Ἀκολουθίες Εσπερινου Σαββάτου και Ὄρθρου Κυριακής, τροπάρια, ἀναγνώσματα Θείας Λειτουργίας, εδώ

Τυπικό εδώ

Κανόνιο εδώ

Κυριακή Ε΄ Λουκά (Λουκά ιστ΄ 19-31)

«Ὁ πραγματικός πλοῦτος»

Ἀκούγοντας κανείς τήν σημερινή Εὐαγγελική περικοπή ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ ἐξάγει εὔκολα συμπεράσματα δηλαδή δύο ἀνθρώπους ποπυ καί στήν ἐπίγεια ζωή τους καί στήν μετά θάνατο, εἶναι διαφορετικοί, ἀνήκουν δέ διαφορετικές κατηγορίες, καί χάσμα μεγάλο, ἀγεφύρωτο ὑπάρχει μεταξύ τους. Ξεκάθαρα ὁ Εὐαγγελιστής μᾶς δίνει τήν εἰκόνα καί τῶν δύο. Ὁ πρῶτος εἶναι ἕνας πάμπλουτος ἄνθρωπος, πού ζεῖ στήν χλιδή καί στήν ξέφρενη ἐπίδειξη τοῦ πλούτου του.Ἐνδύεται ἀκριβά ἐνδύματα, βασιλικά, συγκαλεῖ συμπόσια, ὅπου παρατίθενται φαγητά καί ποτά σέ ἀφθονία. Ἡ καλοπέραση, ὁ πλουτισμός, ἡ πρόσκαιρη εὐχαρίστηση εἶναι αὐτά πού συνθέτουν τήν ζωή τοῦ πλουσίου. Ἀπό τήν ἄλλη ἔχουμε τόν φτωχό Λάζαρο.

Στόν πρῶτο δέν ἀναφέρεται οὔτε κἄν τό ὄνομά του, ὁ ὁποῖος κάθεται στό πρόπυλο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου ζητώντας ἔστω καί τά ψίχουλα ἀπό τό τραπέζι του, γιά νά ζήσει. Εἶναι πληγωμένος, ἄρρωστος, ρακένδυτος, πεινασμένος καί περιμένει τήν φιλανθρωπία τοῦ πλουσίου.

Ὅπως εἶπα καί στήν ἀρχή μπορεῖ κανείς εὔκολα νά κάνει λόγο γιά τόν πλοῦτο. Καί ὄχι μόνο ἀλλά νά καταδικάσει τόν πλοῦτο καί τούς πλούσιους βασιζόμενος στό ἱερό κείμενο. Θά ἦταν ὅμως πιό φρόνιμο νά δοῦμε βαθύτερα τά αἴτια τῆς ὀδύνης τοῦ πλουσίου στήν ζωή του μετά τόν θάνατο καί τί πραγματικά τόν ὁδήγησε ἐκεῖ, ὁ πλοῦτος ἀπό μόνος του ἤ συμπεριφορά του καί ἡ διαχείριση τοῦ πλούτου του.

Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς στήν πραγματικότητα εἶναι δυστυχής. Μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι καλοπερνᾶ, ὅτι ἀπολαμβάνει τά πάντα, ὅτι δέν τοῦ λείπει τίποτε ἐκεῖνο ὅμως πού τοῦ λείπει εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία. Ὁ πλούσιος εἶναι ἐγκλωβισμένος στόν ἑαυτό του. Ὁ ἐγωκεντρισμός του, ἡ φιλαυτία του καί τό ἄκρατο ἐγωτικό του ἐνδιαφέρον τόν κάνουν σκληρό, ἀνάλγητο καί φυλακισμένο στα πάθη του καί τήν δῆθεν καλοπέρασή του. Ἐθελοτυφλεῖ, κλείνει τά μάτια του μπροστά στόν ἐνδεή, τόν ἄρρωστο, τόν γυμνό καί τόν ξένο. Παρακούει στήν οὐσία τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ὅπως μᾶς τίς δίνει στό Εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως, ἐξ οὗ καί ἡ ὀδυνηρή κατάστασή του. Ὁ πλούσιος δέν σκέφτεται τόν Θεό, δέν σκέφτεται τήν ἄλλη ζωή, δέν θέλει νά πιστέψει τήν ὕπαρξή τοῦ ἀδηφάγου ἄδη πού τόν περιμένει. Ἀλλά πιστεύει ὅτι μέ τόν πλούτο του καί τά ἄλλα πλούσια εἴδη πού τόν περιτριγυρίζουν (σπίτια, ἔπιπλα, φαγητά, χοροί, ποτά, ρούχα κλπ.) θά νικήσει τά πάντα, ἀκόμα καί τόν θάνατο. Μία ἀνάλογη στάση ζωῆς ρυθμίζει τήν συμπεριφορά πολλῶν ἀνθρώπων καί σήμερα. Μοιάζουμε οἱ περισσότεροι μέ τόν πλούσιο ἀπό ὅσο συνήθως νομίζουμε, εἴτε ἀνήκουμε στήν κατηγορία τῶν πλουσίων εἴτε ὄχι. Εἴμαστε εὔκολα καί πρόθυμοι νά κριτικάρουμε τήν ἀσπλαγχνία μερικῶν, ἐνῶ ἐμεῖς ταυτόχρονα ἀδιαφοροῦμε μέ ἄλλο τρόπο. Μήπως καί ἰδιαίτερα σήμερα, δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι στήν πόρτα μας πού ζητοῦν τήν βοήθειά μας; Τί κάνουμε γιά ὅλους αὐτούς γιά νά τούς ἀνακουφίσουμε ; Ἐνδιαφερθήκαμε νά βοηθήσουμε στό νά βροῦν δουλειά κάποιοι ἄνεργοι οἰκογενειάρχες; Προσπαθήσαμε ἐκ νέου νά ἐπουλώσουμε τίς πληγές κάποιου ἀνασφάλιστου νέου. Περιθάλψαμε ἤ ἀνακουφίσαμε ἕναν ἐγκαταλελειμμένο γέροντα μέ κομμένη τήν σύνταξη; Δώσαμε στό παιδί μας κάτι παραπάνω γιά νά δώσει στό φτωχό συμμαθητή του κάτι νά φάει ; Ἤ παραμένουμε κι ἐμεῖς ἐγκλωβισμένοι στό ἐγώ μας λέγοντας ὅτι δέν ἔχουμε. Γιατί ὅπως λέγει ἕνας σύγχρονος λόγιος Ἱεράρχης, ὅλοι βρισκόμαστε σέ δεινή θέση ἀλλά ὑπάρχουν κι ἄλλοι πού βρίσκονται σέ δεινότερη καί δέν μποροῦμε νά σιωπήσουμε. Βεβαίως γι αὐτήν τήν περίπτωση μιλᾶ αὐστηρά ὁ Μέγας Βασίλειος λέγοντας ὅτι «Ἐάν κάποιος πού ἀφαιρεῖ τά ροῦχα ἀπό ἕναν καλοντυμένο τόν ὀνομάζουμε λωποδύτη, αὐτόν πού ἀδιαφορεῖ γιά τούς γυμνούς πῶς θά τόν ὀνομάσουμε;»

Αὐτός λοιπόν πού ἀδιαφορεῖ καί δέν δείχνει ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, δημιουργεῖ ἕνα χάσμα, ὄχι μόνο ἀνάμεσα σέ ἐκεῖνον καί στόν συνάνθρωπό του, ἀλλά ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνον καί στόν Θεό. Διότι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη, λείπει καί ὁ Θεός ἀπό τήν ζωή του κι ἔτσι ὁδηγεῖται στήν κόλαση.

Θά πρέπει ὅμως ἐδῶ νά ἐπισημάνουμε καί κάτι ἄλλο, μία ἄλλη πτυχή τοῦ πλούτου. Σχεδόν ὅλοι μας, γιά νά μην εἶμαι ἀπόλυτος, ὅταν μιλᾶμε γιά πλοῦτο καί γιά πλούσιους πού ἀδιαφοροῦν γιά τούς ἄλλους τό μυαλό μας περιορίζεται καί ἐννοεῖ τά ὑλικά ἀγαθά. Πλοῦτο θεωροῦμε ὅλα ἐκείνα τά ὑλικά ἀγαθά πού ἐκφράζουν μόνο καί μόνο τά χρήματα. Πλοῦτο πού συσσωρεύεται σέ ἀκίνητα, χρήματα, χρυσαφικά, ἐπενδύσεις, καταθέσεις κτλ. Ὅμως ἐμεῖς ὡς χριστιανοί δέν παραλείπουμε νά λέμε ὅτι ὁ πραγματικός πλοῦτος εἶναι ἡ πίστη μας, ἡ γνώση μας γιά τόν Θεό, ἡ ὀρθοδοξία μας, οἱ ἅγιοί μας. Ἄν ὅμως πράγματι ὁ πραγματικός θησαυρός εἶναι ἡ χριστιανική ἀποκάλυψη, τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε ἀναλογισθεῖ ὅτι ὅλοι μας εἴμαστε πλούσιοι πνευματικά καί κατέχουμε ἕναν ἀμύθητο θησαυρό στά χέρια μας; Μήπως κι ἐμεῖς δέν εὐφραινόμαστε καθ’ ἑκάστην πνευματικῶς;

Σκεφθήκαμε ποτέ ὅτι ὑπάρχουν τόσοι ἄνθρωποι πού βρίσκονται κοντά στίς πόρτες μας καί προσπαθοῦν νά χορτάσουν μέ τά ἐλάχιστα ψυχία πνευματικῆς τροφῆς, πληγωμένοι ψυχικά; Ἀναλογιζόμαστε ὅλους ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται μακριά ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί ζωή, αὐτούς πού πέφτουν θύματα ποικίλων αἱρέσεων, ἤ ἄλλους πού ποτέ δέν γνώρισαν τήν χριστιανική ἀλήθεια; Συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὅλοι αὐτοί εἶναι κατά κάποιο τρόπο «Λάζαροι» πού περιμένουν τήν βοήθειά μας ἀπό ἐκείνους πού καυχόταν ὅτι κατέχουν τούς θησαυρούς τίς πίστεως καί εὐφραίνονται στήν λαμπρότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ ἁπλῶς τούς ἀγνοοῦμε;

Δυστυχῶς παρατηρεῖται καί στήν περιοχή τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν μία ἔνοχη μονομέρεια καί πλεονεξία. Σπάνια ὁρισμένοι θά σκεφθοῦν ὅτι ἀξίζει νά στερηθοῦν κάτι οἱ ἴδιοι γιά νά φθάσει τό χριστιανικό μήνυμα σέ περιοχές πού λιμοκτονοῦν κυριολεκτικά γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Πολύ δύσκολα ἀφιερώνουν χρόνο, χρῆμα, ἔννοια γιά νά γίνουν οἱ χριστιανικοί θησαυροί κτῆμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Μην περιορίσουμε ἀδελφοί μας τήν πνευματική εὐφροσύνη στόν ἑαυτό μας. Ἡ Ἐκκλησία δέεται ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἄς φροντίσουμε μέ τόν τρόπο πού ζοῦμε, πού ἀντιδροῦμε, πού μετέχουμε στήν καθημερινότητα, νά ἀποφεύγουμε τήν ἐγωϊστική νοοτροπία τοῦ πλουσίου. Μία νοοτροπία μυωπική πού περιορίζεται στήν γῆ, πού βλέπει μόνο τούτη τήν ζωή καί τίς μικροαπολαύσεις της. Μία νοοτροπία πού ἐγωϊστικά κρατάει τούς θησαυρούς ὑλικούς ἤ πνευματικούς γιά ἀτομική κατανάλωση.

Ἡ Ὅσια Ἀναστασία ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ὅταν πέθαναν οἱ πλούσιοι γονεῖς της, διαμοίρασε τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι.

Ὅταν τὴν συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας Πρόβος, ὑπενθύμισε στὴν Ἀναστασία τὴν ἀνθηρὴ νεότητά της, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Τότε, δυναμικὴ ὑπῆρξε ἡ ἀπάντηση τῆς Ἀναστασίας: «Ἐγώ, εἶπε, μία ὡραιότητα καὶ νεότητα γνωρίζω, ἐκείνη ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς στὶς πιστὲς καὶ γενναῖες ψυχές, ποὺ προτιμοῦν γι’ Αὐτὸν τὸν θάνατο ἀντὶ ἄλλων ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, ὅταν αὐτὰ προτείνονται γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Θεοῦ τους. Πλούτη εἶχα ἄφθονα. Δὲν τὰ θέλησα. Ἀλλὰ τὸν Χριστό μου τὸν θέλω καὶ ἀπ’ Αὐτὸν καμία δύναμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ μὲ χωρίσει. Ἂν ἀμφιβάλλεις, δοκίμασε».

Ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ὁ Πρόβος, τὴν μαστίγωσε στὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἅπλωσε σὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Ἔπειτα, τὴν κρέμασε καὶ τῆς ἔσκισε τὸ σῶμα. Μετὰ ἔκοψε τοὺς μαστούς της, ξερίζωσε τὰ νύχια της καὶ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι, ἡ Ἀναστασία πῆρε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα, ὥσπερ παρθένος σεμνή, ἀθλήσεως αἵμασι, τὴν τῆς ἁγνείας στολήν, ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν Ἀναστασία, ὡς Ὁσία καὶ Μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτεις τῷ κόσμῳ, πρεσβεύουσα τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας νάμασι, καθηγνισμένη Ὁσία, μαρτυρίου αἵμασι, Αvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας· ἰσχὺν γὰρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύων, χάριν ἀέναοv.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἔφυς ὥσπερ ῥόδον πανευθαλές, ἐν δικαιοσύνης, τοῖς λειμῶσιν ἀσκητικῶς, καὶ ὀσμὴν χαρίτων, ἀθλητικῶς ἐκπέμπεις, σεμνὴ Ἀναστασία, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος καὶ Μαρία ἡ ἀνεψιά του 

Ἀριστεὺς τῆς ἐγκράτειας καὶ τῶν πνευματικῶν ἀσκήσεων ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος, ἄφησε τὴν μεγάλη περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν διακονία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.

Ζοῦσε σὲ ἐρημικὸ τόπο, ὅπου προσευχόταν καὶ μελετοῦσε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις, γιὰ νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διακονήσει τὴν βασιλεία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὑπομονή του κατόρθωσαν πολλὲς φορὲς νὰ καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιὲς καὶ νὰ ἑλκύσουν στὸν σταυρὸ ψυχὲς ὑπερβολικὰ ἐξαγριωμένες.

Πάνω ἀπὸ 70 ἐτῶν ὁ Ἀβράμιος, διατηροῦσε ὅλη τὴν ζωντάνια τῆς Ἱεραποστολικῆς δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία του, μπόρεσε νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν σωτηρία ἁμαρτωλῶν γυναικών.

Κάποτε εὐτύχησε νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κόρη τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Μαρία. Τὴν εἶδε σὲ κάποιο πανδοχεῖο, χωρὶς νὰ τὴν γνωρίζει, φορτωμένη μὲ κοσμήματα καὶ συντροφιὰ μὲ ἀκόλαστους νέους. Ἡ παραστρατημένη ὅμως νεαρή, δὲν εἶχε ἀποβάλει ἐντελῶς τὶς εὐσεβεῖς ἀναμνήσεις της. Τὴν ἑπομένη, πῆγε στὸ γέροντα ἀσκητὴ καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε ὅτι δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα ἡ εὐλογία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ἀναγκασμένος νὰ μὴ παρέχει τὴν δική Του. Τὰ λόγια αὐτὰ συντάραξαν τὴ Μαρία, μετανόησε, ἐξομολογήθηκε καὶ ἀπὸ τότε ἔζησε ζωὴ ἁγία.
Ὁ δὲ Ἀβράμιος πέθανε ὑπέργηρος, ὑπηρετώντας πιστὰ μέχρι τέλους τὸν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπὼν τὰς ἀπολαύσεις, ἐν τῇ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καὶ χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερὸν· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τοὺς βοῶντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν σαρκὶ ὡς ἄγγελος, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνεδείχθης, καὶ ἀσκήσει γέγονας, πεφυτευμένον ὡς δένδρον, ὕδατι, τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύμασι, τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

 

Μεγαλυνάριον.
Τὸ δοθέν σοι τάλαντον πρὸς Χριστοῦ, πόνοις ἐγκρατείας, ἐγεώργησας δαψιλῶς, καὶ ὡς Ἱεράρχης, αὐτὸ ἐπηυξημένον, Ἀβράμιε προσάγεις, τῷ σὲ δοξάσαντι.

Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος, Μίνης καὶ Μιναῖος οἱ Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
(Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Μίνη καὶ Μιναίου, ἐπαναλαμβάνεται, ἄγνωστο γιατί, καὶ τὴν 1η Αὐγούστου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν τρυπώντας του τὰ πλευρὰ μὲ λόγχη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ὁσία Ἄννα 

Γεννήθηκε στὸ Βυζάντιο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ὁ πατέρας της, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, ἦταν Διάκονος στὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου στὶς Βλαχέρνες.

Νωρὶς ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς καὶ ἡ γιαγιά της τὴν πάντρεψε μὲ κάποιο εὐσεβὴ Διάκονο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀπόκτησε δυὸ παιδιά. Ἀλλὰ ἀργότερα, ὁ ἄντρας της καὶ τὰ δύο της παιδιὰ πέθαναν καὶ ἔτσι ἡ Ἄννα διαμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της καὶ ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι.

Κατόπιν ὅμως, ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ἴσαυρος, διέλυσε τὴ Μονὴ στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ Ἄννα. Στὴν ἀνάγκη αὐτή, ἡ Ὁσία φόρεσε ροῦχα ἀνδρικὰ καὶ μπῆκε σὲ ἀνδρικὸ μοναστήρι μὲ τὸ ψευδώνυμο Εὐφημιανός.

Ἐκεῖ ἔζησε μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ ἀκρίβεια, καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεία ροῦχα καὶ ἔμεινε σὰν μοναχὴ στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀσθενῶν.
Μὲ τέτοια δὲ θεοφιλὴ ἐργασία παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Μελιτίνη ἡ Μάρτυς 

Ἡ Ἁγία Μελιτίνη κατηγορήθηκε ὡς Χριστιανὴ καὶ ὁδηγήθηκε στὸν τοπικὸ ἄρχοντα ὅπου ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ὁ ἄρχοντας ἐξοργίστηκε καὶ πρόσταξε νὰ τὴν χτυπήσουν βάναυσα στὸ πρόσωπο.

Στὴν συνέχεια, τὴν γύμνωσαν καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸ δικαστήριο, ὅπου τὴν ἀνέκριναν πολλὲς ὧρες. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάκριση ὑποβλήθηκε σὲ πολλὰ βασανιστήρια.
Τελικὰ ὑποβλήθηκε στὴν τιμωρία τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ. Ἔτσι ἡ Ἁγία μάρτυρας Μελιτίνη τελείωσε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ ἄφθαρτο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ἡ Ἁγία Βάσσα 

Ἡ μνήμη τῆς ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Sirmond (Delehaye σελ. 176, 2) ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρα μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων Πέτρου, Παύλου, Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, Στεφάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος, Βαρνάβα τοῦ Ἀποστόλου, Ἰωσὴφ τοῦ Πατριάρχου, καὶ Κλεώπα, Τροφίμου, Δορυμέδοντος, Κοσμᾶ, Δαμιανοῦ, Βάσσης καὶ τῆς συνοδείας αὐτῶν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ ἀποστολείῳ τοῦ Ἁγίου καὶ Πανευφήμου Ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ ἅμα δὲ καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ»

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Διομήδης 

Τὴν μνήμη του συναντᾶμε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1589 φ. 91α ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρα μνήμη τοῦ Ἅγιου Διομήδους, μαθητοῦ τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Τριφυλλίου, Ἐπισκόπου Λευκωσίας».
Ἄλλο βιογραφικό του στοιχεῖο δὲν ἔχουμε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἐσφιγμενίτης ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας

Πατρίδα του τὸ χωριὸ Παράορα τῆς ἐπαρχίας Κεσσάνης τῆς Θράκης, καὶ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε δύο θυγατέρες. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ μία περιπέτεια μὲ τὴν σύζυγό του, ἀποχαιρέτησε τὰ παιδιά του καὶ τοὺς συγγενεῖς του καὶ ἀποχώρησε στὴν Αἶνο. Ἐκεῖ ἀποκατέστησε τὴν γυναίκα του σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι καὶ αὐτὸς ἀναχώρησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Μεγίστη Λαύρα.

Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Τιμόθεος καὶ ἔμεινε ἕξι χρόνια ἀσκούμενος στὶς ἀρετές, ὑπακοή, πραότητα, ταπείνωση, προσευχὴ καὶ νηστεία. Κατόπιν πῆγε στὸ κοινόβιο τοῦ Ἐσφιγμένου, ὅπου ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ προπαρασκευάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο.

Τελικά, ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγούμενου του Εὐθυμίου, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔφτασε στὴν Κεσσάνη. Ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν συνοδὸ τοῦ Ἱερομόναχο Εὐθύμιο, προσπαθοῦσαν νὰ ἐπαναφέρουν στὴν σωστὴ πίστη ἀρνησίχριστους. Τοὺς πρόδωσαν ὅμως καὶ ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν τοὺς μετέφεραν στὶς φυλακὲς τῆς Ἀδριανούπολης.
Ἐκεῖ βασανίστηκαν μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ Ὅσιοι ἔμεναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, τοὺς μὲν Εὐθύμιο καὶ κάποιον ἄλλο μοναχὸ Βαρνάβα τοὺς ἐλευθέρωσαν καὶ τοὺς ἀπέλασαν, τὸν δὲ Τιμόθεο ἀποκεφάλισαν στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1820.
Μέρος τῶν αἱματωμένων ἐνδυμάτων του, βρίσκεται στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου.

(Ὁρισμένοι Συναξαριστές, μαζὶ μ’ αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους, ἀναφέρουν καὶ κάποιον Ἱερέα Νικόλαο).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Διαβάζουμε: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τὴν ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἤτοι τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς Μαφορίου, τοῦ ἐν τῷ σορῷ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὄτε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς κατεῖδεν ἐφηπλωμένην αὐτὴν ἄνωθεν καὶ πάντας τοὺς εὐσεβεῖς περισκέπουσαν».

Λόγω τῶν πολλῶν θαυμάτων ἀπὸ τὴν Παναγία, ποὺ ἀνέφεραν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες στὸν Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τὸ 1940, ἡ Ἱερὰ Συνοδὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ ἀπόφασή της τὸ 1952, καθιέρωσε νὰ ἑορτάζεται ἡ Ἅγια Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἀντὶ γιὰ τὴν 1η Ὀκτωβρίου, στὶς 28 Ὀκτωβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἅγιας Σκέπης τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία τελοῦνταν ἀπὸ παλαιότατων χρόνων τὴν 1η Ὀκτωβρίου, ἦταν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τὸ ὁποῖο εἶδε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀγρυπνίας στὸ παρεκκλήσι τῆς «Ἅγιας Σοροῦ» τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας εἶδε τὴν Θεοτόκο νὰ προχωράει ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ θυσιαστήριο ἀνάμεσα σὲ λευκοφορους ἅγιους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ξεχώριζαν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὅταν ἔφθασε στὸ θυσιαστήριο γονάτισε καὶ προσευχόταν γιὰ πολλὴ ὥρα, κλαίγοντας καὶ παρακάλωντας τὸν Υἱό της γιὰ τὴν σωτήρια του κόσμου. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν δέησή της, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι της τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, ποὺ φοροῦσε καὶ μὲ μία κινήση τὸ ἅπλωσε σὰν σκεπὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα. Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἐπιφανιο, ποὺ τὸν συνόδευε. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ ἡ ἱερὴ ἐσθήτα νὰ σκορπίζει τὴ Χάρη της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε καὶ ἡ Θεία Σκέπη νὰ συστέλλεται καὶ σιγὰ – σιγὰ νὰ χάνεται. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ μαφόριο ποὺ φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τὴν Χάρη καὶ τὴν προστασία ποὺ παρέχει ἡ Παναγία στοὺς πιστοὺς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε ἀνυμνοῦμεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς· σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμηθείᾳ Ἄχραντε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαὼς ἐπισκιάζουσα

Τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε,

Ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ βασιλίδι.

Ἀλλ’ ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος

Περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

 

Μεγαλυνάριον.
Σκέπης σου τρυγῶντες τὰς δωρεάς, καὶ τὰς καθ’ ἑκάστην, Θεονύμφευτε παροχάς, ὑμνοῦμεν Παρθένε, τὴν σὴν μεγαλωσύνην, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου πρόνοιαν, μεγαλύνοντες.

Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος καὶ Νεονίλλη καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν

Ἦταν μία πραγματικὴ «κατ’ οἶκον ἐκκλησία». Οἰκογένεια ἀληθινὰ χριστιανική, μὲ μιὰ ψυχή, μὲ μιὰ καρδιὰ καὶ τὸ ἴδιο φρόνημα.

Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, εἰδοποίησαν τοὺς δυὸ συζύγους ὅτι κινδυνεύουν νὰ συλληφθοῦν. Τότε ὁ Τερέντιος καὶ ἡ Νεονίλλη ἀναρωτήθηκαν νὰ φύγουν μακριά, προκειμένου νὰ προστατέψουν τὰ παιδιά τους ἢ νὰ μείνουν καὶ νὰ περιμένουν μὲ γενναιότητα ὁποιοδήποτε μαρτύριο;

Οἱ πέντε γιοὶ καὶ οἱ δύο θυγατέρες τους, ἔδωσαν ἀποφασιστικὴ ἀπάντηση. Γιατί νὰ φύγουν; Ὁ διωγμὸς εἶχε ἐξαπλωθεῖ παντοῦ. Ἔπειτα, ἡ ἀναχώρησή τους θὰ ἐνέσπειρε τὸν πανικὸ στοὺς ἐκεῖ χριστιανούς. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐνισχύεται ἀπὸ φυγάδες, ἀλλὰ ἀπὸ μάρτυρες καὶ ἀθλητές.
Ἔτσι, ὅλη ἡ οἰκογένεια ἀποφάσισε νὰ μείνει σταθερὴ στὴν ἀπόφασή της. Καὶ ὅλοι μαζί, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, πέθαναν μὲ ἀποκεφαλισμό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμῳ φύσεως, συνδεδεμένοι, κράτος πίστεως, ἐνδεδυμένοι, μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διηνύσατε, σὺν Νεονίλλῃ θεόφρον Τερέντιε, καὶ ἡ τῶν Παίδων ὑμῶν ἑπτὰς ἔνθεος. Καὶ νῦν ἄφεσιν, αἰτήσασθε παμμακάριστοι, τοῖς μέλπουσιν ὑμῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς συζυγία εὐσεβὴς καὶ ὁμόφρων, σὺν Τερεντίῳ Νεονίλλα τρισμάκαρ, λαμπρὰ χορεία ὤφθητε Χριστῷ τῷ Θεῷ· πίστει γὰρ ἐκθρέψαντες, τοὺς σεπτοὺς ὑμῶν Παῖδας, τούτους προσηγάγετε, λογικὰς ὠς θυσίας, ἐνηθληκότες ἅμα σὺν αὐτοῖς, τῷ τῶν αἰώνων, Δσπότῃ μακάριοι.

 

Μεγαλυνάριον.
Γενεὰ εὐθέων εὐλογητή, ὡς ὁ Δαβὶδ ἔφη, ἀνεδείχθητε τῷ Θεῷ, Τερέντιε μάκαρ, σὺν τοῖς κλεινοῖς υἱοῖς σου, καὶ τῇ συνεύνῳ πίστει, ἀνδραγαθήσαντες.

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Σαββαΐτης

Λόγιος μοναχὸς ὁ Ὅσιος Στέφανος στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔζησε τὸν 8ο αἰῶνα μ.Χ. Ἡ ἀσκητική του ζωή, συνοδευόταν ἀπὸ μεγάλη ἀγάπη στὴν μελέτη καὶ ἀπὸ τὴν ἀξιόλογη ἐπιδεξιότητα τῆς ἱερῆς ποίησης. Ἀγαποῦσε τοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια, καὶ πρόθυμα μετεῖχε στὸν πόλεμο κατὰ τῶν αἱρέσεων.

Συχνὰ ἀπέφευγε κάθε λογὴς ἀνθρώπινης ἐπικοινωνίας καὶ ζοῦσε ἐντελῶς μόνος σὲ διάφορα ἐρημικὰ μέρη. Ἐκεῖ ἀγαποῦσε νὰ παρατηρεῖ τὴ φύση καὶ νὰ μεταρσιώνεται μὲ τὴν προσευχή. Ἐπίσης χάϊδευε τὰ ἐλάφια, ποὺ τὸν πλησίαζαν συναισθανόμενα καὶ αὐτὰ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν παιδικὴ ἀφέλεια τῆς ψυχῆς του.

Τέλος ὁ ἐρημοπολίτης Στέφανος ὁ Σαββαΐτης, βάσταξε καὶ τὰ βάρη τοῦ ἐπισκόπου, μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παρακλήσεις.
Πέθανε διδάσκοντας καὶ οἰκοδομώντας τὸν λαὸ μὲ τὸ χρηστό, ἄμεμπτο καὶ φιλάνθρωπο παράδειγμά του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στέφος εἴληφας, τῆς εὐδοκίας, στέφος γέγονας, τῆς Ἐκκλησίας, ἐπωνύμως παναοίδιμε Στέφανε· σὺ γὰρ ἐνθέοις στεφόμενος χάρισι, δι’ εὐσεβείας ποικίλως διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Πεποικιλμένος τῷ στεφάνῳ τῆς ἀσκήσεως

Τὴν Ἐκκλησίαν τῷ σῷ βίῳ ἐστεφάνωσας

Ὤσπερ θεῖος Ἱεράρχης καὶ θεηγόρος.

Ἀλλ’ ὡς μύστης τῶν ἀρρήτων ἐπιλάμψεων

Μετανοίας φωτισμὸν Πάτερ πρυτάνευσον
Τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Ὅσιε Στέφανε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τὸ δοχεῖον τῶν ἀρετῶν, καὶ ἠθῶν ὁσίων, ὀ θεόφρων μυσταγωγός· χαίροις ἐγκρατείας, στηλογραφία ἔμπνους, Πατέρων εὐκοσμία, πάνσοφε Στέφανε.

Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Ἀφρικανός, Μάξιμος, Πομπηΐος, Φωκᾶς καὶ ἄλλοι 36 Ἀφρικανοὶ Μάρτυρες 

Μαρτύρησαν τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορας Δεκίου.
Συνελήφθησαν καὶ ὑπέστησαν σειρὰ βασανιστηρίων, χωρὶς νὰ ἀνακαλέσουν τὴν ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς τους πίστης. Τότε διέσχισαν τὶς σάρκες τους μὲ πυρωμένα σιδερένια νύχια καὶ στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ὅσιοι Φιρμιλιανὸς καὶ Μελχίων 

Ὁ Ὅσιος Φιρμιλιανὸς ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας καὶ ὁ Ὅσιος Μελχίων Πρεσβύτερος Ἀντιοχείας

Καὶ οἱ δυὸ ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Τὸν Φιρμιλιανὸ ἀναφέρει μὲ στοργὴ ὁ Μέγας Βασίλειος.
Σὲ Σύνοδο, ποὺ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος αὐτὸς συγκάλεσε στὸ Ἰκόνιο, ἀποφασίστηκε νὰ βαπτίζονται οἱ αἱρετικοί, ποὺ ἤθελαν νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Φεβρωνία 

Αὐτὴ ἦταν θυγατέρα τοῦ βασιλιὰ τοῦ Βυζαντίου Ἡρακλείου (610 – 641).
Ἀφοῦ ἔζησε μὲ πνεῦμα Θεοῦ, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Κυριακὸς ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἀφοῦ φανέρωσε τὸν Τίμιο Σταυρὸ στὴν Ἁγία Ἑλένη, κατόπιν ἀναδείχτηκε ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων.

Ὅταν τὸ 361 ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἐκστράτευσε κατὰ τῶν Περσῶν καὶ πέρασε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔμαθε γιὰ τὸν Κυριακὸ καὶ ἀφοῦ τὸν κράτησε τὸν ἀνάγκαζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ὁ Κυριακὸς, ὄχι μόνο δὲν θυσίασε ἀλλὰ καὶ ἤλεγξε τὸν Ἰουλιανό. Τότε αὐτὸς τοῦ ἔκοψε τὸ δεξὶ χέρι. Κατόπιν ἔχυσε καυτὸ μολύβι στὸ στόμα του καὶ τὸν ἔβαλε νὰ πλαγιάσει σὲ χάλκινο πυρακτωμένο κρεβάτι. Ἔπειτα τὸν ἔβαλαν μέσα σ' ἕνα καζάνι, ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ βραστὸ λάδι.
Ἐκεῖ τὸν κάρφωσαν μὲ ἀκόντιο καὶ ἔτσι μαρτυρικά, ἀλλὰ ἔνδοξα παρέδωσε τὸ πνεῦμα του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Ἄννα μητέρα τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ

Ἡ Ἁγία Ἄννα, μητέρα τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ, ὅταν ἔμαθε τὰ μαρτύρια τοῦ γιοῦ της, ἔτρεξε νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν ἐνθαρρύνει.
Τότε συνελήφθη καὶ αὐτή, καὶ ἀφοῦ τὴν κρέμασαν ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της, τὴν ἔκαψαν ζωντανὴ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Α’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 

Γεννήθηκε στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης, ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς Γεώργιο καὶ Εὐφροσύνη. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Ἀλέξιος καὶ ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ἐγκράτειας καὶ σωφροσύνης.

Ἀσκήτευσε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὸ μοναστῆρι τοῦ Γάνου. Πατριάρχευσε δυὸ φορές. Τὴν πρώτη φορὰ διαδέχτηκε τὸν Γρηγόριο, τὸν Κύπριο (1289 – 1293) καὶ τὴν δεύτερη φορὰ (1303 – 1311) τὸν Ἰωάννη IB'.

Κατόπιν ἀποσύρθηκε τοῦ θρόνου καὶ μόνασε σὲ κάποια Μονή, ὅπου ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.
Τὴν βιογραφία του συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καλόθετος, σύγχρονος τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ ἡ μετάφραση αὐτῆς ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἀγάπιο Λάνδο στὸν «Νέο Παράδεισο».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελῆς, Μανουῆλ, Γεώργιος καὶ Νικόλαος οἱ Νεομάρτυρες ἐκ Μελάμπων Κρήτης

Ὅλοι γεννήθηκαν στὸ χωριὸ Μέλαμπες Ρεθύμνου Κρήτης, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς.

Ὁ Ἀγγελῆς καὶ ὁ Μανουῆλ ἦταν γνήσια ἀδέλφια, γιοὶ τοῦ Ἰωάννη Ρετζέπη. Ὁ Γεώργιος ἦταν γιὸς τοῦ Κωνσταντίνου Ρετζέπη. Ὁ Νικόλαος ἦταν γιὸς κάποιου ἄλλου, Ἰωάννη Ρετζέπη.

Ὅλοι δηλαδὴ ἦταν ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια, πλούσιοι, διακεκριμένοι γιὰ τὴν ἀνδρεία τους, ἔγγαμοι μὲ παιδιὰ καὶ ἀπολάμβαναν ὅλα τὰ προνόμια τῶν Μωαμεθανῶν, διότι ὑποκρίνονταν τοὺς Τούρκους.

Τὸ 1821 ὅμως, συντάχθηκαν μὲ τοὺς χριστιανοὺς καὶ πολέμησαν γενναία γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας. Ὅταν ἐπέστρεψαν στὴ γενέτειρά τους καὶ πῆγαν νὰ πληρώσουν τοὺς καθιερωμένους φόρους στοὺς ἐντεταλμένους Τούρκους, τοὺς κατάγγειλαν σὰν ἀποστάτες τοῦ Μουσουλμανισμοῦ στὸν Μεχμὲτ Πασᾶ τοῦ Ρεθύμνου.

Συλλήφθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν δεμένοι στὴν πόλη αὐτή. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑπέκυψαν στὶς κολακεῖες τῶν τυράννων καὶ ἔμειναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, βασανίστηκαν μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο.
Τελικὰ στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1824 τοὺς ἀποκεφάλισαν μπροστὰ στὴν «Μεγάλη Πόρτα» τοῦ Ρεθύμνου. Οἱ τρεῖς κάρες ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς Νεομάρτυρες, φυλάσσονται στὸν Ναὸ τῶν τεσσάρων μαρτύρων στὸ Ρέθυμνο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Τῆς Κρήτης γεννήματα καὶ Λάμπης θρέμματα, τοὺς τετραρίθμους Νεομάρτυρας ἀνευφημήσωμεν, Γεώργιον, Ἀγγελῆν, Μανουῆλ καὶ Νικόλαον, οὗτοι γὰρ διὰ πίστιν τοῦ Κυρίου σφαγέντες, τὸ αἷμα αὐτῶν ἐθελουσίως ἐν τῇ Ρεθύμνῃ ἐξέχεαν, διὸ καὶ παρρησίαν ἔχοντες πρὸς Χριστόν, πρεσβεύουσιν ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος Ἐπίσκοπος Ἐφέσου 

Ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε Μητροπολίτης Ἐφέσου μετὰ τὸ 533. Ταυτίζεται μὲ τὸν ὁμώνυμο Ἀββᾶ, ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Μόσχο (P.G. 87, 2956), τῶν Μονῶν Ἀβρααμιτῶν (Κωνσταντινούπολη) καὶ Βυζαντίων (Ἱεροσόλυμα).
Μὲ τὸ ὄνομά του σώθηκαν δύο ὁμιλίες, «εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν» καὶ «εἰς τὴν Ὑπαπαντήν» ποὺ ἐκδόθηκαν τὸ 1913 ἀπὸ τοὺς Μ. Kraschaninnikov καὶ Μ. Jugie καὶ ἔχουν μεγάλη σπουδαιότητα γιὰ τὶς πατρολογικές  σπουδές.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ δία Χριστὸν σαλός, ἐκ τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων Κιέβου (Ρῶσος) 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Διομήδης 

Ἔχει ἡ γῆ τὸν οὐρανό της. Ἔχει καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ νοητό της στερέωμα.

Μυριάδες ἄστρα λάμπουν στὸν οὐρανὸ καὶ διηγοῦνται τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Μυριάδες ἄστρα σελαγίζουν καὶ στῆς Ἐκκλησίας τὸ νοητὸ στερέωμα. Σελαγίζουν καὶ αὐτὰ καὶ προβάλλουν μαζὶ μὲ τὸ πνευματικό τους φῶς τὸν θρίαμβο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητας.

Ἕνα τέτοιο λαμπρὸ ἀστέρι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τοῦ νησιοῦ μας, ἀστέρι πρώτου μεγέθους, εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος Διομήδης.

Ὁ πανδαμάτορας χρόνος φυσικὰ μαζὶ μὲ τὶς δραματικὲς περιπέτειες ποὺ πέρασε τὸ μαρτυρικὸ νησὶ ἔσβησε ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν σημερινῶν κατοίκων τὸ ὄνομά του. Τὸ μεγαλεῖο του ὅμως δὲν ἔσβησε.

Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος μὲ τὸν γλαφυρό του κάλαμο τὸν ψάλλει καὶ τὸν προβάλλει σὰν μία ἀπὸ τὶς πιὸ φωτεινὲς μορφὲς τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων.

Μερικὰ ψήγματα ἀπὸ τὴ ζωή του, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ μεγάλος Ἅγιός μας, θὰ σημειώσουμε στὶς παρακάτω γραμμὲς γιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια ὅλων μας.

 

Ποῦ γεννήθηκε καὶ ποιοῖ ἤσαν οἱ γονεῖς του δὲν ξέρουμε. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς λέει ὁ Ἅγιος, ποὺ τὸν ἐγκωμιάζει, εἶναι πὼς ὁ θεσπέσιος ἀθλητὴς Διομήδης «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» δόθηκε στὸν Χριστό. Τοῦτο προϋποθέτει γονεῖς ὄχι μονάχα χριστιανοὺς ἄλλα καὶ βαθιὰ πιστούς. Αὐτοὶ φρόντισαν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους νὰ ἐνσταλάξουν ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἀκόμη ἡλικία τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ὅπως ἡ διψασμένη γῆ, σὰν πιεῖ νερὸ καὶ χορτάσει καὶ ὑστέρα δεχτεῖ τὸν σπόρο, μᾶς τὸν δίνει φυτὸ χαριτωμένο, πολύφυλλο καὶ πολύκαρπο, ἔτσι καὶ ἡ ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ μικροῦ Διομήδη, ποτισμένη ἄφθονα ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἱ καλοὶ γονεῖς πρόσφεραν καθημερινὰ στὴν καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ τους, προαγόταν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα στὴν ζωὴ τῆς ἀρετῆς. Ὅλοι καμαρώνουν τὸ εὐγενικὸ κι ὑπάκουο παιδὶ καὶ μακαρίζουν τοὺς εὐτυχισμένους γονεῖς γιὰ τὸν θησαυρό τους.

 

Σὲ κάποια εὐκαιρία ἡ Θεία Πρόνοια, ποὺ ὅλα τὰ παρακολουθεῖ καὶ ὅλα τὰ φροντίζει, ἔφερε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε ὁ μεγάλος τῆς Λευκουπόλεως (= Λευκωσίας) ἐπίσκοπος Τριφύλλιος, νὰ συναντήσει καὶ νὰ γνωρίσει τὸ παιδί.

Ἡ ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὑπῆρξε τόση, ὥστε χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ τὸν κάλεσε κοντά του καὶ ἀνέλαβε αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του, τὸν ἐπίσκοπο τῆς Τριμυθοῦντος, τὸν Ἅγιο καὶ Θαυματουργὸ Σπυρίδωνα, τὴν συνέχιση τοῦ ἔργου τῶν εὐσεβῶν γονιῶν. Κοντὰ στοὺς δύο αὐτοὺς κολοσσοὺς τῆς ἀρετῆς καὶ ξεχωριστοὺς τῆς Ἐκκλησίας ἐργάτες, ὁ φλογερὸς νέος μεγαλώνει καὶ συνεχίζει μὲ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον τὸν ἀγῶνα του καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατορθώνει νὰ γίνει πιστὸ ἀντίγραφό τους.

 

Ἀντίγραφο στὴν βαθιὰ πίστη καὶ ταπεινοφροσύνη, στὸν ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μὲ τοὺς σεβαστοὺς πατέρες καὶ καθοδηγητὲς τοῦ συχνά – πυκνὰ ἐπαναλαμβάνει καὶ αὐτὸς τοῦ θείου Παύλου τὰ λόγια: «Τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» Καὶ μαζί τους προσθέτει καὶ τὴν ἀπάντηση: «Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί, οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε τὶς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η’, 35 καὶ 38 – 39). Δηλαδὴ ποιὸς λοιπὸν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ποὺ μᾶς ἔχει ὁ Χριστός; Μήπως ἡ θλίψη ἀπὸ ἐξωτερικὲς περιστάσεις ἢ ἡ στενοχώρια καὶ ἐσωτερικὴ πίεση τῆς καρδίας μας ἢ διωγμὸς ἢ πεῖνα ἢ γύμνια καὶ ἔλλειψη φορεμάτων ἢ μαχαῖρι ποὺ νὰ μᾶς φοβερίζει μὲ σφαγή; Ὄχι! Τίποτα.

 

Εἶμαι βέβαιος, ἀπόλυτα βέβαιος, πὼς οὔτε ὁ θάνατος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι πιθανὸ νὰ μᾶς φοβερίσουν, οὔτε καὶ μία ζωὴ τρισευτυχισμένη ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ὑποσχεθοῦν, οὔτε τὰ τάγματα τῶν οὐρανίων πνευμάτων, οὔτε δηλαδὴ αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ ἀρχές, οὔτε οἱ περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τῆς κάθε ἡμέρας, οὔτε καὶ τὰ μέλλοντα γεγονότα, οὔτε οἱ δοξασμένες ἐπιτυχίες ποὺ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο πολύ, οὔτε καὶ οἱ ταπεινώσεις ποὺ τὸν γκρεμίζουν σὲ μεγάλα βάθη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κτίση διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ βλέπουμε, θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει καὶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ Κυρίου μας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ὁποία μας κρατᾷ δεμένους στενὰ μαζί του κι ἰδιαίτερα προστατευόμενούς του. Καμιὰ δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

 

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου δὲν τὰ μελετοῦν ἁπλῶς οἱ ἅγιοί μας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐφαρμόζουν στὴν ζωή τους σὲ κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα ποὺ τοὺς ζητοῦν οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως νὰ τὰ ὁμολογήσουν.

 

Χρόνια δύσκολα γιὰ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας ἦσαν τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Χρόνια διωγμῶν τόσο ἀπὸ μέρους τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅσο καὶ ἀπὸ μέρους τῶν αἱρετικῶν. Ἀλλὰ καὶ χρόνια τρομερῶν ἐπιδρομῶν. Σὲ μία τέτοια μάλιστα ἐπιδρομὴ τῶν ἀπογόνων τῆς Ἄγαρ, τὸ νησί μας δοκίμασε φοβερὲς καταστροφές. Ἄνθρωποι σφαγιάσθηκαν, παρθένες ἀτιμάσθηκαν, χωριὰ καὶ πόλεις πυρπολήθηκαν, ἱερὰ καὶ ὅσια συλήθηκαν. Ἀνάμεσα στοὺς αἰχμαλώτους συνελήφθηκε καὶ ὁ ποιμένας Τριφύλλιος, τὸν ὁποῖο οἱ ἐπιδρομεῖς ἄρχισαν σκληρὰ νὰ βασανίζουν μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ ἀκόμη ἴσως καὶ μπορέσουν νὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ αὐτὸν καὶ χρήματα. Μὲ θαυμαστὴ ὑπομονὴ ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ ἀλλεπάλληλα βασανιστήρια. Μὲ καρτερία ἀληθινὰ ἡρωικὴ δέχεται τὰ κτυπήματα, περιφρονεῖ τὶς ἀπειλὲς καὶ προσεύχεται γιὰ τοὺς βασανιστές του. Χαίρει καὶ αὐτὸς γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔλαχε ὄχι μόνο νὰ πιστεύει στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχει γιὰ χάρη Του.

 

Κατὰ τὴν ὥρα τῆς σκληρῆς ἐκείνης δοκιμασίας τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα ὁ νεαρὸς Διομήδης τὰ ἔχασε. Τί μποροῦσε ἕνας ἀδύνατος νέος νὰ κάμει μὲ τόσους γεροδεμένους καὶ ἄγριους ἐχθρούς; Μὲ τὴν καρδιὰ σπαράσσουσα ἀπὸ πόνο ἔσπευσε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ τρέξει νὰ κρυφτεῖ στὴν ἀγαπημένη του σπηλιά, ποὺ βρισκόταν στὰ ἀνατολικὰ τῆς Λευκωσίας. Εἴπαμε ἀγαπημένη του σπηλιά, γιατί σ’ αὐτὴν πολὺ συχνὰ κατέφευγε γιὰ προσευχὴ καὶ περισυλλογή. Σ’ αὐτὴν τρέχει καὶ τώρα.

Τρέχει γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ κλάψει καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ γιὰ τὸν στοργικὸ πνευματικό του πατέρα. Τρέχει νὰ προσευχηθεῖ, γιατί πιστεύει ὁ στοργικὸς νέος, πὼς μὲ τὴν προσευχὴ καὶ αὐτὰ τὰ κάστρα μποροῦν νὰ γκρεμισθοῦν. Τὸ εἶπε Αὐτὸς ὁ Κύριος. «Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὀρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμίν». (Ματθ. ιζ’ 20). Τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατο σ’ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει μὲ ὅλη του τὴν ψυχή. Καὶ ὁ νεαρὸς Διομήδης πιστεύει.

Πιστεύει στὴν παρέμβαση τοῦ θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ προστάτη του.

Γονατιστὸς μὲ δάκρυα περνάει τὴν ἡμέρα του προσευχόμενος. Ὅταν ἡ νύχτα σκέπασε μὲ τὸ σκοτεινό της πέπλο τὴν γύρω πλάση, σηκώθηκε καὶ ὁ πιστὸς Διομήδης καὶ μὲ προσοχὴ βγῆκε ἀπὸ τὴν σπηλιά. Περπατᾷ γρήγορα καὶ μὲ ἀρκετὴ προφύλαξη. Ποῦ πάει; Στὸ μέρος ὅπου τὸ πρωὶ εἶχε ἀφήσει τὸν ἐπίσκοπο στὰ χέρια τῶν Σαρακηνῶν καὶ εἶχε φύγει. Γνώριζε πολὺ καλά τους τόπους ἡ ἐπισκοπή. Ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴ Μονὴ τῆς Ὁδηγήτριας ἢ Χρυσοδηγήτριας μὲ τὴ μεγάλη ἐκκλησία. Ἐκεῖ εἶχε συλληφθεῖ καὶ βασανιζόταν τὸ πρωὶ ὁ ἱερὸς Τριφύλλιος. Ἐκεῖ στὴ μονὴ κοντὰ, βρισκόταν καὶ τὸ εὐρὺ κοιμητήριο.

 

Γύρω στὰ μεσάνυκτα, πότε περπατώντας, πότε τρέχοντας καὶ πηδώντας, ὁ νέος ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὴ μονή. Μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ κινεῖται στὸ δρομάκι ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐπισκοπή. Ἀπὸ μία στενὴ πόρτα ποὺ βρισκόταν στὴν πίσω μεριὰ μπαίνει στὴν αὐλὴ καὶ προχωρεῖ στὸ κοντινὸ κελί. Ἐκεῖ σὲ μιὰ γωνιὰ ἀκούει βογγητά. Ἦταν ὁ ἐπίσκοπος. Πλησιάζει στὶς μύτες τῶν ποδιῶν καὶ γονατίζει μπροστά του. Μὲ βαθιὰ εὐλάβεια τοῦ ἀσπάζεται τὰ χέρια καὶ μὲ στοργὴ τοῦ προσφέρει κάθε δυνατὴ βοήθεια. Οἱ περιποιήσεις τοῦ νεαροῦ ἔκαμαν ὥστε νὰ μαλακώσουν οἱ δριμεῖς πόνοι καὶ ὁ μωλωπισμένος ἐπίσκοπος ἀρκετὰ νὰ συνέλθει ἀπὸ τὴ δοκιμασία του.

 

Θαῦμα α’. Κόντευε νὰ ξημερώσει. Ὁ νεαρὸς ἔπρεπε νὰ φύγει. Ἦταν μεγάλος ὁ κίνδυνος, ἂν οἱ Σαρακηνοὶ τὸν βρίσκανε ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔκαμαν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο ἐπίσκοπο μία θερμὴ προσευχή, γονάτισε ὁ νέος, πῆρε τὴν εὐχή του καὶ μὲ τὴν ἴδια προσοχὴ κινήθηκε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν πόλη. Σὲ κάποια ἀπόσταση ἄκουσε κουβέντες σὲ ξένη γλῶσσα.

 

Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ τὸ ἔβαλε στὰ πόδια. Τρέχει μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς νεανικῆς του ἡλικίας. Πίσω του ἀκούει βαριὰ καὶ πολλὰ βήματα ἀνθρώπων νὰ τὸν ἀκολουθοῦν. Ἐκεῖ ποὺ πηγαίνει ἀλαφιασμένος, προφέροντας συνέχεια τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἀκούει κάποιον νὰ τοῦ ψιθυρίζει στὸ αὐτί: «Διόμηδες, ἐπιστραφεῖς, χάραξον πρὸς τοὺς διώκτας τὸ τοῦ σταυροῦ σημεῖον».

Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ὁ ὑπάκουος νέος σταματᾷ. Στρέφεται πρὸς τὰ πίσω, φυσᾷ μὲ τὸ στόμα καὶ κάμνει ἀπέναντί τους τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

Τὴν ἴδια ὥρα θεόσταλτη πέφτει ἐπάνω στοὺς λῃστὲς ἡ τιμωρία. Φούσκωσε ἡ κοιλιά τους καὶ τρομεροὶ πόνοι ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω τοὺς ἀναγκάζουν νὰ πέσουν χαμαὶ καὶ νὰ σπαράζουν. Ὁ νέος προχωρεῖ καὶ μπαίνει στὴν σπηλιά του. Γονατίζει μπροστὰ σὲ μιὰ εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ εἶχε ἐκεῖ καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του ἐκφράζει μὲ ὅλη τὴν θέρμη τῆς καρδιᾶς του τὶς εὐχαριστίες καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή του. Γιὰ ὤρα πολλὴ προσεύχεται. Ἀπὸ τὴν στάση ἐκείνη τὸν συνεφέρνει κάποια στιγμὴ ἕνα συνεχὲς βογγητὸ ποὺ ἀκούει ἀπέξω ἀπὸ τὴν σπηλιά του. Τί νὰ εἶναι ἄραγε; Προχώρησε προσεκτικὰ πρὸς τὴν ἔξοδο καὶ κοιτάζει γύρω. Τί ἦταν;

 

Ἕνας ἄνθρωπος, ράκος ἀπὸ τὸν πόνο, ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει:

 

- Συγχώρησέ με, ἄνθρωπέ μου. Συγχώρησέ με καὶ σπλαγχνίσου με. Σεῖς οἱ χριστιανοί, γνωρίζουμε, πὼς ξέρετε πάντα νὰ συγχωρεῖτε.

 

Ὁ νέος τὸν κοίταξε μὲ συμπάθεια καὶ τοῦ εἶπε. Ἂν μετανιώνεις ἀληθινά, καὶ ἂν ἀποφασίζεις ν’ ἀπαρνηθεῖς τὴν προηγούμενή σου διαγωγὴ καὶ ζωή, θὰ σὲ ἐλεήσει ὁ Θεός.

 

- Μετανιώνω καὶ ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σου. Λυπήσου με, νέε μου, καὶ βοήθησέ με. Οἱ πόνοι ποὺ δοκιμάζω εἶναι ἀβάσταχτοι. Σύρθηκα ὡς ἐδῶ, γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ σένα ἔλεος καὶ βοήθεια.

 

Τὰ σπαρακτικὰ λόγια τοῦ λῃστοῦ — γιατί ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πεντακόσιους τόσους λῃστὲς ποὺ κυνήγησαν τὸν νέο — συγκίνησαν βαθιὰ τὴν εὐγενικὴ ψυχὴ τοῦ Διομήδη, ποὺ χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ γονάτισε καὶ ὕψωσε τὰ χέρια σὲ προσευχή.

 

- Χριστέ μου, εἶπε, Σύ, ποὺ καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Σταυρό Σου ζήτησες ἀπὸ τὸν ἅγιο Πατέρα Σου τὴ συγχώρηση τῶν σταυρωτῶν Σου, δέξου καὶ ἀπὸ μένα τὴν παράκλησή μου καὶ κάνε καλὰ τοῦτο τὸ πλάσμα, ποὺ ἀπαρνεῖται τὸν κακὸ ἑαυτό του καὶ ζητάει τὸ ἔλεός Σου.

Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ νέος σηκώθηκε, πλησίασε τὸν λῃστὴ κι ἔκαμε ἐπάνω του τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.

Στὴ στιγμὴ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ λῃστὴς σηκώθηκε καὶ γεμάτος εὐγνωμοσύνη πῆρε τὰ χέρια τοῦ νέου νὰ τὰ ἀσπασθεῖ. Ὁ νέος τὰ ἀπέσυρε καὶ μὲ καλοσύνη τοῦ εἶπε: «Τὸν Κύριο Ἰησοῦ νὰ εὐχαριστήσουμε. Αὐτὸς σὲ ἔκαμε καλά».

 

- Πιστεύω, νέε μου. Πιστεύω στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Μία χάρη ἀκόμη σοῦ ζητῶ. Νὰ λυπηθεῖς καὶ τοὺς συντρόφους μου. Εἶναι ὅλοι τους συντετριμμένοι καὶ ἕτοιμοι νὰ ἀπαρνηθοῦν τὰ πάντα καὶ νὰ πιστεύσουν στὸν Ἰησοῦ. Νὰ ἐκεῖ εἶναι ὅλοι πεσμένοι χαμαί. Δὲν ἀκοῦς τὰ βογγητά τους;

 

Ὁ σπλαγχνικὸς νέος, ἀφοῦ κοίταξε πρὸς τὰ ἀνθρώπινα ράκη ποὺ βογκοῦσαν πέρα στὴν πλαγιά, στράφηκε πρὸς τὸν μετανοημένο καὶ θεραπευμένο λῃστὴ καὶ τοῦ εἶπε:

- Πήγαινε καὶ ρώτησέ τους. Ἂν ἀπαρνοῦνται τὴν κακία καὶ ἂν ἀποδέχονται τὴν ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τότε θὰ γίνουν, ὁπωσδήποτε, ὅλοι τους καλά.

 

Χωρὶς νὰ προσθέσει τίποτε ἄλλο ὁ καινούργιος προσήλυτος ἔτρεξε πρὸς τοὺς συντρόφους του, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει σὲ λίγο καὶ μὲ παράκληση θερμὴ νὰ ζητᾷ ἀπὸ τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς λυπηθεῖ. Ὁ σπλαγχνικὸς Διομήδης χωρὶς ἄλλες διατυπώσεις προχώρησε πρὸς τοὺς λῃστές.

Πρὶν ἀκόμη πλησιάσει, αὐτοὶ μὲ δάκρυα ἄρχισαν νὰ τοῦ φωνάζουν καὶ νὰ τοῦ λένε:

- Συγχώρησέ μας, καλέ μας ἄνθρωπε. Πιστεύουμε στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Πιστεύουμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά.

 

Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ καλοσύνη, γονάτισε καὶ ἀνέπεμψε θερμὴ πρὸς τὸν Πανάγαθο Θεὸ προσευχή, σηκώθηκε κι ἔκαμε μπροστά τους τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Τὴν ἴδια ὥρα τὸ θαῦμα ἐπαναλήφθηκε. Ὅλοι οἱ λῃστὲς ἔγιναν καλὰ καὶ ἄρχισαν νὰ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Στὸ τέλος ζήτησαν ὅλοι τους νὰ γίνουν χριστιανοί. Κι ὁ Ὅσιος τοὺς βάπτισε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στ’ ἀλήθεια. «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ».

 

Τοῦτο τὸ θαῦμα καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ νὰ πείσει κάθε ἕναν ἀπροκατάληπτο μελετητὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου, πόσο ὁ Θεὸς χαριτώνει ἐκείνους ποὺ ἐλεύθερα καὶ εἰλικρινὰ ἀκολουθοῦν τὸ θέλημά Του καὶ κάμνουν τὸν νόμο Του βίωμα καὶ ζωή τους.

 

Πόσα χρόνια ἔζησε ὁ Ὅσιος ποὺ μελετοῦμε δὲν γνωρίζουμε. Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος μᾶς λέγει μονάχα πὼς ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ φλογεροῦ ἀσκητὴ ὑπῆρξε μία ζωὴ ἀρετῆς καὶ καλοσύνης καὶ προσφορᾶς γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἀπέθανε, οἱ πιστοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του – καὶ ἦσαν αὐτοὶ πολλοὶ – κήδεψαν μὲ δάκρυα τὸ σῶμα τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα ἐκεῖ στὴν σπηλιὰ καὶ ἀπάνω ἀπὸ αὐτὴν ἔκτισαν ἀργότερα μία ἐκκλησία καὶ γύρω πολλὰ δωμάτια. Σ’ αὐτὰ ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ ἐκλεκτὲς ψυχὲς εἶχε μαζευτεῖ καὶ ζοῦσε μ’ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Ὁ πόθος τῶν ἀσκητῶν νὰ ἔχουν μία εἰκόνα, ποὺ νὰ τοὺς θυμίζει τὸν δάσκαλό τους, τοὺς ὁδήγησε ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια νὰ στείλουν στὴν Κωνσταντινούπολη ἕναν ἀδελφὸ τῆς Μονῆς, γιὰ νὰ βρεῖ κάποιο ζωγράφο, ποὺ νὰ τοὺς φτιάξει μία τέτοια εἰκόνα. Ὁ μοναχὸς πῆγε στὴν Πόλη. Βρῆκε πράγματι ἕναν ἐξαίρετο ζωγράφο καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψεώς του. Ὁ ζωγράφος σὰν ἄκουσε τὸν μοναχὸ εἶπε μὲ ἀπορία:

 

- Μάρτυρα Διομήδη, ἐπίσταμαι. Ὅσιον Διομήδη ὅμως οὔτε γινώσκω, οὔτε ἰστορῆσαι ἰκανῷ. (Μάρτυρα Διομήδη γνωρίζω. Ὅσιο Διομήδη ὅμως οὔτε ξέρω οὔτε μπορῶ νὰ ζωγραφίσω).

 

Μὲ πόνο ὁ μοναχὸς ἄκουσε τὴν ἄρνηση τοῦ ζωγράφου σὲ ὅλα τὰ παρακάλια του. Λυπημένος ἔφυγε γιὰ τὸ δωμάτιό του. Στὴν προσευχὴ ἡ θεοφιλὴς ἐκείνη ψυχή, τὴν θερμὴ καὶ ἐπίμονη, ζητάει τὴν παρηγοριά της. Τὰ λόγια του Κυρίου «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμίν, ζητεῖτε, καὶ εὐρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμὶν πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». (Ματθ. ζ’ 7 – 8) προβάλλουν συνέχεια στὴν σκέψη του. Μὲ ὅλην του τὴν καρδιὰ ποθεῖ νὰ μὴ γυρίσει στὴν Κύπρο μὲ ἀδειανὰ τὰ χέρια. Θέλει νὰ βρεῖ μία εἰκόνα τοῦ προστάτη τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτὸ προσεύχεται. Ὅλη νύχτα προσεύχεται καὶ ζητάει τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ βοήθεια προσφέρεται.

 

Θαῦμα β’. Τὴν ἴδια νύχτα στὸν ὕπνο τοῦ ζωγράφου παρουσιάζεται ὁ Ἅγιος Διομήδης καὶ τοῦ λέγει:

— Γιὰ ἰδές, ζωγράφε, αὐτόν, ποὺ λέγεις πὼς δὲν ξέρεις. Ἄκουσε τὸν μοναχὸ καὶ ζωγράφισέ του αὐτὸν ποὺ σοῦ ζητεῖ».

 

Μόλις τὰ εἶπε αὐτὰ χάθηκε ἀπὸ μπροστά του ἐκεῖνος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Ὁ ζωγράφος, μὲ τὸ ποὺ ξύπνησε, σηκώθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι, καὶ ἀφοῦ ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διομήδη συγχώρηση γιὰ τὴν προηγούμενη ἄρνησή του, κάθισε καὶ ἄρχισε νὰ ζωγραφίζει. Σὰν τέλειωσε τὴν εἰκόνα, τὴν πῆρε καὶ τὴν τοποθέτησε στὸ δωμάτιο, ποὺ εἶχε καὶ τὶς ἄλλες τελειωμένες εἰκόνες.

 

Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ξαναῆρθε καὶ πάλι ὁ γνωστὸς μοναχὸς καὶ ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ κάμει τὴν χάρη νὰ τοῦ φτιάξει τὴν εἰκόνα ποὺ τοῦ ζητοῦσε. Στὴν παράκλησή του ὁ ζωγράφος τὸν ἔστειλε στὸ δωμάτιο καὶ τοῦ εἶπε νὰ μαζέψει τὶς εἰκόνες. Ἐκεῖνος μόλις μπῆκε καὶ εἶδε τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου, τὴν ἀναγνώρισε καὶ γεμάτος χαρὰ τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔφερε στὸν ζωγράφο, βεβαιώνοντάς τον πὼς ἡ εἰκόνα ποὺ ἔφτιαξε ἀπέδιδε θαυμάσια τὴν μορφὴ τοῦ Ὁσίου. Ὁ ζωγράφος τότε ἀπεκάλυψε στὸν μοναχὸ τὸ ὄνειρό του καὶ μὲ δάκρυα καὶ οἱ δυό τους δοξολόγησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν χάρη ποὺ δίνει στοὺς ἐκλεκτούς του.

 

Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὁ Ἅγιος μας. Καὶ σὲ παλαιότερες ἐποχές, μὰ καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου ποὺ τὸν ἐγκωμιάζει. Αὐτῆς τῆς ἐποχῆς εἶναι καὶ τὰ παρακάτω δύο θαύματα, ποὺ τὰ δανειζόμεθα καὶ πάλι ἀπὸ τὸν ἐγκωμιάζοντα τὸν Ὅσιο Διομήδη, Ἅγιο Νεόφυτο.

 

1. Ἕνας ἄνθρωπος ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ πόνους στὴν κοιλιά του. Παρόλο ποὺ ἔτρωγε μπόλικα καὶ ἡ κοιλιά του φούσκωνε κάθε μέρα, ἐν τούτοις τὸ δυστυχισμένο τὸ πλάσμα ἔνιωθε πάντα νηστικὸ καὶ διψασμένο καὶ βασανιζόταν ἀπὸ τρομεροὺς πόνους στὴν κοιλιακὴ χώρα. Κάποια μέρα, ἀπελπισμένος ἀπὸ τὰ βάσανά του, πῆγε στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔπεσε πάνω σ’ αὐτὸν καὶ μὲ σπαραγμὸ ψυχῆς παρακαλοῦσε τὸν Ὅσιο νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ τὸν κάμει καλά. Μερικοὶ διαβάτες, ποὺ περνοῦσαν ἀπ’ ἐκεῖ, σπλαχνίσθηκαν τὸν πάσχοντα καὶ ἀφοῦ πλησίασαν, τὸν πῆραν καὶ τὸν ξάπλωσαν πάνω στὸν τάφο καὶ ἄλειψαν καλὰ τὴν κοιλιά του μὲ τὸ λάδι τῆς κανδήλας τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἄρρωστος ἡσύχασε λίγο καὶ ἀποκοιμήθηκε. Σὰν ξύπνησε, ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐνεργηθεῖ. Πῆγε στὸ μέρος καὶ ἀπὸ πίσω του ἀντὶ περιττώματα βγῆκαν δυὸ κομμάτια φιδιοῦ μιάμιση σπιθαμὴ τὸ καθένα. Ὁ ἄνθρωπος ἡσύχασε. Βρῆκε τὸ χρῶμα του καὶ γεμάτος κέφι ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο Διομήδη ποὺ τὸν ἔκαμαν καλά.

 

2. Μιὰ γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε καὶ αὐτὴ ἀπὸ τρομεροὺς πόνους στὴν κοιλιά, σὰν ἔμαθε τὴν θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ πιὸ πάνω ἀρρώστου, ἔτρεξε καὶ αὐτὴ μὲ βαθιὰ πίστη στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ δάκρυα ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὴ σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ τὴ γιατρέψει. Συγχρόνως πῆρε κι αὐτὴ λάδι ἀπὸ τὴν κανδήλα τοῦ Ὁσίου καὶ ἄλειψε καλὰ τὴν κοιλιά της. Ἐκεῖ ποὺ γονατιστὴ ἔκλαιε καὶ παρακαλοῦσε, ἔνιωσε τρομερὴ ἀναγοῦλα. Παραμέρισε γιὰ νὰ κάμει ἐμετὸ καὶ τότε ἀπὸ τὸ στόμα ἔβγαλε κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάβουρα. Αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ἡ γυναῖκα μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔγινε τελείως καλὰ καὶ τὰ δάκρυα τοῦ πόνου της μεταβλήθηκαν στὴ στιγμὴ σὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ βαθιᾶς εὐγνωμοσύνης καὶ δοξολογίας τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Του γιὰ τὴ θαυμαστὴ θεραπεία.

 

Στ’ ἀλήθεια, ἀδελφοί μου. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ». Ναί! Θαυμαστὸς ὁ Θεός! Ἕνα μόνο χρειάζεται. Πίστη ζωντανὴ καὶ φλογερή. Καὶ τότε, ἂν αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε εἶναι γιὰ τὸ καλό μας, θὰ μᾶς τὸ δώσει ἡ ἀγάπη Του. Μᾶς τὸ βεβαιώνει ὁ ἴδιος. «Ἐπικάλεσαι μὲ ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως, καὶ ἐξελοῦμαι σε, καὶ δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ’ 15). Παιδί μου, φώναξέ με στὴν θλίψη σου καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω ἀπὸ τὰ βάσανά σου καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Νὰ Τὸν φωνάξουμε στὴ θλίψη μας. Νὰ Τὸν φωνάξουμε μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια Του. Νὰ Τὸν ἐπικαλεσθοῦμε χωρὶς κρατούμενα. Καὶ τότε τὸ θαῦμα θὰ γίνεται. Γιατί ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».

 

Ἡ περιγραφὴ αὐτὴ τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Διομήδη, ὅπως μᾶς δίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο, παρουσιάζει μερικὰ ἐρωτηματικὰ σχετικὰ μὲ τὸ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος. Σὰν λάβουμε ὑπόψη ὅτι οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς στὸ νησί μας ἄρχισαν περὶ τὰ μέσα τοῦ ἑβδόμου αἰῶνα καὶ κράτησαν μέχρι τὰ μέσα τοῦ δεκάτου, τότε γίνεται φανερό, πὼς ὁ Ὅσιός μας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου, ὁ ὁποῖος ἔζησε πολὺ ἐνωρίτερα, τὸν πέμπτο περίπου αἰῶνα. Ἐκεῖνο ποὺ συνδέει τοὺς δυὸ Ἁγίους, Τριφύλλιο καὶ Διομήδη, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει κάποιος ἄλλος χρονογράφος, ποὺ μᾶς λέγει πὼς σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομές, οἱ Σαρακηνοὶ ἀνέσκαψαν καὶ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου, ποὺ βρισκόταν στὸ κοιμητήριο ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ὁδηγήτριας μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βροῦν κάποιο θησαυρὸ καὶ ἔβγαλαν ἀπὸ μέσα ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον τὸ ἱερὸ λείψανο. Γεμάτοι ἀγριότητα ἀπέκοψαν τὸ κεφάλι καί, ὦ τοῦ θαύματος!

Ἀπὸ τὸν λαιμὸ ἔτρεξε ἄφθονο αἷμα, ποὺ κατατρόμαξε τὰ ἀνθρωπόμορφα ἐκεῖνα τέρατα.

Τὴν σκηνὴ αὐτὴ παρακολουθοῦσε κάποιος ἀσκητὴς ποὺ ἀσκήτευε σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὸ προάστιο τῆς Λευκωσίας, τὸν Λευκομιάτη, ὁ Ἅγιος Διομήδης. Ἐκμεταλλευόμενος ὁ ἀσκητὴς τὴ σύγχυση τῶν τυμβωρύχων, ἅρπαξε τὴν ἱερὰ κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Τριφυλλῖου καὶ ἔτρεξε νὰ τὴ μεταφέρει στὸ ἀσκητήριό του. Κάποιος ὅμως τὸν ἀντελήφθη καὶ τὸν πρόδωσε καὶ 500 Σαρακηνοὶ περίπου τὸν καταδίωξαν.

Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ εἶναι ὅτι συνδέει τοὺς δυὸ Ἁγίους, Τριφύλλιο καὶ Διομήδη.


Ταῖς τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου πρεσβείαις ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Νέστορας ἦταν πολὺ νέος στὴν ἡλικία, ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ γνώριμός του Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Δημητρίου.

Ὁ Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς χαιρόταν γιὰ τὶς νῖκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ὀνομαζόμενου Λυαίου, μίσησε τὴν ὑπερηφάνειά του. Βλέποντας ὅμως καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πῆρε θάρρος. Πῆγε λοιπὸν στὴν φυλακή, ὅπου ἦταν κλεισμένος ὁ Μεγαλομάρτυρας, καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του. «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ Δημήτριε», εἶπε, «ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ μονομαχήσω μὲ τὸ Λυαῖο, γι’ αὐτὸ προσευχήσου γιὰ μένα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τοῦ εἶπε ὅτι καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσει καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ θὰ μαρτυρήσει. Τότε, λοιπόν, ὁ Νέστορας μπῆκε στὸ στάδιο χωρὶς φόβο καὶ ἀνεφώνησε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι».

Καὶ ἀφοῦ πολέμησε μὲ τὸν Λυαῖο, τοῦ κατάφερε δυνατὸ χτύπημα μὲ τὸ μαχαῖρι του στὴν καρδιὰ καὶ τὸν θανάτωσε. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Διοκλητιανός, διέταξε καὶ σκότωσαν μὲ λόγχη τὸ Νέστορα, ἀλλὰ καὶ τὸν Δημήτριο.
Ἔτσι, μ’ αὐτή του τὴν ἐνέργεια ὁ Νέστορας δίδαξε ὅτι σὲ κάθε ἀνθρώπινη πρόκληση πρέπει νὰ ἀναφωνοῦμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι· τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;». Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου καὶ δὲ θὰ φοβηθῶ. Τί θὰ μοῦ κάνει ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος;

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθείς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστορ μακάριε· τῇ θεϊκῇ γὰρ ἀρωγῇ, τὸν Λυαῖον καθελών, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀθλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν, καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος· σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Σθένος ἐζωσμένος ὑπερφυές, νικητὴς ἐγένου, ἐν ἀγῶσι Νέστορ σοφέ· ὅθεν ἀκηράτων, γερῶν ἠξιωμένος, μετὰ τοῦ Δημητρίου, ἡμῶν μνημόνευε.

Ὁ Ἅγιος Λοῦππος 

Ὁρισμένες Συναξαριακὲς πηγὲς αὐτὴν τὴν ἡμέρα (κατ’ ἄλλους 26 Ὀκτωβρίου), ἀναφέρουν τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Λούππου. Ὁ Ἅγιος αὐτὸς φέρεται ὡς ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ποὺ ἦταν κοντά του τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του.

Λέγεται λοιπὸν ὅτι ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἔχρισε μὲ τὸ αἷμά του τὸν Λοῦππο καὶ κατόπιν αὐτός, ἔπραττε πολλὰ θαύματα – μέσῳ αὐτοῦ – στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης.
Μαθεύτηκε αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς πόλης, ὁ ὁποῖος συνέλαβε τὸν Λοῦππο καὶ ἀμέσως τὸν φόνευσε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Οἱ Ἁγίες Καπετωλίνα καὶ Ἐρωτηΐδα 

Οἱ Ἅγιες Καπιτωλίνη καὶ Ἐρωτηΐς ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκληριανοῦ, ὅταν ἄρχοντας στὴν Καππαδοκία ἦταν ὁ Ζιλικίνθιος.

Ἡ Καπιτωλίνη ἦταν εὐγενικῆς καταγωγῆς καὶ πλουσία. Ὅμως ἡ Ἁγία δὲν ἔδωσε καμιὰ σημασία στὰ ἐπίγεια πλούτη. Ἔτσι λοιπὸν μοίρασε ὅλη της τὴν περιουσία στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς δούλους της. Ἐμφανίστηκε στὸν ἄρχοντα Ζιλίκινθο καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ὁ ἄρχοντας διέταξε νὰ τὴν κλείσουν στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα ἀποκεφαλίστηκε.

Ἡ Ἐρωτηΐς, ἡ ὁποία ἦταν δούλη τῆς Καπιτωλίνης ἅρπαξε πέτρες καὶ λιθοβόλησε τὸν ἄρχοντα. Ἐκεῖνος ἐξοργισμένος πρόσταξε τοὺς φρουρούς του νὰ τὴν δείρουν ἀνελέητα μὲ ράβδους. Ἡ Ἁγία ὅμως, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔμεινε ἀβλαβής. Τότε ὁ ἄρχοντας πρόσταξε νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν μὲ ξίφος.
Ἔτσι βρῆκαν καὶ οἱ δυὸ Ἁγίες μαρτυρικὸ θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Κυριάκος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ποὺ ὄχι μόνο λένε, ἀλλὰ καὶ πράττουν. Σὲ ὁρισμένους καταλόγους τὸν ὀνομάζουν Κυρηλιανό.

Ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ποίμανε τὴν ἐπισκοπὴ τοῦ Βυζαντίου σὰν ἀληθινὸς καὶ καλὸς ποιμένας ἐπὶ 16 χρόνια.

Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Ἅγιος ἦταν πρεσβύτερος καὶ οἰκονόμος τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, καὶ διαδέχθηκε στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο τὸν Ἰωάννη τὸν Νηστευτὴ τὸ 595.
Θεοφιλῶς ἀφοῦ κυβέρνησε τὴν ἐκκλησία, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 610.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Πρόκλα σύζυγος τοῦ Πιλάτου 

Ἐνῷ ὁ σύζυγός της δὲν ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη νὰ ἐλευθερώσει τὸν Χριστό, φοβούμενος τοὺς Ἰουδαίους, ἡ σύζυγός του Πρόκλα, μετὰ τὸν φρικτὸ θάνατο τοῦ Πιλάτου, προσῆλθε στὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀφοῦ ἔζησε μὲ ἀγαθότητα καὶ εὐσέβεια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Μαβριανὸς καὶ Βαλεντίνος 

Ἡ μνήμη τους σύμφωνα μὲ τὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 116), τιμᾶται σήμερα χωρὶς ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Νέστωρ ὁ Χρονογράφος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος) 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Διήγηση γιὰ τοὺς Ἴβηρες 

Πρόκειται γιὰ μία εὐσεβέστατη ἀσκήτρια γυναῖκα, ποὺ ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτη ἀπὸ τοὺς Ἴβηρες.

Ἐκεῖ χάρη τοῦ πνευματικοῦ της ἀγῶνα, θεράπευσε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ διάφορους ἀσθενεῖς, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ τὴν βασίλισσα τῆς χώρας αὐτῆς καὶ ἔτσι κατάφερε νὰ ἐκχριστιανίσει ὅλους τους Ἴβηρες.
Λεπτομέρειες βλέπε στὸν «Μέγα Συναξαριστή» τοῦ Ματθαίου Λαγγὴ τόμος 10ος, σελ. 621, ἔκδοση 1992.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὑψηλόβαθμος ἀξιωματικός του ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ἔζησε καὶ μαρτύρησε ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, περίοδος φοβερῶν διωγμῶν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.

Ὁ Δημήτριος, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ εὐσεβῇ οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης δὲν φοβήθηκε τὶς διαταγὲς τῶν αὐτοκρατόρων καὶ συνέχιζε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτή του ἡ δράση τὸν ὁδήγησε μπροστὰ στὸν Δοκλητιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν φυλάκισή του.

Στὴν φυλακὴ ἦταν ἕνας νεαρὸς χριστιανὸς, ὁ Νέστορας, ὁ ὁποῖος θὰ ἀντιμετώπιζε σὲ μονομαχία τὸν φοβερὸ μονομάχο τῆς ἐποχῆς Λυαῖο. Ὁ νεαρὸς χριστιανὸς πρὶν τὴ μονομαχία ἐπισκέφθηκε τὸν Δημήτριο καὶ ζήτησε τὴν βοήθειά του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ Νέστορας νὰ νικήσει τὸν Λυαῖο καὶ νὰ προκαλέσει τὴν ὀργὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Διατάχθηκε νὰ θανατωθοῦν καὶ οἱ δυὸ, Νέστορας καὶ Δημήτριος.

Σήμερα ὁ Ἅγιος Δημήτριος τιμᾶται ὡς πολιοῦχος Ἅγιος τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἡ μεταφορὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε τὸ ἔτος 1149 ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Μανουὴλ Κομνηνό. Καὶ ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παντοκράτορος τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐπὶ ἡγουμενίας Ἰωσήφ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγαν εὕρατο, ἐν τοῖς κινδύνοις, σὲ ὑπέρμαχον, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαρρύνας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιοv αὐτόμελον. Ἦχος β’.
Τοῖς τῶv αἱμάτων σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεν, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπων τὴν πόλιν σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.

 

Μεγαλυνάριον.

Τὸν μέγα ὁπλίτην καὶ Ἀθλητήν, τὸν στεφανηφόρον, καὶ ἐν Μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν λόγχῃ τρωθέντα, πλευρὰν ὡς ὁ Δεσπότης, Δημήτριον τὸν θεῖον, ὕμνοις τιμήσωμεν.

 

Ἔτερον Μεγαλυνάριον.
Μύρον γεωργήσας πνευματικόν, τῷ ἐπουρανίῳ, μύρῳ Μάρτυς δι’ ἀρετῶν, μύρων κρήνη ὤφθης, ζωοποιῶν ἐν κόσμῳ, Δημήτριε Μαρτύρων, τὸ ἀκροθίνιον.

Οἱ Ἅγιοι Ἀρτεμίδωρος καὶ Βασίλειος οἱ Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Λέπτινα ἡ Μάρτυς 

Μαρτύρησε συρόμενη στὴ γῆ μέχρι θανάτου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γλύκων ὁ Μάρτυρας 

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Μνήμη τοῦ Μεγάλου Σεισμοῦ 

Πρόκειται γιὰ τὸν μεγάλο σεισμό, ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 740 ἐπὶ βασιλείας Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου. Τότε πολλὰ οἰκοδομήματα τῆς πόλης ἔπεσαν καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι καταπλακώθηκαν στὰ ἐρείπιά τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ῥῦσαι ἡμᾶς, τῆς φοβερᾶς τοῦ σεισμοῦ ἀπειλῇς, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν· καὶ κατάπεμψον ἡμῖν, πλούσια τὰ ἐλέη σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου μόνε Φιλάνθρωπε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσπλαγχνίας ἄβυσσος, καὶ θησαυρὸς χρηστότητος, ἐπὶ τὸν φόβον σου στήριξον, Κύριε, τῶν εὐσεβῶν τὸ πλήρωμα, καὶ ἐκλύτρωσαι Σῶτερ, ἐκ τῆς σεισμοῦ φοβερᾶς συγκλονήσεως, τοὺς πίστει ἀφορῶντας, τοῖς οἰκτιρμοῖς σου Φιλάνθρωπε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἔδρασον τῷ φόβῳ σου ἀκλινῶς, ἡμῶν τὰς καρδίας, ἐκκλινόντων τοῖς γεηροῖς, καὶ σεισμοῦ βιαίας, φθορᾶς λύτρωσαι Λόγε, τοὺς πίστει προσκυνοῦντας, τὴν δυναστείαν σου.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας 

Ὁ Ἰωάσαφ ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ μιμητὴς του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνα (1486 – 89, 1497 – 98).

Ἀσκούμενος στὶς ἀρετὲς καὶ ἀφοῦ ἔφτασε σὲ τέλεια ἀγάπη, τὸν κατέλαβε ὁ πόθος νὰ δώσει τὴν ζωή του γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ δασκάλου του, Ὁσίου Νήφωνα, ᾖλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρουσιάστηκε στὸ κριτήριο τῶν Τούρκων. Ἐκεῖ κήρυξε μὲ θάρρος μπροστά τους τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸ μυστήριό τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Χριστοῦ.
Ἀμέσως τότε συνελήφθη καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν σκληρά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1536.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Λεωντίνη ἡ Μάρτυς 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ὅσιοι Λεόντιοι (δύο) οἱ ἐν Ἄθῳ 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ὁσίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις (1971)

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr