ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ι΄ 25-37)
Τό ἐρώτημα πού τίθεται στό Χριστό στή σημερινή παραβολή, ἄν καί ὄχι μέ καθαρή καί ἀνιδιοτελῆ διάθεση, εἶναι: «Διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;». Αὐτό πού ποθεῖ ὁ ἄνθρωπος, βαθιά μέσα στήν ὕπαρξή του, εἶναι ἡ ζωή. Καί μάλιστα ζωή χωρίς τέρμα, χωρίς ὅρια, χωρίς περιορισμούς, αἰώνια. Ἡ ἀπάντηση ἀπό τό θεῖο Διδάσκαλο εἶναι μία: ὁ δρόμος γιά τή ζωή ὀνομάζεται ἀγάπη. Καί γιά νά γίνει πιό σαφής τονίζει πώς ἡ ἀγάπη ἔχει διπλή κατεύθυνση, πρός τό Θεό καί πρός τόν πλησίον. Ἐπειδή ὅμως ὁ νομοδιδάσκαλος δέν δείχνει νά καταλαβαίνει τή γεμάτη νόημα σημασία τῆς θείας ἐντολῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός παραθέτει τήν ἐξήγησή της μέ τήν παραβολή τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη.
Συνήθως, ὅταν ἀκοῦμε τήν παραβολή, νομίζουμε πώς ὁ Χριστός ἤθελε μέ αὐτήν νά ψέξει τούς ἀναίσθητους ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης σέ ἀντιδιαστολή μέ τό φιλεύσπλαχνο λαό ἤ νά περιγράψει τή «σωστή» συμπεριφορά. Ὅμως ὁ Χριστός δέν ξεχνᾶ τό ἀρχικό ἐρώτημα καί ὁ σκοπός του εἶναι νά ἐξηγήσει στόν ἀποροῦντα νομικό, στό λαό τῆς ἐποχῆς ἀλλά καί σ’ ἐμᾶς σήμερα τό πῶς κανείς ἀγαπώντας ὁδηγεῖται στή ζωή.
Ὁ ἱερέας καί ὁ λευίτης «κατά συγκυρίαν», τυχαία δηλαδή, βρέθηκαν κοντά στόν τραυματισμένο συμπατριώτη τους, ἐνῶ ὁ Σαμαρείτης, ἕνας ξένος καί ἀλλόθρησκος, ἦλθε ἐπίτηδες στόν «ἐμπεσόντα εἰς τούς ληστᾶς» ἄνθρωπο. «Σαμαρείτης δέ τίς ὁδεύων, ἦλθε κατ’ αὐτόν». Ὁ δρόμος ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, τήν πόλη τοῦ Θεοῦ, πρός τήν Ἱεριχῶ εἶναι ὁ δρόμος τοῦ θανάτου, ὁδός κατηφορική καί ἐπικίνδυνη γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, πού συμβολίζει τό βίο μας ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ κατευθείαν στό θάνατο.
Ὁ σπλαχνικός Σαμαρείτης, ἀδελφοί, δέν εἶναι κανένας ἄλλος παρά μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ νομικός ζητάει ἐπεξηγήσεις, νόμους καί θεωρίες γιά τό πῶς μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ. Ὁ Χριστός δείχνει τό πρόσωπο πού μᾶς σώζει καί εἶναι ὁ Ἴδιος. Ἔρχεται στόν καταπληγωμένο καί ἐξουθενωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ἀρρώστια, τή φθορά καί τό θάνατο ἄνθρωπο καί τόν σπλαχνίζεται, τόν ἀγαπᾶ πραγματικά χωρίς νά σκέφτεται τόν ἑαυτό του, τήν ὥρα πού χάνει, τούς κινδύνους πού διατρέχει. Ἐπιχέει ἔλαιο καί οἶνο. Τό λάδι παραπέμπει στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καί στήν ἰδιότητα πού ἔχει νά βοηθάει τούς ἀθλητές πού ἀλείφονταν μ’ αὐτό νά ξεγλιστροῦν ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἀντιπάλου, τοῦ διαβόλου. Ὁ οἶνος θυμίζει τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τήν ἐγκέντριση, συσσωμάτωση καί συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό ζωοποιό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τό πανδοχεῖο, τέλος, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό νοσοκομεῖο δηλαδή ὅπου ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται, ἀνακαινίζεται, βρίσκει τήν ὑγεία του, σώζεται εἰς τό διηνεκές.
Ἐμεῖς σήμερα, ἀδελφοί μου, ἐνῶ λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί, ὅτι πιστεύουμε στό Χριστό, στήν οὐσία τοῦ δίνουμε θέση Σαμαρείτη, δηλαδή ξένου καί ἀλλοεθνῆ. Πρῶτον γιατί δέν συναντιοῦνται οἱ δρόμοι μας. Ἀνεβαίνουμε γιά λίγο στά Ἱεροσόλυμα ἀλλά κατεβαίνουμε ἀμέσως τήν ὁδό τοῦ θανάτου πρός τήν Ἱεριχῶ. Πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία, ἀκοῦμε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τακτοποιοῦμε τίς θρησκευτικές μας ὑποχρεώσεις, ἀλλά ἡ ζωή μας δέν εἶναι ἐκκλησιαστική. Στά ἔργα μας δέν δίνουμε θέση στόν πλησίον, στόν ἐλάχιστο ἀδελφό του Χριστοῦ γιά τόν ὁποῖο Αὐτός σταυρώθηκε. Ὅ,τι κάνουμε ἀποσκοπεῖ στήν ἐξασφάλιση τῆς ἀτομικότητάς μας μόνο. Θεωροῦμε τήν Ἐκκλησία ὄχι χῶρο συνάντησης μέ τό Θεό μέσω τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά κατάστημα ἱκανοποίησης θρησκευτικῶν ἀναγκῶν. Ἡ Θεία Εὐχαριστία, τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο κοινωνίας μέ τό Θεό καί τό συνάνθρωπο, δέν διαποτίζει τή ζωή μας ἀλλά ἐκλαμβάνεται ὡς μία θρησκευτική ὑποχρέωση ἀνεξάρτητη καί ἄσχετη μέ τούς ἄλλους.
Δεύτερον, ὅσο κι ἄν θεωροῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός μας, στήν οὐσία εἰσπράττει τήν περιφρόνηση καί τήν ἀπαξίωσή μας γιατί δέν τοῦ δίνουμε τή θέση πού τοῦ πρέπει στήν καρδιά μας γι’ αὐτό καί δέν μποροῦμε νά γίνουμε κι ἐμεῖς πλησίον. Ὁ Χριστός ἔρχεται συνέχεια σ’ ἐμᾶς γιά νά μᾶς βρεῖ καί νά γίνει πλησίον μας. Ἀπομένει ὅμως νά ἔρθουμε καί ἐμεῖς σέ ἐπίγνωση τῆς κατάστασής μας. Νά καταλάβουμε ὅτι βαδίζουμε τήν ὁδό τοῦ θανάτου, ὅτι εἴμαστε ἑτοιμοθάνατοι. Τότε θά νιώσουμε τήν ἀνάγκη τοῦ Χριστοῦ καί θά ἀνοιχτοῦμε σ’ Αὐτόν. Ἡ συνάντηση μέ τό Χριστό εἶναι ἀδύνατη γιά ἀνθρώπους πού ἐνῶ εἶναι ἄρρωστοι, πιστεύουν ὅτι εἶναι καλά.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τήν προσεχῆ Τρίτη ἀρχίζει, σύν Θεῶ, ἡ τεσσαρακοστή νηστεία τῶν Χριστουγέννων. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁρίστηκε νά διαβάζεται ἡ παραβολή αὐτή στήν ἀρχή τῆς περιόδου πού μᾶς ὁδηγεῖ στά Χριστούγεννα. Τά Χριστούγεννα γιορτάζουμε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός πῆρε πάνω του τήν ἀνθρώπινη φύση ὅπως ἔκανε καί στήν παραβολή μας ὁ καλός Σαμαρείτης «ἐπιβιβάσας δέ αὐτόν ἐπί τό ἴδιον κτῆνος».
Ὁ Χριστός ἀνέλαβε τήν τραυματισμένη καί ἑτοιμοθάνατη φύση μας γιά νά τή θεραπεύσει καί νά τήν ἀναστήσει. Στίς Μεγάλες Ὧρες τῶν Χριστουγέννων θά ἀκούσουμε τόν προφήτη νά λέει γιά τό Χριστό : «οὐ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ». Ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐξουσία του φαίνεται στό γεγονός ὅτι παίρνει στόν ὦμο του, στίς πλάτες του «τόν ἐμπεσόντα εἰς τούς ληστᾶς» ἄνθρωπο γιά νά τόν ὁδηγήσει στή Βασιλεία Του, στόν καινούργιο κόσμο τοῦ φωτός, τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς ἀθανασίας. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» λέει ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία.
Καὶ τὰ λόγια του αὐτὰ βρίσκουν πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους στὸ ὑπεράξιο τέκνο τῆς Κύπρου μας, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς μεγάλης πόλεως Ἀλεξανδρείας.
Φυσικὰ ἡ φιλανθρωπία εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅλων τῶν ἁγίων.
Γιατί, ἡ ἀρετὴ αὐτή, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι καὶ ἡ πιὸ τρανὴ πιστοποίηση τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν μεγάλο μας Πατέρα, τὸν Θεό, ὅπως ξεκάθαρα τονίζει καὶ ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὅμως τὴν φιλανθρωπία τὴν ἔκαμε κύριο μέλημα τῆς ζωῆς του, ὥστε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ τοῦ δώσει καὶ τὸ τιμητικὸ προσωνύμιο τοῦ Ἐλεήμονος.
Τὴν ζωὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φιλανθρώπου, μιὰ ζωὴ ἀληθινὰ χαριτωμένη καὶ ρωμαλέα, θὰ ἐκθέσουμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Εἶναι τόσο διδακτική, μὰ καὶ τόσο ἐνδιαφέρουσα εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐποχή μας, ποὺ εἶναι μία ἐποχὴ ἄκρατου ἀτομισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Ἀμαθούντα. Ἡ Ἀμαθοῦς, ἦταν ἡ σημερινὴ Παλαιὰ Λεμεσός. Ἡ τωρινὴ πόλη τῆς Λεμεσοῦ λεγόταν τότε Νεάπολις. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ Νεάπολις ἔγινε ἡ κύρια πόλη τῆς περιοχῆς, ἡ γνωστὴ Λεμεσός, ἐνῶ ἡ ἀρχαία Ἀμαθοῦς ἔμεινε στὶς ἡμέρες μας ἕνας ἄμορφος ἀρχαιολογικὸς χῶρος. Ὅταν ὁ Ἰωάννης πέρασε τὸ κατώφλι τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας καὶ μπῆκε στὴ νεανική, οἱ γονεῖς του, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς πιέσεις, τὸν ἔπεισαν, παρὰ τὸν βαθύ του πόθο νὰ ἀφιερωθεῖ σὲ ἔργα ὑψηλότερα, ἔργα ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας, νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ ἀναλάβει τὸν ζυγὸ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς.
Οἱ γονεῖς του Ἐπιφάνιος καὶ Εὐκοσμία εἶχαν μεγάλη κοινωνικὴ θέση καὶ ἦταν ἄνθρωποι ἐνάρετοι. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ φημισμένος κυβερνήτης τῆς νήσου καὶ εἶχε μεγάλα διοικητικὰ χαρίσματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαός του πολὺ τὸν ἐκτιμοῦσε καὶ τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν σεβόταν. Ἡ μητέρα του πάλι διακρινόταν ὄχι μόνο γιὰ τὰ σωματικά της χαρίσματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ψυχικά. Κοντὰ σ’ αὐτοὺς καὶ σ’ ἕνα περιβάλλον πλούσια χριστιανικὸ εἶδε τὸ φῶς τῆς ζωῆς καὶ μεγάλωσε τὸ εὐτυχισμένο παιδί.
Ἀμφότεροι οἱ γονεῖς ποτισμένοι μὲ τὰ νάματα τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ, φρόντισαν μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ ἀναθρέψουν τὸν Ἰωάννη τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Καὶ τὸ πέτυχαν. Οἱ τόσες φροντίδες τους γι’ αὐτὸν εἶχαν καὶ τοὺς ἀνάλογους καρπούς. Ἄλλωστε τὸ «ὁ ἐὰν σπείρει ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» εἶναι τοῦ Κυρίου μας διαβεβαίωση. Καὶ οἱ καλοὶ γονεῖς ἔσπειραν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους μὲ προσοχὴ καὶ προσευχὴ τὰ σπέρματα τῆς εὐσέβειας. Δικαιολογημένα στὸν κατάλληλο καιρὸ καμαρώνουν τοὺς ὄμορφους καρποὺς τῶν κόπων τους. Εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι οἱ γονεῖς. Θαυμαστὸς καὶ τιμημένος ὁ καρπός, τὸ παιδί τους.
Ὁ Ἰωάννης κοντὰ στοὺς γονεῖς του ἀπέκτησε μία μόρφωση ἀληθινὰ ἀξιόλογη. Ἀπὸ τὰ μαθήματά του πιὸ πολὺ ἀγαποῦσε καὶ μελετοῦσε τὰ ἱερὰ γράμματα. Μέσα στὶς σελίδες τῶν ἱερῶν βιβλίων ἐντρυφοῦσε γιὰ ὦρες κάθε μέρα. Μέσα σ’ αὐτὲς βρῆκε τὸν «πολύτιμον μαργαρίτην». Καὶ γιὰ τὸν μαργαρίτη αὐτὸν δὲν δίστασε νὰ θυσιάσει τὰ πάντα, γιὰ νὰ τὸν κάμει κτῆμά του ἀναφαίρετο. Καὶ τὸν ἔκαμε. Ἡ συνέχεια τῆς περιγραφῆς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ δείξει.
Ἡ ὑποχώρησά του αὐτὴ δὲν ὑπῆρξε πράξη ἀδυναμίας. Τουναντίον ὑπῆρξε μία πράξη δυνάμεως. Ἦταν μία θυσία τοῦ ἑαυτοῦ του γιὰ τὴ χαρὰ ἐκείνων ποὺ τὸν ἔφεραν στὸν κόσμο. Γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν γονιῶν του.
Ἡ οἰκογενειακὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου μας ὑπῆρξε πρότυπος. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ «ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» εἶχε θρονιαστεῖ στὸ σπίτι τους. Δυὸ ἀγγελούδια μὲ τὴν σειρά, δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὰ ἦρθαν νὰ αὐξήσουν τὴν χαρὰ στὴν εὐλογημένη οἰκογένεια.
Ἡ ἀνέφελη ὅμως ζωὴ δὲν ἔχει κάτι τὸ μόνιμο στὸν κόσμο αὐτό. Ὁ γαλανὸς οὐρανὸς τῆς οἰκογενειακῆς εὐτυχίας συννέφιασε κάποια ἡμέρα. Πρῶτα ἡ σύζυγος καὶ ὕστερα τὰ δυὸ παιδιὰ ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου καὶ ἔφυγαν σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Στὸ σπίτι ποὺ βασίλευε τὸ γέλιο καὶ ἡ χαρά, ἔχει στήσει τώρα τὸ σκιάχτρο του ὁ πόνος καὶ ὁ σπαραγμός. Στὸ κτύπημα αὐτὸ τὸ βαρὺ καὶ ἀσήκωτο γιὰ πολλούς, ὁ Ἰωάννης ἔδειξε ὅλο τὸ ψυχικό του μεγαλεῖο. Τὰ λόγια του πολύαθλου Ἰὼβ «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο... εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον» στριφογυρίζουν συνέχεια στὸ νοῦ του. Καὶ παρηγορεῖται. Καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό. Καὶ παίρνει τὴν ἀπόφαση σταθερὰ καὶ ἡρωικὰ νὰ ἀφιερωθεῖ πιὰ ἀποκλειστικὰ στὴν διακονία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ ἀπόφαση ἔγινε ἔργο. Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του στὴν σύντροφό του καὶ τὰ σαρκικά του παιδιὰ διοχετεύονται τώρα πλούσια στὴ μεγάλη «οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ», τὴν Ἐκκλησία. Οἱ πονεμένοι καὶ οἱ βασανισμένοι, οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, οἱ φτωχοὶ καὶ ἀπόκληροι τῆς ζωῆς γίνονται πιὰ οἱ προστατευόμενοι τοῦ μεγάλου φιλάνθρωπου. Ἡ φήμη του διαδίδεται παντοῦ. Τὸ παράδειγμά του φωτίζει τὶς καρδιές. Καὶ ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀνιδιοτελὴς καὶ πλούσια ἀγάπη του, διδάσκει καὶ συγκινεῖ μικροὺς καὶ μεγάλους. Οἱ χριστιανοὶ καμαρώνουν. Καὶ οἱ εἰδωλολάτρες θαυμάζουν καὶ ζητοῦν νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ τὸν ἀκούσουν.
Ὁ λύχνος ὅμως πρέπει νὰ τεθεῖ καὶ στὸν ἀνάλογο λυχνοστάτη. Εἶναι ἀνάγκη ν’ ἁπλώσει καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς του πλατύτερα. Καὶ ἡ εὐκαιρία δόθηκε.
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ὁ πατριαρχικὸς θρόνος τῆς Ἀλεξανδρείας εἶχε χηρέψει. Πρόκριτοι καὶ λαὸς μὲ μία φωνὴ καλοῦν στὴν ἱστορικὴ θέση τὸν Ἰωάννη. Ὁ πατρίκιος Νικήτας, ἔπαρχος τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐξάδελφος τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, μεταφέρει σ’ αὐτὸν τὴν λαϊκὴ παράκληση. Ὁ αὐτοκράτορας συγκατατίθεται, ἀλλὰ καὶ κατατοπίζεται, πὼς γιὰ νὰ πεισθεῖ ὁ Ἰωάννης νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν προσφερόμενη θέση, πρέπει νὰ ἀντιληφθεῖ, πὼς ὁ βασιλιὰς στὴν περίπτωση αὐτὴ ἑρμηνεύει τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα. Οἱ μικροὶ μόνο, βλέπετε, ἐπιδιώκουν καὶ κυνηγοῦν τὰ ἀξιώματα. Οἱ μεγάλοι, καὶ ὅταν τοὺς προσφέρονται, τὰ ἀφήνουν καὶ φεύγουν. Αὐτὸ ἴσχυσε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωάννου. Ὁ αὐτοκράτορας ὅμως εἶναι κατατοπισμένος καὶ ἀποφασισμένος «καὶ ἄκοντα πρὸς τὸν θρόνον ἀναγαγεὶν τὸν Ἰωάννην». Καὶ τὸ ἔκαμε.
Κάλεσε τὸν Ἰωάννη καὶ τοῦ ἀνήγγειλε τὴν ἐπιθυμία του. Καὶ ἀκόμη τὸν πιέζει ν’ ἀποδεχθεῖ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα καὶ ὑπούργημα. Ὁ Ἰωάννης ἀντιστέκεται. Τὸ ἱερὸ ἔργο μὲ τὶς τόσες εὐθύνες τὸν συνέχει. Προβάλλει διάφορες ἀντιρρήσεις γιὰ νὰ ξεφύγει. Τελικὰ ὅμως ὑποχωρεῖ. Καὶ ὑποχωρεῖ γιατί αἰσθάνεται, πὼς ἡ ἀπαίτηση τοῦ βασιλιὰ καὶ ἡ θέληση τοῦ λαοῦ δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀνθρώπινο. Τὰ βλέπει σὰν ἕνα μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ πρὸς αὐτόν. Κλίνει τὸν αὐχένα μὲ ταπείνωση καὶ παραδίδεται ἄνευ ὅρων στὴν τιμητικὴ κλήση ποὺ τοῦ γίνεται. Στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ. Ὑποτάσσεται στὸ μήνυμα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ἀναδεικνύεται γιὰ τὴν πόλη τοῦ Ἀλεξάνδρου, μὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Αἴγυπτο ἕνας ἄλλος Νεῖλος. Ἕνας Νεῖλος πνευματικός. Ἕνας Νεῖλος ποὺ ξεχύνει τὸ ρεῦμα τῆς ἀγάπης του πλούσια παντοῦ, γιὰ νὰ ποτίσει καὶ νὰ δροσίσει τὶς φλογισμένες ἀπὸ τὴ φτώχεια καρδιές. Κάτι περισσότερο. Ὁ ποταμὸς ὁ Νεῖλος ἀρδεύει μόνο τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου. Ὁ πατριάρχης Ἰωάννης ξεχύνει ἄφθονα τὰ ἐλέη τῆς φιλανθρωπίας του καὶ πέραν ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου. Γίνεται ποταμὸς ποὺ μεταδίδει τὴν ἀγάπη σὲ κάθε ὕπαρξη, ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται.
Τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου ἱεράρχου μπορεῖ νὰ γεμίσει πολλές – πολλὲς σελίδες. Δὲν ὑπάρχει πτυχὴ ἀνέχειας καὶ δυστυχίας ποὺ νὰ μὴν ἀντιμετωπίστηκε μὲ ἀνιδιοτελὴ καὶ φλογερὴ ἀγάπη. Μόλις ἀνέβηκε στὸν θρόνο, ἡ πρώτη του πράξη ἦταν νὰ συγκαλέσει σὲ σύσκεψη τοὺς οἰκονόμους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἄλλους κληρικοὺς καὶ ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἕνας στοργικὸς πατέρας μιλάει στὰ παιδιά του, τοὺς ζήτησε, τί νομίζετε; Νὰ γυρίσουν ὅλη τὴν πόλη καὶ νὰ καταγράψουν μὲ τὸ ὄνομά τους «ὅλους τους κυρίους καὶ δεσπότας του». Κύριοι καὶ δεσπόται τοῦ Πατριάρχου ποιοὶ νομίζετε πῶς ἦταν; Τὴν ἐξήγηση δίνει ὁ ἴδιος.
— Ἐκείνους ποὺ σεῖς ἔχετε τὴ συνήθεια νὰ τοὺς ὀνομάζετε φτωχοὺς καὶ ζητιάνους, αὐτοὶ γιὰ μένα εἶναι «οἱ κύριοι καὶ δεσπόται» μου. Γιατί αὐτοὶ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ κληρονομήσουμε τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἔτσι ὁ πονόψυχος ἱεράρχης ξεκινᾶ γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο του. Μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἀφοσιωμένων συνεργατῶν του, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, μελετῶνται προσεκτικὰ τὰ διάφορα προβλήματα. Ὕστερα προγραμματίζεται ἡ ἐργασία. Ἀνοίγουν οἱ καρδιές. Ἀνοίγουν τὰ χέρια. Ἀνοίγουν τὰ ταμεῖα. Τὰ σχέδια ὑλοποιοῦνται. Καὶ σὲ λίγο καιρὸ ἡ Ἀλεξάνδρεια γίνεται ἀγνώριστη. Νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, ξενῶνες γιὰ τοὺς περαστικούς, μαιευτήρια γιὰ τὶς ἄπορες μητέρες, ὀρφανοτροφεῖα γιὰ τὰ ὀρφανὰ καὶ ἀπροστάτευτα παιδιά, συσσίτια γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ ἕνα σωρὸ ἀλλὰ ἔργα ἀγάπης προβάλλονται παντοῦ. Ἡ φιλανθρωπία ὀργανώνεται ὑποδειγματικά. Οἱ βοηθοὶ τοῦ Πατριάρχου δὲν εἶναι ὑπάλληλοι ποὺ πᾶνε νὰ μοιράσουν «βοηθήματα» γιὰ νὰ ξεφορτωθοῦν κάποιους ὀχληροὺς ἐπισκέπτες. Μὲ τὴν φωτισμένη καὶ ἐμπνευσμένη καθοδήγησή του, εἶναι ἕνας στρατός, ἕνας εἰρηνικὸς στρατὸς – στρατὸς ἀγάπης – ποὺ αὐθόρμητα καὶ ἐθελοντικὰ δίνει κάθε μέρα τὴν μάχη ἐνάντια στὸν πόνο καὶ τὴν δυστυχία. Καὶ τοῦ στρατοῦ αὐτοῦ κινητήριος μοχλός, πρωτοστάτης καὶ καθοδηγητὴς ὁ ποιμὴν ὁ καλός. Ὁ ποιμὴν ποὺ ξέρει νὰ θυσιάζει καθημερινὰ καὶ χρῆμα καὶ κόπο καὶ ἀνάπαυση γιὰ τὸ ποίμνιό του, τοὺς χριστιανούς του. Ὁ ποιμὴν ποὺ τίποτα ἄλλο δὲν βλέπει μπροστά του παρὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν «ὑπὲρ ὢν Χριστὸς ἀπέθανε». Γι’ αὐτὸ καὶ περίπατός του, ξεκούρασμά του, ψυχαγωγία του εἶναι οἱ ἐπισκέψεις του στὰ πονεμένα παιδιά του καὶ ἡ παρουσία του ἐκεῖ ποὺ «ἐφιλοσοφεῖτο ὁ πόνος» καὶ ἡ ἀγάπη του εἶχε στήσει τρανὸ τὸ βασίλειό της.
Καινούργιοι ναοί. Ὀργάνωση τοῦ κηρύγματος. Οἱ φροντίδες τοῦ καλοῦ καὶ φλογεροῦ ποιμένος δὲν περιορίστηκαν μόνο στὴν ἀνακούφιση τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας. Πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς ἀπὸ τὴν ἀνέχεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι «ὁ λιμὸς τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου» μὲ ὅλα τὰ ἐπακόλουθά του. Γιὰ τὴν θεραπεία καὶ αὐτῆς τῆς ἀνάγκης μεριμνᾶ ὁ στοργικὸς πατέρας. Κτίζει ναούς. Ὅταν ἀνέλαβε στὰ χέρια τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀλεξανδρέων ὑπῆρχαν μόνον ἑπτὰ ναοί. Σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα ὁ φλογερὸς ἱεράρχης τοὺς δεκαπλασίασε. Ἑβδομήντα ὀρθόδοξοι ναοὶ ἔχουν ὑψωθεῖ σὲ διάφορα μέρη τῆς ξακουστῆς πόλεως, ἀληθινὰ στολίδια καὶ λιμάνια παρηγοριᾶς καὶ σωτηρίας ψυχῶν. Οἱ ναοὶ ἐπανδρώνονται ἀνάλογα. Εὐλαβεῖς καὶ ἀφοσιωμένοι ἱερεῖς ἀναλαμβάνουν τὴν διδασκαλία καὶ καθοδήγηση τῶν πιστῶν. Ἡ διαφώτιση προσφέρεται μὲ ζῆλο. Τὰ ζιζάνια τοῦ κακοῦ, τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς ἁμαρτίας ξεριζώνονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀδικία τῶν δυνατῶν τῆς ἡμέρας καταπολεμεῖται. Τὰ πάντα διατίθενται μὲ σύστημα καὶ προσοχὴ γιὰ τὴ δημιουργία μιᾶς καινούργιας κοινωνίας. Μιᾶς κοινωνίας στὴν ὁποία νὰ βασιλεύει τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὴ δημιουργία αὐτῆς τῆς κοινωνίας ὁ φλογερὸς Πατριάρχης προσφέρει τὰ πάντα. «Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους». Νὰ τὸ σύνθημα τῆς ζωῆς του. Γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν ξέρει νὰ κρατήσει, παρὰ ὅτι τοῦ ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ μία ζωὴ πολὺ ἁπλὴ καὶ φτωχική. Ἀσκητικὸ τὸ κελί του. Φτωχικὸ τὸ φαγητό του. Πρόχειρο τὸ στρῶμα του. Κοινὰ τὰ σκεπάσματά του. Τριμμένο τὸ ράσο του. Ὅτι καλὸ καὶ φανταχτερὸ τὸ μοιράζει στοὺς ἄλλους.
Κάποτε ἕνας πλούσιος ποὺ τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ εἶδε τὴν φτώχεια ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ κελὶ τοῦ φιλάνθρωπου Ἐπισκόπου, ἔσπευσε νὰ ἀγοράσει πολύτιμο πάπλωμα καὶ τοῦ τὸ πῆγε μὲ τὴν παράκληση νὰ τὸ κρατήσει καὶ νὰ προσεύχεται γι’ αὐτὸν κάθε φορά, ποὺ θὰ τὸ χρησιμοποιοῦσε. Ἡ λεπτὴ ψυχὴ τοῦ Πατριάρχου συγκινήθηκε ἀπὸ τὴν εὐγενικὴ καὶ πλούσια προσφορά. Νὰ τὸ στείλει πίσω, δὲν τὸ θέλει. Ἡ καλοκάγαθη ψυχή του δὲν δέχεται νὰ λυπήσει τὸν πονετικὸ ἐκεῖνον ἄνθρωπο. Τὸ κρατᾶ. Τὸ βράδυ δοκιμάζει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει. Ξάπλωσε καὶ τὸ ἔριξε ἐπάνω του. Ἡ ζεστασιὰ ποὺ τοῦ προσφέρει δὲν τὸν ἀφήνει νὰ κλείσει μάτι. Ἡ σκέψη του στρέφεται συνέχεια στοὺς φτωχούς του. Μπροστά του παρελαύνουν ὅλες οἱ πονεμένες μορφές. Ἄγρυπνος σχεδὸν ὅλη τὴ νύχτα στριφογυρίζει στὸ κρεβάτι του. Τὸ πρωὶ χωρὶς νὰ χάσει καιρό, παίρνει τὸ πάπλωμα καὶ τὸ στέλλει στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ πουληθεῖ. Κατὰ μία ἀγαθὴ σύμπτωση, ἀπὸ τὸ κατάστημα ποὺ ἦταν ἐκτεθειμένο τὸ πάπλωμα γιὰ πώληση, πέρασε ὁ καλὸς δωρητής. Τὸ εἶδε καὶ τὸ ἀναγνώρισε. Ἀντελήφθηκε τὸν σκοπὸ τοῦ πονόψυχου πνευματικοῦ πατέρα. Ἀγοράζει καὶ πάλι τὸ σκέπασμα καὶ τὸ ξαναστέλνει στὸν Ἅγιο. Καὶ αὐτὸς πρόθυμα τὸ δέχεται τούτη τὴν φορά. Ὄχι γιὰ νὰ τὸ κρατήσει καὶ τὸ χρησιμοποιήσει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ πουλήσει καὶ τὰ χρήματα νὰ τὰ διαθέσει γιὰ τοὺς φτωχούς του.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πολύτιμο πάπλωμα στάλθηκε καὶ πάλι στὴν ἀγορά. Ὁ πλούσιος δωρητὴς τὸ βλέπει, τὸ ἀγοράζει καὶ τὸ ξαναστέλνει γιὰ τρίτη φορὰ στὸν Πατριάρχη μὲ τὴν βαθιὰ παράκληση νὰ τὸ κρατήσει γιὰ νὰ μὴν κρυώνει τὴ νύχτα. Καὶ καλοκάγαθος ἱεράρχης τότε τοῦ ἁπαντὰ μὲ τὴν γνωστὴ χαριτωμένη διάθεσή του:
— «Γιὰ νὰ δοῦμε, ἀδελφέ μου, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυό μας θὰ κουρασθεῖ καὶ θὰ παραιτηθεῖ πρῶτος. Σὺ νὰ τ’ ἀγοράζεις καὶ νὰ μοῦ τὸ στέλνεις ἢ ἐγὼ νὰ τὸ παίρνω καὶ νὰ τὸ πουλῶ».
Τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἁγίου μας τὸ βλέπουμε σ’ ὅλα τὰ κατορθώματα τῆς ἡρωικῆς ἀγάπης του. Μὰ ἡ περίπτωση τῆς ἁλώσεως τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τοὺς Πέρσες προβάλλει κατὰ ἕνα μοναδικὸ τρόπο τὸν πλοῦτο τῆς καλοσύνης τῆς ὑπέροχης ψυχῆς του καὶ τὴν ἀπίστευτη ἱκανότητά του νὰ ἀντιμετωπίζει καὶ νὰ λύει κατὰ τὸν πιὸ φυσικὸ τρόπο καὶ τὰ δυσκολότερα φιλανθρωπικὰ προβλήματα καὶ ἔργα.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰώνα (614 μ.Χ.) ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Χοσρόης μὲ πολὺ στρατὸ πέρασε τὸν Εὐφράτη, κατέλαβε πόλεις καὶ χωριὰ καὶ ἔφτασε μπροστὰ στὴν Ἁγία Πόλη. Ἀπὸ ὅπου περνοῦν τὰ στρατεύματά του σκορποῦν παντοῦ τὴν ἐρήμωση καὶ τὴν καταστροφή. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ μανία τους ξέσπασε ἀσυγκράτητη ἦταν στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ παραδόθηκε χωρὶς ἔλεος στὴν φωτιὰ καὶ τὸ μαχαίρι. Ἡ ἑβραϊκὴ κακία καὶ ἀναλγησία συμπλήρωσε τὸ ἔργο τοῦ ἐξολοθρεμοῦ. Χιλιάδες πιστοὶ φονεύθηκαν. Σαράντα τέσσερις μοναχοὶ τῆς ἱστορικῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, «οἱ Ἁγιοσαββίτες» σφάχτηκαν σὰν ἀρνιά. Ὁ τάφος τοῦ Κυρίου καὶ ὁ περίπυστος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως λεηλατήθηκαν καὶ παραδόθηκαν στὴ φωτιά. Τὰ ἱερὰ σκεύη μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὰ βέβηλα χέρια. Καὶ ὁ Πατριάρχης Ζαχαρίας αἰχμάλωτος σέρνεται στὴν ἐξορία.
Τὰ ἀπομεινάρια τῆς θλιβερῆς καταστροφῆς μὲ τὸν τρόμο ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπό τους παίρνουν τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς μὲ σύντροφο τὸ δάκρυ καὶ τὸ κλάμα. Ποιὸς θὰ φροντίσει γι’ αὐτούς; Ποιὸς θὰ ἀναλάβει τὴν περίθαλψη καὶ τὴν φιλοξενία τους;
Ὁ ἐλεήμων Πατριάρχης. Ὁ στοργικὸς πατέρας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ πνίγει τὸν ἀσήκωτο πόνο καὶ ρίχνεται μ’ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του στὸ ἔργο. Ὀργανώνει συνεργεῖα καὶ κατὰ ἕνα τρόπο ἐκπληκτικὸ δέχεται τοὺς πρόσφυγες, τοὺς παρηγορεῖ, τοὺς ἐνισχύει, τοὺς τακτοποιεῖ. Κοντά του οἱ ναυαγοὶ αὐτοὶ τῆς ζωῆς βρῆκαν περίθαλψη, ἀγάπη, λιμάνι στοργῆς.
Ὁ μεγάλος μας ἱστορικὸς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Κ. Ἄμαντος γιὰ τὴν δραστηριότητα αὐτὴ τοῦ Ἁγίου μας τονίζει: «Περιέθαλψε τοὺς πρόσφυγας κατὰ τρόπον μοναδικόν, ἄγνωστον μέχρι τότε εἰς τὴν ἱστορίαν».
Θαυμαστὴ ὑπῆρξε ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ ἀγωνιστοῦ Πατριάρχη. Ὑπάκουος στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἀπαρνήθηκε τὰ πάντα στὸν κόσμο αὐτό, γιὰ νὰ Τὸν ὑπηρετήσει. Ὅσο καιρὸ ζοῦσε στὴ γῆ, ἡ ματιά του ἦταν προσηλωμένη στὸν οὐρανὸ καὶ γι’ αὐτὸν κτυποῦσε συνέχεια ἡ καρδιά του. Κίνητρό του σὲ ὅλα εἶχε τὴν βαθιὰ ἀγάπη του στὸν Θεὸ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἀγάπη ἄρχισε τὴν ἀρχιερατεῖα του. Μὲ τὴν ἀγάπη τὴν φλογερὴ καὶ ἁγία, συμπληρώνει τὴν ζωή του καὶ παραδίδει τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε καὶ εἶδε τὸ φῶς γιὰ πρώτη φορά, στὴν Ἀμαθούντα τῆς Κύπρου.
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τοῦ πατρικίου Νικήτα, ἐξάδελφου τοῦ αὐτοκράτορας, ὁ Ἅγιος μας δέχτηκε νὰ τὸν συνοδεύσει ὡς τὴν Πόλη, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς εὐλογίες του στὸν αὐτοκράτορα ποὺ πολὺ τὶς ζητοῦσε. Μὲ δάκρυα ἀποχαιρέτησε τ’ ἀγαπημένα παιδιά του, μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ξεκίνησε. Ὅταν ἔφτασαν στὴν Ρόδο, ἕνα ὅραμα τὸν καλεῖ στὴν Κύπρο. «Ἔλα, μὴν ἀργεῖς, τοῦ εἶπε ἕνας μεγαλόπρεπος καὶ φωτεινὸς ἄνδρας. Ἔλα! Ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων σὲ προσκαλεῖ».
Ὁ Ἅγιος ἀντιλήφθηκε. Δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ πολυβασανίσει τὸ μυαλό του. Τὸν καλοῦσε ὁ Κύριος. Φώναξε τὸν ἄρχοντα καὶ τοῦ φανέρωσε τὸ ὅραμα:
«Ἄρχοντά μου, τοῦ εἶπε. Σὺ θέλησες τὴν ἀναξιότητά μου νὰ παρουσιάσεις στὸν βασιλιὰ τῆς γῆς. Ὁ Βασιλιὰς τοῦ Οὐρανοῦ ὅμως δὲν τὸ θέλει. Μὲ προσκαλεῖ κοντά του».
Μὲ βαθιὰ συγκίνηση ὁ ἄρχοντας ἀποχαιρέτησε τὸν πνευματικό του πατέρα. Μὲ τιμὲς τὸν προπέμπει στὴν Κύπρο. Ἔξω ἀπὸ τὴν σημερινὴ Λεμεσὸ ἔγραψε τὴν διαθήκη του. Τὸ κείμενό της εἶναι σύντομο, μὰ πολὺ περιεκτικό. Σ’ αὐτὴν μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει:
«Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε καὶ Θεέ μου, γιατί μὲ ἀξίωσες, τὰ δῶρα ποὺ Σύ μοῦ ἔδωσες, νὰ σοῦ τὰ προσφέρω πίσω. Σ’ εὐχαριστῶ, ἀκόμη ποὺ ἄκουσες τὴν προσευχή μου καὶ στὴν κατοχή μου τώρα ποὺ πεθαίνω δὲν ἔμεινε παρὰ «ἕνα τρίτον νομίσματος», τὸ ὁποῖον προστάζω νὰ δοθεῖ στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς μου. Ὅταν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεξανδρείας, βρῆκα στὰ ταμεῖα τῆς ἐπισκοπῆς μου ὀκτῶ χιλιάδες περίπου λίτρες χρυσοῦ. Μὲ τὶς γενναιόδωρες προσφορὲς φιλοχρίστων ἀνθρώπων, κατόρθωσα νὰ συγκεντρώσω ἀμύθητα ποσά. Τὰ ποσὰ αὐτά, ἐπειδὴ ἤξερα, πὼς εἶναι δῶρα τοῦ βασιλιὰ τῶν ὅλων, Χριστοῦ, τὰ ἐπέστρεψα μὲ ἐπιμέλεια καὶ προσοχὴ στὸν Θεό, στὸν ὁποῖο καὶ ἀνήκουν. Σ’ Αὐτὸν παραδίδω τώρα καὶ τὴν ψυχή μου».
Ὑπέροχα λόγια ἀληθινοῦ Ἁγίου. Σὲ λίγο ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀμαθοῦντος κήδεψαν τὸ ἅγιο λείψανο μὲ δάκρυα καὶ τιμὲς στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος.
Νὰ τί πέτυχε μία ἁγνὴ χριστιανικὴ καρδιά. Τὰ χρόνια θὰ ἐναλλάσσονται, μὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος θὰ μείνει πάντα ὁλοζώντανο καὶ φωτεινό, γιὰ νὰ διαλαλεῖ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τί μπορεῖ νὰ πετύχει στὴ ζωὴ ἕνας καὶ μόνον ἄνθρωπος, ὅταν αὐτὸς εἶναι γνήσιος χριστιανὸς «θείῳ ζήλῳ πεπυρωμένος».
Στὴν ἐποχὴ αὐτὴ τοῦ ὑλισμοῦ καὶ ἀτομισμοῦ θερμὴ ἂς ἀναβαίνει καθημερινὰ ἀπὸ κάθε χριστιανικὴ καρδιὰ ἡ προσευχή. Τὸ παράδειγμα τοῦ φλογεροῦ ἐπισκόπου νὰ βρεῖ καὶ σήμερα μιμητές. Πολλούς τῆς ἐλεημοσύνης ἐργάτες καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος γνήσιους μιμητές.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν τῇ ὑπομονῇ σου ἐκτήσω τὸν μισθόν σου Πάτερ Ὅσιε, ταῖς προσευχαῖς ἀδιαλείπτως ἐγκαρτερήσας, τοὺς πτωχοὺς ἀγαπήσας, καὶ τούτοις ἐπαρκέσας. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Ἰωάννη Ἐλεῆμον μακάριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν πλοῦτον τὸν σόν, ἐσκόρπισας τοῖς πένησι, καὶ τῶν οὐρανῶν, τὸν πλοῦτον νῦν ἀπείληφας, Ἰωάννη πάνσοφε· διὰ τοῦτο πάντες σε γεραίρομεν, ἐκτελοῦντες τὴν μνήμην σου, τῆς ἐλεημοσύνης ὦ ἐπώνυμε.
Μεγαλυνάριον.
Ἐλεημοσύνης ὁ ποταμός, ὁ τῆς εὐσπλαγχνίας, διανέμων ἐπιρροάς, καὶ καταπιαίνων, ἀπόρων τὰς καρδίας, ὁ μέγας Ἰωάννης, ὑμνολογείσθω μοι.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητὴς
Γι’ αὐτὸν ἀναφέραμε στὸ βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ γιοῦ του Θεοδούλου, ποὺ ἡ μνήμη του γιορτάζεται τὴν 14η Ἰανουαρίου.
Ἀλλὰ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του γράφει καὶ τὰ ἑξῆς: «Οὗτος ἣν διάσημος ἐν λόγοις καὶ ἐν ἀξιώματι, ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως καὶ εὐσεβέστατος, ζῶν ἐπὶ τῆς ἐποχῆς Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395) εἰκάζω μᾶλλον ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Β’ (408 – 450), κατὰ δὲ τὸν Συναξαριστὴν Νικόδημου (οὐχὶ ὀρθῶς) ἐπὶ Μαυρικίου (582 – 602), συζευχθεῖς μετὰ γυναικὸς ἀπέκτησε τέκνα δύο, ἓν ἄρρεν καὶ ἓν θῆλυ, ἀλλὰ ἄσβεστον ζῆλον ἔχων πρὸς τὴν μοναχικὴν πολιτείαν, κατέπεισε τὴν σύζυγον αὐτοῦ νὰ ἐγκαταλείψωσι τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἦλθον εἰς Ἀλεξάνδρειαν ἐκεῖ διεχωρίσθησαν ἀπ’ ἀλλήλων, καὶ ἡ μὲν γυνὴ ἔλαβε μεθ’ ἑαυτῆς τὸ θυγάτριον, ὁ δὲ Νεῖλος τὸν υἱὸν αὐτοῦ Θεόδουλον, μεθ’ οὗ ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ πρὸς ἄσκησιν ἀλλ’ ἐκεῖ ἐπιπεσόντες βάρβαροι ἀπήγαγαν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, διὰ τὸν ὁποῖον ἔκλαιε καὶ ἐθρήνει πικρῶς (Ἀθβάδες τριάκοντα ὀκτὼ οἱ ἐν Σινᾷ, Ἰανουάρ. 14).
Εἰς τὴν ἐρημικὴν ἐκείνην ἀνάπαυσιν ἠσχολήθη εἰς συγγραφᾶς ἀσκητικῶν ἔργων, μαρτυρούντων τὴν σοφίαν αὐτοῦ καὶ τὸν πρὸς ἄσκησιν ἔρωτα. Ἐν νηστείαις καὶ προσευχαὶς διαβιώσας, ἐκοιμήθῃ ἐν εἰρήνῃ. Τὰ Ἱερὰ αὐτοῦ ὀστᾶ μετακομίσθησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Ἰουστίνου (518 – 527) καὶ κατετέθησαν ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ κάτωθεν τοῦ θυσιαστηρίου. Ἂν τοῦτο ἀληθεύη, ἡ τοῦ Συναξαριστοῦ πληροφορία, ὅτι ἐπὶ Μαυρικίου ἤκμασε, δὲν στηρίζεται».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τῷ ἄνθρακι, ἀποκαθάρας τὸν νοῦν, τὸ νᾶμα ἐξέπιες, τῆς αἰωνίου ζωῆς, βιώσας ὡς ἄγγελος· ὅθεν ἀεὶ βλυσταίνεις, τὸ ἁλλόμενον ὕδωρ, πράξει καὶ θεωρίᾳ, καταρδεύων τὸν κόσμον. Διό σε ἀνευφημοῦμεν, Νεῖλε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὰς φρυγανώδεις τῶν παθῶν τῶν ἐκ τοῦ σώματος
Ἐπαναστάσεις τμητικῶς Νεῖλε μακάριε
Ἐν ἀγρύπνῳ σου συνέκοψας ἱκεσίᾳ.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Πάτερ παγκόσμιε.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς φιλοσοφίας τὸν θησαυρόν, ἐκ τῆς πανολβίου, θησαυρίσας διαγωγῆς, λόγοις ψυχοτρόφοις, πλουτίζεις Πάτερ Νεῖλε, ψυχὰς Θεὸν πεινώσας, καθάπερ γέγραπται.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Μυροβλύτης
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος καταγόταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο Κυνουρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία παρελήφθη ἀπὸ τὸν θεῖο του, ἱερομόναχο Μακάριο, στὴν ἐκεῖ ἱερὰ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν καλουμένη τοῦ Μαλεβῆ, ὅπου καὶ ἀφοῦ ἐκπαιδεύθηκε μὲ θεοσέβεια, χειροτονήθηκε διάκονος. Ποθώντας ὅμως καὶ οἱ δυὸ ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὸ βίο, μετέβησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ γιὰ λίγο χρόνο ἀσκήτεψαν στὸ σπήλαιο ποὺ εἶχε ἀσκητέψει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης († 12 Ἰουνίου), στὴ συνέχεια μετέβησαν σὲ ἔρημη ἔκταση κοντὰ στὴ Λαύρα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἔκτισαν ναὸ τιμώμενο στὸ ὄνομα τῆς Ὑπαπαντῆς καὶ παρέμειναν ἐκεῖ ἀσκητεύοντας μὲ αὐστηρότητα.
Ἀργότερα ὁ Ὅσιος Νεῖλος, γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση, κατέφυγε σὲ σπήλαιο ποὺ βρισκόταν σὲ πολὺ ἀπόκρημνο βράχο, ὅπου, ἀφοῦ ἀνήγειρε μικρὸ ναό, παρέμεινε ἀσκούμενος καὶ νυχθημερὸν προσευχόμενος καθ’ ὅλο τὸν ὑπόλοιπο βίο αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1651 καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ σπηλαίου του. Μετὰ τὴν ὁσία ταφή του, μύρο εὐῶδες ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν τάφο του, ποὺ παρεῖχε τὴν ἴαση σὲ ὅσους ἀσθενεῖς προσέφευγαν ἐκεῖ μὲ πίστη.
Ἀργότερα, λόγω ἐδαφικῶν μεταβολῶν, ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου ἐξαφανίσθηκε καὶ παρέμεινε ἄγνωστος γιὰ πολλὰ χρόνια. Τὸ 1815, ὁ Ὅσιος Νεῖλος παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον μοναχό, ποὺ ὀνομαζόταν Αἰχμάλωτος καὶ ἀφοῦ τοῦ προεῖπε πολλὰ μέλλοντα, στὴν συνέχεια τὸν πρόσταξε νὰ καταστήσει βατὴ τὸν ὁδὸ πρὸς τὸ σπήλαιό του, γιὰ νὰ μεταβαίνουν οἱ μοναχοὶ νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ λειτουργοῦν τὸ ναὸ ποὺ εἶχε ἱδρύσει. Ἀμέσως ὁ μοναχὸς Αἰχμάλωτος ἀνακοίνωσε στοὺς ὑπόλοιπους πατέρες ὅσα προστάχθηκαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο, αὐτοὶ δὲ ἔσπευσαν μὲ προθυμία ὄχι μόνο νὰ διανοίξουν τὴν ὁδό, ἀλλὰ καὶ νὰ οἰκοδομήσουν νέο ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου. Κατὰ τὴν ἐκσκαφὴ τῶν θεμελίων τοῦ ναοῦ, ἀνευρέθη ὁ τάφος του καὶ τὰ σεπτὰ λείψανά του, τὰ ὁποία ἀνέδιδαν ἄρρητη εὐωδία.
Ἡ κυρίως μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 7η Μαΐου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, Πάτερ ἐν Ἄθῳ, πόθῳ κρείττονι, ἠγωνισμένος, Μυροβλύτης θαυμαστὸς ἀναδέδειξαι· καὶ διασώζεις κινδύνων καὶ θλίψεων, τοὺς τῷ ἁγίῳ ναῷ σου προστρέχοντας. Νεῖλε Ὅσιε, Χριστὸς τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Ὡς ἐκκαθάρας σεαυτὸν πόνοις ἀσκήσεως
Τοῦ Παρακλήτου μυροθήκη ὤφθης ἔμψυχος
Καὶ θεράπων τοῦ Κυρίου ἡγιασμένος.
Ἀλλ’ ἀπαύστως καθικέτευε μακάριε,
Λυτρωθῆναι πειρασμῶν καὶ περιστάσεων
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Νεῖλε Πατὴρ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροβλύτα Νεῖλε σοφέ, ἀσκήσεως ἄνθος, καὶ τοῦ Ἄθω κλέος σεπτόν· χαίροις τοῦ ναοῦ σου, εὐπρέπεια καὶ δόξα, καὶ θεῖος ἀντιλήπτωρ, τῶν εὐφημούντων σε.
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Σαβωρία τῆς Παννονίας. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἶχε ἀρχίσει τὴν κατήχηση στὸ λόγο τοῦ Κυρίου.
Στὰ 15 χρόνια του κατατάχθηκε στὸν στρατό, ὅπου ὑπηρέτησε τοὺς βασιλιάδες Κωνσταντῖνο καὶ Ἰουλιανό. Ὅταν βρέθηκε μὲ τὸ στράτευμα στὴν Ἀμιένη, συνάντησε ἕναν ζητιάνο ὁ ὁποῖος τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη. Ὁ Ἅγιος ἔχοντας μόνο τὴν στολή του καὶ τὰ ὄπλα του, ἔβγαλε τὸν μανδύα του καὶ τοῦ τὸν ἔδωσε γιὰ νὰ ζεσταθεῖ. Τὴν ἑπόμενη νύχτα ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ εἶπε δείχνοντάς του τὸν μανδύα του: «Μαρτῖνε, ἂν καὶ κατηχούμενος ἀκόμη, μὲ ζέστανες δίνοντας στὸν ἐπαίτη τὸν μανδύα σου». Ὅταν βαπτίστηκε ὁ Μαρτῖνος πῆγε στὸν Ἅγιο Ἰλάριο, ἐπίσκοπο τῆς Ποατιὲρ τῆς Γαλλίας. Ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν κατάλληλη παιδεία, ἔγινε κληρικὸς καὶ στὴν συνέχεια ἐπίσκοπος στὴν Τούρ.
Διακρίθηκε γιὰ τὸν Ἅγιο βίο του καὶ τὶς σπουδαῖες ὑπηρεσίες ποὺ πρόσφερε στὸ ποίμνιό του. Φρόντισε γιὰ τὴν κατήχηση τῶν γύρω ἀνθρώπων. Ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς γι’ αὐτὸ καὶ εἶχε ὀγδόντα μαθητές, τοὺς ὁποίους χρησιμοποιοῦσε στὰ ἔργα του καὶ στὴν διδασκαλία του.
Ἀρρώστησε στὸ χωριὸ Κάνδην, ὅπου καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο σὲ ἡλικία 81 ἐτῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Προφήτης Ἀχιᾶ
Ἔζησε ἐπὶ τῶν βασιλέων Σολομῶντος καὶ Ἱεροβοάμ, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σηλώμ. Σ’ αὐτὸν ἀποδίδονται οἱ λόγοι, ποὺ «ἐλαλήθησαν ἐν ὀνόματι Κυρίου» πρὸς τὸν Σολομώντα, ὅταν ἔκτιζε τὸν ναὸ στὴν Ἱερουσαλήμ.
Τότε δηλαδὴ θὰ πραγματοποιοῦσε ὁ Θεὸς καὶ στὸ δικό του πρόσωπο, ὅσα εἶχε ἐξαγγείλει στὸν πατέρα του Δαβίδ, ὅταν βέβαια καὶ αὐτὸς θὰ βάδιζε στὰ διδάγματά Του καὶ ἐκτελοῦσε τὶς κρίσεις Του καὶ τηροῦσε ὅλες τὶς ἐντολές Του. Ὅταν ὅμως κάποτε ὁ Σολομῶν παρεξέκλινε τοῦ θεϊκοῦ δρόμου, διὰ τοῦ Ἀχιᾶ πάλι ὁ Κύριος γνωστοποίησε σ’ αὐτὸν ὅτι θὰ τὸν τιμωροῦσε κάνοντας κομμάτια τὴν βασιλεία του.
Κατόπιν ὁ προφήτης ἐστάλη στὸν Ἱεροβοάμ, τὸν γιὸ τῆς χήρας Σερουᾶ. Μόλις τὸν συνάντησε, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τοῦ πῆρε τὸ καινούριο του ἱμάτιο καὶ τὸ ἔσχισε σὲ δώδεκα τεμάχια. Ὁ Ἱεροβοάμ, παρακολουθοῦσε ἔκπληκτος τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ προφήτη. Αὐτὸς δέ, ἔδωσε σ’ αὐτὸν τὰ δέκα τεμάχια καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σολομώντα ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ κομμάτιαζε τὴν βασιλεία του, γιὰ νὰ δώσει τὶς δέκα φυλὲς στὴν ἐξουσία τοῦ Ἱεροβοάμ.
Αὐτὰ ἀφοῦ προφήτευσε ὁ Ἀχιᾶ, πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τὸν ἔθαψαν κοντὰ στὴ Βελανιδιὰ τοῦ Σιλώμ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀρσάκιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ζεβίνας, Γερμανός, Νικηφόρος καὶ Μαραθῶ οἱ Μάρτυρες
Ἔλαβαν ὅλοι τὰ μαρτυρικὰ στεφάνια στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ.
Οἱ μὲν τέσσερις πρῶτοι ἀποκεφαλίστηκαν στὴν Καισαρεία, ἡ δὲ Μαραθῶ ἡ παρθένος στὴ Σκυθούπολη τῆς Κοίλης Συρίας, ὅπου τὴν ἔριξαν μέσα στὴ φωτιὰ καὶ κάηκε ζωντανή.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Λέων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπονομάστηκε Στυππής. Πατριάρχευσε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Ἰωάννη Κομνηνοῦ τὰ ἔτη 1134 – 1143 κατὰ τὸν Μελέτιο (σελ. 17 τοῦ Γ’ τόμου).
Προηγουμένως ἦταν πρεσβύτερος καὶ οἰκονόμος τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ διαδέχτηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Ἰωάννη τὸν Ἀγαπητό.
Ἀφοῦ κυβέρνησε μὲ θεοπρέπεια τὸ ποίμνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Νεομάρτυρας ὁ Σαμολαδᾶς ἐκ Νίγδης
Καταγόταν ἀπὸ τὴ Νίγδη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ μαρτύρησε γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 12 Νομεβρίου 1726 στὴν τοποθεσία Κουτσοὺκ Καραμάνι.
Ὁ λόγος τῆς συλλήψεώς του ὑπῆρξε ἄφθονος τῶν Τούρκων, διότι ὁ Ἅγιος εἶχε μὲ τὴν τίμια ἐργασία του, γίνει πολὺ πλούσιος καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ ἁρπάξουν τὴν περιουσία.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Νικόλας ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ την Ἐνορία τῶν Ἕξι Μαρμάρων
Πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὴ ζωή του δὲν ἔχουμε.
Ὁ ἔνδοξος αὐτὸς Νεομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης, μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν εὐσέβειά του τὸ ἔτος 1732.
Ἡ μνήμη του καθιερώθηκε νὰ γιορτάζεται στὶς 12 Νοεμβρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ ὁ Ἐπίσκοπος
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο στὰ μέσα περίπου τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες. Ὡστόσο, τὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο μεγάλωνε, δὲν κατάφερε νὰ σκληρύνει τὴν καρδιά του ἡ ὁποία, ὅταν ἦλθε ἡ στιγμή, σκίρτησε ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τοῦ «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψλμ.7, 10) Θεοῦ καὶ ἔτσι ὁ ἔφηβος ἀκόμη, Μηνᾶς, ἔγινε χριστιανός.
Μεγαλώνοντας, ἐπέλεξε νὰ σταδιοδρομήσει στὸν Ρωμαϊκὸ στρατό, στὸ ἱππικὸ τάγμα τῶν Ρουταλικῶν, ὑπὸ τὴν διοίκηση τοῦ Ἀργυρίσκου. Ἡ ἕδρα τῆς μονάδας του ἦταν στὸ Κοτυάειον (σημερινὴ Κιουτάχεια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ὁ Μηνὰς διακρίθηκε καὶ γιὰ τὴν φρόνησή του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἀνδρεῖο του φρόνημα καὶ γι’ αὐτὸ ἔχαιρε ἐκτιμήσεως στὸ κύκλο τῶν στρατιωτικῶν.
Δυστυχῶς ὅμως, τρεῖς αἰῶνες μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ παλαιὸς κόσμος ἀκόμη δὲν ἤθελε νὰ δεχθεῖ τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, παραμένοντας αὐτάρεσκα, ἐγωιστικὰ καὶ αὐτοκαταστροφικὰ προσκολλημένος στὴν φθορὰ καὶ τὸ σκοτάδι. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης ἄρχισαν καὶ πάλι «πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26, 14). Ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ὁ Μαξιμιανὸς διέταξαν διωγμὸ ἐναντίον τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, διωγμὸ ὁ ὁποῖος κράτησε ἀπὸ τὸ 303 ἕως τὸ 311 μ.Χ. Ἔτσι, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες διατάχθηκαν νὰ συλλαμβάνουν καὶ νὰ τυραννοῦν τοὺς χριστιανοὺς προσπαθώντας νὰ τοὺς κάνουν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ πρώτη κρίσιμη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μηνᾶς κλήθηκε νὰ πεῖ «τὸ μεγάλο ναὶ ἢ τὸ μεγάλο ὄχι». Ἡ πίστη του στὸν Χριστὸ νίκησε τὴν κοσμικὴ «σύνεση» καὶ λογική.
Ὁ Ἅγιος δὲν ἄντεξε, πέταξε στὴν γῆ τὴν στρατιωτική του ζώνη ἀπεκδυόμενος μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἰδιότητα τοῦ στρατιώτη – διώκτη τῶν χριστιανῶν, καὶ διέφυγε στὸ παρακείμενο ὄρος. Ἐκεῖ ἀσκήτευε, προτιμώντας τὴν συντροφιὰ τῶν θηρίων τῆς φύσης ἀπὸ τὴν συντροφιὰ τῶν ἀποθηριωμένων εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11, 38), ἔζησε ἐπὶ ἀρκετὸ διάστημα μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἡσυχία ἐθέρμαναν τὴν καρδιά του ἀνάβοντας τὸν θεῖο ἔρωτα καὶ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου.
Ἔτσι, σὲ ἡλικία πενήντα περίπου ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη ὅτι εἶχε φτάσει ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κατέβηκε στὴν πόλη, σὲ μέρα εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ καὶ μὲ παρρησία, ἐν μέσῳ τῶν μαινομένων εἰδωλολατρῶν, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, μυκτηρίζοντας τὰ κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα. Συνελήφθη καὶ σύρθηκε δερόμενος μπροστὰ στὸν Πύρρο, τὸν διοικητὴ τῆς πόλεως. Ἐκεῖ, μιλώντας μὲ θάρρος, ἀποκάλυψε τὸ ὄνομά του, τὴν καταγωγή του, τὸ στρατιωτικό του παρελθὸν καί, φυσικά, διεκήρυξε μὲ τόλμη καὶ ἀταλάντευτη ἐπιμονὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁδηγήθηκε στὴν φυλακὴ καὶ τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, μετὰ τὸ πέρας τοῦ εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ, τὸν παρουσίασαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁ ὁποῖος τὸν κατηγόρησε ὅτι ἐξύβρισε τοὺς θεοὺς καὶ μάλιστα μπροστά του καὶ ὅτι λιποτάκτησε ἀπὸ τὸν στρατό. Ὁ Ἅγιος ἀποδέχθηκε τὶς κατηγορίες χωρὶς δισταγμό.
Ὁ Πύρρος, εὐλαβούμενος στὴν ἀρχὴ τὴν ἡλικία καὶ τὴν εὐκοσμία του, προσπάθησε μὲ λόγια καὶ ὑποσχέσεις ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπειλὲς στὴν συνέχεια, νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν σταθερὴ ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, διέταξε νὰ τὸν ὑποβάλουν σὲ ἀνυπόφορα βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι τὸν μαστίγωσαν τόσο πολὺ ὥστε ἄλλαξαν δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς οἱ μαστιγωτές του. Τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔγδερναν μέχρι ποὺ ἄρχισαν νὰ φαίνονται τὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα τοῦ Ἁγίου. Ἔπειτα, σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν αὐτά, ἔτριβαν τὸ καταπληγωμένο τοῦ σῶμα μὲ τρίχινο ὕφασμα καὶ στὸ τέλος τὸν ἔσερναν γυμνὸ καὶ κατακρεουργημένο πάνω σὲ μεταλλικὰ ἀγκάθια. Ὅλα τὰ ὑπέμενε μὲ γενναιότητα καὶ καρτεροψυχία ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας τὸ Εὐαγγελικὸ «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθαῖος 10, 28).
Μάλιστα, τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κάποιοι παλιοὶ συστρατιῶτες του τὸν προέτρεπαν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα λέγοντας ὅτι ὁ Θεός του θὰ τὸν δικαιολογήσει βλέποντας τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλλαν. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ τοὺς ἀπάντησε ὅτι προσφέρει θυσία ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτό του στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνδυναμώνει γιὰ νὰ ὑπομένει τὶς πληγές.
Ὁ ἡγεμόνας, θαυμάζοντας τὴν εὐστοχία καὶ τὴν σοφία τῶν ἀπαντήσεων τοῦ Μάρτυρα, τὸν ρώτησε ἀπορρημένος πὼς εἶναι δυνατὸν ἕνας τραχὺς στρατιώτης σὰν αὐτὸν νὰ μπορεῖ νὰ ἀπαντᾶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι αὐτὴ τὴν ἱκανότητα τὴν χαρίζει στοὺς μάρτυρές του ὁ Χριστός, ὅπως ἔχει ὑποσχεθεῖ στὸ Εὐαγγέλιο: «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πὼς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν» (Λουκᾶ ιβ’ 11 – 12).
Τότε, ἀπελπισμένος ὁ τύραννος, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας πρὸς τὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης ὁ Ἅγιος πρόλαβε νὰ ζητήσει ἀπὸ κάποιους κρυπτοχριστιανοὺς νὰ μεταφέρουν τὸ λείψανό του στὴν Αἴγυπτο.
Ὁ ἀποκεφαλισμός του ἔγινε τὴν 11η Νοεμβρίου στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ. καὶ ἔτσι ἡ ψυχή του πέταξε χαρούμενη πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστὸ τὸν ὁποῖο τόσο ἐπόθησε ὁ Ἅγιος καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο θυσιάσθηκε. Οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ κάψουν τὸ σῶμα του.
Ὅτι κατάφεραν οἱ χριστιανοὶ νὰ περισώσουν ἀπὸ τὴν πυρὰ τὸ μετέφεραν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸ ἔθαψαν κοντὰ στὴν Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικὰ τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο σταμάτησε, κατὰ τὴν παράδοση, ἡ καμήλα ποὺ μετέφερε τὰ λείψανα ἀρνούμενη πεισματικὰ νὰ προχωρήσει. Ἔτσι οἱ χριστιανοὶ κατάλαβαν ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἐνταφιασθοῦν ἐκεῖ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου.
Ἡ περιοχὴ τοῦ τάφου πολὺ σύντομα ἐξελίχθηκε σὲ προσκυνηματικὸ – λατρευτικὸ κέντρο.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἦταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀνήγειρε ναὸ πάνω στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου. Σὲ λίγα χρόνια δημιουργήθηκε ἐκεῖ ἐκτεταμένο κτιριακὸ συγκρότημα τὸ ὁποῖο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστῆρι, ξενῶνες καὶ ἄλλες ἐγκαταστάσεις.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ
Κάποιος χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁδεύοντας γιὰ τὸ πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ ἔχοντας μαζί του ἀρκετὰ χρήματα, κατέλυσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Ὁ ξενοδόχος εἶδε τὰ ξένα χρήματα καί, κυριευμένος ἀπὸ ἀπληστία, σκότωσε τὸν προσκυνητή, τὸν διεμέλισε καὶ ἔβαλε τὰ κομμάτια του σὲ μία σπυρίδα (ζεμπίλι). Ἐνῶ σκεφτόταν ποὺ νὰ θάψει τὰ μέλη τοῦ θύματός του γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ τὸ ἔγκλημα, καταφθάνει στὸ ξενοδοχεῖο ἕνας ἔφιππος στρατιώτης, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, καὶ τὸν ρωτάει ἐπίμονα ποὺ βρίσκεται ὁ προσκυνητής. Ὁ ξενοδόχος τὸν διαβεβαιώνει ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτε ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ξεπεζεύει, εἰσέρχεται στὰ ἐνδότερά του ξενώνα, βρίσκει τὴν σπυρίδα, τὴν φέρνει μπροστά του καὶ τὸν ρωτάει μὲ φοβερὸ καὶ ἄγριο βλέμμα νὰ τοῦ πεῖ ποιὸς εἶναι ὁ νεκρός.
Τότε ὁ φονιὰς ἔφριξε, πέφτοντας ἄφωνος καὶ τρέμων στὰ πόδια τοῦ ἄγνωστου ἱππέα. Ὁ Ἅγιος συνάρμοσε τὰ μέλη τοῦ θύματος, προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ προσκυνητὴ παραγγέλνοντάς του νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Ὁ ἀναστημένος, σὰν νὰ εἶχε ἐγερθεῖ ἀπὸ τὸν ὕπνο, κατάλαβε ὅσα ἔπαθε, ἐδόξασε τὸν Θεὸ καὶ προσκύνησε τὸν Ἅγιο.
Μόλις ὁ φονιὰς συνῆλθε ἀπὸ τὸν τρόμο του καὶ σηκώθηκε, τοῦ πῆρε ὁ Ἅγιος τὰ κλεμμένα χρήματα καὶ τὰ ἐπέστρεψε στὸν προσκυνητὴ λέγοντάς του νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο του.
Ἔπειτα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, στράφηκε πρὸς τὸν ξενοδόχο, τὸν ἔδειρε ὅπως τοῦ ἄξιζε, τὸν ἐνουθέτησε, τοῦ ἔδωσε συγχώρηση γιὰ τὸ ἔγκλημά του προσευχόμενος γι’ αὐτόν, καβάλησε τὸ ἄλογό του καὶ ἔγινε ἄφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ὁ ξενοδόχος ὅτι ὁ στρατιώτης αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, γεγονὸς ποὺ θυμίζει τὴν ἐμπειρία τῶν δυὸ Ἀποστόλων κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς, μὲ τὴν συντροφιὰ τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. (Λουκᾶ κδ’ 31).
Κάποιος πλούσιος χριστιανὸς ἔταξε στὸν Ἅγιο Μηνᾶ νὰ προσφέρει ἕναν ἀσημένιο δίσκο στὸ ναό του. Παρήγγειλε λοιπὸν στὸν ἀργυροχόο δύο δίσκους καὶ τοῦ ζήτησε στὸν μὲν ἕνα νὰ γράψει τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου στὸν δὲ ἄλλον τὸ ὄνομα τὸ δικό του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ δίσκος ὁ προορισμένος γιὰ τὸν Ἅγιο ἔγινε λαμπρότερος καὶ ὡραιότερος, ὁ χριστιανός, ἀπὸ ἀπληστία κινούμενος, δίχως νὰ ντραπεῖ τὸν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Ταξιδεύοντας λοιπὸν στὴ θάλασσα, δείπνησε στὸ πλοῖο χρησιμοποιώντας ἀσυλλόγιστα καὶ χωρὶς εὐλάβεια τὸν δίσκο τοῦ Ἁγίου. Μετὰ τὸ δεῖπνο ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀνευλαβοῦς χριστιανοῦ προσπάθησε νὰ πλύνει τὸν δίσκο στὴ θάλασσα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοῦ πέσει στὸ νερὸ καὶ νὰ βυθισθεῖ. Τότε ὁ νεαρὸς ὑπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε καί, προσπαθώντας νὰ πιάσει τὸν δίσκο, ἔπεσε καὶ αὐτὸς στὴ θάλασσα.
Ὅταν ὁ κύριός του ἀντελήφθη τὸ συμβάν, συναισθάνθηκε ὅτι πλήρωνε τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀπληστίας του καὶ τυπτόμενος ἀπὸ τὴν συνείδησή του, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ βρεῖ ἔστω τὸ λείψανο τοῦ μικροῦ ὑπηρέτη του, τάζοντας νὰ δώσει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τὸν δεύτερο δίσκο, καὶ τὰ χρήματα ποὺ ἄξιζε ὁ χαμένος στὴ θάλασσα δίσκος. Ἀφοῦ βγῆκε στὴ στεριὰ περίμενε μὲ ἀγωνία στὴν ἀκρογιαλιὰ μήπως καὶ ἐκβρασθεῖ τὸ πτῶμα τοῦ ὑπηρέτη. Καὶ ἐνῶ παρατηροῦσε τὴν θάλασσα, βλέπει τὸν μικρὸ νὰ βγαίνει ζωντανὸς ἀπὸ τὸ νερὸ κρατώντας στὰ χέρια του καὶ τὸν ἀσημένιο δίσκο τοῦ Ἁγίου!
Ὁ πλούσιος ἔφριξε ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ ἔβγαλε φωνὴ μεγάλη τὴν ὁποία ἀκούγοντας οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου βγῆκαν ὅλοι ἔξω καί, βλέποντας τὸ συμβάν, ρωτοῦσαν τὸν ὑπηρέτη, ποὺ τοὺς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: «Μόλις ἔπεσα στὴ θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεῖς ἄνθρωποι. Ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτοὺς φοροῦσε στρατιωτικὴ στολή, ὁ ἄλλος ἦταν νεαρὸς καὶ ὁ τρίτος ἦταν Διάκονος. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς μὲ πῆραν μαζί τους ἀπὸ τὸν βυθὸ καὶ περπατώντας χθὲς καὶ σήμερα, μὲ ἔφεραν μέχρι ἐδῶ».
Ὁ κύριος του παιδιοῦ καὶ οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου ἀκούγοντας τὸ ἐξαίσιο θαῦμα, ἐδόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ ἐθαύμαζαν γιὰ τοὺς τρόπους ποὺ χρησιμοποιεῖ προκειμένου οἱ ἄνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Β’ Τιμοθ. γ’ 7).
Οἱ τρεῖς ποὺ ἔσωσαν τὸν ὑπηρέτη ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς (ὁ στρατιωτικός), ὁ Ἅγιος Βίκτωρ (ὁ νεαρός) καὶ ὁ Ἅγιος Βικέντιος (ὁ Διάκονος).
Οἱ δυὸ τελευταῖοι Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ. Τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βικέντιος πέθανε ἔπειτα ἀπὸ σταύρωση καὶ ἐξάρθρωση τῶν μελῶν στὴν ὁποία τὸν ὑπέβαλαν οἱ βασανιστές του. Τιμῶνται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ τὴν 11η Νοεμβρίου.
Ἀκόμη ἕνα θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ἔλαβε χώρα τὸ 1826 στὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης, πόλη στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως τιμᾶται ὁ Ἅγιος. Τὸ 1821, μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἐναντίον τῶν Τούρκων, οἱ κατακτητὲς προχώρησαν σὲ σφαγὲς χιλιάδων ἀμάχων σὲ πολλὲς περιοχές. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ πλήρωσαν μὲ τὸ αἷμά τους τὴν ἐπανάσταση ἦταν καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Κρήτης. Μεταξὺ τῶν χιλιάδων θυμάτων ἦταν ὁ Μητροπολίτης Κρήτης, οἱ Ἐπίσκοποι Χανίων, Κνωσοῦ, Χερσοννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.ἄ. οἱ ὁποῖοι ἐσφάγησαν, τὴν 24η Ἰουνίου 1821, στὸν περίβολο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἡρακλείου. Μάλιστα ὁ ἱερουργῶν ἱερέας ἐσφάγη πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα!
Πέντε χρόνια ἀργότερα, τὸ 1826, οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἡρακλείου σχεδίαζαν νὰ προβοῦν σὲ σφαγὴ τῶν Χριστιανῶν, καὶ πάλι στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, στὶς 18 Ἀπριλίου, ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τὴν ὥρα τῆς Ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας γιὰ νὰ πιάσουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπροετοίμαστους. Γιὰ ἀντιπερισπασμὸ ἔβαλαν φωτιὰ σὲ διάφορα ἀπομακρυσμένα σημεῖα τῆς πόλης, ἐνῶ ὁπλισμένα στίφη εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, περιμένοντας τὴν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ νὰ εἰσβάλουν καὶ νὰ ἀρχίσουν τὴν σφαγή.
Μόλις ὅμως ἄρχισε ἡ ἀνάγνωση ἐμφανίσθηκε ἕνας ἀσπρομάλλης ἡλικιωμένος ἱππέας ποὺ ἔτρεχε γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ κραδαίνοντας τὸ ξίφος του καὶ κυνηγώντας τοὺς ἐπίδοξους σφαγεῖς οἱ ὁποῖοι τράπηκαν πανικόβλητοι σὲ φυγή. Ἔτσι σώθηκαν οἱ πολύπαθοι Χριστιανοὶ τοῦ Ἡρακλείου ἀπὸ τὸν φοβερὸ κίνδυνο.
Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ὁ καβαλάρης ἦταν μουσουλμάνος πρόκριτος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Διοικητὴ τῆς πόλης γιὰ νὰ ματαιώσει τὴν σφαγή. Ὅταν διαμαρτυρήθηκαν στὸν Διοικητή, αὐτὸς τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι δὲν γνώριζε τίποτε καὶ μάλιστα διαπιστώθηκε ὅτι ὁ συγκεκριμένος πρόκριτος δὲν εἶχε βγεῖ καθόλου ἀπὸ τὸ σπίτι του.
Κατάλαβαν τότε οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, κοινοποίησαν τὸ γεγονὸς στοὺς Ἕλληνες καὶ ἀπὸ τότε οἱ Μουσουλμάνοι ηὐλαβοῦντο πολὺ τὸν Ἅγιο, προσφέροντας μάλιστα καὶ δῶρα στὸ ναό του. Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοὺ Ἁγίου Μηνᾶ καθιερώθηκε νὰ τιμᾶται στὸ Ἡράκλειο τὴν Τρίτη της Διακαινησίμου, ὁπότε καὶ ἐκτίθεται σὲ προσκύνηση, κατὰ τὸν ἑσπερινό, λείψανο τοῦ Ἁγίου.
«Μεταξὺ τῶν ἀδικημένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ ὁ Ὁσιώτατος πατὴρ Γεώργιος, ὁ Χατζή – Γεώργης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά, μποροῦμε νὰ ποῦμε, καὶ μεγάλος Ἅγιος, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή μας», γράφει ὁ Γέρων Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ Γέρων Χατζή – Γεώργης (1809 – 1886), «ὁ μέγας καὶ περιβόητος ἀσκητής», ἀσκήτευσε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπὶ μακρὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια ἔμενε στὴν Κερασιά, στὸ μεγάλο Κελὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ Ἁγίου Μηνᾶ, ὡς ὑποτακτικός του Πάπα – Νεόφυτου στὴν ἀρχὴ καὶ ὡς Γέρων τῆς Συνοδείας ἀπὸ τὸ 1848 καὶ ἔπειτα. «Κάποτε, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐργόχειρο, κατὰ λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ.
Στάθηκε τότε ὁ Ἅγιος ἐνώπιόν του, ἔβαλε τὸ χέρι στὸν λαιμό του καὶ ἔβγαλε τὴν βελόνα».
Τὸ 1942, κατὰ τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οἱ ὑπὸ τὸν Ρόμμελ δυνάμεις τοῦ Ἄξονα στὴν Ἀφρικὴ εἶχαν καταφέρει νὰ προελάσουν τόσο ὥστε νὰ εἶναι ὁρατὸς ὁ κίνδυνος νὰ φθάσουν στὴν Διώρυγα τοῦ Σουέζ. Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἐλ Ἀλαμέϊν (ἀραβικὴ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ), ὅπου βρίσκονταν τὰ ἐρείπια ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ ἴσως καὶ ὁ τάφος του, οἱ ἀντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ σύγκρουση ἡ ὁποία θὰ ἔκρινε τὸ ἂν οἱ σύμμαχοι θὰ κατάφερναν νὰ παραμείνουν στὴν Ἀφρική.
Μεταξὺ τῶν συμμαχικῶν στρατευμάτων βρισκόταν καὶ ἑλληνικὴ στρατιωτικὴ δύναμη, ἡ ὁποία πῆρε μέρος στὴ μάχη. Ἕνα ἀπὸ τὰ βράδια ἐκεῖνα, πολλοὶ στρατιῶτες εἶδαν τὸν Ἅγιο Μηνᾶ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ του ὁδηγώντας ἕνα καραβάνι μὲ καμῆλες, ὅπως ἀπεικονίζεται σὲ μία ἀπὸ τὶς παλαιὲς ἁγιογραφίες τοῦ ναοῦ του, καὶ νὰ μπαίνει μέσα στὸ στρατόπεδο τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων.
Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ κατατρόμαξε τοὺς Γερμανοὺς καὶ ὑπονόμευσε καίρια τὸ ἠθικό τους, πράγμα ποὺ συνέβαλε καθοριστικὰ στὴ νίκη τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων.
Σὲ ἀνταπόδοση τῆς εὐεργεσίας αὐτῆς τοῦ Ἁγίου παραχωρήθηκε στὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ὁ τόπος ἐκεῖνος καὶ ξανακτίσθηκε ὁ ναὸς καθὼς καὶ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοὺς μεγίστους ἀγῶνας τοῦ μαρτυρίου σου, καρτεροψύχως ἀνύσας Μεγαλομάρτυς Μηνᾶ, οὐρανίων δωρεῶν λαμπρῶς ἠξίωσαι, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, ἐκ Θεοῦ ἀναδειχθείς, προστάτης ἡμῖν ἐδόθης, καὶ βοηθὸς ἐν ἀνάγκαις, καὶ ἀντιλήπτωρ ἐναργέστατος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς στρατείας ἥρπασε τῆς ἐπικήρου, καὶ ἀφθάρτου ἔδειξε, σὲ Ἀθλοφόρε κοινωνόν, Μηνᾶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.
Ἕτερον Κοντάκιον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.
Φύλαξ καὶ θερμότατος ἀρωγός, πέλων Ἀθλοφόρε, τῶν καλούντων σε ἐν παντί, πλήρου τὰς αἰτήσεις, Μηνᾶ θαυματοβρύτα, τῶν πόθῳ ἐκζητούντων, τὴν σὴν ἀντίληψιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ ὁ Μεγαλομάρτυρας
Ἀνήκει στὸ μαρτυρικὸ χορό, ποὺ μὲ τὸ αἷμα τοῦ πότισε τὸ ζωηφόρο δένδρο τῆς χριστιανικῆς πίστης τὸν δεύτερο αἰώνα μετὰ Χριστόν, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀντωνίνος (160).
Οἱ ὑπηρεσίες τοῦ ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου, εἶχαν σὰν στάδιο τὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ὁ Βίκτωρ ἔτρεχε σὲ διάφορες πόλεις καὶ ἔσπερνε τὸ λόγο τῆς σωτηρίας.
Συλλαμβάνεται γι’ αὐτὸ καὶ ἐκβιάζεται νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν λύγισε, τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια καὶ τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω.
Ἔτσι παρέδωσε τὴ γενναία καὶ ἅγια ψυχή του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Βικέντιος γεννήθηκε στὴν Οὐέσκα τῆς Ἱσπανίας καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀφιερώθηκε στὰ γράμματα. Ψυχὴ φλεγόμενη ἀπὸ τὴ θεία φλόγα προσεκολλήθει, ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια, στὸν ἐπίσκοπο τῆς Σαραγόσης, Οὐαλέριο. Ὁ Οὐαλέριος ἐκτιμώντας τὴν ἁγνότητα, τὴ σύνεση καὶ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο τοῦ Βικέντιου τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἴδιος, ἂν καὶ μορφωμένος πολύ, δὲν εἶχε τὴν εὐκολία τοῦ λόγου συχνὰ χρησιμοποιοῦσε τὸν Βικέντιο ὡς δάσκαλο τοῦ Θείου Λόγου. Γι’ αὐτό, συχνά, ὁ Οὐαλέριος, χαριτολογώντας ἔλεγε ὅτι ὁ Ἅγιος Βικέντιος εἶναι ἡ φωνή μου στὴν Ἐκκλησία.
Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ὁ Βικέντιος αὔξανε τὴν ἱκανότητα τοῦ λέγειν του, τὴν θερμότητα τοῦ ζήλου του καὶ τὴν ἀκούραστη προσπάθειά του νὰ προσελκύσει στοὺς κόλπους τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοὺς εἰδωλολάτρες. Τὰ περισσότερα βράδια τοῦ τὰ διέθετε γιὰ τὴν κατήχηση καὶ τὸν διαφωτισμὸ τῶν συνανθρώπων του.
Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε αὐτὸ ὁ Δακιανός, ποὺ διετέλεσε διοικητὴς ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανού, διέταξε καὶ ἔφεραν τὸν Βικέντιο δεμένο, στὴν Σαραγόση τῆς Βαλέντιας. Παρόλο τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχθηκε ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μπροστὰ στὸν ἔπαρχο.
Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο διατάχθηκε νὰ τὸν μαστιγώσουν μέχρι νὰ ματώσουν οἱ σάρκες του. Κατόπιν τὸν ἔδεσαν σὲ σιδερένια κλίνη, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία ἦταν ἀναμμένη φωτιά.
Μὲ αὐτὸν τὸν μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσε ὁ Ἅγιος Βικέντιος τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.
Ἡ Ἁγία Στεφανίδα ἡ Μάρτυς
Ἦταν γυναίκα ἐνὸς στρατιωτικοῦ στὴν Ἰταλία τὸ 160, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀντωνίνος. Στὸ μεταξὺ πέθανε ὁ ἄνδρας της καὶ ἔμεινε χήρα.
Αὐτὴ λοιπόν, χριστιανὴ ἀπὸ τοὺς προγόνους της ἀκόμα, βλέποντας τὸν Ἅγιο Βίκτωρα ὅτι βασανιζόταν ὑπερβολικά, τὸν μακάρισε γιὰ τὴν ἀνδρεία του.
Ἡ ἐκδήλωσή της αὐτὴ ὅμως, προκάλεσε τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα. Ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸν Χριστό, ἔδεσαν τὰ χέρια της στὶς κορυφὲς δυὸ δένδρων (φοινίκων), ποὺ μὲ τὴ βία λύγισαν, κατόπιν τὰ ἄφησαν ἐλεύθερα καὶ ὅπως μὲ ὁρμὴ ἐπανῆλθαν στὴν ἀρχική τους θέση, ἔσχισαν τὴν Ἁγία στὰ δυό, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν μακαριὰ ψυχῆ της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Δράκωνας ὁ Μάρτυρας
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου. Ἀναφέρεται στὸν Κώδικα 76 τῆς Μεσσήνης, ὅπου λέγεται ὅτι ὑπῆρξε ἐπὶ Διοκλητιανοὺ (284 – 304) καὶ Δεκίου, ἡγεμόνα Νικαίας, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀραύρακα.
Βλέποντας ὁ Ἅγιος τὴν ἄδικη σφαγὴ τόσων χριστιανῶν, ἀγανάκτησε καὶ παρουσιάστηκε αὐθόρμητα στὸν ἡγεμόνα Δέκιο καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ἀφοῦ, ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, ἔβρισε τοὺς θεοὺς τῶν εἰδώλων. Τότε συνελήφθη, βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ρίχτηκε στὴ φυλακή.
Ἐπειδὴ ὅμως συνέχισε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό, ἀποκεφαλίστηκε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ὁμολογητής ἡγούμενος Μονῆς Στουδίου
Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 759 καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Φωτεινοῦ καὶ τῆς Θεοκτίστης. Στὴν ἀνατροφή του, ἐξάσκησε μεγάλη ἐπιρροὴ ὁ θεῖός του Πλάτων, μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ὁ Θεόδωρος ἔγινε μοναχὸς πρῶτα στὴ Μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος (κοντὰ στὴν Προῦσα), ποὺ ἀνήγειραν οἱ γονεῖς του στὸ κτῆμα τους μὲ τὴν ὀνομασία Βοσκήτιον. Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡγούμενος αὐτῆς, ἀφοῦ ἀποσύρθηκε ὁ θεῖός του Πλάτων λόγω γήρατος.
Γιὰ τὴν ἀντίστασή του ὁ Θεόδωρος, στὸ γάμο τοῦ βασιλιὰ Κωνσταντίνου ΣΤ’ μὲ τὴ Θεοδότη, ἐξορίστηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ Στουδίου σὰν ἡγούμενος. Ἀλλὰ καὶ πάλι γιὰ τὴν ἀντίστασή του στὴν χειροτονία τοῦ Νικηφόρου ἀπὸ λαϊκὸ σὲ Πατριάρχη, ἐξορίστηκε μαζὶ μὲ τὸν θεῖό του Πλάτωνα (809). Ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸ 812 στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐξοριστεῖ τρίτη φορὰ ἀπὸ τὸν Λέοντα τὸν Ε’, ἐπειδὴ μὲ πολὺ θάρρος ὑπερασπίστηκε τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα.
Πέθανε στὴν ἐξορία τὸ 826 σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν, στὴ χερσόνησο τοῦ Ἀκρίτα τοῦ Ἁγίου Τρύφωνα. Τὸ δὲ σῶμά του, μετακομίστηκε στὴν Πριγκιπόννησο, ὅπου καὶ ἐτάφη. Ὕστερα δέ, ἐπὶ Πατριάρχου Μεθοδίου, τὸ 844 ἀνακομίστηκε στὴ βασιλεύουσα, μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰωσὴφ τοῦ Θεσσαλονίκης καὶ ἐτάφη στὴ Μονὴ Στουδίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δώρων μέτοχος, τῆς ἀφθαρσίας, δῶρον ἄσυλον, τῆς Ἐκκλησίας, φερωνύμως ἀνεδείχθης Θεόδωρε· τοῖς ἱεροῖς γὰρ ἑπόμενος δόγμασιν, ὁμολογίας φωστὴρ ἐχρημάτισας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἀσκητικόν, ἰσάγγελόν τε βίον σου, τοῖς ἀθλητικοῖς, ἐφαίδρυνας παλαίσμασι, καὶ Ἀγγέλοις σύσκηνος, θεομάκαρ ὤφθης Θεόδωρε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εὐσεβείας μυσταγωγέ, καὶ μονήρους βίου, μυστηπόλε καὶ ὁδηγέ· χαίροις ὁ ἐκτρέφων, τῇ δωρεᾷ τοῦ λόγου, Θεόδωρε παμμάκαρ, τοὺς προσιόντας σοι.
Καὶ οἱ ἕξι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρονται ὅλοι στὸ ιστ’ κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ὑπῆρξαν ἐπίσκοποι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἔγιναν ἄριστοι ἐφαρμοστὲς τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοπνεύστου λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλὰ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, μηδὲ ὡς κατὰ κυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου». Ποιμάνετε, δηλαδή, τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι στὴ δικαιοδοσία σας, καὶ ἐπιβλέπετε αὐτὸ μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ προσοχή, ὄχι ἀναγκαστικά, ἐπειδὴ βρεθήκατε στὴν θέση αὐτή, ἀλλὰ μὲ ὅλη σας τὴν θέληση, χωρὶς νὰ ἀποβλέπετε σὲ αἰσχρὰ κέρδη, ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ ζῆλο, χωρὶς νὰ καταπιέζετε τοὺς πιστούς, ποὺ σὰν ἄλλοι γεωργικοὶ κλῆροι δόθηκαν στὸν καθένα σας γιὰ πνευματικὴ καλλιέργεια ἀλλὰ νὰ γίνεσθε στὸ ποίμνιο ὑποδείγματα ἀρετῆς ἀξιομίμητα.
Πράγματι, καὶ οἱ πέντε Ἀπόστολοι ἔγιναν ὑποδείγματα ἀρετῆς . Ὁ Ὀλυμπᾶς καὶ ὁ Ἠρωδίων πέθαναν μαρτυρικὰ ἐπὶ Νέρωνος. Ὁ Σωσίπατρος ἔγινε ἐπίσκοπος στὸ Ἰκόνιο καὶ πέθανε ἐπιτελώντας ἄριστα τὰ καθήκοντά του. Ὁ Τέρτιος ἔγινε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἰκονίου μετὰ τὸν Σωσίπατρο. Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Τερτίου ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30η Ὀκτωβρίου. Ὁ Ἔραστος κυβέρνησε μὲ παρόμοιο τρόπο τὴν ἐπισκοπὴ Νεάδος. Καὶ ὁ Κούαρτος, σὰν ἐπίσκοπος Βηρυτού, πάλεψε μὲ θάρρος καὶ ἐνέταξε σὰν χριστιανοὺς στὴν ἐπισκοπή του πολλοὺς εἰδωλολάτρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγον καταπλουτήσαντες, τῆς εὐσέβειας φωστῆρες καὶ ὑποφῆται σοφοί, ἀνεδείχθητε ἡμῖν Χριστὸν κηρύττοντες, Κούαρτε Ἔραστε κλεινέ, Τέρτιε καὶ Ὀλυμπᾶ, Σωσίπατρε καὶ Ῥοδίων, Ἀπόστολοι θεηγόροι, φωταγωγοὶ τῶν καρδιῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐκηρύξατε πίστιν, πολύθεον σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἐκ μέσου ποιήσαντες, ταῖς σεπταῖς διδαχαῖς ὑμῶν· ὅθεν εὕρατε, τὴν ἀμοιβὴν τῶν καμάτων, αἰωνίζουσαν, ἐν οὐρανοῖς τοὺς στεφάνους, λαβόντες Ἀπόστολοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔμπνους λυχνία, ἡ ἑξάφωτος καὶ λαμπρά· χαίροις Ἀποστόλων, ἑξάστιχος χορεία, δι’ ὧν τὰ ὑπὲρ λόγον, μυσταγωγούμεθα.
Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης καταγόταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Τὴν περίοδο τοῦ Διοκλητιανοῦ διωγμοῦ, ἀναγκάστηκε πολυτρόπως, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Μάξιμο, νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Ἰησοῦ.
Ἀφοῦ μὲ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκήθηκαν, δὲν κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα, τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν μαστίγωσαν γιὰ τιμωρία. Μετὰ τὸν ἔριξαν στὴν φυλακὴ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες. Ὕστερα ἀπὸ τὸ πέρας τῆς ἕβδομης ἡμέρας τὸν πῆγαν σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ προσφέρει θυσίες καὶ νὰ προσευχηθεῖ. Γιατί, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος, ἀρνεῖσαι νὰ ἀσπαστεῖς τὴ λατρεία ποὺ μὲ τόση εὐλάβεια ἀκολουθοῦν οἱ σεπτοί μας αὐτοκράτορες; Ὁ Ὀρέστης δὲν δίστασε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ θάρρος ὅτι ἦταν πρόθυμος ὑπήκοος σὲ ὅτι ἀφοροῦσε τὰ πολιτικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα. Ἐκτὸς αὐτῶν ὅμως δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ παραδεχτεῖ κανέναν ἄλλον αὐτοκράτορα, πέρα ἀπὸ τὸν ἕναν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Μάξιμος διέταξε νὰ τοῦ διαπεράσουν τοὺς ἀστραγάλους μὲ σιδερένια ἁλυσίδα, τὴν ὁποία ἔδεσαν πάνω σὲ ἕνα ἀτίθασο ἄλογο. Ὁ ἵππος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἄρχισε ἕναν ξέφρενο καλπασμὸ σέρνοντας τὸν Ἅγιο πίσω του, καὶ σταμάτησε μόνο ἀφοῦ διένυσε εἴκοσι χιλιόμετρα.
Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Ὀρέστης παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Χριστὸν ὁμολογήσας ἐπὶ τῶν ἀσεβούντων, εἰδωλομανίας τὸ θράσος καθεῖλες Ἀθλοφόρε, καὶ δόξης ἐγένου κοινωνός, ἀγῶνας πολυτρόπους ἐνεγκῶν· διὰ τοῦτό σε Ὀρέστα ὡς νικητήν, τιμῶντές σοι ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αϊμάτων σου.
Τὸ ἐν ἀθλήσει σου Μάρτυς ἀήττητον, ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς προσδεξάμενος, ζωῆς σοι τὸν στέφανον δέδωκε, καὶ ἰαμάτων τὴν θείαν ἐνέργειαν, Ὀρέστα, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Ἄρμα φωτοφόρον καὶ λογικόν, Ὀρέστα ὡράθης, τῆς Τριάδος τῆς παντουργοῦ. Ὅθεν ὑπ’ ἀλόγων, συρόμενος ἰθύνθης, πρὸς τὰς ὑπερκοσμίους, αὐλὰς γηθόμενος.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος «ὁ ἐν Συμβόλοις»
Ὑπῆρξε στὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 17η Φεβρουαρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ κατηχητὴς τῆς Ἁγίας Πελαγίας
Ἦταν ἐπίσκοπος καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο Λόγο στὴν Ἀντιόχεια.
Ἔτσι προσείλκυσε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ τὴν τότε πόρνη Πελαγία, ποὺ ἀπὸ τότε, ἀφοῦ κατάλληλα κατηχήθηκε, μίσησε τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαίων, μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση τελείωσε τὴν ζωή της.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ὁ Ἐπίσκοπος Ταρακίνης
Διάσημος Ἰλλυριὸς ἀπὸ τὴ Σαβαρία τῆς Παννονίας, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθοδοξία οἱ Ἀρειανοὶ τὸν κακοποίησαν δημόσια καὶ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν πόλη.
Ὁπότε κατέφυγε στὸ Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας, ἀλλὰ ἔπαθε καὶ ἐκεῖ τὰ ἴδια ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ ἐπίσκοπο τῆς πόλης, Αὐξέντιο. Τότε ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ νησὶ Γαλαρία (στὸ Τυρρηνικὸ πέλαγος), ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἔρημο καὶ τρεφόταν μὲ χόρτα.
Ἔπειτα ἔγινε ἐπίσκοπος Ταρακίνης καὶ διέπρεψε μὲ τὶς εὐαγγελικές του πράξεις. Ἔτρεφε τοὺς φτωχούς, ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικημένους καὶ ποίμανε θεοπρεπὼς τὸ ποίμνιο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκαν. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο καὶ στὶς 12 Νοεμβρίου, βέβαια στὴν ἡμερομηνία αὐτὴ ὑπάρχει καὶ ἄλλος Μαρτῖνος ὁ Θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Φρυγίας καὶ φυσικὰ εἶναι διαφορετικός τοῦ Μαρτίνου αὐτῆς τῆς ἡμερομηνίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μίλος ἢ Μίλης ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ τρεῖς μαθητές του
Αὐτοὶ ἦταν Πέρσες. Καὶ ὁ μὲν Μίλος, στρατηγὸς προηγουμένως, γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή του ἔγινε ἐπίσκοπος Τελεπόλεως (ὅπου ὁ προφήτης Δανιὴλ εἶδε τὶς ὁπτασίες).
Χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Βηθλαπὰτ ἐπίσκοπο Γεδδηγουπόλεως. Καταδιώχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ κατέφυγε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου συνάντησε τὸν Μέγα Ἀντώνιο.
Μετὰ δυὸ χρόνια ἐπέστρεψε στὴν Περσία καὶ συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, ἀπὸ τὸν Βασιλίσκο Μισθοφάρη στὴν πόλη Μιλιγέρδα. Ἐκεῖ θανατώθηκε μὲ μαχαίρια καὶ τοὺς μαθητές του τοὺς θανάτωσαν, ἀφοῦ τοὺς χτύπησαν μὲ ξύλα καὶ πέτρες.
Ἔτσι ὅλοι ἔλαβαν τὸ ἀθάνατο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Νίρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ὠρίων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔθαψαν ζωντανὸ στὴν γῆ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης
Ὁ Ὁσιότατος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχώρι τῶν ἕξι Χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά.
Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).
Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφή της μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβηκε στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε, Θεόδωρου, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος.
Στὴ συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴ Νίγδη καὶ μετὰ στὴ Σμύρνη ὅπου τέλειωσε τὶς σπουδές του.
Στὰ εἴκοσι ἕξι του περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὅπου ἀργότερα ἐκάρη Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲ χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β’, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δυὸ προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του χειροτονήθηκε στὴν Καισαρεία πρεσβύτερος μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.
Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι , ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση Τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὅπου τὸν συναντοῦσε σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τοὺς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε «φυλακτό» ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχὲς ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση. Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντας το μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Ἅγιο, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲ δεχόταν ποτὲ οὔτε καὶ ἔπιανε στὰ χέρια του.
Συνήθιζε νὰ λέγει, «ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται».
Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ «ἔπασχε τὰ Θεία». Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ, πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δεχόντουσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτὸς τοῦ κόσμου.
Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεία του κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δυὸ ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευή) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος. Οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Του Ἀρσενίου. Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση. Ἰδιαίτερα στὰ ζῶα. Ποτὲ τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῶο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του. Προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ Του δὲν κάθισε σὲ ζῶο – μόνο μία φορά – καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ’ αὐτό;».
Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, κατάφευγε σ’ ὁρισμένες «ἰδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σὰν σκληρὸς θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διάφορους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Τὸν καλόγηρο ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος».
Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, «Θεέ μου!», λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιά του ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πὼς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. «Ἐμεῖς», ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, «στὴν πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε· στὸν Χατζεφεντὴ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντόπιους, τοὺς φαίνονται παράξενα».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ’ ἕνα νησί.
Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε Χάρη καὶ παρηγοριά.
Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ.
Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.
Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ’ ὅλο τὸ Ἅγιο Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλον του τὸν ἑαυτὸ σ’ Αὐτόν.
Ἔφυγε στὶς 10 Νοεμβρίου τὸ 1924.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, θεοφόρε γεγονώς, παρέχεις ἑνὶ ἑκάστῳ, τὰς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταῖς ἱκεσίαις σου πρὸς Κύριον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καππαδοκίας τὸ νεόφυτον ἄνθος, καὶ ἀρετῶν τὸ πολυτίμητον σκεῦος, ὁ ἱερὸς Ἀρσένιος ὑμνείσθω μοι· οὗτος γὰρ ὡς ἄγγελος, ἐν σαρκὶ βιοτεύσας, σύσκηνος ἐγένετο, τῶν Ἁγίων ἁπάντων, μεθ’ ὧν πρεσβεύει πάντοτε Χριστῷ, ἡμῖν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ Καππαδοκίας, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ παρέχων, ἑκάστῳ θείαν χάριν, ὡς δοξασθεὶς θεόθεν, Πάτερ Ἀρσένιε.
Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τὸ 253 μὲ 256 μ.Χ. Ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν Περσία τὸ 256, ὅπου καὶ πέθανε.
Ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο τῆς Ἀντιοχείας Δόμνος (270 – 273) ἦταν γιὸς του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Γεννήθηκε τὴν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴ Σηλυβρία τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν Δῆμο καὶ τὴν Βασιλικὴ Κεφάλα καὶ ἦταν τὸ πέμπτο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιά τους. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος.
Μικρός, 14 ἐτῶν, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καὶ κατόπιν ὡς παιδονόμος στὸ σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στὴν Χίο, ὅπου, ἀπὸ τὸ 1866 μέχρι τὸ 1876 χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στὸ χωριὸ Λίθειο. Τὸ 1876 ἐκάρη μοναχὸς στὴ Νέα Μονὴ Χίου μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνομασθεῖς Νεκτάριος, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860 – 1877), καὶ ἀνέλαβε τὴν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως.
Τὸ 1881 ἦλθε στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899), σπούδασε Θεολογία καὶ πῆρε τὸ πτυχίο του τὸ 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τὸν χειροτόνησε τὸ 1886 πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ καθήκοντα τοῦ γραμματέα καὶ Ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὸ Κάιρο.
Στὶς 15 Ἰανουαρίου 1889, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτικὴ καὶ ἕνεκα αὐτοῦ ἦταν βασικὸς ὑποψήφιος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅμως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν), πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τὸν γέροντα Πατριάρχη, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα (1889).
Διετέλεσε Ἱεροκήρυκας (Εὐβοίας) (1891 – 1893), Φθιώτιδος καὶ Φωκίδας (1893 – 1894) καὶ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στὴν Ἀθήνα (1894 – 1904).
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νὰ τὸν διαδεχθεῖ, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στὰ κηρύγματά του, πλῆθος λαοῦ μαζευόταν, γιὰ νὰ «ρουφήξει» τὸ νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τὸ 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονὴ στὴν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικὰ τὴν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τὸ 1908, μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴ Ριζάρειο Σχολή.
Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, κυρίως βοηθητικὰ τοῦ θείου κηρύγματος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καὶ ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις.
Πέθανε τὸ ἀπόγευμα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920. Τόση δὲ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στὴν Ι. Μονὴ Ἁγίας Τριάδος στὴν Αἴγινα.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 καὶ στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 μὲ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχθηκε Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα, ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ· ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον
Καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα
Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ.
Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος
Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον
Τοῖς κραυγάζουσι, χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, ἐν ἐσχάτοις χρόνοις, τῇ ὁσίᾳ σου βιοτῇ· ὅθεν καταυγάζεις, πιστῶν τὰς διανοίας, ταῖς νοηταῖς ἀκτῖσι, Πάτερ Νεκτάριε.
Οἱ Ἅγιοι Ὀνησιφόρος καὶ Πορφύριος οἱ Μάρτυρες
Σχίστηκαν οἱ σάρκες τους καὶ πέθαναν βαπτισμένοι στὰ αἵματά τους, κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ. Καὶ οἱ δυὸ ὑπηρετοῦσαν σὲ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Συγχρόνως, ἀνήκαν στὴν ὁμάδα ποὺ ἀνίχνευε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας καὶ ἀνεύρισκε σώματα μαρτύρων, ποὺ ρίχνονταν στὶς χαράδρες. Τὰ μάζευαν καὶ τὰ παρέδιδαν νὰ ταφοῦν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.
Κάποτε, ὅμως, τοὺς ἀνακάλυψαν καὶ τοὺς συνέλαβαν. Κατόπιν τοὺς ἐξεβίασαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἔμειναν σταθεροὶ στὴν ὁμολογία τῆς ἁγίας πίστης στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ ἐπικείμενα μαρτύρια. Τοὺς ἔδεσαν, λοιπόν, πίσω ἀπὸ ἄγρια ἄλογα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἔσυραν μὲ δυνατὸ καλπασμό, μέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ πέτρες. Ὅταν τὰ ἄλογα σταμάτησαν κουρασμένα, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ὧρες δρόμου, τὰ σώματα τῶν μαρτύρων βρέθηκαν διαμελισμένα, πνιγμένα στὸ αἷμα. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψη, «εἶδον τὴν γυναίκα μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων Ἰησοῦ». Εἶδα δηλαδὴ τὴν γυναίκα, ποὺ εἶναι ἡ διεφθαρμένη εἰδωλολατρικὴ κοινωνία, νὰ μεθάει ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν χριστιανῶν, ποὺ καταδίωκε, καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰησοῦ. Ἄλλα ὁ Θεὸς «ἔκρινε τὴν πόρνην... καὶ ἐξεδίκασε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς». Ἔπειτα, ὅμως, ὁ Θεός, ἔκρινε καὶ καταδίκασε τὴν πόρνη, τὴ νοητὴ Βαβυλώνα, καὶ ἐκδικήθηκε τὸ αἷμα τῶν δούλων του, ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὰ χέρια της.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ὄνησιν, ἰχνηλατοῦντες, πορφυρίζοντα, ὤφθητε κρίνα, Ὀνησιφόρε κλεινὲ καὶ Πορφύριε· ὅθεν ὡς ἅρμα τοῦ Λόγου χρυσήλατον, πρὸς τὴν οὐράνιον νύσσαν ἠλάσατε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς Τριάδος πρόμαχοι τροπαιοφόροι, ἐν ἀθλήσει ὤφθησαν, Ὀνησιφόρος ὀ σοφός, σὺν Πορφυρίῳ κραυγάζοντες· Χριστῷ συμπάσχειν ζωῆς ἐστι πρόξενον.
Μεγαλυνάριον.
Ὄνησιν πηγάζει τὴν ἀληθῆ, ὑμῶν ἡ πρεσβεία, ὥσπερ κρήνη ὑπερχειλής, τοῖς ὑμῶν αἰνοῦσιν, Ὀνησιφόρε Μάρτυς, μετὰ τοῦ Πορφυρίου, τὰ κατορθώματα.
Ἡ Ὁσία Ματρῶνα
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ (450 – 457) καὶ Λέοντα Θρακὸς ἢ Μακέλλη (457 – 474). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς.
Σὲ κατάλληλη ἡλικία παντρεύτηκε μὲ κάποιον Δομέτιο (κατ’ ἄλλους Δομετιανό), μὲ τὸν ὁποῖο ἀπόκτησε μία κόρη καὶ κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Λέοντα τοῦ Θρακὸς ἦλθαν οἰκογενειακὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ μία εὐσεβὴ γυναίκα, τὴν Εὐγενία, καὶ σύχναζε στοὺς ἱεροὺς ναούς, ποθώντας νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴν λατρεία τοῦ θείου.
Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸν σύζυγό της, καὶ τὴν κόρη της ἀφοῦ τὴν ἐμπιστεύθηκε σὲ κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στὴ Μονὴ τοῦ Βασιανοῦ, μεταμφιεσμένη μὲ τὸ ὄνομα Βαβύλας. Ἄλλα καταζητούμενη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της καὶ ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε τὸ φύλο της, στάλθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ γυναικεία Μονὴ τῶν Ἱεροσολύμων.
Κατόπιν ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκει καὶ πολλὰ μέρη ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε, γριὰ πλέον, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ ἰδιαίτερο μέρος (τῆς Ματρώνης ὀνομαζόμενο ἀργότερα), ὅπου ἔκτισε Μονή, στὴν ὁποία μαζεύτηκαν ἀρκετὲς μοναχές.
Στὴ Μονὴ αὐτὴ λοιπόν, ἔζησε μὲ μεγάλη ἀρετὴ καὶ πνευματικὴ τελειότητα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσασα, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγήν, Ἀγγέλων ἐζήλωσας, μετὰ σαρκὸς τὴν ζωήν, Ματρῶνα θεόπνευστε· σὺ γὰρ συνεύνου φίλτρον, παριδοῦσα ἐμφρόνως, ᾔσχυνας τὸν Βελίαρ, τῷ πανσόφῳ σου τρόπῳ· διὸ τῆς ἀκατάλυτου δόξης ἠξίωσαι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ ἐν σχήματι, μέσον ἀνδρῶν συμβιοῦσα, τῆς ψυχῆς τὸ φρόνημα, ἀνδρεῖον ἔδειξας Μῆτερ· ἔτρεψας, τὰς τῶν δαιμόνων φαλαγγαρχίας· εὔφρανας, τὰς τῶν Ἀγγέλων χοροστασίας, μεθ’ ὧν πρέσβευε Ματρῶνα, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι τρωθεῖσα τῷ θεϊκῷ, συζύγου τὸν πόθον, ὑπερέδραμες εὐπετῶς, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐπλούτησας τὴν χάριν, Ματρῶνα μακαρία, λαμπρῶς βιώσασα.
Ἡ Ὁσία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία
Μοναχὴ ἐνάρετη ἀπὸ τὴ Μήθυμνα τῆς Λέσβου καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (816). Παιδὶ ἀκόμα ἔμεινε ὀρφανὴ καὶ ἀνατράφηκε σὲ παρθενῶνα τῆς πόλης.
Κάποια μέρα πῆγε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ἀδελφή της, ποὺ ἦταν σὲ μία κοντινὴ κωμόπολη. Τότε συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς κατοίκους τῆς κωμόπολης αὐτῆς ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τῆς Κρήτης καὶ μεταφέρθηκε μὲ τοὺς ἄλλους αἰχμαλώτους στὴν Πάρο γιὰ πώληση. Ἐκεῖ κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει καὶ νὰ κρυφτεῖ στὰ βουνά, ὅπου καὶ παρέμεινε μόνη 35 χρόνια, τρεφόμενη μὲ χόρτα. Ἀνακαλύφθηκε τυχαῖα ἀπὸ ἕναν κυνηγό, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ παράκλησή της, ἔφερε σ’ αὐτὴν τὰ θεία μυστήρια.
Ὅταν δὲ κοινώνησε τῶν Ἄχραντων Μυστηρίων, πέθανε καὶ τάφηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο κυνηγό. Γιὰ τὴν Ὁσία αὐτή, ὑπάρχει καὶ μία διήγηση τοῦ μονάχου Συμεὼν τοῦ Πάριου, ποὺ μοιάζει πολὺ μὲ αὐτὴ τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας καὶ εἶναι ἐντελῶς φανταστική.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ Λέσβος βλάστημα, θεῖόν σε κέκτηται, τοῖς δὲ ἀγῶσί σου, Πάρος ἡγίασται, καὶ τῷ σῶ σκήνει τῷ σεπτῷ, πεπλούτισται Ἰκαρία. Ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν γεραίρομεν, καὶ ἐπιβοώμεθα, τὴν θερμὴν προστασίαν σου, ἣν δίδου τοῖς βοῶσί σοι Μῆτερ· χαίροις Ὁσία Θεοκτίστη.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς ἐγκρατείας τὴν τρυγόνα τὴν φιλέρημον
Καὶ παρθενίας τὴν ὑψίκομον κυπάρισσον
Θεοκτίστην εὐφημήσωμεν τὴν Ὁσίαν.
Ὑπὲρ φύσιν ἐν τῇ Πάρῳ γὰρ ἀσκήσασα
Ἐκκλησίας κατεφαίδρυνε τὸ πλήρωμα·
Ἧ βοήσωμεν, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τὸ τῆς Λέσβου ἄνθος τερπνόν, τὸ τὴν εὐωδίαν, διαπνεῦσαν τὴν μυστικήν, ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ, θεόφρον Θεοκτίστη, ὀδμῆς τῆς θεοκτίστου, ἐξομοιώσεως.
Οἱ Ἁγίες Εὐσταλία καὶ Σωπάτρα
Οἱ Ἁγίες Εὐσταλία καὶ Σωπάτρα ἔζησαν τὸν πέμπτο αἰώνα μ.Χ., κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρίκιου.
Ἡ Εὐσταλία καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη. Οἱ γονεῖς της ἦταν χριστιανοὶ καὶ ἰδιαίτερα εὔποροι. Ἔτσι μετὰ τὸν θάνατό τους ἀπέκτησε ἀρκετὴ περιουσία, τὴν ὁποία διέθεσε σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα. Ἀφοῦ ὑπηρέτησε στὴν Ρώμη τὶς κόρες ποὺ χρειάζονταν βοήθεια διότι εἶχαν πέσει σὲ παραπτώματα, μετέβηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔγινε γνωστὴ γιὰ τὶς εὐεργεσίες της καὶ τὴν πνευματική της μόρφωση. Γι’ αὐτὸ πολλὲς νέες τὴν ἐπισκέπτονταν στὴ Μονή, ποὺ τὴν φιλοξενοῦσε. Μία ἀπὸ τὶς νέες αὐτὲς ἦταν καὶ ἡ κόρη τοῦ Μαυρίκιου, ἡ Σωπάτρα.
Ἡ Σωπάτρα, προτίμησε τὸ μοναχικὸ βίο ἀπὸ τὰ πλούτη τῶν ἀνακτόρων καὶ ἔτσι μόνασε δίπλα στὴν Εὐσταλία. Πρώτη ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο ἡ Εὐσταλία, τὸ ἔργο τῆς ὁποίας συνέχισε ἄξια ἡ Σωπάτρα μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς
Πατρίδα του ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Βασιλιὰ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (886 – 912). Νεότερη ὅμως ἐκδοχὴ (1931), λέει ὅτι ὁ Συμεὼν ἔζησε στὰ χρόνια του Δούκα Παραπινάκη (1071 – 1078), ποὺ μᾶλλον εἶναι καὶ ἡ ἐπικρατέστερη. Προηγουμένως ὀνομαζόταν Νικήτας Παφλαγῶν καὶ λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς καὶ σοφίας πῆρε τὸ ἀξίωμα τοῦ Μαγίστρου καὶ Λογοθέτου. Τὸ κυριότερο ἔργο του, ἦταν ἡ ἐκκαθάριση τῶν ἀρχαίων ἁγιολογικῶν ὑπομνημάτων καὶ ἡ παράστασή τους σὲ ὁμαλότερο ὕφος. Ἀπ’ αὐτὸ λένε, ὅτι πῆρε τὴν ὀνομασία Μεταφραστής, ποὺ μᾶλλον δὲν φαίνεται καὶ τόσο πιθανό. Ἴσως νὰ ἦταν μεταφραστὴς ξενόγλωσσων ἐγγράφων στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὸ ἀντίθετο.
Μερικοὶ νομίζουν, ὅτι στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε μοναχός, ἀλλὰ ὁ φίλος του Ψελλός, ποὺ ἔγραψε ἐγκώμιο καὶ Ἀκολουθία σ’ αὐτόν, δὲν ὑπαινίσσεται κάτι τέτοιο. Ἔζησε ὀσιακὰ καὶ ἔγραψε πολλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ λιθοξόου. Ὅταν γνώρισε τὸν Χριστό, ἐγκατέλειψε τὸ ἐπάγγελμα αὐτό, διότι σχετιζόταν καὶ μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρημο.
Ἐκεῖ βρῆκε τὸν εὐσεβὴ ἀναχωρητὴ Τιμόθεο καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ἔζησε τρία χρόνια. Κατόπιν, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντα αὐτοῦ, κατέβηκε στὸ χωριό του καὶ σὲ στιγμὴ ἱερῆς ἀγανάκτησης συνέτριψε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων.
Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἔδειραν σκληρὰ καὶ ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας, ὅπου παρακάλεσε τὸν ἐπίσκοπο Ὅσιο (τὸ ὄνομά του εἶναι αὐτό) καὶ πῆρε τὴν ἄδεια νὰ κτίσει Ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅταν λοιπὸν ἄρχισε τὴν οἰκοδομή, τὸ ἔμαθαν οἱ συγχωριανοί του εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν νύχτα καὶ μὲ ξύλα τὸν θανάτωσαν μὲ τὸν πιὸ ἄσπλαχνο τρόπο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Χριστόφορος καὶ Μαύρα οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ναρσὴς καὶ Ἀρτέμωνας οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ὁ Ναρσὴς ἦταν Πέρσης καὶ ἴσος νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ αὐτὸν τῆς 9ης Δεκεμβρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Βραχύσωμος ἢ Κολοβὸς
Καταγόταν ἀπὸ τὴ Θήβα τῆς Αἰγύπτου καὶ ὀνομάστηκε Κολοβὸς ἐπειδὴ ἦταν κοντὸς σωματικά.
Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ διακρίθηκε κυρίως γιὰ τὴν ἐγκράτεια τῆς γλώσσας του καὶ γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη του.
Στοὺς Συναξαριστὲς βρίσκουμε ἀρκετὲς σοφὲς συμβουλές του. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἑλλάδιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος καὶ Νεόφυτος κτήτορες τῆς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἦταν θεῖος τοῦ Ὁσίου Νεοφύτου. Ὁ Εὐθύμιος λοιπόν, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἦταν γνώριμος καὶ φίλος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἡγούμενου τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Στὴν ἀρχὴ οἰκοδόμησε Μονύδριο στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ πειρατὲς τὸ κατέστρεψαν καὶ ὁ ἴδιος μετὰ βίας σώθηκε. Τότε ἦλθε στὴν τοποθεσία ποὺ σήμερα βρίσκεται ἡ Μονὴ Δοχειαρίου καὶ οἰκοδομεῖ πάλι Ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἅγιου Νικολάου. Κοντὰ δὲ στὸν ναὸ ἔκτισε καὶ κελιά.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦλθε καὶ ὁ ἀνεψιός του, ποὺ τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ἡγουμενεία τῆς Μονῆς. Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ πέρασε καὶ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μὲ ἡσυχία, ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.
Ὁ δὲ ἀνεψιὸς τοῦ Νεόφυτος, ἦταν γιὸς δούκα στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννη Τσιμισκὴ (963 – 976). Ἐπειδὴ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς σοφίας, τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι καὶ ὁ βασιλιὰς τὸν ἔκανε πρῶτο γραμματέα του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ θεῖος τοῦ ἦταν στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἡγούμενος στὴ Μονὴ Δοχειαρίου, ἀγάπησε νὰ ἔλθει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ γίνει μοναχός. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια, ἦλθε στὴ Μονὴ καὶ ἀφιέρωσε ὅλα του τὰ χρήματα σ’ αὐτήν. Πράγματι, ἔκτισε μεγαλύτερη ἐκκλησία, φρούριο στὸ Μοναστήρι γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν μοναχῶν ἀπὸ τοὺς πειρατὲς καὶ ἔγινε ἀργότερα Πρῶτος του Ἁγίου Ὄρους.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ παραιτήθηκε τῆς ἡγουμενίας καὶ ἥσυχα ἀπεβίωσε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σελίδα 407 από 415