Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Συμεὼν ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου καὶ ἦταν προϊστάμενος τῶν Ἐκκλησιῶν Κτησιφῶντος καὶ Σαλὴκ (στὴ Σελευκεία).

Ὅταν εἶδε τὰ παράνομα ἔργα τῶν Περσῶν καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε τὶς διαταγές τους, ἔγραψε στὸν βασιλέα Σαβώριο ὅτι «ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἀνεχόμαστε νὰ σᾶς ὑποφέρουμε. Κάνε λοιπὸν αὐτὸ ποὺ θέλεις». Τότε ὁ Σαβώριος, ἀφοῦ ἔστειλε στρατιῶτες, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ὁδήγησε δέσμιο στὴ φυλακή.

Ἐκεῖ, στὴ φυλακὴ ὄντας ὁ Ἅγιος, κατάφερε μὲ τὴν διδασκαλία του νὰ ἐπαναφέρει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸν πραιπόσιτο καὶ εὐνοῦχο τοῦ βασιλέως Γοθαζὰτ ἢ Γουζθαδάτ, ποὺ ἦταν μὲν Χριστιανὸς ἀλλὰ φοβόταν καὶ προσκυνοῦσε τὸν ἥλιο, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῶν Περσῶν. Καὶ πῶς ἔγινε αὐτό; Ὅταν ὁ Ἅγιος Συμεὼν κλείσθηκε στὴ φυλακή, τὸν εἶδε ὁ Γοθαζὰτ καὶ θέλησε νὰ τὸν ἀσπασθεῖ. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν δέχθηκε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν δέχθηκε, εἶπε στὸν ἑαυτό του: «Ἂν ὁ Συμεών, ποὺ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποστράφηκε, πῶς ὁ Χριστός, τὸν Ὁποῖο ἀρνήθηκα, θὰ μὲ ἀγαπήσει;».
Ἡ εἴδηση ἔφθασε στὰ αὐτιὰ τοῦ βασιλέως Σαβωρίου. Ἡ ὀργή του στράφηκε κατὰ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν καὶ ἐπεκτάθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Ἔδωσε ἐντολὴ νά ἀποκεφαλίσουν ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς. Συνελήφθησαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἀβδελᾶ χίλιοι ἑκατὸν πενήντα ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ὑποφήτης τῶν ἐνθέων δογμάτων, μαρτυρικὸν συνασπισμὸν ἐπαλείφεις, λόγοις ὁμοῦ καὶ πράξεσι πρὸς ἄθλους ἱερούς· μεθ’ ὧν καὶ συνήθλησας, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Χριστῷ ἀνέδραμες, σὺν αὐτοῖς ἀνακράζων· Ἰδοὺ ἡμεῖς ὡς πρόβατα σφαγῆς, τῇ σῇ ἀγάπῃ, Σωτὴρ ἐλογίσθημεν.

Ὁ Ἅγιος Ἀνίκητος ὁ Ἱερομάρτυρας πάπας Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀνίκητος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἔμεσα τῆς Συρίας καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Ρώμης κατὰ τὰ μέσα τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ. (155 – 166 μ.Χ.).

Πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀνίκητο ἦλθε ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης ( 23 Φεβρουαρίου), γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ χρόνου τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν τὸ Πάσχα στὶς 14 τοῦ μηνὸς Νισσάν, σὲ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καὶ ἂν ἔπεφτε αὐτό. Ἀντίθετα οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες δὲν ἑόρταζαν καθόλου τὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἀρκοῦνταν στὸ ἑβδομαδιαῖο κατὰ Κυριακὴν ἑορτασμὸ τῆς Ἀναστάσεως, τονίζοντας ἀσφαλῶς περισσότερο τὸν ἑορτασμὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς μετὰ τὴν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδὴ λόγω τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τηροῦσε αὐστηρὴ στάση ἔναντι τῶν Μικρασιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ διευθετήσει μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο τὸ ζήτημα αὐτὸ καὶ ἄλλα δευτερεύοντα θέματα.
Ὁ Ἅγιος Ἀνίκητος μαρτύρησε τὸ ἔτος 166 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκ Περσίδος ἔλαμψας ὡς ἑωσφόρος, Συμεὼν μακάριε, δῆμον Ἁγίων Ἀθλητῶν, ἔχων ἡμῖν συνανίσχοντας, ὥσπερ ἀστέρας· μεθ’ ὧν εὐφημοῦμέν σε.

 

Μεγαλυνάριον.
Αἴγλῃ τοῦ Ἡλίου τοῦ νοητοῦ, κατηγλαϊσμένος, ἱερώτατε Συμεών, μετὰ τῶν συνάθλων, πυρσολατρῶν τὸ σκότος, διέβης ἀπροσκόπτως, φέγγει ἀθλήσεως.

 

Ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ Νέος 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀδριανός, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Ἐκεῖ τὸν ὑπέβαλαν σὲ μύριες στερήσεις καὶ βασανισμοὺς γιὰ νὰ δαμάσουν τὸ φρόνημά του. Ὅταν νόμισαν ὅτι ἡ σταθερότητα τοῦ Ἁγίου θὰ εἶχε πλέον καμφθεῖ, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν διέταξαν νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος ὅμως ὄχι μόνο δὲν πείσθηκε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἐπίμονα τοῦ ζητοῦσαν, ἀλλὰ ὅρμησε στὸ βωμό, τὸν ἀνέτρεψε καὶ γκρέμισε τὸ πῦρ καὶ τὰ ἐπ’ αὐτοῦ σφάγια.
Ἔξαλλος ὁ ἄρχοντας γιὰ τὴ στάση αὐτὴ τοῦ Ἀδριανοῦ, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν χτυπήσουν ἀνηλεῶς μὲ ραβδιὰ καὶ πέτρες. Τοῦ συνέτριψαν τὸ στόμα καὶ τὴν κεφαλὴ καί, τέλος, τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καμίνι, ὅπου τελείωσε τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Φουσὶκ ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ θυγατέρα αὐτοῦ

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φουσίκ, ὅταν ἀποκεφαλίζονταν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Συμεών, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος. Παρατηρώντας τὰ γενόμενα εἶδε ἕνα πρεσβύτερο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀποκεφαλισθεῖ νὰ εἶναι φοβισμένος καὶ τρομαγμένος καὶ εἶπε σὲ αὐτόν: «Μὴ φοβᾶσαι. Κλεῖσε τὰ μάτια σου καὶ ὁ Χριστὸς θὰ σὲ φωτίσει». Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι ἔχει χριστιανικὸ φρόνημα, προσήχθη στὸν βασιλέα, ὅπου ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μαρτύριό του ἄρχισε. Πρῶτα τοῦ ἔκοψαν τὴ γλῶσσα καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ἔγδαραν ἀνηλεῶς τὸ δέρμα ὅλου τοῦ σώματός του καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ψυχή του.
Εἶχε ὅμως ὁ Μάρτυς καὶ μία θυγατέρα Χριστιανή, ποὺ ἦταν ἀσκήτρια. Ὁδηγώντας την ἐνώπιόν του, ὁ βασιλέας, τὴν ἐξανάγκαζε μὲ βία νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὸν ἥλιο καὶ τὴ φωτιά. Ἐπειδὴ δὲν κατάφερε νὰ τὴν πείσει, πρῶτα τὴν γύμνωσε καὶ τὴν χτύπησε χωρὶς ἔλεος καὶ στὴν συνέχεια τὴν κατέκαψε μὲ ἀναμμένες δάδες. Καὶ ἀφοῦ τὴν κρέμασε, τὴν ἔγδαρε μὲ σιδερένια νύχια καὶ τὴν ἀποκεφάλισε διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Ἀζὰτ ὁ Εὐνοῦχος

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Παρασκευῆς οἱ Χριστιανοὶ στὴν Περσία δοξολογοῦσαν καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Χριστὸ ποὺ ὑπέμεινε τὰ σωτήρια Πάθη Του γιὰ ἐμᾶς. Ἀφοῦ συνελήφθη ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἐκεῖνον χίλιοι ἑκατὸν πενήντα Χριστιανοὶ (διότι ἀπὸ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ μέχρι τὴ δέκατη ἡμέρα κάθε Χριστιανὸς φυλακισμένος φονευόταν), συνελήφθη καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὑπέστη τὸ μαρτύριο ὁ Ἀζὰτ ὁ εὐνοῦχος, ποὺ ἦταν πλούσιος καὶ πρῶτος στὸ παλάτι, τὸν ἀγαποῦσε δὲ πολὺ καὶ τὸν τιμοῦσε ὁ Σαβώριος. Τόσο δὲ πολὺ λυπήθηκε καὶ μεταμελήθηκε ὁ βασιλέας γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀζάτ, ὥστε διέταξε νὰ πάψει πλέον ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς πάπας Ρώμης 

Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἦταν ἄνδρας ἀσκητικότατος, ἐνάρετος καὶ θαυματουργός, καὶ γιὰ τὴν ἀρετή του ἀνυψώθηκε στὸ θρόνο τῆς Ρώμης τὸ ἔτος 535 μ.Χ.

Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἐκεῖνο τὸν καιρὸ διεξήγαγε πόλεμο πρὸς τὸν Ὀστρογότθο βασιλέα τῆς Ἰταλίας Θεοδάτο, ἀνέλαβε δὲ νὰ διαμεσολαβήσει μεταξὺ τους ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός. Πρὸς ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς, τὸ ἴδιο ἔτος τῆς ἀναρρήσεώς του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι καθ’ ὁδόν, ὅταν ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πάσχοντα ἀπὸ δύο ἀγιάτρευτες ἀσθένειες, δηλαδὴ δὲν μποροῦσε καθόλου οὔτε νὰ μιλήσει, οὔτε νὰ βαδίσει. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἄνθρωπο ὁ Ἅγιος τὸν θεράπευσε. Ἀλλὰ καὶ μόλις ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴ Χρυσὴ Πύλη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπιτέλεσε κι ἄλλο θαῦμα. Συγκεκριμένα ἔθεσε τὸ χέρι του στὰ μάτια κάποιου τυφλοῦ ποὺ τὸν πλησίασε καὶ τοῦ χάρισε τὴν δυνατότητα τῆς ὁράσεως.

Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔτυχε πάνδημης ὑποδοχῆς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό. Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ πέντε Ἐπισκόπους τῆς Ἰταλίας, δὲν ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Πατριάρχη Ἄνθιμο Α’ τὸν ἀπὸ Τραπεζοῦντος, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸν αὐτοκράτορα, διότι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν διδασκαλία τοῦ αἱρετικοῦ μονοφυσίτου Σεβήρου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς προκάλεσε ἐπίσημα ζήτημα Πατριάρχου. Ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του στὰ χέρια τοῦ αὐτοκράτορος, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐξελέγη ὁ Μηνᾶς (536 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀγαπητό.
Τὸ ἴδιο ἔτος συνῆλθε Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Μηνᾶ, ἡ ὁποία καθαίρεσε καὶ ἀναθεμάτισε τὸν Πατριάρχη Ἄνθιμο γιὰ τὶς κακοδοξίες του.
Λίγο μετὰ τὴν διευθέτηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 536 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου καὶ ἐτελεῖτο ἡ Σύναξή του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Ῥώμης σε πρόεδρον, Ἀγαπητὲ ἱερέ, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν, καὶ θεῖον θεράποντα· ὅθεν Ὀρθοδοξίας, διαλάμψας τοῖς ἔργοις, ὤφθης τῆς Ἐκκλησίας, εὐκλεὴς Ἱεράρχης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀγάπῃ Χριστοῦ Ἀγαπητὲ μακάριε, τρωθεὶς τὴν ψυχήν, ἀμέμπτως ἱεράτευσας, Κυρίῳ ὥσπερ ἄγγελος, Ἱεράρχης γενόμενος Ὅσιος· καὶ νῦν σὺν Ἀγγέλοις ἀεί, δυσώπει ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἱεράρχα Ἀγαπητέ, ἀγάπης ταμεῖον, Παρακλήτου ὁ θησαυρός· χαίροις ὁ πρεσβεύων, διὰ παντὸς Κυρίῳ, δοθῆναι ἡμῖν πᾶσι, πταισμάτων ἄφεσιν.

Οἱ Ὅσιοι Ἀπόστολος καὶ Θεοχάρης οἱ αὐτάδελφοι

Οἱ Ὅσιοι Θεοχάρης καὶ Ἀπόστολος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἄρτα καὶ ἔζησαν περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἦταν τέκνα τοῦ ἱερέως Ντούια, ὁ ὁποῖος τὰ ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ὁ Ὅσιος Θεοχάρης χρημάτισε διδάσκαλος τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Νικολάου Σκουφᾶ, ἀπὸ τὴν Ἄρτα. Καὶ οἱ δύο Ὅσιοι διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβεια, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν φιλανθρωπία. Συνεχῶς μελετοῦσαν τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ προσεύχονταν.

Ὁ Ὅσιος Θεοχάρης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ Μεγάλο Σάββατο τοῦ ἔτους 1829 καὶ προέβλεψε τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή. Ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ἀδελφό του νὰ τὸν ἐνταφιάσει στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ νὰ μὴν γίνει ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του. Τὸ ἅγιο λείψανό του εὐωδίαζε, σημεῖο τῆς ἀγάπης του Κυρίου πρὸς τὸν Ὅσιο.

Ὁ Ὅσιος Ἀπόστολος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1846. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἐνταφίασαν στὸ κοιμητήριο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας μὲ πολλὲς τιμές. Τὸν βίο τους συνέγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἄρτης, Σεραφεὶμ ὁ Βυζάντιος καὶ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Κάτω Παναγιᾶς Ἄρτης Κωνστάντιος ὁ ἐξ Ἄρτης.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη τους, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου

Ὁ Ἅγιος Μακάριος, κατὰ κόσμο Μιχαὴλ Νοταρᾶς, ἦταν ὁ πέμπτος κατὰ σειρὰ υἱὸς τοῦ Γεωργαντᾶ καὶ τῆς Ἀναστασίας καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννέα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας αὐτῆς. Γεννήθηκε στὰ Τρίκαλα τῆς Κορινθίας τὸ 1731. Ὁ βιογράφος του Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, σημειώνει: «Κόρινθος εἶναι πόλις τῆς Πελοποννήσου, εἰς τὸ λεγόμενον Ἑξαμίλιον εὑρισκομένη. Πόλις ἀρχαιότατη κι ὀνομαστή… Ἀπὸ αὐτὴν κατάγεται καὶ ταύτης ἐστάθη γέννημα καὶ θρέμμα ὁ θεῖος οὗτος Μακάριος… Ἐκ τούτων λοιπὸν (ἐνν. τῶν γονέων) γεννᾶται ὁ θεῖος οὗτος… κατὰ τὸ 1731».

Ἀνάδοχος τοῦ νεαροῦ Μιχαὴλ ἦταν ὁ τότε Μητροπολίτης καὶ πρόεδρος Κορίνθου Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ὀνόμασε αὐτὸν Μιχαήλ. Ὁ Παρθένιος διατηροῦσε οἰκογενειακὲς σχέσεις μὲ τὸν Γεωργαντᾶ. Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Μιχαὴλ ἀναπτυσσόταν μέσα στὴ θεοσεβῆ καὶ εὐλογημένη οἰκογένειά του, μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν μεγάλη πολιτική της δύναμη καὶ μὲ τὴν ἀκοίμητη φροντίδα τῶν γονέων του. Ὁ Μιχαὴλ εἶχε κάτι ἰδιαίτερο σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἄλλα του ἀδέλφια. Ἀκτινοβολοῦσε καλοσύνη καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς συμπολίτες του, ἔδειχνε ταπεινοφροσύνη καὶ ἔμφυτη σεμνότητα καὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν Τρικάλων.

Ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος, διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ἀπὸ τὸν ἀκμάζοντα τότε Κεφαλλήνιο διδάσκαλο Εὐστάθιο. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του, ὁ Μιχαήλ, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ πατέρα του, ὁρίστηκε ἐπιστάτης μερικῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς πρὸς εἴσπραξη χρημάτων, «ἀλλ’ οὗτος ὁ ἀοίδιμος μὴ ἔχοντας κλίσι εἰς τοιαύτας ματαιότητας ὄχι μόνον δὲν ἐσύναξε χρήματα, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε διεσκόρπισε καὶ ζημίαν ἐπροξένησεν εἰς τὸν πατέρα του». Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε τὰ ἀξιώματα οὔτε ἡ πολιτικὴ δύναμη τοῦ πατέρα του ἄσκησαν ἐπιρροὴ ἢ ἕλξη ἐπάνω του· ἀντίθετα τὰ ἀποστρεφόταν. Ἤδη «ἀπὸ τὰς πρώτας ἀρχὰς τῆς νεότητός του» ἔγινε σαφὴς ἡ κλίση του πρὸς τὰ πνευματικὰ θέματα, ἀφοῦ ζοῦσε μὲ ταπείνωση, μεταβαίνοντας συχνὰ στὴν ἐκκλησία καὶ συμμετέχοντας μὲ κατάνυξη στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἀποστρεφόμενος τὶς συναναστροφὲς τῶν συνομηλίκων του και γενικὰ τὴν ἐγκόσμια ματαιότητα.

Ἐγκαταλείπει κρυφά, λοιπόν, μὲ τὴν βοήθεια καὶ τῆς μητέρας του ὅλα αὐτὰ καὶ μεταβαίνει μὲ θεῖο ζῆλο στὸ Μέγα Σπήλαιο, στὴ μέγιστη καὶ ἱστορικὴ καὶ παλαιότατη αὐτὴ μονὴ τῆς Πελοποννήσου, γιὰ νὰ καθαίρει καθημερινὰ τὴν ψυχή του καὶ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὶς ἀλλότριες καὶ ἐφάμαρτες προσμείξεις τῆς ἐγκοσμίου βιοτῆς. Ἦταν μία ἐπαινετὴ καὶ θεάρεστη ἀπόφαση καὶ προσπάθεια νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωή του στὴν Κόρινθο καὶ ἀπὸ τὶς παντὸς εἴδους ἀπασχολήσεις του, γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος τῆς χάριτος ἀκολουθώντας τὸν μοναχικὸ βίο.

Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τὸν ἐνάρετο Μιχαὴλ ἡ ἀπόφασή του ἐκείνη δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθεῖ. Οἱ θερμὲς παρακλήσεις δὲν εἰσακούσθηκαν ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς, διότι τὸ αἴτημά του δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τοῦ πατέρα τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μιχαὴλ ἦταν τότε περίπου εἴκοσι ἐτῶν.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία του νὰ περιβληθεῖ τὸ ἰσαγγελικὸ σχῆμα, ὁ ἐνάρετος Μιχαὴλ ἐπέστρεψε στὴν πατρική του οἰκία. Ἀρχικὰ παρέμενε σὲ αὐτὴν ἀσχολούμενος μὲ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διαφόρων πατερικῶν κειμένων, βίων Ἁγίων καὶ ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλίων. Ἡ μελέτη αὐτὴ τὸν βοήθησε νὰ ἰσχυροποιήσει ἀκόμη περισσότερο τὴν πίστη του καὶ νὰ εἰσχωρήσει βαθύτερα στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πέθανε ὁ Εὐστάθιος καὶ ἡ σχολὴ τῆς Κορίνθου στερεῖτο διδασκάλου. Ὅλοι στράφηκαν νοερῶς πρὸς τὸ νεαρὸ Μιχαὴλ καὶ ἐνδόμυχα εὔχονταν καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπέβλεπαν, πιστεύοντας ὅτι ἦταν ἱκανὸς νὰ διαδεχθεῖ τὸν διδάσκαλό του.

Ὁ ἐνάρετος Μιχαὴλ Νοταρᾶς προσέφερε ἐπὶ ἕξι ἔτη τὶς ὑπηρεσίες του ὡς διδάσκαλος τῆς Σχολῆς τῆς Κορίνθου χωρὶς μισθό, διαπαιδαγωγώντας μὲ τὶς γνώσεις καὶ τὸ ὑψηλό του ἦθος, κυρίως τοὺς νεαροὺς μαθητές. Παράλληλα μὲ πολὺ ὑπομονὴ ἀναζητοῦσε κατάλληλο διδάσκαλο γιὰ τὴν Σχολή. Ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», εἶχε ἤδη ἐπιλέξει τὸν Μιχαὴλ ὡς σκεῦος τῆς θείας χάριτος καὶ τὸν εἶχε ἤδη προορίσει γιὰ ὑψηλότερο καὶ ἁγιότερο ἔργο. Θεία λοιπὸν εὐδοκία ὁ νεαρὸς καὶ ἐνάρετος Μιχαὴλ καθίσταται ποιμενάρχης τῆς Κορίνθου κατὰ τρόπο ἐντυπωσιακό.

Ἡ θεία εὐδοκία ἐκδηλώνεται σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Τὸ ἔτος 1764 κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ γέροντας Μητροπολίτης Κορινθίας Παρθένιος, ποὺ εἶχε ἀναδεχθεῖ τὸν Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ ὁ θρόνος χήρευσε. Ἡ θεόσδοτη αὐτὴ εὐκαιρία διάνοιξε γιὰ τὸν ἐνάρετο καὶ εὐσεβὴ διδάσκαλο Μιχαὴλ τὴν εὐλογημένη λεωφόρο γιὰ τὸ εὐρὺ καὶ ἐπίπονο στάδιο τῆς θεαρέστου διαποιμάνσεως ψυχῶν καὶ ποικίλης προσφορᾶς.

Μετὰ τὴν κοίμηση λοιπὸν τοῦ Παρθενίου σύμπας ὁ Χριστεπώνυμος λαὸς τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ οἱ λοιποὶ τῆς Κορινθίας Ἐπίσκοποι, μὲ μία φωνὴ καὶ γνώμη, σὰν νὰ κινήθηκαν ἀπὸ θεία προτροπὴ καὶ προσταγὴ θεώρησαν τὸ νεαρὸ Μιχαὴλ Νοταρᾶ κατὰ πάντα ἄξιο νὰ ἐκλεγεῖ Μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας τους καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῶν πιστῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς. Ὁ Πατριάρχης, ἔχοντας ἐνώπιόν του τὸ καθολικὸ αἴτημα κλήρου καὶ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, ἀποδέχθηκε τὴν πρόταση. Ὁ λαϊκὸς ἀκόμη Μιχαὴλ Νοταρᾶς, ἔλαβε διαδοχικὰ ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης, ὀνομασθεῖς Μακάριος καὶ τὸν Ἰανουάριο τοῦ ἔτους 1765 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου σὲ ἡλικία τριάντα τεσσάρων ἐτῶν.

Καθημερινὰ ὁ ἁγιότατος πατὴρ βίωνε τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου περὶ τῶν δεσποτικῶν ταλάντων καὶ μὲ ἀγάπη πολὺ ἐνεργώντας ἤθελε κατὰ τὸν χρόνο τῆς θείας εὐδοκίας νὰ «συναίρῃ λόγον» μὲ τὸ λαό του γιὰ πολλαπλασιασμὸ τῶν καρπῶν καὶ καλλικαρπία τοῦ ἀγῶνος καὶ τῶν ἐναρέτων πράξεων. Ἔθεσε λοιπὸν σὲ πλήρη ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιό του πρὸς ἀνακαίνιση καὶ ἀναμόρφωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐπαρχίας του, τὴν ὁποία ὅπως λέγει ὁ βιογράφος του, «εἴτε ἐξ ἀμελείας εἴτε ἐξ ἀπαιδευσίας εἴτε καὶ διὰ τὰ δύο ὀνόματα τῶν προκατόχων του ποιμένων ἐξηχρειωμένην ηὗρε τὴν Ἐκκλησίαν ὅλην, τουτέστι τὴν ἐπαρχίαν, καὶ γεμάτη ἀπὸ ἀταξίαν καὶ παρανομίας σπουδὴν μεγάλην καὶ ἐπιμέλειαν ἔβαλε… νὰ τὴν ἀνακαινίσῃ καὶ εἰς τὸ κρεῖττον νὰ τὴν ἀναμορφώσῃ».

Ἐπιδοτήθηκε σὲ ἕναν ἐπίπονο ἀγῶνα διδασκαλίας τοῦ θείου λόγου στὶς ψυχὲς τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του. Μὲ τὰ συχνὰ κηρύγματά του σὲ ὅλη τὴν ἐπαρχία παρεῖχε τὴν πνευματικὴ αὐτὴ τροφὴ πλούσια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ταπείνωση καὶ ἠθικότητα βίου, γιὰ κάθε ἡλικία καὶ τάξη ἀνθρώπων.

Ἐπιδιώκοντας τὴν ἐπιμόρφωση τῶν ὑπηρετούντων κληρικῶν διένειμε σὲ ὅλους τοῦ ἱερεῖς, Ἱερὲς Κατηχήσεις, γιὰ νὰ ἐνδιατρίψουν βαθύτερα τὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ νὰ κατανοήσουν τὸ βάθος τους.

Τέλος, ἐπεδίωκε μὲ πολὺ πόθο τὴν ἵδρυση σχολείων κοινῶν καὶ ἑλληνικῶν μαθημάτων στὴν ἐπαρχία του, γιατί γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν σημασία τῶν σχολείων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀναγέννηση.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο, τὸ ἔτος 1770, ἀποφεύγοντας ὁ Ἅγιος τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἀλβανῶν, πέρασε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Ζάκυνθο.

Ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο μετέβη στὰ Ὁμαλὰ τῆς Κεφαλληνίας γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ τίμιο λείψανο τοῦ συγγενοῦς του Ἁγίου Γερασίμου. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, μετὰ παραμονὴ μερικῶν μηνῶν, ἐπέστρεψε στὴ Ζάκυνθο, ὅπου παρέμεινε γιὰ τρία περίπου ἔτη. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴν Ὕδρα, ὅπου ὡς φιλοξενούμενος ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου.

Κατὰ τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς του στὴν Ὕδρα συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὸν Ἀνδρέα Μάμουκα ὁ κλεινὸς Μακάριος χειροτόνησε ἀργότερα ἱερέα τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο.

Ἡ Πύλη, ἐπιθυμώντας τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως καὶ τῆς ἠρεμίας, τὴν ἐπανάκαμψη τῶν κατοίκων στὶς ἑστίες τους καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ κανονικοῦ ρυθμοῦ ζωῆς στὴν ἐξεγερθεῖσα περιοχή, διέταξε τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Β’ (1769 – 1773) νὰ ἐκλέξει νέους Μητροπολῖτες στὶς ἐπαρχίες τῆς Πελοποννήσου.

Ὁ Πατριάρχης προέβη στὴν πλήρωση τῶν κενῶν μητροπολιτικῶν θέσεων τῆς Πελοποννήσου διὰ χειροτονίας κληρικῶν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, «ἀπέστειλε δὲ καὶ ἄλλους διὰ βασιλικῶν γραμμάτων συνιστῶν εἰς περιποίησιν τοῦ ὑπολειφθέντος εὐσεβοῦς λαοῦ». Μητροπολίτης Κορίνθου χειροτονήθηκε ὁ Γαβριήλ, μέχρι τότε πρωτοσύγκελος τῆς Μητροπόλεως Νικαίας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1771.

Στὴν ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο Β’ (1174 – 1780) μὲ ἡμερομηνία 6 Μαΐου 1771, προφανῶς ἀπὸ τὴ Χίο, ὁ Ἅγιος Μακάριος μὲ βαθύτατο σεβασμὸ δηλώνει ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ ὑποβάλει τὴν παραίτηση ποὺ τοῦ ζητήθηκε, διότι τὸν ἐμποδίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ἀφοῦ κατ’ αὐτοὺς θὰ «συναποβάλῃ» καὶ τὴν ἀρχιερωσύνη. Ἀναφέρεται καὶ σὲ ἄλλα συναφὴ ζητήματα καὶ τέλος ζητᾶ ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία νὰ τοῦ παράσχει τὴν συγγνώμη της καὶ νὰ τὸν ἀφήσει ἥσυχο. Διαβεβαιώνει ὅτι δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ τὴν ἐνοχλήσει ἢ νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ ζητᾶ μόνο τὶς εὐχὲς καὶ τὶς εὐλογίες της.

Μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια τῆς Μητροπόλεώς του διανοίγεται γιὰ τὸν πάνσεπτο Ἱεράρχη ἕνα εὐρύτερο στάδιο χριστιανικῆς προσφορᾶς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ὡς φλογερὸς ἀπόστολος τοῦ Κυρίου δὲν περιόριζε πλέον τὴ δράση του μέσα στὰ ὅρια μιᾶς ἐπισκοπικῆς ἐπαρχίας ἢ μιᾶς περιοχῆς, ὅπως ἔπραττε ὡς Μητροπολίτης Κορίνθου. Τώρα πλέον ἐπεκτείνει τὴ θεάρεστη ποιμαντική του δραστηριότητα σὲ εὐρύτερους ὁρίζοντες. Ξεχύνεται λοιπὸν στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων καὶ τοῦ εὐρύτερου Αἰγαίου, σὲ πόλεις τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ ἦθος του διαπότιζε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν κηρύσσοντας τὰ σωτηριώδη διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἐπισκέπτεται τὴν Ὕδρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὴ Χίο. Ἀπὸ τὴ Χίο ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκπληρώνοντας τὴν διακαή του ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἀθωνικὴ πολιτεία καὶ νὰ βιώσει ὅσα καλὰ περὶ αὐτῆς εἶχε ἀκούσει καὶ μελετήσει.

Ὅταν ὁ θεῖος Μακάριος ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1777, ἐγκαταστάθηκε στὸ κελλίο «Ἅγιος Ἀντώνιος» τοῦ συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ. Ἐκεῖ συναντήθηκε καὶ πάλι μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Ἀθωνικὴ πολιτεία σπαρασσόταν ἀπὸ ἔριδες καὶ διαμάχες σχετικὰ μὲ τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα. Αἰτία τῆς ἔριδος ἦταν ἡ ἡμέρα τελέσεως τῶν μνημοσύνων. Οἱ μὲν ἀκολουθώντας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριζαν ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή, οἱ δὲ δέχονταν τὸ ἀντίθετο. Ἐξ αὐτῆς λοιπὸν τῆς διαφωνίας προέκυψαν σφοδρὲς ἔριδες καὶ ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπεκτάθηκαν καὶ σὲ ἄλλα θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπικρατοῦσα ἐκεῖ κατάσταση ἀπογοήτευσε τὸ θεῖο Ἱεράρχη.

Λόγω τῶν ταραχῶν καὶ τῶν ἐκτροπῶν ποὺ σημειώθηκαν ἐκεῖ, φοβούμενος γιὰ τὴν ἴδια του τὴ ζωή, ἐπέστρεψε στὴ Χίο. Καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη παραμονὴ ἐκεῖ, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Πάτμο. Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Πάτμο, ἀποσκοπώντας σὲ μόνιμη διαμονὴ καὶ ἔχοντας δελεασθεῖ προφανῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον, ἵδρυσε τὸ Κάθισμα τῶν Ἁγίων Πάντων.

Μετὰ τὴ διανομὴ τῆς πατρικῆς περιουσίας ὁ εὐκλεὴς Ἱεράρχης ἐπανῆλθε στὴ Χίο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴ Σμύρνη πρὸς συνάντηση τοῦ Ἰ. Μαυροκορδάτου, ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἐφοδιασθεῖ μὲ ἐπιστολὴ ἀπὸ τοὺς Χίους προύχοντες πρὸς αὐτόν. Ἀπὸ τὴ Σμύρνη ὁ ἁγιότατος πατὴρ ἐπέστρεψε στὴ Χίο, ὅπου διῆλθε τὰ τελευταία 10 – 12 ἔτη τῆς ζωῆς του, πιθανῶς ἀπὸ τὸ 1793 – 1805. Ἐπέλεξε ὡς τόπο κατοικίας του τὸ ναΐσκο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὶς βόρειες – βορειοδυτικὲς παρυφὲς τοῦ Βροντάδου, στὶς ὑπώρειες τοῦ Αἴπους. Ἐκεῖ διέμεινε ἐπὶ δώδεκα περίπου ἔτη, μέχρι τὴ θεία κοίμηση, τὸ ἔτος 1805.

Στὸ ἀσκητήριό του καὶ στὸ ναό, μακριὰ ἀπὸ τοὺς θορύβους τῆς πόλεως, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν πολύμορφη, πολύαθλη καὶ ἐπίπονη πνευματική του ἄθληση. Κατὰ τὸν ὑποτακτικό του Ἰάκωβο, γράφει ὁ βιογράφος του, συνήθιζε νὰ τελεῖ «τεσσαρακοστὰς μεγάλας τὸν χρόνον, ἤγουν μὲ ὅλα τὰ συνακόλουθα, μὲ ὅλη τὴν ἀκρότατην ἐπίτασιν, μὲ ὅλην τὴν ἀπαιτούμενην ἀκρίβειαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς». Φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα μὲ τοὺς ἀτελεύτητους καὶ ἐξαντλητικοὺς ἀγῶνες του ἀνερχόταν συνεχῶς καὶ ὑψηλότερα τὴ θεάρεστη κλίμακα τῶν θεοφιλῶν ἀρετῶν καὶ ἀναδεικνυόταν καθημερινὰ θεοειδής.

Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν ἐργώδη προσπάθεια, σὲ περίοδο πλήρους ἐκδαπανήσεώς του χάριν τοῦ Κυρίου καὶ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, προσβλήθηκε ἀπὸ ἡμιπληγία τῆς δεξιᾶς πλευρᾶς. Ἡ ἡμιπληγία ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο Μακάριο νὰ παραμείνει στὸ κρεβάτι ἐπὶ ὀκτὼ μῆνες μέχρι τῆς κοιμήσεώς του. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, «ὀδυνώμενος καὶ πάσχων καὶ τὸν στέφανον ἑαυτῷ πλέκων τὸν διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Δεσπότην καὶ Κύριον», παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ τὶς «πηγὲς τῶν δακρύων» του. Συχνὰ ἔλεγε ὅτι ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του τὸν «παιδεύει» ὁ Θεὸς καὶ ὅτι παρὰ ταῦτα αὐτὸς δὲν μετανοεῖ: «καὶ πολλάκις τοῦτο ἔλεγε μὲ ῥοὰς δακρύων· δὲν μετανοῶ».

Ἡ εἴδηση περὶ τῆς ἀσθένειας τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε ταχύτατα στὴ Χιακὴ κοινωνία, βαθιὰ δὲ λύπη καὶ ἀγωνία κατακυρίευσε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἰδιαίτερα τότε κατὰ τὸ ὀκτάμηνο διάστημα τῆς κλινήρους ζωῆς του οἱ πιστοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες κάθε τάξεως καὶ ἡλικίας, φίλοι καὶ γνωστοὶ τοῦ Ἁγίου, ἀκόμη οἱ λιγότερο συνδεδεμένοι μὲ αὐτὸν ἢ καὶ μέχρι τότε ἀδιάφοροι, ἔσπευδαν στὸ ἀσκητήριό του γιὰ νὰ λάβουν «τὰς ἁγίας του εὐχὰς καὶ εὐλογίας».

Ὁ Ἅγιος ἐξομολογοῦνταν συχνὰ καὶ μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων «πρῶτον ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὕστερον πρὸς τὸ τέλος καθ’ ἑκάστην».

Ὁ Ἅγιος Μακάριος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 1805. Τὸ τίμιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὴ νότια πλευρά του.
Ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ ἔτος 1808.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Κορίνθου ποιμένα τὸν τῷ ὄντι Μακάριον, τὸν Θεοῦ προνοίᾳ τῆς Χίου, ἀναφανέντα κοσμήτορα, ἐν πράξεσιν ὁμοῦ καὶ διδαχαῖς, τιμῶμέν σε ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς· θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ ἀπελαύνεις ἀκάθαρτα πνεύματα. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ τὰ ὀστᾶ σου πηγὴν θαυμάτων ἀναδείξαντι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφημεῖ γεραίρουσα, πόλις ἡ Χίος ἐνθέως, τὸν Κορίνθου πρόεδρον, Μακάριον θείοις ὕμνοις· οὗτος γὰρ, ἐν ὁσιότητι βιοτεύσας, γέγονε, Νεομαρτύρων θεῖοις ἀλείπτης· μεθ’ ὧν πάντοτε πρεσβεύει, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν λαμπρότητα βεβειῶν· χαίροις ὁ τῆς Χίου, λαμπτὴρ καὶ ἀντιλήποτωρ, Μακάριε θεόφρον, Κορίνθου πρόεδρε.

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς 

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητὴς τοῦ Ρωσικοῦ Βορρᾶ, ὑπῆρξε ἡγούμενος καὶ ἱδρυτὴς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ στὸ νησὶ Σολόφκι. Γεννήθηκε στὴν ἐπαρχία τοῦ Νόβγκοροντ, στὸ χωριὸ Τολβούι κοντὰ στὴ λίμνη Ὀνέγκα. Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια μεγάλωσε μὲ εὐσέβεια καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, Γαβριὴλ καὶ Βαρβάρας, μοίρασε τὴν περιουσία του καὶ ἐκάρη μοναχός.

Ὁ πόθος του νὰ βρεῖ ἕνα ἐρημικὸ μέρος γιὰ νὰ μονάσει, τὸν ὁδήγησε στὶς ἀκτὲς τῆς Λευκῆς Θαλάσσης καὶ στὸ Δέλτα τοῦ ποταμοῦ Σούμ. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν Ἅγιο Γερμανὸ ( 30 Ἰουλίου), ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε γιὰ ἕνα ἐρημικὸ νησί, ὅπου εἶχε περάσει ἕξι χρόνια μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Σαββάτιο ( 27 Σεπτεμβρίου).

Περὶ τὸ ἔτος 1436, οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Γερμανὸς διέσχισαν τὴ θάλασσα καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὰ νησιὰ Σολόφκι. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς εἶδε ἕνα ὅραμα: εἶδε μία ὄμορφη ἐκκλησία στὸν οὐρανό. Μὲ τὰ χέρια τους οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν κελλιὰ καὶ παράλληλα ἄρχισαν νὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ σπέρνουν τὴ γῆ.

Κάποτε, στὸ τέλος τοῦ φθινοπώρου, ὁ Ἅγιος Γερμανὸς πῆγε στὴ στεριὰ γιὰ προμήθειες. Ἐξαιτίας τοῦ φθινοπωρινοῦ καιροῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς παρέμεινε μόνος στὸ νησὶ ὅλο τὸν χειμῶνα. Ὑπέφερε πολλοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὴν πάλη τοῦ ἀγῶνος ἐναντίων τῶν δαιμόνων. Τὸν ἀπείλησε ἀκόμα καὶ ὁ θάνατος, λόγω τῆς πείνας, ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἐμφανίσθηκαν δύο ξένοι καὶ τὸν προμήθευσαν ψωμί, ἀλεύρι καὶ λάδι. Τὴν ἄνοιξη ὁ Ἅγιος Γερμανὸς ἐπέστρεψε στὸ Σολόφκι μαζὶ μὲ τὸν Μᾶρκο τὸν ψαρὰ καὶ ἔφερε προμήθειες φαγητοῦ καὶ ξάρτια γιὰ δίχτυα ψαρέματος.

Ὅταν εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ ἐρημίτες στὸ νησί, ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς οἰκοδόμησε μία ξύλινη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, καθὼς καὶ μία τράπεζα γιὰ τὶς ὧρες τοῦ κοινοῦ φαγητοῦ. Μὲ ἀπαίτηση τοῦ Ὁσίου Ζωσιμᾶ στάλθηκε ἕνας ἡγούμενος ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Νόβγκοροντ στὴ νεοϊδρυθεῖσα μονὴ μαζὶ μὲ ἕνα ἀντιμήνσιο γιὰ τὴν ἐκκλησία. Ἔτσι τὸ νέο μοναστήρι τοῦ Σολόφκι εἶχε τὴν ἀρχή του.

Στὶς δύσκολες συνθῆκες τοῦ ἀπομονωμένου νησιοῦ, οἱ μοναχοὶ ἤξεραν πῶς νὰ οἰκονομοῦν τὰ πράγματα. Ἀλλὰ οἱ ἡγούμενοι ποὺ ἀποστέλλονταν ἀπὸ τὸ Νόβγκοροντ στὸ Σολόφκι δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν σὲ τέτοιες δυσάρεστες συνθῆκες καί, ἔτσι, οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς διάλεξαν γιὰ ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ.

Ὁ Ὅσιος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς ἐσωτερικῆς λειτουργίας τοῦ μοναστηριοῦ καὶ εἰσήγαγε ἕναν αὐστηρὸ κοινοβιακὸ τρόπο ζωῆς. Τὸ ἔτος 1465, μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Σαββατίου στὸ Σολόφκι ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βίγκ.

Τὸ μοναστήρι ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς τοῦ Νόβγκοροντ, οἱ ὁποῖοι δήμευαν τὶς ψαριὲς τῶν μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος ἦταν ἀναγκασμένος νὰ πάει στὸ Νόβγκοροντ καὶ νὰ ζητήσει τὴν προστασία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἐπισκέφθηκε τὰ σπίτια τῶν εὐγενῶν καὶ τοὺς ζήτησε νὰ μὴν ἐπιτρέψουν τὴν καταστροφὴ τῆς μονῆς. Ἡ Μάρθα Μπορέτσκαγια, ἡ ὁποία ἦταν πλούσια καὶ εἶχε ἐπιρροή, συμπεριφερόμενη μὲ ἀσέβεια ἔδωσε ἐντολὲς νὰ πετάξουν ἔξω τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ. Μετάνιωσε ὅμως ἀργότερα καὶ τὸν προσκάλεσε σὲ δεῖπνο. Σὲ αὐτὸ τὸ δεῖπνο εἶδε ξαφνικὰ σὲ ὅραμα ὁ Ὅσιος ὅτι ἕξι ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς εὐγενεῖς κάθισαν στὸ τραπέζι χωρὶς τὰ κεφάλια τους. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς εἶπε γιὰ τὸ ὅραμά του στὸν ὑποτακτικό του, τὸν Δανιήλ, καὶ προέβλεψε ἕνα τρομερὸ θάνατο γιὰ τοὺς εὐγενεῖς. Ἡ πρόβλεψη ἐκπληρώθηκε τὸ ἔτος 1478, ὅταν οἱ Βογιάροι ἐκτελέσθηκαν κατὰ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν Ἰβὰν τὸν Γ’ (1462 – 1505).

Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς προετοίμασε τὸν τάφο του κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1478.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του καὶ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Σαββατίου μεταφέρθηκαν στὸ παρεκκλήσι ποὺ ἀφιερώθηκε σὲ αὐτούς, στὸ καθεδρικὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως, στὶς 8 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1566.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς θεωρεῖται προστάτης τῶν κυψελῶν καὶ φύλακας τῶν μελισσῶν. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀσθενεῖς ἐπικαλοῦνται τὴ χάρη τοῦ Ὁσίου γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Οἱ πολλοὶ νοσοκομειακοὶ ναοί, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι σὲ αὐτόν, ἐπιβεβαιώνουν τὴ θεραπευτικὴ δύναμη τῆς προσευχῆς του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἀλεξάνδρου τοῦ ἐκ Ρωσίας 

Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρσκιυ ( 30 Αὐγούστου) βρέθηκαν καὶ μετακομίσθηκαν τὸ ἔτος 1641.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Ὁ Ὅσιος Παΐσιος, κατὰ κόσμον Προκόπιος Γκρηγκόρεβιτς – Ζαρόσκϊυ, γεννήθηκε στὶς 8 Ἰουλίου 1821 στὴν πόλη Λούμπνα τῆς ἐπαρχίας Πολτάβα. Σπούδασε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο τοῦ Κίεβο – Ποντόλσκϊυ καὶ ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Ἀπὸ νωρὶς στὴν καρδιά του καλλιεργήθηκε ὁ πόθος γιὰ τὴ  μοναχικὴ πολιτεία. Ἔτσι εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ἐκάρη μοναχός, παίρνοντας τὸ ὄνομα Παΐσιος. Ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸ ἀγῶνα ἀκολουθώντας τὴν ὁδὸ τῆς σαλότητος καὶ φθάνοντας τὰ ὑψηλὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1893.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Μεγάλος 

Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπα τῆς πόλεως Κάρτλη καὶ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Χαντζτέλι ( 6 Ὀκτωβρίου). Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀζκουρίας (τῆς ἀνατολικῆς Γεωργίας) κατὰ τὰ ἔτη 845 – 885 μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οι γυναίκες οι οποίες παραβρέθηκαν κατά την εσπέρα της Παρασκευής, στον ενταφιασμό του Σωτήρα, δηλαδή η Μαρία η Μαγδαληνή και οι υπόλοιπες, όταν επέστρεψαν από το Γολγοθά στην πόλη, ετοίμασαν αρώματα και μύρα για να αλείψουν το σώμα του Ιησού, και την επομένη μέρα απείχαν από κάθε δραστηριότητα λόγω της αργίας του Σαββάτου. Κατά το βαθύ όρθρο, όμως, της Κυριακής, η οποία ονομάζεται από τους Ευαγγελιστές «πρώτη Σαββάτου» και «μία Σαββάτων», δηλαδή πρώτη μέρα της εβδομάδος, μετά από τριάντα έξι σχεδόν ώρες από τη νέκρωση του ζωοδότη Λυτρωτή, έρχονται με νεκρώσιμα αρώματα στον τάφο. Και ενώ σκέπτονταν τη δυσκολία της αποκυλίσεως του λίθου από την είσοδο του τάφου γίνεται σεισμός φοβερός, και Άγγελος με αστραπηφόρα όψη και χιονόφωτη στολή, αφού αποκύλισε το λίθο και κάθισε πάνω σε αυτόν, έκανε τους φύλακες να τρομάξουν και τους έτρεψε σε φυγή. Οι γυναίκες, στο μεταξύ, αφού μπήκαν στον τάφο και δε βρήκαν το σώμα του Ιησού, βλέπουν δύο Αγγέλους λευκοφορεμένους, με αντρική μορφή, οι οποίοι αφού τους φανέρωσαν την ανάσταση του Σωτήρα, στέλνουν για να απαγγείλουν τρέχοντας γρήγορα, στους μαθητές τις χαρούμενες ειδήσεις. Σε μικρό χρονικό διάστημα φθάνουν και ο Πέτρος με τον Ιωάννη, αφού έμαθαν τι έγινε από τη Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως ήδη ειπώθηκε, και μπαίνουν στον τάφο, βρίσκουν μόνο τα σάβανα. Γι’ αυτό ανέρχονται όλοι στην πόλη με χαρά, κήρυκες της ανήκουστης αναστάσεως του Χριστού, το οποίον και είδαν πραγματικά ζωντανό πέντε φορές κατά την σημερινή εορτή.
Αυτήν τη χαρμόσυνο Ανάσταση γιορτάζοντας σήμερα ασπαζόμαστε μεταξύ μας τον εν Χριστώ ασπασμό, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό τη διακοπή της πρώτης έχθρας ανάμεσα σε εμάς και το Θεό και τη διαλλαγή του Θεού προς εμάς για άλλη μια φορά, διαλλαγή που έγινε φανερή με το πάθος του Σωτήρα. Και η εορτή ονομάζεται Πάσχα, έχοντας έτσι ίδιο όνομα με το Πάσχα των Εβραίων, το οποίο, στη γλώσσα τους σημαίνει «διάβαση», διότι ο παθών και αναστάς Ιησούς μας διαβίβασε από την κατάρα του Αδάμ και δουλεία του διαβόλου στην αρχαία ελευθερία και μακαριότητα. Και αυτή η μέρα της εβδομάδος, κατά την οποία έγινε η Ανάσταση του Χριστού, η οποία είναι η πρώτη από τις υπόλοιπες ημέρες, επειδή αφιερώθηκε στην τιμή του Κυρίου ονομάστηκε από το όνομά Του Κυριακή, και σ’ αυτή μετατέθηκε από τους Αποστόλους η αργία και η ανάπαυση της εορτής του Σαββάτου του παλαιού νόμου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Τροπάριον. Ἦχος πλ. α’.

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.

 

Ὑπακοή. Ἦχος δ’.
Προλαβοῦσαι τὸν ὄρθρον αἱ περὶ Μαριάμ, καὶ εὑροῦσα τὸν λίθον ἀποκυλισθέντα τοῦ μνήματος, ἤκουον ἐκ τοῦ Ἀγγέλου· Τὸν ἐν φωτὶ ἀϊδίῳ ὑπάρχοντα, μετὰ νεκρῶν τὶ ζητεῖτε ὡς ἄνθρωπον; βλέπετε τὰ ἐντάφια σπάργανα· δράμετε καὶ τῷ κόσμῳ κηρύξατε, ὡς ἠγέρθη ὁ Κύριος, θανατώσας τὸν θάνατον· ὅτι ὑπάρχει Θεοῦ Υἱός, τοῦ σώζοντος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ δου καθεῖλες τὴν δύναμιν· καὶ ἀνέστης ὡς νικητής, Χριστὲ ὁ Θεός, Γυναιξὶ Μυροφόροις φθεγξάμενος· Χαίρετε, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις εἰρήνην δωρούμενος, ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν.

Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονὶα οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονὶα μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) στὴ Θεσσαλονίκη, τὸ ἔτος 304 μ.Χ. Στὸ Συναξάρι μαρτυρεῖται ὅτι οἱ τρεῖς ἀδελφές, πιθανῶς ἐνεργὰ μέλη μιᾶς ἀδελφότητας νέων Χριστιανῶν μὲ πλούσια βιβλιοθήκη, κατέφυγαν ἀμέσως μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ σὲ ὑψηλὸ ὄρος πλησίον τῆς Θεσσαλονίκης, πιθανῶς τὸ Χορτιάτη, ἀφοῦ ἔκρυψαν στὸ σπίτι τους τὰ βιβλία. Ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Χιονία, μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ διοικητοῦ Δουλκιτίου, ρίχθηκαν στὴν πυρά. Ἡ Ἁγία Εἰρήνη κλείσθηκε σὲ πορνεῖο, ἀλλὰ κανένας δὲν τόλμησε νὰ τὴν ἐνοχλήσει. Ὁδηγήθηκε καὶ αὐτὴ στὸν διὰ πυρᾶς θάνατο.
Τὰ ἱερὰ λείψανα ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τὴν πυρὰ συνελέγησαν ἀπὸ εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκαν δυτικὰ τῆς πόλεως, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὰ τείχη. Ἐκεῖ ἀνεγέρθηκε ἕνας ναΐσκος στὴν ἀρχή, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μεγαλύτερος. Στὶς Διηγήσεις τῶν Θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀναφέρεται ὡς τὸ «σεβάσμιον τέμενος» τῶν τριῶν Ἁγίων Μαρτύρων Χιονίας, Εἰρήνης καὶ Ἀγάπης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς αὐτάδελφοι Κόραι καὶ οὐρανόφρονες, πρὸς εὐσεβείας ἀγῶνας ὁμονοοῦσαι καλῶς, τὸν ἀρχέκακον ἐχθρὸν κατεπαλαίσατε, Χιονὶα ἡ σεμνή, σὺν Ἀγάπῃ τῇ κλυτῇ, Εἰρήνη ἡ πανολβία. Καὶ νῦν Χριστὸν δυσωπεῖτε, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας ἔσοπτρα, φωτοειδῆ πεφυκυῖται, νοερῶς ἠστράψατε, ἀθλητικὰς λαμπηδόνας, πᾶσαν μὲν, τὴν Ἐκκλησίαν ἀγλαϊζούσας, νύκτα δέ, τῶν νοσημάτων ἀπελαυνούσας, Χιονία καὶ Ἀγάπη, σὺν τῇ Εἰρήνῃ, Χριστοῦ κειμήλια.

 

Μεγαλυνάριον.
Μύρῳ αἱ νεάνιδες αἱ σεμναί, Ἀγάπη Εἰρήνη, Χιονία τοῦ Ἰησοῦ, κατακολουθοῦσαι, τὰ αἵματα ὡς μύρα, προσέφερον Κυρίῳ, ὡς καλλιπάρθενοι.

Οἱ Ἅγιοι Φήλικας, Ἰανουάριος, Σεπτεμίνος καὶ Φουρτουνάτος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Φήλικας, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σπολέτο τῆς Ἰταλίας, Ἰανουάριος ὁ πρεσβύτερος καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σεπτεμίνος καὶ Φουρτουνάτος ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.).

Κατὰ τὸ ὄγδοο ἔτος τῆς βασιλείας αὐτῶν, τὸ ἔτος 294 μ.Χ., ἐκδόθηκε διάταγμα νὰ καοῦν ὅλα τὰ βιβλία τῶν Χριστιανῶν σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.

Τότε λοιπὸν ἀπεστάλη στὴν πόλη τοῦ Τουβουκιᾶν τῆς Λυκαονίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ ἡγεμόνας Μαριανὸς ἢ Μαγνιανός, γιὰ νὰ καταστήσει γνωστὴ τὴν ἀπόφαση καὶ διαταγὴ τῶν βασιλέων. Ὁ εἰδωλολάτρης ἡγεμόνας ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Φήλικα καὶ τὸν πρεσβύτερο Ἰανουάριο νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀνέγνωσε σὲ αὐτοὺς τὸ διάταγμα. Ὅμως ὁ Ἐπίσκοπος Φήλικας ἀποκρίθηκε σὲ αὐτήν: «Εἶναι γραμμένο, ἄρχοντα, στὴν Ἁγία Γραφή. Μὴ δίνεται τὰ ἅγια στὰ σκυλιά, οὔτε νὰ ρίχνεται μπροστὰ στοὺς χοίρους τὰ μαργαριτάρια». Καὶ ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὰ ἱερὰ βιβλία.
Μετὰ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ὁ ἄρχοντας ἔκλεισε στὴ φυλακὴ τὸν Ἅγιο Φήλικα καὶ τὸν ἄφησε χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες. Ἔπειτα τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ ὑπακούσει στὸ βασιλικὸ πρόσταγμα. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν πείσθηκε. Τότε ὁ ἄρχοντας ἀφοῦ ἔδεσε καὶ αὐτὸν καὶ ἄλλους τρεῖς Ἁγίους, δηλαδὴ τὸν πρεσβύτερο Ἰανουάριο, τὸν Φουρτουνάτο καὶ τὸν Σεπτεμίνο, τοὺς ἔστειλε στὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος τοὺς φυλάκισε καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνδεκα ἡμέρες τοὺς ἔστειλε στὸν ἔπαρχο τοῦ πραιτωρίου. Ἐκεῖνος τοὺς ἔριξε σὲ μία ζοφερὴ φυλακὴ καὶ στὴν συνέχεια ἁλυσοδεμένους τοὺς ἔβαλε σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν πόλη Ταυρομένιον. Μετὰ ἀπὸ περιπετειῶδες καὶ βασανιστικὸ ταξίδι ἔφθασαν στὴν πόλη τῶν Αἰλούρων. Ὁ ἔπαρχος τοὺς ἔλυσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τοὺς προέτρεψε νὰ παραδώσουν τὰ βιβλία τους καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία παρέμειναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Γιὰ τὴν ἄρνησή τους αὐτὴ καταδικάσθηκαν στὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καὶ ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Λεωνίδης, Βασίλισσα, Γαλήνη ἢ Γαληνή, Θεοδώρα, Καλλίδα, Νίκη, Νουνεχία καὶ Χάρισσα οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἄθλησαν στὴν Κόρινθο κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάσχα ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἦταν «ἔξαρχος» πνευματικοῦ χοροῦ, δηλαδὴ ἡγούμενος κύκλου μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Συνελήφθη στὴν Τροιζηνία τῆς Πελοποννήσου κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ ὁδηγήθηκε στὴν Κόρινθο. Ἡ Νουνεχία καὶ ἡ Βασίλισσα, ἡ μητέρα τῆς Νουνεχίας, ἡ Γαληνή, ἡ Θεοδώρα, ἡ Καλλίδα, ἡ Νίκη καὶ ἡ Χάρισσα ὁδηγήθηκαν καὶ αὐτὲς στὴν Κόρινθο, στὸν ἡγεμόνα Βενοῦστο.

Ἐκεῖ ὁ ἡγεμόνας ἐπιχείρησε μὲ δελεάσματα στὴν ἀρχή, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπειλὲς στὴν συνέχεια, νὰ πείσει τὸν Ἅγιο Λεωνίδη καὶ τὶς ἑπτὰ γυναῖκες νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Οἱ Μάρτυρες ὅμως ἔμειναν ἀκλόνητοι. Ὁ Βενοῦστος, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη του στὸν Χριστό, διέταξε νὰ τὸν κρεμάσουν ψηλὰ καὶ νὰ τοῦ καταξεσκίσουν τὸ σῶμα μὲ αἰχμηρὰ ὄργανα. Στὴ συνέχεια ἔδωσε ἐντολὴ νὰ βυθίσουν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος στὴν παραλία τοῦ Κορινθιακοῦ μαζὶ μὲ τὶς Ἁγίες. Καὶ ἐνῷ οἱ Ἁγίες Μάρτυρες ὁδηγοῦνταν ἀπὸ τοὺς δημίους γιὰ νὰ ριχθοῦν στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας, λέγεται ὅτι ἡ Ἁγία Χάρισσα ἔψαλλε, ὅπως ἄλλοτε ἡ Προφήτιδα Μαριὰμ μὲ ἀφορμὴ τὸν καταποντισμὸ τῶν Αἰγυπτίων, λέγοντας: «Ἕνα μίλι ἔτρεξα, Κύριε, καὶ στράτευμα μὲ καταδίωξε, καὶ δὲν Σὲ ἀρνήθηκα, Κύριε, σῶσε μου τὸ πνεῦμα». Ἀλλὰ καὶ ὅταν τὶς ἐπιβίβασαν στὸ πλοῖο, συνέχισαν νὰ ψάλλουν τὴν ὠδή, μέχρι ποὺ ἀνοίχθηκαν μέσα στὴ θάλασσα. Ἐκεῖ τοὺς ἔδεσαν ὅλους μὲ πέτρες καὶ τοὺς ἔριξαν στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στὴ ζωὴ τοῦ Παραδείσου τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ἀνευρέθηκαν τὸ ἔτος 1917, ὅταν σὲ εὐσεβεῖς Ἐπιδαύριους ὑποδείχθηκε σὲ ὅραμα ποὺ νὰ σκάψουν, γιὰ νὰ βροῦν τὸν ἱερὸ θησαυρό. Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἀνευρέθηκε σαρκοφάγος, ἐντὸς τῆς ὁποίας βρισκόταν τὰ ἑπτὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων γυναικῶν καὶ ἄλλη σαρκοφάγος ἐντὸς τῆς ὁποίας ὑπῆρχε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λεωνίδου. Ἀμέσως οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοι ἀνήγειραν ἐπὶ τόπου ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔθεσαν τὴ σαρκοφάγο μὲ τὰ ἱερὰ λείψανα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Παρθενομάρτυς 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εἰρήνη, μαρτύρησε στὴν Κόρινθο ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάσχα. Βρισκόταν στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ Πάσχα, ὅταν μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Λεωνίδης μαζὶ μὲ τὶς Ἁγίες ἑπτὰ γυναῖκες, καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς σὲ κάποιο εὐκτήριο οἶκο. Τὴν συνέλαβαν, τὴν φυλάκισαν καὶ στὴν συνέχεια τὴν ὑπέβαλαν σὲ βασανιστήρια. Πρῶτα τῆς ἔκοψαν τὴ γλῶσσα, ἔπειτα τῆς ἔβγαλαν τὰ δόντια καί, τελικά, τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἔλαβε ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα οἱ Ὁμολογητές

Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα ἔζησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Συνελήφθησαν, τὸ 304 μ.Χ., στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ διοικητοῦ Δουλκιτίου καὶ τοῦ ἐπάρχου Κασσάνδρου. Οἱ Ἅγιοι λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας τους δὲν καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο ἀλλὰ σὲ ἐγκλεισμὸ στὸ δεσμωτήριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Βερχοτούρε ἔζησε στὴ Ρωσία μεταξὺ τοῦ 17ου καὶ 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ τοῦ Βερχοτούρε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Νεομάρτυρας ὁ Βουρλιώτης

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Βουρλᾶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἐργαζόταν στὴ Σμύρνη ὡς χαλκουργός. Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν ἀπατήθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο καφεπώλη καὶ ἐξισλαμίσθηκε. Ἦταν τὸ Α’ Σάββατο τῶν νηστειῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Κατὰ τὴ λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ἄκουσε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ψάλλουν τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, ἦλθε στὸν ἑαυτό του καὶ συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημά του. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸ καφενεῖο, ὅπου ἐργαζόταν καὶ ἀκολούθησε τοὺς πιστοὺς συμψάλλοντας μαζί τους, τοὺς ὕμνους τῆς Ἀναστάσεως.

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἦλθε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἐὰν κάποιος γελασθεῖ καὶ δώσει χρυσάφι καὶ πάρει μολύβι, δὲν εἶναι νόμιμο νὰ δώσει πίσω τὸ μολύβι καὶ νὰ πάρει τὸ χρυσάφι ποὺ ἔδωσε, ἀφοῦ ἡ ἀλλαγὴ δὲν ἦταν δίκαιη καὶ δὲν ἔγινε μὲ γνώση, ἀλλὰ μὲ ἀπάτη καὶ ἀγνωσία;». Ὁ κριτὴς ἀπάντησε καταφατικά. Τότε ὁ Ἅγιος συνέχισε λέγοντας: «Τότε, λοιπόν, πᾶρε ἐσὺ πίσω τὸ μολύβι ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀντὶ χρυσάφι, δηλαδὴ τὴν δική σου θρησκεία καὶ ἐγὼ παίρνω πίσω τὸ χρυσάφι ποὺ σοῦ ἔδωσα, δηλαδὴ τὴν πίστη τῶν πατέρων μου».

Οἱ Τοῦρκοι θαύμασαν τὴν παρρησία τοῦ Μάρτυρα καὶ προσπάθησαν μὲ κολακεῖες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις νὰ μεταστρέψουν τὴν πίστη του. Προσέκρουσαν ὅμως στὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ εὐσέβεια τοῦ Μάρτυρος. Γι’ αὐτὸ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἀργότερα τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ γιὰ δεύτερη ἀνάκριση. Ὁ Ἅγιος ὅμως καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι καταδικάσθηκε, τὸ ἔτος 1772, στὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καὶ δέχθηκε μὲ χαρὰ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Μιχαὴλ ρίχθηκε στὴ θάλασσα, ἀλλὰ κάποιοι Χριστιανοὶ βαφεῖς τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Χριστόφορος, κατὰ κόσμον Χριστόδουλος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία παρασύρθηκε ἀπὸ κάποιον ἐξωμότη Ἀρμένιο καὶ ἀφοῦ δελεάστηκε ἀπὸ τὰ χρήματα, ἀσπάσθηκε τὸν Ἰσλαμισμό. Ἦλθε ὅμως σὲ μετάνοια καὶ προσέτρεξε σὲ κάποιο πνευματικό. Ἐξομολογήθηκε καὶ στὴ συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ ἀφίχθηκε σὲ ἡλικία δέκα ἐννέα ἐτῶν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔζησε γιὰ τέσσερα χρόνια μὲ ὑπακοή, μετάνοια, ἄσκηση καὶ προσευχή. Μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου Στεφάνου τῆς μονῆς, ἀναχώρησε καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀδριανούπολη, γιὰ νὰ μαρτυρήσει στὸν τόπο ποὺ ἀλλαξοπίστησε. Παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ καί, ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ πίστη καὶ παρρησία τὸν Χριστό, ἀποκήρυξε τὸ Μωαμεθανισμό. Καταδικάσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸν διὰ ξίφους θάνατο καὶ στὴν πορεία του πρὸς τὸ μαρτύριο ἔψαλλε μὲ πνευματικὴ χαρὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ἦταν ἡμέρα Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1818. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χριστόφορος ἄθλησε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Χριστόδουλος καὶ Ἀναστασία οἱ Νεομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Χριστόδουλος καὶ Ἀναστασία ἄθλησαν στὴν Ἀχαΐα τὸ ἔτος 1821.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα – Βάσσα ἡ πριγκίπισσα 

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα, κατὰ κόσμο Βάσσα ἢ Βασίλισσα, ἦταν πριγκίπισσα τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ, ποὺ ἀνῆκε στὴν περιοχὴ τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἔγινε μοναχὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1347.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπὼφ ἐν Ρωσίᾳ 

Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου φυλάσσεται στὸν κοιμητηριακὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου τοῦ Ταμπώφ. Ἡ Παναγία ἐμφανίσθηκε τὸ ἔτος 1692 καὶ θεράπευσε ἕναν ἀσθενὴ ποὺ ἐπικαλέσθηκε τὴν χάρη της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ὁ Ὁμολογητής Πατριάρχης Γεωργίας 

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος γεννήθηκε στὴ Γεωργία καὶ ἀγωνίσθηκε, ὡς Καθολικὸς Πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἰβηρίας, γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ καὶ δικαίως ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής.
Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1927.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γεθσημανῆ ἐν Ρωσίᾳ 

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὁδηγήτριας, ἀποτελεῖ ἀντίγραφο τῆς ἐκόνας τῆς Παναγίας τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἡ ὁποία ἁγιογραφήθηκε τὸ ἔτος 1685 ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Ντουμπένσυ, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γεννάδιος. Ἔγινε ὀνομαστὴ τὸ ἔτος 1869, ὅταν βρισκόταν στὴ σκήτη Γεθσημανῆ τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὴ Μόσχα.

Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τῆς ἱερῆς εἰκόνος εἶναι ἡ θεραπεία ἑνὸς παραλυτικοῦ ἀπὸ τὴν περιοχὴ Τόλγκα, μετὰ ἀπὸ τὴν ὁλόθερμη ἱκεσία του πρὸς τὴν Θεοτόκο.
Ἡ εἰκόνα ἑορτάζει καὶ τὴν 1η Σεπτεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Το Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στον Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες διότι, καθώς έλεγαν οι θεομάχοι, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού κλέψουν την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα, κηρύξουν έπειτα στο λαό ως αληθινή την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμα ζούσε, και τότε θα είναι η τελευταία αυτή πλάνη, χειρότερη της πρώτης».
Αυτά είπαν στο Πιλάτο και αφού πήραν την άδεια του, έφυγαν και σφράγισαν τον τάφο τοποθετώντας εκεί για την ασφάλειά του κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελών, τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἐπέθετο.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας νεκρὸς ὁρᾶται· καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσι πικρὸς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἐφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.

Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν 

Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος Λεωνίδης, Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 250 μ.Χ. Σὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς Κώδικες ἀναφέρεται ὡς Μάρτυς, γεγονὸς ὅμως ποὺ δὲν ἀποδεικνύεται. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ποιμὴν ἱερώτατος, καὶ Ἱεράρχης σοφός, τῆς πόλεως γέγονας, τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλεινῆς, Λεωνίδα μακάριε· ὅθεν ἱερατεύσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, καὶ τὴν πλάνην καθεῖλες. Καὶ νῦν Πάτερ ἱκέτευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἱεράρχης ἐνθεώτατος Πάτερ, μαρτυρικῶς τὸν σὸν ἐτέλεσας βίον, Ἱερομάρτυς Λεωνίδα ἔνδοξε· χαίρων γὰρ ὑπήνεγκας, τῆς σαρκὸς τὰς ὀδύνας· ὅθεν μεταβέβηκας, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων πρὸς Χριστόν, τῶν ἐκτελούντων, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἑλλάδος θεῖος βλαστός, Ἱερομαρτύρων Λεωνίδα ἡ καλλονή· χαίροις Ἀθηναίων, ὁ θεῖος Ποιμενάρχης, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, Πάτερ θερμότατος.

 

Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας 

Ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυς Ἀνανίας γεννήθηκε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. Ὁ πατέρας του, Θεοφίλης, ἦταν συγγενὴς τῶν Λαμπαρδαίων καὶ ἡ μητέρα του, θυγατέρα τοῦ ἐκ Βυζικίου τῆς Γορτυνίας, Συντύχου.

Ὁ Ἅγιος σπούδασε στὴ σχολὴ τῆς Δημητσάνης καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδος του. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ ἔτους 1750 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας καὶ συνέγραψε, τὸ 1755, εἰδικὴ πραγματεία περὶ Σπάρτης καὶ τῶν Μητροπολιτῶν αὐτῆς.

Διακρινόταν γιὰ τὴν παιδεία, τὶς ὑψηλὲς γνώσεις, τὸ σταθερὸ καὶ ἀκλόνητο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος, γιὰ τὴν ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία του. Στοὺς μὲν Ἕλληνες προξενοῦσε ἀπαραδειγμάτιστο σέβας, στοὺς δὲ Τούρκους τρόμο καὶ ἔκπληξη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναδείχθηκε πρόεδρος ὅλων τῶν προεστώτων τοῦ Μοριᾶ, ἔχοντας συναδέλφους τὸν Γιαννάκη Κρεββατᾶ, τὸν Παν. Ζαΐμη καὶ τὸν Παν. Μπενάκη. Ὅλοι τους ἐνίσχυαν τὸ ἐθνικὸ στοιχεῖο καὶ ὑπεράσπιζαν τοὺς κατὰ τόπους ἀρματολούς.

Κατὰ τὸν ἱστορικὸ Μιχαὴλ Οἰκονόμου, ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὅταν προάχθηκε σὲ Μητροπολίτη, διατήρησε καὶ τὴν Ἐπισκοπὴ Δημητσάνης καὶ αὐτὴν τῆς Μεθώνης, στὴν ὁποία ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ὁ συγγενής του Ἄνθιμος Καράκαλος καὶ ἀναδείχθηκε φιλελεύθερος, μεγαλεπήβολος καὶ τολμηρός.

Κατὰ τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι καὶ μέρος τοῦ φθινοπώρου διέμενε στὴ Δημητσάνα, ὅπου ἔχτισε ὑδραγωγεῖο, παγίωσε τοὺς ἐτήσιους φόρους τῆς περίφημης σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ἀνοικοδόμησε στὸ Μιστρᾶ, μεγαλοπρεπὴ Μητρόπολη.

Ὅμως ἡ ἰσχὺς τοῦ Ἁγίου ἦταν πέρα τῶν ὁρίων τῆς Πελοποννήσου, διότι εἶχε ἰσχυροὺς δεσμοὺς μὲ τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων, κατεῖχε δὲ τότε τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο ὁ ἐκ Δημητσάνης Πατριάρχης Κύριλλος Ε’ ὁ Καράκαλος, φιλορῶσος καὶ ἐχθρὸς τῶν Λατίνων. Ὅταν ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Ε’ ἐξορίσθηκε, ἦλθε ἀπὸ τὸ Σινᾶ στὴ Δημητσάνα καὶ ἐκεῖ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀνανία εὐαγγελιζόταν τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους καὶ ἵδρυε σχολεῖα.

Κατὰ τὸ ἔτος 1762 ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ παραστεῖ στὸν μέγα βεζίρη καὶ νὰ περιγράψει τὶς συμφορὲς τῆς Πελοποννήσου. Ἔτσι κατόρθωσε νὰ διατηρηθεῖ ὁ τότε Μώρα – Βαλεσῆς ὡς προστάτης τῶν Χριστιανῶν. Ὁ διάδοχος ὅμως ἐκείνου, ὁ Χαμουζῆ πασᾶς, ἀφοῦ κάλεσε στὴν Τρίπολη τοὺς τρεῖς προεστοὺς καὶ συνεργάτες τοῦ Ἁγίου, τοὺς ἀποκεφάλισε. Σεβάστηκε μόνο τὸν Ἅγιο, ποὺ ἦταν πανίσχυρος. Ἐκείνη τὴν περίοδο μὲ πρωτοβουλία τοῦ Ἁγίου χτίστηκε καὶ μεγάλο κτήριο γιὰ τὴν σχολὴ τῆς Δημητσάνης, στὸ ὁποῖο διέμεναν οἱ ἄποροι μαθητὲς ποὺ συνέρρεαν ἐκεῖ ἀπὸ ὅλη τὴν Πελοπόννησο.

Τότε ἄρχισαν νὰ κατέρχονται στὴν Ἑλλάδα οἱ ἀπόστολοι τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης καὶ μάλιστα ὁ φίλος τοῦ Ὀρλὼφ Παπάζωλης, ὁ ὁποῖος τὸ ἔτος 1766 ἦλθε καὶ στὴ Μάνη μὲ σκοπὸ νὰ ἐξεγείρει πρώτη τὴν Πελοπόννησο. Στὴν περίφημη συνέλευση, ποὺ ἔγινε στὴν Καλαμάτα, κλήθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνανίας. Μὲ τὴν εὐλογία του καταρτίσθηκε τὸ λεγόμενο «συνυποσχετικόν» τῶν Πελοποννησίων, τὸ ὁποῖο μετέφερε στὴν αὐτοκράτειρα ὁ Παπάζωλης.

Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας, μετὰ ἀπὸ αὐτά, συνεννοήθηκε μὲ τοὺς καπεταναίους καὶ ἀρματολοὺς τῆς Πελοποννήσου καὶ τῆς Μάνης, καθὼς καὶ μὲ τοὺς προύχοντες καὶ Ἀρχιερεῖς τῶν ἐπαρχιῶν καὶ τῶν τριῶν νησιῶν Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Ψαρῶν, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδος. Μὲ φροντίδα δὲ καὶ δαπάνη τοῦ Ἁγίου ἱδρύθηκαν στὴ Δημητσάνα καὶ δύο πυριτιδόμυλοι.

Ἡ κίνηση αὐτὴ προδόθηκε στὸν Μώρα – Βαλεσῆ, στὸν ὁποῖον καταγγέλθηκε ὅτι ὁ Ἅγιος συμμαχεῖ μὲ τὴ Ρωσία γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τῆς Τουρκίας. Πολλοὶ πρότειναν τότε στὸν Ἅγιο τὴν ἔνοπλη ἀντίσταση, ἀλλὰ αὐτὸς ἀντιπρότεινε νὰ πέσει μόνο ὁ ἴδιος θύμα, γιὰ νὰ μὴν καταλάβουν οἱ Τοῦρκοι τὸ σχεδιαζόμενο κίνημα. Κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἀμέσως δέχθηκε τοὺς στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τὸν συνέλαβαν. Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας γονάτισε καὶ μὲ ἀπίστευτη προθυμία κάλεσε τὸν δήμιο νὰ τὸν πλήξει. Τὸ αἷμα ποὺ ἀναπήδησε ἀπὸ τὴν πληγωμένη καρδιά του ἔχρισε τὴν παραστάδα τῆς μικρῆς πρὸς δυσμὰς θύρας τῆς Μητροπόλεως Μιστρᾶ.
Οἱ Τοῦρκοι ἔσυραν κατόπιν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα στοὺς δρόμους καὶ τὸ ἄφησαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἄταφο. Μόλις οἱ Τοῦρκοι ἔφυγαν, οἱ Χριστιανοὶ τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ μεγαλοπρέπεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Κρήσκης ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κρήσκης καταγόταν ἀπὸ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας. Προερχόταν ἀπὸ ἔνδοξη καὶ περιφανὴ γενεὰ καὶ ἀνατράφηκε μὲ εὐσέβεια. Σὲ μεγάλη ἡλικία εὑρισκόμενος πλέον καὶ βλέποντας πολλοὺς νὰ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, εἰσῆλθε στὸ μέσο αὐτῶν συμβουλεύοντάς τους νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ νὰ προσέλθουν στὸν Χριστὸ γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἡ φλόγα τῆς πίστεως τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη τῆς νεότητας καὶ τοῦ ἀγῶνος.
Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν ἔμαθε τί εἶχε συμβεῖ, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ὁδήγησε μπροστά του, καὶ ἐκεῖ τὸν ρώτησε γιὰ τὸ γένος, τὴν πατρίδα καὶ τὸ ὄνομά του. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν ἔλεγε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὁ ἡγεμόνας τότε τοῦ πρότεινε νὰ θυσιάσει στοὺς θεοὺς μόνο ἐξωτερικά, νὰ προσκυνᾶ δὲ τὸν Θεὸ στὴν ψυχή του. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν ἀποδέχθηκε μία τέτοια πρόταση καὶ ὁμολόγησε μὲ μεγάλη φωνὴ τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐλέγχοντας καὶ περιφρονώντας τὰ εἴδωλα. Ἔτσι, ἀκολούθησε τὸ μαρτύριο. Τὸν κρέμασαν σὲ ξύλο, τὸν ἔγδαραν καὶ μὲ ἀναμμένες δάδες τοῦ κατέκαψαν τὰ πλευρά. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸ ξύλο, τὸν ἐξανάγκαζαν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ πάλι ἀρνήθηκε, οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιὰ καὶ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ αὐτή, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ψυχή του πρὸς τὸν Θεό. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῷ τῆς πίστεως ζήλῳ πτερωθεὶς τὴν διάνοιαν, πρὸς ἀθλητικὰς ἀριστείας ἀνδρικῶς προσεχώρησας, καὶ ὤφθης τοῦ Σωτῆρος κοινωνός, βασάνους ὑπὲρ φύσιν ἐνεγκών· διὰ τοῦτο ἐδοξάσθης παρὰ Θεοῦ, Κρήσκη θεομακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Εἰ καὶ ἐν τάφῳ.
Εἰ καὶ ἐν γῆρᾳ ἐδέξω τὴν ἄθλησιν, ἀλλὰ νεάζον ἐκτήσω τὸ φρόνημα, καὶ τὴν ἔπαρσιν τοῦ ἐχθροῦ, καθεῖλες στερρῶς, συνεργὸν ἐν ἀγῶσι τὸν Λόγον κτησάμενος· οὗ τὸ πάθος δοξάσας, τῆς τούτου ἐγέρσεως, μέτοχος ὤφθης, ὦ Κρήσκη πολύαθλε.

 

Μεγαλυνάριον.
Θάρσους ὢν ἀνάπλεως εὐσεβοῦς, Κρήσκη διελέγχεις, τῶν τυράννων τὸ ἀσεβές, καὶ ὥσπερ θυσία, τερπνὴ Χριστῷ ἐτύθης, διὰ πυρὸς τὸ τέλος, δεχθεὶς τὸ ἅγιον.

Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος καὶ Παυσολύπιος οἱ Μάρτυρες 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος ὁ Πρεσβύτερος καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παυσολύπιος τελειώθηκαν διὰ ξίφους στὴ Θράκη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.). Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ γηροκομεῖο τοῦ Μελοβίου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἁγίες Ἀναστασία καὶ Βασίλισσα μαθήτριες τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου

Οἱ Ἁγίες Βασίλισσα καὶ Ἀναστασία, οἱ Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, κατάγονταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἦσαν εὐγενεῖς καὶ πλούσιες. Ὑπῆρξαν μαθήτριες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.). Μετὰ τὸν θάνατο τῶν δυὸ Ἀποστόλων περισυνέλεξαν νύχτα τὰ τίμια λείψανά τους καὶ τὰ κήδευσαν. Ἔγιναν ὅμως ἀντιληπτὲς καὶ κατηγορήθηκαν καὶ οἱ ἴδιες στὸν ἀσεβὴ καὶ παράφρονα Νέρωνα ὡς Χριστιανές. Αὐτὸς ἀμέσως ἔστειλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τὶς συνέλαβαν καὶ τὶς ὁδήγησαν ἐνώπιόν του δεμένες μὲ ἁλυσίδες. Ὁ αὐτοκράτορας προσπάθησε νὰ τὶς ἐξαναγκάσει μὲ τὴ βία νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὶς ἔπεισε, τὶς ἔκλεισε στὴν φυλακή. Ἀργότερα, ἀφοῦ τὶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φυλακή, τὶς τιμώρησε μὲ διάφορους τρόπους. Ἀπέκοψε τοὺς μαστοὺς καὶ τὶς γλῶσσες τους καί, ἀφοῦ τὶς κρέμασε, τὶς ἔγδαρε καὶ τὶς κατέκαψε μὲ ἀναμμένες δάδες. Στὸ τέλος δὲ μὲ μαχαίρια ἀπέκοψε τὶς τίμιες κεφαλές τους καὶ ἔτσι οἱ δύο Ἁγίες ἀξιώθηκαν τῶν μαρτυρικῶν στεφάνων. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Σούκιος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δέκα ἐννέα Μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σούκιος καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ μαρτύρησαν μαζί του, ἄθλησαν κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος καὶ Ὀλυμπιάδα οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος καὶ Ὀλυμπιάδα μαρτύρησαν στὴν Περσία κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Πατέρνος 

Ὁ Ἅγιος Πάτερνος γεννήθηκε στὴ Βρεττάνη τὸ ἔτος 500 μ.Χ. καὶ ἀκολούθησε, ὅπως καὶ ὁ πατέρας του, τὸν μοναχικὸ βίο. Ἵδρυσε μονὲς καὶ ναοὺς καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βάννες τῆς Βρεττάνης. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 565 μ.Χ. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος – Θεόδωρος πρίγκιπας Κιέβου 

Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος Βλαντιμίροβοτς, ὁ μετονομασθεὶς Θεόδωρος, γεννήθηκε τὴν 1η Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1076. Ὅταν ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, στάλθηκε ἀπὸ τὸν παππού του, ποὺ ἦταν μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου καὶ ὀνομαζόταν Βσέβολοντ (1078 – 1093), γιὰ νὰ γίνει πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Νόβγκοροντ ἀγάπησαν τὸν νεαρὸ πρίγκιπα. Καὶ τὸ ἔτος 1095 ἐκδίωξαν τὸν πρίγκιπα Δαβίδ, ὁ ὁποῖος κατέφυγε στὸ Σμολένκ, καὶ στράφηκαν πρὸς τὸν Μστισλάβο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ παπποῦ του, ὁ Μστισλάβος κατέλαβε τὸν θρόνο τοῦ Ροστώβ. Σὲ ἡλικία δέκα ἐννέα ἐτῶν ὁ νεαρὸς πρίγκιπας κέρδισε μία μεγάλη νίκη κατὰ τοῦ θείου του Ὄλεγκ, ποὺ ἦταν πρίγκιπας τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ὁ πρίγκιπας Ὄλεγκ εἶχε σκοτώσει τὸν ἀδελφό του Ἰζυασλάβο καὶ ἐπιτέθηκε στὸ Ροστὼβ καὶ στὴ Σουζδαλία, ποὺ ἀνῆκαν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Μστισλάβου. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, δὲν ἤθελε νὰ χυθεῖ ἀθῶο αἷμα. Ἤθελε νὰ κάνει εἰρήνη μὲ τὸν θεῖο του καὶ τὸν ἱκέτευσε νὰ συμβιβασθεῖ μὲ τὰ δικαιώματά του στὴν πόλη τοῦ Ριαζάν. Ἀλλὰ ὁ Ὄλεγκ εἶχε ἤδη ξεκινήσει μὲ στρατὸ ἐναντίων τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ πρίγκιπας Μστισλάβος τὸν νίκησε στὴ μάχη (1096) καὶ ὁ Ὄλεγκ, ἀφοῦ ἔχασε τὴ Σουζδαλία καὶ τὸ Ροστώβ, μόλις ποὺ κατάφερε νὰ κρατήσει τὸ Μούρωμ.

Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος προσέφερε ξανὰ εἰρήνη καὶ ζήτησε μόνο τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἰχμαλώτων. Ὁ Ὄλεγκ προσποιήθηκε ὅτι συμφωνεῖ καὶ ἔτσι ὁ πρίγκιπας Μστισλάβος διασκόρπισε τὸν στρατό του. Τὸ πρῶτο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καὶ ἐνῷ ὁ Ἅγιος βρισκόταν στὴ Σουζδαλία, οἱ ἀγγελιοφόροι τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ πρίγκιπας Ὄλεγκ βρίσκονταν στὸ Κλιαζμὰ μὲ στρατό.

Μέσα σὲ μία ἡμέρα ὁ πρίγκιπας Μστισλάβος ἀνακάλεσε τὸ στράτευμά του. Ὁ Ὄλεγκ τράπηκε σὲ φυγὴ στὸ Ριαζὰν καὶ ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἐλευθέρωσε τοὺς αἰχμαλώτους. Στὴν συνέχεια συμφιλίωσε τὸν Ὄλεγκ μὲ τὸν μεγάλο πρίγκιπα Σβιατόπολκ (1093 – 1114) καὶ τὸν Βλαδίμηρο τὸν Μονομάχο.

Τὸ ἔτος 1099, εὐγνωμονώντας τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἔλεός Του, ὁ Ἅγιος δεσμεύτηκε νὰ χτίσει στὸ Γκορόντισα, κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ, ἕνα ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου.

Τὸ περίφημο Εὐαγγέλιο τοῦ Μστισλάβου γράφηκε εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐκκλησία αὐτὴ καὶ τὸ πολύτιμο στόλισμά του ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ ἔτος 1114, ὁ Ἅγιος ἀνήγειρε στὸ Νόβγκοροντ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς σοβαρῆς ἀσθένειας, ὁ πρίγκιπας εἶχε παρακαλέσει τὸν Ἅγιο Νικόλαο νὰ τὸν βοηθήσει. Μόλις πρὶν ἀπὸ αὐτό, τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἶχαν μεταφερθεῖ στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐμφανίσθηκε σὲ ὅραμα καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ στείλουν στὸ Κίεβο μία εἰκόνα του, σημειώνοντας τὸ σχῆμα καὶ τὶς διαστάσεις τῆς εἰκόνος. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ στάλθηκαν νὰ φέρουν τὴν εἰκόνα καθυστέρησαν στὸ νησὶ Λίπνα, ἐξαιτίας τῆς καταιγίδας ποὺ μαινόταν στὴ λίμνη Ἴλμεν. Τὴν τέταρτη ἡμέρα βρῆκαν τὴν εἰκόνα νὰ ἐπιπλέει στὸ νερό. Ὁ ἀσθενὴς πρίγκιπας ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα καὶ θεραπεύθηκε. Ἕνα μοναστήρι μὲ πέτρινη ἐκκλησία, ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο, χτίσθηκε ἀργότερα στὸ νησὶ τῆς Λίπνα, στὸ μέρος ὅπου ἐμφανίσθηκε ἡ εἰκόνα.

Τὸ ἔτος 1116, ὁ πρίγκιπας ἔκανε ἐκστρατεία ἐναντίων τῶν κατοίκων τοῦ Τσοὺντ καὶ μετὰ τὴ νίκη του ἐπεξέτεινε  τὴ δικαιοδοσία τῶν πριγκίπων τοῦ Νόβγκοροντ. Ἔπειτα, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές του, ὁ δήμαρχος Παῦλος ἔχτισε ἕνα φρούριο στὴ λίμνη Λαντόγκα, ὅπου ἀνεγέρθη καὶ μία πέτρινη ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.

Τὸ ἔτος 1125, ὁ μεγάλος πρίγκιπας Βλαδίμηρος ὁ Μονομάχος πέθανε καὶ ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἀνῆλθε στὸ θρόνο τοῦ Κιέβου. Ἐκείνη τὴν περίοδο νίκησε σὲ μάχη τοὺς Πολόβτσους, παλαιοὺς ἐχθροὺς τῆς Ρωσίας, καὶ τοὺς ἐξώθησε πέρα ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βόλγα.

Τὸ ἔτος 1128, ἔθεσε τὸ θεμέλιο λίθο σὲ μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τὸν Τήρωνα, σὲ ἀνάμνηση τῆς νίκης τοῦ μεγάλου πρίγκιπα ἐπὶ τοῦ πρίγκιπα Ὄλεγκ τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἐπίσης, τὸ ἔτος 1131, μετὰ ἀπὸ μία ἐπιτυχημένη ἐκστρατεία ἐναντίων τῆς Λιθουανίας, ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἔθεσε τὸν θεμέλιο λίθο ἑνὸς ναοῦ ἀφιερωμένου στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Πιρογκό.
Ὁ Ἅγιος πρίγκιπας Μστισλάβος – Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1134, κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, τὸν ὁποῖο καὶ εἶχε χτίσει. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος, ὁ Θαυματουργός, ἔζησε μεταξὺ τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Μολδαβία τῆς Ρουμανίας. Τὸ ἔτος 1451 ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Μολδοβίτα, ἐνῷ ἀξιώθηκε καὶ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Περεγιασλάβλ 

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε ὡς μοναχὸς καὶ ἔγκλειστος στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Περεγιασλάβλ – Ζαλέσϊυ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1645. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δύο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο, και αφού μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Από εκεί και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σαν σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς το Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης, και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δύο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στο Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην ένατη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει : «Τετέλασται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφαζόταν, σύμφωνα με το νόμο, ο πασχάλιος αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προ-τυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό.
Τον δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως, ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτήν αίμα και νερό. Τέλος, κατά την δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δύο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιό του μεγάλο λίθο.
Από τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο· καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν Δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόραστον ψυχήν, τὴν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τὸν δι’ ἡμᾶς σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ Σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

Οἱ Ἅγιοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιμος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τοὺς ἑβδομήκοντα 

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιμος ἀνῆκαν στὸν κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων ( 4 Ἰανουαρίου) τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι ἦταν Μακεδόνας καταγόμενος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα Ἰουδαῖος. Ὁπωσδήποτε ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν μνημονεύει στὶς πρὸς Κολοσσαεῖς καὶ Φιλήμονα ἐπιστολές του.

Ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ᾖλθε στὴν Ἔφεσο κομίζοντας χάρη τῶν Χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων τὴ «λογία». Τὸ προϊὸν τοῦ ἐράνου ἔφεραν οἱ Γάιος, Σεκοῦνδος καὶ Ἀρίσταρχος. Ἀπὸ τότε ὁ Ἀρίσταρχος ἔγινε ἀχώριστος σύντροφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὡς τὴ Ρώμη. Τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο τὸν συναντοῦμε καὶ στὸ 19ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων, ὅπου ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς περιγράφει μὲ ἐξαιρετικὴ ζωηρότητα τὰ ἐπεισόδια τῆς Ἐφέσου. Ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος εἶχε χολωθεῖ ἀπὸ τὴ μεταστροφὴ τῶν κατοίκων τῆς Ἐφέσου πρὸς τὴ νέα πίστη καὶ γι’ αὐτὸ ξεσήκωσε τὸ λαὸ ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν του Ἀριστάρχου καὶ Γαΐου.

Ὁ Συναξαριστὴς ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος τῆς Ἀπαμείας τῆς Συρίας «καὶ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀπίστους ἐπέστρεψεν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας καὶ εὐλαβείας ἐπίγνωσιν». Ἡ δὲ παράδοση θεωρεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος συναντήθηκε πάλι μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀριστάρχου καὶ στὶς 27 Σεπτεμβρίου.

Ὁ Ἀπόστολος Πούδης μνημονεύεται στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου ἦταν ἀκόλουθος στὰ παθήματα καὶ τοὺς διωγμούς. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).
Ὁ Ἀπόστολος Τρόφιμος μνημονεύεται στὶς Πράξεις καὶ τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὑπέστη μαζί του διωγμοὺς καὶ κακώσεις. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.grΠηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορείαν τὴν τρίπλοκον, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς ποταμοὺς λογικούς, τῆς θείας χρηστότητος, Πούδην σὺν Ἀριστάρχῳ, καὶ Τροφίμῳ τῷ θείῳ, λόγοις θεογνωσίας, καταρδεύσαντας κόσμον. Αὐτῶν Χριστὲ μεσιτείαις, πάντας οἰκτείρησον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱεροὶ συνέκδημοι, Παύλου τοῦ θεοκήρυκος, τὴν οἰκουμένην σὺν τούτῳ διήλθητε, γνῶσιν τὴν θείαν σπείραντες, Ἀρίστερχε θεόφρον, σὺν Τροφίμῳ τῷ θείῳ καὶ Πούδη ἔνδοξε· διὸ καὶ ἠθληκότες, ἀξίως συνεδοξάσθητε.

 

Μεγαλυνάριον.
Τρίφωτος λυχνία τῶν ἀγαθῶν, τῶν τῆς εὐσεβείας, ἐχρημάτισαν τοῖς ἐν γῇ, Ἀρίσταρχος Πούδης, καὶ Τρόφιμος ὁ θεῖος, τοῖς ἐν νυκτὶ τοῦ βίου, τὸ φῶς ἐκλάμποντες.

Ἡ Ἁγία Θωμαΐς ἡ Μάρτυς

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θωμαΐς γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πνευματική της μόρφωση. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία εἶχε ἐπιδοθεῖ στὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τοῦ ἐλέους, συνοδεύοντας τὴν μητέρα της. Τὴ διακονία αὐτὴ ἐξακολούθησε νὰ τὴν ἀσκεῖ ἀκόμα καὶ ὅταν νυμφεύθηκε.

Ἡ Ἁγία εἶχε μία κατὰ πάντα εὐλογημένη οἰκογένεια. Μὲ τὸν σύζυγό της συνδεόταν μὲ ἀληθινὴ καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Τὴν εἰρηνική τους ὅμως συνύπαρξη τὴν φθόνησε ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας, διάβολος καὶ θέλησε νὰ τοὺς χωρίσει, μάλιστα δὲ μὲ τραγικὸ τρόπο.

Κάποτε ποὺ ἡ Θωμαΐδα ἦταν μόνη της στὸ σπίτι, ἐπειδὴ ὁ σύζυγός της ἔλειπε σὲ δουλειές, δέχθηκε ἀνήθικη ἐπίθεση ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ συζύγου της, δηλαδὴ τὸν πεθερό της, ὁ ὁποῖος κυριευμένος ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας καὶ ὑποδουλωμένος στὸ πάθος τῆς ἀκολασίας, ἤθελε νὰ ἔχει μαζί της ἐρωτικὴ σχέση. Ἡ Ἁγία, ἡ ὁποία εἶχε πάντοτε ζωντανὴ στὴ μνήμη της τὴν αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦσε μὲ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη, ἀντιστάθηκε μὲ σταθερότητα καὶ παρρησία. Προσπάθησε νὰ τὸν πείσει ὅτι κάτι τέτοιο δὲν πρέπει νὰ γίνει, ἐπειδὴ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν γι’ αὐτὴν τρόπος ζωῆς καὶ πηγὴ ἐμπνεύσεως. Τυφλωμένος ὅμως ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ πάθος, ἐπέμενε ἀπειλώντας την μὲ θάνατο. Ἡ Ἁγία Θωμαΐς συνέχισε νὰ ἀντιστέκεται καὶ προτίμησε τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση στὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Γιατί ἡ ἔξοδος μὲ μαρτυρικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν παρούσα σύντομη ζωὴ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ μετάβαση ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Εἶναι νίκη τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου.

Ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος τὴν μαχαίρωσε θανάσιμα καὶ μετὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ περιστατικὸ ἔχασε τὸ φῶς του καὶ γύριζε μέσα στὸ σπίτι σὰν χαμένος. Στὴν κατάσταση αὐτὴ τὸν βρῆκαν κάποιοι γείτονες ποὺ ἔψαχναν γιὰ τὸν υἱό του, καὶ τὸν παρέδωσαν στὶς ἀρχὲς γιὰ νὰ δικαστεῖ. Ἐνῷ ἡ Θωμαΐδα, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἔλαβε στέφανον μάρτυρος διὰ τὴν σωφροσύνην».
Ὁ προϊστάμενος τῆς σκήτης τῆς Ἀλεξανδρείας, μοναχὸς Δανιήλ, μόλις πληροφορήθηκε τὸ μαρτυρικὸ τέλος τῆς Θωμαΐδος, κατέβηκε ἀμέσως στὴν πόλη μὲ μερικοὺς μοναχοὺς καὶ παρέλαβε τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας. Τὸ μετέφερε μὲ εὐλάβεια στὴ Σκήτη καὶ τὸ ἐνταφίασε μὲ τιμὲς στὸ κοιμητήριο τῶν Πατέρων. Τότε συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς θαυμαστό. Κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας καὶ εἶχε ταλαιπωρηθεῖ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, προσευχήθηκε στὸν τόπο ποὺ ἐνταφιάσθηκε τὸ λείψανο τῆς Μάρτυρος, ζητώντας τὴν βοήθειά της. Καὶ ἀφοῦ ἄλειψε τὸ σῶμα του μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι ποὺ ἔκαιγε στὸν τάφο της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ εἰρήνευσε. Ἀλλὰ κατὰ καιροὺς καὶ ἄλλοι πιστοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ποὺ βασανίζονταν ἀπὸ σαρκικοὺς πειρασμούς, προσεύχονταν στὴν Ἁγία καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες της ἐνισχύονταν στὸν ἀγώνα τους ἢ καὶ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τὸ πάθος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τῇ χάριτι διαπρέπουσα, ὑπὲρ ταύτης νομίμως ἐτύθης πάνσεμνε, καὶ Μαρτύρων κοινωνὸς ἀξίως γέγονας· ὅθεν ἀπάλλαξον ἡμᾶς, Θωμαΐς νύμφη Χριστοῦ, ἐκ πάσης ἡδυπαθείας, τῇ σῇ θερμῇ ἀντιλήψει, καὶ προσβολῶν αἰσχρῶν τοῦ ὄφεως.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὴν τοῦ ἐχθροῦ ἐπιβουλὴν κατανοήσασα

Τὴν σωφροσύνην σου ἀμίαντον ἐτήρησας

Καὶ τὸν θάνατον ὑπέστης ἀνδρειοφρόνως.

Ἀλλὰ ῥῦσαι μολυσμῶν σαρκὸς καὶ πνεύματος

Καὶ παντοίων προσβολῶν τοῦ πολεμήτορος
Τοὺς βοῶντάς σοι, Θωμαΐς χαῖρε πάνσεμνε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις σωφροσύνης στήλη λαμπρά, Θωμαΐς θεόφρον, ἡ τοῦ δράκοντος τὴν ὁρμήν, ῥεῖθροις σῶν αἱμάτων, ποντίσασα τελείως, καὶ γῆν πρὸς ἀφθαρσίας, κατασκηνώσασα.

Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ἰωάννης καὶ Εὐστάθιος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀντώνιος, Ἰωάννης καὶ Εὐστάθιος ἦταν ἀδέλφια καὶ μαρτύρησαν τὸ ἔτος 1342 στὴ Βίλνα τῆς Λιθουανίας. Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν φυλάσσονται στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίας Τριάδος Βίλνας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων ὁ Μάρτυρας ὁ μῖμος 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀρδαλίων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἀρχικὰ ἠθοποιός, ἐνασχολούμενος μὲ τὴν ὑποκριτικὴ καὶ παριστάνοντας δράματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ κωμωδίες. Ὅμως ὁ Ἀρδαλίων ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, φωτίστηκε ἡ ψυχή του καὶ ἔγινε Χριστιανός.
Ἡ νέα του Χριστιανικὴ ζωὴ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐξακολουθεῖ τὶς προηγούμενες θεατρικές του ἀσχολίες. Γιὰ τελευταία ὅμως φορὰ θέλησε νὰ φανεῖ ἐπὶ σκηνῆς, ὑποκρινόμενος Χριστιανὸ Μάρτυρα ποὺ ἀρνιόταν νὰ ὑποκύψει στὶς προσταγὲς εἰδωλολάτρη ἄρχοντα καὶ γι’ αὐτὸ ὑποβαλλόταν σὲ βασανιστήρια. Ἡ ὑπόκριση τοῦ Ἀρδαλίωνος ἦταν τόσο ζωντανὴ καὶ μὲ τέτοιο πάθος, ὥστε τὸ κοινὸ τοῦ θεάτρου παρὰ τὴν ἀντιπάθεια πρὸς τοὺς Χριστιανούς, σείσθηκε ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα. Ὁ Ἀρδαλίων μετέτρεψε τότε τὸν ἐνθουσιασμὸ σὲ ἔκπληξη, ἀφοῦ ὁμολόγησε δημόσια ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς Χριστιανός. Ὁ ἔπαρχος, ποὺ ἦταν παρὼν στὰ ὅσα εἶχαν διαδραματισθεῖ, διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα κάλεσε τὸν Μάρτυρα ἐνώπιόν του καὶ προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγίου. Ὅλες ὅμως οἱ προσπάθειες τοῦ ἄρχοντα ἀπέβησαν ἄκαρπες. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ τὸν κάψουν ζωντανό. Ἔτσι μαρτυρικὰ τελείωσε τὸν βίο του ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βιλὲνσκ Ρωσίας

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας μεταφέρθηκε στὸ Βιλὲνκ τῆς Ρωσίας τὸ ἔτος 1465. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἑορτάζεται στὶς 15 Φεβρουαρίου.
Ἡ παράδοση θεωρεῖ ὅτι ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶναι ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Ρωσία, τὸ ἔτος 1472, ὡς δῶρο τῆς Σοφίας Παλαιολογίνας, συζύγου τοῦ μεγάλου πρίγκιπα τῆς Μόσχας Ἰβὰν Γ’ (1462 – 1505). Τὸ ἔτος 1495, ὁ μεγάλος πρίγκιπας εὐλόγησε μὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα τὴν θυγατέρα του Ἑλένη, πρὶν ἐκείνη νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα τῆς Λιθουανίας Ἀλέξανδρο. Ἀργότερα ἡ ἱερὰ εἰκόνα τοποθετήθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, στὸν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε ἡ πριγκίπισσα Ἑλένη. Σήμερα φυλάσσεται στὴ μονὴ Ἁγίας Τριάδος τοῦ Βιλένσκ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Λιγούδιστα ἢ Χώρα τῆς Τριφυλίας. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἦλθε μὲ τὸν ἀδελφό του στὴν Τρίπολη καὶ ἐργαζόταν μαζὶ μὲ ἄλλους χτίστες. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ τὸν βασάνιζαν, ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτή. Προσελήφθη στὴν οἰκία κάποιου Τούρκου κουρέα, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα τὸν ἐξισλαμισμό του καὶ τὸν ὀνόμασε Ἀχμέτ.

Ἀργότερα ὁ Δημήτριος ἐγκατέλειψε τὴν Τρίπολη, ἀφοῦ πρῶτα μετανόησε γιὰ τὴν ἀποστασία του καὶ ἦλθε στὸ Ἄργος. Ἀπὸ τὸ Ἄργος, γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια, ἔφθασε στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῶν Κυδωνιῶν, ὅπου ἐξομολογήθηκε στὸν πνευματικὸ τῆς μονῆς καὶ ζήτησε τὶς συμβουλές του. Μὲ τὴν δική του προτροπὴ ὁ Δημήτριος ἦλθε στὴν Χίο καὶ παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ κοντὰ σὲ ἕνα εὐλαβὴ καὶ φωτισμένο πνευματικὸ ζώντας μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.

Ἀφοῦ προετοιμάσθηκε γιὰ τὸ μαρτύριο ἦλθε πάλι στὸ Ἄργος, ὅπου παρέμεινε κρυπτόμενος καὶ χειραγωγούμενος ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἀντώνιο Σακελλάριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασε στὴν Τρίπολη. Ἐμφανίσθηκε ἐνώπιον τοῦ Τούρκου διοικητοῦ καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο, χωρὶς νὰ ὑποκύψει στὶς κολακεῖες, τὶς ἀπειλὲς καὶ τοὺς βασάνους. Ὁμολογοῦσε συνεχῶς τὴν πίστη του στὸν Κύριο. τσι ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ἔτος 1803.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του διασώθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν καὶ ἡ τίμια κάρα του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποιον εὐσεβὴ ἱερέα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Κατά τη Μ. Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση: (α) Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων υπό του Κυρίου. (β) Του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή της παραδόσεως σ' εμάς υπό του Κυρίου του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. (γ) Της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα Του. Και (δ) Της προδοσίας του Κυρίου υπό του Ιούδα.
Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν' αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ' όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ' όλους».

Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στo Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ' όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανά κάθισε. 

Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιος θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.

Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ' αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.
Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεί μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.
Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.

Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πει εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε.
Από 'κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωί.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο· καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν Δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόραστον ψυχήν, τὴν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴ τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον· καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.

Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος πάπας Ρώμης 

Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στὸ Τόδι τῆς Ὀμβρικῆς τῆς Κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης σὲ μία ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία τὴν Ἐκκλησία τάρασσε ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τότε ἐμπλακεῖ στὴν αἵρεση αὐτή. Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος συγκάλεσε Σύνοδο στὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος Λατερανοῦ, τὸ ἔτος 649 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Μονοθελητισμό, ὁ δὲ Ὅρος αὐτῆς ἦταν ἐπέκταση τῆς διδασκαλίας τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος ψήφισε ἐπίσης, καὶ εἴκοσι ἀναθεματισμοὺς κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἀρχηγῶν τους, ἐνῷ καταδίκασε ἐκτὸς τῶν ἄλλων τοὺς μονοθελητὲς Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο καὶ Πύρρο, συνεργάτες τοῦ Ἡρακλείου καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο Β’. Σημαντικὸ ρόλο στὶς διεργασίες τῆς Συνόδου διαδραμάτισε καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου αὐτῆς στὴ Δύση καὶ Ἀνατολή. Εἶχε διατελέσει παπικὸς ἀποκρισάριος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δὲν ἦταν πρόσωπο εὐχάριστο στὸν αὐτοκράτορα Κώνσταντα Β’ (641 – 668 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁμόφρονας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ διέταξε τὸν ἔξαρχο τῆς Ἰταλίας Ὀλύμπιο νὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη καὶ νὰ φέρει αἰχμάλωτο τὸν Ἅγιο στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ διαταγὴ ὅμως ἔμεινε ἀνεκτέλεστη, διότι ὁ Ὀλύμπιος ἐπαναστάτησε κατὰ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ μετὰ ἀπὸ δύο ἔτη σκοτώθηκε στὴ Σικελία, μαχόμενος ἐνάντια στοὺς Ἄραβες, τὸ ἔτος 652 μ.Χ.
Ὁ νέος βυζαντινὸς διοικητὴς τῆς Ἰταλίας Θεόδωρος, συνέλαβε τελικὰ τὸ ἔτος 653 μ.Χ. τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ ἀπέστειλε αὐτόν, ἀσθενὴ καὶ κλινήρη, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ δικάσθηκε ὑπὸ τῆς συγκλήτου ὡς συνωμότης, καθαιρέθηκε σὲ τελετή, κατὰ τὴν ὁποία διέρρηξαν τὰ ἱερατικά του ἄμφια, καὶ ἐξορίσθηκε στὴ Χερσώνα τῆς Κριμαίας, ὅπου καὶ πέθανε τὸ ἔτος 655 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις δόγμασι, τῆς εὐσέβειας, ὑπεστήριξας, τὴν Ἐκκλησίαν, ὦ Μαρτῖνε Ἱεράρχα θεόσοφε· τὸν γὰρ Χριστὸν διπλοῦν ὄντα ταῖς φύσεσιν, ὁμολογήσας τὴν πλάνην κατῄσχυνας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὐπερμάχῳ.

Ὡς Ἱεράρχης τῶν ἀρρήτων καὶ διδάσκαλος

Θεολογίας ἀληθοῦς ἐκφάντωρ πέφηνας

Καὶ ἀνέβλυσας Μαρτῖνε δογμάτων ῥεῖθρα·

Τὸν Χριστὸν γὰρ ἐν δυσὶ τελείαις φύσεσι

Καὶ θελήσεσι πανσόφως ἐδογμάτισας
Τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ πανόλβιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Λόγῳ καὶ σοφίᾳ πνευματικῇ, Μαρτῖνε ἐμπρέπων, καθαιρεῖς Μονοφυσιτῶν, τὴν αἵρεσιν Πάτερ, καὶ διωγμοὺς ὑπέστης, ὡς φύλαξ ἀληθείας, ἀκαταμάχητος.

Μνήμη τῶν δύο Ἐπισκόπων Ὁμολογητῶν τῶν ἐξορισθέντων σὺν τῷ Ἁγίῳ Μαρτίνῳ

Μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μαρτίνο, Ἐπίσκοπο Ρώμης, ἐκδιώχθηκαν καὶ δύο Ἐπίσκοποι στὴν Κριμαία, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη ἑορτάζεται κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Θεοδοσία καὶ Γερόντιος 

Ἡ μνήμη αὐτῶν δὲν ἀπαντᾶ στοὺς Συναξαριστές. Γνωρίζουμε γιὰ τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70, ὅπου ὑπάρχει σχετικὸ ὑπόμνημα.

Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἦταν θυγατέρα τοῦ βασιλέως Ἀνδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.). Ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ νυμφευθεῖ, ἐγκατέλειψε τὸν βασιλικὸ οἶκο καὶ μαζὶ μὲ κάποιον εὐνοῦχο ποὺ ὀνομαζόταν Γερόντιος ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη. Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια καὶ τὶς σκῆτες τῆς περιοχῆς, κατοίκησε σὲ κελλὶ καὶ διῆλθε τὸ βίο της μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ προσευχές. Ὁ εὐνοῦχος Γερόντιος ἔγινε μοναχὸς σὲ μοναστήρι καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη ἀρετῆς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Θεοδοσία, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς καὶ ἀξιώθηκε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καὶ τῆς συνομιλίας μὲ Ἀγγέλους, προεῖδε τὸ τέλος της, μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τῆς περιοχῆς καὶ παρέθεσε τὸ πνεῦμα της στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Δάδας, Κυντιλλιανὸς καὶ Μάξιμος οἱ Ἀναγνῶστες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δάδας, Κυντιλλιανὸς καὶ Μάξιμος ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ τῶν ὑπάτων Γαβιβίου καὶ Ταρκυΐνου. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Δοροστόλου τῆς δευτέρας Μοισίας καὶ ἦταν ἀναγνῶστες τῆς Ἐκκλησίας. Κήρυτταν μὲ παρρησία τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ διαβλήθηκαν στοὺς ὑπάτους καὶ συνελήφθησαν. Ἐπειδὴ ὁμόλησαν τὸν Χριστό, ρίχθηκαν στὴ φυλακή, βασανίσθηκαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκαν στὸ κτῆμα αὐτῶν ποὺ λεγόταν Ὀζοβία.
Οἱ Χριστιανοὶ περισυνέλεξαν μὲ εὐλάβεια τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν καὶ τὰ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἐν τοῖς Βιγλεντίου», ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη αὐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Οἱ Ἅγιοι Ἐλευθέριος καὶ Ζωΐλος οἱ Μάρτυρες 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλευθέριος καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Περσίας. Ὄντας ὅμως Χριστιανὸς καὶ ἀγαπώντας τὸν Χριστὸ κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Ἐπίσκοπο καὶ κοντὰ σὲ αὐτὸν διδασκόταν τελειότερα τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας. Καί, ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του, δίδασκε καὶ ὁ ἴδιος ὅσους προσέρχονταν σὲ αὐτὸν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ. Διδάσκοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος καὶ ἐπαναφέροντας πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἄπιστους στὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία βαπτίζοντάς τους, ἔγινε ἀντιληπτὸς ἀπὸ τοὺς πυρολάτρες Πέρσες. Καὶ ἀφοῦ κατηγορήθηκε στὸ βασιλέα, συνελήφθη καὶ παρουσιάσθηκε δέσμιος σὲ αὐτόν. Ὅταν ὅμως τὸν ρώτησε ὁ βασιλέας καὶ τὸν εἶδε ἀμετακίνητο στὴν πατρώα εὐσέβεια, τὸν παρέδωσε στοὺς ἀρχιμάγους καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Μάρτυς ὑπέφερε καὶ καρτερία καὶ προσευχὴ τὰ βασανιστήρια. Ὁ Ἅγιος Ζωΐλος, βλέποντας τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν πίστη τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, τὸν μακάρισε. Ἔτσι συνελήφθη καὶ αὐτὸς καὶ ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Μάρτυρας 

Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Χριστόφορος, ἄσκησε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἐλασσῶνος

Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὴν Εὐρυτανία, τὸ ἔτος 1548, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Χριστοδούλη.

Τὸ συγγραφικό του ἔργο, ἡ γλωσσομάθειά του καὶ ἡ θητεία του ὡς διδασκάλου, δείχνουν ὅτι ἦταν πολὺ μορφωμένος. Ποῦ ἔμαθε τὰ γράμματα δὲν μᾶς εἶναι γνωστό. Τὸ ἔτος 1574 ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος «Δημονίκου καὶ Ἐλασσῶνος» καὶ διαδέχθηκε τὸν Δαμασκηνὸ Β’ (1570 – 1574). Τὸν ἴδιο χρόνο δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β’ τοῦ Τρανοῦ, ποὺ πραγματοποιοῦσε περιοδεία στὴ Ρούμελη καὶ τὴν Πελοπόννησο. Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας φιλοξενήθηκε στὸ μοναστήρι τῆς Ὀλυμπιώτισσας.

Τὸ γεγονὸς ὅτι περίπου ἀπὸ τὸ ἔτος 1580 λειτουργοῦσε στὴν Ὀλυμπιώτισσα κρυφὸ σχολειό, μᾶς κάνει νὰ θεωροῦμε ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐνδιαφέρθηκε ζωηρὰ καὶ γιὰ τὴν στοιχειώδη μόρφωση τῶν νέων τῆς Ἐπισκοπῆς του. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ συνεννόηση καὶ συνεργασία μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ὀλυμπιώτισσας ὀργάνωσε τὸ σχολεῖο αὐτὸ καὶ παρακίνησε καὶ ἐνθάρρυνε τὰ Ἑλληνόπουλα τῆς Ἐλασσῶνος, ποὺ εἶχαν ζῆλο γιὰ τὰ γράμματα, νὰ ἀνεβαίνουν στὸ μοναστήρι καὶ ἐκεῖ νὰ μαθαίνουν ἀνάγνωση καὶ γραφὴ ἐπάνω στὰ ἱερὰ κείμενα.

Κατὰ τὸ ἔτος 1588 ὁ Ἅγιος συνόδευσε, μαζὶ μὲ τὸν Μητροπολίτη Μονεμβασίας Ἱερόθεο, τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμία Β’ στὴ Μόσχα, ὅπου στὶς 26 Ἰανουαρίου 1589 ἀναγόρευσαν καὶ ἐγκατέστησαν τὸν Μητροπολίτη Ἰὼβ ὡς Πατριάρχη Βλαδιμηρίας, Μόσχας καὶ ἁπάσης Ρωσίας καὶ ἁπασῶν τῶν βορείων Χωρῶν. Τὴν τελετὴ καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτη Ἰὼβ τὶς περιέγραψε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος μὲ στίχους στὴ δημοτικὴ γλῶσσα, μὲ τίτλο «Κόποι καὶ διατριβὴ τοῦ ταπεινοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀρσενίου».

Ὁ Ἅγιος δὲν ξαναγύρισε στὴν Ἐπισκοπὴ Ἐλασσῶνος, ἀλλὰ ἔμεινε ὁριστικὰ στὴ Ρωσία, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1625.

Σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση του στὴ Ρωσία, γνωρίζουμε ὅτι δίδαξε στὸ Κοινοτικὸ Ἑλληνικὸ σχολεῖο τοῦ Λβὼφ τῆς Ρουθηνίας, ὅπου ὑπῆρχε πολυμελὴς καὶ ἀκμαία Ἑλληνικὴ παροικία, κυρίως ἐμπόρων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Κρητικὸς κρασέμπορας Κωνσταντίνος Κορνιακτός.
Ἀργότερα ὁ Ἅγιος διετέλεσε διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Σουζδαλίας, ἀπὸ ὅπου ἀλληλογραφοῦσε συχνὰ μὲ τὸν Πατριάρχη Ἀλαξενδρείας Ἅγιο Μελέτιο τὸν Πηγᾶ. Στὸ διάστημα τῆς πολύχρονης διαμονῆς του στὴ Ρωσία ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος δὲν λησμόνησε τὴν γενέτειρά του καὶ τὰ μοναστήρια, ὅπου μᾶλλον εἶχε περάσει τὰ νεανικά του χρόνια. Ἀφιέρωσε πολλὰ βιβλία, εἰκόνες καὶ ἱερὰ σκεύη στὴ μονὴ Τατάρνης καὶ στὰ Μετέωρα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Νέος 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Στέφανος, κατὰ κόσμον Βαλέριος Στεπάνοβιτς Μπέκχ, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1872 στὸ Ζιτομίρ, κοντὰ στὴν περιοχὴ Βολογκντά. Παρακολούθησε μαθήματα στὸ σεμινάριο τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ τὸ ἔτος 1903 εἰσήχθη στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στὶς 20 Δεκεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Στέφανος. Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του, διορίσθηκε σχολάρχης τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Σόλιγκαμ καὶ ἀργότερα τῆς Μενγκρελίας καὶ τοῦ Μπεζχετσκ. Στὶς 8 Ὀκτωβρίου τοῦ 1914 ἐγκατέλειψε τὴν διεύθυνση τῆς θεολογικῆς σχολῆς καὶ παρουσιάσθηκε στὸ στρατό, προκειμένου νὰ διακονήσει τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν στρατιωτῶν. Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 1915 μέχρι τὸ 1918 διηύθυνε τὴ θεολογικὴ σχολὴ τοῦ Καργκοπὸλ καὶ διακόνησε ὡς Ἀρχιμανδρίτης στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ.
Στὶς 9 Ὀκτωβρίου τοῦ 1921 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Ἰζχέβκ, ποὺ ἐκκλησιαστικὰ ἀνῆκε στὴν δικαιοδοσία τοῦ Σαραπούλ. Ἡ ἱεραποστολικὴ δράση του ὁδήγησε στὴ σύλληψή του. Ἔτσι τὸ ἔτος 1924, φυλακίζεται στὴ φυλακὴ Ταγκάνκα τῆς Μόσχας. Ἀπὸ τὸ 1924 μέχρι τὸ 1926 φυλακίζεται στὴν περιοχὴ τοῦ Σολόφκι, γιὰ νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερος λίγο ἀργότερα. Τὸ ἔτος 1929 συλλαμβάνεται καὶ πάλι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ περιορίζεται στὸ χωριὸ Πομοζντίνο. Στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1932 τὸν κλείνουν καὶ πάλι στὴ φυλακή, ὅπου μετὰ ἀπὸ κακουχίες καὶ βασάνους, τὸ ἔτος 1933, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Κυπρίου

Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Κυπρίου, ἀνεκομίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἄκκρα (Πτολεμαΐδα) καὶ κατατέθηκαν στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Λευκωσίας τὸ ἔτος 1967.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου τιμᾶται 23 Ἀπριλίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κύπρου πέλων, χαίρων ἤθλησας, ὑστέροις χρόνοις, καὶ κατῄσχυνας τὴν πλάνην Γεώργιε· ὅθεν τῇ θήκῃ τῶν θείων λειψάνων σου, ἡ σὴ πατρὶς ἁγιάζεται κράζουσα· Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀθλητικῶς καταπαλαίσας τὸν ὄφιν, τοῦ μαρτυρίου ἐκομίσω τὸ στέφος, παρὰ Χριστοῦ Γεώργιε πανεύφημε· ὅθεν σου τὴν ἔνδοξον, ἑορτὴν ἐκτελοῦμεν, καὶ περιπτυσσόμεθα, τὴν σορὸν τῶν λειψάνων, ἐξ ἧς πηγάζει πᾶσιν ἀληθῶς, ἴαμα θεῖον, ψυχῆς τε καὶ σώματος.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ τῆς Κύπρου θεῖος βλαστός, Γεώργιε νέε, Ἀθλοφόρε τοῦ Ἰησοῦ· χαίροις ὁ λαμπρύνας, τὴν πάτριόν σου χθόνα, τῇ μετενέξει Μάρτυς, τῇ τῶν λειψάνων σου.

Κατά τη Μ. Τετάρτη επιτελούμε ανάμνηση: (α) του γεγονότος της ελλείψεως του Κυρίου με μύρο από μια πόρνη γυναίκα. Επίσης φέρεται στη μνήμη μας, (β) η σύγκλιση του Συνεδρίου των Ιουδαίων, του ανωτάτου δηλαδή Δικαστηρίου τους, προς λήψη καταδικαστικής αποφάσεως του Κυρίου, καθώς και (γ) τα σχέδια του Ιούδα για προδοσία του Διδασκάλου του.

Δύο μέρες πριν το Πάσχα, καθώς ο Κύριος ανέβαινε προς τα Ιεροσόλυμα, κι ενώ βρισκόταν στο σπίτι στου λεπρού Σίμωνα, τον πλησίασε μια πόρνη γυναίκα κι άλειψε το κεφάλι Του με πολύτιμο μύρο. Η τιμή του ήταν γύρω στα τριακόσια δηνάρια, πολύτιμο άρωμα και γι' αυτό οι μαθητές την επέκριναν και περισσότερο απ' όλους ο Ιούδας. Γνώριζαν οι μαθητές καλά πόσο μεγάλο ζήλο έδειχνε πάντοτε ο Χριστός για την ελεημοσύνη προς τους φτωχούς. Ο Χριστός όμως την υπερασπίσθηκε, για να μην αποτραπεί απ' το καλό της σκοπό. Ανέφερε μάλιστα και τον ενταφιασμό Του, προσπαθώντας να αποτρέψει τον Ιούδα από τη προδοσία, αλλά μάταια. Τότε απέδωσε στη γυναίκα την μεγάλη τιμή να διακηρύσσεται το ενάρετο έργο της σε ολόκληρο την οικουμένη.

Ο Ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι δύο ήταν οι γυναίκες που άλειψαν με μύρο τον Κύριο. Οι τρεις πρώτοι Ευαγγελιστές αναφέρουν μια και την ίδια γυναίκα, που πήρε την ονομασία πόρνη. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όμως κάνει λόγο για άλλη γυναίκα, αξιοθαύμαστη και σεμνή, τη Μαρία την αδελφή του Λαζάρου, που άλειψε τα άχραντα πόδια Του σκουπίζοντας τα με τις τρίχες των μαλλιών της.
Αυτή την ημέρα ψάλλεται και το περίφημο τροπάριο, τελευταίο στην ακολουθία, της ευσεβούς και λογίας ποιήτριας του Βυζαντίου, Κασσιανής. Η ηρωίδα του ποιήματός της, η γυναίκα που άλειψε με μύρο τον Κύριο ήταν η πόρνη που αναφέρουν οι Ευαγγελιστές (και όχι η ευσεβής ποιήτρια Κασσιανή).
Να και το εξαίσιο τροπάριο σε μετάφραση:
  

Κύριε, η γυναίκα, η οποία περιέπεσε σε πολλές αμαρτίες, επειδή κατανόησε, ότι ήσουν Θεός (ενανθρωπήσας), αναλαμβάνει έργο μυροφόρου και θρηνούσα φέρει σε Σε μύρα γα να Σε αλείψει πριν ακόμη (αποθάνεις και) ενταφιασθείς. Και λέγει: Αλίμονο σε μένα! γιατί εγώ ζω μέσα σε μια νύκτα, η οποία είναι γεμάτη από πυκνό σκοτάδι και δεν φωτίζεται ούτε από αμυδρό φως, όπως είναι το φως της σελήνης, τρέχω προς τη σαρκική ηδονή ασυγκράτητος, όπως τρέχουν τα ζώα, όταν τα κεντήσει αλογόμυγα, ζω κυριευμένη από τον έρωτα της αμαρτίας. Αλλά Συ, που υψώνεις τα νερά της θάλασσας, μεταβάλλοντάς τα σε νεφέλες, δέξου των δακρύων μου το ακατάσχετο ρεύμα. Λύγισε (και χαμήλωσε από το άπειρο ύψος Σου) προς εμένα, που Σε ικετεύω με τους στεναγμούς της (μετανοούσης) καρδίας μου, Συ ο Οποίος, με την ακατάληπτη και απερίγραπτη ενανθρώπισή Σου, λύγισες τους ουρανούς (και κατέβηκες στη γη). Θα φιλήσω με συνεχή και ακατάπαυστα φιλιά τα αμόλυντα Σου πόδια και πάλι (βρέχοντας με τα δάκρυά μου) θα τα σπογγίσω με τις πλεξίδες της κεφαλής μου, αυτά τα πόδια των οποίων το βροντώδη ήχο (από τα βάδισμά Σου) όταν άκουσε μέσα στο Παράδεισο η Εύα εκείνο το δειλινό (της ημέρας της παραβάσεως), φοβήθηκε και από το φόβο της κρύφθηκε. Τα πλήθη των αμαρτιών μου, αλλά και τα απύθμενα βάθη των κρίσεών Σου και των βουλών Σου (δηλαδή τους μυστηριώδεις και απερινόητους τρόπους που χρησιμοποιείς για τη σωτηρία των ανθρώπων,) ποίος θα μπορέσει να εξερευνήσει, ψυχοσώστα Σωτήρα μου; Συ που έχεις άπειρο την ευσπλαχνία, μη παραβλέψεις εμένα, τη δική Σου δούλη!

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἰδοῦ ὁ Νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὑπὲρ τὴν πόρνην ἀγαθὲ ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα, ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθω ἀσπαζόμενος, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης παράσχῃς, τῶν ὀφλημάτων κράζοντι Σωτήρ· Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Παρίου

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων. Ἐπειδὴ ἀγάπησε τὸν Θεὸ ἀπὸ βρέφος καὶ ἄσκησε κάθε ἀρετή, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Παρίου. Αὐτός, σύμφωνα καὶ μὲ ὅσα ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο, τὸν θεῖο καὶ μεγάλο Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, δὲν πείσθηκε νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν ἀσεβὴ αἵρεση ὅσων ἀθετοῦσαν τὴν πάνσεπτη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ ὑπογράψει στὸν ἄδικο τόμο γιὰ τὴν κατάλυση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ διωγμοὺς καὶ πειρασμοὺς καὶ θλίψεις καὶ στεναχώριες, μεταβαίνοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ μετακινούμενος συνεχῶς. Ἀναφέρεται δὲ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.) καὶ τοῦ Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.) διέμενε ἐξόριστος σὲ κάποιο μικρὸ νησὶ πρὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀφοῦ ὑπεράσπισε τὰ πατρικὰ δόγματα καὶ μισώντας μέχρι τέλους τὶς διδασκαλίες τῶν κακόδοξων, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος χειροτόνησε διάκονο καὶ πρεσβύτερο τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰγνάτιο A’ ( 23 Ὀκτωβρίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἱερεὺς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ὁμολογίας διαλάμπεις τῇ αἴγλῃ, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε Βασίλειε· τῶν εἰκονομάχων γάρ, τὴν ἀπάτην ἐλέγχων, πόνοις προσωμίλησας, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας· καὶ μεταστὰς ἐν δόξῃ πρὸς Θεόν, τῶν σὲ τιμώντων, ἀπαύστως μνημόνευε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν βασιλικήν, προσάγων ἱερουργίαν, τῷ Παμβασιλεῖ, Βασίλειε θεοφάντορ, ὁλοκάρπωμα θεῖον, τοὺς θείους ἀγῶνάς σου, ἱερῶς αὐτῷ προσέφερες, Ἱεράρχα πανσεβάσμιε, ἐκβοῶν τοῖς προσιοῦσί σοι· Ἡ τῆς Εἰκόνος τιμή, ἀνυψοῦται Χριστῷ.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Βασίλειε ἱερέ, τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως μυσταγωγός· χαῖρε Ἐκκλησίας, βασίλειος λαμπρότης, τῆς ἄνω βασιλείας, χαῖρε συμμέτοχε.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Μάρτυρας ἐν Μπουζάου Ρουμανίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας μαρτύρησε τὸ ἔτος 372 μ.Χ. γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ στὸ Μπουζάου τῆς Ρουμανίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς Ἐπίσκοπος Παβίας

Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανεῖς γονεῖς καὶ γεννήθηκε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ τὸ ἔτος 680 μ.Χ. ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Παβίας τῆς Λομβαρδίας. Ὡς Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ καταπολέμησε σφοδρῶς τοὺς αἱρετικοὺς Μονοθελητές, ἐργάστηκε δραστήρια γιὰ τὴ συμφιλίωση Βυζαντίου καὶ Λομβαρδῶν. Ἡ διακονία του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, σὲ κάποια ἐπιδημία ποὺ ἐνέσκηψε στὴ Λομβαρδία, ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη.
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 710 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ὁσία Ἀνθούσα 

Ἡ Ὁσία Ἀνθούσα, ἡ βασίλισσα, ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (741-775 μ.Χ.) καὶ τῆς τρίτης συζύγου του Εὐδοκίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα της διαμοίρασε ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχούς, σὲ ἐκκλησίες καὶ ἱδρύματα καὶ ἔγινε μητέρα πολλῶν ὀρφανῶν καὶ προστάτιδα χηρῶν. Μολονότι δέχθηκε πολλὲς παρακλήσεις καὶ πιέσθηκε ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη αὐγούστα Εἰρήνη τὴν Ἀθηναία (797 – 802 μ.Χ.) νὰ μείνει μαζί της καὶ νὰ συμβασιλεύσει, δὲν ἀποδέχθηκε.
Ἡ Ὁσία Ἀνθούσα ἐκάρη μοναχὴ ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου καὶ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Ὁμονοίας ἢ Εὐμενείας. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 809 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Οἱ Ἅγιοι Δήμης καὶ Πρωτίων οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δήμης ἢ Δημῆς καὶ Πρωτίων, ἄθλησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Παρέστησαν αὐτόκλητοι στὸν ἡγεμόνα τῆς χώρας τους, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τοὺς βασάνισαν ποικιλοτρόπως. Τοὺς γύμνωσαν καὶ τοὺς ἔδεσαν μὲ ἁλυσίδες καί, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν στὴ γῆ, τοὺς κτυποῦσαν ἀλύπητα, ὥστε φάνηκαν τὰ σπλάχνα αὐτῶν. Στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας τοὺς ἔκλεισε στὴ φυλακή, ὅπου τοὺς ἄφησε χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ ἐπὶ τριάντα ἡμέρες. Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου τοὺς γιάτρεψε τὶς πληγὲς καὶ τοὺς ἔδιδε τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, κατὰ τὸν λέγοντα «ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος».

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας τοὺς κάλεσε καὶ πάλι γιὰ νὰ τοὺς ἐξετάσει καὶ νὰ ἐλέγξει ἂν ἔχουν μεταστραφεῖ, τοὺς εἶδε σώους καὶ ὑγιεῖς. Μόλις τὰ πλήθη τῶν ἀσεβῶν εἶδαν τὸ θαῦμα τῆς διασώσεως τῶν Ἁγίων, ἔπεσαν στὰ πόδια τους καὶ κραύγαζαν: «Εἴμαστε Χριστιανοί». Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλισθοῦν.
Ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀρτέμων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας στὴ Λαοδικεία. Ἕνα χρόνο πρὶν τὸ θάνατό του, μπῆκε στὸ ναὸ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Σισίννιο καὶ κατέστρεψε τὰ εἴδωλα. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀναχώρησε γιὰ νὰ συλλάβει τὸν Ἐπίσκοπο. Ἀρρώστησε ὅμως καὶ κινδύνευσε ἡ ὑγεία του. Ζήτησε τότε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτὸν καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι ἐὰν ἀποκτοῦσε τὴν ὑγεία του, θὰ τοῦ κάνει χρυσὴ εἰκόνα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγινε καλά, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Καισάρεια. Καὶ ὅταν βρῆκε στὸν δρόμο τὸν Ἅγιο Ἀρτέμονα, τὸν συνέλαβε, τὸν ἔδεσε καὶ συρόμενο τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή. Ἔπειτα προσπάθησε μὲ τὴ βία νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος ἔμεινε πιστὸς στὴν πατρώα εὐσέβεια, τοῦ ἀπέκοψαν κάποια μέλη ἀπὸ τὶς σάρκες του καὶ τὰ ἕψησαν στὴ σχάρα. Στὴν συνέχεια ἔκαψαν ἕνα λέβητα, γιὰ νὰ ρίξουν τὸν Ἅγιο μέσα σὲ αὐτὸν καὶ νὰ καεῖ. Δύο ἀετοὶ σήκωσαν τὸν ἄρχοντα καὶ τὸν ἔριξαν μέσα ὅμως στὸ λέβητα. Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων τελειώθηκε μετὰ ἀπὸ λίγο διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Οἱ Ἅγιοι Δαβίδ, Ἰωάννης καὶ Μηνᾶς οἱ Ὁσιομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες Δαβίδ, Ἰωάννης καὶ Μηνᾶς ἦταν μοναχοὶ καὶ τελειώθηκα τοξευόμενοι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Μετακομιδὴ τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου εἰς Κωνσταντινούπολη

Ἡ μετακομιδὴ τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Ζήλας στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε τὸ ἔτος 942 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (913 – 959 μ.Χ.). Χειρόγραφο Μηναῖο τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. φέρει τὸ ἑξῆς δίστιχο κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή:

«Ζώνην τιμίαν τῇ βασιλίδι δίδως
Βασίλισσα πάντιμε Θεογεννῆτορ».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Σέργιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σεργίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀναφέρεται σὲ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγιοταφιτικοῦ Μετοχίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δὲ ἑορτὴ αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Μανουήλ, τῆς ὁποία χρημάτισε ἡγούμενος.

Ὁ Ἅγιος Σέργιος καταγόταν ἀπὸ περιφανὴ οἰκογένεια τοῦ Βυζαντίου. Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, ἐνάρετος καὶ πολὺ μορφωμένος. Ὁ Ἅγιος ἦταν τόσο ταπεινός, ποὺ ὅταν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Θεοφυλάκτου, 27 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 956 μ.Χ., τοῦ πρότειναν νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἀρνήθηκε καὶ ὑπέδειξε τὸν Πολύευκτο. Ἀνῆλθε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο σὲ μεγάλη ἡλικία, τὸ ἔτος 999 μ.Χ., ὅταν κλήθηκε ἀργότερα ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Β’ (976 – 1025 μ.Χ.), σὲ διαδοχὴ τοῦ Πατριάρχου Σισιννίου Β’. Συνεκάλεσε Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ βεβαίωσε τὰ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Φωτίου κατὰ τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν πραχθέντα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του μεταφράστηκαν στὴ Ρωσικὴ γλῶσσα οἱ ἐκκλησιαστικοὶ νόμοι χάριν τῶν ἱερέων τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1019.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος 

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος ἄθλησε στὴν Κύπρο. Ἡ Ἐκκλησία τιμάει τὴν μνήμη του στὶς 24 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος Ἐπίσκοπος Ριαζὰν καὶ Μούρωμ 

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε στὴ Ρωσία μεταξὺ τοῦ 13ου καὶ τοῦ 14ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ λόγω τῶν ἀρετῶν του ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ριαζὰν καὶ Μούρωμ. Ἦταν ἐκεῖνος ποὺ διαπλέοντας θαυματουργικὰ νερό, μετέφερε τὴ θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ στὴν πόλη τοῦ Ριαζάν. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τὴ μνήμη του στὶς 21 Μαΐου, 10 Ἰουνίου, 3 καὶ 10 Ἰουλίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης 

Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἔζησε καὶ ἀνεδείχθη κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε μᾶλλον λίγα χρόνια μετὰ τὸ ἔτος 1630 μ.Χ., στὸ χωριὸ Γόλιτσα τῶν Ἀγράφων, τῆς (τότε) ἐπαρχίας Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, στὴ σημερινὴ κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου τοῦ νομοῦ Καρδίτσας. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι Χριστιανοί, μὲ τὴν ἐργασία τους κατόρθωσαν στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς τους μὲ αὐτάρκεια καὶ στοργικὰ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀνατροφὴ τῶν δυὸ παιδιῶν τους ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ πατέρα συγκλόνισε τὴν οἰκογένεια καὶ ἐπισκίασε τὴν εὐτυχία τους.

Ὁ Ἀναστάσιος, αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου, ἔμεινε ὀρφανὸς σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ἡ μητέρα τους μὲ τὴ βαθιὰ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν εὐσέβειά της ἀγωνίζεται ἀγώνα σκληρὸ «πρὸς τὰ τῆς χηρείας δεινά» καὶ ἀναλαμβάνει μόνη της τὸ βάρος τῆς οἰκογενειακῆς εὐθύνης. Ἐργάζεται ἀγόγγυστα γιὰ νὰ συντηρήσει τὰ δύο ἀνήλικα παιδιά της καὶ νὰ τὰ ἀναθρέψει μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.

Πολὺ σύντομα στὸ πλευρὸ τῆς γυναίκας βρέθηκε καὶ ὁ μικρὸς Ἀναστάσιος, γιὰ νὰ ἀναλάβει καὶ ἐκεῖνος ἕνα μέρος ἀπὸ τὶς εὐθύνες γιὰ τὴ συντήρηση τῆς οἰκογένειάς του.

Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε συγκλονίσει ἀπὸ νωρὶς τὴν καρδιὰ τοῦ Ἀναστασίου καὶ ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης θέρμαινε τὴν παιδική του ψυχή. Ἔνιωθε ζωηρὰ καὶ πολὺ ἔντονα τὴν κλίση καὶ τὸν ζῆλο πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἀπέφευγε τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου καὶ ἀναζητοῦσε συχνὰ τὴν ἡσυχία σὲ τόπους ἐρημικούς. Ἐκεῖ, ἀφοσιωμένος στὸν Θεό, διέθετε ὅλο τὸν χρόνο του στὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Σύντομα ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἔφυγε πρὸς τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς Βόλου. Κατέληξε στὸ μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς, ποὺ εἶχε χτίσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνίτσας Βόλου καὶ εἶναι ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα.

Ὅταν ἔφθασε στὸ μοναστήρι τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στὸν ἡγούμενο καὶ μὲ ὅλο τὸν σεβασμὸ ἀνέφερε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς του. Ἐκεῖνος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ τοῦ ἐξήγησε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ αὐστηρὸ πρόγραμμα τῆς μονῆς. Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως ἐπέμενε, δίνοντας τὴν ὑπόσχεση πὼς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ὑπερνικήσει ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ θὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ καθήκοντα ποὺ ὅριζε ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ ἡγούμενος, ὡς ἔμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἀναστασίου καὶ διαπίστωσε τὴν ἀμετακίνητη καὶ σταθερὴ ἀπόφασή του νὰ μονάσει. Ἔτσι τὸν δέχθηκε στὸ μοναστήρι.  Ἐκεῖ ὁ Ἀναστάσιος ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀκάκιος. Καὶ τὴν ἴδια νύχτα ποὺ δέχθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα, ἀξιώθηκε μὲ θεία ὀπτασία. Εἶδε σὰν νὰ βαστοῦσε στὰ χέρια του μία ἀναμμένη λαμπάδα, ποὺ εἶχε φῶς ὑπέρλαμπρο καὶ φώτιζε ὅλο τὸν τόπο ἐκεῖνο.

Ὁ νέος μοναχὸς μὲ τὴν συμπεριφορά, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν πνευματικότητά του κέρδισε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν συμπάθεια ὅλων τῶν πατέρων τῆς μονῆς. Ὅμως, οἱ ἀνάγκες καὶ οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν πάρα πολλὲς καὶ τοῦ ἀφαιροῦσαν πολύτιμο χρόνο ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσε πλέον, διότι πολὺ σύντομα εἶχε κατακτήσει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ καὶ ἡ ψυχή του ἀναζητοῦσε ἄλλο χῶρο γιὰ ἀπόλυτη ἡσυχία καὶ μεγαλύτερη ἄσκηση.

Ἔτσι, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1660 – 1670 μ.Χ., ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀρχικὰ ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ κατέφυγε σὲ κάποιο σπήλαιο, κοντὰ στὴ «Σκήτη τοῦ Καυσοκαλύβη», ὅπου ἀσκήτεψε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη μόρφωσή του, τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα πρόγραμμα ἀσκήσεως καὶ πνευματικῆς ἐργασίας. Χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση ἐπισκέπτεται μοναστήρια καὶ σκῆτες, ἐρημητήρια ἡσυχαστῶν καὶ σπήλαια ἀσκητῶν καὶ ἀναζητεῖ, «ὡς ἔλαφος διψῶσα ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων», τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ δοκιμασμένους μοναχούς. Ὑποτάσσεται πρόθυμα σὲ αὐτούς, συνεργάζεται μαζί τους καὶ μαθητεύει μὲ ὑπομονὴ κοντά τους.

Ὁ Ὅσιος φθάνει τελικὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη ἐπίσκεψη σὲ αὐτὸ ἀπομακρύνεται σὲ ἐρημικὴ τοποθεσία ἐπάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ ἡσυχάσει. Ἐκεῖ ἔμεινε πολὺ καιρὸ καὶ κάθε Σάββατο κατέβαινε στὸ μοναστήρι καὶ ἐκκλησιαζόταν.

Ἑπόμενος σταθμός του ἦταν ἡ σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν γνωστὸ ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς γέροντα πνευματικό του, ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Βόλου γιὰ νὰ σπουδάσει τὴ βυζαντινὴ μουσική. Ὁ γέροντας χάρηκε πάρα πολὺ ὅταν συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο καὶ ζήτησε νὰ τὸν πάρει μαζί του ὡς μοναχό. Ἐκεῖνος ὅμως ζήτησε τὴν εὐχή του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μὴν ἐπιμείνει, διότι ἤθελε νὰ ἀσκητέψει μόνος του.

Ὕστερα ἀπὸ τὴν συνάντηση αὐτὴ ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ σκήτη τοῦ Παντοκράτορος πρὸς ἄγνωστη κατεύθυνση καὶ μὲ συμβουλὴ τοῦ γέροντος πνευματικοῦ Γαλακτίωνος ἦλθε στὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπάνω στὴ Μεταμόρφωση, γιὰ νὰ μονάσει. Ἐκεῖ ἀσκητεύοντας παρέμεινε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια.

Κάποτε ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος εἶδε τὸν Ὅσιο Μάξιμο τὸν Καυσοκαλυβίτη ( 13 Ἰανουαρίου), μὲ κάτασπρη καὶ ἀστραφτερὴ ἱερατικὴ στολή, νὰ περιφέρεται καὶ νὰ θυμιατίζει ὅλο τὸ ναὸ καὶ ἕνα πλῆθος μοναχῶν μὲ τὴν ἴδια λευκὴ στολὴ νὰ τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ρώτησε, «ποιοὶ ἦσαν αὐτοὶ ποὺ τὸν συνόδευαν», ὁ Ὅσιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, οἱ ὁποῖοι χάρις σὲ αὐτὸν εὑρῆκαν τὴ σωτηρία τους».

Ἐπειδὴ τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ ἡ περιοχὴ ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος ἦταν δύσβατη καὶ ἄνυδρη, ἀναγκάσθηκε νὰ μετακινηθεῖ χαμηλότερα πρὸς τὴ θάλασσα, πρὸς τὸ ἀκρωτήρι τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ σημερινὴ σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων (Ἁγίας Τριάδος). Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀναζήτησε τὴν κατοικία του σὲ ἕνα μικρὸ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του. Μὲ τὶς σπάνιες ἀρετές του ἀναδείχθηκε κατὰ τὸν ὑμνωδὸ «κορυφαῖος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Θεοφόρων Πατέρων τὸ καύχημα».
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος προέβλεψε καὶ προεῖπε τὴν κοίμησή του σὲ ὅλους τοὺς ὑποτακτικοὺς ποὺ μόναζαν κοντά του. Ἰδιαίτερα ὅμως στὸν μοναχὸ Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου ἀπὸ τὴν σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή του, εἶπε: «Ἐγὼ τώρα Ἀθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρὰ καὶ πλέον δὲν θὰ βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Νὰ ἔχεις τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας μας». Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, τὸ ἔτος 1730 μ.Χ. καὶ σὲ ἡλικία ἑκατὸν περίπου ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκακίᾳ ἐμπρέπων Πάτερ Ἀκάκιε, καὶ λαμπρότητι βίου ἀστὴρ ὡς πάμφωτος, τῶν Ὁσίων μιμητὴς τῶν πάλαι γέγονας, καὶ χαρισμάτων θεϊκῶν, δαψιλῶς ἀξιωθείς, μὴ παύσῃ καθικετεύων, τὴν Παναγίαν Τριάδα, διδόναι πᾶσι τὸ θεῖον ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐπεφάνης Ὅσιε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀστὴρ νεόφωτος, καταλαμπρύνων τηλαυγῶς, τῶν Ὀρθοδόξων τὸ πλήρωμα, τοῖς σοῖς ἀγῶσι, παμμάκαρ Ἀκάκιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός, καὶ τῶν Μοναζόντων, ἀπλανέστατος ὁδηγός· χαίροις ἀκακίας, κατάκαρπος ἐλαία, Ἀκάκιε παμμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μούρωμ Ρωσίας 

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ μεταφέρθηκε στὴν πόλη αὐτὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο τὸν Πρίγκιπα ( 3 Ἰουλίου), στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν οἱ κάτοικοί της ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος προσπαθοῦσε νὰ τοὺς διδάξει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν πίστευαν μέχρι ποὺ ἀποφάσισαν νὰ τὸν φονεύσουν. Ὁ Ἅγιος τότε προσευχήθηκε θερμὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἄκουσε τὴν ἱκεσία του καὶ φώτισε τὶς καρδιὲς τῶν κατοίκων τοῦ Μούρωμ, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βαπτίσθηκαν.
Ὅταν τὴν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Μούρωμ κατεῖχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, πῆρε τὴν εἰκόνα καὶ κρατώντας την στὰ χέρια ἔπλευσε ἐπάνω στὰ νερά, ἔχοντας γιὰ σχεδία τὸν μανδύα του μέχρι τὸ Ριαζάν, ὅπου καὶ τοποθέτησε τὴν ἱερὰ εἰκόνα σὲ ναὸ τῆς πόλεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μπελινὶτς τῆς Ρωσίας

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου φυλασσόταν ἀρχικὰ σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς τοῦ Μογκίλεβ τῆς Ρωσίας. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς Οὐνίας, τὸ ἔτος 1596, αὐτὴ περιῆλθε στὰ χέρια τῶν Οὐνιτῶν καὶ τοποθετήθηκε σὲ μία ἐκκλησία τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Μπελινίτς, τὸ ὁποῖο ἱδρύθηκε κατὰ τὰ ἔτη 1622 – 1624 ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῆς Μεγάλης Λιθουανίας Λὲβ Σαπέγκα στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Ντρούτα, 45 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Μογκίλεβ. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ εἰκόνα ἀποδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ ἔτος 1876, μὲ τὴν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς τοῦ Μπελινίτς. Ἐκεῖ, στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ 1876, τελέσθηκε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀνακήρυξις τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας 

Ἡ Ἰβηρία, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καλεῖται καὶ Γεωργία, ἑορτάζει τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὴν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας της. Στὴ δυτικὴ Ἰβηρία, ὅπου κατὰ τὴν ἀρχαιότατη παράδοση ἔσπειρε τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὑπῆρχαν ἤδη ἐπὶ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) οἱ Ἐπισκοπὲς Τραπεζοῦντος καὶ Πιτυοῦντος. Κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. ἀναφέρονται ἤδη δύο μητροπολιτικὰ κέντρα, ἡ ἕδρα τῆς Φάσιος καὶ ἡ τῆς Σεβαστοπόλεως, ὑπαγόμενα στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου καὶ τοῦ Ἀντιοχείας Πέτρου, ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀνατολικῆς Ἰβηρίας ἀπέκτησε τὸ αὐτοκέφαλο, ἐνῷ ἡ ὑπόλοιπη ἦταν πρὸ πολλοῦ αὐτοκέφαλος. Ἐπὶ τσάρου Ἀλεξάνδρου Α’ ἡ Ρωσία, τὸ ἔτος 1801, προσήρτησε τὴ χώρα τῆς Γεωργίας στὴν δική της πολιτικὴ ἐξουσία καὶ ἡ Γεωργιανὴ Ἐκκλησία ἀπώλεσε τὸ αὐτοκέφαλο, ὑποτασσομένη στὴ Ρωσική.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας ἐπανέκτησε τὴν ἀνεξαρτησία της τὸ ἔτος 1917.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr