αὐτὴ τὴν ἀπόφαση γραπτῶς.
Ὁ μουφτὴς ἔγραψε τὴν ἀπόφαση καὶ τοῦ τὴν ἔδωσε. Μόλις ὁ ἡρωικὸς ἀγωνιστῆς πῆρε στὸ χέρι τὴν ἀπόφαση (τὸν φετφά), χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ἔτρεξε στὸν ἱεροδικαστὴ (Καδή) καὶ δείχνοντας τὴν ἀπόφαση τοῦ μουφτῆ τοῦ εἶπε:
— Πρὶν δέκα χρόνια μὲ ξεγελάσατε καὶ μὲ κάματε νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου. Πέταξα τὸ χρυσάφι ποὺ κρατοῦσα γιὰ νὰ πάρω τὸ χῶμα. Τώρα μετανιώνω. Λυπᾶμαι γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκαμα καὶ στενοχωροῦμαι καὶ κλαίω. Πᾶρτε τὸ χῶμα σας καὶ ἐγὼ ξαναπαίρνω τὸ χρυσάφι μου. Ἤμουνα χριστιανός! Μένω χριστιανός! Κι εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω χριστιανός!
Στὰ λόγια τοῦ ὁμολογητῆ ὁ καδὴς μὲ κόπο συγκράτησε τὸν θυμό του. Δοκίμασε κάτι νὰ πεῖ. Ἄρχισε τὶς κολακεῖες. Προχώρησε στὶς ὑποσχέσεις. Προσπάθησε νὰ μεταπείσει τὸν Πολύδωρο τάζοντας χρήματα καὶ θέσεις καὶ τιμές... Καὶ κατέληξε.
— Ἕναν καιρὸ ἤσουν χριστιανός. Τώρα ὅμως εἶσαι μωαμεθανός.
— Ὄχι! Ὄχι! Διαμαρτυρήθηκε ἔντονα ὁ ἀθλητής. Εἶμαι χριστιανός. Καὶ θὰ πεθάνω χριστιανός. Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ νὰ πεθάνω.
Ὁ καδὴς δὲν ἀπογοητεύθηκε. Συνέχισε τὶς ὑποσχέσεις. Ὑποσχέσεις δελεαστικές. Ἀπίθανες. Μὰ τίποτα. Στὸ τέλος, σὰν ἀντιλήφθηκε, πὼς οἱ προσπάθειες τοῦ ἦταν χαμένες, διέταξε νὰ ἁρπάξουν τὸν Πολύδωρο, νὰ τὸν κλείσουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια.
Βασανιστήρια! Νὰ μία λέξη ποὺ προκαλεῖ ἀσυναίσθητα τὴν φρίκη. Βασανιστήρια! Μιὰ λέξη τόσο γνωστὴ καὶ στὴν ἐποχή μας. Θεέ μου! Ποῦ καταντᾷ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀπ’ τὴν καρδιὰ του φύγει ὁ αὐτοσεβασμός. Ὅλη νύχτα οἱ δήμιοι βασάνιζαν τὸν μάρτυρα. Νὰ ἀριθμήσει κανεὶς τὰ βασανιστήρια; Εἶναι ἀδύνατο. Τοῦτο μόνο λέγουμε. Τὴν ἑπομένη ὁ μακάριος ἀθλητὴς μὲ τὸ πρόσωπο ἀλλοιωμένο ἀπὸ τὶς ὁλονύχτιες κακώσεις καὶ τὸ κορμὶ τσακισμένο ἀπὸ τοὺς ἀλύπητους ξυλοδαρμοὺς ὁδηγήθηκε μπροστὰ σ’ ἕνα συμβούλιο ἀπὸ Τούρκους ἄρχοντες. Γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ συντετριμμένος ἀγωνιστὴς τῆς ἀλήθειας μὲ σταθερότητα καὶ παρρησία ζηλευτὴ διακήρυξε πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή του νὰ πεθάνει γι’ Αὐτόν. Σ' ὅλες τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἔκαμναν ἡ ἀπάντησή του ἦταν:
— Εἶμαι χριστιανός! Θὰ μείνω χριστιανός! Καὶ θὰ πεθάνω χριστιανός.
Ἡ ἄκαμπτη ἐπιμονή του εἶχε ἐξοργίσει ὅλα τὰ μέλη τοῦ Συμβουλίου, ποὺ γιὰ νὰ δώσουν μία διέξοδο στὸ ἀδιέξοδο, διέταζαν νὰ ρίξουν καὶ πάλι τὸν ἅγιο στὴν φυλακὴ καὶ νὰ ἐπαναλάβουν τὰ βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι μὲ ἀσυγκράτητη μανία ἅρπαξαν τὸ θῦμα ξανὰ καὶ τὸ πέταξαν σ’ ἕνα σκοτεινὸ κελί. Ἐκεῖ μὲ καννιβαλίστικο πάθος, τόσο γνωστὸ καὶ στὴν ἐποχή μας, ἄρχισαν τὸ μακάβριο ἔργο τους. Ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ μάρτυρος γιὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ μετακινηθεῖ καὶ μὲ μαστίγια τὸν κτυποῦσαν συνέχεια παντοῦ. Τὸ ἅγιο κορμὶ ἔγινε μία πληγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ αἷμα ἔτρεχε ἄφθονο. Ὕστερα τοῦ ἔβαλαν σίδερα καυτὰ καὶ τοῦβλα πυρωμένα στοὺς ὤμους καὶ τὶς μασχάλες καὶ ἄλλοι τὴν ἴδια ὥρα τοῦ φοροῦσαν στὸ κεφάλι ἕνα πυρακτωμένο τάσι γιὰ σκοῦφο. Δὲν θὰ ἀναφέρουμε ἄλλα βασανιστήρια. Μᾶς εἶναι ἀδύνατο. Ἄλλωστε καὶ νὰ τ’ ἀκούει κανεὶς δυσκολεύεται. Τοῦτο μόνο σημειώνουμε. Ὁ καρτερόψυχος ὁμολογητὴς τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ θάρρος καὶ καρτερία μοναδική. Τὰ ὑπέμεινε προφέροντας μὲ πίστη: «Κύριε, συγχώρησέ με». Εἶχε πιὰ ἀποφασίσει τὸν θάνατο καὶ ἔτσι ὁ πόνος δὲν τὸν φόβιζε. Τὸν φόβιζε μονάχα μήπως λυπήσει ξανὰ τὸν Χριστό μας. Ἀκόμη λίγο σκεφτόταν καὶ τὸ μαρτύριο θὰ μεταβληθεῖ σὲ πηγὴ χαρὰς καὶ ἀγαλλίασης. Θὰ γίνει ἡ σκάλα ποὺ θὰ μὲ ἀνεβάσει κοντὰ στὸν Χριστό μου, τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή μου. «Βαρὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος. Ἀλγεινὴ ἡ ψῦξις ἀλλ’ ἠδεία ἡ ἀπόλαυσις». Αὐτὰ μποροῦσε νὰ λέει κι ὁ Πολύδωρος μαζὶ μὲ τοὺς Σαράντα Μάρτυρες τῆς Σεβάστειας.
Μὲ τὰ μαρτύρια πέρασε ὅλη ἡ νύχτα. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Χριστοῦ νὰ στέκεται μπροστά του. Νὰ τὸν κοιτάζει μὲ εἰρηνικὸ χαμόγελο. Νὰ τοῦ δροσίζει τὰ καμένα ἀπ’ τὸν πόνο χείλη του. Νὰ τοῦ δείχνει τὸν Παράδεισο. Ὅταν ξημέρωσε, μερικοὶ δήμιοι πῆραν τὸν μάρτυρα καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ φωνὲς καὶ βρισιὲς στὴν πλατεῖα, μπροστὰ στὸν κριτή, ποὺ περίμενε καθισμένος σὲ μία ψηλὴ ἐξέδρα ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἐπίσημους μωαμεθανούς.
Λίγο πιὸ κάτω ἦταν στημένη μία ἀγχόνη. Ὁ μάρτυρας κοίταξε πρῶτα τὴν ἀγχόνη καὶ ὑστέρα τὸν κριτή. Ἕνα αἴσθημα παρηγοριὰς ἔνοιωσε βλέποντας τὴν πρώτη. Μιὰ ἀηδία σὰν ἀντίκρισε τὸν δεύτερο.
— Ἄϊ! τί λές; τοῦ φώναξε ὁ κριτὴς μὲ ἕνα γέλιο σαρδόνιο. Ἔβαλες μυαλὰ ἢ ἀκόμα ἐπιμένεις στὶς ἀπόψεις σου;
— Τὰ μυαλά μου τὰ ἔχασα μόνο, ὅταν παρασύρθηκα καὶ ἀντάλλαξα τὴν πίστη μου μὲ τὴ δική σας. Τρέλα εἶναι νὰ πετᾶ κανεὶς τὸ χρυσάφι, γιὰ νὰ πάρει τὸ χῶμα. Τώρα τὰ ἔχω τετρακόσια τὰ μυαλά μου. Τώρα ποὺ ξαναγύρισα στὸν Χριστό μου. Στὰ λόγια τοῦ μάρτυρα ὁ κριτὴς ἔχασε τὴν ὑπομονὴ καὶ φώναξε:
— Κρεμᾶστε τὸν γκιαούρη νὰ γλυτώσουμε. Κρεμάστε τον. Εἶναι ἀγύριστο κεφάλι. Οἱ δήμιοι ὁδήγησαν τὸν Πολύδωρο πρὸς τὴν ἀγχόνη. Καὶ αὐτὸς ἀφοῦ μὲ σταθερὸ βῆμα πλησίασε, ἀσπάστηκε μὲ σεβασμὸ τὸ σχοινί της, ἔκαμε μὲ εὐλάβεια τὸν σταυρό του καὶ γαλήνιος δέχτηκε τὸ σχοινὶ στὸν λαιμό του. Δοξολόγησε ξανὰ τὸν Κύριο γιὰ τὴν τιμὴ καὶ στὰ λίγα δευτερόλεπτα ποὺ μεσολάβησαν προσευχήθηκε θερμὰ γιὰ τοὺς ἐκτελεστές του καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Γένους. Κύριε, εἶπε. Συγχώρησε τοὺς βασανιστές μου! Χριστέ μου! Δῶσε τὴ λευτεριὰ στὴ Ρωμιοσύνη! Ὁ δήμιος ἔσυρε τὸ σχοινί. Τὸ κορμὶ ὑψώθηκε μετέωρο, ἐνῷ ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ μάρτυρα πέταξε στὰ γαλανὰ χάη τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ κοντὰ στὸν Χριστό μας. Τὸ ἅγιο λείψανο ἔμεινε τρεῖς ἡμέρες στὴν ἀγχόνη. Τὴν τρίτη μέρα οἱ Τοῦρκοι διέταξαν τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τὸ θάψουν. Μερικὲς ἁγνὲς ψυχὲς κατέβασαν τὸ ἅγιο σκήνωμα ἀπὸ τὴν ἀγχόνη, τὸ ξέπλυναν μὲ καθαρὸ νερὸ καὶ τὸ ἔθαψαν ραίνοντάς το μὲ τὰ δάκρυα τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς ἀγάπης τους.
Σὲ κάποια στιγμὴ πειρασμοῦ καὶ ἀπροσεξίας ὁ νεαρὸς Πολύδωρος γλίστρησε κι ἔπεσε. Ἀρνήθηκε ὅτι πολυτιμότερο ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὸν κόσμο τοῦτο. Τὴν πίστη του. Παράξενο; Ὄχι! Φυσικὸ τὸ πρᾶγμα κι ἀνθρώπινο. «Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητας αὐτοῦ» λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅμως μὲ μία εἰλικρινὴ μετάνοια, ἀλλὰ καὶ σταθερὴ ὁμολογία καὶ αὐτὸ τὸ μαρτύριο τοῦ θανάτου ζήτησε καὶ θέλησε ὁ καρτερόψυχος ἀθλητὴς γιὰ νὰ ἐπανορθώσει τὸ σφάλμα του. Καὶ τὸ πέτυχε.
Τὸ μαρτυροῦν τὰ πολλὰ θαύματά του.
Θὰ ἀναφέρομε δυό:
α) Στὴ Ν. Ἔφεσο ζοῦσε κάποιος χριστιανὸς ποὺ λεγόταν Νικόλαος. Ὁ δυστυχισμένος εἶχε προσβληθεῖ ἀπὸ δαιμόνιο, ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα του καὶ σὰν τὴν παιδίσκη τῶν Φιλίππων φανέρωνε πολλὲς φορὲς καὶ τὰ μυστικὰ ἐκείνων ποὺ κατέφευγαν σ’ αὐτόν. Κάποια μέρα γνώρισε τὸν ἄρρωστο ἕνας κληρικός, ποὺ εἶχε στὴν κατοχή του λείψανα τοῦ Ἁγίου Πολυδώρου καὶ ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ σχοινὶ τῆς ἀγχόνης καὶ τὸν λυπήθηκε. Πῆρε τὰ ἱερὰ κειμήλια καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Μόλις ἔφτασε στὴν πόρτα καὶ τὸν εἶδε ὁ δαιμονισμένος ἔβαλε τὶς φωνές:
-Ἐσὺ ἐδῶ; Ἐσὺ ἐδῶ; Τί ᾖρθες νὰ κάμεις; Τί θέλεις ἀπὸ μένα;
Ὁ ἱερέας χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ἔβγαλε ἀπὸ τὸν κόρφο του τὰ ἅγια λείψανα κι ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πρὸς τὸν ἄρρωστο.
Ὁ ἱερέας πλησίασε. Ἔβαλε πάνω στὸν ἄρρωστο τὰ λείψανα καὶ τὸ κομμάτι τοῦ σχοινιοῦ ποὺ κρατοῦσε καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Ὁ ἄρρωστος ἔβγαλε μία δυνατὴ κραυγὴ κι ὕστερα ἠρέμησε. Τὸ δαιμόνιο ἔφυγε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε πιὰ καλά.
β) Τὶς θλιβερὲς καὶ μαῦρες ἐκεῖνες μέρες ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας ξεριζωνόταν ἀπὸ τὴν κοιτίδα του, τὴν Μ. Ἀσία καὶ ἔφευγε κυνηγημένος, ἕνας Ἱερομόναχος, ὁ Πρωτοσύγκελος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἐφέσου Κύριλλος Ψύλλος ἅρπαξε τὴν ἁγία κάρα τοῦ μάρτυρος γιὰ νὰ τὴν σώσει. Ἡ μανία τῶν Τούρκων ἐνάντια στοὺς κληρικοὺς καὶ ὁ ἔλεγχός τους γιὰ τὴν ἀνεύρεσή τους ἦταν ἀπίστευτος. Ἡ μανία τους στρεφόταν ἀκόμη καὶ ἐνάντια στοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια. Ὅταν ἀνακάλυπταν κληρικοὺς ἢ ἄλλα πρόσωπα νὰ κρατᾶνε εἰκόνες, λείψανα κ.ἄ. τοὺς ἔσφαζαν χωρὶς καμιὰ κουβέντα. Ἡ πράξη τοῦ Πρωτοσύγκελου ἦταν πολὺ τολμηρή. Ἂν τὸν ἀνακάλυπταν, θὰ πλήρωνε ἀμέσως μὲ τὴ ζωή του αὐτὸ ποὺ πήγαινε νὰ κάμει. Ὁ εὐλαβὴς ὅμως ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ τὸ ἀποφάσισε. Ντύθηκε σὰν γερόντισσα, πῆρε μαζί του τὸν πολύτιμο θησαυρό του, ἔκαμε τὸν σταυρό του καὶ προχώρησε. Ἀτέλειωτη σειρὰ περίμενε μπροστὰ του γιὰ ἔλεγχο. Σὰν ἔφτασε στὸ τούρκικο φυλάκιο γιὰ τὴν ἔρευνα, οἱ Τοῦρκοι ἦσαν μανιασμένοι. Εἶχαν ἀνακαλύψει μερικοὺς μεταμφιεσμένους καὶ εἶχαν γίνει ἔξαλλοι. Τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ οἱ ἄπιστοι βρίζανε καὶ κτυποῦσαν τὰ θύματά τους καὶ οὔρλιαζαν σὰν θεριὰ ᾖρθε καὶ ἡ σειρὰ τοῦ μεταμφιεσμένου Κύριλλου γιὰ ἔλεγχο.
Ὁ πιστὸς κληρικός, χωρὶς νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία του, ἕσφιξε στὰ στήθη τὸν θησαυρό του, τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ ψιθύρισε μέσα του:
-Ἅγιε Πολύδωρε, σῶσέ με. Καὶ τὸν ἔσωσε.
- Γκὶτ πὲ χανοὺμ (γκρεμίσου χανούμισσα) φώναξε ὁ Τοῦρκος καὶ τὸν ἔσπρωξε μπροστά. Σὲ λίγο ὁ ἱερομόναχος βρισκόταν πεταγμένος στὴ βάρκα σωτηρίας μὲ τὸν θησαυρό του. Πῶς ἔγινε τοῦτο; Ὁ ἴδιος δὲν θυμᾶται. Δὲν κατάλαβε. Ἕνα εἶναι τὸ γεγονός: Σώθηκε. Σώθηκε καὶ αὐτὸς κι ἡ ἁγία κάρα τοῦ μάρτυρος. Ὅταν ἔφτασε στὴν Ἀθῆνα, τὴν κατέθεσε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τῆς Πλάκας. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ σήμερα. Δεκάδες πιστῶν περνᾶνε κάθε μέρα γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν. Καὶ χιλιάδες κάθε χρόνο στὶς 3 τοῦ Σεπτέμβρη, ποὺ εἶναι ἡ μέρα τῆς γιορτῆς του, τρέχουν νὰ τιμήσουν τὸν μάρτυρα, τὸν ἐξωμότη, ποὺ μετανόησε, καὶ νὰ ζητήσουν τὴν χάρη του. Τρομερὸ κακὸ στὸν ἄνθρωπο ἡ πτώση. Πολὺ τρομερό! Μεγάλη ἡ ἀξία τῆς μετάνοιας. Πολὺ μεγάλη. Ἡ πτώση καταστρέφει, ἐξευτελίζει. Ἡ μετάνοια ἀποκαθιστᾷ, σῴζει. Ἀποκαθιστᾷ τὸν ἄνθρωπο στὸ πατρικὸ σπίτι. Καὶ τὸν σῴζει. Τὸν κάνει «συμπολίτην τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖον τοῦ θεοῦ».
Ναί! συμπολίτη τῶν ἁγίων καὶ οἰκιακό τοῦ Θεοῦ.
Πραγματικά! Τί ὡραία νὰ θυμόντουσαν συχνὰ οἱ ἄνθρωποι τούτη τὴν ἀλήθεια!.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Μέγα καύχημα τῆς Λευκωσίας, μέγα στήριγμα πόλει Ἐφέσου, μέγα κλέος τε τῶν δυὸ πόλεων τῆς μὲν γὰρ γόνος σεπτὸς ἐχρημάτισας τὴν δὲ τὰ σὰ ἐπορφύρωσαν αἵματα, ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πολύδωρε, ἶνα ρυσθῶμεν κινδύνων καὶ θλίψεων.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τοῦ Οὔγγλις, Ἱερεὺς (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Κυριακή ΙΓ' Ματθαίου
(Ματθ. 21, 33-42)
Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή ο Κύριός μας παρομοιάζει τη Βασιλεία του Θεού με αμπελώνα, τον οποίο ο οικοδεσπότης εμπιστεύεται σε άξιους γεωργούς για να τον καλλιεργήσουν. Όταν όμως έφτασε ο καιρός της συγκομιδής οι γεωργοί εκείνοι όχι μόνο δεν απέδωσαν τους καρπούς, αλλά έδιωξαν κακήν κακώς τους δούλους που έστειλε ο κύριος του αμπελώνα για να συλλέξουν τη σοδειά. Και όταν τελικά έστειλε τον ίδιο του το γιο, οι γεωργοί εκείνοι τον σκότωσαν, θέλοντας να σφετεριστούν την περιουσία του κυρίου τους. Στη συνέχεια ο Χριστός ρωτάει τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους τί θα πρέπει να πράξει ο οικοδεσπότης της παραβολής, κι εκείνοι αποκρίνονται ότι θα πρέπει να τους τιμωρήσει με θάνατο και να δώσει τον αμπελώνα σε άλλους γεωργούς. Και ο Ιησούς, επισφραγίζοντας την κρίση τους, επιβεβαιώνει ότι ο Θεός θα εμπιστευτεί τη Βασιλεία Του σε εκείνο το έθνος που θα εργάζεται τις εντολές του Θεού και θα αποδίδει τους καρπούς των έργων του.
Με την παραβολή αυτή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός θέλει να τονίσει καταρχάς ότι το «έθνος άγιον» ή αλλιώς ο «λαός του Θεού» δεν είναι απλά εκείνοι οι άνθρωποι που διάλεξε ή διαλέγει ο Θεός, αλλά εκείνοι που εργάζονται τίμια τη διδασκαλία και τις εντολές που τους εμπιστεύεται. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός επέλεξε τον λαό του Ισραήλ να Τον υπηρετήσει, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι όμως καλλιέργησαν στο λαό την πεποίθηση ότι η Βασιλεία του Θεού τούς ανήκει δικαιωματικά, επειδή απλά ήταν απόγονοι των Πατριαρχών, του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Αυτή τους η αλαζονεία τούς οδήγησε διαχρονικά όχι μόνο να μην υπακούσουν στους απεσταλμένους του Θεού, τους Προφήτες, τους Κριτές και τους Δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και να τους εξορίσουν και θανατώσουν. Και βέβαια, όταν ο Θεός απέστειλε τον Υιό αυτού, του επεφύλαξαν το Πάθος και τον σταυρικό θάνατο.
Για το λόγο αυτό ο Χριστός τονίζει ότι για τον Θεό δεν μετρούν τα φυλετικά κριτήρια, δεν ανήκει δηλαδή κανείς στο «έθνος το άγιον» εξαιτίας της καταγωγής του. Θα μας πει μάλιστα ότι μητέρα Του και αδελφούς Του θεωρεί εκείνους που ακούν και εφαρμόζουν στη ζωή τους τον λόγο του Θεού[1]. Και τούτο γιατί ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, δεν κάνει δηλαδή διακρίσεις αλλά αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους και επιθυμεί όλοι να γνωρίσουν την αλήθεια και να σωθούν[2]. Αν ο Θεός επέλεξε τον λαό του Ισραήλ ως «περιούσιο λαό» Του, στην πραγματικότητα τον προσκάλεσε να γίνει λαός του Θεού, να γίνει το παράδειγμα για τους άλλους λαούς και με τον τρόπο αυτό να ελκύσει ολόκληρη την ανθρωπότητα στην γνώση της αληθείας του Θεού. Οι Ισραηλίτες όμως θεώρησαν την πρόσκληση αυτή ως κεκτημένο τους δικαίωμα, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μη γίνουν πρότυπο πιστού έθνους, αλλά να ζηλέψουν και να υιοθετήσουν οι ίδιοι τις συνήθειες των άλλων εθνών, την σκληρότητά τους, τα έθιμά τους, ενίοτε και τους θεούς τους.
Ο Χριστός με το σωτήριο έργο Του και με τη διδασκαλία Του προσκαλεί κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως καταγωγής, να γίνει μέλος του άγιου έθνους των χριστιανών. Στη βασιλεία Του δεν έχουν θέση εκείνοι που απλά έτυχε να έχουν βαπτιστεί χριστιανοί, αλλά εκείνοι που εργάζονται την μία και μοναδική εντολή της Αγάπης που ο ίδιος δίδαξε και εφάρμοσε με την σταυρική θυσία Του και την Ανάστασή Του. Η σημερινή παραβολή απευθύνεται επομένως και σε όλους εμάς που θέλουμε να είμαστε και να λεγόμαστε παιδιά Του και μέλη του ενός σώματος της Εκκλησίας. Το χρέος μας και το έργο μας είναι απλό και συνίσταται σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι να γνωρίζουμε την Αλήθεια, να μελετάμε δηλαδή το Ευαγγέλιο και να αναζητούμε στον λόγο του Θεού τις απαντήσεις για την ζωή μας, για την ύπαρξή μας, για το σκοπό που ζούμε και κινούμαστε επάνω στη γη, για τη σχέση μας τόσο με τους συνανθρώπους μας όσο και με τον ίδιο το Θεό. Και ο δεύτερος είναι να εργαζόμαστε τον πνευματικό αμπελώνα του Κυρίου και να αποδίδουμε τους καρπούς του, που σημαίνει να εφαρμόζουμε το Ευαγγέλιο στη ζωή μας με τέτοιο τρόπο που να μεταμορφώνει την προσωπικότητά μας και να αντανακλά στους ανθρώπους γύρω μας.
Συχνά ως άνθρωποι παρασυρόμαστε και τείνουμε να υιοθετούμε πρότυπα και συμπεριφορές άλλων ανθρώπων, που κινούνται έξω από την κατά Θεόν ζωή. Ο Χριστός σήμερα μάς προσκαλεί και μάς υπενθυμίζει ποιός είναι ο δικός μας ρόλος ως παιδιά Του και αδέλφια Του: να γίνουμε εμείς το πρότυπο και το φως του κόσμου, και να ζηλεύουμε όχι τα επίγεια, αλλά τα επουράνια, ως γνήσια τέκνα Του και συγκληρονόμοι της Βασιλείας Του.
Στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ κάθε ἡλικία ἔχει νὰ ἐπιδείξει τοὺς ἀντιπροσώπους της.
Γιατί κάθε ἡλικία ἔχει προσφέρει σ’ Αὐτὸν ὅτι διαλεχτὸ καὶ ὑπέροχο ἔχει νὰ παρουσιάσει. Κι ἡ ἐφηβικὴ ἡλικία, ποὺ εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει νὰ προβάλει τοὺς δικούς της.
Ὁ Ἅγιος Μάμας εἶναι ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Διαλεχτὸς στοὺς διαλεχτοὺς καὶ ὡραῖος στοὺς ὡραίους ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀγαπητὲς καὶ ἡρωικὲς μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων.
Οἱ γονεῖς του Θεόδοτος καὶ Ρουφίνα ζοῦσαν στὴ Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας καὶ ἦσαν χριστιανοὶ μὲ μεγάλη κοινωνικὴ θέση.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ αὐτοκράτορας Αὐρηλιανὸς κίνησε σκληρὸ διωγμὸ ἐνάντια στοὺς χριστιανοὺς (270 – 275 μ.Χ.).
Μεταξὺ τῶν πρώτων συνελήφθη ὁ Θεόδοτος καὶ ἀφοῦ ἀνακρίθηκε καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, ρίχτηκε στὶς φυλακὲς τῆς Καισαρείας.
Ἡ σύζυγός του, ἡ ἐνάρετη Ρουφίνα, σὰν ἔμαθε τὴν φυλάκιση τοῦ συντρόφου της, ἂν καὶ ἦταν ἑτοιμόγεννη, ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει. Ἐκεῖ μὲ παρρησία ὁμολόγησε καὶ αὐτὴ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φλόγιζε τὴν καρδιά της, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κλεισθεῖ στὴ φυλακή.
Δυὸ ἀδελφὲς ψυχές, εὐγενικὲς καὶ ἀγαπημένες, ἑνωμένες στὴν χαρὰ καὶ στὸν πόνο. Μιὰ νύχτα ἡ Ρουφίνα ἐκεῖ στὴ σκοτεινὴ καὶ ὑγρὴ φυλακή, ἔφερε στὸν κόσμο τὸ παιδάκι της. Ἡ καρδιά της σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἀλλὰ μόνο γιὰ μία στιγμή. Ὅταν πῆρε τὸ παιδάκι της νὰ τὸ δείξει στὸν σύζυγό της, τὸν καλὸ Θεόδοτο, τὸν βρῆκε νεκρό. Τὰ μαρτύρια τὰ πολλὰ ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁδήγησαν πρόωρα στὸν θάνατο. Ἡ πονεμένη μάνα μὲ συντριβὴ ψυχῆς ἔβαλε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά του, γονάτισε δίπλα του καὶ ἔκαμε μὲ δάκρυα τὴν προσευχή της. Ὕστερα ἔγειρε δίπλα του γιὰ νὰ μὴ σηκωθεῖ ποτές. Τὴν ἴδια νύχτα παρέδωσε καὶ αὐτὴ τὸ πνεῦμα. Ἡ ψυχὴ της πέταξε κοντὰ στὸν Χριστό, ποὺ ἀγάπησε μὲ τὴν καρδιά της. Τὰ βάσανα καὶ οἱ ταλαιπωρίες τῆς φυλακῆς τὴν ὁδήγησαν τόσο γρήγορα στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸν μάρτυρα σύζυγό της.
Καὶ τὸ παιδί της; Ὀρφανό, πεντάρφανο μένει τώρα! Τί ἄραγε θὰ γίνει; Τὴν ἀπάντηση δίνει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ! «Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται». Τὸ ὀρφανὸ καὶ τὴν χήρα τὰ παίρνει ὑπὸ τὴν προστασία του ὁ Θεός. Καὶ νά!
Μιὰ εὐσεβὴς γυναῖκα, ἡ Ἀμμία Ματρώνα ὁδηγημένη ἀπὸ ἕναν Ἄγγελο πηγαίνει στὴν φυλακή. Παίρνει τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων γονιῶν καὶ τὰ ἐνταφιάζει μὲ σεβασμό. Ὕστερα παίρνει στὸ σπίτι καὶ τὸ παιδὶ καὶ ἀναλαμβάνει μὲ προθυμία καὶ στοργὴ τὴν ἀνατροφή του. Ἀπὸ τὰ πρῶτα ψελλίσματά του «μαμὰ – μαμὰ» τοῦ ἔδωκε τὸ ὄνομα Μάμας. Κοντὰ στὴν καινούργια μανούλα του τὸ παιδὶ μεγάλωσε μὲ τῆς πίστης τὸ ἅγιο «καὶ ἄφθαρτο μάννα». Καὶ τὸ τίμησε. Ὄχι μόνο ὁ ἴδιος ἀπὸ παιδὶ ἀγωνιζόταν νὰ ζεῖ τὴ χριστιανικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ φρόντιζε τὰ ὅσα μάνθανε, νὰ τὰ διδάσκει καὶ στὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας του. Ὑπεράξιο παιδὶ ἀξίων γονιῶν, μὰ καὶ ὑπέροχης θετῆς μητέρας του.
Ἡ διαγωγὴ αὐτὴ καὶ ὁ ζῆλος τοῦ μικροῦ ἱεραποστόλου δὲν ἄργησαν νὰ γίνουν γνωστά. Κάποια μέρα μερικοὶ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν σκληρὸ ἡγεμόνα Δημόκριτο. Ἐκεῖνος, σὰν εἶδε τὸ παιδί, προσπάθησε μὲ κολακεῖες στὴν ἀρχὴ καὶ ἀπειλὲς ἀργότερα νὰ τὸν μεταπείσει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ τὴν πίστη του. Μὰ δὲν μπόρεσε. Ὅλες του οἱ προσπάθειες πῆγαν χαμένες. Τότε ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τὸ ξύλο, τὸ πλήγωμα τοῦ κορμιοῦ μὲ σιδερένια νύχια, τὸ κάψιμο τῶν πληγῶν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τέλος τὸ ρίξιμο στὴ θάλασσα μὲ μία σιδερένια σφαῖρα δεμένη στὸν λαιμό.
Τὸ ἀποτέλεσμα;
Μηδέν!
Οἱ βάρβαρες πράξεις τοῦ χριστομάχου πῆγαν ἄδικα. Ἡ σφαῖρα κόπηκε καὶ τὸ παιδὶ μὲ τὴν βοήθεια ἐνὸς Ἀγγέλου βγῆκε στὴ στεριὰ καὶ ἀνέβηκε σὲ ἕνα βουνὸ τῆς Καισαρείας. «Ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει». Στὸ μέρος αὐτὸ ὁ πιστὸς καὶ ἡρωικὸς Μάμας ἔζησε μέχρι τὰ δεκαπέντε του χρόνια μὲ συντροφιὰ τὰ λιοντάρια καὶ τὰ ἄλλα ἄγρια ζῷα. Τὰ ἐξημέρωσε καὶ τὰ ἐβοσκοῦσε καὶ τὰ ἄρμεγε γιὰ νὰ τρέφεται, μὰ καὶ νὰ φιλοξενεῖ καὶ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια του καὶ νὰ διδαχθοῦν.
Δὲν πέρασε ὅμως πολὺς καιρὸς καὶ ἡ παρουσία τοῦ φλογεροῦ καὶ ἀληθινὰ πιστοῦ ἐφήβου ἔγινε καὶ πάλι γνωστή. Γιὰ δεύτερη φορὰ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ πῆγαν καὶ τὸν ἔπιασαν. Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὰ μαρτύρια ἐπαναλήφθηκαν σκληρότερα κι ἀγριότερα. Μὰ καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ τίποτα δὲν ἔκαμαν. Ὁ μάρτυρας ἔμεινε καὶ τώρα ἄκαμπτος. Καμιὰ δύναμη δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ τὸν λυγίσει καὶ νὰ τὸν ἀλλάξει. Οὔτε οἱ δελεαστικὲς ὑποσχέσεις, οὔτε καὶ οἱ ἀπειλές, μὰ οὔτε καὶ τὸ ξέσχισμα τοῦ κορμιοῦ, οὔτε καὶ τὸ ἀναμμένο καμίνι. Ὁ νεαρὸς μάρτυρας μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη τὰ ἀντιμετώπισε ὅλα ψάλλοντας μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τὰ λόγια τῆς παρρησίας καὶ τῆς βαθιᾶς πίστεως: «Τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;». Καὶ τὴν ἀπάντηση τὴν ἔδινε πάλιν ὁ ἴδιος ἐπαναλαμβάνοντας μὲ ἀπόλυτη πεποίθηση τοῦ Ἀποστόλου τὰ λόγια: «Πέπεισμαι ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τὶς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν" (Ρωμ. η’ 35 – 39). Καμιὰ δύναμη οὔτε καὶ ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ μὲ ἀποσπάσει ἀπὸ σένα, Χριστέ μου. Ναί! Οὔτε καὶ ὁ θάνατος. Καὶ τὸ ἀπέδειξε.
Τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν. Μὰ ὁ δεκαπεντάχρονος ἔφηβος ἔμεινε ἀλύγιστος. Ταπεινωμένος καὶ ντροπιασμένος ὁ ἀσεβὴς ἡγεμόνας ἀπὸ τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀντοχή του, ἔδωσε διαταγὴ νά τὸν θανατώσουν. Καὶ ὁ δήμιος μὲ μία σιδερένια τρίαινα (τρικάνι) τὸν κτύπησε στὴν κοιλιά. Ὁ γενναῖος ἀθλητὴς ἔπεσε κάτω κι ἄφηκε τὴν ἁγνὴ ψυχή του νὰ πετάξει κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀγάπησε καὶ πόθησε καὶ λάτρεψε, μὰ καὶ κοντὰ στοὺς μάρτυρες γονεῖς. Σύντομη ὑπῆρξε ἡ ζωή του. Σύντομη ἀλλὰ μεγαλειώδης καὶ παραδειγματική. Νέος ἦταν καὶ αὐτός. Ναί! Νέος, στὴν ἄνοιξη τῆς ζωῆς, μὲ δυσκολίες καὶ προβλήματα καὶ πειρασμούς. Ὅμως δὲν παρασύρθηκε. Δὲν πλανήθηκε. Δὲν λύγισε. Ἔμεινε πιστὸς καὶ ἀκλόνητος στὶς ἀρχές του, μέχρι θανάτου. Γιὰ νὰ διδάσκει. Καὶ νὰ δείχνει τὸν δρόμο σὲ ὅσους νοσταλγοῦν καὶ ποθοῦν καὶ θέλουν νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀνώτερη. Μιὰ ἀληθινὴ ζωή.
Στὴν Κύπρο ὁ Ἅγιος Μάμας εἶναι ἕνας πολὺ σεβαστὸς καὶ δημοφιλὴς ἅγιος. Πολλοὶ ναοὶ καὶ παρεκκλήσια, μὰ καὶ χωριὰ φέρουν τὸ ὄνομά του (σ’ ὅλη τὴν Κύπρο 66 ναοὶ περίπου εἶναι ἀφιερωμένοι στὸν Ἅγιο Μάμα). Ἀλλὰ καὶ πολλὲς κυπριακὲς παραδόσεις κυκλοφοροῦν μεταξὺ τοῦ λαοῦ γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία μορφή του. Μιὰ τέτοια παράδοση ποὺ δημιουργήθηκε, ὅπως φαίνεται, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, δίνει μία πολὺ ὄμορφη ἑρμηνεία τῆς εἰκονογράφησης τοῦ ἁγίου, καβάλα σὲ ἕνα λιοντάρι καὶ μὲ ἕνα ἀρνὶ στὰ χέρια. Σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ παράδοση ὁ Ἅγιος Μάμας ἦταν ἕνας φτωχὸς ἐρημίτης, ποὺ ζοῦσε σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὴν κωμόπολη Μόρφου. Μιὰ χρονιὰ οἱ φοροθέτες τὸν ἔβαλαν νὰ πληρώσει βαρὺ κεφαλικὸ φόρο. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἀρνιόταν, κλήθηκε ἀπὸ τὸν διοικητὴ σὲ ἀπολογία. Στὸν δρόμο ποὺ ἐρχόταν μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, ἕνα λιοντάρι πετάχτηκε μπροστὰ τους καὶ ἅρπαξε ἕνα ἀρνί, ποὺ κυνηγοῦσε. Ὁ Ἅγιος ἔκαμε νόημα στὸ θηρίο νὰ σταματήσει, καὶ νὰ ἀφήσει τὸ θῦμά του. Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε. Σταμάτησε μὲ μιᾶς, καὶ ἄρχισε νὰ κουνάει τὴν οὐρά του, γιὰ νὰ δείξει τὴν ὑποταγή του. Ὁ ἀθλητής, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, πῆρε τὸ ἀρνὶ στὰ χέρια καὶ ἀφοῦ καβαλίκεψε τὸ θηρίο συνέχισε τὸν δρόμο του πρὸς τὸ Διοικητήριο. Ὅταν ὁ Διοικητὴς ἀντίκρυσε τὸ ἀπίθανο αὐτὸ θέαμα, ἔδωκε διαταγὴ νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερο τὸν ἀθλητὴ καὶ νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴ φορολογία γιὰ ὅλη του τὴν ζωή. Ὁ Ἅγιος ἄφηκε τὸ ἀρνὶ σὰν δῶρο στὸν Διοικητὴ κι ἔφυγε.
Μιὰ ἄλλη παράδοση ἀναφέρει, πὼς τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ μάρτυρα μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο ἀπὸ τὴ Μ. Ἀσία καὶ τάφηκε στὴ Μόρφου. Ἕνας μεγαλοπρεπὴς ναὸς κτίστηκε δίπλα στὴ λάρνακα ποὺ φιλοξένησε τὸ ἅγιο λείψανό του καὶ πολλὰ θαύματα γίνονται κάθε φορὰ σὲ ὅσους μὲ πίστη καταφεύγουν στὴν χάρη του.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ὡς θαυματουργοῦ εἶναι πολὺ πλατιὰ διαδεδομένη στὸ νησί μας. Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς (Κύπριος χρονογράφος τοῦ ΙΕ’ αἰῶνος). στὸ χρονικό του λέει γι’ αὐτὸν χαρακτηριστικά: «Ἂν ἤτουν νὰ γράψω ταὶς γιάσεις του ὡς τοῦ νάζουν δὲν ἔφταναν». Κάθε χρόνο στὶς 2 τοῦ Σεπτέμβρη πλήθη χριστιανῶν τρέχουν νὰ τιμήσουν τὸν μάρτυρα μὲ πανηγυρικὲς λειτουργίες κι ἀγρυπνίες. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως τιμή, ποὺ μποροῦμε ὅλοι νὰ τοῦ προσφέρουμε εἶναι νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του. Μᾶς φαίνεται δύσκολο; Ναί! Μπορεῖ νὰ εἶναι. Ἐδῶ ὅμως βρίσκεται τὸ ἀληθινὸ μεγαλεῖο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Μαρτύρων πέλων, ἠκολούθησας, ἀσχέτῳ πόθῳ, τοῖς ἐνθέοις ἀληθῶς τούτων ἴχνεσι· καὶ τοῦ Σωτῆρος κηρύξας τὸ ὄνομα, ἐθαυμαστώθης σοφὲ δι’ ἀθλήσεως. Μάμα ἔνδοξε, Χριστὸς τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τῇ ῥάβδῳ Ἅγιε, τῇ ἐκ Θεοῦ σοι δοθείσῃ, τὸν λαόν σου ποίμανον, ἐπὶ νομὰς ζωηφόρους, θῆρας δέ, τοὺς ἀοράτους καὶ ἀνημέρους, σύντριψον, ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν σὲ ὑμνούντων· ὅτι πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμόν σε κέκτηνται.
Μεγαλυνάριον.
Τέθηλας ἐκ ῥίζης θεοφιλοῦς, καὶ τῆς ἀληθείας, ἐγεώργησας τοὺς καρπούς· σὺ διὰ πυρὸς γάρ, καὶ ὕδατος διῆλθες, ἐκλάμπων ἐν τοῖς ἄθλοις, Μάμα τοῖς θαύμασι.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ μικρός, διακρίθηκε γιὰ τὴν σπάνια ἐγκράτειά του καὶ γιὰ τὸν ἀπὸ φυσικό του ἔρωτα, πρὸς τὴν νηστεία. (Γι’ αὐτὸ ὀνομάστηκε Νηστευτής). Ἡ καρδιά του ἦταν δοσμένη στὰ Θεῖα, διάβαζε κάθε ἡμέρα τὴν Ἁγία Γραφή, διάφορα ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, πλουτίζοντας τὶς γνώσεις του.
Χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη τὸν Γ’. Ἀργότερα ἔγινε πρεσβύτερος καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχη Εὐτυχίου, ἐκλέχτηκε διάδοχός του.
Πέθανε 2 Σεπτεμβρίου τοῦ 595 καὶ τὸ λείψανό του τάφηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χρισθεὶς θείῳ χρίσματι, τῆς Ἐκκλησίας ποιμήν, Θεῷ ἱεράτευσας, ἀγγελικῶς ἐπὶ γῆς, Ἰωάννη Πατὴρ ἡμῶν· σὺ γὰρ διὰ νηστείας, σεαυτὸν ἐκκαθάρας, κάθαρσιν τῶν πταισμάτων, τῷ σῷ λόγῳ παρέχεις, τοῖς πόθῳ Ἱεράρχα θερμῶς σοι προστρέχουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τοῦ Προδρόμου κοινωνὸς ἐν τῇ κλήσει, τούτου ἐφάνης μιμητὴς καὶ τῇ πράξει· νηστείᾳ γὰς διέλαμψας καὶ βίῳ καθαρῷ· ὅθεν Ποιμενάρχην σε, τῶν οἰκείων προβάτων, ὁ Χριστὸς κατέστησεν, Ἰωάννη ἀξίως. Ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον.
Ἔχων τὴν νηστείαν οἷα τρυφήν, τὴν ψυχὴν ἐτράφης, ταῖς τοῦ Πνεύματος δωρεαῖς· ὅθεν διατρέφεις, τῆς χάριτος τῷ λόγῳ, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν τὸ πλήρωμα.
Ὁ Ἅγιος Διομήδης ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε σπαθιζόμενος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας
Θανατώθηκε ἀφοῦ τὸν χτύπησαν μὲ ξύλο στὸ κεφάλι καὶ ἔτσι ἔνδοξα μαρτύρησε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος (ἢ Θεόδοτος ἢ Θεόδωρος) ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Εὐτυχιανὸς ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἕψησαν ζωντανὸ πάνω σὲ σχάρα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε δι’ ἀπαγχονισμοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ σταυρικοῦ θανάτου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Φιλάδελφος ὁ Μάρτυρας
Οἱ Συναξαριστὲς γιὰ τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρίου του ἀναφέρουν: «λίθῳ τὸν τράχηλον βαρυνθεῖς τελειούται».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μελάνιππος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Παρθαγάπη ἡ Μάρτυς
Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἐλεάζαρ καὶ Φινεὲς οἱ Δίκαιοι Ἱερεῖς
Ἦταν ἱερεῖς τῶν Ἑβραίων. Ὁ μὲν Ἐλεάζαρ ἦταν τρίτος γιὸς τοῦ Ἀαρῶν, ὁ δὲ Φινεὲς ἦταν γιὸς μὲν τοῦ Ἐλεάζαρ, ἐγγονὸς δὲ τοῦ Ἀαρῶν.
Καὶ ὁ μὲν Ἐλεάζαρ ἦταν ἐπιτηρητὴς τῆς Σκηνῆς (τοῦ Μαρτυρίου) (Ἀριθμ. δ’ 16). Ὁ δὲ Φινεές, γιὰ τὸ ζῆλο ποὺ ἔδειξε θανατώνοντας τὸν Ζαμβρὶ, τὴ Χασβὶ καὶ τὴ Μαδιανίτιδα, διότι ἀναίσχυντα ἐκπορνεύονταν προσβάλλοντας τὸν Μωϋσῆ καὶ τὴ συναγωγὴ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἔλαβε τὴν διαθήκη αἰωνίου Ἱεροσύνης (Ἀριθμ. κε’ 11 – 13).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἄμμων (ἢ Ἀμμοῦν) οἱ Μάρτυρες
Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης καὶ ἐργάζονταν μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς πίστης τοῦ Ἰησοῦ Χρίστου.
Παροιμιώδης δὲ ἦταν καὶ ἡ φιλανθρωπία τους, μὲ τὴν ὁποία εὐεργετοῦσαν καὶ χριστιανοὺς καὶ εἰδωλολάτρες. Τὸ τελευταῖο ὅμως αὐτό, συντελοῦσε πολὺ στὴν μεταβολὴ τῶν εἰδωλολατρῶν πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ ἔπαρχος Βάβδος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν δράση αὐτὴ τοῦ Ἀειθαλᾶ καὶ τοῦ Ἄμμων, διέταξε τὴν σύλληψή τους. Καί, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τοὺς θανάτωσαν μὲ χτυπήματα σκληρότατα, μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του, γράφει τὰ ἑξῆς: «Λέξις λατινικὴ (indictio) ὁρισμὸν σημαίνουσα καθ’ ὂν κατὰ δεκαπενταετὴ περίοδον ἐπληρώνοντο εἰς τοὺς αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων οἱ φόροι. Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, τὴν ἀρχὴν τῆς ἰνδικτιῶνος εἰσήγαγεν ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ (1 – 14), ὄτε διέταξε τὴν γενικὴν τῶν κατοίκων τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους ἀπογραφὴν καὶ τὴν εἴσπραξιν τῶν φόρων, κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός. Ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (313) ἐγένετο ἐπισήμως χρῆσις τῆς Ἰνδικτιῶνος ὡς χρονολογίας. Ἔκτοτε δὲ ἡ ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τοῦ νῦν ἑορτάζει τὴν 1η Σεπτεμβρίου ὡς ἀρχὴν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους».
«Ἴνδικτον ἡμῖν εὐλόγει νέου χρόνου, ὢ καὶ παλαιὲ καὶ δι’ ἀνθρώπους νέε».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Ὁ πάσης Δημιουργός τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδὶᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον, τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ τῶν αἰώνων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, Θεὲ τῶν ὅλων Ὑπερούσιε ὄντως, τὴν ἐνιαύσιον εὐλόγησον περίοδον, σώζων τῷ ἐλέει σου, τῷ ἀπείρῳ Οἰκτίρμων, πάντας τοὺς λατρεύοντας, σοὶ τῷ μόνῳ Δεσπότῃ, καὶ ἐκβοῶντας φόβῳ Λυτρωτά· Εὔφορον πᾶσι, τὸ ἔτος χορήγησον.
Μεγαλυνάριον.
Ἄναρχε Τρισήλιε Βασιλεῦ, ὁ καιρῶν καὶ χρόνων, τὰς ἑλίξεις περισκοπῶν, εὐλόγησον τὸν κύκλον, τῆς νέας περιόδου, τὰς ἀγαθάς σου δόσεις, πᾶσι δωρούμενος.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ στυλίτης (ὁ πρεσβύτερος ἢ «ὁ ἐν τῇ μάνδρᾳ»), ποὺ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας τὴν 1η Σεπτεμβρίου, εἶναι ὁ πρῶτος γνωστὸς μοναχὸς ποὺ ἀσκήτεψε πάνω σὲ στῦλο.
Γεννήθηκε γύρω στὰ 389 στὸ χωριὸ Σισᾶν, στὰ ὅρια Συρίας καὶ Κιλικίας. Ἦταν βοσκὸς τῶν πατρικῶν προβάτων καὶ ὅταν γνώρισε κάποιους ἀσκητές, πόθησε ἐξαιτίας τους τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ᾖρθε σὲ ἕνα μοναστῆρι, στὸ χωριὸ Τελεδᾶν, ὅπου ἔζησε δέκα χρόνια (403 – 413) μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση.
Ὕστερα ἔζησε ἔγκλειστος τρία χρόνια σὲ μία σπηλιά, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια, καὶ στὴ συνέχεια πῆγε στὸ χωριὸ Τελάνισσο, ὅπου ἀσκήθηκε ἀλλὰ τρία χρόνια σ’ ἕνα σπιτάκι. Τέλος, ἀποσύρθηκε στὴν κορυφὴ ἐνὸς λόφου καὶ περιορίσθηκε σ’ ἕναν μικρὸ κυκλικὸ περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο μὲ μίαν ἁλυσίδα εἴκοσι πήχεων.
Ἡ ἀπίθανη αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα συγκέντρωναν γύρω του πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ προξενοῦσαν μεγάλη ἐνόχληση. Γιὰ αὐτὸ ἄρχισε ν' ἀνεβαίνει σὲ στύλους ὁλοένα καὶ ψηλότερους. Ὁ τελευταῖος, ὅπου ἔζησε πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, εἶχε ὕψος 16 – 18 μέτρα.
Ὁ Ὅσιος ἀφιέρωνε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου στὴν προσευχή. Ἔτρωγε ἐλάχιστα. Ἦταν συνεχῶς ὄρθιος, χωρὶς προφύλαξη ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὴν βροχή, τὸν ἄνεμο ἢ τὸ κρύο. Δύο φορὲς τὴν ἡμέρα διέκοπτε τὸν ἀσκητικό του κανόνα καὶ νουθετοῦσε τὸν λαό, μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς δυστυχισμένους, ἔκανε συμβιβασμοὺς διαφορῶν, ἔλυνε προβλήματα καὶ μετέστρεφε στὴ χριστιανικὴ πίστη τοὺς ἀλλόδοξους ποὺ πρόστρεχαν σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς χριστιανοὺς ἀπ’ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης. Κοιμήθηκε τὸ 459 καὶ κηδεύτηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Μαρτύριο στὴν μεγάλη ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας.
Στὸ ἐκπληκτικὸ Ἱεραποστολικὸ ἔργο, πού, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο, πραγματοποίησε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ στύλου του ὁ αὐστηρὸς αὐτὸς ἀσκητής, θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἑπόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Φιλόθεο Ἱστορία» τοῦ Θεοδώρητου Κύρου, τὸν ἑλληνικὸ βίο τοῦ Ὁσίου, γραμμένο ἀπὸ τὸν μαθητὴ του Ἀντώνιο, καὶ τὸν συριακὸ βίο του .
Ἡ φήμη τοῦ ὁσίου ἁπλώθηκε γοργὰ παντοῦ. Ὅλοι, κι ἀπὸ τὰ κοντινὰ καὶ ἀπὸ τὰ μακρινὰ μέρη, ἔτρεχαν κοντά του. Ἄλλοι ἔφερναν παράλυτους, ἄλλοι ζητοῦσαν νὰ γιατρέψει ἀρρώστους, ἄλλοι παρακαλοῦσαν νὰ μεσιτέψει στὸν Θεὸ γιὰ ν’ ἀποκτήσουν παιδιά. Μετὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων τους, ἔφευγαν γεμάτοι χαρά. Καὶ διαλαλώντας τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχτηκαν, ἔστελναν στὸν Ὅσιο πολὺ περισσότερους ἀνθρώπους, ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἐκεῖνοι τὰ ἴδια. Ἔτσι, καθὼς ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ἀπὸ κάθε στράτα σὰν ποτάμια οἱ προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ἕνα ἀνθρώπινο πέλαγος, ποὺ δεχόταν ἀπὸ παντοῦ ποτάμια! Ὄχι μόνο ντόπιοι οὔτε μόνο Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ Ἰσμαηλῖτες καὶ Πέρσες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Ἴβηρες καὶ Ὁμηρῖτες καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κατοικοῦν ἀκόμα πιὸ βαθιὰ μαζεύονταν στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου. Ἦρθαν καὶ πολλοὶ ποὺ κατοικοῦσαν στὰ πέρατα τῆς Δύσης, Ἰσπανοὶ καὶ Βρετανοὶ καὶ Γαλάτες. Ὅσο γιὰ τὴν Ἰταλία, λένε πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε γίνει τόσο περιβόητος ἐκεῖ, ὥστε κρεμοῦσαν μικρὲς εἰκόνες στὶς εἰσόδους ὅλων τῶν ἐργαστηρίων, γιὰ νὰ παίρνουν ἀπὸ αὐτὲς προστασία καὶ ἀσφάλεια.
Ἦταν ἀμέτρητοι, λοιπόν, ὅσοι ἔφταναν καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἀγγίξουν, ν’ ἀκουμπήσουν μόνο τὴν ἄκρη τοῦ δερμάτινου χιτῶνα του, πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ ἔπαιρναν κάποια εὐλογία. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἔνιωθε πὼς δὲν ἦταν ἄξιος ν’ ἀπολαμβάνει τέτοια τιμή. Τὸν κούραζαν, ἄλλωστε, ὅλα αὐτά. Ἔτσι, σοφίστηκε ν’ ἀνέβει σ’ ἕναν στῦλο. Τὸ ὕψος του ἦταν στὴν ἀρχὴ μικρό, ἕξι πῆχες. Ἀργότερα ἀνέβηκε σὲ ἄλλον πιὸ ψηλό, ὕστερα σὲ ψηλότερο καὶ τέλος σ’ ἕναν ποὺ ἔφτανε τὶς τριάντα ἕξι πῆχες. Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Ἐπειδὴ λαχταροῦσε νὰ πετάει στὰ οὐράνια, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τι γήϊνο. Καὶ ἐπειδή, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Θεό, στόχευε στὴν ὠφέλεια καὶ τὴ σωτηρία πολλῶν ψυχῶν. Βλέπετε, ὅσοι δὲν πείθονται μὲ λόγια καὶ δὲν ἀνέχονται τὰ κηρύγματα, σαγηνεύονται ἀπὸ τὰ παράδοξα θεάματα. Τὸ παράδοξο τραβάει ὅλους καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ τὸ προσέξουν, προετοιμάζοντάς τους ἔτσι καὶ στὸ νὰ διδαχθοῦν. Ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸν Ὅσιο Συμεών. Τὸ παράδοξο θέαμα ποὺ παρουσίαζε ἀνεβασμένος σ’ ἕναν ψηλὸ στῦλο, τραβοῦσε ἀμέτρητους περιέργους, ποὺ ἤθελαν νὰ πληροφορηθοῦν γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ τέτοιον τρόπο. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ὁ Ὅσιος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς κήρυσσε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μεταστρέφοντας πολλοὺς ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστη καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀνομίας στὰ ἔργα τῆς εὐσέβειας. Ἴβηρες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Πέρσες, ὅπως εἴπαμε, ἀπαρνιόντουσαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο τὴν προγονική τους πλάνη καὶ δέχονταν τὴν θεία ἀλήθεια μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Οἱ Ἰσμαηλῖτες, μάλιστα, ἔφταναν σὲ ὁμάδες, διακόσιοι, τετρακόσιοι, κάποτε καὶ χίλιοι. Μὲ βοὴ ἀποκήρυσσαν τὴν πατρική τους θρησκεία, ἔσπαζαν τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευαν πρῶτα, ἐγκατέλειπαν μία γιὰ πάντα τὰ μυστηριώδη ὄργια τῆς Ἀφροδίτης καὶ ἀπολάμβαναν τὰ θεία μυστήρια του Χριστοῦ, ἀφοῦ ἄκουγαν ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο στόμα τοῦ στυλίτη σωτήριες διδαχές.
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος καὶ γνώριμος τοῦ Ὁσίου, περιγράφει συνοπτικὰ τὸ κοινωνικὸ καὶ ἀποστολικὸ ἔργο του: «Νουθετώντας (τὸν λαό) δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, πλημμυρίζει τὰ αὐτιὰ τῶν ἀκροατῶν μὲ τὰ χαριτωμένα λόγια του καὶ τοὺς προσφέρει ὅσα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκει.
Προτρέπει νὰ στρέφουν τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, νὰ πετᾶνε ἀφήνοντας τὴν γῆ καὶ νὰ ὁραματίζονται τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νὰ φοβοῦνται τὴν κόλαση καὶ νὰ περιφρονοῦν τὰ γήϊνα, προσμένοντας τὴν μέλλουσα ζωή. Μπορεῖ νὰ τὸν δεῖς νὰ δικάζει, βγάζοντας σωστὲς καὶ δίκαιες ἀποφάσεις. Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ἐνάτης ὥρας. Γιατί ὅλη τὴ νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα, ὡς τὴν ἐνάτη ὥρα προσεύχεται. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐνάτη ὥρα, προσφέρει πρῶτα τὴν θεία διδαχὴ σὲ ὅσους βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ στὴ συνέχεια ἀκούει τὸ αἴτημα τοῦ καθενός. Καὶ ἀφοῦ θεραπεύσει μερικούς, λύνει τὶς διαφορὲς ὅσων φιλονικοῦν. Γύρω στὴ δύση τοῦ ἥλιου ἀρχίζει πάλι νὰ προσεύχεται. Δὲν παραμελεῖ ὅμως, νὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὶς ἅγιες Ἐκκλησίες. Ἄλλοτε πολεμάει τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ἄλλοτε συντρίβει τὴ θρασύτητα τοῦ Ἰουδαίων, ἄλλοτε διαλύει τὶς ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν. Καὶ ὅλα τοῦτα τὰ κατορθώνει εἴτε στέλνοντας γράμματα στὸ βασιλιά, εἴτε ἐμπνέοντας στοὺς ἄρχοντες τὸν ζῆλο γιὰ τὸ Θεό, εἴτε παρακινώντας καὶ τοὺς ἐπισκόπους ἀκόμα νὰ φροντίζουν περισσότερο γιὰ τὸ ποίμνιο».
Ἀξίζει, ὅμως, νὰ διηγηθοῦμε, ἐνδεικτικά, μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου Συμεών, ποὺ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴ μεταστροφὴ τῶν εὐεργετημένων στὴν ἀληθινὴ πίστη.
– Κάποτε ἕνας Σαρακηνὸς φύλαρχος ἔφερε στὸ στυλίτη κάποιον παράλυτο ὁμόφυλό του καὶ παρακάλεσε γιὰ τὴ θεραπεία του. Ὁ Ἅγιος τοῦ ζήτησε ν’ ἀπαρνηθεῖ τὴν προγονική του ἀσέβεια. Ἐκεῖνος δέχτηκε πρόθυμα.
-Πιστεύεις στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; τὸν ρώτησε ὁ ἀσκητής.
-Πιστεύω, ὁμολόγησε ὁ Σαρακηνός.
-Ἀφοὶ πιστεύεις, σήκω πάνω!
Ὁ παράλυτος σηκώθηκε καὶ περπάτησε.
-Τώρα πᾶρε τὸ φύλαρχο στοὺς ὤμους σου! τὸν πρόσταξε ὁ Ὅσιος.
Ὁ γιατρεμένος σήκωσε τὸν κατάπληκτο φύλαρχο, ποὺ ἦταν ἐξαιρετικὰ μεγαλόσωμος, τὸν ἔβαλε στοὺς ὤμους του καὶ ἔφυγε ἐνθουσιασμένος, δοξάζοντας τὸν τρισυπόστατο ἀληθινὸ θεό.
– Σὲ μία πόλη τῆς Παλαιστίνης ἦταν διοικητὴς κάποιος εἰδωλολάτρης, καμπούρης τόσο, ποὺ τὸ κεφάλι του ἀκουμποῦσε στὸ στῆθος του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περιστραφεῖ. Κάποιοι φίλοι του, ἔχοντας ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματα τοῦ στυλίτη, τὸν ἔφεραν κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο καὶ παρακάλεσαν γιὰ τὴν θεραπεία του. Μὰ καὶ ὁ ἴδιος καμπούρης ἄρχισε νὰ ἱκετεύει τὸν Ὅσιο κραυγάζοντας τόσο δυνατά, ὥστε Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ χάρη του στὸν Κύριο. Ὁ εἰδωλολάτρης, πιστεύοντας πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε δική του θαυματουργικὴ δύναμη, τοῦ ζητοῦσε νὰ ἀκουμπήσει τὸ χέρι του στὸ κεφάλι του, ἐκφράζοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ γινόταν καλὰ ἀμέσως. Ὁ Ὅσιος, ὅμως, τοῦ εἶπε:
- Εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ τιποτένιος ἄνθρωπος. Τὸ χέρι μου δὲν ἔχει καμιὰ ξεχωριστὴ δύναμη. Μόνο ἂν εὐδοκήσει ὁ Θεός, θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία σου, γιατί μόνο αὐτὸς ἔχει τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει ἄλλον, ἂν ὁ Κύριος δὲν τὸ θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στὴν παντοδυναμία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυβερνήτη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ εὐεργετηθεῖς.
Τότε ὁ καμπούρης σταμάτησε νὰ φωνάζει, ἀφήνοντας τὸν Ὅσιο νὰ προσευχηθεῖ ἀπερίσπαστος. Καὶ μόλις Ἐκεῖνος τέλειωσε τὴν προσευχή του, τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὀρθώθηκε, στάθηκε ἴσια καὶ ἄρχισε νὰ χοροπηδάει χαρούμενος σὰν παιδί. Ἄνοιξε τότε τὶς κασέλες, ποὺ εἶχε φέρει μαζί του, καὶ πρόσφερε στὸν εὐεργέτη του ἀνεκτίμητα χρυσαφικὰ κι ἀσημικά. Ὁ στυλίτης κοίταξε τὰ δῶρα μὲ περιφρόνηση καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἂν θέλεις νὰ μ’ εὐχαριστήσεις, νὰ δεχτεῖς τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Νὰ βαπτιστεῖς, γιὰ νὰ πάρεις τὴν ἄφεση. Καὶ ἀκόμα νὰ ἐλευθερώσεις ὅλους τους δούλους σου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ καὶ ἡ δική σου ψυχὴ ἀπὸ τὸ ζυγό του σατανᾶ.
Ὁ γιατρεμένος πρόθυμα ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἀργότερα, γεμάτος χαρὰ καὶ χάρη Θεοῦ, ἔφυγε γιὰ τὴν πόλη του.
– Ἕνας ἄρχοντας τῶν Περσῶν ἦταν πολὺ δυστυχισμένος, γιατί ὁ μονάκριβος γιός του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Ἔστειλε, λοιπόν, στὸν Ὅσιο τὸν ἐπίσκοπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν παράκληση νὰ προσευχηθεῖ στὸν Κύριο γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του. Τοῦ ἔδωσε, μάλιστα, καὶ δυὸ ὑφάσματα ἀπὸ πολύτιμο μετάξι μὲ κεντημένους ἐπάνω χρυσοὺς σταυρούς, γιὰ νὰ τὰ προσφέρει στὸν στυλίτη.
Ὁ ἐπίσκοπος διηγήθηκε στὸν Συμεὼν τὸ δρᾶμα τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ πατέρα του. Ὁ Ὅσιος σπλαγχνίστηκε καὶ εἶπε στὸν ἐπίσκοπο:
-Πᾶρε αὐτὰ τὰ ὑφάσματα ποὺ ἔφερες, ἔτσι διπλωμένα ὅπως εἶναι, καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ὅταν φτάσεις κοντὰ στὴν πόλη σας, κατέβα ἀπὸ τὸ ζῶο σου, κράτησε τὰ ὑφάσματα στὸ στῆθος σου καὶ προχώρησε ὡς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα πεζὸς καὶ ἀμίλητος. Μπὲς μέσα, στάσου πάνω ἀπ’ τὸ παιδὶ σκέπασε τὸ μὲ τὰ ὑφάσματα καὶ πές του: Ὁ ἁμαρτωλὸς Συμεών σοῦ παραγγέλλει: Στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήκω!
Ὁ ἐπίσκοπος ἔφυγε κι ἔκανε ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος. Μόλις σκέπασε τὸ παιδὶ μὲ τὰ ὑφάσματα, αὐτὸ πετάχτηκε ὄρθιο καὶ θεραπευμένο.
Ὁ Πέρσης ἄρχοντας καὶ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του εὐχαρίστησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος, μετὰ ἀπὸ σχετικὸ αἴτημά τους, τοὺς κατήχησε καὶ τοὺς βάπτισε.
– Κάποιος πλούσιος ἀπὸ τὸ Σαβᾶ ἔπασχε ἀπὸ πονοκέφαλο συνεχὴ καὶ ὀδυνηρὸ τόσο, ποὺ ἔνιωσε νὰ τοῦ σουβλίζουν κάθε στιγμὴ τὸ μυαλό. Ἀνακουφιζόταν λίγο, μόνο ὅταν χτυποῦσε τὸ κεφάλι του πάνω στὰ δοκάρια τῶν τοίχων τοῦ σπιτιοῦ του!
Μόλις ἔμαθε γιὰ τὸν θαυματουργὸ στυλίτη, ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ μακρὺ ταξίδι καὶ ξεκίνησε, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν θηρίων καὶ τῶν λῃστῶν, ποὺ παραμόνευαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μέσα στὴν ἀπέραντη ἔρημο. Σχεδὸν ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ταξίδευε ὁ ἄρρωστος. Καὶ ὅσο πλησίαζε, πρᾶγμα παράδοξο, οἱ πόνοι του λιγόστευαν. Ἀντίθετα, ὅσο κι ἂν ἔτρωγε, οἱ προμήθειές του ἔμεναν ἀπείραχτες!
Ἔφτασε ἐπιτέλους στὸν στῦλο τοῦ Ὁσίου. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ πληροφορήθηκε τὸ πρόβλημά του, ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν νερὸ ἀπὸ τὴν κοντινὴ πηγή. Προσευχήθηκε, τὸ εὐλόγησε καὶ πρόσταξε τὸν ἄρρωστο νὰ τὸ πιεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα, παίρνοντας ἀπὸ τὸ ἴδιο νερό, τοῦ ράντισε καὶ τὸ κεφάλι. Δὲν χρειαζόταν τίποτε ἄλλο. Ὁ λίγος πόνος ποὺ εἶχε ἀπομείνει, ἐξαφανίστηκε καὶ αὐτός. Ὁ ἄνθρωπος εὐχαρίστησε τὸν Ὅσιο καὶ δόξασε τὸν Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, καὶ νὰ βαπτιστεῖ. Λίγο ἀργότερα, φεύγοντας Χριστιανὸς πιά, διαλαλοῦσε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Κυρίου ὡς τὴν μακρινὴ πατρίδα του.
– Ἕνα παρόμοιο μακρὺ ταξίδι ἔκανε καὶ μία ὁμάδα ἀπὸ τέσσερις λεπροὺς καὶ τρεῖς δαιμονισμένους, ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς κι ἔκαναν δεκατρεῖς μῆνες ὥσπου νὰ φτάσουν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἐκεῖνοι, παρὰ τὴ μεγάλη ἀπόσταση, οὔτε μία φορὰ δὲν ἔχασαν τὸ δρόμο, μὰ οὔτε καὶ οἱ τροφὲς ἢ τὸ νερὸ τοὺς ἔλειψαν καθόλου.
Φτάνοντας κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο, διηγήθηκαν στὸν Ὅσιο τὰ παθήματά τους καὶ ζήτησαν τὴ βοήθειά του.
-Ὁ Θεός, ἀποκρίθηκε Ἐκεῖνος, πού σοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο νὰ ἔρθετε ὡς ἐδῶ, θὰ σᾶς δώσει καὶ τὴν ὑγεία σας.
Ζήτησε νερό, τὸ εὐλόγησε καὶ τοὺς τὸ ἔδωσε νὰ πιοῦν καὶ νὰ ραντιστοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγιναν καὶ οἱ ἑπτὰ καλά! Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἀρνήθηκαν τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, βαπτίστηκαν καὶ ἔφυγαν δοξάζοντας τὸ Θεό.
– Κάποτε ᾖρθαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο ἀντιπρόσωποι τῶν κατοίκων τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Λιβάνου καὶ ἀνάστατοι εἶπαν στὸν Ὅσιο:
- Στὸν τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι ἀγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα καὶ ἄγνωστα, ποὺ κατασπαράζουν ἀνθρώπους καὶ ζώα. Πολλὲς φορὲς μπαίνουν στὰ σπίτια, ἁρπάζουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ καταβροχθίζουν μπροστὰ στὰ ἔντρομα μάτια τῶν μανάδων τους. Ὁ φόβος καὶ ὁ θρῆνος ἔχουν ἁπλωθεῖ παντοῦ.
-Μὴν παραξενεύεστε γιὰ τὴ συμφορὰ πού σᾶς βρῆκε, εἶπε ὁ Ἅγιος. Εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τὰ ἔργα σας. Οἱ πρόγονοί σας ἐγκατέλειψαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν πλάστη καὶ εὐεργέτη μας, καὶ λάτρεψαν τὰ βουβὰ εἴδωλα. Καὶ ἐσεῖς ἐπιμένετε στὴν πλάνη αὐτή. Τὰ θηρία σᾶς ταλαιπωροῦν μὲ παραχώρηση τοῦ Κυρίου, ποὺ θέλει νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια καὶ νὰ σᾶς φέρει κοντά Του. Ἂν ὅμως δὲν ἔχετε σκοπὸ νὰ μετανοήσετε, ἄδικα ᾔρθατε ὡς ἐδῶ. Νὰ ζητήσετε τὴ βοήθεια τῶν εἰδώλων ποὺ προσκυνᾶτε!
Ἐκεῖνοι τότε ἔπεσαν στὰ γόνατα καὶ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν μὲ δάκρυα τὸ στυλίτη:
-Λυπήσου μας! Μεσίτεψε γιὰ μᾶς στὸ Θεό! θὰ μετανοήσουμε!...
Μαζί τους ἱκέτευαν τὸν Ὅσιο καὶ ἄλλοι, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ τοὺς σπλαγχνίστηκαν.
-Μόλις ἀπαρνηθεῖτε τὴν πλάνη σας, ἀποκρίθηκε πάνω ἀπ’ τὸν στῦλο του ὁ γέροντας καὶ βαπτιστεῖτε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τότε θὰ παρακαλέσω τὸν Κύριο νὰ σᾶς δείξει τὴν φιλανθρωπία Του.
Μὲ ἕνα στόμα οἱ εἰδωλολάτρες ὑποσχέθηκαν πώς, ὅταν θὰ γύριζαν στὴν πατρίδα τους, θὰ κατεδάφιζαν ἀμέσως τὰ Ἱερὰ τῶν εἰδώλων καὶ θὰ ἔριχναν στὴ φωτιὰ τὰ ξόανα.
Ὁ Ἅγιος κατάλαβε πὼς ἡ μεταστροφὴ τους ἦταν ἀληθινή. Τοὺς ἔδωσε, λοιπόν, ἕνα κουτάκι μὲ εὐλογημένη σκόνη καὶ τοὺς εἶπε:
-Νὰ πᾶτε στὸ καλό! Μόλις φτάσετε στὸν τόπο σας, νὰ περάσετε ἀπ’ ὅλα τὰ χωριά. Στὴν ἐμπασιὰ κάθε χωριοῦ, νὰ χώνετε στὴ γῆ τέσσερις πέτρες. Καὶ πάνω σὲ κάθε πέτρα νὰ σχηματίζετε μὲ τούτη τὴ σκόνη τρεῖς σταυρούς. Ἂν ὑπάρχουν ἐκεῖ Χριστιανοὶ ἱερεῖς, φωνάξτε τους νὰ σᾶς βοηθήσουν καὶ νὰ τελέσουν νυχτερινὲς λειτουργίες. Τότε ὁ Θεὸς θὰ κάνει τὸ θαῦμα Του. Κανένας ἄνθρωπος δὲν θὰ χαθεῖ πιὰ ἀπὸ τὰ θηρία.
Ἐπιστρέφοντας στὴν χώρα τους οἱ εἰδωλολάτρες διαπίστωσαν ὅτι, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Συμεὼν εἶχε προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς, ὅλα τὰ θηρία εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ ἀποτραβηχτεῖ στὰ δάση. Ὅταν, λοιπόν, ἔκαναν ὅτι τοὺς συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, εἶδαν τὰ θηρία νὰ τρέχουν καὶ νὰ ἔρχονται γύρω ἀπὸ τὶς πέτρες, οὐρλιάζοντας ἀπαίσια. Πολλὰ ἔπεφταν καὶ ψοφοῦσαν ἐπιτόπου. Ἀλλὰ ἔφευγαν ἀλαφιασμένα καὶ χάνονταν. Σὲ δέκα μέρες δὲν εἶχε ἀπομείνει κανένα.
Πῆραν τρία τομάρια ἀπὸ τὰ ψόφια θηρία καὶ τὰ ἔφεραν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκαν τὸ θαῦμα, βαπτίστηκαν ὅλοι καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Μιὰ βδομάδα ἔμειναν ἐκεῖ, ἀκούγοντας τὶς σοφὲς διδαχὲς τοῦ πνευματοφόρου στυλίτη, καὶ μετὰ ἔφυγαν χαρούμενοι γιὰ τὴν πατρίδα τους, δοξάζοντας τὸ Θεό.
Ἀλλὰ σταματᾶμε ἐδῶ τὴ διήγηση, γιατί τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν δὲν ἔχουν τέλος. Ὅπως σημειώνει ὡραιότατα ὁ Σύρος βιογράφος του, «ποιὸ στόμα θ’ ἀποτολμοῦσε νὰ διηγηθεῖ ἢ ποιὸ χέρι θὰ μποροῦσε νὰ γράψει ἢ ποιὸ σοφὸ μυαλὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπολογίσει τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο μέσῳ τοῦ Ἁγίου; Πόσους ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἔφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν μὲ τὴ διδαχή του ἀπὸ τὴν ἄγνοια στὴν ἀληθινὴ γνώση; Πόσες χιλιάδες καὶ μυριάδες «ἀλλότριων», χάρη στὸ κήρυγμά του, ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποτάχθηκαν στὸ Χριστό; Ποιὸς μπορεῖ νὰ λογαριάσει τὶς τόσες καὶ τόσες χιλιάδες ἀγρίων, πού, βλέποντας καὶ ἀκούγοντάς τον, μὲ χαρὰ ἐγκολπώθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔγιναν ὑπηρέτες τῆς ἀλήθειας; Γιατί ἡ φήμη τῶν εὐεργεσιῶν, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ τὰ χέρια τοῦ ὁσίου, ταξίδεψε ἀπ’ τὴν μίαν ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τὴν ἄλλη.
Κι ἔτσι ἐκπληρώθηκε τὸ γραφικό: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν οἱ φθόγγοι αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18:5).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στήλην θεόγραφον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλιπες, τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου, ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν, πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας, φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στῦλον ἐργασάμενος, δι’ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε· σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Στύλος ἐναρέτου ὤφθης ζωῆς, ἐν στύλῳ βιώσας, ὑπὲρ ἄνθρωπον Συμεών· ἔνθεν ἀμοιβῶν σου, τὰς ὑπὲρ νοῦν ἐλλάμψεις, ἐκθάμβως ἐξαστράπτεις, εἰς κόσμον ἅπαντα.
Ἡ Ὁσία Μάρθα-Ἡ Ἁγία Μάρθα (κατ’ ἄλλους Μαρία) μητέρα τοῦ Ὁσίου Συμεών, ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Θαυμαστὸ
Ἦταν μητέρα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
(Ἡ μνήμη τῆς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 4η Ἰουλίου).
Ἦταν στολισμένη μὲ πολλὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ γέννησε τὸν Ἅγιο Συμεὼν κατόπιν ἐπαγγελίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ.
Ὑπῆρξε σὲ μεγάλο βαθμὸ φιλάνθρωπη καὶ βοήθησε τὸν πλησίον ἀπεριόριστα. Ὅταν ἀπεβίωσε εἰρηνικά, ἐνταφιάστηκε στὴ Δάφνη τῆς Ἀντιοχείας.
Ἀργότερα, λέγεται, ὁ γιός της μετέφερε τὸ ἅγιο λείψανό της κοντὰ στὸν στῦλο ὅπου ἀσκήτευε. Ἐκεῖ μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἅγιου γιοῦ της, ὁ τάφος τῆς θαυματουργοῦσε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ὁσία Εὐανθία
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰησοῦς ὁ Δίκαιος
Ἦταν Ἑβραῖος, γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀπὸ τὴν φυλὴ Ἐφραὶμ καὶ διάδοχος τοῦ Μωϋσῆ τοῦ προφήτη. Ὁ Ἰησοῦς, ὀνομαζόταν πρῶτα Αὐσής.
Στάλθηκε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ νὰ κατασκοπεύσει τὴ γῆ Χαναᾶν καὶ ὅταν ἐπέστρεψε ἀνέλαβε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μωϋσῆ τὴν ἀρχηγία τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν ὁδήγησε μαζὶ μὲ τὴν κιβωτὸ στὴν Παλαιστίνη, ἀφοῦ πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ συνέτριψε τοὺς ἀλλόφυλους στὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς (Ἰησ. ι’ 12).
Ὅταν κατέλαβε τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ μοίρασε στοὺς Ἰσραηλῖτες, τοὺς ὁποίους κυβέρνησε 27 χρόνια, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 110 χρονῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἁγίες 40 οἱ Παρθενομάρτυρες -Ἀδαμαντίνη, Καλλιρόη, Χαρίκλεια, Πηνελόπη, Κλειὼ , Θάλεια, Μαριάνθη, Εὐτέρπη, Τερψιχόρη, Οὐρανία, Κλεονίκη, Σαπφώ, Ἐρατώ, Πολύμνια, Δωδώνη, Ἀθηνᾶ, Τρωάδα, Κλεοπάτρα, Κοραλία, Καλλίστη, Θεονόη, Θεανώ, Ἀσπασία, Πολυνίκη, Διόνη, Θεοφάνη, Ἐρασμία, Ἑρμηνεία, Ἀφροδίτη, Μαργαρίτα, Ἀντιγόνη, Πανδώρα, Χάϊδω, Λάμπρω, Μόσχω, Ἀρηβοΐα, Θεονύμφη, Ἀκριβῆ, Μελπομένη, Ἐλπινίκη καὶ Ἀμμοῦν ὁ διδάσκαλος αὐτῶν
Ἀθηνά, Ἀντιγόνη, Θάλεια, Ἀσπασία, Κλεοπάτρα, Κλειῶ, Σαπφῶ, Πηνελόπη, Μαριάνθη, Ἀκριβή, Ἀφροδίτη, Ἐλπινίκη, Ἐρασμία, Εὐτέρπη, Κοραλία, Πανδώρα, Χάϊδω, Μελπωμένη, Οὐρανία, Ἀδαμάντιος, Ἀδαμαντία
Ὁ Ἀμμοῦν ἢ Ἄμμων ἦταν Διάκονος στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης καὶ διδάσκαλος 40 ἀσκητριῶν παρθένων. Αὐτὸν λοιπόν, ὁ ἡγεμόνας τῆς Ἀδριανούπολης Βᾶβδος, ἐπειδὴ δὲν δεχόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, παρέπεμψε μαζὶ μὲ τὶς 40 μαθήτριές του στὸν Λικίνιο τὸν ἄρχοντα τῆς Θρᾴκης. Αὐτός, ἀφοῦ τὶς βασάνισε σκληρά, τὶς μὲν πρῶτες δέκα ἔκαψε ζωντανές, τὶς δὲ ἑπόμενες ὀκτὼ ἀποκεφάλισε, τὶς ἑπόμενες δέκα σκότωσε μὲ ξίφος, ἀφοῦ τὶς χτύπησε στὸ στόμα καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὶς ὑπόλοιπες δώδεκα θανάτωσε μὲ μαχαίρια καὶ πυρακτωμένα σίδερα στὸ στόμα. Τὸν δὲ Ἀμμοῦν θανάτωσε, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε πυρακτωμένη καλύπτρα στὸ κεφάλι (ἄλλοι ἀναφέρουν ὅτι, κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισε). Ὅσον ἄφορα δὲ τὰ ὀνόματα τῶν 40 Ἁγίων Παρθένων, τὰ παραθέτουμε μὲ ἐπιφύλαξη, διότι ὁρισμένα ἀπ' αὐτὰ π.χ. Χάϊδω, Λάμπρω κ.λ.π. ἀνήκουν σὲ ὀνομασίες μεταγενεστέρων αἰώνων (16ου – 18ου) καὶ ὄχι σ’ αὐτὲς τῶν πρώτων αἰώνων μ.Χ. ποὺ μαρτύρησαν οἱ Ἁγίες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Θαῦμα τῆς Θεοτόκου στὴν Μονὴ τῶν Μιασηνῶν
Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μονῆς τῶν Μιασηνῶν, ρίχτηκε στὴ λίμνη Ζαγουροῦ γιὰ νὰ μὴ τὴν σπιλώσουν οἱ Εἰκονομάχοι. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἀνεφάνη ἄσπιλη ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς λίμνης μὲ θαυματουργικὸ τρόπο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος βαρύς.
Χαῖρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, λιμὴν καὶ προστασία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπω· ἐκ σοῦ γὰρ ἐσαρκώθη ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ὅθεν καὶ χαρίτων ἠγλάϊσας τῷ φέγγει, τὴν σὴν λαμπρὰν Εἰκόνα Μιασηνῶν τῇ Μάνδρᾳ· ταύτην γὰρ θαυμασίως, ἐξ ὑδάτων βυθοῦ καὶ αὖθις ἡμῖν δεδώρησαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ ἀρρήτω σύμπαντα, δημιουργήσας σοφία, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας, ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖον σου θέλημα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεφάνη Ἄχραντε ἐκ τῶν ὑδάτων, ἡ Εἰκὼν ἡ πάντιμος, τῆς παναγίας σου Μορφῆς, καθάπερ κρήνη καλλίροος, τὰ τῶν θαυμάτων προχέουσα νάματα.
Μεγαλυνάριον.
Χάρις προμηθείας σου δαψιλής, πρόεισιν ὠς δρόσος, ἐξ Εἰκόνος σου τῆς σεπτῆς· ὅθεν τῇ σῇ δόξῃ, Μιασηνῶν ἡ Μάνδρα, λαμπρύνεται Παρθένε, καὶ μεγαλύνει σε.
Οἱ Ἅγιοι Εὔοδος, Καλλίστη, Ἀγαθοκλεία καὶ Ἐρμογένης οἱ Μάρτυρες
Ἦταν ἀδέλφια, καὶ ἡ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας ἦταν ὁ μεγάλος τους πόθος. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἐλέησε, ἀξιώνοντάς τους νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἑλκύστηκαν στὸ φῶς καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τότε ἡ ζωή τους, στάθηκε ζηλευτὴ, πίστεως καὶ ἀγαθοεργίας. Ἔδιναν ἄφθονη βοήθεια σὲ χῆρες καὶ ὀρφανά, καὶ ἀνέπτυξαν μεταξύ τους εὐγενῆ καὶ ἱερὴ ἅμιλλα, γιὰ τὸ ποιὸς νὰ φέρει περισσότερες ψυχὲς μέσα στὸ ψυχοσωτήριο λιμάνι τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κατόρθωσαν πολλά.
Τὴν πίστη τους αὐτή, ἐπισφράγισαν καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν συνελήφθησαν, ὁμολόγησαν ὅτι ἄνηκαν στὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅτι αὐτὸ ἀποτελοῦσε καύχημά τους περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἂν εἶχαν κάποιο στέμμα στὸ κεφάλι τους. Μάταια ζήτησαν νὰ τοὺς δελεάσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ νὰ τοὺς ἐκβιάσουν μὲ ἀπειλές.
Τὰ ἀδέλφια ἐνθαρρύνονταν μεταξύ τους, μὲ ἀνώτερα πνευματικὰ λόγια. Ἔτσι καὶ τῶν τριῶν τὰ κεφάλια, κόπηκαν μὲ τὸ ξίφος. Καὶ τὰ ἀδέλφια κατὰ σάρκα, στάθηκαν ἀδέλφια διὰ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ στὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ στὴν κληρονομιὰ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Μνήμη τοῦ μεγάλου ἐμπρησμοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη
Ὁ ἐμπρησμὸς αὐτὸς ἔγινε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ μεγάλου τοῦ ἐπονομαζόμενου Μακέλλη. Τότε πυρπολήθηκε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ νέος
Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τῆς Μυουπόλεως.
Γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1035 στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πολὺ ἐνάρετοι καὶ ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Σοφία. Φυσικά, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ πιστεύω τους μεγάλωσαν καὶ τὸ παιδὶ τους, τὸν Μελέτιο. Αὐτός, ὅταν μεγάλωσε ᾖλθε στὴν Ἑλλάδα ἐπὶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ στὴ Μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν τὴν λεγόμενη τοῦ Συμβόλου, τὴν μετέπειτα ἐπονομασθεῖσα τοῦ Ὁσίου Μελετίου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔλαμψε διὰ τῆς πνευματικῆς του ἀσκήσεως, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1105.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὡς πολύφωτος ἥλιος, καὶ ἐν Μυουπόλει ἀσκήσας θεοφόρε Μελέτιε, λαμπρύνεις τὴν Ἑλλάδα τῷ φωτί, τῶν θείων ἀρετῶν σου ἀληθῶς. Διὰ τοῦτο ὡς προστάτην ἡμῶν θερμόν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς μελετήσας ἐν τῷ νόμῳ τῷ τῆς χάριτος
Δένδρον ἐδείχθης τῆς ἀσκήσεως κατάκαρπον
Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον ἡγιασμένον.
Ἀλλ’ ἀπαύστως καθικέτευε δεόμεθα
Πάσης θλίψεως λυτροῦσθαι καὶ κακώσεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Μελέτιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄγγελος ὡράθης μετὰ σαρκός, Μελέτιε Πάτερ, δι’ ἀγώνων ἀσκητικῶν· ὅθεν ἡ Μονή σου, ἐν σοὶ ἀγαλλιᾶται, ὑμνοῦσα θεοφόρε, τὴν πολιτείαν σου.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος
Γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτὸ δὲν βρίσκουμε καμιὰ πληροφορία γιὰ τὴν ζωή του. Ξέρουμε μόνο ὅτι ἀσκήτεψε στὸ Φαράγγι Κουρταλιώτη τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου τῆς Κρήτης τὸ 1670, καὶ ὅτι ὑπάρχει μόνο Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθῆνα τὸ 1879.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀγγελὴς ὁ Νεομάρτυρας
Χρυσοχόος στὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἀγγελής, κάποτε διασκέδαζε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ γνώριμους ἐξωμότες χριστιανούς. Καὶ χάριν ἀστείου, φόρεσε στὸ κεφάλι τοῦ τούρκικο σαρίκι. Οἱ Τοῦρκοι, θεώρησαν αὐτὴ τὴν ἐνέργειά του σὰν ἄρνηση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ ἀποδοχὴ τοῦ μουσουλμανισμοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν πίεζαν νὰ ἐξισλαμιστεῖ. Ὁ μάρτυρας ἀπέκρουσε μὲ ἀποστροφὴ τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων καὶ δέχτηκε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸ μαρτύριο, χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ ἕξι παιδιά του.
Εἶπε μάλιστα στὸν Βεζίρη, « Ὅτι θέλεις κᾶμε, δέρνε, κόβε, σφᾶζε, κᾶψέ με στὴν φωτιά, ρῖξέ με στὰ θηρία, πνῖξέ με στὴ θάλασσα, καὶ ὅτι μπορεῖς κᾶμε σὲ αὐτὸ τὸ πήλινο σῶμα μου. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν ἀρνοῦμαι, ἐγὼ τὴν πίστη μου δὲν ἀλλάζω, ἐγὼ Τοῦρκος δὲν γίνομαι». Ἔτσι τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1680 μπροστὰ στὸ παλάτι, κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ λείψανό του ἀγοράστηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ἀντὶ 300 γροσιῶν, ποὺ τὸ ἐνταφίασαν στὸ Μοναστῆρι τῆς νήσου Πρώτης.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης ὁ Λέσβιος (Οἱ Ὅσιοι Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεώργιος οἱ αὐτάδελφοι ἐκ Μυτιλήνης)
Βλέπε βιογραφία τοῦ παρακάτω (1η Φεβρουαρίου, μαζὶ μ’ αὐτὴ τῶν τριῶν ἀδελφῶν του).
Οἱ τρεῖς αὐτάδελφοι Ὅσιοι καὶ Ὁμολογητὲς ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ πρωτότοκος Ὅσιος Δαβὶδ ἀσκήτεψε καὶ ἵδρυσε κατόπιν μονὴ στὸ ὄρος Ἴδη, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Ὅσιος Συμεὼν μόνασε ἀρχικὰ στὴ μονὴ τοῦ ἀδελφοῦ του στὴν Ἴδη καὶ ἐπέστρεψε ὕστερα στὴ Μυτιλήνη ὅπου ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου στὸ Μῶλο τοῦ νοτίου λιμένος τῆς πόλεως, στὴν ὁποία ἔζησε ὡς στυλίτης ἐπὶ πολλὰ χρόνια. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἱερεὺς καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ Ὅσιος Γεώργιος.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας ὑφίστανται τὰ πάνδεινα. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐγκαθίσταται στὰ περίχωρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναπτύσσει ἐξαιρετικὴ δράση ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἐξορίζεται ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα Θεόφιλο, μαζὶ μὲ τοὺς Γραπτοὺς καὶ ἄλλους Πατέρες, στὴν Ἀφουσία καὶ ἀπελευθερώνεται μετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ. Γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ρόλος του ἦταν πολὺ σημαντικός. Αὐτός, σὲ συζήτηση ἐνώπιον τῆς χήρας βασιλίσσης Θεοδώρας καὶ τῆς αὐλῆς, κατατροπώνει τὸν εἰκονομάχο Πατριάρχη Ἰωάννη Ζ’ τὸν Γραμματικὸ (836 – 842 μ.Χ.) καὶ ὑποδεικνύει ὡς διάδοχό του τὸν Μεθόδιο (842 – 846 μ.Χ.). Ὁ ἀδελφός του Ὅσιος Γεώργιος ποὺ εἶχε ἤδη καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Ὁσίου Συμεών, ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐκλέγεται καὶ χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἂν καὶ ἦταν 80 ἐτῶν. Καὶ οἱ δύο μὲ πολλὲς τιμὲς ἐπιστρέφουν στὸ νησί, ὅπου μετὰ ἕνα ἔτος, τὸ 844 μ.Χ., ἀναπαύεται μὲ εἰρήνη ὁ Ὅσιος Συμεὼν καὶ μετὰ ἕνα ἢ δυὸ ἔτη (845 ἢ 846 μ.Χ.) ὁ Ὅσιος Γεώργιος. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἀνακομίζεται ἀπὸ τὴν Ἴδη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ καὶ κατατίθεται στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου στὸ Μῶλο τῆς Μυτιλήνης, στὴν ἴδια μὲ τοὺς ἄλλους Ὁσίους ἀδελφοὺς θαυματόβρυτο λάρνακα, ποὺ ἀποτελοῦσε ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες τὸ κέντρο τῆς λειτουργικῆς τιμῆς τῶν τριῶν Ὁσίων αὐταδέλφων.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ὁμολογητής, σὲ ἀνέκδοτο ἔργο του ἀναφέρεται μὲ ἐγκώμια στοὺς τρεῖς στενοὺς συνεργάτες καὶ ὑποστηρικτές του: τὸν μέγα Ἰωαννίκιο, τὸν κλεινὸ Συμεὼν καὶ τὸν διαβόητο στὶς θεωρίες Ἰλαρίωνα.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἀναφέρεται καὶ σὲ μικρὸ ἀπόσπασμα τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαβάζεται τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας: «Συμεὼν τοῦ ὁσιωτάτου Στυλίτου αἰωνία ἡ μνήμη».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ ἐν Ἀγυιᾷ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον μεθεόρτιον Προδρόμου. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πάντων ὑπέρτερος, τῶν Προφητῶν ἀληθῶς, αὐτόπτης καὶ Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Προφῆτα γεγένησαι· ὅθεν καὶ παρ’ Ἡρώδου, ἐκτμηθείς σου τὴν Κάραν, ἔδραμες τοῖς ἐν Ἅδῃ, προκηρύξαι τὸ λύτρον· διὸ σὲ Ἰωάννη Βαπτιστά, πόθῳ γεραίρομεν.
Κοντάκιον μεθεόρτιον τοῦ Προδρόμου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς ἁγνοίας Πρόδρομε, τῷ οὐρανίῳ σου βίῳ, τὰς ἐνθέους χάριτας, ὡς ἔσοπτρον ἀπαστράπτων, ἤλεγξας, παρανομήσαντα βασιλέα· ἤνεγκας, τὸν διὰ ξίφους θάνατον χαίρων· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις Προφῆτα, καὶ Βαπτιστὰ τοῦ Χριστοῦ.
Μεγαλυνάριον μεθεόρτιον τοῦ Προδρόμου.
Κάραν ἐκτμηθείς σου ὦ Βαπτιστά, ἔδραμες ἐν Ἅδῃ, οἷα Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ, τοῖς ἐκεῖ δεσμώταις, τὴν λύτρωσιν κηρύττων. Ἀλλὰ τοὺς σὲ τιμῶντας, φρούρει καὶ φύλαττε.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἦταν, ὅπως λέγουν, «ἀποστολικοὶς χαρίσμασι λαμπρυνόμενος». Σὰν πρεσβύτερος ἀκόμα, διακρινόταν γιὰ τὴ μεγάλη του εὐσέβεια, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἀγαθότητά του.
Στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὁ τότε Πατριάρχης τὸν ἐξέλεξε ἀντιπρόσωπό του. Καὶ ὅταν στὴν Σύνοδο αὐτὴ καταδικάστηκε ὁ Ἁρεῖος, ὁ Ἀλέξανδρος, ἂν καὶ γέροντας 70 χρονῶν, δέχθηκε νὰ περιοδεύσει στὴν Θρᾴκη, Μακεδονία, Θεσσαλία καὶ στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ γνωστοποιήσει τὰ ὀρθὰ δόγματα τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Ἀλλὰ ἐνῷ βρισκόταν στὴν περιοδεία αὐτή, ὁ πατριάρχης Μητροφάνης ἀπεβίωσε. Ὅρισε ὅμως διάδοχό του τὸν Ἀλέξανδρο, διότι, παρὰ τὸ γῆρας του, εἶχε τὰ κατάλληλα ἐφόδια γιὰ τὴ διακυβέρνηση τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς πρωτευούσης.
Πράγματι, σὰν Πατριάρχης ὁ Ἀλέξανδρος ἀνταποκρίθηκε σωστὰ στὶς δύσκολες περιστάσεις τῶν καιρῶν. Τότε ὁ Ἁρεῖος εἶχε ἐξαπατήσει τὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο ὅτι δῆθεν πιστεύει ὀρθά. Καὶ ὁ βασιλιὰς διέταξε τὸν Ἀλέξανδρο νὰ ἀφήσει τὸν Ἁρεῖο νὰ μετέχει τῆς Θείας Κοινωνίας. Ὁ Ἀλέξανδρος, λυπημένος, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ζήτησε τὴν βοήθειά Του. Ἡ δέηση τοῦ Ἱεράρχη εἰσακούσθηκε. Καὶ τὸ πρωὶ ποὺ ὁ Ἁρεῖος μὲ πομπὴ θὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, βρέθηκε τὸ σῶμά του σχισμένο καὶ σκωληκόβρωτο!
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 340 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης· ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τριάδα σήμερον, Ἱεραρχῶν τῶν Ὁσίων, ἱεροῖς ἐν ᾄσμασιν, ἐγκωμιάσωμεν πάντες· οὗτοι γὰρ, ὡς οἰκονόμοι τῶν ἀπορρήτων, νέμουσι, χάριν ἀέναον τοῖς βοῶσιν, ὦ Ἀλέξανδρε παμμάκαρ, καὶ Ἰωάννη, σὺν Παύλῳ χαίρετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων τριὰς σεπτή, Ἀλέξανδρε μάκαρ, σὺν τῷ Παύλῳ τῷ εὐκλεεῖ, καὶ τῷ Ἰωάννη, ἡ τρίφωτος λυχνία, ἡ πᾶσαν Ἐκκλησίαν, καταπυρσεύουσα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Πρόκειται μᾶλλον γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν ὀνομαζόμενο Ξιφιλῖνο, ποὺ διαδέχτηκε τὸν Πατριάρχη Κωνσταντῖνο τὸν Γ’.
Γεννήθηκε τὸ 1006 στὴν Τραπεζούντα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν μεγάλη του παιδεία καὶ τὰ μεγάλα πολιτικὰ ἀξιώματα ποὺ εἶχε καταλάβει. Κατόπιν ὅμως ἀποσύρθηκε σὲ κάποια μονὴ τῆς Βιθυνίας, ὅπου μόνασε 10 χρόνια.
Ἀπὸ ἐκεῖ προσκλήθηκε γιὰ νὰ καταλάβει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Χειροτονήθηκε ἱερέας, καὶ μετὰ μία ἑβδομάδα – τὴν 1η Ἰανουαρίου 1064 – ἐπίσκοπος.
Ὁ Ἰωάννης λειτουργοῦσε καὶ κήρυττε κάθε ἡμέρα στοὺς ναοὺς τῆς πρωτεύουσας, ἐπισκεύασε τὶς εἰκόνες τῆς ἁγίας Σοφίας, καὶ μοίραζε δωρεὰν ψωμὶ καὶ σιτάρι στοὺς φτωχούς. Πέθανε τὸ 1075, καὶ νὰ πῶς τὸν περιγράφει ἕνας ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του: «ἀνεφάνη ἀνὴρ πρῶτον μὲν καθαρώτατος καὶ ἁγνότατος καὶ πρὸ παντὸς ρύπου σωματικοῦ καθάπαξ ἀπεχόμενος. Ἔπειτα δὲ τὰ εἰς καταφρόνησιν χρημάτων καὶ ἀκτημοσύνην τελείαν καὶ τὴν πρὸς τοὺς πένητας φιλανθρωπίαν καὶ μετάδοσιν κατ’ οὐδὲν ἐλάττων τοῦ περιβόητου ἐκείνου Ἐλεήμονος, καὶ ταῖς ἄλλοις δὲ ἀρεταῖς πᾶσαις συλλήβδην εἰπεῖν ἀφθόνως κοσμούμενος, ἀλλὰ καὶ τῷ λόγῳ πολύς, καὶ παιδεύσεως πάσης μετειληχῶς καὶ νομομαθεῖς ἐξαίρετος».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης· ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τριάδα σήμερον, Ἱεραρχῶν τῶν Ὁσίων, ἱεροῖς ἐν ᾄσμασιν, ἐγκωμιάσωμεν πάντες· οὗτοι γὰρ, ὡς οἰκονόμοι τῶν ἀπορρήτων, νέμουσι, χάριν ἀέναον τοῖς βοῶσιν, ὦ Ἀλέξανδρε παμμάκαρ, καὶ Ἰωάννη, σὺν Παύλῳ χαίρετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων τριὰς σεπτή, Ἀλέξανδρε μάκαρ, σὺν τῷ Παύλῳ τῷ εὐκλεεῖ, καὶ τῷ Ἰωάννη, ἡ τρίφωτος λυχνία, ἡ πᾶσαν Ἐκκλησίαν, καταπυρσεύουσα.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ νέος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Γιὰ τὸν Πατριάρχη Παῦλο δὲν ἔχουμε σαφεῖς καὶ συγκεκριμένες πληροφορίες. Μερικοὶ νομίζουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Παῦλο τὸν Γ’.
Αὐτὸς πατριάρχευσε τὸ 686 – 693. Προήδρευσε τῆς Πανθέκτης λεγομένης Συνόδου. Ἄλλοι νομίζουν, ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Πατριάρχη Παῦλο τὸν Δ’. Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔλαμψε, κατὰ τὸν Θεοφάνη, στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα. Ἀνέβηκε στὸν θρόνο τὸ 770, παραιτήθηκε δὲ στὰ τέλη Αὐγούστου τοῦ 784 καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Φλώρου, ὅπου ἔζησε σὰν ἁπλὸς μοναχὸς μόνο δυὸ ἢ τρεῖς μῆνες ἀπὸ τὴν παραίτησή του.
Ἀνῆκε στοὺς ζηλωτὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ διακρίθηκε γιὰ τὶς ἐλεημοσύνες του.
(Ἡ μνήμη του, σὲ ὁρισμένους Συναξαριστὲς, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 2α Σεπτεμβρίου).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης· ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τριάδα σήμερον, Ἱεραρχῶν τῶν Ὁσίων, ἱεροῖς ἐν ᾄσμασιν, ἐγκωμιάσωμεν πάντες· οὗτοι γὰρ, ὡς οἰκονόμοι τῶν ἀπορρήτων, νέμουσι, χάριν ἀέναον τοῖς βοῶσιν, ὦ Ἀλέξανδρε παμμάκαρ, καὶ Ἰωάννη, σὺν Παύλῳ χαίρετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων τριὰς σεπτή, Ἀλέξανδρε μάκαρ, σὺν τῷ Παύλῳ τῷ εὐκλεεῖ, καὶ τῷ Ἰωάννη, ἡ τρίφωτος λυχνία, ἡ πᾶσαν Ἐκκλησίαν, καταπυρσεύουσα.
Ὁ Ὅσιος Φαντῖνος ὁ Θαυματουργός
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γεώργιος, ἡ δὲ μητέρα του Βρυαίνη. Ἀπὸ μικρὸς ἀφοσιώθηκε στὴν ὑπηρεσία τῆς πίστης καὶ ἦταν τόσο ἐνάρετος καὶ μορφωμένος, ὥστε νὰ τὸν παρακολουθοῦν καὶ πολλοὶ μαθητές, ποὺ τοὺς δίδασκε τὴν ἔμπρακτη εὐσέβεια.
Σὲ ἡλικία 60 χρονῶν, ἀφοῦ πῆρε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του, τὸν Βιτάλιο καὶ τὸν Νικηφόρο, πῆγε στὴν Πελοπόννησο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε γιὰ λίγο καιρὸ στὴν Κόρινθο καὶ ἔφερε πολλὲς ψυχὲς στὴ Σωτηρία.
Κατόπιν ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθῆνα, ὅπου προσκύνησε στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου. Ἔπειτα πῆγε στὴ Λάρισα καὶ ἀπὸ κεῖ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐδῶ ἔμεινε ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ὑπηρετώντας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ ὑπέργηρος τὸ ἔτος 974.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις λαμπρότησι, καταυγασθεὶς τὴν ψυχήν, τὰ σκάματα ἤνυσας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Φαντῖνε μακάριε· ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύεις τῶν παθημάτων, χαλεπὰς ἀμαυρώσεις, πρεσβεύων θεοφόρε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ θείῳ φωτί, Φαντῖνε αὐγαζόμενος, παθῶν τὴν ἀχλύν, διέλυσας τοῖς πόνοις σου, καὶ θαυμάτων εἴληφας, οὐρανόθεν τὴν θείαν ἐνέργειαν· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Φαντῖνε Πάτερ σοφέ, ἐναρέτου βίου, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ὁ μεσίτης, καὶ πρέσβυς θεοφόρε, πρὸς τὸν Χριστὸν τῶν πίστει, ἀνευφημούντων σε.
Οἱ Ἅγιοι 6 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Μελιτινὴ
Μαρτύρησαν, ἀφοῦ τοὺς ἔπνιξαν μέσα στὴ θάλασσα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Σαρματᾶς
Ἀσκητὴς τῆς Ἔρημου. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ὁσία Βρυαίνη
Ἡ Ὁσία Βρυαίνη ἴσως εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Ὁσίου Φαντίνου ποὺ ἑορτάζεται από την Ἐκκλησία μας τὴν ἴδια ἡμέρα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι 16 Μάρτυρες οἱ Θηβαῖοι
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Εὐλάλιος ὁ Ἱεράρχης
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἴσως νὰ εἶναι Κύπριος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ, Φουρτουνᾶτος, Σεπτιμῖνος καὶ Ἰανουάριος οἱ Μάρτυρες
Καὶ οἱ τέσσερις διακρίθηκαν γιὰ τὸν ἀγῶνά τους ἐναντίον τῆς ἀπιστίας. Συνελήφθησαν καὶ ἀνακρίθηκαν γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα.
Ὁ ἔπαρχος γιὰ νὰ τοὺς ἀλλαξοπιστήσει, ἔφερε ἐθνικοὺς φιλοσόφους, ποὺ προσπάθησαν μπροστὰ τους νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μωρία. Ἀλλὰ οἱ ἄξιοι ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ, ἀνέτρεπαν ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα τὰ ἀμαθῆ καὶ σοφιστικὰ ἐπιχειρήματα καὶ ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ὑπεβλήθησαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Φύλαξ
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἀναφέρεται στὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Κώδικα 1096 φ. 123 ὡς ἑξῆς: «Μνήμη τῶν ὁσίων πατριαρχῶν Ἀλεξάνδρου, Ἰωάννου καὶ Παύλου τοῦ νέου καὶ τοῦ ὁσίου Φύλακος» (βλ. Δημητριεύσκη, τυπικὰ Β’ σελ. 55).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἡγεμόνας τῆς Ρωσίας
Ὑπῆρξε ἄρχοντας Βλαδημηρίας καὶ Νεαπόλεως τῆς Ρωσίας καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1263. Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ συνέταξε ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Φιλωνίδης (ἢ Φιλονείδης) ὁ Ἱερομάρτυρας
«Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτόν, αὕτη πασῶν τῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη», λέει ἕνας ἀρχαῖος σοφός, ὁ Πλάτων.
Κι εἶναι τὰ λόγια τοῦτα ἀληθινά! Εἶναι λόγια ἀθάνατα!
Γιατί ὁ ἐαυτός μας, εἴτε τὸ ἀναγνωρίζουμε εἴτε ὄχι, εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός. Ἐχθρὸς ἀσυγκράτητος καὶ δυνατός. Ἐχθρὸς ἀνυποχώρητος καὶ σκληρός.
Τὸ νὰ μπορεῖ δὲ ἕνας νὰ συγκρατεῖ καὶ νὰ δαμάζει ἕναν τέτοιο ἐχθρό, τὸ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλεται στὸν ψυχικό του κόσμο καὶ νὰ πετυχαίνει νὰ κάμνει ὄχι αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦν οἱ ἄλογες ὁρμὲς καὶ τὰ πάθη του, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ πρέπει, τότε λέγουμε, πὼς αὐτὸς κερδίζει τὴν πρώτη, μὰ καὶ τὴν ὡραιότερη νίκη.
Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἔκαμαν βίωμα καὶ σκοπὸ στὴ ζωὴ τους ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὸν πλανήτη μας κι ἔγραψαν μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὸν βίο τους ἀνεξίτηλα τὰ ὀνόματά τους στὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τρανοὺς ἀγωνιστὲς καὶ νικητὲς τοῦ ἐαυτοῦ τους εἶναι κι ὁ ἱερομάρτυρας Φιλωνίδης.
Γεννήθηκε στὴν Κύπρο μας γύρω στὸ 250 μ.Χ. Ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε τὸν τόπο.
Οὔτε καὶ ποιοὶ ἤσαν οἱ γονεῖς του. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ὁ Ἅγιος σὲ νεαρὴ ἡλικία κλήθηκε νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὸ Κούριο, ποὺ ἦταν μία πόλη μεγάλη καὶ περιώνυμη γιὰ τὴν λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνα καὶ τὴν ἀκολασία της! Ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τοῦ Ἁγίου κρίνουμε, πὼς καὶ οἱ γονεῖς του πρέπει νὰ ἤσαν χριστιανοὶ καὶ μάλιστα πιστοί. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ προνομιοῦχος νέος πρέπει νὰ διδάχθηκε «ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα».
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ φαίνεται, πὼς ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶχε ἀρκετὰ διαδοθεῖ στὴν Κύπρο μας. Τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων Παύλου καὶ Βαρνάβα καὶ τοῦ Μάρκου ἔπεσε σὲ ἀγαθὴ γῆ. «Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἠρακλείδιος, Μνάσων, Ρόδων, Αὐξίβιος, Μακεδόνιος, Λάζαρος, Ἐπαφρᾶς, Τυχικός, Σέργιος Παῦλος, Τῖτος, εἶναι μερικὰ ὀνόματα, ἐλάχιστα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὄχι μόνο δέχτηκαν μὲ δίψα καὶ λαχτάρα τὴ νέα πίστη μὰ καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τὴν διαδώσουν παντοῦ.
Ἀγωνίστηκαν, γιατί στὸ νησί μας ἡ εἰδωλολατρία εἶχε πολὺ βαθιὲς τὶς ρίζες. Ἡ λατρεία τῶν Θεῶν τοῦ Ὀλύμπου καὶ ἰδιαίτερα τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης γιὰ τὴν ὁποία ἦταν κοινὴ ἡ πίστη πὼς γεννήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀφροὺς τῆς θάλασσας τῆς Πάφου, ἦταν πολὺ στενὰ συνδεδεμένη μὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ.
Ἡ νέα θρησκεία ἐρχόταν νὰ καταργήσει αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, γιὰ τοῦτο καὶ ἡ ἀντίδραση ὑπῆρξε ἄμεση. Αὐτοὶ οἱ πρῶτοι κήρυκες τοῦ θείου λόγου, οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος γνώρισαν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία τὴν σφοδρὴ ἀντίθεση τῶν φανατικῶν ὀπαδῶν τῆς παλαιᾶς θρησκείας. Στὴν ἱεραποστολική τους πορεία ἀνάμεσα στὴν Πάφο «εὐρήκαν τοὺς ποταμοὺς τῶν ψυχῶν εἰς κατάσταση αὐξανομένης ἐξεγέρσεως, ἀναβαίνοντας».
Πολλὰ ἐμπόδια παρενέβαλε ὁ διάβολος στὸ ἔργο τους. Ἡ Πάφος πλημμύρισε κυριολεκτικὰ ἀπὸ «ἐκδηλώσεις βίας, τοὶς βιαίοις ἐπικλύσας». (Analect 147). Ἡ λαϊκὴ παράδοση ἀναφέρει, πὼς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέθηκε σὲ μία πέτρινη κολόνα, ποὺ δεικνύεται ἀκόμη καὶ σήμερα στὴν Κάτω Πάφο κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Χρυσοπολίτισσας καὶ κτυπήθηκε ἀνελέητα «σαράντα παρὰ μίαν» μαστιγώσεις. Ὅμως παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ ἐμπόδια ἡ θρησκεία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ εἶχε σὲ πολλὰ μέρη ἐπιβληθεῖ. «Ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις». Πολλὲς οἰκογένειες τὴν ἐποχὴ αὐτὴ γνώρισαν τὸν Κύριο καὶ ζοῦσαν ἔντονα τὶς ἐπιταγὲς τῆς νέας ζωῆς, τῆς χριστιανικῆς.
Ἀπὸ μία τέτοια οἰκογένεια χριστιανικὴ γεννήθηκε καὶ ὁ Φιλωνίδης. Ἀπὸ αὐτὴ διδάχτηκε πὼς ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἦταν χωρὶς περιεχόμενο. Ψεύτικοι καὶ ἀνύπαρκτοι θεοὶ ἦταν ὅλοι τους. Μόνο ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι Θεὸς ἀληθινός. Αὐτὸς ὑπῆρχε πρὸ πάντων τῶν αἰώνων καὶ θὰ ὑπάρχει εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Αὐτὸς δημιούργησε τὸν κόσμο. Αὐτὸς ἀπὸ ἀγάπη ἔστειλε στὸν κόσμο καὶ τὸν Μονογενὴ Υἱό Του. Ἦλθε κι ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους σὰν ἄνθρωπος «παρεκτὸς ἁμαρτίας». Δίδαξε, σταυρώθηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ ἀναστήθηκε γιὰ τὴν δικαίωση καὶ τὴν σωτηρία τους. «Παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν» (Ρωμ. δ’ 25).
Αὐτοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ παιδιὰ εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καὶ Αὐτὸν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ὀφείλουμε ν’ ἀγαποῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη. Καὶ τὴν ἀγάπη μας στὸν Θεό μας θὰ μποροῦμε νὰ τὴ δείχνουμε, ἂν ἀγαποῦμε συγχρόνως καὶ τὸν πλησίον μας, δηλαδὴ τὸν κάθε ἄνθρωπο σὰν καὶ τὸν ἑαυτό μας. Γι’ αὐτὲς τὶς δύο ἀγάπες πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ τὴν ζωή μας νὰ θυσιάσουμε. Γιατί οἱ δυὸ αὐτὲς ἀγάπες εἶναι οἱ δυὸ φτεροῦγες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πετᾶ, γιὰ νὰ φτάσει μία μέρα στὰ οὐράνια παλάτια τῆς αἰωνιότητας.
Μὲ τέτοιες διδασκαλίες ἁπλὲς οἱ χριστοφόροι γονεῖς φρόντιζαν νὰ ἐνσταλάζουν στὴν ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» τὸ γνήσιο πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μεγάλωνε τὸ παιδί. Καὶ στὴν καρδιὰ του μέρα μὲ τὴν ἡμέρα μεγάλωνε μαζὶ καὶ ὁ πόθος, ὁ φλογερὸς πόθος νὰ γίνει ἕνας ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ. Νὰ προσφέρει καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτό του στὴν ἱερὴ φάλαγγα ἐκείνων, ποὺ δούλευαν γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνόρθωση τῶν ἀνθρώπων τοῦ νησιοῦ.
Ἐπιτέλους ᾖρθε ἡ ὥρα. Νέος πιὰ ὁ Φιλωνίδης ἕτοιμος σὲ ὅλα κλήθηκε στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Δέχτηκε τὴν κλήση. Καὶ ὑπηρέτησε μὲ ζῆλο. Στὴν ἀρχὴ ὡς ἀναγνώστης. Ὕστερα ὡς διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου του, Κουρίου, ὡς ἐπίσκοπος.
Στὴ νέα του θέση ὁ ζηλωτὴς ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ εἶχε πολλὲς δυσκολίες καὶ ἐμπόδια νὰ ὑπερνικήσει. Τὸ Κούριο, ἡ ὀμορφοχτισμένη Ἑλληνικὴ πόλη στὰ νότια της Κύπρου, ποὺ δεχόταν κάθε μέρα τῆς γαλανῆς θάλασσας τὸ φίλημα καὶ τὴ νύχτα τὸ γλυκὸ νανούρισμά της, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα κέντρα τῆς εἰδωλολατρίας τῆς Κύπρου. Ἐδῶ ἦταν χτισμένος ὁ περίφημος ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνα μὲ τὸ γνωστὸ μαντεῖο. Χιλιάδες λαοῦ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ νησί μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες χῶρες τῆς ἀπέραν τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας μαζευόντουσαν σ’ αὐτό, γιὰ νὰ προσφέρουν θυσίες, νὰ τὸ συμβουλευτοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν κάτι γιὰ τὸ μέλλον τους. Ἐδῶ ὑπῆρχε κι ἕνα ὡραιότατο στάδιο. Πλήθη ἀπὸ φιλάθλους συνερχόντουσαν κάθε φορά, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες. Κι ἄλλοι νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὰ ποικίλα πνευματικὰ ἔργα τῆς Ἑλληνικῆς δημιουργίας, ποὺ συχνὰ παιζόντουσαν στὸ μαρμάρινο θέατρο τῆς πόλεως. Ὅλα τοῦτα μαζὶ μὲ τὰ γυμναστήρια καὶ τοὺς βωμοὺς γιὰ θυσίες καὶ τὰ ἀγάλματα καὶ τὶς ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς εἰδωλολατρικῆς ζωῆς ἔκαμναν τὴν πόλη κέντρο θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀνηθικότητας. Σὲ αὐτὸ τὸ κέντρο ἀνέλαβε ὁ μακάριος ἐπίσκοπος μὲ φλογερὸ ζῆλο τὸ ἔργο του, τὸ θεῖο ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.
Ἡ πρώτη του προσπάθεια στράφηκε στὴν ὀργάνωση τοῦ μικροῦ ποιμνίου του. Γι’ αὐτὸ διαθέτει ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἀφήκαν οἱ γονεῖς του. Πτωχεύει αὐτὸς γιὰ νὰ ἀνακουφίσει τὰ πνευματικὰ παιδιά του, ὅπως ἀποκαλεῖ τοὺς χριστιανούς του. Τὸ παράδειγμά του συγκινεῖ ὄχι μονάχα τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ἀρχίζουν νὰ προσβλέπουν μὲ ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτόν. Τὸν παρακολουθοῦν μὲ προσοχή, τὸν συντρέχουν καὶ τὸν ἀκοῦν μὲ σεβασμό. Στὸ κήρυγμά του κάθε φορὰ τρέχουν καὶ νέοι ἀκροατές. Καὶ αὐτὸς μὲ ὑπομονὴ καὶ καλοσύνη, ἀλλὰ καὶ ἀγάπη ἀνεξάντλητη τοὺς κατευθύνει καὶ τοὺς καθοδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς ἀλήθειας, τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμο. Καθημερινὰ καὶ νέοι προσήλυτοι προσέρχονται καὶ κατηχοῦνται καὶ βαπτίζονται καὶ προστίθενται στὸ λογικὸ ποίμνιο τῆς μάνδρας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὸ Κούριο, ποὺ ἦταν μία πόλη κέντρο εἰδωλολατρίας καὶ διαφθορᾶς, μὲ τὸν καιρὸ γίνεται μία πόλη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα κέντρο χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἠθικῆς ἀνορθώσεως.
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐπιδεικνύει ὁ ἐνάρετος ἱεράρχης στὴν ἐκλογὴ τῶν συνεργατῶν του. Γνωρίζει ὅτι οἱ καλοὶ καὶ ἄξιοι ἱερεῖς εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀφοσιωμένοι ἐργάτες καὶ ὁδηγοί. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιάκριτα δὲν χειροτονεῖ κανένα. Πρέπει νὰ βρεῖ τὸν κατάλληλο καὶ ἔτσι νὰ προχωρήσει. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινωνεῖ ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις» ἀποτελοῦν γι’ αὐτὸν ἕνα γνώρισμα ἐνεργείας στὸ θέμα αὐτό. Ἔτσι ἐργάζεται ὁ γεραρὸς ἐπίσκοπος ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ κηρύχτηκε ὁ τρομερὸς διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανού.
Ὁ τότε ἡγεμόνας τῆς Κύπρου Μάξιμος, ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ διεφθαρμένος βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσει ὅλο τὸ μῖσος του ἐνάντια στὴ νέα θρησκεία. Οἱ φυλακὲς γέμισαν ἀπὸ κρατουμένους. Στὰ στάδια σέρνονται καθημερινὰ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Μιὰ πρόχειρη δίκη διεξάγεται ἐκεῖ. Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμολογία τοῦ μάρτυρος, τὰ βασανιστήρια κτηνώδη καὶ ἀπάνθρωπα καὶ στὸ τέλος ὁ θάνατος. Τὸ αἷμα τρέχει ἄφθονο στὴ Νῆσο τῶν Ἁγίων.
Κάποια μέρα ἄνθρωποι τοῦ ἡγεμόνα συνέλαβαν καὶ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ μὲ ἄλλους ἁλυσοδεμένους εἰδωλολάτρες εἶχαν συλληφθεῖ καὶ ἐκρατοῦντο καὶ τρία πνευματικὰ παιδιά του. Ὁ ἱερέας Ἀριστοκλῆς, ὁ διάκονος Δημητριανὸς κι ὁ ἀναγνώστης Ἀθανάσιος. Παραχώρηση Θεοῦ ἡ συνάντηση. Εὐκαιρία γιὰ ἀλληλοενίσχυση. Καὶ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὸν σκοπὸ τοῦτο ἡ προσευχή. Ἡ θερμὴ καὶ ὁλόψυχη στὸν Πλάστη προσευχή.
- Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος. Μεγάλη τιμὴ μᾶς κάνει μὲ τούτη τὴν δοκιμασία ὁ Κύριός μας. Τώρα μποροῦμε καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ ἀναφωνοῦμε! «Ἡμῖν ἐχαρίσθῃ τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. α’ 30).
Κι ἡ παραχώρηση τούτη εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς. Εἶναι τιμὴ καὶ προνόμιο. Ἂς τὸν εὐχαριστήσουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας κι ἂς τὸν παρακαλέσουμε. Ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ πανάγιο θέλημά Του μέχρι θανάτου.
Οἱ κρατούμενοι γονάτισαν. Καὶ ὁ φωτισμένος ἱεράρχης ἀνέπεμψε μία τέτοια περίπου προσευχή:
«Κύριε, σὲ παρακαλοῦμε. Μὴν ἀπομακρύνεις ἀπὸ ἡμᾶς τὸ ἔλεός σου πρὸς χάριν τοῦ ἀγαπητοῦ Σου υἱοῦ, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ. Μὴ μᾶς κατεντροπιάσεις. Δεῖξε καὶ σὲ τούτη τὴν περίσταση ἀπέναντί μας τὴν ἐπιείκειά σου καὶ τὴν εὐσπλαγχνία σου. Σύμφωνα μὲ τὰ τόσα θαυμαστά σου ἔργα, τὰ ἀναρίθμητα, γλίτωσέ μας καὶ τούτη τὴν φορὰ ἀπὸ τοὺς πλοκάμους τῆς ἁμαρτίας ποὺ μᾶς τριγυρίζει καὶ δόξασε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ πανάγιο ὄνομά Σου. Θέλουμε νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ θέλημά Σου ὁσαδήποτε μέσα κι ἂν χρησιμοποιήσει ὁ δόλιος ἐχθρός. Βοήθησέ μας. Χάλκεψε μέσα μας ἀκατάλυτη τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ λυγίσουμε μὲ κανένα τρόπο. Καὶ ἀξίωσέ μας, Κύριε, νὰ ἰδοῦμε νὰ καταισχύνονται ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ φέρονται μὲ σκληρότητα καὶ κακότητα στοὺς δούλους σου. Δῶσε ἀκόμη, Πατέρα, νὰ ἰδοῦμε τὴν ἁγία σου θρησκεία νὰ ἁπλώνεται παντοῦ καὶ τὴν Ἐκκλησία σου σὰν δένδρο εὐσκιόφυλλο νὰ σκεπάζει ὁλόκληρο τὸ νησί μας. Ἀμήν.
Τὴν τελευταία λέξη πρόφεραν ὅλοι τους μὲ βαθιὰ πίστη. Ἦταν μία ἐγκάρδια εὐχή!
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ μακάριος ἐπίσκοπος εἶχε συλληφθεῖ κι ἐγκλειστεῖ στὴ φυλακή, μιὰ διαφορετικὴ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγὴ παρατηρήθηκε στοὺς κρατουμένους. Οἱ φωνὲς καὶ οἱ βλασφημίες κι ὅλες οἱ ἄλλες βρωμερὲς ἐκφράσεις λιγοστεύουν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἐσταυρωμένου συγκινεῖ. Οἱ καρδιὲς ἀλλάζουν. Ἡ ἀγριότητα παραμερίζει. Καὶ ἡ σκληρότητα παραχωρεῖ τὴν θέση της στὴν πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη.
Πόση δύναμη ἀλήθεια κλείνει μέσα της ἡ ζωντανὴ διδασκαλία, σὰν συνοδεύεται καὶ μὲ τὸ καλὸ παράδειγμα! Τί δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πετύχει ὁ χριστιανισμὸς ἂν αὐτοὶ ποὺ τὸν προβάλλουν, φρόντιζαν μαζὶ μὲ τὰ ὄμορφα λόγια ποὺ κηρύττουν, νὰ παρουσίαζαν καὶ τὸν ἑαυτὸ τους ὑπόδειγμα καὶ πρότυπο τῶν ὅσων διδάσκουν! Τότε δὲν θὰ εἴχαμε τὸ τρομερὸ κατάντημα, ποὺ παρατηροῦμε τόσο ἔντονα στὴν ἐποχή μας. Πολλοὶ κήρυκες. «Κύμβαλα ὅμως ἀλαλάζοντα...» Οὔτε καὶ τὸ παράπονο τοῦ Κυρίου θὰ ἀκουόταν τόσο θλιβερό. «Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοὶς ἔθνεσι». (Ρωμ. β’ 24). Νὰ εὐχηθοῦμε νὰ ἔρθει τὸ γρηγορότερο μιὰ τέτοια ἐποχή; Ὁ Κύριος νὰ δώσει.
Ἕνα πρωί, μόλις ἡ ἁγία συντροφιὰ τέλειωσε τὴν κατανυκτική της προσευχὴ δυνατὲς φωνὲς ἀκούστηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τῶν κρατουμένων. Σὲ λίγο ἡ πόρτα ἄνοιξε βίαια καὶ τρεῖς δήμιοι μπῆκαν μέσα καὶ ἔσυραν ἔξω τὸν ἱερέα Ἀριστοκλῆ, τὸν διάκονο Δημήτριο καὶ τὸν ἀναγνώστη Ἀθανάσιο. Ἕνα χαμόγελο εὐγνωμοσύνης ἄνθισε στὰ χείλη καὶ τῶν τριῶν. Εὐγνωμοσύνης στὸν Κύριο ποὺ τοὺς ἔκαμνε τὴν τιμὴ νὰ τὸν ὁμολογήσουν ἐνώπιον μικρῶν καὶ μεγάλων.
Σὲ μία εὐρύχωρη πλατεῖα ἦταν μαζεμένος κόσμος πολύς. Στὴ μέση ἦταν στημένη μία ἐξέδρα. Ἕνας ἄνδρας καθόταν στὸ κέντρο. Μπροστὰ του ὁδηγήθηκαν οἱ μάρτυρες. Μιὰ φωνὴ δυνατὴ ἀκούστηκε νὰ λέει:
- Εἶστε ἕτοιμοι νὰ προσφέρετε θυσία στοὺς μεγάλους θεούς μας ἢ ἀκόμη ἐπιμένετε στὴν πλάνη σας;
- Θεὸς γιὰ μᾶς δὲν εἶναι τὰ εἴδωλα. Ὁ ἀληθινὸς Θεὸς δὲν κατοικεῖ στὶς πέτρες.
Ἡ τελευταία λέξη μόλις ἀκούστηκε. «Σκοτῶστε τοὺς ἀπίστους» ἦταν ἡ διαταγή. Οἱ δήμιοι ἅρπαξαν στὰ δυνατά τους χέρια τοὺς μάρτυρες, τοὺς ἔσυραν μακριὰ καὶ ἐκεῖ τοὺς θανάτωσαν.
Τρεῖς ἀκόμη ζωὲς ἔσβησαν πρόωρα. Πότισαν μὲ τὸ αἷμά τους τὸ δένδρο τῆς πίστεως, τὸ χριστιανικὸ δένδρο. Ἔσβησαν ἐπάνω στὸ σφρῖγος τους. Δὲν κατόρθωσαν ὅμως νὰ σβήσουν, οὔτε καὶ νὰ μετριάσουν τὸ μῖσος ποὺ φώλιαζε στὰ στήθη τοῦ εἰδωλολάτρη ἄρχοντα, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀκουόταν νὰ μονολογεῖ καὶ νὰ λέει:
- Ὁ ἐπίσκοπος... Αὐτὸς εἶναι τὸ μεγάλο θεριό! Αὐτὸν πρέπει νὰ ἐξευτελίσω καὶ νὰ θανατώσω. Αὐτόν... Ἀλλὰ πῶς;
Κάποια στιγμὴ σταμάτησε ἀπότομα τὶς βόλτες. Γέλασε σαρκαστικὰ καὶ φώναξε τὸν ὑποτακτικό.
- Πὲς νὰ ἔρθουν οἱ ἐκτελεστές.
Σὲ λίγο παρουσιάστηκαν μπροστὰ του μερικὰ γεροδεμένα παλικάρια μὲ μορφὲς ἄγριες.
- Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ βασανιστεῖ, εἶπε. Νὰ βασανιστεῖ, ὅσο μπορεῖτε πιὸ σκληρά. Ἂν δὲν ὑποχωρήσει, τότε νὰ ἐξευτελιστεῖ... νὰ ξεγυμνωθεῖ κι ἐπάνω στὸ σῶμα του νὰ ἀσελγήσουν μεθυσμένοι σάτυροι. Μετὰ νὰ θανατωθεῖ.
Οἱ ἐκτελεστὲς ἔτρεξαν νὰ ἑτοιμάσουν τὰ σχετικά. Ἕνας στρατιώτης, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, μυστικὸς χριστιανός, ἔτρεξε καὶ αὐτὸς στὴν φυλακὴ καὶ μὲ πόνο ψυχὴς κάλεσε τὸν γηραιὸ ἐπίσκοπο καὶ τοῦ φανέρωσε τὴ διαταγὴ τοῦ ἄρχοντα.
Ὁ ἱερομάρτυρας πάγωσε κυριολεκτικά, σὰν ἔμαθε τὴν ἀπόφαση. «Τὸ κορμί μου, ναί! Ἂς τὸ ξεσχίσουν! Ἂς τὸ κόψουν κομμάτια! Ἂς τὸ ψήσουν! Ὄχι ὅμως καὶ νὰ τὸ μολύνουν! Αὐτὸ δὲν θὰ γίνει ποτές! δὲν θ' ἀφήσω νὰ γίνει ποτές. Καλύτερα νὰ πεθάνω μία ὥρα γρηγορότερα. Ὄχι ὅμως νὰ μολυνθῶ, πρόφερε μὲ σταθερότητα ὁ σεβάσμιος γέροντας. Καὶ γονάτισε.
- Κύριε, εἶπε, ἐλέησέ με. Δὲν μπορῶ καὶ νὰ σκεφθῶ. Συγχώρησέ με καὶ σῶσέ με ἐκ τῶν καταδιωκόντων με.
Βοήθησέ με νὰ κρατήσω ἀμόλυντη τὴν ἀτίμητη ἁγνότητά μου καὶ μὴν ἐπιτρέψεις μέσα μου κανένα συμβιβασμὸ μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ διαφθορά.
Περιχαράκωσε μέσα μου τὴν ἀπόφαση νὰ μείνω ἁγνὸς καὶ φύλαξέ με ἀπὸ τὴ δειλία καὶ τὸ σκάνδαλο.
Αἰώνιε Ἀρχιερέα, μὴν ἐπιτρέψεις σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ λυγίσω καὶ ν’ ἀρνηθῶ τὴν ἀποστολή μου.
Ἀφοῦ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα μὲ δάκρυα, σηκώθηκε. Κάλεσε κοντά του μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κρατουμένους ἀδελφοὺς καὶ τοὺς φανέρωσε τὶς διαθέσεις τοῦ ἄρχοντα καὶ τὴν ἀπόφασή του γιὰ αὐτοθυσία. Ἤθελε νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ κανένας ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ πέθαινε. Μετὰ σύρθηκε σιγά – σιγὰ σ’ ἕνα διάδρομο καὶ ἀπὸ μία μυστικὴ θυρίδα ἀνέβηκε σ’ ἕναν ψηλὸ γκρεμό. Ἐκεῖ σκέπασε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸν ἐπενδύτη του, ἔκαμε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ὕστερα ρίχτηκε κάτω.
Προτοῦ τὸ σῶμα ἀγγίσει τὴ γῆ, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ἱερομάρτυρα, ἐλεύθερη, πέταξε στὸν οὐρανό. Ἔφυγε ἱκανοποιημένη καὶ χαρούμενη ποὺ κράτησε ἀνέπαφο τὸν θησαυρὸ τῆς ἁγνότητάς του. Προτίμησε καὶ αὐτὸς τὸν τιμημένο θάνατο τοῦ κορμιοῦ, ὅπως καὶ τόσες παρθένες κι ἅγιες γυναῖκες, παρὰ τὴν ἀτίμωση, τὸν ἐξευτελισμό, τὴν ντροπή.
Τὸ ἀμόλυντο σῶμα τοῦ ἁγίου τὸ βρῆκαν μερικοὶ εἰδωλολάτρες. Τὸ ἔβαλαν σὲ ἕνα σακὶ καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα. Μὰ αὐτὴ δὲν τὸ κράτησε. Σπλαγχνικότερη ἀπὸ τὰ θεριά, ποὺ λέγονται ἄνθρωποι, τὸ ἀπόθεσε σὲ λίγο ἁπαλὰ στὴν ἀμμουδιά. Ἐκεῖ κατόπιν ὁράματος τὸ βρῆκαν δύο χριστιανοί. Περπατοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅταν ξαφνικὰ εἶδαν νὰ τρέχει μπροστά τους γυμνὸς ὁ αὐτοθύτης Ἐπίσκοπος. Τὸ κεφάλι του στεφανωμένο μὲ λαμπρὸ στέμμα.
Τὸ κορμὶ του ἦταν ἀλειμμένο μὲ εὐωδιαστὴ σμύρνα. Καὶ στὸ χέρι του κρατοῦσε κλάδο φοινικιᾶς.
Ἦταν ὁ νικητής!
Ὁ νικητὴς τοῦ ἑαυτοῦ του! Ὁ νικητὴς τῆς ζωῆς! Νικητής, μὰ καὶ στεφανωμένος ἀπὸ τὸν Δίκαιο Κριτὴ μὲ τὸν ἁμαράντινο τῆς δόξας στέφανο.
Οἱ χριστιανοὶ ἀκολούθησαν μὲ συγκίνηση τὴν ὁπτασία. Ὅταν αὐτὴ κάποια στιγμὴ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους, εἶδαν μπροστὰ τους τὸ ἁγνὸ τοῦ μάρτυρος σκήνωμα. Γονάτισαν καὶ τὸ ἀσπάσθηκαν. Ὕστερα τὸ σήκωσαν μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς τὸ ἔθαψαν μὲ κάθε τιμὴ καὶ σεβασμό.
Στὴν ἐποχή μας ποὺ ἡ ἀνηθικότητα κι ἡ διαφθορὰ σὰν ὁρμητικὸς χείμαρρος παρασύρει κάθε μέρα χιλιάδες νεανικὲς ψυχὲς στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν καταστροφή, τὸ παράδειγμα τοῦ αὐτομάρτυρα Ἐπισκόπου πρέπει νὰ συγκινήσει κάθε καρδιά. Τὸ σῶμα τοῦ καθενός μας εἶναι ἕνας ναός. Ναὸς ἱερὸς «Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» (Β’ Τιμ. α’ 14). Κι ὅπως κάθε ναὸς πρέπει νὰ κρατεῖται καθαρός, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς τοῦ σώματός μας.
Κανένα πρᾶγμα δὲν λερώνει καὶ δὲν φθείρει τόσο τὸ σῶμα, ὅσο ἡ ἀνηθικότητα καὶ ἡ σαρκολατρικὴ διαφθορά. «Εἰ τὶς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» φωνάζει καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Α’ Κορ. γ’ 17).
Νέοι καὶ νέες, φυλᾶχτε τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς σας. Κλεῖστε ἑρμητικὰ τ’ αὐτιά σας στὸ πλάνο τραγοῦδι τῶν Σειρήνων, πού σᾶς καλεῖ στὴν ἀκολασία καὶ τὴ διαφθορά. Γιατί, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀποθαυμάζουμε καὶ ἐπιζητοῦμε νὰ κάμουμε βίωμά μας τὴν ζωὴ τῶν Σοδόμων, πρέπει νὰ γνωρίζουμε πὼς δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ξεφύγουμε καὶ τὴν τύχη τους. Κι εἶναι αὐτὸς ὁ πιὸ μεγάλος κίνδυνος ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ἐποχή μας. Πῶς θὰ σωθοῦμε;
Τὸν δρόμο μᾶς τὸν δείχνει ὁ μεγάλος ἱερομάρτυρας τοῦ Κουρίου.
Μάθετε ἀπὸ παιδιὰ νὰ νικᾶτε τὶς ἄνομες ἐπιθυμίες ποὺ φλογίζουν τὴν καρδιά σας. Μάθετε νὰ νικᾶτε πάντα τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας. Ἔτσι θὰ εἴσαστε νικητὲς στὸν τραχὺ δρόμο τῆς ζωῆς.
Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νικητὲς καὶ θριαμβευτὲς θὰ πετάξετε μία μέρα καὶ στὴν αἰωνιότητα. Κοντὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ!
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σελίδα 341 από 415