Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς πόλεως τῆς Θεοτόκου, μία ποὺ κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθος «τὰς πόλεις μετὰ τὴν κτίσιν καθαίρειν εἴθιστο». Ὁ ἑορτασμὸς τότε κράτησε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες καὶ διασώθηκε μέχρι σήμερα στὸ Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ λιτὴ γιὰ τὴν γενέθλια ἡμέρα τῆς Πόλεως ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Φόρου καὶ συνεχιζόταν μέχρι τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία. Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ ρυθμὸ βασιλικῆς, ποὺ τότε, προφανῶς λόγω τοῦ μεγέθους του, ὀνομαζόταν Μεγάλη Ἐκκλησία. Τὰ ἐγκαίνια ὅμως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἔγιναν μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 360 μ.Χ., ὁπότε καὶ ἐπίσημα ὀνομάσθηκε Ἁγία Σοφία.

Τὰ ἔργα τῆς πρώτης φάσεως ἀνοικοδομήσεως τῆς Πόλεως ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου στοίχισαν, κατὰ τὸν Κωδινό, 60.000 λίτρες χρυσοῦ.

Ἡ συγκεκριμένη ἡμέρα τῆς τελέσεως τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιλέχθηκε σκόπιμα, γιατί συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ πολιοῦχος τοῦ Βυζαντίου.
Μεταγενέστερες παραδόσεις, ποὺ καταγράφονται εἴτε σὲ χρονογραφήματα εἴτε σὲ ἁγιολογικὲς παραστάσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, θέλουν τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ προσφέρει τὴν πόλη του στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Τῆς Θεοτόκου ἡ πόλις, τῇ Θεοτόκῳ προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται σύστασιν· ἐν αὐτῇ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν, καὶ δι’ αὐτῆς περισώζεται καὶ κραταιοῦται, βοῶσα πρὸς αὐτὴν· χαῖρε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Ὡς περιόσιος κλῆρος ἡ πόλις σου, προσανατίθεται Κόρη τῇ σκέπῃ σου· ἣν σκέποις ἀμάχῳ ἰσχύϊ σου, σοὶ ἀφορῶσαν Παρθένε καὶ κράζουσαν· Σὺ εἶ τοῦ λαοῦ σου ἀσφάλεια.

 

Μεγαλυνάριον.
Πόλις ἡ περίοπτος τοῦ Χριστοῦ, Κεχαριτωμένη, Παντευλόγητε Μαριάμ, ἥνπερ ἔσχες πόλιν, ὡς σχοίνισμα καὶ κλῆρον, φυλάττοις τε καὶ σώζοις, τῇ προμηθείᾳ σου.

Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος οἱ Ἰσαπόστολοι καὶ Φωτιστὲς τῶν Σλάβων 

Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος καὶ Μιχαήλ, ἦταν τέκνα τοῦ δρουγγάριου – στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Λέοντος καὶ γεννήθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη. Εἶχαν δὲ ἄλλα πέντε ἀδέλφια. Ὁ Κωνσταντίνος ἦταν ὁ μικρότερος καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιμέλεια στὰ γράμματα. Παιδὶ ἀκόμη, εἶχε διαβάσει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ εἶχε γράψει ὕμνο πρὸς τιμήν του. Τὰ χαρίσματά του τὰ πρόσεξε ὁ λογοθέτης Θεόκτιστος καὶ τὸν ἔστειλε στὴν σχολὴ τῆς Μαγναύρας, ὅπου μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου σπούδασε βασικὰ φιλοσοφία. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ ἀρχικὰ διορίσθηκε χαρτοφύλακας (ἀρχιγραμματέας) τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀργότερα καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴ σχολὴ τῆς Μαγναύρας.

Ὁ Μιχαὴλ ἀκολούθησε τὴν σταδιοδρομία τοῦ πατέρα τους. Ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ ἀνέλαβε τὴν διοίκηση τῆς περιοχῆς τῶν πηγῶν τοῦ Στρυμόνος, δηλαδὴ στὰ σημερινὰ σύνορα Βουλγαρίας καὶ Σερβίας, ὅπου καὶ γνώρισε καλὰ τοὺς Σλάβους. Παρὰ τὴν ἐπιτυχημένη σταδιοδρομία καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν, βαθιὰ τοὺς συγκλόνιζε ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶχαν μοναστικὴ κλίση, ἀλλὰ πίστευαν στὴ μαρτυρικὴ διακονία τῆς κλίσεώς τους αὐτῆς, γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλες ψυχές.

Ὁ 9ος αἰώνας μ.Χ., ὅταν καὶ ἔλαμψαν οἱ Ἅγιοι, εἶναι μία μεγάλη ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀκμὴ στὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ δύναμη καὶ ἀπὸ ἄνθηση στὴν οἰκονομία, στὰ γράμματα, στὶς τέχνες. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς ἀνασυγκροτεῖται μετὰ τὴν τρικυμία τῆς εἰκονομαχίας. Τὸ πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας, νά μπορεῖ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη, νὰ παρασταθεῖ εἰκονικά, ἔχει ἐπιλυθεῖ. Τὰ ρήγματα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς  καὶ πολιτικὲς συγκρούσεις μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς γίνονται βαθύτερα. Τὰ ἐγκόσμια συμφέροντα, οἱ ἀνταγωνισμοὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία διασποῦν τὴν μέχρι τότε ἑνιαία Χριστιανικὴ Οἰκουμένη σὲ δύο παράλληλους κόσμους, τὸ Βυζαντινὸ καὶ τὸ Φραγκικό. Οἱ διαφορὲς εἶναι ὁρατὲς στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν ἀνέκυψε τὸ θέμα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων τῆς Δύσεως. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀντιδικία μπλέκονται οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί.

Ἀρχικὰ ὁ Κωνσταντίνος ἀναπτύσσει ἱεραποστολικὸ ἔργο μεταξὺ τῆς Τουρκικῆς φυλῆς τῶν Χαζάρων. Ἡ μεγάλη ὅμως εὐκαιρία δίνεται τὸ καλοκαίρι τοῦ 862 μ.Χ., ὅταν φθάνει στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία τοῦ ἡγεμόνος  τῶν Μοραβῶν Ραστισλάβου, ποὺ τὸ ἔθνος του κατοικοῦσε ἀπὸ τὴ Βοημία μέχρι τὰ Καρπάθια καὶ τὸ Δούναβη. Ὁ Ραστισλάβος ζητᾶ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ δάσκαλο, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει στὴ γλώσσα τους τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ προσέλθουν καὶ ἄλλοι στὸν Χριστό. Εἶχαν βαπτισθεῖ πολλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ βαπτισμένοι ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἀγνοοῦσαν τόν Χριστιανισμό, ὅσο καὶ οἱ ἀβάπτιστοι, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι, συνεπεῖς στὴν παράδοσή τους, τοὺς ἐπέβαλαν τὴν γνώση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ λατινικὰ καὶ τὴν λατρεία πάλι στὰ λατινικά, δηλαδὴ σὲ μία γλώσσα ποὺ ἀγνοοῦσαν.

Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ προσκαλεῖ τὸν φιλόσοφο Κωνσταντίνο νὰ ἀναλάβει αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ πρὸς τοὺς Μοραβούς. Τὸ ἔργο τὸ δέχεται ὁ Κωνσταντίνος ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς δημιουργίας γραφῆς στὴ γλῶσσα τῶν Μοραβῶν. Μετὰ ἀπὸ μελέτες φτιάχνει τὸ λεγόμενο γλαγολιτικὸ (ὄχι τὸ κυριλλικό) ἀλφάβητο καὶ ἀρχίζει τὴν μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Βυζαντινῆς Λειτουργίας, καθὼς καὶ ἄλλων βιβλίων.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 863 μ.Χ., ὁ Κωνσταντίνος παίρνει τὸν ἀδελφό του Μιχαήλ, ποὺ εἶχε γίνει μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μεθόδιος, καὶ φθάνει στὴν αὐλὴ τοῦ Ραστισλάβου. Ἡ ἐργασία τους διαρκεῖ τρία χρόνια. Ἔκαναν σπουδαῖες μεταφράσεις, εἰσήγαγαν τὴν βυζαντινὴ παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στὴ Μοραβία. Ἄνοιξαν τοὺς πολιτιστικοὺς ὁρίζοντες τοῦ εὐαγγελιζόμενου λαοῦ. Ἔγιναν οἱ πραγματικοὶ φωτιστές του. Μὲ ἀφετηρία τὴν ἀρχὴ ὅτι κάθε λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ στὴ μητρική του γλώσσα, οἱ ἅγιοι ἀδελφοὶ συγκρότησαν γραπτὴ σλαβικὴ γλώσσα, μετέφρασαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία στὴ γλώσσα αὐτή, καθιέρωσαν τὴν σλαβικὴ ὡς λειτουργικὴ γλώσσα, ἔγραψαν καὶ πρωτότυπα ἔργα καὶ κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητῶν γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μὲ διακόνους καὶ πρεσβυτέρους, ἄριστους γνῶστες τῆς λειτουργικῆς παλαιοσλαβικῆς γλώσσας.

Ἡ διείσδυση ὅμως αὐτὴ ἐνόχλησε τοὺς Φράγκους καὶ τὴ Ρώμη ποὺ ἄρχισαν νὰ ὑποσκάπτουν ἀδιάκοπα τὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία τους.

Ἡ θέση ἡ δική τους, καθὼς καὶ τῶν συνεργατῶν τους μοναχῶν, ἔγινε δύσκολη, ὅταν στὴν Πόλη τὴν ἐξουσία κατέλαβε ὁ Βασίλειος ὁ Β’, ποὺ ξαναέφερε στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο καὶ ἐπανασύνδεσε τὸ Βυζάντιο μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τὸ 866 μ.Χ. καὶ οἱ Βούλγαροι εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τὴν Ρώμη. Ἔτσι ἡ ἱερποστολὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἔλθει σὲ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς Λατίνους.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 868 μ.Χ., ὁ Κωνσταντίνος καὶ ὁ Μεθόδιος φθάνουν στὴ Ρώμη κομίζοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἱεραποστόλου Κλήμεντος, ποὺ εἶχε μαρτυρήσει στὴ χώρα τῶν Χαζάρων. Προσπαθοῦν νὰ τακτοποιήσουν τὶς διαφορές τους μὲ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἐνώπιον τοῦ Πάπα Ἀνδριανοῦ Β’. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν δύο ἀδελφῶν κατέπληξε τοὺς Ρωμαίους κληρικούς. Ὁ Πάπας ἀναγνώρισε τὸ ἔργο τους πανηγυρικά, ἀλλὰ ἐπεδίωξε νὰ τὸ ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ νὰ τὸ προσεταιρισθεῖ. Ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους τὰ σλαβικὰ βιβλία, τὰ εὐλόγησε, τὰ ἀπέθεσε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίας, τὸν ἀποκαλούμενο Φάτνη καὶ τέλεσε μὲ αὐτὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Πάπας ἀπέθεσε τὰ σλαβικὰ βιβλία στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ πρόσφερε ὡς ἀφιέρωμα στὸ Θεό. Ἔδωσε μάλιστα ἐντολὴ σὲ δύο Ἐπισκόπους, τὸν Φορμόζο καὶ τὸν Γκόντριχον, νὰ προχωρήσουν στὴ χειροτονία τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, τῶν μελλοντικῶν κληρικῶν τῶν Σλάβων στὴ μητρική τους γλώσσα. Καὶ μετὰ ταῦτα δόθηκε ἡ ἄδεια σὲ αὐτούς, τοὺς νεοχειροτόνητους κληρικούς, νὰ τελέσουν τὴ θεία λειτουργία σλαβιστὶ στοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, τῆς Ἁγίας Πετρωνίλλας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.

Ὁ Πάπας καταδίκασε ἀκόμη τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀντιδροῦσαν στὴν λειτουργικὴ χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ τοὺς ἀποκάλεσε Πιλατιανοὺς καὶ Τριγλωσσίτες. Μάλιστα ὑποχρέωσε ἕναν Ἐπίσκοπο, ποὺ ὑπῆρξε ὀπαδὸς τοῦ Τριγλωσσισμοῦ, νὰ χειροτονήσει τρεῖς ἱερεῖς καὶ δύο ἀναγνῶστες ἀπὸ τοὺς Σλάβους μαθητὲς τῶν δύο Ἁγίων ἀδελφῶν.

Καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς λειτουργικῆς πανδαισίας σλαβιστὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο. Οἱ Σλάβοι μαθητὲς – κληρικοὶ λειτουργοῦσαν τὴν νύχτα πάνω στὸν τάφο τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῶν ἐθνικῶν, τοῦ Παύλου. Καὶ μάλιστα εἶχαν ὡς συλλειτουργοὺς τους τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, δηλαδὴ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐπισκόπους συμβούλους τοῦ Πάπα, καὶ τὸν Ἀναστάσιο τὸν Βιβλιοθηκάριο. Ἡ πράξη αὐτὴ δὲν ἦταν τυχαία. Εἶχε συμβολικὸ χαρακτήρα. Συνέδεε καὶ παραλλήλιζε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου μὲ τοὺς ἱεραποστολικοὺς ἄθλους τοῦ Παύλου. Σημειωτέον ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως. Καὶ συνεπῶς ἡ μετάβαση καὶ ἡ τέλεση Λειτουργίας σὲ αὐτὸν σλαβιστὶ καὶ μάλιστα  ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἀποτελοῦσε πράξη ρουτίνας, ποὺ ἀπέβλεπε ἁπλῶς στὴν τέλεση ὁρισμένων λειτουργιῶν στὴ σλαβικὴ γλώσσα. Ἦταν ἡ πανηγυρικὴ ἔγκριση τῆς σλαβικῆς ὡς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καὶ τῆς ἀκροβυστίας.

Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τους στὴ Ρώμη, ὁ Κωνσταντίνος ἀρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται τὸ τέλος του καὶ ζητᾶ νὰ πεθάνει ὡς μοναχός. Κείρεται μοναχὸς καὶ ὀνομάζεται Κύριλλος. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 869 μ.Χ. ὁ πύρινος ἱεραπόστολος, ποὺ ἄναψε τὴν φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ στὸ σλαβικὸ κόσμο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Μεθόδιος θέλει νὰ μεταφέρει τὸ σκήνωμά του στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς δὲν τὸ ἐπιτρέπει καὶ τὸν θάβει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ὅπου μέχρι καὶ σήμερα δείχνεται ὁ τάφος του.

Στὴ συνέχεια, ὁ Μεθόδιος χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀρχιεπίσκοπος Σιρμίου, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Παννονία. Ἡ Ρώμη ἐπιδέξια οἰκειοποιεῖται τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας  Κωνσταντινουπόλεως.

Ἡ ζωὴ ὅμως τοῦ Μεθοδίου, ὡς Ἀρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στοὺς ἀνταγωνισμοὺς τῶν Λατίνων καὶ τῶν Φράγκων Ἐπισκόπων, στὶς δολοπλοκίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ γίνεται μαρτυρική. Τὸν φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σὲ μοναστήρι τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ καὶ μόλις τὸ 873 μ.Χ. ὁ Πάπας Ἰωάννης Η’ τὸν ἐλευθερώνει καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ. Ἡ λατρεία ὅμως στὰ σλαβονικὰ ἀπαγορεύεται καὶ μόνο τὸ κήρυγμα ἐπιτρέπεται.  Τὸ 885 μ.Χ., στὴ Μοραβία, ὁ Μεθόδιος παραδίδει τὸ πνεῦμα του μέσα σὲ ἕνα κλίμα ἀντιδράσεων καὶ ραδιουργιῶν. Εἶχε ὅμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ἱεραποστόλους. Αὐτοὶ ξεχύθηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, διέδωσαν καὶ στερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξία στὰ σλαβικὰ Ἔθνη. Ἦταν τέτοια δὲ ἡ δύναμη καὶ τὸ ρίζωμα τοῦ ἔργου τους, ὥστε οὔτε ἡ λαίλαπα τῆς Οὐνίας τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. κατόρθωσε νὰ ἐξανεμίσει τὸ θεολογικὸ καὶ πολιτισμικὸ ἔργο τῶν δύο Ἰσαποστόλων ἀδελφῶν, τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου.

Κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ἀναρίθμητος λαός, ἀφοῦ συγκεντρώθηκε, τὸν συνόδευσε μὲ λαμπάδες καὶ θρήνησε τὸν ἀγαθὸ διδάσκαλο καὶ ποιμένα. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι, χῆρες καὶ ὀρφανά, ξένοι καὶ ντόπιοι, ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς, ὅλοι τὸν συνόδευσαν, γιατί ἔδινε τὰ πάντα σὲ ὅλους, γιὰ νὰ τοὺς κερδίσει.

Ἡ ἱεραποστολικὴ πορεία τους, παρὰ τὰ τόσα θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματά της γιὰ ὁλόκληρο τὸ Βορρά, δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς. Ἂν καὶ ἐργάσθηκαν ὅσο λίγοι γιὰ τὴν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄργησαν οἱ Ἑλληνόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ τοὺς περιλάβουν στὸν κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους τὴ μαθαίνουμε ἀπὸ σλαβικὲς καὶ λατινικὲς πηγὲς καὶ ἀπὸ δύο παλαιοσλαβονικὲς βιογραφίες.

Οἱ δύο Ἅγιοι ἀνεδείχθησαν ἄξιοι μιμητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ πολλοὺς τομεῖς τοῦ βίου καὶ τῆς δράσεώς τους. Κατ’ ἀρχὰς ἐντάσσονται μέσα στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Καὶ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ ἡ Θεία Οἰκονομία ἐκφράζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο μὲ τὴ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», τὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνέστησε ὡς διδάσκαλο στοὺς καιρούς του χάριν τοῦ Σλαβικοῦ γένους, γιὰ τὸ ὁποῖο ποτὲ κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε ἐνδιαφερθεῖ.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν περιφρόνηση τῶν κινδύνων, ἰδίως στὰ ταξίδια καὶ τὶς περιπλανήσεις του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ βιογράφος του σημειώνει ὅτι σὲ ὅλα τὰ ταξίδια του ὁ Μεθόδιος περιέπεσε σὲ πολλοὺς κινδύνους, ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὸν κακὸ ἐχθρὸ (τὸ διάβολο). Κινδύνευσε στὶς ἐρήμους ἀπὸ τοὺς ληστές, στὴ θάλασσα ἀπὸ τρικυμίες, στὰ ποτάμια ἀπὸ θανάσιμους κινδύνους καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε σὲ αὐτὸν ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «Κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψῃ» καὶ σὲ ὅλα τὰ παθήματα, τὰ μνημονευόμενα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο. Καὶ ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι στὸ σχόλιο αὐτὸ δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ὑπερβολικό, ἂν ἀναλογισθοῦμε τὰ ταξίδια του στὴν Κριμαία, τὴ Χαζαρία καὶ τὴ χώρα τῶν Φούλλων, τὴ μετάβασή του στὴ Μοραβία, τὸ ταξίδι στὴ Ρώμη μέσῳ Παννονίας καὶ Βενετίας, τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Παννονία καὶ τὴ Μοραβία, τὴ σύλληψή του ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὴ δίκη καὶ καταδίκη του, τὴ φυλάκισή του ἐπὶ δυόμισι ἔτη, τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὶς συκοφαντίες σὲ βάρος του, τὴ μετάβασή του στὴ Ρώμη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐπιδειξάμενοι, ἐπὶ τὰς χώρας τῶν Σλάβων Εὐαγγελίου τὸ φῶς, διηυγάσατε λαμπρῶς θείῳ κηρύγματι, Θεσσαλονίκης οἱ βλαστοί, καὶ ἀστέρες φαεινοί, Μεθόδιε σὺν Κυρίλλῳ, αὐτάδελφοι θεηγόροι, Ἐκκλησιῶν ἡ σεμνοπρέπεια.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ εὐκλεοῦς ἀναβλαστήσαντες ῥίζης, καὶ ἐν ἁπάσῃ παιδευθέντες σοφίᾳ, Θεσσαλονίκης φοίνικες οἱ πάγκαρποι, ὁ θεόφρων Κύριλλος, καὶ Μεθόδιος ἅμα, ὤφθησαν ¨ομότροποι, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, καὶ τὰς τῶν Σλάβων χώρας ἀληθῶς, θεογνωσίας φωτὶ κατεφώτισαν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Κύριλλε τρισμάκαρ, καὶ Μεθόδιε ἱερέ, τῆς Θεσσαλονίκης, βλαστοὶ οἱ θεοφόροι, καὶ φωτισταὶ τῶν Σλάβων οἱ ἐνθεώτατοι.

Ὁ Ἅγιος Μώκιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Μώκιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Εὐφράτιο καὶ τὴν Εὐσταθία. Ἀγαπώντας τὸν ἱερατικὸ βίο, ἐπιδόθηκε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀμφίπολη τῆς Θράκης. Ὡς ἱερεὺς δίδασκε μὲ θερμὸ ζῆλο τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Λαοδίκιος ἐπρόκειτο νὰ θυσιάσει στὸ θεὸ Διόνυσο, προσῆλθε ὁ Μώκιος καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ καὶ διασκόρπισε τὰ θυμιάματα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ κρεμάσθηκε καὶ γδάρθηκε μὲ σιδερένια νύχια στὸ πρόσωπο καὶ στὰ πλευρά, τέθηκε πάνω σὲ φωτιά. Παρέμεινε ὅμως ἀβλαβὴς καὶ ρίχθηκε δέσμιος στὴ φυλακή. Ἀργότερα ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ὑπέστη πιέσεις ἀπὸ τὸ νέο ἀνθύπατο Μάξιμο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρότερα βασανιστήρια. Τὸν ἔδεσαν πάνω σὲ τροχὸ καὶ καταμωλωπίσθηκε καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ θηρία. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Μπροστὰ στὰ θαύματα αὐτὰ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου, ὁ ἀνθύπατος ὅμως ἀπέστειλε αὐτὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Φιλιππήσιο στὸ Βυζάντιο, ὅπου τὸ 288 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ὑπέστη τὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Ἀργότερα ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μωκίου μεγαλοπρεπὴ ναό, στὸν ὁποῖο κατέθεσε καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ. Στὸ ναὸ αὐτὸν γινόταν αὐτοκρατορικὴ προσέλευση κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή.  Στὸ ναό, ἐπίσης, φυλασσόταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σαμψὼν τοῦ Ξενοδόχου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξης, θυσίαν λογικήν, καὶ ὁλόκληρον θῦμα, ἀθλήσεως ἄνθραξι, σεαυτὸν προσενήνοχας· ὅθεν Μώκιε, διπλῷ στεφάνῳ σε στέφει, ὁ δοξάσας σε, ὡς δοξασθείς σου τοῖς ἄθλοις, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Καθοπλισθείς, τῷ θυρεῷ τῆς πίστεως, τῶν ἀσεβῶν, τὰς παρατάξεις ἔτρεψας, καὶ ἐδέξω δόξης στέφανον, παρὰ Κυρίου μάκαρ Μώκιε· διὸ μετὰ Ἀγγέλων ἀγαλλόμενος, περίσωζε κινδύνων τοὺς ὑμνοῦντάς σε, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Μωκώμενος πλάνην τὴν δυσσεβῆ, ὡς τῆς εὐσεβείας, θεορρήμων ἱερουργός, ᾔσχυνας τοῖς ἄθλοις, ἐν ἀσθενείᾳ Μάρτυς, τοῦ σκότους τὸν προστάτην, Μώκιε ἔνδοξε.

Ὁ Ἅγιος Ἐβέλλιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐβέλλιος μαρτύρησε στὴν πόλη Πίζα τῆς Ἰταλίας, ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος καὶ Σισίνιος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Διόκλητος καὶ Φλωρέντιος 

Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἦταν πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη. Ἐνῷ οἱ διῶκτες του ἀρχικὰ τὸν ἔριξαν στὸν Τίβερη ποταμό, ἐκεῖνος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ διασώθηκε καὶ μετὰ τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σισίνιος ἦταν διάκονος καὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, Διόκλητο καὶ Φλωρέντιο, στὴν πόλη Ὄσιμο, κοντὰ στὴν Ἀγκόνα, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἁρμόδιος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἁρμόδιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. τῆς μονῆς Κρυπτοφέρρης στὴ Ρώμη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Νέος 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος ἢ Διοσκορίδης ὁ Νέος καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Ἀφοῦ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ ἀρνήθηκε νὰ ἀποκηρύξει τὸν Χριστό, ρίχθηκε στὴ φυλακή. Ἐμμένοντας στὴν πίστη του, ἀποκεφαλίσθηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ οἱ Θαυματουργοὶ Ἰσαπόστολοι

Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ ἦταν συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Ἔζησαν καὶ ἔδρασαν κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελάριος, Ναοὺμ καὶ Κλήμης ἦλθαν στὴ Βουλγαρία, ὅπου καὶ κοιμήθηκαν ὁσιακὰ μετὰ ἀπὸ τὶς μύριες διώξεις καὶ κακουχίες τῶν Φράγκων κληρικῶν καὶ τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν.

Τὸν Ἅγιο Γοράσδο, ποὺ συνέχισε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, τὸν βλέπουμε νὰ ἀγωνίζεται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Κλήμη ἐναντίον τῶν Φράγκων ὑποστηρικτῶν τοῦ filioque ἢ τῆς «υἱοπατρικῆς αἱρέσεως». Τὴ μετέπειτα ἱεραποστολική του δράση δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἐλέγξουμε ἀπόλυτα. Οἱ ὑποθέσεις εἶναι δύο: ἡ μὲν πρώτη ποὺ τὸν θέλει νὰ ἐργάζεται στὴ νότια Πολωνία, ὅπου τελεῖται ἡ μνήμη του στὶς 17 Ἰουλίου. Ἡ δεύτερη θεωρεῖ ὅτι ἐργάζεται στὸ Βεράτι τῆς Ἀλβανίας, ὅπου κατὰ τὸν Ρῶσο ἱστορικὸ Γολθβίνσκϊυ στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μονὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Γοράσδου.  Στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Παναγίας στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μία λειψανοθήκη, ποὺ μαρτυρεῖ τὴ φύλαξη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων, πρωτίστως δὲ τῶν Ἁγίων Γοράσδου καὶ Ἀγγελαρίου.
Τὸ 1742 μ.Χ. ἐκδόθηκε στὴ Μοσχόπολη τῆς Μακεδονίας «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων ἑπταρίθμων, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ ἐν ἱερομονάχοις Γρηγορίου Μοσχοπολίτου», στὴν ὁποία βέβαια ἀναγράφεται ὅτι ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἑορτάζεται στὶς 17 Ἰουλίου. Ἐπίσης, στὸ χειρόγραφο 201 τῆς μονῆς Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἱ Ἅγιοι μνημονεύονται στὶς 26 Νοεμβρίου, ὡς ἀκολούθως: «ἐν μηνὶ Νοεμβρίου 26 μνήμη τῶν ἁγίων καὶ δικαίων ἰσαποστόλων, θεοφόρων πατέρων, Κυρίλλου, Μεθοδίου, Γοράσδονος, Κλήμεντος, Ναοὺμ καὶ Σάββα».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Οἱ Ἁγίες Ὀλυμπία καὶ Εὐφροσύνη οἱ Ὁσιομάρτυρες 

Οἱ Ὁσίες Ὀλυμπία ἢ Ὀλυμπιὰς καὶ Εὐφροσύνη ἔζησαν τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἡ Ἁγία Ὀλυμπία γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερέας καὶ ἡ μητέρα της θυγατέρα ἱερέως. Ἡ οἰκογένεια τῆς Ἁγίας ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατοίκησε στὴν Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ οἱ οἰκεῖοι της τὴν ἔστειλαν στὴ μονὴ τῶν Καρυῶν τῆς Θέρμης Λέσβου, τὴ σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, στὴν ὁποία ἦταν ἡγούμενη ἡ θεία της, μοναχὴ Δωροθέα. Ἐκεῖ, σὲ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν ἡ Ἁγία ἐκάρη μοναχὴ καὶ σὲ ἡλικία εἰκοσιπέντε ἐτῶν, ὅταν ἡ θεία της πέθανε, ἔγινε ἡγουμένη.
Μετὰ παρέλευση δέκα ἐτῶν, τὸ 1235, πειρατὲς ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς. Οἱ μοναχὲς διασκορπίσθηκαν καὶ ὅσες δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τὶς κακοποίησαν. Ἡ ἡγουμένη Ὀλυμπία καὶ ἡ μοναχὴ Εὐφροσύνη βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς. Τὴν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τὴν κρέμασαν σὲ δένδρο, τὴν ἔκαψαν. Τὴν Ὀλυμπία τὴν ἔκαψαν σὲ ὅλο τὸ σῶμα μὲ λαμπάδες, διαπέρασαν τὰ αὐτιά της μὲ πυρωμένη σιδερόβεργα καὶ τέλος, τὴν κάρφωσαν σὲ ξύλο μὲ εἴκοσι καρφιά.

Ἔτσι οἱ δυὸ Ἁγίες εἰσῆλθαν  στὴ χαρὰ τοῦ οὐράνιου Νυμφίου τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τῇ Μονῇ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τῇ χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε  ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τῇ θείᾳ, ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πᾶσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ μακαρίζομεν.

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἔγκλειστος

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου στὶς 11 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδραρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τὸ 1316. Τὸ 1319 μετέφρασε τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴ Σλαβονικὴ γλώσσα καὶ ἀπαίτησε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀνελλιπῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1324.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἰωσήφ, πρῶτος Μητροπολίτης Ἀστραχάν, γεννήθηκε στὸ Ἀστραχὰν τὸ 1579. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀστραχὰν σὲ ἡλικία πενήντα δύο ἐτῶν.

Τὸ 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀστραχάν. Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1672 καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μία ἐπαναστάσεως τῶν κατοίκων τῆς πόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ τελειώθηκε μαρτυρικά. Τὸ μαρτύριό του καταγράφηκε μὲ λεπτομέρεια ἀπὸ δύο αὐτόπτες μάρτυρες, ἱερεῖς τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἀστραχάν, τὸν π. Κύριλλο καὶ τὸν π. Πέτρο.

Οἱ ἱερεῖς πῆραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα, τὸ ἔνδυσαν μὲ ἀρχιερατικὰ ἄμφια καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ ἕνα ἑτοιμασμένο μνημεῖο. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πανυχίδος, τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε  στὸ παρεκκλήσι καὶ παρέμεινε ἄταφο γιὰ ἐννέα ἡμέρες. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τοποθετήθηκαν μέσα σὲ μνημεῖο καὶ ἐπιτελοῦσαν θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἁγιοποιήθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1918.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀργύριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἐπανομίτης

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος γεννήθηκε τὸ 1788 στὴν Ἐπανωμὴ τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν Ἀστέριο καὶ τὴ Βασιλική, τὸ γένος Ντουγιούδη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἦλθε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου προσλήφθηκε ἀπὸ κάποιον ράπτη ὡς ὑπηρέτης.

Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ τὴ Σοχὸ βρισκόταν κλεισμένος στὴ φυλακὴ τοῦ πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ κάποιο ἔγκλημα ποὺ εἶχε κάνει. Μὴν ἔχοντας νὰ πληρώσει τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ζητοῦσε ὁ πασᾶς, τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν κρεμάσει. Μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου ὁ φυλακισμένος ἀποφάσισε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ χαροποίησε τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν πῆγαν σὲ ἕνα καφενεῖο στὴν τοποθεσία Ταχτάκαλα μὲ σκοπὸ νὰ τὸν μυήσουν στὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία.

Ὁ Ἀργύριος, ποὺ εἶχε πληροφορηθεῖ τὸ γεγονός, εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς στὸ καφενεῖο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὸ παράπτωμά του καὶ ταυτοχρόνως νὰ τὸν παρακινεῖ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ στάση του αὐτὴ προκάλεσε τόσο πολὺ τοὺς Γενίτσαρους, ποὺ ὅρμησαν ἐπάνω του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν γρονθοκοποῦν τόσο ἄγρια, ὥστε θὰ τὸν σκότωναν, ἐὰν δὲν ἀνέστελλε τὴν ὀργή τους ἡ ἐλπίδα μήπως καὶ μπορέσουν νὰ τὸν προσελκύσουν στὴν δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, ἀπειλώντας τον ὅτι θὰ τὸν σκοτώσουν, νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Σὰ βροντὴ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Νεομάρτυρα: «Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ἀρνιέμαι τὴν πίστη μου. Δόξα καὶ τιμή μου ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ ἀποθάνω γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».

Οἱ Ἀγαρηνοὶ τότε ὁδήγησαν τὸν Ἀργύριο στὸν κριτή, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου προσπάθησαν καὶ πάλι νὰ τὸν μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε ἀπειλὲς καὶ πότε κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις γιὰ δῶρα καὶ ἀξιώματα. Μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες, οἱ Γενίτσαροι, ἐπανέλαβαν καὶ πάλι τὶς προσπάθειές τους, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ζήτησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν κριτὴ νὰ διατάξει τὴν ἐκτέλεσή του. Αὐτὸς ὅμως, βλέποντας ὅτι ὁ Ἀργύριος δὲν εἶχε διαπράξει κάποιο ἀδίκημα ἄξιο θανάτου, προσπάθησε νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων καὶ νὰ τοὺς πείσει πὼς δὲν εἶναι δίκαιο νὰ σκοτώσουν ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνοι ταράχθηκαν καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του καὶ ἔτσι ὁ κριτὴς διέταξε τὴν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του.
Ἔτσι, σὲ ἡλικία μόλις δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ 1806 καὶ ἡμέρα Παρασκευή, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα τόπο λεγόμενο Καμπὰν (σημερινὸ Καπάνι), στὴν κεντρικὴ ἀγορὰ τῆς πόλεως, ὅπου καὶ ἀπαγχονίσθηκε καὶ ἐπισφράγισε τὴν ὁμολογία του στὸν Χριστὸ μὲ τὴ θυσία τοῦ αἵματός του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα, Ἐπανομή σε, θεῖον βλάστημα, καὶ πολιοῦχον, Νεομάρτυς τοῦ Σωτῆρος Ἀργύριε, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἄθλησιν μέλπουσα, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει κραυγάζουσα· Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀθλήσας Ἅγιε ἐσχάτοις χρόνοις, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, θανατωθεὶς ὑπὲρ αὐτοῦ· διὸ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εὐσεβείας νέον φυτόν, Ἀργύριε Μάρτυς, Ὀρθοδόξων ἡ καλλονή· χαίροις τῶν Μαρτύρων, ἰσότιμος ἐν δόξῃ, Ἐπανομῆς τὸ ἄνθος, τὸ εὐωδέστατον.

Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἐκ Γεωργίας

Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στὴν ἔρημο τοῦ Δαβιδγκαρέτζι, τὴ «Θηβαΐδα τῆς Γεωργίας». Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1871.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, κατὰ κόσμον Θεόδωρος Γκουμπίν, γεννήθηκε σὲ ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ χωριὸ Μάκοβετς, κοντὰ στὴν Ταρούσσα, τῆς ἐπαρχία Καλούγκα. Τὸ 1838 σπούδασε στὸ θεολογικὸ σεμινάριο τῆς Καλούγκα καὶ ἀργότερα εἰσῆλθε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στὶς 8 Μαρτίου 1842 ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοφύλακτος. Στὶς 15 Μαρτίου τοῦ ἰδίου ἔτους χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 28 Ἰουνίου πρεσβύτερος.

Ἀφοῦ δίδαξε σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολές, ἐξελέγη στὶς 10 Φεβρουαρίου 1863 Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως. Ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διέπρεψε στὸν ἀσκητικό του βίο.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1872.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Χάρκωβ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος, κατὰ κόσμον Θεοφάνεβιτς Πετρόφσκϊυ, γεννήθηκε στὴν πόλη Λοὺκ τῆς περιοχῆς τῆς Βολυνίας τὸ 1851. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὸ τμῆμα Νομικῆς, μετὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του παραδόθηκε σὲ μία ζωὴ ἔκλυτη. Μία ἡμέρα τοῦ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο ἡ νεκρή του μητέρα, ποὺ ὁ νέος τὴν ἀγαποῦσε πάρα πολὺ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἀλλάξει ζωὴ καὶ νὰ μπεῖ σὲ μοναστήρι. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπάκουσε στὴν αἴτησή της, ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός.

Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος μαζὶ μὲ ἄλλους ἱερωμένους τῶν ὁποίων οἱ ἐκκλησίες εἶχαν κλείσει, βρῆκε καταφύγιο στὴ γυναικεία μονὴ τοῦ Κοζέλσκινσκϊυ, στὴν ἐπαρχία τῆς Πολτάβα. Ἐξαιτίας τῶν διωγμῶν πενήντα μοναχὲς ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστήρι καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πσέλ, ὅπου ἵδρυσαν μία σκήτη. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ὁ ἐξομολόγος τους. Μὲ τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν μοναστηριῶν καὶ τὶς ἐκκλησίες ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ἡ σκήτη παρέμεινε τὸ μοναδικὸ κέντρο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, προσελκύοντας ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ πιστῶν μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν διαφόρων τελετῶν. Τὸ 1932 ἡ σκήτη λεηλατήθηκε ἀπὸ τὶς σοβιετικὲς ἀρχές. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταστροφὴ ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐμὰνκ καὶ συνενώθηκε μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπολίτης Σέργιος Σταρογκορόντσκϊυ. Τὸ 1933 μεταφέρθηκε στὴ θέση τῆς Βινίτσα καὶ τὸ 1937 στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος γρήγορα κέρδισε τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν πιστῶν τοῦ ποιμνίου του. Ἡ κοινωνικότητα, ἡ ζωντάνια καὶ τὸ μειλίχιο ὕφος του συνοδεύονταν ἀπὸ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπιλύει μὲ ἁπλότητα καὶ σοφία τὶς διαμάχες καὶ νὰ παρακινεῖ τοὺς ἐνορίτες στὴν πίστη καὶ στὴ χριστιανικὴ ζωὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διώξεων.

Κατὰ τὸ 1930 οἱ ἐκκλησίες τοῦ Χαρκώβ, ποὺ εἶχαν ἐναπομείνει, ἦταν σὲ μεγάλο βαθμὸ στὰ χέρια τῶν ἱερέων ποὺ καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν «Ἀναδιοργάνωση» (Obnovlency) ἢ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Μονάχα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Λυσάγια Γκόρα, ἕνα μακρινὸ προάστιο τῆς πόλεως, ἀνῆκε στὴν κοινότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ, χάρη στὸν ποιμαντικὸ ζῆλο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ἐξελισσόταν μία ζωντανὴ ἐκκλησιαστικὴ δραστηριότητα. Κάθε ἑβδομάδα οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου συγκέντρωναν χιλιάδες ἀνθρώπων καὶ κάθε Κυριακὴ ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε ἀρκετὲς ὧρες. Ἐπίσης, πάντοτε τὴν Κυριακή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος βάπτιζε δεκάδες ἀνθρώπων (μερικὲς φορὲς μέχρι καὶ ἑκατὸν εἴκοσι).

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀφύπνιση τῶν κατοίκων τοῦ Χάρκωβ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου προκάλεσαν τὴν ἀποδοκιμασία τῶν ἀρχῶν. Στὶς 28 Ἰουλίου 1938 ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ στὶς 17 Ἰουνίου 1939 καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ στρατοδικεῖο σὲ δεκαετὴ φυλάκιση μὲ τὴν κατηγορία τῆς «ἀντιεπαναστατικῆς προπαγάνδας». Στὶς 5 Ἰανουαρίου 1940 αὐτὴ ἡ καταδίκη ἀποσύρθηκε καὶ ἡ περίπτωση τοῦ Ἀλεξάνδρου τέθηκε σὲ συμπληρωματικὴ ἔρευνα. Ἀλλὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν ἄντεξε τὴν διάρκεια  τῆς προφυλακίσεώς του καὶ πέθανε στὶς 24 Μαΐου τοῦ 1940 στὸ ἀναρρωτήριο τῆς φυλακῆς. Μέσα ἀπὸ μεγάλες δυσκολίες καὶ κινδύνους, οἱ πιστοὶ κατόρθωσαν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν μυστικὰ στὸ κοιμητήριο Ζαλγιούτνσκϊυ τοῦ Χάρκωβ. Ἔκτοτε ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἔγινε τόπος ἱεροῦ προσκυνήματος καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ πιστοὶ τοῦ Χάρκωβ συνέχισαν νὰ ἐναποθέτουν στὸν τάφο του λουλούδια.
Τὸ 1993, ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας (Πατριαρχεῖο Μόσχας) ἐπεκύρωσε τὴν τοπικὴ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου τελεῖται, ἐπίσης, τὴν ἡμέρα ποὺ ἀφιερώθηκε στὴ μνήμη τῶν Νεομαρτύρων τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας, τὴν 9η Μαΐου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, κατὰ κόσμον Λάμπρος Κανέλλος, γεννήθηκε στὰ Μέγαρα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν γεωργὸς καὶ οἰκοδόμος. Νυμφεύθηκε τὴν Βασιλικὴ καὶ ἀπὸ τὸν γάμο του ἀπέκτησε δύο υἱούς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Δημήτριο. Κάποιος βράδυ, στὸ χωριὸ Μάντρον, ὁραματίσθηκε τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία τοῦ ὑπέδειξε νὰ πάει στὴν Σαλαμίνα, ὅπου βρῆκε τὴν ἱερὰ εἰκόνα της καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἐρειπωμένο ναὸ αὐτῆς. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1862, ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε νέα μονή, τὴν γνωστὴ ἕως σήμερα μονὴ τῆς Φανερωμένης. Ἐκεῖ ἀργότερα ὁ Ὅσιος ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Λαυρέντιος. Μοναχὴ ὅμως ἔγινε καὶ ἡ σύζυγός του, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σὲ Βασσιανή. Γιὰ τὰ πολλά του πνευματικὰ χαρίσματα καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, σύμφωνα καὶ μὲ σχετικὸ χειρόγραφο σημείωμα, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1707. Ἡ τιμία κάρα του, ποὺ φέρει ἀργυρὸ περίβλημα, ἀπόκειται σὲ προσκύνηση στὸ ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

πολυτίκιον. χος α’. Τς ρήμου πολίτης.
Τν Μεγάρων τν γόνον, σκητν τν μότροπον, κα φρουρν Μονς Σαλαμνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως δελφοί, ς μέτοχον τς δόξης το Χρίστου, να τούτου τας πρεσβείαις πάσης ργς, ῥυώμεθα κραυγάζοντες· δόξα τ δεδωκότι σοι σχύν, δόξα τ σ στεφανώσαντι, δόξα τ χορηγοῦντι δι σοῦ, μῖν Πάτερ τ πρόσφορα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ Μεγάρων Ὅσιε, οἷάπερ φοῖνιξ βλαστήσας, μυστικῶς ἐξήνθησας, ἐν Σαλαμῖνι τῇ νήσῳ· ἔνθα δή, Μονὴν ἐγείρας τῇ Θεοτόκῳ, σκήνωμα, τοῦ Παρακλήτου λαμπρὸν ἐδείχθης, τῇ ὁσίᾳ σου ἀσκήσει, Χριστοῦ θεράπον, Πάτερ Λαυρέντιε.

 

Μεγαλυνάριο.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μεγαρεών, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Σαλαμῖνος, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ φύλαξ καὶ προστάτης, Πάτερ Λαυρέντιε.

Ὁ Ἅγιος Σίμων ὁ Ἀπόστολος ὁ Ζηλωτής

Ὁ Ἀπόστολος Σίμων, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀδελφὸς τοῦ Ἰούδα τοῦ Λεββαίου, εἶχε τὴν ἐπωνυμία Καναναῖος ἢ Κανανίτης. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ δὲν φανερώνει τὴν καταγωγὴ τοῦ Ἀποστόλου Σίμωνος ἀπὸ τὴ Χαναὰν ἢ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας. Ἡ λέξη «Καναναῖος» εἶναι Χαλδαϊκὴ καὶ σημαίνει «Ζηλωτής». Πράγματι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸν προσονομάζει ὡς «Ζηλωτή».

Οἱ ζηλωτὲς ἀποτελοῦσαν μία ξεχωριστὴ κοινωνικὴ τάξη στὴν Ἰουδαϊκὴ κοινωνία κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λαϊκοὺς ἀγωνιστές, οἱ ὁποῖοι μάχονταν ἐναντίον τῶν Ρωμαίων κατακτητῶν, συνεχίζοντας τὴν παράδοση τῶν Μακκαβαίων ἐπαναστατῶν. Ὅμως συχνά, πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ἐκμεταλλεύονταν τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα καὶ καταντοῦσαν τύραννοι τοῦ ἰδίου τοῦ λαοῦ τους. Προέβαιναν σὲ παράνομες πράξεις βίας καὶ ληστειῶν γιὰ ἴδιο ὄφελος καὶ γι’ αὐτὸ τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. εἶχε ἀναπτυχθεῖ λαϊκὴ δυσαρέσκεια κατὰ τοῦ κινήματος τῶν ζηλωτῶν. Οἱ συσταυρούμενοι μὲ τὸν Κύριο ληστὲς ἦταν ζηλωτές.

Δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ Σίμων ἀνῆκε στὴν μερίδα τῶν ζηλωτῶν ἢ προερχόταν ἀπὸ αὐτή. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ προερχόταν ἀπὸ τοὺς ζηλωτές. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἀνῆκε ταυτόχρονα καὶ στοὺς ζηλωτές, διότι τὸ ζηλωτικὸ κίνημα ἦταν ἀντίθετο μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχει βέβαια καὶ μία ἄλλη ὑπόθεση γιὰ τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα. Εἶναι πιθανὸ νὰ μὴν εἶχε καμία σχέση μὲ τοὺς ζηλωτὲς καὶ τὸ προσωνύμιο «Ζηλωτής» νὰ σήμαινε τὸν ἔνθεο ζῆλο του.

Κάποιοι ταυτίζουν τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα μὲ τὸ νυμφίο τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ, ὅπου ὁ Κύριος ἔκανε τὸ πρῶτο θαῦμα Του, μεταβάλλοντας τὸ νερὸ σὲ κρασί. Ὅμως  ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἔχει κανένα ἱστορικὸ ἔρεισμα καὶ πρόκειται γιὰ αὐθαίρετη ὑπόθεση.
Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Σίμων μετὰ τὴν Πεντηκοστή, μετέβη καὶ κήρυξε τὸν θεῖο Λόγο στὴν Αἴγυπτο, Ἀφρικὴ καὶ Λιβύη. Ἀργότερα, μετέβη μὲ τὸν Ἰούδα τὸν Θαδδαῖο στὴ Μεσοποταμία καὶ Περσία, συνελήφθη καὶ ὑπέστη τὸν διὰ σταυροῦ μαρτυρικὸ θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλος ἔνθεος, καταλαβών σε, τοῦ γνωσθέντος σοι, σαρκὸς ἐν εἴδει, ζηλωτὴν ἐν Ἀποστόλοις ἀνέδειξε· καὶ τοῦ Δεσπότου ζηλώσας τὸν θάνατον, διὰ Σταυροῦ πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησας· Σίμων ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀσφαλῶς, τὰ τῆς σοφίας δόγματα, ἐν ταῖς ψυχαῖς, τῶν εὐσεβούντων θέμενον, ἐν αἰνέσει μακαρίσωμεν, τὸν θεηγόρον πάντες Σίμωνα· τῷ θρόνῳ γὰρ τῆς δόξης νῦν παρίσταται, καὶ σὺν Ἀσωμάτοις ἐπαγάλλεται, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Ζηλῶν διαπύρως ὦ Ζηλωτά, τῷ σὲ θεηγόρον, ἀναδείξαντι Μαθητήν, ζηλωτὴς ἐν πᾶσι, καὶ μιμητὴς ὡράθης, ὦ Σίμων Χριστοκῆρυξ, τοῦ σὲ δοξάσαντος.

Μεσοπεντηκοστή 

Τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Τὰ βυζαντινὰ χρόνια, ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξει τὴν Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γιὰ νὰ δεῖ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 μ.Χ. στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικὰ τοῦ ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία τοῦ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτι γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν πατριάρχη. Καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο ἔπαιρνε μέρος καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγει τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτι.

 

Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασή της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράταση τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

 

Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτάσιμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:

 

«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».

 

 

Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχει δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθεῖ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας - μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάρι. Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐξελέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ (Ἰω. 7, 14 – 30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἡ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμο. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφοὺς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ’ ἤχου:

 

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·

Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».

 

 

Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώρα μεταξὺ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράση τοῦ Κυρίου. «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37 – 38). Καὶ σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής. «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικὴ ἀδεία μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ’ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ δρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποῦ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα» (Ἰω. 4, 14). Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημό τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτεμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαίρετους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ’ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ’ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:

 

«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».

 

 

Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ’ καὶ τὸ δεύτερό του δ’ ἤχου:

 

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».

 

 

Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:

 

«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».

 

Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλὴ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περίφημους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης τς ορτς διψσάν μου τήν ψυχήν εσεβείας πότισον νάματα· τι πσι, Σωτήρ βόησας· διψν ρχέσθω πρός με καί πινέτω. πηγή τς ζως, Χριστέ Θεός, δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμους σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Οἱ Ἅγιοι Ἀλφειός, Κυπρίνος καὶ Φιλάδελφος οἱ Μάρτυρες οἱ Αὐτάδελφοι

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλφειός, Κυπρίνος καὶ Φιλάδελφος ἦταν ἀδελφοί, υἱοὶ τοῦ ἄρχοντα Πρεφεκτῶν Βιταλίου καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Βασκάνων τῆς Νότιας Ἰταλίας. Ἀφοῦ διδάχθηκαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ κάποιον Ὅσιο ἄνδρα ποὺ ὀνομαζόταν Ὀνήσιμος, κήρυτταν τὸν Χριστό. Καταγγέλθηκαν γιὰ τὴν θεοφιλὴ δράση τους, συνελήφθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀνηγγελίωνα ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ ἀπεστάλησαν δέσμιοι στὴ Ρώμη. Ἀπὸ ἐκεῖ, μετὰ τὴν πρώτη ἀνάκριση, μεταφέρθηκαν στοὺς Ποτιόλους πρὸς τὸν ἡγεμόνα Διομήδη, αὐτὸς δὲ τοὺς παρέπεμψε στὸν ἄρχοντα τῆς Σικελίας Τέρτυλλο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς μεταπείσει, τοὺς καταδίκασε σὲ θάνατο. Τὸν μὲν Ἀλφειὸ ἀποκεφάλισαν, ἀφοῦ τοῦ ἀπέκοψαν τὴ γλῶσσα, τὸν δὲ Φιλάδελφο κατέκαψαν πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, ἐνῷ τὸν Κυπρίνο τηγάνισαν μέσα σὲ τεράστιο τηγάνι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἔρασμος καὶ Ὀνήσιμος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς δεκατέσσερις μαρτυρήσαντες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἔρασμος καὶ Ὀνήσιμος μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους δεκατέσσερις Μάρτυρες, ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τοὺς Ἅγιους Μάρτυρες Ἀλφειό, Κυπρίνο καὶ Φιλάδελφο που τιμούνται σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Ὁμολογητής

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἡσυχίου τοῦ Ὁμολογητοῦ τιμᾶται τὴν 6η Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Ἄγνωστο γιατί επαναλαμβάνεται καὶ σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ μωρός 

Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος γεννήθηκε τὸ 319 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καὶ συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου Μακαρίου. Μετέβη μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴ Ρώμη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησε μὲ τὴν Ὁσία Μελανία γιὰ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου.

Ὁ Ὅσιος διακρινόταν γιὰ τὴν πραότητά του καί, ἐκτὸς τοῦ δώρου τῶν δακρύων, γιὰ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία περιέπιπτε σὲ ἔκσταση, ἐνῷ ἔτρωγε. Μὲ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου Μακάριο καὶ Παμβὼ ἔπληττε τὸν μὴ ἀκτήμονα μοναχό: «Τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν».

Ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ ἤθελε νὰ τὸν κάνει Ἐπίσκοπο καὶ κατόπιν τὸν ἀπέλασε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἔρημο ποὺ ἀσκήτευε. Ὁ Ὅσιος, μὲ τοὺς μοναχοὺς μαθητές του, ζήτησε τότε τὴν προστασία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 404 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Οἱ Ὅσιοι Πασσαρίων, Ἀγάπιος καὶ Φιλήμων

Ὁ Ὅσιος Πασσαρίων ὁ Πρεσβύτερος ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ φημισμένους ἀσκητὲς τῆς Παλαιστίνης. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιου (420 – 458 μ.Χ.) καὶ χρημάτισε διδάσκαλος τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἔγινε ἱδρυτὴς γηροκομείου στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε καὶ εὐκτήριος οἶκος ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του καὶ στὸν ὁποῖο κατὰ τὶς 21 Νοεμβρίου ἐτελεῖτο ἡ μνήμη του.
Οἱ μετ’ αὐτοῦ φερόμενοι Ὅσιοι Ἀγάπιος καὶ Φιλήμων ἦταν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Πασσαρίωνος καὶ συνασκητές.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος 

Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Οὔλστερ τὸ 517 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς στρατιώτη. Σπούδασε στὴ σχολὴ τοῦ Ἁγίου Φινιανοῦ καὶ ἵδρυσε τὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μπένγκορ, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ πολυπληθέστερη καὶ ἐνδοξότερη τῆς Ἰρλανδίας. Λέγεται ὅτι ἐπὶ ἡμερῶν του ἐγκαταβιοῦσαν στὴ μονὴ γύρω στοὺς τρεῖς χιλιάδες μοναχούς. Ἐφάρμοσε τοὺς μοναχικοὺς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ εἶχε ὡς πρότυπο τὸν Ἀνατολικὸ μοναχισμό.
Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 602 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ἡ πάροδος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ ἐκ τῆς νήσου Ζακύνθου 

Τὸ 1087 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 – 1118 μ.Χ.) καὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ’ τοῦ Γραμματικοῦ (1084 – 1111 μ.Χ.), ἡ ἐπαρχία τῆς Λυκίας καὶ ἡ πόλη τῶν Μύρων δεινοπαθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μοναχοί, ποὺ διακονοῦσαν στὸ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, συναινοῦν στὴν πρόταση «ἐμπόρων» ἀπὸ τὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν κληρικοί, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων καὶ τὴν μετακομιδὴ στὸ Μπάρι.
Κατὰ τὴν συναξαριστικὴ παράδοση, τὸ Ἅγιο λείψανο ἀναχώρησε τὴν 1η Ἀπριλίου τοῦ 1087 καὶ ἔφθασε στὸ Μπάρι στὶς 20 Μαΐου. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ τοποθετεῖται χρονικὰ καὶ ἡ πάροδος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ἀπὸ τὰ Ἐπτάνησα. Ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις γιὰ πιθανὴ στάση τοῦ πλοίου πρὸς ἀνεφοδιασμό, εἴτε στὴ Ζάκυνθο, εἴτε ἀλλοῦ, πλὴν ὅμως δὲν ἔχει ἀποδειχθεῖ τίποτε ἀκόμη μὲ ἱστορικὰ στοιχεῖα. Τὸ βέβαιο εἶναι πάντως ὅτι ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ πάροδος καταγράφηκε ἀνεξίτηλα στὴν συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τῆς Ζακύνθου, ὁ ὁποῖος κληροδότησε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη στοὺς ἀπογόνους του, ὥστε αὐτὴ ἡ εὐλογημένη πάροδος νὰ ἑορτάζεται πανηγυρικὰ στὶς 10 Μαΐου ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ἅγιος Σίμων Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας 

Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας, ἦταν ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Πατερικὸν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου» καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.

Τὸ 1206 ἀνεδείχθη ἡγούμενος τῆς μονῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμὶρ καὶ τὸ 1214, μὲ ἐπιθυμία τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου Βσεβολοντόβιτς ( τὸ 1238 μ.Χ.), ἔγινε ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας. Στὸ ἀρχιερατικό του κατάλυμα ἀγωνιζόταν πνευματικά, ὅπως καὶ στὸ μοναστήρι. Κάποτε μάλιστα, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ σὲ ὅραμα τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία συνοδευόταν ἀπὸ πλῆθος ἀκτινοβόλων Ἁγίων, ἐνῷ στὰ δεξιὰ καὶ στ’ ἀριστερά της στέκονταν οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος.
Ὁ Ἅγιος Σίμων, τὴν παραμονὴ τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1226, ἔλαβε τὸ μέγα ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀρχικὰ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη τοῦ Βλαδιμίρ, ἀλλὰ ἀργότερα, σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία ἐπιθυμία του, τὸ τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐπειδὴ ὅμως στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ κυρίως στὴ Λαύρα, ἐπικράτησε ἡ αἵρεση τῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου, ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔφθασε στὴν περιοχὴ τοῦ Βόλου, στὸ χωριὸ Ἅγιος Λαυρέντιος, ὅπου ἄρχισε νὰ κτίζει μοναστήρι. Τότε βασίλευε ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνός, ὁ ὁποῖος ἀπέστειλε στὸν Ὅσιο χρυσόβουλλο καθὼς καὶ τὸν ἀπαιτούμενο χρυσὸ καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ ναοῦ. Ὁ ναὸς ἀποπερατώθηκε τὸ 1378. Στὴν συνέχεια ὁ Ὅσιος ἵδρυσε σκήτη ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καὶ τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἡ ὁποία γρήγορα ἀπέκτησε μεγάλη φήμη καὶ ἔγινε πόλος ἕλξεως πολλῶν νέων καὶ μορφωμένων μοναχῶν.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος διῆλθε τὸ βίο του μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ κοιμήθηκε  μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐκ Κριμαίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐστάθιος γεννήθηκε τὸ 1745. Σὲ ἡλικία μόλις δεκατεσσάρων ἐτῶν ὁμολόγησε θαρραλέα τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἐνώπιον ἑνὸς Τουρκικοῦ δικαστηρίου, κακοποιήθηκε καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Ἐπειδὴ ἀρνιόταν νὰ ἀποκηρύξει τὴν πίστη του στὴν πατρώα εὐσέβεια, ἀποκεφαλίσθηκε στὴ Θεοδοσία τὸ 1759. Ἐνταφιάσθηκε, πιθανόν, στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ βρισκόταν στὸ μοναστήρι τῆς Βατσισαράυ. Κοντὰ σὲ αὐτὸ διέμενε ὁ Μητροπολίτης τῆς Κάφφα Γεδεών.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Ἱερομάρτυρος τοῦ Θαυματουργοῦ 

Ἡ Ἐκκλησία τιμάει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Ἱερομάρτυρος καὶ Θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας, στὶς 22 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.
Δὲν ἔχουμε πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῶν ἀδελφῶν του Κιέβου» ἐν Ρωσίᾳ 

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ὀνομάζεται ἔτσι ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κιέβου καὶ τὴν μονὴ στὴν ὁποία φυλασσόταν. Ἀρχικὰ βρισκόταν στὸ Βίσγκο – Ρὸντ καὶ ἀργότερα μετακομίσθηκε στὸ Κίεβο.
Τὸ 1662, ὅταν οἱ Τάταροι εἰσέβαλαν στὴν πόλη τοῦ Βίσγκο – Ρόντ, κατέστρεψαν τὸ ναὸ στὸν ὁποῖο ἐτιμᾶτο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἔριξαν στὸ ποτάμι τὴν εἰκόνα. Αὐτή, ἐπιπλέοντας ἐπάνω στὸ νερό, ἔφθασε μέχρι τὸ μοναστήρι Μπράτσκϊυ (=τῶν Ἀδελφῶν). Οἱ Πατέρες τῆς μονῆς μὲ πνευματικὴ χαρὰ βρῆκαν τὴν εἰκόνα καὶ μὲ εὐλάβεια τὴν μετέφεραν στὸ μοναστήρι τους.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 2 Ἰουνίου καὶ 6 Σεπτεμβρίου.

 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, υἱὸς τοῦ Ἀμώς, γεννήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα περὶ τὸ 774 π.Χ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν τεσσάρων μεγάλων Προφητῶν, ὁ λαμπρότερος καὶ μεγαλοφωνότερος ἀπὸ αὐτούς. Τὸ ὄνομα Ἡσαΐας, ἑβραϊστὶ Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ὁ Θεὸς σώζει».

Κατὰ ἀρχαία ραββινικὴ παράδοση, ὁ πατέρας του ἦταν ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἀμασίου, ἡ δὲ θυγατέρα του λέγεται ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα Μανασσῆ. Οἱ παραδόσεις αὐτές, θρῦλοι μᾶλλον καὶ ὄχι ἱστορικὲς ἀλήθειες, ὑποδηλώνουν πάντως τὴν εὐγενὴ καταγωγὴ τοῦ Ἡσαΐου. Ὁ Ἡσαΐας ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε ἀποκτήσει δύο παιδιά, τὰ ὁποία ἀναφέρονται στὶς Προφητεῖες του. Σὲ αὐτά, κατ’ ἐντολὴν προφανῶς τοῦ Θεοῦ, εἶχαν δοθεῖ συμβολικὰ ὀνόματα. Τοῦ μὲν πρώτου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰασοὺβ καὶ σημαίνει κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα «τὸ ὑπόλοιπο θὰ ἐπιστρέψει», δηλαδὴ οἱ ἐναπομείναντες στὴν αἰχμαλωσία Ἰουδαῖοι θὰ ἐπανέλθουν στὴν πατρίδα τους. Τοῦ δὲ ἄλλου τὸ ὄνομα ἦταν Μαχὲρ Σχαλὰζ Χὰς Βὰζ καὶ σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον», σὲ δήλωση τῆς ἐπικείμενης κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδρομῆς τῶν Ἀσσυρίων καὶ Βαβυλωνίων.

Ὁ Ἡσαΐας κλήθηκε στὴν προφητικὴ διακονία του κατὰ τὸ 738 μ.Χ., τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωάθαμ. Ὁ ἴδιος ἱστορεῖ σὲ μία συναρπαστικὴ περιγραφὴ τὴν κλήση του. Εὑρισκόμενος στὸ ἱερὸ εἶδε τὸν Κύριο καθήμενο ἐπάνω σὲ θρόνο ὑψηλό, ἐνῷ ὁ ναὸς ἦταν πλημμυρισμένος ἀπὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς θείας δόξας. Τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ἵσταντο γύρω ἀπὸ τὸ θεῖο θρόνο προσφωνώντας καὶ ἀντιφωνώντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας «ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ». Μπροστὰ στὸ μεγαλειῶδες αὐτὸ θέαμα ὁ Ἡσαΐας καταλύφθηκε ἀπὸ βαθιὰ συγκίνηση καὶ δέος, ἀναλογίστηκε τὴν ἀναγιότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ ἀναφώνησε ὅτι, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ. Μετὰ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ὁμολογία του, ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφὶμ ἔλαβε διὰ τῆς λαβίδος στὸ χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, στὸ ὁποῖο καιγόταν εὐῶδες θυμίαμα, ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ Ἡσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: «ἰδού, αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τελείως καὶ θὰ ἀπαλείψει ἀπὸ σένα τὶς ἁμαρτίες σου».

Τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα ἐπεκτάθηκε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκίου, ἴσως δὲ καὶ ἐπὶ Μανασσῆ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ὅπως λέγεται καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἐκτελέσθηκε μὲ ξύλινο πριόνι, ἐπειδὴ τὸν ἔλεγξε δημοσίως γιὰ τὴν ἀσέβειά του.

Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε ὁ Ἡσαΐας ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὸ Ἰσραηλιτικὸ βασίλειο. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐκτραπεῖ σὲ μία ὑλόφρονα ζωή, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας δὲν δίσταζαν μπροστὰ σὲ καμία ἀδικία καὶ παρανομία. Οἱ ἱερεῖς ἦταν μέθυσοι, οἱ ψευδοπροφῆτες ὀργίαζαν, οἱ ἄρχοντες ἦταν κλέφτες. Οἱ ψευδοευλαβεῖς ἐκεῖνοι, ποὺ νήστευαν καὶ προσέφεραν θυσίες ὑποκριτικὰ καὶ ἦταν ἄδικοι καὶ ἀνελεήμονες, εἶχαν πληθυνθεῖ καὶ συνεργοῦσαν στὴ διαφθορά.

Μία τέτοια κατάπτωση ἦταν ἑπόμενο νὰ ὁδηγήσει σὲ ὀλιγοπιστία, σὲ ἀπιστία πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σὲ ἐκτροπὴ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἀσέβειας ποὺ κυριαρχοῦσε, μὲ σκοπὸ τὴν παιδαγωγία, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖο νόμο, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε συμφορὲς καὶ θλίψεις, ἰδιαίτερα δὲ τὶς καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς ξένων, γειτονικῶν καὶ μακρινῶν λαῶν.

Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα, καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς δράσεώς του, ἦταν νὰ ἐλέγχει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀσέβεια, νὰ καταδικάζει αὐστηρότατα τὴν ἀποστασία καὶ εἰδωλολατρία, νὰ προλέγει θλίψεις κατὰ τοῦ ἀποστάτη λαοῦ καὶ νὰ καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό. Σὲ περίοδο δὲ προφανῶν κινδύνων, ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν καὶ δουλείας τοῦ λαοῦ, ἐνθάρρυνε τοὺς ἀποκαρδιωμένους, ἀναθέρμαινε τὴν πίστη καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεό, καλλιεργοῦσε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἐντονότερα τὸν Ἡσαΐα εἶναι κυρίως οἱ πολυάριθμες καὶ καθαρότατες Χριστολογικὲς Προφητεῖες του. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ, ὅπως καὶ τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ «Ἐμμανουήλ», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, «Εὐαγγελικὸς Προφήτης», οἱ δὲ Προφητεῖες του «Καθ’ Ἡσαΐαν Εὐαγγέλιον».
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου ποὺ ἦταν πλησίον τῶν Βλαχερνῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνῳ φθογγῇ, τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν παρουσίαν Χριστοῦ, Προφῆτα θεσπέσιε· σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἐλλαμφθεὶς τῇ δυνάμει, κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης· διὸ σὲ Ἡσαΐα, ὕμνοις γεραίρομεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τῆς προφητείας τὸ χάρισμα δεδεγμένος, προφητομάρτυς Ἡσαΐα θεοκῆρυξ, πᾶσιν ἐτράνωσας τοῖς ὑφ' ἥλιον, τὴν τοῦ Θεοῦ φωνήσας μεγαλοφώνως σάρκωσιν· Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι λήψεται.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθρακι τὰ χείλη σου καθαρθείς, τῆς ὑπερκοσμίου, θεωρίας θεουργικῶς, ὤφθης Ἡσαΐα, Προφήτης θεηγόρος, καὶ τοῦ Χριστοῦ προλέγεις, σαφῶς τὴν σάρκωσιν.

Ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὁ Μεγαλομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπὸ ἡμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας ( 4 Σεπτεμβρίου).

Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».

Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου.

Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατειχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό.  Μία μέρα παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς. Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς, διότι  δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστοφόρο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.

Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ’ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία «ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.

Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστοφόρο νὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστοφόρο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστοφόρο προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δύο διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν. Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251 μ.Χ.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολαῖς ταῖς ἐξ αἵματος, ὡραϊζόμενος, Κυρίῳ παρίστασαι, τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, Χριστοφόρε ἀοίδιμε· ὅθεν σὺν Ἀσωμάτων, καὶ Μαρτύρων χορείαις, ᾄδεις τῇ τρισαγίῳ, καὶ φρικτῇ μελῳδίᾳ, διὸ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς, σῶζε τοὺς δούλους σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χριστὸν φέρων ἔνδοξε, ἐν τῇ ψυχῇ σου, ἰσχυρῶς κατέβαλες, τῶν ἐναντίων τὰς ἀρχάς· διὸ Χριστὸν ἐκδυσώπησον, ὦ Χριστοφόρε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Μάρτυς ἀκατάπληκτος καὶ στερρός, πέλων τῇ ἰδέᾳ, Χριστοφόρε καὶ τῷ νοΐ, τῶν ἀντικειμένων, κατέπληξας τὰ στίφη, ἀθλήσας ὑπὲρ φύσιν, πόθῳ τοῦ Κτίστου σου.

Οἱ Ἁγίες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου καί, ἀφοῦ βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς μὲ σιδερένιες ράβδους ποὺ διαπέρασαν τὸ σῶμά τους, μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.)

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἐπίμαχος καὶ Γορδιανὸς οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐπίμαχος ὁ Ρωμαῖος καὶ Γορδιανὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἄθλησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Κατηγορήθηκαν ὡς Χριστιανοί, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἀφοῦ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸν ἴδιο τάφο καὶ σημαντικὸ μέρος αὐτῶν φυλάσσεται στὸ Ἀββαεῖο τῶν Βενεδικτίνων στὸ Κέμπτον τῆς Βαυαρίας στὴ Γερμανία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων 

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔγινε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ 333 μ.Χ. καὶ διαδέχθηκε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Μακάριο (314 – 333 μ.Χ.). Τὰ προηγούμενα χρόνια, ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), ὅταν οἱ Χριστιανοὶ ἐδιώκοντο, εἶχε καταδικασθεῖ στὰ μεταλλεῖα, ὅπου τοῦ ἔβγαλαν τὸν δεξιὸ ὀφθαλμὸ καὶ τοῦ ἀκρωτηρίασαν τὸ ἀριστερὸ πόδι. Τὸ 335 μ.Χ. συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Τύρου, ἀλλὰ δὲν ὑπέγραψε τὴν καταδίκη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τὸ δὲ 349 μ.Χ. ὑποδέχθηκε μὲ μεγάλη χαρὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 350 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ὅσιος Σίος 

Ὁ Ὅσιος Σίος γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ποὺ δὲν εἶχαν ἄλλα παιδιά. Ὁ Σίος ἦταν μοναδικὸς κληρονόμος τῆς τεράστιας περιουσίας τους καὶ ἡ μοναδικὴ παρηγοριὰ τῶν γηρατειῶν τους. Τὸν ἀνέθρεψαν, λοιπόν, μὲ περισσὴ στοργὴ καὶ ἐπιμέλεια, καλλιεργώντας στὴν ψυχή του τοὺς σπόρους τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσέβειας. Ἐκεῖνος, πάλι, πρόθυμα ἄκουγε τὶς ὠφέλιμες συμβουλὲς καὶ τὶς θεῖες διδαχές τους. «Πνεύματος Ἁγίου πεπλησμένος ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ», ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἀφ’ ὅτου ἔμαθε ἀνάγνωση, μελετοῦσε ἀκατάπαυστα τὶς ἱερὲς Γραφές, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸ Ψαλτήριο.

Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἄκουσε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη Ζενταζνέλι, ὅπου ζοῦσε σὲ μία ἔρημο, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶχε πολλοὺς μαθητές. Ἀμέσως ἔτρεξε νὰ βρεῖ τὸν Ὅσιο Γέροντα. Ὁ προορατικὸς Γέροντας τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρικὴ οἰκία καὶ νὰ λάβει τὴν εὐχὴ τῶν γονέων του, ποὺ θὰ γίνονταν καὶ αὐτοὶ μοναχοί. Ἔτσι κι ἔγινε.

Ἐλεύθερος πλέον ὁ Ὅσιος Σίος φρόντισε πρῶτα νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πατρικῆς περιουσίας. Ἕνα μέρος τὸ μοίρασε στὰ μοναστήρια, ὅπου ἐγκαταβίωσαν οἱ γονεῖς του καὶ τὸ ὑπόλοιπο στοὺς φτωχούς. Ὁ ἴδιος κράτησε μόνο τὴν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸν Ὅσιο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος γεμάτος χαρὰ τὸν μακάρισε, διότι ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι καὶ δὲν κοίταζε πίσω στὸν κόσμο.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Σίος ἔγινε μοναχός, ἡ καρδιά του φλογίσθηκε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα. Χάρη στὴν ἀδιάκριτη ὑπακοή, τὴν βαθιὰ ταπείνωση, τὴν ἀπέραντη ἀγάπη καὶ τὶς ἄλλες θεῖες ἀρετές του, ἀξιώθηκε νὰ λάβει πολὺ νωρὶς οὐράνια χαρίσματα. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μὲ ἔκπληξη καὶ δέος παρατηροῦσε τὸν ἁγιοπνευματικὸ πλουτισμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ποὺ στὸ Ὄνομα καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, ἄρχισε νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ ἀποδιώχνει τὰ δαιμόνια.

Εἴκοσι χρόνια ἔζησε κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος, μὲ θεία ἀποκάλυψη, ἔφυγε γιὰ τὴ Γεωργία, πῆρε μαζί του τὸν Ὅσιο Σίο καὶ ἄλλους ἕνδεκα μαθητές του.

Τρία χρόνια ἔμειναν στὴ Μτσχέτα κηρύσσοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀνέβηκαν γιὰ ἄσκηση στὸ ὄρος Ζαντένι.

Δύο χρόνια ἀργότερα, μία νύχτα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ ἡ Ἁγία Νίνα ἐμφανίσθηκαν στὸν Ὅσιο Ἰωάννη καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ στείλει τοὺς ὑποτακτικούς του σὲ ὅλη τὴ Γεωργία γιὰ ἱεραποστολή. Οἱ δώδεκα Πατέρες κίνησαν γιὰ διάφορες περιοχὲς τῆς χώρας, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός τους καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐλογίου. Ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ συμβουλὴ τοῦ τελευταίου, ὁ καθένας πῆρε μαζί του, ὡς βοηθὸ καὶ συμπαραστάτη, ἀπὸ ἕνα Γεωργιανὸ μοναχό. Ὁ Ὅσιος Σίος ὅμως, ὡς ἐραστὴς τῆς ἐρημιτικῆς ζωῆς, προτίμησε νὰ φύγει μόνος. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης δὲν εἶχε ἀντίρρηση.

Ὁ Ὅσιος Σίος κίνησε γιὰ τὰ ὄρη Σαρκινέτι τῆς Κάρτλης. Ἀφοῦ πέρασε ἐρημικὲς περιοχές, πυκνὰ δάση καὶ δυσκολοδιάβατα βουνά, ἦλθε στὸ Μγίβε (σπήλαιο), σὲ μία βαθιὰ χαράδρα, ἀπ’ ὅπου περνοῦσε ὁ ποταμὸς Κύρος. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε, παραδίδοντας τὸν ἑαυτό του μὲ πίστη στὴν πρόνοια καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ ζεῖ μὲ σκληρὴ ἄσκηση. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα. Κοιμόταν ἐλάχιστα. Τρεφόταν μόνο μὲ ἄγρια χόρτα καὶ νερό. Ἔγινε ἔτσι ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος.

Οἱ φθονεροὶ δαίμονες, βέβαια, κατέφευγαν σὲ κάθε πανουργία, γιὰ νὰ τὸν ἐκφοβίσουν καὶ νὰ τὸν πλανέψουν. Συχνά, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἐμφανίζονταν μπροστά του μὲ μορφὲς εἴτε φοβερῶν θηρίων εἴτε ἑρπετῶν. Ὁ Ἅγιος τοὺς νικοῦσε στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Κάποια νύχτα ὁ Ὅσιος εἶδε ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς καὶ ὀσφράνθηκε μίαν ἄρρητη εὐωδία.  Ἡ ψυχή του πλημμύρισε ἀπὸ χαρά. Στὸ ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μὲ ραβδὶ στὸ χέρι. Δίπλα της στεκόταν ἕνας ἐπιβλητικὸς ἄνδρας μὲ ἀσκητικὴ μορφή. Ἦταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἔντρομος ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητη οὐράνια ἐπίσκεψη, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Ἡ Παναγία τὸν πλησίασε καὶ τὸν ἄγγιξε μὲ τὸ ραβδί της. «Σήκω» τοῦ εἶπε. Μόλις σηκώθηκε, ἐκείνη τοῦ ἔβαλε στὸ χέρι κάτι λευκὸ σὰν τὸ χιόνι. «Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης καὶ ἐγώ, βλέποντας τὴν ἀγάπη σου στὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἤλθαμε νὰ σὲ παρηγορήσουμε. Φᾶγε αὐτὸ ποὺ ἔχεις στὸ χέρι σου. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, ὥσπου νὰ ἀποκτήσεις ὑποτακτικούς, θὰ παίρνεις τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅσο γιὰ τοὺς δαίμονες, μὴν τοὺς φοβᾶσαι. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Υἱοῦ μου θὰ τοὺς κατανικήσεις. Καὶ τούτη ἐδῶ ἡ ἔρημος θὰ γεμίσει θεοφόρους ἄνδρες, ποὺ θὰ μιμηθοῦν τὴ ζωή σου καὶ θὰ δοξάσουν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Ὅσιος, μόλις συνῆλθε ἀπὸ τὸ δέος καὶ τὴν ἔκπληξη, γεύθηκε τὴν οὐράνια τροφὴ ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ Θεομητορικὸ χέρι. Τὸ στόμα του γέμισε μὲ μία ἀνείπωτη γλυκύτητα. Εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴ Θεοτόκο καὶ ἀπὸ τότε, ὅπως τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἡ Παναγία, ἕνα θεόσταλτο περιστέρι τοῦ ἔφερνε καθημερινὰ φρέσκο ψωμί.

Πρῶτος ὑποτακτικός του ἦταν ὁ Εὐάγριος, ἄρχοντας νέος καὶ εὐσεβής, συνεργάτης τοῦ βασιλέως Παρσμὰν ΣΤ’ (541 – 553 μ.Χ.). Σὲ λίγο πολλοὶ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ μονάσουν ἐκεῖ. Κάθε νέος ἀδελφός, μὲ ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, ἔσκαβε μία μικρὴ σπηλιὰ καὶ κατοικοῦσε ἐκεῖ, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ ἐργόχειρο. Ὁ Ὅσιος Σίος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ δικό του σπήλαιο παρὰ μόνο τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἑορτές, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει καὶ νὰ τοὺς καθοδηγήσει στὸν ἀσκητικὸ βίο.

Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Ὅσιος Σίος, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἔζησε ἔγκλειστος στὸ σπήλαιό του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ὅρισε ὡς διάδοχό του τὸν Ὅσιο Εὐάγριο.

Ὁ Ὅσιος Σίος, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὕψωσε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου στὶς 4 Ἰανουαρίου, στὶς 4 Φεβρουαρίου καὶ τὴν Πέμπτη τῆς Τυρινῆς ἑβδομάδος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ Μάρτυρας βασιλέας τῶν Σκώτων 

Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Λέγεται ὅτι ἦταν Βρετανὸς βασιλέας, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου του παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δαβίδ, προστάτη τῆς Οὐαλίας. Συνεργάσθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Κολούμπα ( 9 Ἰουνίου) γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς Πίκτες τῆς Σκωτίας, ἵδρυσε μονὴ καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τὸ 576 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος ὁ ἐν Βουνένοις

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Νικόλαος ὁ Νέος γεννήθηκε πιθανῶς στὴ γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν θερμὴ πίστη, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ Νικολάου δὲν μποροῦσαν νὰ κρυφθοῦν. Ἡ φήμη του ξεπέρασε γρήγορα τὰ στενὰ ὅρια τῆς πατρίδος του καὶ ἁπλώθηκε μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν Βασιλεύουσα, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886 – 912 μ.Χ.) ζήτησε καὶ γνώρισε τὸ Νικόλαο. Ἐκτίμησε ἀμέσως, μὲ τὴν πρώτη ἐπαφὴ μαζί του, τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά του χαρίσματα καὶ τὸν διόρισε ἀρχηγὸ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀποσπάσματος τῆς Λαρίσης, ποὺ εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ φρουρεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν πόλη αὐτὴ τῆς Θεσσαλίας.

Ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο. Τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου αὔξανε τὴν πνευματικότητα τοῦ Νικολάου καὶ τὴν ἀγάπη τῶν στρατιωτῶν καὶ τοῦ λαοῦ στὸ πρόσωπό του.

Ὅταν οἱ Ἄβαροι ἔφθασαν μέχρι τὴ Θεσσαλία, ἔκαναν βαρβαρικὴ ἐπιδρομὴ καὶ σκορποῦσαν παντοῦ τὴν ἐρήμωση καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Νικόλαος μὲ τὶς λιγοστὲς δυνάμεις του προσπάθησε νὰ ἀναχαιτίσει τὸν ἐχθρό. Οἱ παμπληθεῖς ὅμως δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων εὔκολα ἐπικράτησαν καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ γενικὲς σφαγὲς καὶ λεηλασίες. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἐγκατέλειψαν τὴν πόλη καὶ τὴν περιοχὴ καὶ κατέφυγαν σὲ ὀρεινὰ μέρη. Τελικὰ καὶ ὁ Νικόλαος μὲ ὅσους στρατιῶτες εἶχαν ἀπομείνει πορεύθηκε στὸ δάσος ποὺ βρισκόταν στὸ ὄρος τῆς Βουνένης, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀσκητὲς μὲ τὰ ἀσκητήριά τους στὰ ἀπόκρημνα ὑψώματα. Ἐγκαταστάθηκε κοντά τους συναγωνιζόμενος αὐτοὺς στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μαζί του εἶχε καὶ τοὺς στρατιῶτες του, ποὺ ζοῦσαν καὶ αὐτοὶ τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν.

Κάποιο βράδυ, ἐνῷ ὁ Ὅσιος προσευχόταν, Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε καὶ προανήγγειλε τὸν μαρτυρικό τους θάνατο: «Δεῦρο, ἀθληταὶ τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὸ μαρτυρῆσαι ἑαυτοὺς εὐτρεπίσατε». Πράγματι οἱ ἐχθροὶ τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ὑπέβαλαν σὲ πλῆθος βασανιστήρια. Τοὺς προέτρεψαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἐκεῖνοι ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ τελειώθηκαν μαρτυρικά. Τὰ ὀνόματά τους γράφηκαν στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Ἀπὸ αὐτὰ μᾶς εἶναι γνωστὰ τὰ ἀκόλουθα: Ἀκίνδυνος, Ἁρμόδιος, Γρηγόριος, Δημήτριος, Εὐώδιος, Θεόδωρος, Ἰωάννης, Μιχαήλ, Παγκράτιος, Παντολέων, Χριστόφορος καὶ Αἰμιλιανός.

Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Νικολάου μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν Μαρτύρων ἀναφέρει καὶ τὰ ὀνόματα δύο γυναικῶν μαρτύρων, Εἰρήνης καὶ Πελαγίας. Προφανῶς θὰ πρόκειται γιὰ δύο ἡρωίδες Χριστιανὲς γυναῖκες, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἀνῆκαν στὸν ἄμαχο πληθυσμὸ τῆς πόλεως Λαρίσης, ποὺ εἶχε καταφύγει στὰ ὀρεινὰ τοῦ Τυρνάβου.

Ὁ μακάριος Νικόλαος, διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀνδρεία του, κατόρθωσε νὰ διαφύγει τὴ μανία τοῦ ἐχθροῦ. Φεύγοντας ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Λαρίσης καὶ τοῦ Τυρνάβου, ἔφθασε στὰ ἐνδότερα τῆς Θεσσαλίας, στὰ μέρη τῆς Καρδίτσας, ὅπου τὸ χωριὸ Βούνενα. Ἐκεῖ βρῆκε κατάλληλο τόπο γιὰ ἄσκηση. Ὁ Ὅσιος διάλεξε γιὰ κατάλυμα μία σπηλιά, ποὺ τὴν σκέπαζε μία βελανιδιά. Ἐκεῖ συνέχισε τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ εἶχε ἀρχίσει κοντὰ στοὺς ἀσκητὲς τοῦ Τυρνάβου. Ὑπέταξε κάθε σωματικὴ ἐπιθυμία καὶ δαιμονικὴ παρεμβολή. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε ἐπισκιάσει.

Ὅμως οἱ βάρβαροι ἐπιδρομεῖς ἀνακάλυψαν τὸν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ Νικόλαο. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεζαν μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν γενναία. Τὸν βασάνιζαν καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε νὰ ὑπομείνει γιὰ χάρη Του βασανιστήρια. Τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Λαρίσης Φίλιππος μετέφερε μὲ πομπὴ στὴν πόλη τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων τοῦ Τυρνάβου. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνακαλύφθηκε ἀπὸ τὸν δούκα Εὐφημιανὸ τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Εὐφημιανὸς ἀρρώστησε κάποτε βαριὰ ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας. Ἀναζήτησε τὴν θεραπεία του σὲ ὅλους τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ μάταια. Ἄρχισε τότε νὰ ἐπικαλεῖται τοὺς διαφόρους Ἁγίους καὶ νὰ κάνει ἀγαθοεργίες ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Προσέφερε τὰ χρήματά του σὲ χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς. Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν πολυπόθητη ὑγεία του. Κατέφυγε στὸν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης Ἅγιο Δημήτριο καὶ τὸν πολιοῦχο τῆς Λαρίσης Ἅγιο Ἀχίλλιο, ποὺ εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὰ θαύματά τους. Ἐνῷ ὅμως βρισκόταν στὴ Λάρισα καὶ προσευχόταν μπροστὰ στὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ ὑποδείχθηκε νὰ μεταβεῖ στὰ ὄρη τῶν Βουνένων. Τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ ἔλεγε νὰ φροντίσει νὰ βρεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Νικολάου, νὰ λουσθεῖ σὲ πηγὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν τόπο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ νὰ πιστεύει ὅτι ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ εὕρισκε τὴν θεραπεία του. Χαρούμενος ἀπὸ τὸ ἐλπιδοφόρο τοῦτο ἄγγελμα ὁ Εὐφημιανὸς ξεκίνησε γιὰ τὰ Βούνενα, ὅπου βρῆκε τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τὴν δική του θεραπεία. Γεμάτος χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θεραπεία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔκτισε ἕνα μικρὸ ναὸ καὶ ἐνταφίασε ἐκεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὡς ἀστὴρ οὐρανόφωτος, Νικόλαε παμμάκαρ ἐν Βουνένοις ἐνήθλησας· διὸ καὶ δοξασθεὶς παρὰ Χριστοῦ, θαυμάτων ἀναβλύζεις δωρεάς, τοῖς προστρέχουσι τῇ θείᾳ σου ἀρωγῇ, Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν Βουνένοις Ἅγιε, ἀσκητικῶς διαπρέπων, μαρτυρίου στάδιον, θεοπρεπῶς διανύεις· ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, ἔδειξε, θαυμάτων κρήνην τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ὀρθοδόξων, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Νικόλαε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἑῴας θεῖος βλαστός· χαίροις τῶν Ὁσίων, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις τῶν Βουνένων, καὶ πάσης Θεσσαλίας, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, Μάρτυς Νικόλαε.

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ μεγάλος πρίγκιπας τῆς Μόσχας

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ντονσκόι) γεννήθηκε τὸ 1350 στὴ Μόσχα καὶ ἦταν μέγας πρίγκιπας. Στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1380 πολέμησε τοὺς Τάρταρους καὶ ἀπήλλαξε τὴ Ρωσία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της. Ὁ Ρωσικὸς λαὸς ἀποκαλοῦσε τὸν ἡγεμόνα του «Ντονσκόι» ἀπὸ τὸν ποταμὸ Δόν, κοντὰ στὸν ὁποῖο διεξήχθη ἡ ἱστορικὴ μάχη κατὰ τῶν βαρβάρων.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1389.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ τῆς Ὄπτινα 

Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ, τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Ἰβὰν Εὐθύμοβιτς Λιτόφκιν, γεννήθηκε στὶς 2 Νοεμβρίου 1837 στὸ χωριὸ Γκοροντίστσα τῆς περιοχῆς Στάρομπελκ τῆς ἐπαρχίας Καρκώφ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Εὐθύμιο Αἰμιλιάνοβιτς καὶ τὴν Μαρία Βασίλιεβνα Λιτόφκιν. Εἶχαν ἕξι παιδιά, τρεῖς υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρες, τὸν Ἰβάν, τὸν Πέτρο, τὸν Συμεών, τὴν Ἀλεξάνδρα, τὴν Ἄννα καὶ ἀκόμη μία θυγατέρα. Ἡ ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Λεωνίδα, διηγεῖτο πὼς ὁ μικρὸς Ἰβὰν ἦταν πολὺ στοργικὸ καὶ εὐαίσθητο παιδί. Μὲ τὴν τρυφερὴ ψυχή του συμμετεῖχε στὶς θλίψεις τῶν ἄλλων, ἂν καὶ ἡ ἔμφυτη μετριοφροσύνη καὶ συστολή του συχνὰ δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ὁμιλεῖ. Ὅταν ὁ Ἰβὰν ἦταν τεσσάρων ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ λίγο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1814, τὴν μητέρα του ἀπὸ τὴν ἐπιδημία χολέρας ποὺ ἐνέσκηψε στὸ χωριό.

Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ὄπτινα. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, στὶς 15 Ἀπριλίου 1872, χειροθετήθηκε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ στὶς 16 Ἰουλίου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωσήφ. Τὸ 1877 χειροτονήθηκε διάκονος. Αὐτὸ ἔγινε τελείως ἀπροσδόκητα καὶ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἔδειχνε καθαρὰ πὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν καθοδηγοῦσε στὸν δρόμο του. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1884 ἔλαβε τὴ χάρη τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Βλαδίμηρο.

Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς χειροτονίας του λειτουργοῦσε μὲ προθυμία, μὲ εὐλάβεια, χωρὶς βιασύνη καὶ αἰσθανόταν μεγάλη πνευματικὴ χαρά. Οἱ ἄλλοι πατέρες τὸν εὐλαβοῦνταν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν ἰδιαίτερα, γιατί τὸν θεωροῦσαν ἀληθινὸ μοναχό. Ὁ Γέροντας τῆς μονῆς Ἀμβρόσιος διέβλεπε σὲ αὐτὸν τὸν μελλοντικὸ διάδοχό του καὶ τοῦ ἔδινε τὴν εὐλογία νὰ ἐξομολογεῖ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τῆς μονῆς. Τὸν προετοίμαζε σιγὰ – σιγά, γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ. Τὸν δίδασκε τόσο μὲ τὸν λόγο, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του.

Ὅταν ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος κοιμήθηκε, ὅλοι στράφηκαν πρὸς τὸν Ὅσιο Ἰωσήφ. Καὶ ἐκεῖνος μὲ προσευχὴ καὶ ταπείνωση ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν ἀδελφῶν. Ἡ προσευχή του εἶχε μεγάλη δύναμη καὶ εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.

Ὁ Ὅσιος δὲν ἐπέτρεπε ποτὲ στοὺς μοναχοὺς νὰ ἀρνηθοῦν κάποιο διακόνημα. Ἔλεγε πὼς ἐκεῖνος ποὺ φέρει σὲ πέρας τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἔχουν ἀναθέσει, ἀξιώνεται νὰ ἔχει εὐλογημένο τέλος. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐξέφραζαν τὸ παράπονο πὼς ἡ ὑπακοὴ ἦταν δύσκολη καὶ προκαλοῦσε πολλὴ λύπη, τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φωτιζόταν μὲ χαρά, τὰ μάτια του γέμιζαν μὲ τρυφερὴ πατρικὴ ἀγάπη καὶ ἔλεγε μὲ ἕναν ἰδιαίτερο  πνευματικὸ τόνο: «Λοιπόν, καὶ τί μ’ αὐτό; Λόγω αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς θὰ γίνετε μάρτυρες». Σὲ κάποια μοναχὴ ὁ Ὅσιος εἶπε τὰ ἀκόλουθα: «Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου σὲ ἐνοχλοῦν καὶ δὲν μπορεῖς νὰ εὕρεις  τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς σου, θυμήσου τὰ ἑξῆς:

·                                             Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου ποὺ θέλεις νὰ διορθώσεις σὲ ἐνοχλοῦν, σὲ ἐκνευρίζουν καὶ χάνεις τὴν εἰρήνη σου, τότε ἁμαρτάνεις καὶ σύ. Ἡ ἁμαρτία δὲν διορθώνεται μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωση.

·                                             Ὁ ζῆλος ποὺ θέλει νὰ καταστρέψει ὅλα τὰ κακὰ εἶναι ἀπὸ μόνος του ἕνα μεγάλο κακό.

·                                             Μέσα στὸ μάτι σου ὑπάρχει ἕνα μεγάλο δοκάρι καὶ ἐσὺ προσέχεις τὸ κάρφος στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου.

·                                             Ὑπάρχουν ἀτέλειες ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτες καὶ ἄλλες ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐεργετικές. Τὸ καλὸ δοκιμάζεται ἀπὸ τὸ κακό.

·                                             Τὸ παράδειγμα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ χαλιναγωγήσει τὴν ἀνυπομονησία μας, ποὺ μᾶς στερεῖ τὴν εἰρήνη.

·                                             Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς φανερώνει μὲ πόση ταπείνωση καὶ καρτερία πρέπει νὰ ὑπομένουμε τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Ἂν δὲν ἔχουμε κάποια θέση εὐθύνης ἔναντι τῶν ἄλλων, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἁμαρτία τους μὲ ἐμπάθεια.

·                                             Κάθε ἄνθρωπος καταδικάζει ἐκεῖνες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, γιὰ τὶς ὁποῖες κατηγορεῖται ὁ ἴδιος.

·                                             Γιὰ τὶς πράξεις τῶν ἄλλων δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ποὺ νὰ μᾶς ἠρεμεῖ περισσότερο ὅσο ἡ σιωπή, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη».

Θιασώτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νὰ ἐνθαρρύνει  καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ἀσκοῦν τὸ θεῖο αὐτὸ ἔργο. Δίδασκε τὴν προσευχὴ πολὺ καλὰ καὶ πίστευε πὼς ἦταν ἡ σπουδαιότερη ἀπασχόληση γιὰ ὅλους. Ἐμπόδιζε δὲ ἐπιτακτικὰ καὶ αὐστηρὰ τοὺς ἄπειρους καὶ τοὺς δόκιμους ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Τοὺς δίδασκε νὰ πορεύονται προοδευτικά, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, κάνοντας μερικὰ κομποσχοίνια. «Αὐτὸ προστατεύει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια», ἔλεγε ὁ Ὅσιος. Κάθε ἡμέρα ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου μαζεύονταν οἱ φτωχοὶ καὶ ὁ μοναχὸς ποὺ ἦταν σὲ ὑπηρεσία ἔδιδε ἐλεημοσύνη σὲ ὅλους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ λειτουργοῦσε γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸ 1905. Ἀπὸ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἀσθένησε καὶ ὅλοι περίμεναν τὸ ἀναπόφευκτο. Ὁ Θεὸς ὅμως παρέτεινε τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου, ποὺ ἦταν πολύτιμη γιὰ ὅλους, μέχρι τὸ 1911. Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρεκάλεσε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ νὰ ἐλευθερώσει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ζήτησε νὰ βάλουν κοντά του μία εἰκόνα. Οἱ μοναχοὶ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὴν ὁποία τὸν εὐλόγησε ὁ μοναχὸς Ἰσαάκιος, τὴν τοποθέτησαν ἀπέναντί του στὸ τραπεζάκι κοντὰ στὸ μαξιλάρι του καὶ ἄναψαν μπροστά της ἕνα καντήλι. Ὁ Ὅσιος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα μικρὸ ἄσπρο ξύλινο σταυρὸ καὶ στὸ στῆθος του εἶχαν ἀκουμπήσει τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Ἔτσι κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρεις γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων αὐτῶν Μαρτύρων. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, «ὁ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ», εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔγραψε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ καὶ τὶς τρεῖς Καθολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 26 Σεπτεμβρίου. Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάδυση θαυματουργικῆς κόνεως (σκόνης) ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, μέσῳ τῆς θαυματουργικῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ οἱ ντόπιοι τὴν ἀποκαλοῦσαν «ἐπίγειο μάνα».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ θεῖο φωτισμό, προέβλεψε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ μεταστεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ στὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη, παρέλαβε τοὺς μαθητές του καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο ὑπέδειξε νὰ ἀνοιγεῖ τάφος. Μόλις ἔγινε αὐτό, μπῆκε μέσα ζωντανὸς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ τάφος αὐτὸς ἐφεξῆς ἔγινε πηγὴ ἰαμάτων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐτελεῖτο στὸν περιφανὴ ναό του, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν τόπο ποὺ ὀνομάζεται Ἕβδομον, στὸ σημερινὸ Μακροχώρι Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὸ ναὸ αὐτὸ στὸν Ἕβδομον, ποὺ ὑπῆρχε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικὰ ἀπὸ τὸν Σωκράτη τὸν Σχολαστικό. Κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ ναὸς τοῦ Θεολόγου ἦταν καταβεβλημένος, ἴσως ἐξαιτίας σεισμῶν ἢ καιρικῶν ἐπηρειῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀνήγειρε αὐτὸν ἐκ βάθρων ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος. Ὃν ἰκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον αὐτόμελον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖα σου Παρθένε τίς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

 

Μεγαλυνάριον.
Πέτρα ὡς ἡ πάλαι τῷ Ἰσραήλ, ὤφθη Θεολόγε, ὁ σὸς τάφος ὁ εὐαγής· βρύει γὰρ τῷ κόσμῳ, ὡς μάννα ψθχοτρόφον, τρυφῆς ἐπουρανίου, κόνιν θεόσδοτον.

Ἡ Ἁγία σπείρα Στρατιωτῶν οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Διονύσιος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησε στὴ Βιέννη μετὰ τὸ 193 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης 

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ὡξέρρης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 387 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Αὐγουστίνη ἡ Μάρτυς ἡ ἐν Βυζαντίῳ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῆς Ἁγίας Αὐγουστίνης. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας γεννήθηκε στὴ Ρώμη, στὴν ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἦταν διάκονος, ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὴ σοφία, τὸ ἄμεμπτο ἦθος καὶ τὶς ποικίλες ἀρετές του. Διῆλθε τὴ ζωή του μὲ τὴν προσευχή, τὴν λατρευτικὴ ζωή, τὴν μελέτη καὶ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ἔμαθε καὶ τὴν «ἄγνωστον γνώσην». Τὴ γνώση, δηλαδή, ποὺ δὲν μπορεῖ νά γίνει κατανοητὴ μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν κεκαθαρμένη καρδιά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἐντρύφησε μὲ τὴν μελέτη καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναδείχθηκε σοφὸς διδάσκαλος καὶ ἄριστος παιδαγωγός. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ βασιλέως Γρατιανοῦ καὶ τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου, προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο ὡς διδάσκαλος τῶν υἱῶν του Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου.

Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμές, τοῦ δόθηκε ὁ τίτλος τοῦ πατρικίου καὶ ἐτιμάτο ὡς βασιλοπάτωρ, ὅπου ὅλοι τὸν θαύμαζαν γιὰ τὶς πολλὲς γνώσεις καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ ἤθους του. Ἀποφεύγοντας τοὺς θορύβους τῆς πόλεως καὶ τὸν πολυτελὴ βίο στὰ ἀνάκτορα, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ὑψηλά του καθήκοντα καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὁδὸ σωτηρίας. Οἱ παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου εἰσακούσθηκαν καὶ μία ἡμέρα ἄκουσε ὑπερκόσμια φωνή, ἡ ὁποία τὸν προέτρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο. Εὐθὺς ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λαμπρά του ἐνδύματα καὶ ἀφοῦ μεταμφιέσθηκε, ἔφυγε στὴν Αἴγυπτο, εἰσῆλθε σὲ Σκήτη καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἐκεῖ ἔλαβε τὴν πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀσκηθεῖ περισσότερο στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Ἡ ὑπεροχή του κατὰ τὴ μόρφωση καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὸ ἀσκητικό του ἦθος, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ οἱ κατὰ Θεὸν ἀρετές του, τὸν ἀνέδειξαν σὲ πνευματικὸ προεστώτα μεταξὺ τῶν συνασκητῶν του στὴν ἔρημο. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχή, πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὶς πόλεις προσέρχονταν, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία του, νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του. Ἀκόμη καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος ἐπισκέφθηκε πολλὲς φορὲς τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ ἐπὶ θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.

Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις του ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους παρακάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς πεῖ κάποιο λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Τότε ὁ Μέγας Ἀρσένιος τοὺς ρώτησε: «Ἐὰν σᾶς πῶ κάποιο λόγο, θὰ τὸν ἐφαρμόσετε;». Καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ναί, τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὅπου ἀκούετε ὅτι εὑρίσκεται ὁ Ἀρσένιος, μὴ πλησιάσετε σὲ αὐτόν». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴ μεγάλη του ταπείνωση. Βίωνε στὴν καθημερινή του ζωὴ τὸ λόγο «ὅσο μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπείνου σεαυτόν».

Ὁ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν κοινωνικότητα καὶ τὶς συχνὲς βαρβαρικὲς εἰσβολὲς καὶ γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀπερίσπαστος στὴν προσευχὴ καὶ τὸν καθαρὸ ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὴ Σκήτη καὶ μὲ τὴν συνοδεία τῶν μαθητῶν του Ἀλεξάνδρου καὶ Ζωΐλου κατέφυγε στὴν Πέτρα, κοντὰ στὴν Μέμφιδα, καὶ μετὰ στὴν Κανώπη, ἐκεῖ ὅπου τὸ 445 μ.Χ. κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, τὸν ρώτησαν οἱ μαθητές του, σὲ ποιὸν τόπο καὶ πῶς θὰ ἤθελε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν, καὶ ἐκεῖνος, ὁ μακάριος τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὦ, τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τοὺς πόδας μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν». Εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ἐνδεικτικὴ τῆς μεγάλης ταπεινώσεώς του.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης περιγράφει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τοῦ Ὁσίου καὶ λέγει ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἦταν «ξηρὸς τὸ σῶμα καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, εἶχε τὰ γένεια μακριὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτο ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡς τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ».
Ἀξιοσημείωτα εἶναι τὰ τρία ἀποφθέγματα τὰ ὁποῖα μᾶς ἄφησε ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος. Πρώτον, ἡ ὑπενθύμιση, ποὺ συνήθιζε νὰ κάνει στὸν ἑαυτό του νὰ μὴν ξεχάσει ποτὲ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ζοῦσε καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο πῆγε στὴν ἔρημο. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν θέωση, ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς ζωῆς ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Δεύτερον, τὸ «ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπης με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν Σου, ἀλλὰ δός μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεῖν ἀρχήν». Δηλαδή, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πολὺ ἁμαρτωλό, αἰσθανόταν ὅτι δὲν ἔχει κάνει κανένα καλὸ στὴ ζωή του καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ βάλει ἀρχὴ μετανοίας. Τρίτον, ἡ συμβουλὴ «πᾶσαν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἵνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ᾖ, καὶ νικήσῃς τὰ ἔξω πάθη». Δηλαδή, μᾶς προτρέπει ὁ Ὅσιος, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὅλη τὴ σπουδὴ μας πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ νήψεως, καθαρὰ καὶ μόνο γιὰ τὸν Θεό, διότι ἐὰν αὐτὴ ἐνεργεῖται καθαρά, θὰ νικήσουμε τὰ ἐξωτερικὰ πάθη τοῦ σώματος. Τὴν παραπάνω συμβουλὴ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τὴν ἀναφέρει πολλὲς φορὲς στοὺς λόγους του ὁ μεγάλος Πατέρας καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῶν τερπνῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὅσιε, χρηματισθεὶς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραὰμ ὁ κλεινός, καὶ Ἀγγέλλων μιμητὴς ὤφθης τῷ βίῳ σου, λόγῳ ἐμπρέπων πρακτικῷ, καὶ σοφίᾳ ἀληθεῖ, Ἀρσένιε θεοφόρε. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς σοφίας ἐνθεώτατον θεράποντα

Καὶ ἡσυχίας ὁδηγὸν καὶ θεῖον γνώμονα

Εὐφημοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε·

Ἀλλ’ ὡς θείας κοινωνὸς μακαριότητος

Ἐκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κακώσεων,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ Ἀρσένιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας λύχνος λαμπρός, καὶ τῆς ἡσυχίας, φοῖνιξ ὄντως ὁ εὐθαλής, ὁ πράξεσι θείαις, κομῶν καὶ θεωρίαις, Ἀρσένιε παμμάκαρ, Ὁσίων καύχημα.

Ὁ Ὅσιος Μῆλος (ἢ Μαλλός) ὁ Ὑμνωδός

Οἱ Συναξαριστὲς δὲν παρέχουν καμία πληροφορία περὶ τοῦ Ὁσίου Μήλου. Ἔχουμε μόνο τὸ δίστιχο ποὺ διασώθηκε γι’ αὐτόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μαθαίνουμε ὅτι ὑπῆρξε μελωδός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ἔγκλειστος 

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, λάτρης τῆς ἐργασίας, ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ὅσιος ἀσκήτευε στὸ μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ διακρινόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ σκληρὴ ἐργασία. Δὲν ξεκουραζόταν καθόλου καὶ προσευχόταν διαρκῶς, τρώγοντας μόνο ἐλάχιστα στὴν δύση τοῦ ἡλίου. Γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐργασία, ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 12 Ἰουλίου τοῦ 1570. Ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του στὶς 8 Μαΐου καθιερώθηκε, λόγω τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του τὸ 1785, καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους Ἁγίους ποὺ ἔφεραν τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ οἱ ὁποῖοι ἑορτάζονται σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανός 

Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανὸς τοῦ Βολοκολάμκ, ἱδρυτὲς τῆς μονῆς τοῦ Σέστριν στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Σέστρα, ἔζησαν κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς μονῆς Σέστριν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μνήμη Θαύματος τῆς σεβασμίας εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Τὸ θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔγινε τὸ 1530 καὶ ἀφορᾶ στὴ θεραπεία ἐνὸς νεαροῦ, ὀνόματι Στεφάνου, ποὺ εἶχε τιμωρηθεῖ ἄδικα μὲ τύφλωση.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Κυριακή του Παραλύτου ἀντλεῖ τὸ θέμα της ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπῆ, ποὺ ἀναγινώσκεται στὴν θεία λειτουργία. Αὐτὴ περιλαμβάνει τὴν διήγηση τῆς ἰάσεως τοῦ παραλυτικοῦ στὴν Προβατικὴ κολυμβήθρα, τὴν Βηθεσδά, στὰ Ἱεροσόλυμα (Ἰω. 5, 1-15). Τὸ δράμα τοῦ ἐπὶ 38 ἔτη παραλύτου συγκινεῖ τὸν Κύριο καὶ τὸν θεραπεύει. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται σὰν ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Τὸν παράλυτο δὲν τὸν θεραπεύει ἡ κολυμβήθρα, ἀλλὰ ὁ πανσθενουργὸς λόγος τοῦ Κυρίου.

 

Κατὰ Ἰωάννην Ε’, 1 – 15

 

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θεραπεύει τὸν ἀσθενῆ τῆς δεξαμενῆς Βηθεσδ

 

1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα.

2 Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα.

3 Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν.

4 Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι.

5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.

6 τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;

7 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.

8 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.

9 Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. Ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.

10 Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον.

11 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.

12 Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;

13 Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.

14 Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται.

15 Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

 

Ἀπόδοση στὴ Νεοελληνική

 

1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἦτο ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.

2 Ὑπάρχει δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κοντὰ εἰς τὴν πύλην τῶν Προβάτων μία δεξαμενή, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ἑβραϊστὶ Βηθεσδὰ καὶ ἡ ὁποία ἔχει πέντε στοές.

3 [Σ’ αὐτὲς ἤτανε ξαπλωμένος μεγάλος ἀριθμὸς ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν, παραλυτικῶν, οἱ ὁποῖοι περίμεναν νὰ κινηθῇ τὸ νερό.

4 Διότι ἕνας ἄγγελος κατέβαινε πότε – πότε εἰς τὴν δεξαμενὴν καὶ ἐτάρασσε τὸ νερό. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔμπαινε πρῶτος, μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ νεροῦ, ἐθεραπεύετο ἀπὸ οἱονδήποτε νόσημα καὶ ἂν ὑπέφερε.]

5 Ὑπῆρχε ἐκεῖ ἕνας, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ἤτανε ἄρρωστος.

6 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε κατάκοιτον καὶ κατάλαβε ὅτι εἶχε ἤδη πολὺν χρόνον ἐκεῖ, τοῦ λέγει, «Θέλεις νὰ γίνῃς ὑγιής;».

7 Ἐπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ ἀσθενής, «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπον νὰ μὲ βάλῃ εἰς τὴν δεξαμενήν. Ὅταν τὸ νερὸ ταραχθῇ, καὶ ἐνῶ ἔρχομαι κατεβαίνει ἄλλος πρὶν ἀπὸ ἐμέ».

8 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Σήκω ἐπάνω, σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε».

9 Καὶ ἀμέσως ἔγινε ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐσήκωσε τὸ κρεββάτι του καὶ περπατοῦσε. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἦτο Σάββατον.

10 Γι’ αὐτὸ ἔλεγαν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν θεραπευθέντα, «Εἶναι Σάββατον, δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώσῃς τὸ κρεββάτι σου».

11 Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Εκεῖνος ποὺ μὲ ἔκανε ὑγιῆ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, «Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε».

12 Τότε τὸν ρώτησαν, «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σοῦ εἶπε, «Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε;»

13 Αλλ’ ὁ θεραπευθεὶς δὲν ἤξερε ποιός εἶναι, διότι ὑπῆρχε πολὺς κόσμος εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐξέφυγε.

14 Ὕστερα τὸν εὑρῆκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ναὸν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἰδές, ἔγινες ὑγιής, μὴ ἁμαρτάνῃς πλέον, διὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῇ κάτι χειρότερον».
15 Ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπε εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν ἔκανε ὑγιῆ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια, ὅτι ἐποίησε κράτος ἐν βραχιόνι αὐτοῦ ὁ Κύριος· ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον· πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο, ἐκ κοιλίας δου ἐρρύσατο ἡμᾶς, καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίας, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον, τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥσπερ, καὶ τὸν παράλυτον ἤγειρας πάλαι, ἵνα κράζω σεσωσμένος· Οἰκτίρμον δόξα, Χριστὲ τῷ κράτει σου.

 

Μεγαλυνάριον.
Λόγῳ σου Σωτήρ μου ζωοποιῷ, ἤγειρας ἐκ κλίνης, τὸν Παράλυτον ὡς Θεός, κείμενον χρονίως παρὰ τὴν κολυμβήθραν, τοῦ Σιλωὰμ ὃς ἄρας, τὴν κλίνην ᾤχετο.

 

Μνήμη τοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπὶ Κωνσταντίου

Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἡ δεύτερη καὶ ἔγινε στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 346 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.) καὶ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ( 18 Μαρτίου). Τὴν τρίτη ὥρα τῆς 7ης Μαΐου τοῦ 346 μ.Χ., κατὰ μία τῶν ἡμερῶν τῆς Πεντηκοστῆς, φάνηκε Τίμιος καὶ Ζωοποιὸς Σταυρὸς ἄνωθεν τοῦ Γολγοθᾶ, σχηματισμένος ἀπὸ ὑπερφυσικὸ φῶς καὶ ἐκτεινόμενος πρὸς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ ὅραμα τοῦτο προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅλοι δὲ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως πρὸ τοῦ ὑπερφυοῦς τούτου θεάματος κατελήφθησαν ἀπὸ ἔκσταση. Ἐπωφελούμενος τῆς περιστάσεως ὁ Πατριάρχης Κύριλλος, περιστοιχούμενος ἀπὸ τὸν ἱερὸ κλῆρο, συγκάλεσε τὸ πλῆθος τῶν παρισταμένων Χριστιανῶν στὸ ναὸ καὶ δοξολόγησαν τὸν Θεό.

Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔγινε στὶς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 312 μ.Χ. πρὸς τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, μὲ τὸ νικητήριο ἔμβλημα «ἐν τούτῳ νίκα», τὴν παραμονὴ τῆς μάχης ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου.
Περὶ τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ φανερώθηκε ὑπεράνω τοῦ Γολγοθᾶ μαρτυροῦν, πλὴν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος (397 μ.Χ.), τὸ Πασχάλιον Χρονικὸν καὶ ἄλλοι Βυζαντινοὶ χρονογράφοι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τοῦ Σταυροῦ σου ὁ τύπος, νῦν ὑπὲρ ἥλιον ἔλαμψεν, ὅνπερ ἐξ ὄρους ἁγίου, τόπῳ Κρανίου ἐφήπλωσας, καὶ τὴν ἐν αὐτῷ σου Σῶτερ ἰσχὺν ἐτράνωσας, διὰ τούτου κρατύνας, καὶ τοὺς πιστοὺς βασιλεῖς ἡμῶν· οὓς καὶ περίσωζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σῶσον ἡμᾶς.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ διανοίξας οὐρανοὺς κεκλεισμένους, ἐν οὐρανῷ περιφανεῖς τὰς ἀκτῖνας, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέτειλεν ὁ ἄχραντος Σταυρός· ὅθεν οἱ τὴν ἔλλαμψιν, τῆς αὐτοῦ ἐνεργείας, δεξάμενοι πρὸς ἄδυτον, ὁδηγούμεθα φέγγος· καὶ ἐν πολέμοις ἔχομεν αὐτόν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὅλος ἡλιόμορφος ὁ Σταυρός, φέγγει ἀπροσίτῳ, ἀναλάμψας ἐν τῇ Σιών, τὴν τοῦ Σταυρωθέντος, Ἀνάστασιν κηρύττει, δι’ ἧς ἐκ τῆς κακίας, πάντες ἀνέστημεν.

 

Ὁ Ἅγιος Κοδράτος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἀθλήσαντες ἐν Νικομηδείᾳ 

 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κοδράτος καταγόταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας  καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.). Ἀφοῦ συνελήφθη μὲ πολλοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς στὸν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντα τότε διωγμό, παραδόθηκε στὸν ἀνθύπατο Περίνιο ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς Ἀληθινός. Κατόπιν τούτου τὸν ἅπλωσαν κατὰ γῆς καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν σκληρά, τὸν ἔριξαν στὴν φυλακή.

Ἀπὸ τὴ Νικομήδεια, μὲ ἐντολὴ τοῦ ἀνθύπατου μεταφέρθηκε στὴ Νίκαια, ὅπου δι’ αὐτοῦ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ τελειώθηκαν ἄλλοι διὰ πυρὸς καὶ ἄλλοι διὰ μαχαίρας. Τοῦτο ἐξαγρίωσε τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο, νὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ νὰ τοῦ καταξεσκίσουν τὶς σάρκες.

Στὴν συνέχεια ἀπεστάλη στὴν Ἀπάμεια, ὅπου ὑπέστη ποικίλα μαρτύρια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁδηγήθηκε δέσμιος στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους, θαυμάζοντας τὴν ὑπομονὴ καὶ προσκαρτερία τοῦ Μάρτυρος στὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Ἀπὸ αὐτοὺς δὲ ὁ Ρουφίνος καὶ ὁ Σατορνίνος, ἀφοῦ κρεμάσθηκαν καὶ καταξεσκίσθηκαν οἱ σάρκες τους, ἀποκεφαλίσθηκαν στὴν Ἀπολλωνιάδα.
Ὁ Ἅγιος Κοδράτος ὁδηγήθηκε, τέλος, στὴν Ἑρμούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ξαπλώθηκε ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ, λαμβάνοντας ἔτσι τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Οἱ Ἅγιοι Ρουφίνος καὶ Σατορνίνος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρουφίνος καὶ Σατορνίνος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου καὶ ἄθλησαν. Βλέποντας τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ προσκαρτερία τοῦ Ἁγίου Κοδράτου στὰ ποικίλα βασανιστήρια καὶ θαυμάζοντας τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸν Χριστό,  ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἀνθύπατου Περινίου ὁμολόγησαν καὶ αὐτοὶ τὸν Χριστό. Κατόπιν τούτου συνελήφθηκαν καὶ ἀφοῦ καταξεσχίσθηκαν οἱ σάρκες τους μὲ σιδερένια νύχια, ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τῆς μακαριότητος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Μάρτυρας

Εἶναι ἄγνωστη ἡ καταγωγὴ καὶ ὁ χρόνος ἄθλησης τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μαξίμου. Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἐπέστρεψε στὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησε ὁ ἴδιος τὴν πίστη του στὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια καί, ἀφοῦ λιθοβολήθηκε, τελειώθηκε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰουβενάλιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουβενάλιος μαρτύρησε τὸ 132 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Μάρτυρας ὁ κεντυρίων 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκάκιος γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία τὸ 270 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς Ἕλληνες Χριστιανοὺς καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἀφοῦ κατετάγη στὸ στράτευμα, στὴν τάξη τῶν Μαρτησίων, ἀναδείχθηκε γρήγορα, λόγω τῆς γενναιότητας καὶ τῆς τιμιότητάς του καὶ προάχθηκε σὲ κεντυρίωνα. Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν διωγμό, ὁ διοικητὴς τῆς Καππαδοκίας καὶ ἑκατόνταρχος Φίρμος, ἐξετάζοντας τοὺς στρατιῶτες ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὶς διαταγές του μὲ σκοπὸ νὰ ἐξακριβώσει τὶς θρησκευτικὲς τους πεποιθήσεις, ρώτησε καὶ τὸν Ἀκάκιο. Ὁ Ἅγιος μὲ παρρησία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁ Φίρμος, ποὺ ἔτρεφε ἰδιαίτερη συμπάθεια πρὸς αὐτόν, λόγω τῶν πολλῶν ἀρετῶν του, προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει, πλὴν ὅμως κάθε προσπάθεια προσέκρουσε στὴ σθεναρὴ ἀντίδραση τοῦ Ἀκακίου. Κατόπιν τούτου τὸν ἀπέστειλε σιδηροδέσμιο στὴν Ἡράκλεια τῆς Θράκης, πρὸς τὸν ἀνθύπατο Βιβιανό, μόνο ἁρμόδιο νὰ λάβει ὁριστικὲς ἀποφάσεις. Ἀφοῦ προσήχθη ὁ Ἀκάκιος μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ἐνώπιον τοῦ Βιβιανοῦ καὶ διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀρνήθηκε. Ἕνεκα τούτου τὸν προσέδεσαν σὲ στῦλο καὶ τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς. Ὁ Ἅγιος ὁμολογοῦσε συνεχῶς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Βλέποντας τὴν ἐπιμονή του, τοῦ ἔθραυσαν τὴ σιαγόνα.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ ἀνθύπατος Βιβιανὸς παρέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς τοὺς μετέφερε στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ὁ Ἀκάκιος ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρὰ βασανιστήρια, χωρὶς ὅμως νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του. Τότε ἀπεστάλη στὸν ἀνώτερο δικαστή, ἀνθύπατο Θράκης Φλακκίνο ἢ Φαλκιλιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἔτσι ὁ Μάρτυς Ἀκάκιος, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε μὲ τὴν τιμὴ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου ὑπὲρ Αὐτοῦ, ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στὴ θέση Σταυρίον, ὅπου καὶ τελειώθηκε τὸ 306 μ.Χ.

Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια καὶ τιμές. Λίγο δὲ ἀργότερα κτίσθηκε ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ ὁ πρῶτος ναὸς ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐτελεῖτο στὴν περιοχὴ τοῦ Ἑπτασκάλου, ὅπου εἶχε ἀνεγερθεῖ ναὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ναὸς ποὺ ἀναφέρεται κατὰ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ., στὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ ( 28 Μαΐου). Ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμησε αὐτὸν ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών. Στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μετεκόμισε ὁ κακόδοξος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιος τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Στὸ ναὸ αὐτό, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ρῶσος μυθογράφος Ἀντώνιος, εἶδε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. σωζόμενα λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀκακίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ἅγιος Φλάβιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἅγιοι Μάρτυρες Αὔγουστος καὶ Αὐγουστίνος οἱ αὐτάδελφοι

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φλάβιος ἦταν Ἐπίσκοπος Νικομηδείας καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς Αὔγουστο καὶ Αὐγουστίνο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκ Γεωργίας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία καὶ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ. Σπούδασε τὴν κατὰ κόσμο σοφία στὴν Ἀντιόχεια. Ἡ πνευματική του πρόοδος συμβάδιζε μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχός. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν τόσο βαθιά, ὥστε θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του σκώληκα καὶ ὄχι ἄνθρωπο. Ἡμέρα καὶ νύχτα παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν εὐλογεῖ, γιὰ νὰ πολεμᾶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ τοῦ χάρισε τὴν ἀπάθεια καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται σὲ ὅλη τὴ Συρία. Ὁ κόσμος ποὺ συνέρρεε στὸν Ἅγιο Γέροντα ἦταν πολὺς καὶ αὐτὸ διατάρασσε τὴ μοναχική του ἡσυχία. Γι’ αὐτὸ φεύγει ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε καὶ κρύβεται βαθιὰ στὴν ἔρημο.

Ὁ Θεός, ὅμως, ἀλλιῶς οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Βλέπει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος σὲ ὄνειρο τὴν Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἐπιλέξει δώδεκα μαθητές του καὶ νὰ μεταβοῦν στὴν Ἰβηρία, γιὰ νὰ ἑδραιώσουν τὴν χριστιανικὴ πίστη τοῦ λαού της. Ὁ Ἅγιος κάλεσε τοὺς ὑποτακτικούς του καὶ τοὺς ἀνέφερε τὸ γεγονός. Ὅλοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Τότε ἐκεῖνος ἔγραψε τὰ ὀνόματα ὅλως σὲ ξεχωριστὰ χαρτιὰ καὶ τὰ ἔβαλε ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ὅλοι τὴ νύχτα οἱ Πατέρες προσεύχονταν. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ὁ Ὅσιος τοὺς εἶπε νὰ ὑψώσουν τὰ χέρια τους στὸν οὐρανὸ λέγοντας «Κύριε, ἐλέησον». Κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχὴς Ἄγγελος Κυρίου πῆρε ἐνώπιον ὅλων δώδεκα χαρτιὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ ἔβαλε στὰ χέρια τοῦ Ὁσίου.

Οἱ ἐκλεγέντες μαθητὲς ἦταν οἱ Σίω, Δαβίδ, Ἀντώνιος, Θαδδαῖος, Στέφανος, Ἰσήδωρος, Μιχαήλ, Πύρρος, Ζήνων, Ἰσέ, Ἰωσὴφ καὶ Ἄβιβος. Στὴ συνέχεια ἐξέλεξε γιὰ ἡγούμενο τῆς σκήτης κάποιο μοναχὸ Εὐθύμιο καὶ ξεκίνησε μὲ τοὺς μαθητές του τὸ ταξίδι.

Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἐπίσκοπο τῆς πρωτεύουσας τῆς Γεωργίας Εὐλόγιο καὶ τοῦ εἶπε γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Ἰωάννου καὶ τῶν μαθητῶν του. Τότε ὁ μακάριος ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος ξεκίνησε συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό, γιὰ νά τοὺς ὑποδεχθεῖ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔβαλε μετάνοια στὸν Ἐπίσκοπο καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του. Καὶ τότε συνέβη τὸ θαῦμα ποὺ μοιάζει μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Ὅσιος μιλοῦσε τὴ γεωργιανὴ γλῶσσα.

Ὁ Ὅσιος καὶ οἱ μαθητές του κήρυξαν σὲ ὅλη τὴν Γεωργία καὶ προσκύνησαν ὅλους τοὺς εὐλογημένους τόπους ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶχε περάσει ἡ Ἁγία Νίνα.

Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἱεραποστολικοῦ τους ἔργου ζήτησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ὑποδείξει μόνιμο τόπο ἀσκήσεως καὶ διαμονῆς. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τὸ ὄρος Ζάντεν. Ὁ Ἅγιος ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα σπήλαιο καὶ ἄρχισε νὰ μιμεῖται τὴν ἰσάγγελη πολιτεία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἀφοῦ στερεώθηκαν στὴν πίστη καὶ στὴν ἀνδρεία, ξεκίνησαν νὰ κηρύξουν τὸν Χριστὸ σὲ ὅλη τὴν χώρα. Ὁ Ὅσιος εἶχε μαζί του καὶ ἱερὰ λείψανα Ἁγίων, τὰ ὁποία τοὺς προσέφερε ὡς εὐλογία, γιὰ νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά τους. Ἐκεῖνος συνέχισε τῆς ἄσκηση καὶ τὸ μονήρη ἡσυχαστικὸ βίο. Ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τοῦ ὄρους ἔκαναν ὑπακοὴ στὸν Ὅσιο.
Ἔφθασε, ὅμως, ὁ καιρὸς γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Κάλεσε τοὺς μαθητές του, τοὺς νουθέτησε πατρικά, τοὺς εὐλόγησε, μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ψυχαΐτης

Εἶναι ἄγνωστη ἡ καταγωγὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Ψυχαΐτου, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος Ε’ (813 – 820 μ.Χ.). Ὁ Ὅσιος ὑπῆρξε ἀσκητὴς καὶ κατεμάρανε τὰ φρονήματα τῆς σαρκὸς μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ σκληραγωγίες. Ὑπῆρξε σθεναρὸς ὑπερασπιστὴς τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων. Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς συνελήφθη καὶ ἐξορίσθηκε. Μετὰ ἀπὸ κάθε διωγμὸ ἐπανερχόταν ὁρμητικότερος καὶ μαχητικότερος καὶ νικοῦσε τὸ θράσος τῶν λεόντων, ποὺ ἀθετοῦσαν τὸ σεπτὸ χαρακτήρα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔχαιρε μεγάλης ἐκτιμήσεως καὶ τιμόταν ἀπὸ ὅλους. Τοῦτο δὲ ἐπηύξανε ἡ θαυματουργὸς Χάρη διὰ τῆς ὁποίας εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς καὶ ἀγωνίσθηκε κραταιὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ Ἐρημίτης ὁ Θαυματουργὸς 

Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ ἐν Λυκαονίᾳ, ὁ Ἐρημίτης καὶ Θαυματουργός, εἶναι ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ Μηναῖα. Μνημονεύεται στὸ Συναξαριστὴ τοῦ Ἱππόλυτου Delehaye κατὰ τὴν 8η Μαΐου ἀλλὰ ἄνευ ὑπομνήματος, ἐνῷ στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70 φ. 217β ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὶς 7 Μαΐου ἀναφέρεται μὲ τὸ ἀκόλουθο ὑπόμνημα: «Οὗτος ὁ ἅγιος πατὴρ ἡμῶν ἐκ βρέφους σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἀνάθημα γέγονε, σκληραγωγίᾳ, νηστείᾳ, προσευχῇ, δάκρυσι χαμευνίᾳ ἑαυτὸν ἐκδώσας καὶ πάσῃ κακουχίᾳ καὶ ταλαιπωρίᾳ, καὶ διὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀρετὴν ἠξιώθη θαυματουργιῶν μεγίστων ἐκ Θεοῦ δαίμονας ἀποσοβεῖν, νεκροὺς ἐγείρειν, λεπροὺς καθαίρειν, πάθη ἀνίατα θεραπεύειν καὶ ἁπλῶς πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἰώμενος. Καὶ ἐν τούτοις τοῖς ἀγαθοῖς πᾶσιν  ἐπαγωνιζόμενος μετὰ μικρὸν νοσήσας καὶ προεγνωκὼς τὴν αὐτοῦ πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν πρὸς Κύριον ἀπῆλθε χαριεντιζόμενος μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων, τῶν λαβόντων αὐτοῦ τὴν τιμία ψυχήν».
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε σὲ μία μονὴ κοντὰ στὸ ἀκρωτήρι τοῦ Χυλένδρου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τοῦ Σόρκϊυ καταγόταν ἀπὸ τὴν εὐγενὴ οἰκογένεια τῶν Μάικωφ καὶ γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ 1433 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ὅταν ἦταν νέος, ἐργάσθηκε ὡς ταχυγράφος στὴν ὑπηρεσία τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος τῆς Μόσχας.

Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ μονὴ τῆς Λευκῆς Λίμνης, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ ἀσκητὴς Κύριλλος. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὸ συμμοναστή του μοναχὸ Ἰννοκέντιο καὶ ἀσκητεύει στὴ «Σκήτη τοῦ Ξυλουργοῦ». Ὑπάρχει βέβαια ἡ πληροφορία ὅτι ἔμεινε γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀκμή.

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος καὶ ὁ μοναχὸς Ἰννοκέντιος ἐπιστρέφουν στὴ Ρωσία περὶ τὸ 1480 μ.Χ. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἡσυχίας τὸν κάνει νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ ἕνα μικρὸ ἐρημικὸ μέρος, λίγο μακρύτερα ἀπὸ τὴ μονὴ Λευκῆς Λίμνης, στὸν ποταμὸ Σόρα. Ἐκεῖ κτίζει καὶ ἕνα μικρὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καὶ ἐπιδίδεται στὸ θεωρητικὸ βίο καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὁ Ὅσιος Νεῖλος συνιστᾶ προσοχὴ καὶ διάκριση. Γνωρίζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ μπεῖ κάποιος πρόωρα σὲ ἀνώτερες πνευματικὰ περιοχές. Γνωρίζει ὅτι κάθε μύηση στὴν πνευματικὴ ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι προσεγμένη καὶ νὰ γίνεται προοδευτικά. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητας τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι τὸ «μέτρο» στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ διάκριση στὴ συμπεριφορὰ καὶ στὴ σχέση μας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση. Εἶναι ὁ κὰτ’ ἐξοχὴν Ὅσιος τῆς κενώσεως, δηλαδὴ τῆς ταπεινῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ στάσεως.

Ἕνα ἄλλο χάρισμά του ἦταν ἡ ἀγάπη. Γιὰ νὰ εἶναι χρήσιμος στοὺς ἀδελφοὺς δεχόταν νὰ γίνει σαλός, ἀποκαλύπτοντας σὲ αὐτοὺς τὰ μυστικὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Ὅμως ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ θεολογικὴ κατάρτιση τοῦ Ὁσίου Νείλου ἑλκύουν τὴν προσοχὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν κρατικῶν παραγόντων. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὴν πόλη Νόβγκοροντ ξεσπᾶ ἡ αἵρεση τῶν Ἰουδαϊζόντων, οἱ ὁποῖοι μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔλεγαν ὅτι τὸ 7000 ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, δηλαδὴ τὸ 1492 μ.Χ., θὰ γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὁ Ὅσιος βοήθησε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Πολιτεία νὰ μορφώσουν ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν αἵρεση καὶ νὰ τὴν καταδικάσουν.

Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ ἀντιμετώπισε ὁ Ὅσιος ἦταν αὐτὸ τῆς περιουσίας τῶν μονῶν. Ὁ Ἅγιος γνώριζε καλὰ τὸν μεγάλο κίνδυνο ποὺ ἀπειλοῦσε τοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὴ συσσώρευση πλούτου στὶς μονές, ἔστω καὶ ἂν ὁ πλοῦτος αὐτὸς δὲν ἀνῆκε στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ στὴ μονή.  Τὸ θέμα συζητήθηκε σὲ Σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε τὸ 1503 στὴ Μόσχα, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι γιὰ ποιμαντικοὺς λόγους ἡ Σύνοδος δὲν υἱοθέτησε  τὸ πνεῦμα τοῦ Ὁσίου Νείλου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ πνεῦμα αὐτὸ τοῦ Ὁσίου ἐπηρέασε θετικὰ τὸ Ρωσικὸ μοναχικὸ βίο.

Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι πολὺ πλούσιο. Τὰ κυριότερα ἔργα του εἶναι ἀσκητικὰ καὶ ἀφοροῦν τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων τοῦ 1508.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ ἐν τῇ μονῇ Μεγίστης Λαύρας ἀσκήσας 

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος καταγόταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο Κυνουρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία παρελήφθη ἀπὸ τὸν θεῖο του, ἱερομόναχο Μακάριο, στὴν ἐκεῖ ἱερὰ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν καλουμένη τοῦ Μαλεβῆ, ὅπου καὶ ἀφοῦ ἐκπαιδεύθηκε μὲ θεοσέβεια, χειροτονήθηκε διάκονος. Ποθώντας ὅμως καὶ οἱ δύο ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὸ βίο, μετέβησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ γιὰ λίγο χρόνο ἀσκήτεψαν στὸ σπήλαιο ποὺ εἶχε ἀσκητέψει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης ( 12 Ἰουνίου), στὴ συνέχεια μετέβησαν σὲ ἔρημη ἔκταση κοντὰ στὴ Λαύρα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἔκτισαν ναὸ τιμώμενο στὸ ὄνομα τῆς Ὑπαπαντῆς καὶ παρέμειναν ἐκεῖ ἀσκητεύοντας μὲ αὐστηρότητα.

Ἀργότερα ὁ Ὅσιος Νεῖλος, γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση, κατέφυγε σὲ σπήλαιο ποὺ βρισκόταν σὲ πολὺ ἀπόκρημνο βράχο, ὅπου, ἀφοῦ ἀνήγειρε μικρὸ ναό, παρέμεινε ἀσκούμενος καὶ νυχθημερὸν προσευχόμενος καθ’ ὅλο τὸν ὑπόλοιπο βίο αὐτοῦ.

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1651 καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ σπηλαίου του. Μετὰ τὴν ὁσία ταφή του, μύρο εὐῶδες ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν τάφο του, ποὺ παρεῖχε τὴν ἴαση σὲ ὅσους ἀσθενεῖς προσέφευγαν ἐκεῖ μὲ πίστη.
Ἀργότερα, λόγω ἐδαφικῶν μεταβολῶν, ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου ἐξαφανίσθηκε καὶ παρέμεινε ἄγνωστος γιὰ πολλὰ χρόνια. Τὸ 1815, ὁ Ὅσιος Νεῖλος παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον μοναχό, ποὺ ὀνομαζόταν Αἰχμάλωτος καὶ ἀφοῦ τοῦ προεῖπε πολλὰ μέλλοντα, στὴν συνέχεια τὸν πρόσταξε νὰ καταστήσει βατὴ τὸν ὁδὸ πρὸς τὸ σπήλαιό του, γιὰ νὰ μεταβαίνουν οἱ μοναχοὶ νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ λειτουργοῦν τὸ ναὸ ποὺ εἶχε ἱδρύσει. Ἀμέσως ὁ μοναχὸς Αἰχμάλωτος ἀνακοίνωσε στοὺς ὑπόλοιπους πατέρες ὅσα προστάχθηκαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο, αὐτοὶ δὲ ἔσπευσαν μὲ προθυμία ὄχι μόνο νὰ διανοίξουν τὴν ὁδό, ἀλλὰ καὶ νὰ οἰκοδομήσουν νέο ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου. Κατὰ τὴν ἐκσκαφὴ τῶν θεμελίων τοῦ ναοῦ, ἀνευρέθη ὁ τάφος του καὶ τὰ σεπτὰ λείψανά του, τὰ ὁποία ἀνέδιδαν ἄρρητη εὐωδία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄνθη πανεύοσμα, τῆς ἀϊδίου ζωῆς, τὰ θεῖά σου λείψανα, ἐκ τῶν ταμείων τῆς γῆς, ἡμὶν ἀνεφάνησαν· ὅθεν μνείαν τελοῦντες, τῆς εὑρέσεως τούτων, μέλπομεν Πάτερ Νεῖλε, τὴν δοθεῖσάν σοι χάριν,  δι’ ἧς πᾶσι προστάτης, εὑρίσκῃ θερμότατος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὰ σεπτά σου λείψανα περικυκλοῦντες, ἐξ αὐτῶν λαμβάνομεν, ἁγιασμοῦ τὰς δωρεάς, Μυροβλυτῶν ἐγκαλλώπισμα, Νεῖλε θεόφρον, Ἀγγέλων ὁμόσκηνε.

 

Μεγαλυνάριον.
Μύρου ἀποπνέοντα τὴν ὀσμήν, καὶ μελλούσης δόξης, ἐκδηλοῦντα τᾶ ἀγαθά, ὤφθησαν τοῖς πᾶσι, τὰ θεῖα λείψανά σου· διό σε Μυροβλῦτα, Νεῖλε γεραίρομεν.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ὁ Ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, ὁ Ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, γεννήθηκε στὴν Αὐστροουγγαρία στὶς 18 Μαρτίου τοῦ 1854 ἀπὸ μία φτωχὴ οἰκογένεια Καρπαθορώσων. Ὅπως πολλὲς ἄλλες οἰκογένειες στὴν Αὐστροουγγρικὴ αὐτοκρατορία, ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀλεξίου Τὸθ ἦταν ἀρχικὰ συνδεδεμένη μὲ τοὺς Οὐνίτες. Ὁ πατέρας καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀλεξίου ἦταν «ἱερεῖς» καὶ ὁ θεῖος του ἦταν «Ἐπίσκοπος» τῶν Οὐνιτῶν. Ἔλαβε ἐξαιρετικὴ μόρφωση καὶ ἔμαθε πολλὲς γλῶσσες (καρπαθορωσικά, οὑγγρικά, ρωσικά, γερμανικά, λατινικὰ καὶ ἑλληνικὰ μόνο γιὰ ἀνάγνωση). Νυμφεύθηκε τὴ Ροζαλὶ Μιχάλιτς, τὴν θυγατέρα ἑνὸς «ἱερέως» καὶ χειροτονήθηκε «πρεσβύτερος» στὶς 18 Ἀπριλίου 1878. Ἡ γυναῖκά του πέθανε σύντομα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ τὸ μονάκριβο παιδί του.  Ὁ Ἀλέξιος ἄντεξε τὶς δοκιμασίες αὐτὲς μὲ τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰώβ.

Τὸν Μάιο τοῦ 1897 ὁ Ἀλέξιος ἀνεδείχθη γραμματέας τοῦ Ἐπισκόπου Πρέσωβ καὶ ὑπεύθυνος τοῦ διοικητικοῦ τομέα τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἐπίσης, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διεύθυνση ἑνὸς ὀρφανοτροφείου. Στὸ σεμινάριο τοῦ Πρέσωβ ὁ Ἀλέξιος Τὸθ δίδαξε ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ κανονικὸ δίκαιο, γνώσεις ποὺ τὸν βοήθησαν πάρα πολὺ στὴν μετέπειτα ζωή του στὴν Ἀμερική.

Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1889 ἀνέλαβε ἱερατικὰ καθήκοντα σὲ μία οὐνιτικὴ ἐνορία στὴ Μινεάπολη τῆς Μινεσότας. Ὅμως, μέσα ἀπὸ διάφορες ἐκκλησιαστικὲς περιπέτειες, ἀποφάσισε νὰ ἀπευθυνθεῖ  στὸν Ρῶσο Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Βλαδίμηρο. Στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1891, ὁ ἱερέας Ἀλέξιος Τὸθ καὶ 3.614 ἐνορίτες του προσῆλθαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη τῶν προγόνων τους. Οἱ ἐνορίτες, θεωρώντας αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς ἕνα νέο θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναφώνησαν μὲ χαρά: «Δόξα Σοι, ὁ Θεός, γιὰ τὸ μεγάλο Του ἔλεος».

Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καὶ τῆς ἐνορίας του, ποὺ ἐπέστρεψαν στὴν Ὀρθοδοξία, ἦταν ἐνθαρρυντικὸ γιὰ ἑκατοντάδες ἄλλους Οὐνίτες. Ὁ πατὴρ Ἀλέξιος ἦταν φῶς ἐπὶ τὴ λυχνία καὶ ἀποτελοῦσε φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς πιστούς. Μὲ τὸ τολμηρὸ κήρυγμά του ἐξέθεσε τὴν κακόπιστη διδασκαλία ποὺ εἶχε παραπλανήσει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἦταν πολὺ διακριτικός, γιὰ νὰ μὴν καλλιεργήσει στὸ ποίμνιό του τὴ μισαλλοδοξία. Ἀναδείχθηκε κήρυκας τῆς θεοσεβοῦς θεολογίας καὶ τοῦ ὀρθοῦ δόγματος καὶ συνέγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὸν ὀρθόδοξο βίο.

Ὁ ἐνάρετος ἱερέας, γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς βιοτικὲς ἀνάγκες, ἦταν ἀναγκασμένος νὰ ἐργάζεται σὲ ἕνα φοῦρνο. Ἂν καὶ τὰ χρήματά του ἦταν λίγα, δὲν παράλειπε νὰ δίνει ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς. Μοιραζόταν τὰ χρήματα μὲ ἄλλους κληρικοὺς ποὺ ἦταν σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτὸν καὶ συνέφερε στὴν ἀνοικοδόμηση ἐκκλησιῶν καὶ στὴν ἐκπαίδευση  τῶν φοιτητῶν Θεολογίας. Δὲν ἦταν ἀνήσυχος σχετικὰ μὲ τὴν ζωή του, γιὰ τὸ τί θὰ ἔτρωγε καὶ τί θὰ ἐνδυόταν. Ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο ἀκολουθοῦσε τὴν προτροπὴ τοῦ Εὐαγγελίου: «ζητεῖτε δὲ πρῶτον  τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὑπέφερε τὴ θλίψη, τὴ συκοφαντία καὶ τὶς φυσικὲς ἐπιθέσεις μὲ ὑπομονὴ καὶ πνευματικὴ χαρά, ὑπενθυμίζοντάς μας ὅτι «παντὸς δυνατοτέρα ἐστὶν ἡ εὐσέβεια» καὶ ὅπως καὶ ὁ Ἰωσίας «κατευθυνόταν ἐν ἐπιστροφῇ λαοῦ».

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος συνέβαλε στὴ δημιουργία καὶ στὴν ἐπιστροφὴ πολλῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὸ 1909, τὴν περίοδο τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του, χιλιάδες Καρπαθορώσοι καὶ Γαλισιανοὶ Οὐνίτες εἶχαν ἐπιστρέψει στὴν Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς στὴν ἱστορία τῆς ἱεραποστολῆς στὴν Ἀμερικῆς, τὸ ὁποῖο συνέβαλε καθοριστικὰ στὴν ἐκεῖ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὸ 1907 ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε τὴν ὑποψηφιότητά του γιὰ τὸν ἐπισκοπικὸ βαθμὸ προτείνοντας κάποιον νεότερο γιὰ τὴ θέση αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Παρασκευὴ 7 Μαΐου 1909. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στὴ νότια Καναὰν τῆς Πενσυλβανίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Λιοῦμπεχ Ρωσίας

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Λιοῦμπεχ ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ στὰ περίχωρα τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἡ εἰκόνα χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. Τὰ θαύματα αὐτῆς γράφηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δημήτριο, Ἐπίσκοπο Ροστὼβ ( 21 Σεπτεμβρίου). Τὸ 1653, ὅταν οἱ Πολωνοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ Λιοῦμπεχ, οἱ Χριστιανοὶ φοβούμενοι ἔστειλαν τὴν εἰκόνα στὸ Κίεβο. Τὸ 1701, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως, ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπεστράφη στὴν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ καὶ τοποθετήθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἕνα ἀκριβὲς ἀντίγραφό της ἔμεινε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Ζίροβιτς Ρωσίας 

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ζίροβιτς βρέθηκε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο τὸ 1470 στὴν περιοχὴ Ζίροβιτς, στὰ σύνορα τοῦ Γκροῦνεγκ. Μέσα στὸ δάσος, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὸν Ὀρθόδοξο Λιθουανὸ τιτλοῦχο Ἀλέξανδρο Σόλτον, οἱ βοσκοὶ ἀντίκρισαν ἕνα ὑπερφυσικὸ λαμπρὸ φῶς καὶ ὅταν πλησίασαν εἶδαν τὴν ἀκτινοβόλο εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπάνω σὲ ἕνα δένδρο. Μὲ σεβασμὸ οἱ βοσκοὶ ἔδωσαν τὴν εἰκόνα στὸν Ἀλέξανδρο Σόλτον, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ δώσει ἰδιαίτερη σημασία, τὴν τοποθέτησε σὲ ἕνα προσκυνητάρι. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Σόλτον εἶχε ἐπισκέπτες καὶ ἤθελε νὰ τοὺς δείξει τί εἶχε βρεθεῖ. Πρὸς μεγάλη ἔκπληξή του δὲν βρῆκε τὴν εἰκόνα στὸ προσκυνητάρι, ἂν καὶ τὴν εἶχε δεῖ ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ λίγο. Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα οἱ βοσκοὶ πάλι βρῆκαν τὴν εἰκόνα στὸ ἴδιο μέρος καὶ τὴν πῆγαν πάλι στὸν Ἀλέξανδρο Σόλτον. Αὐτὴ τὴ φορά, ὅμως, παρέλαβε τὴν εἰκόνα μὲ μεγάλο σεβασμὸ καὶ ὑποσχέθηκε νὰ χτίσει μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὸ μέρος ποὺ βρέθηκε ἡ εἰκόνα. Γύρω ἀπὸ τὴν ξύλινη ἐκκλησία, σύντομα δημιουργήθηκε ἕνας οἰκισμὸς καὶ ἀργότερα δημιουργήθηκε μία ἐνορία.

Περὶ τὸ 1520 ἡ ἐκκλησία καταστράφηκε ἀπὸ φωτιά, παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν κατοίκων νὰ σβήσουν τὴν πυρκαγιὰ καὶ νὰ σώσουν τὴν εἰκόνα. Ὅλοι νόμιζαν ὅτι ἡ εἰκόνα εἶχε καταστραφεῖ. Ὅμως, μερικὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ χωριό, γυρνώντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο, εἶδαν ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα. Ἡ Παρθένος Μαρία, ἐξαιρετικὰ ὄμορφη καὶ ἀκτινοβόλος, καθόταν πάνω σὲ μία πέτρα στὴν καμένη ἐκκλησία καὶ στὰ χέρια της κρατοῦσε τὴν εἰκόνα της. Τὰ παιδιὰ δὲν τόλμησαν νὰ τὴν πλησιάσουν, ἀλλὰ ἔτρεξαν γιὰ νὰ ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους.

Ὅλοι μαζὶ οἱ πιστοὶ μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα πῆγαν στὸ λόφο καὶ βρῆκαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τελείως ἀνέπαφη ἀπὸ τὴ φωτιά, τοποθετημένη ἐπάνω σὲ μία πέτρα μὲ ἕνα ἀναμμένο καντήλι μπροστά της. Ἒκτισαν μία πέτρινη ἐκκλησία καὶ τοποθέτησαν ἐντὸς αὐτῆς τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα. Ἀργότερα, ἐκεῖ, ἀναπτύχθηκε ἕνα ἀνδρικὸ μοναστήρι ποὺ κατηύθυνε τὸν ἀγώνα τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς Οὐνίας καὶ τῶν Λατίνων. Τὸ 1609 ἡ μονὴ κατελήφθη ἀπὸ Οὐνίτες καὶ παρέμεινε ὑπὸ τὴν κατοχὴ τους μέχρι τὸ 1839. Τὸ ἴδιο ἔτος ἡ μονὴ περιῆλθε καὶ πάλι στοὺς Ὀρθοδόξους.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου πολέμου ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ζίροβιτς μεταφέρθηκε, πρὸς πνευματικὴ ἐνίσχυση τοῦ λαοῦ, στὴν Μόσχα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1920 ἐπεστράφη στὴ μονή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ακολουθία Εσπερινού Σαββάτου, όρθρου και Θείας Λειτουργίας του Παραλύτου (06-05-2017 και 07-05-2017) εδώ. 

 Τυπικόν εδώ 

Κανόνιον εδώ