Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Παλαιστίνη γύρω στα 523. Μόνασε από νεαρή ηλικία (16 ετών). Παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως. Στην ζωή της ερήμου Σινά αξιοποίησε την σοφία του και ανέβηκε σε υψηλές κορυφές αγιότητας. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Σε μεγάλη ηλικία έγινε ηγούμενος της μονής του Σινά.
Συνέγραψε τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών.
Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημιτική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις.
Οι διδασκαλίες του είναι ολοκάθαρα νάματα που προέρχονται από αγιασμένη πηγή. Είναι ένα θεόπνευστο κείμενο. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι θαυμάζουν τον συγγραφέα της Κλίμακας για την βαθύτητα των ψυχολογικών του γνώσεων και παρατηρήσεων, και διαπιστώνουν ότι τα τελευταία αξιόλογα πορίσματα της ψυχολογίας του Βάθους ήταν γνωστά στους Πατέρες της ερήμου.
Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου το 603, σε ηλικία ογδόντα ετών. Από την αρχή της Σαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια.
Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον Πάτερ, μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξε, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἅγιος Ἀντίπας Ἐπίσκοπος Περγάμου
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀντίπας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.). Ἦταν σύγχρονος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν χειροτόνησαν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, ὅταν ὁ Θεολόγος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἦταν ἐξόριστος στὴν Πάτμο. Στὴν Ἀποκάλυψη ὁ Ἅγιος Ἀντίπας ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἰωάννη πιστὸς ἱερέας καὶ μάρτυρας.
Ὡς ἀρχιερέας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, ποίμανε τὸ λογικό του ποίμνιο μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ ἀρετή. Ὄντας Ἐπίσκοπος Περγάμου καί ἐνῷ ἦταν πολὺ γέρος, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὅταν οἱ δαίμονες παρουσιάσθηκαν σὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπαν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ κατοικοῦν στὸν τόπο ἐκεῖνο ἐξαιτίας τοῦ Ἀντίπα. Γι’ αὐτὸ ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ ἐξαναγκάστηκε μὲ βία νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος (ὁ ἡγεμόνας) κατέβαλε κάθε προσπάθεια νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, λέγοντάς του ὅτι τὰ παλαιότερα εἶναι πολυτιμότερα, ἐνῷ ἐκεῖνα ποὺ ἐμφανίζονται πρόσφατα δὲν ἔχουν καμία ἀξία. Τοῦ εἶπε δηλαδὴ ὅτι ἡ θρησκεία τῶν ἐθνικῶν, ἡ εἰδωλολατρία, εἶναι παλαιά, αὐξήθηκε διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ ἔχει πολλοὺς ὀπαδούς, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἐμφανίσθηκε τελευταῖα καὶ ἔχει πολὺ λίγους πιστούς. Στὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τοῦ ἡγεμόνος ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Κάιν. Εἶπε δηλαδὴ σὲ αὐτόν, ὅτι ἡ ἀδελφοκτονία τοῦ Κάιν, ἂν καὶ αὐτὸς εἶναι πολὺ ἀρχαιότερος, προκάλεσε καὶ προκαλεῖ τὸν ἀποτροπιασμὸ σὲ ἄπειρα πλήθη ἀνθρώπων καὶ οὐδεὶς εὐσεβὴς ἄνθρωπος τὴ ζηλεύει. Ὁ ἡγεμόνας ἐξοργίσθηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀντίπα καὶ τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ρίξουν σὲ ἕνα πυρωμένο χάλκινο ὁμοίωμα βοδιοῦ, ὅπου τελειώθηκε ὁ βίος του, τὸ ἔτος 92 μ.Χ.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Περγάμου καὶ ἀναβλύζει ἀενάως μύρο καὶ ἰάσεις, ἡ δὲ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ πάνσεπτο Ἀποστολεῖο τοῦ Ἁγίου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κοντὰ στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα ὑπῆρχε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἕτερος, ἐπίσης, κείμενος μεταξὺ τῶν χωρίων Ἁγίου Στεφάνου καὶ Ρηγίου (Κιουτσοὺκ – Τσεκμετζέ).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μυροβλήτην τὸν θεῖον καὶ Μαρτύρων τὸν σύναθλον, τὸν πανευκλεῆ Ἱεράρχην καὶ Περγάμου τὸν πρόεδρον, τιμήσωμεν Ἀντίπαν οἱ πιστοί, ὡς τάχιστον καὶ μέγαν ἰατρόν, τῆς δεινῆς ὀδόντων νόσου, καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ψυχῆς βοήσωμεν· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην καὶ κλεινὸν Μεγαλομάρτυρα,
Τὸν πολιοῦχον τῆς Περγάμου τὸν πανάριστον
Καὶ ἐχθροῦ κοινοῦ ἀντίπαλον τὸν Ἀντίπαν
Κατὰ χρέος εὐφημήσωμεν ἐν ᾄσμασιν
Ὡς τοὺς πάσχοντας ὀδόντας θεραπεύοντα·
Πόθῳ κράζοντες, χαίροις, Πάτερ τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον.
Ὁ Περγάμου πρόεδρος καὶ φρουρός, καὶ τῆς εὐσεβείας, θεορρήμων ὑφηγητής, ὁ τῶν Ἀποστόλων, ὁμόχρονος καὶ σύμπνους, τιμάσθω μοι Ἀντίπας, ὁ ἱερόαθλος.
Οἱ Ὁσίες Τρυφαίνη καὶ Ματρώνα οἱ ἐν Κυζίκῳ
Οἱ Ὁσίες Τρυφαίνη καὶ Ματρώνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κυζίκου καί ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐπιπόθησαν τὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἀκολούθησαν τὸν μοναχικὸ βίο. Ἔφθασαν δὲ σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀσκήσεως καὶ νηστείας, ὥστε νὰ φαίνονται οἱ συνθέσεις τῶν ὀστέων τους. Δὲν εἶχαν κελλί, ἀλλὰ περιβεβλημένες μὲ ἕνα μικρὸ ἔνδυμα προσεύχονταν συνεχῶς στὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ ξεκουράζονταν λίγο στὴν γῆ. Λίγο πρὶς τὸ ὁσιακὸ τέλος τους, τὸ ὁποῖο προείδαν, ἔκαναν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή τους, ἐπιτέλεσαν πολλὰ θαύματα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Φαρμούθιος ὁ Ἀναχωρητὴς
Ὁ Ὅσιος Φαρμούθιος ὁ Ἀναχωρητής, ἀσκήτεψε κατὰ Θεὸν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρτινιανὸς ἄθλησε στὴν Ρώμη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Βάκχος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Βάκχος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τελειώθηκε μαρτυρικὰ κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος καὶ Χαρίτων
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἔζησε μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Ρωσία. Γεννήθηκε στὴν πόλη Μπολογκντὰ καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο. Σύντομα ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστήρι Σπασο – Καμένσκϊυ κοντὰ στὴν λίμνη Κουμπενσόε. Λίγο ἀργότερα ὅμως ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης στὸν ποταμὸ Κουμπένκα, δύο χιλιόμετρα ἀπόσταση ἀπὸ τὴ λίμνη.
Ὁ πόθος του γιὰ μεγαλύτερη ἡσυχία τὸν ὁδήγησε στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Χαρίτωνα. Καὶ οἱ δύο μαζὶ ἵδρυσαν τὴ μονὴ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος στὴ Μπολογκντά. Κατασκεύασαν τὴ μοναδικὴ Ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε σὲ αὐτὴ τὴν περιοχὴ καὶ καλλιεργοῦσαν χόρτα γιὰ τὴν ἐλάχιστη τροφή τους.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ ἔτος 1465, ἐνῷ ὁ Ὅσιος Χαρίτων, ποὺ τὸν διαδέχθηκε στὴν καθοδήγηση τῆς μονῆς, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1509. Καὶ οἱ δύο ἐνταφιάσθηκαν στὸ ναὸ τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε ἐνοριακός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Βρυλέεφ
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Βρυλέεφ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς τῆς μονῆς Ζέλεζνϊυ – Μπορόκ, ποὺ ἦταν στὴν ἐπαρχία τῆς Κοστρόμα, διετέλεσε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ζέλενι – Μπὸρ καὶ ἀργότερα ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο Βρυέεφ, ὅπου ἵδρυσε μονὴ πρὸς τιμὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Ζελέζνϊυ – Μπορόκ
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Ζελέζνϊυ – Μπορὸκ γεννήθηκε στὸ Γκάλιτς, στὴν περιοχὴ τῆς Κοστρομὰ καὶ ἦταν υἱὸς οἰκογένειας Βογιάρων. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἀργότερα ἀσκήτεψε σὲ μονὴ τῆς Μόσχας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1442.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος Ἐπίσκοπος Τβὲρ καὶ Καζάν
Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος, κατὰ κόσμον Βασίλειος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1495 στὸ Σέρπουχωφ τῆς Ρωσίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Ἐνῷ ἦταν νέος, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους τῆς Κριμαίας. Δεχόμενος αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ, ταπεινὰ ὑποτασσόταν στοὺς κυρίους του καὶ μὲ προθυμία ἐκπλήρωνε κάθε ἐργασία ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ὅμως, ὁ πατέρας του κατάφερε νὰ τὸν ἐξαγοράσει καὶ νὰ τὸν πάρει πίσω.
Ὁ Ἅγιος ἔγινε μοναχὸς τὸ 1515 στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας καὶ διακόνησε ὡς ἱεροδιάκονος στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Τβέρ. Τὰ χαρίσματά του καὶ ὁ θεοφιλὴς βίος του ὁδήγησαν τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Μακάριο νὰ τὸν τοποθετήσει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Πέσνα, κοντὰ στὴν Μόσχα. Ἀργότερα πῆγε στὸ Καζὰν καὶ ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Ἐνῷ βρισκόταν στὸ Καζάν, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Βαρσανούφιος βοηθοῦσε τὸν Ἁγίο Γουρία († 15 Δεκεμβρίου) στὴν διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στοὺς Μουσουλμάνους καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες. Ἡ γνώση τῆς ταταρικῆς γλώσσας ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν πολὺ χρήσιμη γιὰ τὴν ἱεραποστολική του δράση.
Τὸ ἔτος 1567 ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τβὲρ καὶ Καζάν. Ὅταν ἔφθασε σὲ μεγάλη ἡλικία, ἐπέστρεψε στὸ Καζὰν καὶ στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ ὁποῖο καὶ εἶχε ἱδρύσει. Ἐκεῖ ἔλαβε τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1576. Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Γουρίου καὶ Βαρσανουφίου ἀνακαλύφθηκαν στὶς 4 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1596 καὶ τοποθετήθηκαν σὲ λειψανοθῆκες στὸ παρεκκλήσι τοῦ ναοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Πατριάρχου Ἰώβ. Στὶς 20 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1630, τὰ χαριτόβρυτα λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη του καὶ στὶς 4 Ὀκτωβρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος
Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος τῆς Τσέρνικα ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πνευματικὲς μορφὲς τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ.
Γεννήθηκε στὸ Βουκουρέστι, στὶς 7 Ὀκτωβρίου τοῦ 1787, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Ἀντώνιο καὶ τὴν Φλοάερα, καὶ τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Κωνσταντίνος. Ἡ μητέρα του σὲ μεγάλη ἡλικία ἔγινε μοναχὴ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Ὁ πόθος του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἡ δίψα του γιὰ προσευχὴ ὁδηγοῦσαν τὰ βήματά του στὴ μονὴ τῆς Τσέρνικα, ἐνῷ ἦταν ἀκόμη μαθητὴς στὸ Βουκουρέστι. Τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 1807 ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ μονάσει. Στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1808 ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Καλλίνικος. Τὸν ἑπόμενο μῆνα, ὁ Βούλγαρος Ἐπίσκοπος τῆς Βράτα, ποὺ κατέφυγε στὸ Βουκουρέστι λόγω τῶν Τούρκων, τὸν χειροτόνησε διάκονο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Τσέρνικα.
Ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὁ νεαρὸς μοναχὸς ἄρχισε τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς ἀγῶνες, τὴν ἄσκηση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴ νηστεία, τὴν ἐργασία καὶ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Τὸ ἔτος 1812 ἀπεστάλη μαζὶ μὲ τὸν πνευματικό του στὴ μονὴ τοῦ Νεάμτς, προκειμένου νὰ ζητήσει βοήθεια γιὰ τὴν ἐπιδιόρθωση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Τσέρνικα, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμό. Μὲ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία ἐπισκέφθηκε καὶ τὰ ἄλλα μοναστήρια τῆς Μολδαβίας.
Τὸ ἔτος 1813 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὸ ναὸ Μπάτιστε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Διονύσιο Λούπου, τὸν μελλοντικὸ Μητροπολίτη τῆς χώρας καὶ τὸ ἔτος 1815 διορίσθηκε οἰκονόμος τῆς μονῆς. Τὸ 1817 ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ σκοπὸ νὰ διδαχθεῖ τὴν μοναχικὴ ζωὴ τῶν Ἀθωνιτῶν Πατέρων καὶ νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικὰ ἀπὸ τὴν πνευματική τους ἐμπειρία καὶ ἄσκηση.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, Δωροθέου, στὶς 14 Δεκεμβρίου 1818, ἡ μοναστικὴ κοινότητα τῆς Τσέρνικα ἐξέλεξε ἡγούμενο τὸν Ἱερομόναχο Καλλίνικο, χάρη στὴν ξεχωριστὴ ἀσκητικὴ βιοτή του, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸ μοναχισμό. Ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια ἔλαβε καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου.
Τὰ τριάντα δύο χρόνια τῆς ἡγουμενίας του ἀποτέλεσαν περίοδο πνευματικῆς ἀκμῆς γιὰ τὴ μονή. Κατασκευάσθηκαν προσκυνητάρια, κελλιὰ καὶ ἐργαστήρια γιὰ τὰ ἐργόχειρα τῶν μοναχῶν. Ὅσοι γνώριζαν γράμματα ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ἀντιγραφὴ πολύτιμων χειρογράφων καὶ ἔργων Πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν αὐξανόταν σημαντικά. Τὸ 1838 ἐγκαταβιοῦσαν στὴ μονὴ τριακόσιοι μοναχοί, ἐνῷ τὸ 1850 ἦσαν τριακόσιοι πενήντα.
Ὁ ἡγούμενος Καλλίνικος διακρίθηκε κυρίως γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες, καθὼς καὶ πρὸς τούς πρόσφυγες ποὺ ἔβρισκαν στὸ μοναστήρι καταφύγιο καὶ τροφή. Ἐπίσης ἵδρυσε ἕνα σχολεῖο γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς περιοχῆς καὶ ἀνέλαβε τὴν κατασκευὴ καὶ ἀνακαίνιση πολλῶν ναῶν καὶ προσκυνηταρίων. Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος ἦταν τόσο ἐλεήμων πού, ὅταν δὲν εἶχε τίποτα νὰ προσφέρει, ἔδινε τὰ δικά του ἐνδύματα καὶ κλαίγοντας ἱκέτευε τοὺς συνεργάτες του νὰ μαζέψουν χρήματα, γιὰ νὰ ἔχει νὰ τὰ μοιράζει στοὺς φτωχοὺς καὶ στοὺς πάσχοντες.
Τὸ ἔτος 1850, ὕστερα ἀπὸ σαράντα τρία χρόνια στὸ μοναστήρι, ὁ ἡγούμενος Καλλίνικος κλήθηκε νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἀρνηθεῖ, τελικὰ ὑπέκυψε στὶς παρακλήσεις τοῦ βοεβόδα Μπάρμπου – Στίρμπεϊ, καὶ στὶς 15 Σεπτεμβρίου τοῦ 1850 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρίμνικ – Βίλτσεα. Ἡ χειροτονία του σὲ Ἐπίσκοπο ἔγινε στὶς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1850 στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Βουκουρεστίου. Ἐπειδὴ ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα τοῦ Ρίμνικ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ πυρκαγιά, ἡ ἐνθρόνιση ἔγινε στὶς 26 Νοεμβρίου στὴν Κραϊόβα.
Σὲ αὐτὴ τὴν ἐπισκοπὴ ἡ κατάσταση ἦταν πολὺ δύσκολη. Γιὰ δέκα χρόνια ἡ Μητρόπολη διευθυνόταν ἀπὸ τοποτηρητές, ἡ ἕδρα καὶ ὁ καθεδρικὸς ναὸς εἶχαν καταστραφεῖ, οἱ ἱερεῖς ἦσαν ἐλάχιστοι καὶ ἀμόρφωτοι, ἐνῷ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο εἶχε κλείσει λόγῳ τῆς ἐπαναστάσεως τὸ 1848.
Ὁ νέος Ἐπίσκοπος ἀφοσιώθηκε ἀμέσως μὲ αὐταπάρνηση καὶ δύναμη στὴν ἀποστολή του. Χειροτόνησε καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς κληρικούς, τὸ 1851 ἐπανίδρυσε τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο τῆς Κραϊόβα καὶ τὸ 1854 τὸ μετέφερε στὸ Ρίμνικ, ἐνῷ παράλληλα ἵδρυσε σχολὲς γιὰ τὴν κατάρτιση ἱεροψαλτῶν.
Τὸ ἔτος 1854, ἀφοῦ ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς μεταφέρθηκε στὸ Ρίμνικ, ξεκίνησε τὴν ἀνοικοδόμηση ἑνὸς νέου ναοῦ. Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1859 – 1864 ἔκτισε μὲ δικές του δαπάνες ἕνα νέο ναὸ στὴ σκήτη Φρασινέι, ὅπου εἰσήγαγε τοὺς κανόνες τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Φιλότεχνος καὶ φιλομαθὴς ὁ Ἅγιος ἵδρυσε, τὸ 1860, τυπογραφεῖο, στὸ ὁποῖο ἐκδίδονταν ἐκκλησιαστικὰ καὶ διδακτικὰ βιβλία καὶ τὸ ὁποῖο παρεχώρησε στὴν πόλη Ρίμνικ μὲ τὸν ὅρο τὸ ἥμισυ τῶν εἰσοδημάτων νὰ διατίθεται γιὰ τὴν συντήρηση τῶν σχολείων καὶ τῶν φτωχῶν μαθητῶν καθὼς καὶ τῆς σκήτης Φρασινέι.
Ὁ Ἐπίσκοπος Καλλίνικος ὑπῆρξε καὶ γνήσιος πατριώτης. Ὡς Ἐπίσκοπος ἔλαβε μέρος στὶς διεργασίες τῆς Δημόσιας Συνελεύσεως τῆς χώρας καὶ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἕνωση τῆς Μολδαβίας καὶ τῆς Τσόρα Ρομανεάσκα. Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 1857 ἀπέστειλε ἐγκύκλιο πρὸς ὅλους τοὺς ἡγουμένους καὶ ἱερεῖς, διὰ τῆς ὁποίας ζητοῦσε νὰ τελεσθοῦν σὲ ὅλους τοὺς ναούς, Ἀκολουθίες καὶ προσευχὲς γιὰ τὴν ἕνωση τοῦ Ρουμανικοῦ λαοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν εὐλόγησε καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Πολλοὶ ἀσθενεῖς, ποὺ ἐπικαλοῦνταν τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου, θεραπεύονταν.
Σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ἐνῷ ἦταν ἀσθενής, ὁ Ὅσιος ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Τσέρνικα, τὸν Μάιο τοῦ 1867, ἀναθέτοντας τὴν προσωρινὴ διοίκηση τῆς Ἐπισκοπῆς στὸν ἀρχιμανδρίτη Γρηγόριο. Ἡ τότε κυβέρνηση, ὡς ἔκφραση ἐκτιμήσεως καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου, ἀρνήθηκε τὴν ἀποχώρησή του ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέμεινε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, πατέρας καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ ποιμνίου του.
Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1868 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος εἶχε χτίσει.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μέθεξιν.
Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Παλαιστίνη γύρω στα 523. Μόνασε από νεαρή ηλικία (16 ετών). Παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως. Στην ζωή της ερήμου Σινά αξιοποίησε την σοφία του και ανέβηκε σε υψηλές κορυφές αγιότητας. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Σε μεγάλη ηλικία έγινε ηγούμενος της μονής του Σινά.
Συνέγραψε τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών.
Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημιτική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις.
Οι διδασκαλίες του είναι ολοκάθαρα νάματα που προέρχονται από αγιασμένη πηγή. Είναι ένα θεόπνευστο κείμενο. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι θαυμάζουν τον συγγραφέα της Κλίμακας για την βαθύτητα των ψυχολογικών του γνώσεων και παρατηρήσεων, και διαπιστώνουν ότι τα τελευταία αξιόλογα πορίσματα της ψυχολογίας του Βάθους ήταν γνωστά στους Πατέρες της ερήμου.
Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου το 603, σε ηλικία ογδόντα ετών. Από την αρχή της Σαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια.
Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον Πάτερ, μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξε, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής
Ὁ Ὅσιος Νικήτας καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Βιθυνίας καὶ ἔζησε τὸν 8ο αἰῶνα μ.Χ. Σὲ βρεφικὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα καὶ τὴν ἀνατροφή του τὴν ἀνέλαβαν ἡ ἐνάρετη γιαγιά του καὶ ὁ εὐσεβὴς Φιλάρετος, ὁ πατέρας του, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὴν ἐκπαίδευσή του σὲ κάποιο κληρικὸ φημισμένο γιὰ τὶς παιδαγωγικὲς καὶ πνευματικές του ἀρετές. Ἔτσι ὁ νεαρὸς Νικήτας ἀπόκτησε ἀξιόλογη κοσμικὴ καὶ πνευματικὴ παιδεία.
Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε πατέρα, μητέρα, ἀδελφούς, ἀδελφές, συγγενεῖς, σπίτι, πατρίδα, πλούτη καὶ σήκωσε τὸν σταυρό του μὲ προθυμία, ἀκολούθησε τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε ἄξιος μαθητὴς αὐτοῦ.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία κατέφυγε στὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μηδικίου τῆς Τριγλίας, ὅπου γρήγορα, γιὰ τὶς πολλές του ἀρετές, κατάκτησε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμηση ὅλων τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγουμένου Νικηφόρου, τὸν ἐξέλεξαν ἡγούμενο τῆς μονῆς, ἐπὶ Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.).
Λόγω τῆς σταθερῆς πίστεώς του στὴν διδασκαλία καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες ὁ Ὅσιος ἐξορίσθηκε, ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.), στὴν κωμόπολη Μασαλεὼν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀνακλήθηκε γιὰ νὰ ἐξορισθεῖ ἐκ νέου, τὸ 815 μ.Χ., στὴ νῆσο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας κοντὰ στὸν Ἀκρίτα. Ἐπανέκαμψε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ βασιλέως Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.) καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποιο μετόχι στὸ βόρειο τμῆμα τῆς πόλεως, τὸ ὁποῖο πιθανῶς ἀνῆκε στὴ μονὴ Πελεκητῆς. Πρὸς τὸν Ὅσιο ἔγραφε συνεχῶς ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸν τόπο ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς νίκης ἐπώνυμος, τῶν θεοσδότων θεσμῶν, φρουρὸς ἀπερίτρεπτος καὶ στῦλος, ὤφθης στερρός, Νικήτα μακάριε· σὺ γὰρ τῆς ἀπαθείας, κοσμηθεὶς ταῖς ἀκτῖσιν, αἴγλῃ ὁμολογίας, τὸν σὸν βίον φαιδρύνεις. Καὶ νῦν τῶν σοὶ προσιόντων, δέχου τὴν αἴνεσιν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἡσυχίας ὑποφήτης πρακτικώτατος,
Τῆς ποιμανσίας ὀφθαλμὸς ὤφθης ἀκοίμητος
Τῆς Μονῆς καθηγησάμενος Μηδικίου·
Ἀλλ’ ὡς φύλαξ τῶν ἐνθέων παραδόσεων
Διαρρύθμισον Νικήτα θείῳ Πνεύματι
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον.
Νῖκος ἄρας Πάτερ κατὰ παθῶν, νικητὴς ἐδείχθης, ἐναντίων τῶν δυσμενῶν· καὶ ὡς νικηφόρος, ἐν πᾶσιν ὦ Νικήτα, νικητικὸν ἐδέξω, θεόθεν στέφανον.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ γεννήθηκε στὴ Σικελία, τὸ ἔτος 816 μ.Χ., ἀπὸ ἐνάρετους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Πλουτίνο καὶ τὴν Ἀγάθη. Τὰ περὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεώς του τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν βίο ποὺ συνέταξε ὁ μαθητὴς καὶ διάδοχός του στὴ μονή του, Θεοφάνης, συμπληρωματικὰ δὲ ἀπὸ τὰ ἐγκώμια ποὺ τοῦ ἀφιέρωσαν ὁ Ἰωάννης Διάκονος καὶ ὁ Θεόδωρος Πεδιάσιμος.
Ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν γενέτειρά του οἰκογενειακῶς, λόγω τῆς ἐντάσεως τῶν Ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν ποὺ ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐπρόκειτο νὰ καταλήξουν στὴν κατάληψη τῆς νήσου καὶ νὰ μεταναστεύσει στὴν Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ἀποχωρίσθηκε τοὺς γονεῖς του καὶ μετέβη στὴν Θεσσαλονίκη καὶ συγκεκριμένα στὴν περίφημη μονὴ Λατόμου, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴ μοναχικὴ ἄσκηση ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου († 20 Νοεμβρίου), ἀσκώντας τὸ ἔργο τοῦ ὀξυγράφου.
Μετὰ ἀπὸ ἐννέα χρόνια παραμονῆς στὴν Θεσσαλονίκη, τὸ ἔτος 840 μ.Χ., μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Ἀντίπα. Δὲν παρέμεινε ὅμως γιὰ πολὺ ἐκεῖ ἀπερίσπαστος, διότι τὸ ἑπόμενο ἔτος ἀπεστάλη ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Βασιλεύουσας στὴ Ρώμη γιὰ διαβουλεύσεις ἐπὶ τοῦ θέματος τοῦ διωγμοῦ ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους. Δὲν κατόρθωσε νὰ φέρει εἰς πέρας τὴν ἀποστολή, διότι τὸ πλοῖο του ἔπεσε στὰ χέρια Ἀράβων πειρατῶν καὶ αὐτὸς ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν ἀραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, ἀπὸ ὅπου ἐλευθερώθηκε μὲ τὶς φροντίδες φιλάνθρωπων πιστῶν καὶ μὲ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Κατὰ τὸ βραχὺ χρόνο αὐτῆς τῆς περιπέτειάς του συνέβησαν δύο σημαντικὰ γεγονότα. Τὸ ἕνα, ποὺ σχετιζόταν ἰδιαίτερα μὲ αὐτόν, ἦταν ὁ θάνατος τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου καὶ τὸ ἄλλο, ποὺ ἀφοροῦσε τὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρη, ἦταν ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Ὅταν διὰ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπανῆλθε πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 843 μ.Χ., ἔζησε ἐπὶ δύο χρόνια ὡς ἔγκλειστος στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα. Ἔπειτα ἔζησε στὰ κτήρια τοῦ ναοῦ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἐπὶ πενταετία, ἕως ὅτου ἵδρυσε δική του μονή, τὸ ἔτος 850 μ.Χ., ἀφιερωμένη στὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο. Ἐκεῖ ἀπέθεσε καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἀποστόλου ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ σκηνώματα τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ τοῦ συνασκητοῦ του Ἰωάννου. Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς τὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο νὰ τὸν βοηθήσει στὴν σύνθεση ὕμνων. Καί, πράγματι, πέτυχε ἐκεῖνο ποὺ ποθοῦσε ἡ ψυχή του. Εἶδε σὲ ὀπτασία ἕναν ἄνδρα μὲ ἐμφάνιση Ἀποστόλου, ποὺ προκαλοῦσε τὸ δέος καὶ ὁ ὁποῖος πῆρε ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τοῦ τὸ ἔβαλε πάνω στὸ στῆθος καὶ τὸν εὐλόγησε. Τοῦτο ὑπῆρξε καὶ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ θείου χαρίσματος ποὺ ὁ Ὅσιος ἐπιθυμοῦσε.
Μετὰ τὴν ἔκπτωση τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου καὶ τὴν ἄνοδο τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, τὸ ἔτος 858 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸν Βάρδα στὴν Κριμαία, προφανῶς ὡς ὀπαδὸς τοῦ πρώτου καὶ ἴσως ὡς λατινόφιλος κατὰ κάποιο τρόπο, ἀφοῦ πρὸ ἐτῶν εἶχε σταλεῖ γιὰ νὰ ζητήσει τὴν βοήθεια τῆς Ρώμης. Δὲν ἔμεινε ὅμως στὴν ἐξορία γιὰ πολὺ καιρό, καθώς, ὅπως ἀποδείχθηκε καὶ ἀπὸ τὴν μετέπειτα στάση του, ὁ ἱερὸς Φώτιος τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα.
Ὅταν τὸ ἔτος 867 μ.Χ. ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος ἀνέβηκε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ θρόνο, ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔγινε σκευοφύλαξ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ διατήρησε αὐτὴν τὴν θέση κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Δευτέρας πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Φωτίου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 886 μ.Χ.
Ὁ κύριος ὄγκος τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Ὁσίου συνίσταται σὲ Κανόνες, ποὺ ἀφθονοῦν στὰ ἔντυπα βιβλία καὶ τὰ χειρόγραφα. Ἡ συμβολὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωσὴφ στὴν ὑμνογραφικὴ ὁλοκλήρωση τῆς Ὀκτωήχου εἶναι καθοριστική, δεδομένο ὅτι κάλυψε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἑβδομάδας, πλὴν τῆς Κυριακῆς τῆς ὁποίας τοὺς Κανόνες εἶχαν συντάξει ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελῳδὸς καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Στὰ Μηναῖα ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ εἶναι ὁ πλουσιότερα ἐκπροσωπούμενος ὑμνογράφος, ἀφοῦ διατηροῦνται σὲ αὐτὰ 165 Κανόνες του μὲ ὁμοιόμορφη δομή, ποὺ ἐξυμνοῦν Ἁγίους δευτέρας συνήθως ἑορταστικῆς τάξεως, δεδομένου ὅτι οἱ ἐξέχουσες ἑορτὲς εἶχαν ἤδη καλυφθεῖ ὑμνογραφικά.
Ἰδιαίτερα βέβαια συγκινεῖ ὁ Κανὼν στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, στὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ Εἱρμοὺς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο μὲ ἀτελείωτη σειρὰ ἐπιθέτων καὶ εἰκόνων, ὡς ἄφλεκτη βάτο, νεφέλη ὁλόφωτη, ρόδο ἀμάραντο, μῆλο εὔοσμο, περιστερὰ καὶ τὰ παρόμοια.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸ δωδεκάχορδον, τοῦ Λόγου ὄργανον, τὴν παναρμόνιον, λύραν τῆς χάριτος, τὸν Ὑμνογράφον Ἰωσήφ, τιμήσωμεν ἐπαξίως· οὗτος γὰρ ἀνύμνησε, μελιχροῖς μελῳδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, τῶν Ἁγίων πᾶν σύστημα. Μεθ’ ὧν καὶ ἱκετεύει ἀπαύστως, δοῦναι ἡμῖν πταισμάτων λύσιν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ θεόπνους γλῶσσά σου, δαβιτικῶς ἀνεδείχθη, ὀξυγράφου κάλαμος, τῇ θεϊκῇ ἐπιπνοίᾳ, ἄθλους μέν, τοὺς τῶν Ἁγίων ὑμνολογοῦσα, χάριν δέ, τὴν ἐξ ἀγώνων καλλιγραφοῦσα, Ἰωσὴφ τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κιθάρα ὑπερκοσμίων ᾠδών.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος αὐλός, ἡδύφωνος σάλπιγξ, καλλικέλαδος ἀηδών· χαίροις τῶν Ἁγίων, ὁ ἔνθους ὑμνήπολος, ὦ Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, στόμα θεόληπτον.
Ὁ Ἅγιος Ἐλπιδοφόρος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλπιδοφόρος τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Βιθύνιος, Γάλυκος καὶ Δίος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βιθύνιος ἢ Βυθόνιος, Γάλυκος καὶ Δίος, σύμφωνα μὲ τὸν Λαυρεωτικὸ Κώδικα, μὲ αὐτοπροαίρετη διάθεση, γνώμη καὶ ὁμοψυχία παρέστησαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεώς τους, τὸν ἔλεγξαν γιὰ τὴν παράνομη ἀσέβεια καὶ τὶς εἰδωλολατρικὲς θυσίες καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ὁ ἄρχοντας τότε, ἐπειδὴ οἱ Ἐθνικοὶ προετοιμάζονταν ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα, τοὺς εἶπε νὰ θυσιάσουν πρῶτα στοὺς θεοὺς καὶ ἔπειτα θὰ ἔκανε ὅτι τοῦ ἔλεγαν. Οἱ Ἅγιοι, προσποιούμενοι, ὅτι θὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, εἰσῆλθαν στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ συνέτριψαν τὰ εἴδωλα. Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, οἱ φτωχοὶ τῆς πόλεως ἄρχισαν νὰ μαζεύουν τὰ συντρίμματα τῶν εἰδώλων, ὅσα ἦταν ἀργυρὰ καὶ χρυσά, διότι ὑπῆρχε τότε λιμὸς μεγάλος.
Μόλις ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες εἶδαν τὰ γενόμενα, θεώρησαν ὅτι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες καθύβρισαν τὴν πλάνη τους. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν, τοὺς ἔδεσαν μὲ σχοινιὰ καὶ τοὺς ἔσυραν στὴν ἀγορὰ χτυπώντας τους. Ἄλλοι τοὺς κατέκοβαν τὶς σάρκες μὲ τὰ δόντια τους καὶ ἄλλοι τοὺς κτυποῦσαν μὲ πέτρες καὶ ξύλα. Τὸ μαρτύριό τους κράτησε τρεῖς ἡμέρες καὶ νύχτες. Βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες τὴν σθεναρὴ στάση καὶ τὴν πίστη τῶν Ἁγίων τοὺς ἔριξαν στὴ θάλασσα, ἀφοῦ τοὺς κρέμασαν βαριὲς πέτρες. Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου τοὺς διέσωσε καὶ τοὺς ὁδήγησε στὴν στεριά. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἐθνικοὺς ποὺ εἶδαν τὸ θαῦμα, προσῆλθαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν.
Στὴν συνέχεια, μὲ ἐντολὴ τοῦ ἄρχοντα, οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἱλλυριός
Ὁ Ὅσιος Ἱλλυριὸς ἀσκήτεψε στὸ ὄρος τοῦ Μυρσινῶνος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τοῦ Μπεζέτσκ
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τοῦ Μπεζέτσκ ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἦταν μοναχὸς στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου. Στὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα πυκνὸ δάσος, στὸ ὑψηλότερο μέρος τῆς παριοχῆς τοῦ Μπεζέτσκ, ὅπου ἀσκήτευσε θεοφιλῶς.
Ἐκεῖ συγκεντρώθηκε πλῆθος μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἔχτισαν μία Ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Τὸ νέο μοναστήρι ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ φτωχότερα καὶ σύμφωνα μὲ τὸ Χρονικὸ τῆς μονῆς κτίσθηκε μὲ δάκρυα, νηστεία καὶ ἀγρυπνία. Μὲ ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλων τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Νεκτάριος ἐπιλέχθηκε ὡς ἡγούμενος.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1492.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἀπελεύθερος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Παῦλος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία. Αἰχμαλωτίσθηκε σὲ παιδικὴ ἡλικία ἀπὸ τοὺς Τάταρους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν ἀγόρασε κάποιος Χριστιανὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Στὴ Βασιλεύουσα ὁ Ἅγιος νυμφεύθηκε Ρωσίδα γυναίκα, ποὺ ἦταν πρῶτα αἰχμάλωτη, μετὰ τῆς ὁποίας ζοῦσε βίο εὐσεβὴ καὶ φιλόθεο.
Ὅμως ὁ Ἅγιος, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ τὴ νόσο τῆς ἐπιληψίας, κάποια στιγμὴ σὲ ὥρα κρίσεως, ἐνῷ οἱ γείτονές του τὸν ὁδηγοῦσαν στὸ ναὸ τῆς Θεομήτορος τῆς ἐπιλεγομένης τοῦ Μογλουνίου, ὅταν συνάντησε στὸν δρόμο κάποιους Τούρκους, ἄρχισε νὰ ζητᾶ βοήθεια ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ φωνάζει «Εἶμαι Ἀγαρηνός».
Οἱ Τοῦρκοι ἀνέφεραν τὰ συμβάντα στὸν βεζίρη, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν σύλληψη τοῦ Ἁγίου Παύλου καὶ τὸν ἱερέων τοῦ ναοῦ. Ὅταν ὁ Ἅγιος συνῆλθε ἀπὸ τὴν κρίση τῆς ἀσθένειάς του, ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος, ὁ ὁποῖος τοῦ ζήτησε νὰ ὁμολογήσει ἐπίσημα τὸ Μουσουλμανισμό, ὑποσχόμενος πλοῦτο καὶ τιμὲς καὶ ἀπειλώντας μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο. Ὁ Παῦλος, ἐνδυναμούμενος καὶ ἀπὸ τὴν σύζυγό του, ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ τὸν βασάνισαν. Ἀφοῦ κήρυξε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸ βεζίρη, τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ ἔτους 1683, ὁδηγήθηκε δέσμιος στὸν ἱππόδρομο Ἀτμεϊντάν, ὅπου τοῦ ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλή του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἀμαράντου Ρόδου
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ἀμαράντου Ρόδου τιμᾶται στὴ Μόσχα, στὸ Βορονὲζ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ρωσίας, ὅπου φυλάσσονται ἀντίγραφα αὐτῆς. Στὴν εἰκόνα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος κρατᾶ τὸ Θεῖο Βρέφος στὸ δεξί της χέρι καὶ στὸ ἀριστερό της χέρι ὑπάρχει ἕνα μπουκέτο ἀπὸ κρίνους. Αὐτὸ τὸ μπουκέτο συμβολικὰ δηλώνει τὸ ἀμάραντο ἄνθος τῆς παρθενίας τῆς Ἀειπαρθένου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυματουργὸς εἶχε ἔνθεο ζῆλο πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία. Ἔτσι προσῆλθε σὲ κοινόβιο καὶ ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση, στὴν ὁποία διέπρεψε μεταξὺ τῶν συνασκητῶν του γιὰ τὴν ἐγκράτεια, τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τὶς ἀρετές του, ποὺ τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἡγούμενο τῆς μονῆς. Ἀξιώθηκε δὲ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Τίτος καὶ διέλαμψε στὴν ἐνάρετη πολιτεία, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀνατεθεὶς ἀπὸ παιδὸς τῷ Κυρίῳ, ἀγγελικῶς ἐπολιτεύσω ἐν κόσμῳ, καὶ τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν χάριν ἐκ Θεοῦ· ὅθεν ἐχρημάτισας, Μοναζόντων ἀλείπτης, Τίτε παμμακάριστε, καὶ σοφὸς οἰκονόμος· ἀλλὰ μὴ παύσῃ Πάτερ ἐκτενῶς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, Θεὸν ἱλεούμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐγκρατείας ἄνθραξι, σαυτὸν καθάρας, ἀρετῶν ἐξήστραψας, φωτοειδεῖς μαρμαρυγάς, καταφαιδρύνων τοὺς ψάλλοντας· χαίροις ὦ Τίτε, Πατέρων ἀγλάϊσμα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων ὑπογραμμός, καὶ τῶν Μοναζόντων, προμηθέστατος ὁδηγός· χαίροις εὐσεβείας, ἑδραίωμα καὶ στῦλος, θαυματοφόρε Τίτε, Τριάδος τέμενος.
Οἱ Ἅγιοι Αἰδέσιος καὶ Ἀμφιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀμφιανὸς καὶ Αἰδέσιος ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἦταν ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν χώρα τῆς Λυδίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅταν βρίσκονταν στὴ Βηρυτό, διδάχθηκαν ἀπὸ τὸν Μάρτυρα Πάμφιλο († 5 Νοεμβρίου) τὴν πίστη στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ συνελήφθηκαν καὶ παρουσιάσθηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως Οὐρβανό. Καὶ ὁ μὲν Ἀμφιανός, ἀφοῦ διακήρυξε πρῶτος μὲ παρρησία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, δέχθηκε πληγὲς κατὰ τοῦ προσώπου καὶ κρεμάσθηκε. Ὑπέμεινε ὅμως καρτερικὰ τὰ βασανιστήρια καὶ ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν πίστη του στὸν Χριστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὅπου καὶ τελειώθηκε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Αἰδέσιος καταδικάσθηκε νὰ τιμωρηθεῖ στὰ μεταλλεῖα χαλκοῦ καὶ ἀπεστάλη στὴν Ἀλεξάνδρεια. Καὶ μία ἡμέρα, ὅταν εἶδε τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξάνδρειας, Ἱεροκλῆ, νὰ τιμωρεῖ τοὺς ἐκεῖ Χριστιανούς, ἔτρεξε καὶ τὸν χτύπησε μὲ τὴν ράβδο. Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ βασανισθεῖ παραδειγματικὰ καὶ τέλος νὰ τὸν ρίξουν στὴν θάλασσα. Ἔτσι κέρδισε τὸ στέφανο τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς οὐράνιας δόξας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Παρθενομάρτυς
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Σὲ ἡλικία δεκαεπτὰ χρόνων, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανή, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας τῆς Παλαιστίνης, Οὐρβανό, ποὺ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Κατὰ συνέπεια αὐτοῦ τὴν χτύπησαν στὰ πλευρὰ καὶ στὸ στῆθος. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πείσθηκε, κλείσθηκε φυλακή. Ὁ δεσμοφύλακας εἶχε διαταγὴ ὄχι μόνο νὰ τὴν φυλάσσει μὲ ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν εἰσέρχεται κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ, παρὰ μόνο νὰ μεταφέρονται σὲ αὐτὴν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν τροφή, μέχρις ὅτου ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ θυσιάσει στοὺς λεγόμενους Θεούς. Μετὰ τὸ πέρασμα πολλῶν ἡμερῶν βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ ἐξαναγκαζόταν νὰ θυσιάσει στοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα δὲν ἀνεχόταν οὔτε νὰ τὸ ἀκούσει. Γι’ αὐτὸ τιμωρήθηκε χωρὶς ἔλεος καὶ στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο καὶ ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύκαρπος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ ἀσεβοῦς Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὄντας Χριστιανὸς καὶ ἔχοντας πολὺ ζῆλο γιὰ τὸν Θεό, παρατηρώντας κάθε ἡμέρα τοὺς φυλακισμένους νὰ ὁμολογοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ δοκιμάζονται μὲ διάφορα βασανιστήρια, δὲν ἄντεχε νὰ ὑπομένει. Καὶ ὅταν κάποια μέρα εἶδε τὸν ἄρχοντα νὰ κάθεται καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων νὰ χύνεται σὰν νερό, ἀφοῦ στάθηκε μπροστά του, τὸν ἔλεγξε καὶ εἶπε: «Γιατί τόσο πολὺ λησμόνησες τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀκόρεστε σκύλε, καὶ κομματιάζεις τοὺς συγγενεῖς καὶ ὁμοεθνεῖς ἀνθρώπους μὲ τὰ ξίφη σὰν ξύλα, ἐπειδὴ κηρύττουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἐλέγχουν τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπως καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ;». Ἐξαιτίας αὐτῶν καὶ ἐπειδὴ ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα, συνελήφθη καὶ βασανίσθηκε. Καὶ ἀφοῦ μέχρι τέλους εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὰ χείλη, ἀποκεφαλίσθηκε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Νικήτιος Ἐπίσκοπος Λυών
Ὁ Ἅγιος Νικήτιος ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν Γαλλία ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ἀνατράφηκε ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἡ ταπείνωση, ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἦταν χαρακτηριστικὰ τῆς ψυχῆς του καὶ τοῦ βίου του. Τὸ ἔτος 551 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λυών, εἰς διαδοχὴν τοῦ θείου του, Ἁγίου Σακέρδου († 12 Σεπτεμβρίου) καὶ ποίμανε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ εἴκοσι δύο ἔτη μὲ ἱερὸ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 573 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἀσκήτεψε στὸν Ἀσκάλωνα τῆς Παλαιστίνης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 778 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Εὔα ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυρας ἡ Νέα
Ἡ Ἁγία Ὀσιοπαρθενομάρτυς Εὔα ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἡγούμενη τῆς μονῆς Κόλτινγκχαμ, τῆς μεγαλύτερης μονῆς τῆς Σκωτίας. Ἡ μονὴ αὐτὴ εἶχε ἱδρυθεῖ ὑπὸ τῆς Ὁσίας Εὔας τῆς Πρεσβυτέρας († 25 Αὐγούστου), ἀδελφῆς τῶν βασιλέων Νορθάμπερλαντ Ὀσβάλδου καὶ Ὄσγουϊ.
Τὸ ἔτος 870 μ.Χ., κατὰ τὴν διάρκεια εἰσβολῆς Δανῶν πειρατῶν στὶς ἀκτὲς τῆς μονῆς, ἡ Ὁσία ἀνήσυχη ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ζωῆς της ἀλλὰ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἁγνότητάς της καθὼς καὶ τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, μόλις οἱ ἐπιδρομεῖς εἰσέβαλαν στὸν περίβολο τῆς μονῆς, συγκέντρωσε τὶς μοναχὲς στὸ ἡγουμενεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ συγκινητικὲς συμβουλὲς ἀπέκοψε μὲ λεπίδα τὴν μύτη καὶ τὸ ἄνω χεῖλος της. Τὴν πράξη αὐτὴ μιμήθηκαν ὅλες οἱ ἀδελφές. Οἱ εἰσβολεῖς, ὅταν εἰσῆλθαν στὸ χῶρο ὅπου οἱ μοναχὲς ἦταν συναγμένες, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ ἕνα φρικιαστικὸ θέαμα. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοὺς ἐμπόδισε νὰ πυρπολήσουν τὴν μονὴ καὶ νὰ κάψουν ζωντανὴ τὴν Ὁσία Εὔα μαζὶ μὲ ὅλες τὶς μοναχές.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Νικομηδείᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1190 σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ ἐπιφανεῖς γονεῖς. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἔδειξε μεγάλη φιλομάθεια καὶ κλίση πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀφοῦ σπούδασε πολὺ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ τὴ θεολογία, ἀποσύρθηκε σὲ μονὴ τῆς Βιθυνίας. Στὴ συνέχεια ἀνῆλθε σὲ κάποιο ὄρος, ἀποκαλούμενο τοῦ Προφήτου Ἠλία, ὅπου ἔχτισε κελὶ καὶ ἐπιδόθηκε στὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη, διδάσκοντας τοὺς πιστοὺς ποὺ προσέρχονταν κοντά του.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κατὰ τὸ ἔτος 1240.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος Ἐπίσκοπος Ἀζκουρίας
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Μαζκουερέλι) ἔζησε μεταξὺ τοῦ 9ου καὶ τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀζκουρίας. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Σάββας Ἀρχιεπίσκοπος Σουρώζ
Ὁ Ἅγιος Σάββας ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κριμαία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σουρώζ, τὸ σημερινὸ Σουδάκ. Ὅτι γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν ἔχει σωθεῖ σὲ ὑποσημειώσεις σὲ ἕνα ἑλληνικὸ Μηναῖο τοῦ 12ου αἰῶνος. Πέντε χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Σουρὼζ ὑπάρχει ἕνα ὄρος, τὸ ὁποῖο καλεῖται Ἅγιος Σάββας, ὅπου διατηροῦνται τὰ ὑπολείμματα μιᾶς ἐκκλησίας καὶ μιᾶς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ προφανῶς ὁ Ἅγιος πέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε καὶ τὸ ἔτος 1872 βρέθηκε μία εἰκόνα του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Τὸν Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.
Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορὰ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της. Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες. Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχὰς νέων ἀγρεύουσα».
Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιὰ μετάνοια ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ γεγονός. Ἐνῷ εἰσερχόταν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ προχωρήσει. Στὴν συνέχεια στάθηκε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καὶ ζήτησε τὴν καθοδήγηση καὶ βοήθεια τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν φορὰ στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πορευθεῖ στὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἀμέσως ζήτησε τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου καὶ πῆρε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Βαπτιστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Στὴν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ συναντήσει ἄνθρωπο.
Κατὰ τὰ πρῶτα δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο, πάλεψε πολὺ σκληρὰ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικὰ γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο ποὺ τὴν πολεμοῦσε μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς.
Ἡ Ὁσία ζοῦσε δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλὲς ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καὶ «πορνικῶν ᾀσμάτων» καὶ πολλοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ὠθοῦσαν πρὸς τὴν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμὸς μέσα της, ἔπεφτε στὴν γῆ, τὴν ἔβρεχε μὲ δάκρυα καὶ δὲν σηκωνόταν ἀπὸ τὴ γῆ «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στὴν Παναγία, τὴν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας ποὺ ἔκανε. Τὸ ἱμάτιό της σχίσθηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἔκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ ἔτρεμε ἀπὸ τὸν παγετὸ καὶ «ὡς πολλάκις με χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».
Ὕστερα ἀπὸ σκληρὸ ἀγῶνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεχὴ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς της, καθὼς ἐπίσης ἐθεώθηκε καὶ τὸ σῶμα της.
Λόγω τῆς μεγάλης πνευματικῆς της καταστάσεως στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα.
Ἦταν γυμνὴ ἀλλὰ τὸ σῶμα της ὑπερέβη τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τὸ σῶμα τρεφόταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στὴ περίπτωσή της, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτὴ ἡ ἀναστολὴ τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ὀφειλόταν στὸ ὅτι ἡ ψυχή της δεχόταν τὴν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καὶ στὸ σῶμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Ἐκείνη τὴν περίοδο ἀσκήτευε σὲ ἕνα μοναστήρι ὁ Ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), ποὺ ἦταν κεκοσμημένος μὲ ἁγιότητα βίου. Ἔβλεπε θεία ὁράματα, καθὼς τοῦ εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, λόγω τοῦ ὅτι ζοῦσε μέχρι τὰ πενήντα τρία του χρόνια μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἦταν φημισμένος στὴν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμὸς κάποιας πνευματικῆς ὑπεροψίας, γιὰ τὸ ἂν δηλαδὴ ὑπῆρχε ἄλλος μοναχὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὠφελήσει ἢ νὰ τοῦ διδάξει κάποιο καινούργιο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τὸν διορθώσει, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα. Καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νὰ πορευθεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχούς, καὶ διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἔντονη μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἀκτημοσύνη, μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας κανόνας. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καὶ ἀσπάζονταν μεταξύ τους, καὶ ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας τους μερικὲς τροφὲς καὶ ἔφευγαν στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δὲ στὸ μοναστήρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ὡς κανόνα νὰ μὴν συναντᾶ κανεὶς τὸν ἄλλο ἀδελφὸ στὴν ἔρημο καὶ νὰ μὴν τὸν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφαν, γιὰ τὸ εἶδος τῆς ἀσκήσεως ποὺ ἔκανε τὴν περίοδο αὐτή.
Αὐτὸν τὸν κανόνα ἐφάρμοσε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές, βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πορεύθηκε στὴν ἔρημο, ἔχοντας τὴν ἐπιθυμία νὰ εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιὸ βαθειὰ σὲ αὐτή, μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ἀσκητὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα. Κοιμόταν δὲ ὅπου εὑρισκόταν.
Εἶχε περπατήσει μία πορεία εἴκοσι ἡμερῶν ὅταν, κάποια στιγμὴ ποὺ κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἔψελνε, εἶδε στὸ βάθος μία σκιὰ ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα. Στὴν ἀρχὴ θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικὸ φάντασμα, ἀλλὰ ἔπειτα διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ὂν ποὺ ἔβλεπε ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα – τὸ σῶμα αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες – καὶ εἶχε στὸ κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρίχες, ποὺ δὲν ἔφθαναν πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν λαιμό. Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τὴν Ὁσία Μαρία, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀσκοῦσε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε ὅταν ἐκείνη ὕψωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καὶ σὲ κάποια στιγμή, ἐνῷ ἐκεῖνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νὰ πλησιάσει, γιὰ νὰ διαπιστώσει τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὂν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καὶ ἐκεῖνο. Καὶ ὁ Ἀββᾶς κραύγαζε μὲ δάκρυα πρὸς αὐτὸ ὥστε νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δὲν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σὲ κάποιο χείμαρρο καὶ ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἀββᾶ, τοῦ εἴπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει καὶ νὰ τὸν δεῖ κατὰ πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναῖκα γυμνὴ καὶ ἔχει ἀκάλυπτα τὰ μέλη τοῦ σώματός της. Τὸν παρακάλεσε, ἂν θέλει, νὰ τῆς δώσει τὴν εὐχή του καὶ νὰ τῆς ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιὰ νὰ καλύψει τὸ γυμνὸ σῶμα της. Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε καὶ τότε ἐκείνη στράφηκε πρὸς αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως γονάτισε γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή της, ἐνῷ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. Καὶ παρέμειναν καὶ οἱ δυὸ γονατιστοὶ «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Ἐπειδὴ ὁ Ἀββᾶς ἀναρωτιόταν μήπως ἔβλεπε μπροστά του κάποιο ἄυλο πνεῦμα, ἐκείνη διακρίνοντας τοὺς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, ποὺ ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὄχι ἄυλο πνεῦμα.
Ἡ Ὁσία Μαρία κατὰ τὴν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ζωή της, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νὰ ἔλθει κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς, σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντὰ σὲ μία κατοικημένη περιοχή, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια μεγάλης μετάνοιας ποὺ μεταμόρφωσε τὴν ὕπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδὴ εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κοινωνήσει τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸν κανόνα ποὺ ὑπῆρχε σὲ ἐκείνη τὴν ἱερὰ μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ δεῖ καὶ πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» τὴν ἑπόμενη χρονιὰ καὶ μάλιστα ἦταν στεναχωρημένος γιατί δὲν περνοῦσε ὁ χρόνος, καθὼς ἤθελε ὅλος αὐτὸς ὁ χρόνος νὰ ἦταν μία ἡμέρα.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπὸ κάποια ἀρρώστια δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἔτσι παρέμεινε στὸ μοναστήρι. Καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅταν εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νὰ πορευθεῖ στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικὰ σύκα καὶ χουρμάδες καὶ λίγη βρεγμένη φακὴ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Ὁσία Μαρία. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκείνη ἀργοποροῦσε νὰ ἔλθει στὸν καθορισμένο τόπο, ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ μὴν τοῦ στερήσει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του τὴν εὐκαιρία νὰ τὴ δεῖ ἐκ νέου.
Μετὰ τὴν θερμὴ προσευχὴ τὴν εἶδε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νὰ πατᾶ πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στὴν συνέχεια ἡ Ὁσία τὸν παρακάλεσε νὰ πεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ κοινώνησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸ χείμαρρο ποὺ τὴν εἶχε συναντήσει τὴν πρώτη φορά, ζήτησε τὴν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή της καὶ τὴν ἄφησε νὰ φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Ἐκείνη ἔφυγε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἦλθε, πατώντας δηλαδὴ πάνω στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς βιαζόταν νὰ φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλὲς ἡμέρες καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» νὰ δεῖ «τὸ γλυκύτατο θήραμα», τὴν Ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῇδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποὺ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἔχει. Καὶ προσευχόμενος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τὰς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολὰς ὁρῶσαν κειμένην τῷ σχήματι». Βρῆκε δὲ καὶ δική της γραφὴ ποὺ ἔλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τὴν βρῆκε δηλαδὴ νεκρή, κείμενη στὴν γῆ, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καὶ γραφὴ ποὺ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν ἐνταφιάσει.
Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σὲ μία ὥρα ἀπόσταση τὴν ὁποία διήνυσε τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σὲ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν, καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Τὸ σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.
Στὴν συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολὺ καὶ εἶπε ψαλμοὺς κατάλληλους γιὰ τὴν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Καὶ μετὰ μὲ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοῖς δάκρυσι» ἐπιμελήθηκε τὰ τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρὴ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σκάψει καὶ βρισκόταν σὲ ἀπορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδὴ εἶδε ἕνα λιοντάρι νὰ στέκεται δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλείφει τὰ ἴχνη της. Ὁ Ἀββᾶς τρόμαξε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι καλόπιανε τὸν Ἀββᾶ καὶ τὸν παρακινοῦσε καὶ μὲ τὶς κινήσεις του καὶ μὲ τὶς προθέσεις του, νὰ προχωρήσει στὸν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπὸ τὸ ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τὸ παρακάλεσε νὰ σκάψει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸν λάκκο, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε. Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδὴ μὲ τὰ μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τὸ λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας.
Ὁ ἐνταφιασμὸς τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἔφυγαν καὶ οἱ δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἡμῶν».
Καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτὸ τὸ βίο «κατὰ δύναμιν» καὶ «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».
Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, δείχνει πῶς μία πόρνη μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ Χάριν θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καὶ πῶς ἡ κατὰ Χριστὸν ἐλπίδα μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου προερχόμενη ἀπόγνωση. Στὸ πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἡδονὴ καὶ κυνηγᾶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ, ὥστε νὰ φθάσει στὸ σημεῖο νὰ τὴν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία της καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ τετιμημένο της σῶμα, καθὼς ἐπίσης νὰ τὴ σέβονται καὶ τὰ ἄγρια ζῶα.
Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μὲ τὴν μετάνοιά της, τὴν βαθιά της ταπείνωση, τὴν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοῦ σώματός της, ἀφ’ ἐνὸς μὲν προσφέρει μία παρηγοριὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ταπεινώνει ἐκείνους ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δὲν ἡμέρωσε μόνο τὰ ἄγρια θηρία ποὺ ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδὴ τὰ ἄλογα πάθη, ἀλλὰ ὑπερέβη ὅλα τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡμέρωσε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.
Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ τὴν Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τῇ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾷ τῷ ἱερῷ, ὡράθης ἐν τῇ ἐρήμῳ, Μαρία Ὁσία Μῆτερ· μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς τῶν ἀγώνων σου πόνοις θεόληπτε, τὸ τῆς ἐρήμου τραχὺ καθηγίασας· διό σου τὴν μνήμην δοξάζομεν, ἐν ὑμνῳδίαις Μαρία τιμῶντές σε, Ὁσία Ὁσίων ἀγλάϊσμα.
Ἔτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς μετανοίας τὴν λαμπάδα τὴν πολύφωτον
Καὶ ἐγκρατείας τὴν εἰκόνα τὴν θεόγραφον,
Τὴν Μαρίαν ἀνυμνήσωμεν τὴν Ὁσίαν.
Ἐν ἐρήμῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσε
Καὶ τὸν τρώσαντα αὐτὴν πρῴην κατῄσχυνε·
Ταύτῃ λέγοντες· χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγυπτον φυγοῦσα τὴν τῶν παθῶν, δάκρυσιν ἐκπλύνεις, ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ, τοῦ Ἰορδάνου Μῆτερ, ὡς ἄγγελος Μαρία, ὄντως ἠγώνισαι.
Δ’ Χαιρετισμοί
Ἀκάθιστος Ὕμνος – Δ’ Στάσις
Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.
Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.
Ὁ Ὅσιος Ἄχαζ ὁ Δίκαιος
Ὁ Ὅσιος Ἄχαζ ὁ Δίκαιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή, Πάντερος ἢ Πάνταινος, Παρθένιος καὶ Σατουρνίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή, Πάντερος ἢ Πάνταινος, Παρθένιος καὶ Σατουρνίνος, μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπως ἀναγράφεται στὸ Ἱερωνυμικὸ Μαρτυρολόγιο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Βασιλείδης καὶ Γερόντιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλείδης καὶ Γερόντιος τελειώθηκαν διὰ ξίφους. Ναὸς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Γεροντίου σωζόταν στὴν Κωνσταντινούπολη μέχρι τὰ τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Πολύνικος ὁ Μάρτυρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἑρμῆς καὶ Θεοδώρα οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἑρμῆς καὶ Θεοδώρα κατάγονταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο τὸ ἔτος 132 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς
Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατὰ κόσμος Χριστόφορος, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς του καὶ τὴν ἀνατροφή του ἀνέλαβε ἕνας εὐλαβὴς θεῖος του, ὁ ὁποῖος φρόντισε γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἀνατροφὴ καὶ ἐκπαίδευσή του. Ἐπειδὴ εἶχε κλίση πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τὴν ἐπιλεγόμενη Πελεκητή, στὰ Τρίγλεια τῆς Προύσσας. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς καὶ μετονομάσθηκε σὲ Μακάριο.
Ὁ νέος μοναχὸς ἄρχισε νὰ ἐπιδίδεται στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἡ κατὰ Θεὸν προκοπή του τὸν ἀνέδειξε σὲ ἡγούμενο τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔγινε πνευματικὸς πατέρας γιὰ ὅλους, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ κατέφευγαν πρὸς αὐτὸν γιὰ νά τὸν συμβουλευθοῦν, νὰ λάβουν τὴν εὐχή του καὶ νὰ θεραπευθοῦν στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἄμειψε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἔφθασε μέχρι τὸν Πατριάρχη Ταράσιο (784 – 806 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἔστειλε πρὸς αὐτὸν τὸν πατρίκιο Παῦλο, ποὺ εἶχε θεραπευθεῖ παλαιότερα ἀπὸ τὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ κάνει καλὰ καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πατρικίου ὅπως καὶ τὸν ἴδιο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Πατριάρχης Ταράσιος μετεκάλεσε τὸν Ὅσιο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο.
Ὅταν ξέσπασε ἡ αἵρεση τῶν εἰκονομάχων στὴν Ἐκκλησία ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), ὁ Ὅσιος, ἐπειδὴ ἦταν ὑπερασπιστὴς τῆς πατρώας εὐσέβειας, κλείσθηκε στὴν φυλακὴ στὴν ὁποία παρέμεινε μέχρι τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα. Τὸν ἐλευθέρωσε ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς (820 – 829 μ.Χ.), διάδοχος τοῦ Λέοντος, ὁ ὁποῖος ὅμως καθὼς δὲν κατάφερε νὰ μεταβάλει τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τοῦ Ὁσίου ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, τὸν ἐξόρισε στὴ νῆσο Ἀφουσία, στὴν θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Μακάριος, μέσα σὲ κακουχίες καὶ στερήσεις, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 820 μ.Χ.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς Πελεκητῆς ἀνέδειξαν ἡγούμενο τὸν μοναχὸ Σέργιο τὸν Ἔγκλειστο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀβραάμιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀβραάμιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ζοῦσε στὴν Ρωσία. Ἀρχικὰ ἦταν Μουσουλμάνος, ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἦταν φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων πρὸς τοὺς φτωχούς. Στὴν πόλη Βολγάρα, στὶς κατώτερες ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Βόλγα, ὁ Ἅγιος Ἀβραάμιος ἄρχισε νὰ διδάσκει τοὺς συμπατριῶτες του γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Τότε τὸν συνέλαβαν καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἔμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία τῆς πατρώας εὐσέβειας. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1229, τεμάχισαν τὸν Ἅγιο καὶ ἔπειτα ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλή του. Οἱ Ρώσοι Χριστιανοί, ποὺ ζοῦσαν στὴν πόλη, ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὸ χριστιανικὸ κοιμητήριο.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε στὶς 6 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1230 ἀπὸ τὸν μεγάλο πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμὶρ Γεώργιο († 4 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος τὰ ἐναπέθεσε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς μονῆς Κνυατζινίν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργὸς γεννήθηκε τὸ ἔτος 1316 στὴν πόλη Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, μία μικρὴ πόλη τοποθετημένη στὴν συμβολὴ τῶν ποταμῶν Βόλγα καὶ Ὄκα, στὸ πριγκιπάτο τῆς Σουζδαλίας. Ἦταν τὰ χρόνια τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ καὶ τῶν ἐσωτερικῶν πολέμων ἀνάμεσα στοὺς Ρώσους πρίγκιπες. Ἡ Ρωσία ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ πολέμους, πυρκαγιὲς καὶ ὀλέθρους. Ἐνῷ οἱ εἰδωλολάτρες λεηλατοῦσαν πόλεις καὶ μονὲς καὶ σκότωναν τοὺς φιλήσυχους κατοίκους ἢ τοὺς σκλάβωναν, οἱ Χριστιανοὶ πρίγκιπες, ἀντὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν τοὺς ὑπηκόους τους ἀπὸ τοὺς καταπιεστές, σήκωναν ὁ ἕνας ἐναντίων τοῦ ἄλλου τὸ ἀδελφοκτόνο χέρι, καλώντας συχνὰ σὲ συνδρομὴ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὥστε νὰ μπορέσουν μὲ τὴν βοήθεια τῶν Ταταρομογγολικῶν δυνάμεων νὰ προσθέσουν στὴν κυριαρχία τους νέα ἐδάφη ποὺ τὰ ἅρπαζαν ἀπὸ τοὺς γειτονικοὺς πρίγκιπες. Οἱ νέοι ἀσκητὲς στὴν δύσκολη ἐκείνη περίοδο συνεισέφεραν μὲ τὴν σοφία καὶ τὴν ψυχική τους δύναμη καὶ συμπαραστέκονταν στὴν πνευματικὴ στέρηση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ.
Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐξεδήλωσε τὴν δίψα του γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν παιδική του ἡλικία, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἐφημέριου τοῦ χωριοῦ του, ἄρχισε νὰ μαθαίνει νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ διαβάζει τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Τὰ παιχνίδια δὲν τὸν ἐνδιέφεραν.
Τὸ δεύτερο σχολεῖο τοῦ μικροῦ Εὐθυμίου ἦταν ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου, ὅπου συχνὰ πήγαινε. Ἀποσυρόταν σὲ μία σκοτεινὴ πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μὴν ἀπασχολεῖται μὲ ἀνούσιες συζητήσεις καὶ συγκεντρωνόταν στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ψαλτηρίου, τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Καταλάβαινε βαθύτατα τὴ σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι παιδὶ ὡς πρὸς τὴν ἁγνότητα καὶ ἄνδρας ὡς πρὸς τὴν λογική. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν περιέβαλαν ἄκουγε διηγήσεις γιὰ ἁγίους ἀνθρώπους, ποὺ μιμούμενοι τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ ἀποσύρονταν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὶς πολυτέλειες, γίνονταν ἐρημῖτες καὶ ζοῦσαν σὲ ἡσυχία καὶ μετάνοια. Στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ ὡρίμασε ἡ ἀπόφαση νὰ ἀφιερώσει τελείως τὴν ζωή του στὸν Θεό. Ἀναζήτησε, λοιπόν, ἕναν πνευματικὸ καθοδηγητὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁδὸ τῆς τελειώσεως.
Τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του ἀνέλαβε ὁ Ἅγιος Διονύσιος, μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Νιζνέγκοροντ καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας († 26 Ἰουνίου καὶ 15 Ὀκτωβρίου). Πῶς ὅμως ὁ Εὐθύμιος συνδέθηκε μὲ τὸν ἅγιο γέροντά του;
Περὶ τὸ ἔτος 1330 ἔφθασε στὸ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ ἕνας εὐσεβὴς μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Διονύσιος. Αὐτὸς ἔσκαψε μία σπηλιὰ σὲ μία ἀπόκρημνη ὄχθη τοῦ Βόλγα καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ, ἀφοσιωμένος στὸν ἀσκητικὸ βίο. Οἱ φῆμες σχετικὰ μὲ τὴν ἀσκητική του ζωὴ σύντομα διαδόθηκαν στὰ περίχωρα καὶ ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ ἀπευθύνεται σὲ αὐτόν, ζητώντας του νά τοὺς συμβουλέψει καὶ νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς. Ἔτσι δημιουργήθηκε μία ὁμάδα μαθητῶν καὶ δίπλα στὴν ἀρχικὴ σπηλιὰ κτίσθηκε ἕνα μοναστήρι καὶ μία Ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ καὶ ὁ Εὐθύμιος εἶχε ἀκούσει πολλὲς φορὲς νὰ ὁμιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἀσκητή. Μία ἡμέρα, λοιπόν, ἀποφάσισε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ μοναστήρι γιὰ νά τὸν συναντήσει. Ἀφοῦ τελικὰ ἔφθασε, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ γέροντα ἀσκητῆ, βρέχοντάς τα μὲ δάκρυα, ἀλλὰ δὲν κατόρθωνε νὰ ἐκφράσει αὐτὸ ποὺ ἡ καρδιά του ἐπιθυμοῦσε. Ὁ Στάρετς τοῦ εἶπε νὰ σηκωθεῖ καὶ τὸν ρώτησε: «Γιατί, παιδί μου, ἦλθες σὲ ἐμένα τὸν ἄθλιο καὶ εὐτελή;». Ὁ νέος τότε ἀπάντησε: «Πάτερ, πάρε μὲ στὸ ἅγιο καὶ ἐκλεκτό σου ποίμνιο. Ἐπιθυμῶ, ὦ μακάριε καὶ ἅγιε ἄνθρωπε, ὁ Θεός, μὲ τὴν μεσολάβησή σου, νὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ ζήσω τὴ μοναστικὴ ζωὴ καὶ νὰ εἶμαι προσανατολισμένος ἀπὸ σένα στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας».
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ νέου καὶ τοῦ ἔδωσε κουράγιο, δοξάζοντας τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀρνηθεῖ τὶς πολυτέλειες τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἀναλάβει στοὺς ὤμους του τὸ θεῖο ζυγό.
Ἀφοῦ ἄφησε τὸν νέο νὰ μπεῖ στὸ κελί του, εἶχε μαζί του μία πνευματικὴ συζήτηση μὲ σκοπὸ νὰ ἐξετάσει τὶς πραγματικὲς προθέσεις του καὶ ἀφοῦ πείσθηκε γιὰ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ χαρακτῆρος τοῦ νεαροῦ Εὐθυμίου, τὸν ἔκειρε λίγο ἀργότερα μοναχό, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Εὐθύμιος.
Ἡ καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ Εὐθυμίου πλημμύρισε ἀπὸ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀπηύθυνε στὸν Κύριο δοξαστικὴ ἱκεσία: «Σὲ εὐλογῶ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ, γιὰ τὴ σωτηρία μου, ἐπειδὴ ἔκρινες ἐμένα, τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ εὐτελή, ἄξιο νὰ λάβει τὴν πολυπόθητη σωτηρία».
Ὁ Εὐθύμιος ἀφιερώθηκε στὴν ἄσκηση τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καὶ στὴ νηστεία, θέλοντας νὰ δαμάσει τὶς ἐπιθυμίες του. Τὴν ἡμέρα ἐκτελοῦσε μὲ ὑπακοὴ καὶ ζῆλο τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν οἱ πατέρες τῆς μονῆς. Τὴ νύχτα ἀποσυρόταν σὲ μία σπηλιὰ μόνος καὶ προσευχόταν φλογερὰ πρὸς τὸν Κύριο, δίχως σχεδὸν νὰ κοιμᾶται ποτέ. Ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὴν τήρηση τῆς νηστείας καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διονύσιο τὴν εὐλογία νὰ τρώει κάθε δύο ἢ τρεῖς ἡμέρες. Ὁ Στάρετς, περιορίζοντας τὸν ὑπερβολικὸ ζῆλο τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ, δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία καὶ τὸν ἐπιτίμησε νὰ τρώγει κάθε ἡμέρα μαζὶ μὲ τὴν μοναχικὴ κοινότητα.
Ὁ Εὐθύμιος ὑπάκουσε, ἀλλὰ ἔτρωγε μόνο γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ἀπὸ τὴν πεῖνα. Καμιὰ φορὰ ἔκανε ὅτι ἔτρωγε, γιὰ νὰ μὴν προκαλεῖ τὴν προσοχὴ τῶν ἀδελφῶν του μὲ τὴν ὑπερβολική του ἀσιτία. Ἔπινε μόνο νερὸ καὶ μονάχα ὅταν ἡ δίψα γινόταν ἀνυπόφορη. Κοιμόταν στὴν γῆ καὶ ὁ ὕπνος του διακοπτόταν ἀπὸ ὁλονύκτιες προσευχές. Θεωρώντας τα ὅλα αὐτὰ ἀκόμα ἀνεπαρκή, κουβαλοῦσε πάνω του σιδερένιες ἁλυσίδες. Οἱ ἀδελφοί του τὸν ἀγαποῦσαν γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του καὶ ὁ ἀσκητικός του βίος προκαλοῦσε τὸν γενικὸ θαυμασμό. Μὲ τὴν συναίνεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐργαζόταν στὴν κουζίνα, στὴν προετοιμασία τοῦ ἄρτου, κουβαλοῦσε τὸ νερὸ καὶ ἔκοβε ξύλα. Ἀντέχοντας τὴν θερμότητα τοῦ πύρινου φούρνου ὁ Ὅσιος ἔλεγε: «Ἄντεξε αὐτὴ τὴ φωτιά, Εὐθύμιε, γιὰ νὰ μὴν χρειαστεῖ νὰ ἀντέξεις τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως».
Ὁ μεγάλος του ἀσκητικὸς ἀγῶνας τοῦ χάρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ μεγάλο δῶρο τῶν δακρύων. Ἔτσι πέρασε πολλὰ ἔτη στὴν ἐργασία καὶ τὴν ἄσκηση, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἀλλάξει τόπο ἀσκήσεως.
Οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν μεγάλη ἐπιρροὴ καὶ δύναμη καὶ ἡ πόλη τοῦ Βλαντιμὶρ – ἕδρα τοῦ μεγάλου πρίγκιπα γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα – ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροή τους. Σιγὰ σιγὰ ὅμως, οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας καὶ τοῦ Βλαντιμὶρ ἔπρεπε νὰ ὑποταχθοῦν στὴ Μόσχα καὶ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ νὰ θέτουν τὶς στρατιωτικές τους δυνάμεις στὴν διάθεση τῶν Μοσχοβιτῶν πριγκίπων. Παρόλα αὐτὰ οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας δὲν παρέδωσαν τὴν αὐτονομία τους δίχως νὰ ἀγωνισθοῦν. Ὁ πρίγκιπας Κωνσταντίνος Βασίλεβιτς κυριολεκτικὰ μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του ἀκόμα πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν Μόσχα, στὸ Νίζνϊυ, ἀλλὰ στὰ τέλη τοῦ 14ου αἰῶνα μ.Χ. ὁ πρίγκιπας τῆς Μόσχας Βασίλειος Ντιμιτρίεβιτς, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ χάνη Τοχτάμυ, κατέλαβε τὴν πόλη, βάζοντας ἔτσι τέλος στὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας καὶ τοῦ Νίζνϊυ, ποὺ ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὑπήχθησαν στὴ Μόσχα.
Ὁ τελευταῖος πρίγκιπας τῆς Σουζδαλίας, Μπόρις, τὸ ἔτος 1351 ἀποφάσισε νὰ ἱδρύσει στὴν γενέτειρά του ἕνα μοναστήρι καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε νὰ λάβει τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως, Ἁγίου Διονυσίου. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ὁ πρίγκιπας ζήτησε νὰ τοῦ ἀποστείλουν ἕνα μοναχὸ γιὰ νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν κατασκευὴ καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ πρίγκιπας ἐπέστρεψε στὴ Σουζδαλία, μὲ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει.
Στὸ μεταξύ, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐπέλεξε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς μαθητές του ὄχι μόνο αὐτὸν ποὺ θὰ ἔστελνε στὴ Σουζδαλία, ἀλλὰ καὶ ἄλλους μοναχοὺς γιὰ νὰ τοὺς στείλει σὲ ἄλλα μέρη, ὥστε νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαὸ καὶ νὰ διαδοθεῖ ὁ μοναχισμός. Ἀφοῦ κλήθηκε ἡ ἀδελφότητα, ὁ Ἅγιος Διονύσιος διάλεξε δώδεκα μοναχοὺς ἀπὸ τοὺς πιὸ δυνατοὺς στὴν πίστη καὶ ζηλωτὲς καὶ τοὺς ἀπέστειλε σὲ ὅλες τὶς βορειοανατολικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ποὺ ἦταν τὴν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τριάντα ἕξι ἐτῶν, ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση νά πάει στὴ Σουζδαλία, στὸν πρίγκιπα Μπόρις, ἀλλὰ ἐξέφρασε καὶ τὴν ἀμφιβολία του γιὰ τὸ ἂν εἶχε τὴν δύναμη νὰ φέρει εἰς πέρας ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος εἶπε: «Μὴν πέφτεις στὴν ἀνυπακοή, ἀλλὰ νὰ εἶσαι ὑπάκουος στὸν Χριστό. Πήγαινε ἔχοντας τὸν Θεὸ στὴν ὁδό σου, ζῆσε ἤρεμος καὶ μὴ στενοχωρεῖσαι. Ἂν καὶ θὰ εἴμαστε χωρισμένοι σωματικά, θὰ εἴμαστε ἑνωμένοι πνευματικὰ μὲ τὴν προσευχή».
Ἔτσι ὁ Στάρετς Διονύσιος ἔδωσε κουράγιο στὸν μαθητή του καὶ γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσει τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοῦ χάριζε τὸ προνόμιο τῆς διορατικότητας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Διονύσιος εἶχε αὐτὸ τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τώρα βλέποντας τὸ τί θὰ συνέβαινε στὴν ἱστορία τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας καὶ τοῦ Νίζνϊυ – Νοβγκοροντ, δακρύζοντας εἶπε στὸν Εὐθύμιο: «Ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ τῆς αὐξανόμενης ἀνυπακοῆς στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἡ πόλη μας θὰ ἀφανισθεῖ, οἱ ἅγιες Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ μοναστήρια θὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς ἄπιστους».
Ἡ φοβερὴ πρόβλεψη ἔγινε πραγματικότητα καὶ τὸ πριγκιπάτο τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους τὸ ἔτος 1375, πυρπολήθηκε δύο φορές, τὸ 1377 καὶ τὸ 1378, ἐνῷ τὸ 1445 ἡ Σουζδαλία ἔγινε πεδίο μάχης ἀνάμεσα στὸν μεγάλο πρίγκιπα Βασίλειο Βασίλεβιτς καὶ τὶς Ταταρικὲς δυνάμεις. Οἱ Ρώσοι ἡττήθηκαν καὶ ὁ πρίγκιπας φυλακίσθηκε. Οἱ δὲ Τάταροι λαφυραγώγησαν τὴν μονὴ τῆς Ἀναλήψεως.
Τὴν στιγμὴ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ ὁ Ἅγιος Διονύσιος προειδοποίησε τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο γιὰ μία συνάντηση ποὺ θὰ εἶχε στὴ Σουζδαλία: «Ὅταν θὰ ἔχεις φθάσει στὴν Σουζδαλία καὶ στὴ λαμπρὴ Ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου, ἐκεῖ θὰ συναντήσεις τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως». Ἔτσι ἀνάπαυσε τὸν μαθητή του, λέγοντάς του ὅτι θὰ τύγχανε ἀπὸ τὸν πρίγκιπα καὶ τὸν Ἐπίσκοπο εὐνοϊκῆς ὑποδοχῆς, προστασίας καὶ ὑποστηρίξεως.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδῖου του πρὸς τὴ Σουζδαλία ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος βρῆκε ἕνα μέρος, σὲ ἀπόσταση 5 χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν πόλη Γκοροχόμπεβο, μὲ μία λίμνη περιβαλλόμενη ἀπὸ ἕνα πυκνὸ δάσος, ποὺ τοῦ ἄρεσε πολύ. Ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νὰ χτίσει ἐκεῖ ἕνα ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Μέγα Βασίλειο καὶ ὅτι ἔπρεπε, στὸ ἴδιο σημεῖο, νὰ ἱδρύσει ἕνα μοναστήρι.
Φθάνοντας στὴ Σουζδαλία εἰσῆλθε, ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ ἐκεῖ συνάντησε τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, Δανιήλ. Ὁ Ἐπίσκοπος τὸν δέχθηκε ἐγκάρδια, τὸν ὁδήγησε στὴν κατοικία του καὶ συζήτησε πολὺ μαζί του. Σύντομα καὶ ὁ πρίγκιπας Μπόρις Κωνσταντίνοβιτς θέλησε νὰ τὸν συναντήσει. Ἔτσι, λοιπόν, ἐπισκέφθηκε τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο καὶ τοῦ ἐξέθεσε τὰ σχέδιά του, προτείνοντάς τον στὸν Ἐπίσκοπο ὡς μελλοντικὸ ἡγούμενο τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐνέκρινε τὸ σχέδιο τοῦ πρίγκιπα καὶ ἔδωσε τὴν εὐλογία του.
Ὁ πρίγκιπας σηκώθηκε, εὐχαρίστησε τὸν Ἐπίσκοπο καὶ πρότεινε νὰ πᾶνε ἀμέσως καὶ οἱ τρεῖς νὰ ἐπιλέξουν τὸ σημεῖο γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ. Ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Καμένκα, ἐντόπισαν ἕνα ὑψίπεδο καὶ ἐκεῖ ἀποφάσισαν νὰ θεμελιώσουν τὸ ναὸ καὶ τὴ μονή. Λίγο καιρὸ ἀργότερα τοποθέτησαν μὲ κάθε ἐπισημότητα τὸν θεμέλιο λίθο τοῦ ναοῦ, ποὺ ἀφιερώθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀμέσως ἄρχισε τὴν ἐργασία γιὰ νὰ προετοιμάσει τὸ μέρος τῆς ἀναπαύσεώς του. Ἔκοψε μὲ τὰ χέρια του τρεῖς πέτρες καὶ κατασκεύασε ἀπὸ αὐτὲς ἐπάνω στὴ βορεινὴ θύρα τῶν τειχῶν, ἕνα τάφο, ὅπου ἀργότερα τοποθετήθηκε τὸ ἱερὸ λείψανό του.
Ἡ κατασκευὴ τοῦ ναοῦ ὁλοκληρώθηκε τὸ ἔτος 1352 καὶ ἦταν τόσο περίλαμπρος ποὺ προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ ὅλων. Ὁ πρίγκιπας Μπόρις διακόσμησε εἰκονογραφικὰ τὸ ναὸ μὲ δικά του ἔξοδα. Ὁ ναὸς ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα, ἀλλὰ ἡ κατασκευή του ἦταν μονάχα ἡ ἀρχὴ τοῦ καθήκοντος ποὺ εἶχε ἀνατεθεῖ στὸν Ὅσιο Εὐθύμιο. Πράγματι, ἀπέμενε νὰ κατασκευασθοῦν τὰ κελιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, ἡ τραπεζαρία, διάφορα ἄλλα προσκτίσματα, καθὼς καὶ τὰ τείχη ποὺ θὰ ξεχώριζαν τὴ μονὴ ἀπὸ τὸν λοιπὸ κόσμο. Μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Εὐθύμιος ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχός, ἀλλὰ τώρα ποὺ θὰ γινόταν ὁ πνευματικὸς ὁδηγὸς τῆς μονῆς, χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο πρῶτα διάκονος καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἀργότερα ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς.
Ὁ πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε μὲ γενναιοδωρία στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς, δωρίζοντας χρυσὸ καὶ ἀσῆμι γιὰ τὸ ἐπιχρύσωμα τῶν τρούλων τοῦ ναοῦ καὶ ἄλλα ὑλικά. Ὁ Ὅσιος φρόντιζε γιὰ τὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο μὲ τὴν ἐργασία, τὴν ἄσκηση, τὰ δάκρυα καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, στὴ Θεία Λειτουργία, ἐνῷ ὁ εὐσεβὴς πρίγκιπας Μπόρις προσευχόταν μὲ θέρμη, εἶδε ἕνα ὅραμα. Ἀνάμεσα στοὺς παριστάμενους εἶδε ξαφνικὰ ἕναν ἄγνωστο, ποὺ ἐξέπεμπε ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ τοῦ ὁποίου τὰ ἄμφια ἔλαμπαν ἐκτυφλωτικά. Ὁ πρίγκιπας ἔκπληκτος , στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, διηγήθηκε στὸν Ὅσιο Εὐθύμιο αὐτὸ τὸ παράξενο ὅραμα καὶ τοῦ ζήτησε κάποια ἐξήγηση. Ὁ Ὅσιος ἀπάντησε: «Ἂν ὁ Κύριος θέλησε νὰ σοῦ τὰ ἀποκαλύψει, σίγουρα δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ κρατήσω κρυφό. Αὐτὸς ποὺ εἶδες ἦταν Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο, δίχως νὰ εἶμαι ἄξιος καὶ μὲ τὴν θεία φιλευσπλαχνία, λειτουργοῦσα, ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ πάντοτε. Ἀλλὰ νὰ μὴν διηγηθεῖς ὅσο ζεῖς σὲ κανέναν τίποτα γιὰ τὸ ὅραμά σου».
Ἀπὸ ταπείνωση ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ μάθει ὁ κόσμος γιὰ τὶς ἀρετές του. Μία φορά, ὅταν ρωτήθηκε ποιὰ εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές, ἀπάντησε: «Αὐτὴ ποὺ ἀσκεῖται κρυφά».
Τὸ ἔργο στὸ μοναστήρι προχωροῦσε ἀκατάπαυστα. Κτίσθηκε ἕνας πέτρινος ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, στὸν ὁποῖο προστέθηκε μία τραπεζαρία καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὸ ἀρτοποιεῖο. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μοναστικῆς κοινότητας πλήθαιναν συνεχῶς καὶ στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος, ἡ ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε περὶ τοὺς τριακόσιους μοναχούς. Ὑπῆρχε ἄμεση ἀνάγκη νὰ χτισθοῦν νέα κελιά. Ὅλα τακτοποιήθηκαν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἕνας τρίτος ναὸς ἀφιερώθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο, Ἐπίσκοπων Μύρων τῆς Λυκίας καὶ κατασκευάσθηκε ἀναρρωτήριο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς προσκυνητές. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἔσκαψε τὸ πηγάδι τῆς μονῆς, ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ὁποίου ἀντλοῦσε νερὸ ὁλόκληρη ἡ ἀδελφότητα. Ὡς καλὸς ποιμένας, ὁ Ὅσιος ἐπέβλεπε μὲ διάκριση, καθοδηγοῦσε μὲ σοφία καὶ μὲ τὸ δικό του παράδειγμα, καλλιεργοῦσε στὴ μονὴ τὸ φρόνημα τῆς ὑπακοῆς καὶ ἐνίσχυε τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη.
Τὸ ἔτος 1364 ἔπρεπε νὰ ἱδρύσει ἕνα καινούργιο μοναστήρι, πάντα στὴν πόλη τῆς Σουζδαλίας. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ πρίγκιπα Μπόρις, Ἀνδρέας, μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ καὶ τῆς Σουζδαλίας, λίγο προτοῦ πεθάνει ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ οἰκοδομήσει ἕνα καινούργιο μοναστήρι, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει ἕνα τάμα ποὺ εἶχε κάνει στὸν Θεό. Ὁ πρίγκιπας φθάνοντας στὴ Σουζδαλία ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπικαλέσθηκε τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο. Ὁ πρίγκιπας διηγήθηκε μὲ κάθε λεπτομέρεια στὸν Ἅγιο πῶς μὲ θαυματουργὸ τρόπο εἶχε διασωθεῖ ἀπὸ μία καταιγίδα, ποὺ τὸν εἶχε σταματήσει στὸ ποτάμι καὶ γιὰ τὸ τάμα ποὺ εἶχε κάνει γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό. «Δῶσε μου ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ ποταμοῦ, μπροστὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι σου», εἶπε ὁ πρίγκιπας. Ὁ Ὅσιος ἀμέσως συμφώνησε καὶ εὐθὺς διάλεξε μία τοποθεσία στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Καμέλκα, μπροστὰ ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος, ὅπου μὲ ἐπισημότητα τοποθετήθηκε ὁ θεμέλιος λίθος τῆς μονῆς τῆς Προστάτιδος Θεοτόκου. Ὅταν ὁλοκληρώθηκε τὸ μοναστήρι, ὁ Ἐπίσκοπος ὅρισε ὡς ἡγουμένη μία ἀνεψιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου τῆς Σουζδαλίας.
Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι, ποὺ μόλις εἶχε ἐγκαινιασθεῖ, γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὴν ἀδελφότητα, μίλησε προφητικὰ γιὰ τὴ μελλοντικὴ δόξα τῆς μονῆς τῆς Προστάτιδος. Πράγματι, σὲ αὐτὸ θὰ κατέληγαν πολλὲς χῆρες μεγάλων πριγκίπων καὶ Μοσχοβιτῶν τσάρων, ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐνδυθοῦν τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα.
Ὅσο αὐστηρὸς ἦταν μὲ τὸν ἑαυτό του, ὁ Ὅσιος, τόσο φιλεύσπλαχνος ἦταν πρὸς τοὺς ἄλλους. Τὸ μοναστήρι του, τοποθετημένο στὰ περίχωρα μία μεγάλης πόλεως, ποὺ ἦταν σταυροδρόμι πολλῶν ὁδῶν, ἦταν ἀνοικτὸ γιὰ ὅλους. Ὁ ἡγούμενος δὲν ἀρνιόταν ποτὲ νὰ βοηθήσει ὅποιον τοῦ τὸ ζητοῦσε. Ὁ ξένος εὕρισκε κοντά του καταφύγιο, ὁ φτωχὸς ἐλεημοσύνη, ὁ πεινασμένος τροφή. Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ γενναιοδωρία του σὲ ὁρισμένους φαινόταν ὑπερβολικὴ καὶ ἔτσι ἀναγκαζόταν νὰ ἐλεεῖ στὰ κρυφά, γιὰ νὰ μὴν διεγείρει παράπονα ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητας καὶ τὴν ὁδηγήσει σὲ πειρασμούς. Ἐξαγόρασε τὰ χρέη αὐτῶν ποὺ δὲν εἶχαν τὰ μέσα νὰ ἀποπληρώσουν τοὺς ὀφειλέτες τους καὶ συχνὰ χάριζε τὰ χρέη ποὺ ἄλλοι ὄφειλαν στὴ μονή. Ἐξέθετε τοὺς ἄδικους καὶ διεφθαρμένους δικαστές, προστατεύοντας ἀπὸ καταχρήσεις ὅλους ὅσοι εἶχαν ἄδικα καταδικασθεῖ καὶ παρακαλοῦσε νὰ συμπεριφέρονται στοὺς ἀληθινοὺς ἐγκληματίες μὲ ἐπιείκεια καὶ φιλευσπλαχνία. Κάθε ἁμαρτωλὸς ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν σωτηρία, εὕρισκε σὲ αὐτὸν τὸν ὁδηγὸ τῆς μετάνοιας. Μὲ τὴν προσευχή του θεράπευε ἀσθενεῖς καὶ δίωκε τὰ δαιμόνια.
Ὅταν ὁ Ὅσιος ἔνιωσε ὅτι τὸ τέλος του εἶναι πλέον κοντά, κάλεσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς καὶ εὐλόγησε τὸν καθένα ξεχωριστά. Τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὅλους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τοὺς ἀσπάσθηκε πατρικὰ καὶ ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ ὅλους. Στὴν συνέχεια κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Ἅγιο Θεό.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1404, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ὀκτὼ ἐτῶν. Οἱ μοναχοὶ ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανό του κάτω ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ μνῆμα ποὺ κατὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ναοῦ, ὁ Ὅσιος εἶχε κτίσει μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια.
Μετὰ τὴν κοίμησή του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος συνέχισε νὰ προστατεύει τὸ μοναστήρι, ὅπως μαρτυροῦν τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔλαβαν χώρα πλησίον τοῦ τάφου του. Στὶς 4 Ἰουλίου 1507, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀνακατασκευῆς τοῦ ναοῦ, τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος ὁ Κανονάρχης
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ τὸ διακόνημα τοῦ Κανονάρχου. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ τὴν ὑπακοή του.
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Φιλόσοφος ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (Σκιαβτέλι) ἔζησε μεταξὺ τοῦ 12ου καὶ 13ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε Θεολογία, φιλοσοφία καὶ ἱστορία στὴν ἀκαδημία τοῦ Γελατᾶ (βόρεια Γεωργία). Ἔπειτα ἔγινε μοναχὸς καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια ἀσκήτεψε στὸ περίφημο μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια (νότια Γεωργία), σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελί. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔζησε μία αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, συνεχῶς ἀφιερωμένος σὲ θεολογικὲς ἀναζητήσεις διὰ τῆς προσευχῆς καὶ ἐντρύφησε στὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς πνευματικὲς προσπάθειές του κατόρθωσε νὰ φθάσει σὲ ἕνα ὑψηλὸ βαθμὸ πνευματικῆς τελειώσεως καὶ δέχθηκε τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, τὸ ὁποῖο φανερώθηκε στὴν ποιητική του δημιουργικότητα.
Στὸ μοναστῆρι τοῦ Μπάρτζια, κατὰ τὰ ἔτη 1210 – 1214, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε μία ἀξιοσημείωτη ὠδή, ὑπὸ τὸν τίτλο «Δοῦλος Χριστοῦ», στὴν ὁποία σκιαγραφεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ εἶναι πιστὸς στοὺς Κανόνες τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ μοναχὸς αὐτοαποκαλεῖται συχνὰ περιπλανώμενος καὶ δοῦλος Χριστοῦ. Μεγάλο μέρος τῆς ὠδῆς ἀφιερώνεται στὸν Γεωργιανὸ αὐτοκράτορα Ἅγιο Δαβὶδ Γ’, τὸν Ἀποκαταστάτη († 26 Ἰανουαρίου) καὶ στὴν Γεωργιανὴ αὐτοκράτειρα Ταμάρα τὴ Μεγάλη († 1 Μαΐου καὶ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων).
Ἡ θεολογικὴ σημασία τῆς ὠδῆς «Δοῦλος Χριστοῦ», εἶναι εἰδικὰ ἐμφανὴς σὲ ἐκείνους τοὺς στίχους, ὅπου ὁ ποιητὴς ἀφιερώνει προσευχὲς στὸ Ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὴ Θεία Παντοδυναμία καὶ τὴ Θεία Πρόνοια, ποὺ χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Μιλώντας γιὰ τὴν σειρὰ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γράφει, σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, σχετικὰ μὲ τὶς Θεῖες καὶ Ἐκκλησιαστικὲς Ἱεραρχίες.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος γεννήθηκε στὶς 5 Ἰουλίου 1845 στὴ Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο τῆς Ὄπτινα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1913.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μακάριος μαρτύρησε στὴν Ρωσία τὸ ἔτος 1944.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὑπάτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 325 μ.Χ., στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴν πιστότητά του στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ τὴν σφοδρὴ πολεμική του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Ἡ στάση του αὐτὴ ἐξήγειρε τοὺς πληγέντες Νοβατιανούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν μὲ κάθε τόπο τὴν ἐξόντωσή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι σὲ κρημνώδη περιοχὴ ἐπιτέθηκαν κατὰ τοῦ Ἁγίου μὲ ξύλα καὶ πέτρες καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Πρὶν ξεψυχήσει, μία ἐκ τῶν φανατικῶν αἱρετικῶν γυναικῶν τὸν θανάτωσε διὰ λίθου.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος μαρτύρησε καὶ κληρονόμησε τὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε· ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἱὸν ὡμολόγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Μελιτινῆς
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μελιτινῆς, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ἐπειδὴ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καταγγέλθηκε στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ συνελήφθη ἀπὸ αὐτούς. Ἀφοῦ δέθηκε, ὁδηγήθηκε στὸν Μαρκιανό, τὸν ὕπατο τῆς χώρας, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε διεξοδικὴ ἀναφορὰ στὴν Θεότητα καὶ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Στηλίτευσε δὲ καὶ χλεύασε τοὺς θεοὺς τῶν Ἐθνικῶν καὶ τὴν πλάνη τους. Ἐξαιτίας αὐτῆς του τῆς στάσης, ἀφοῦ βασανίσθηκε, κλείσθηκε στὴν φυλακή.
Ὁ Μαρκιανὸς ἀνήγγειλε στὸν βασιλέα Δέκιο τὰ γενόμενα. Αὐτὸς διέταξε νὰ ἀπολύσουν τὸν Ἅγιο ἀτιμώρητο καὶ ἀνύβριστο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπελευθερώθηκε ὁ Ἅγιος, περιέφερε στὴν σάρκα του τὰ σημάδια τοῦ Χριστοῦ, φωτίζοντας καὶ ὁδηγώντας πολλοὺς στὴν ποίμνη τοῦ Κυρίου, μὲ θαύματα καὶ διδάγματα.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες ἐν Κρήτῃ
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος μαρτύρησε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Κρήτη. Στὸ α’ στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ ὑπάρχει πληροφορία περὶ τοῦ μαρτυρίου τῆς συζύγου του: «…καὶ νυμφῶνος θείου ἐχώρησας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διὰ βασάνων τοῦ σώματος τὴν σύζυγον ἀγόμενος…». Στὸ α’ τροπάριο τῆς γ’ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος γίνεται λόγος περὶ μαρτυρίου καὶ τῶν τέκνων του. Προφανῶς ἔχουμε περίπτωση οἰκογενειακοῦ μαρτυρίου ἀνάλογο πρὸς ἐκείνου τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Εὐσταθίου († 20 Σεπτεμβρίου) καὶ τοῦ Ἁγίου Ἑσπέρου († 2 Μαΐου). Πιθανότατα οἱ Ἅγιοι μαρτύρησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Μένανδρος καὶ Σαβίνος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς τριάντα ὀκτῶ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μένανδρος καὶ Σαβίνος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τριάντα ὀκτὼ Μάρτυρες Χριστιανούς, ἦταν στρατιῶτες στὴν χώρα τῶν Καππαδόκων, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ὅταν πληροφορήθηκαν γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων († 9 Μαρτίου) καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἀγωνίσθηκαν, ἔνιωσαν ζῆλο καὶ οἱ ἴδιοι καί, ἀφοῦ ἔριξαν τὰ ὅπλα μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, μὲ μεγάλη φωνὴ ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἑαυτοὺς τους ἀληθινοὺς δούλους Αὐτοῦ. Τότε συνελήφθησαν καὶ γυμνώθηκαν. Τόσο δὲ πολὺ τοὺς κατέγδαραν τὶς σάρκες ἀπὸ τὰ χτυπήματα τῶν ραβδιῶν, ὥστε μόλις καὶ μετὰ βίας νὰ μποροῦν νὰ θεωροῦνται ὡς ἰδέα ἀνθρώπων. Στὴν συνέχεια τοὺς ἔριξαν στὴν φυλακὴ χωρὶς φροντίδα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀφοῦ τοὺς ἔσυραν ἔξω μὲ δεμένα τὰ χέρια καὶ τὰ κεφάλια μὲ σιδερένιες θηλιές, παρουσιάσθηκαν στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, ὅπως καὶ οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα, τῶν ὁποίων τὸ μαρτύριο ζήλεψαν, εἰσῆλθαν στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου τους καὶ ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Βλάσιος ὁ ἐξ Ἀμορίου
Ὁ Ὅσιος Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Ἀμορίου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 909 ἢ 912 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργὸς ἦταν ἀσκητής. Μὲ τὸν ἀσκητικό του ἀγώνα εὐαρέστησε τὸν Θεὸ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ἕνα ἀπὸ τὰ στιχηρὰ τοῦ Ἑσπερινοῦ λέγει γιὰ τὸν Ὅσιο: «Ἱδρῶσι τῆς ἀσκήσεως παθῶν πυρκαϊάν, ἱερέ, ἀποσβέσας καθαρώτατον Χριστοῦ σκεῦος, πάτερ, ἐδείχθηκε. Δι’ ὃ καὶ Ἀγγέλοις τῷ θείῳ θρόνῳ παρίσταται».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Ντανίλοβιτς), ὁ ἀποκαλούμενος Καλιτά, ἦταν υἱὸς τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, πρίγκιπα τῆς Μόσχας († 4 Μαρτίου) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1290. Τὸ ὄνομά του ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ λειτουργικὰ Μηναῖα τοῦ Νόβγκοροντ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1296 – 1297, ὅπου διαβάζουμε, πὼς ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς κάλεσαν τὸν πρίγκιπα Δανιὴλ τῆς Μόσχας νὰ καταλάβει τὸν θρόνο της, αὐτὸς τοὺς ἔστειλε τὸν υἱό του Ἰωάννη. Πιθανόν, ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1299, ὁ Ἰωάννης ἐγκαταλείπει τὸ Νόβγκοροντ καὶ ἐπιστρέφει στὴ Μόσχα.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατὰ τὸ ἔτος 1303, ὁ Ἰωάννης ὑποχρεώθηκε ἀρχικὰ νὰ στηρίξει τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε ἀργότερα ὡς πρίγκιπας τῆς Μόσχας, στὴν διαμάχη τῆς μελλοντικῆς πρωτεύουσας μὲ τὴν ἀνταγωνίστρια πόλη Τβέρ. Τὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα τῆς διαμάχης, ἀποδιδόμενο στὴν πολιτικὴ ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἰωάννου, θὰ καθορίσει τὴν ὁριστικὴ ἐπικράτηση τῆς Μόσχας.
Μὲ μὶα πρώτη νίκη ἐναντίων τῶν στρατευμάτων τῆς Τβέρ, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν πόλη τοῦ Περεγιασλάβλ, ὁ Ἰωάννης τὴν ἀνακαταλαμβάνει τὸ ἔτος 1304/1305. Κατὰ τὰ ἔτη 1320 – 1326, μὲ ἀφορμὴ τοὺς γάμους τῶν θυγατέρων τῶν ἡγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες μὲ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Ροστώβ, Μπελοζὲρκ καὶ Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους ἐναντίων τῆς Τβέρ.
Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1327, στὴν Τβέρ, σκοτώνεται σὲ μία λαϊκὴ ἐξέγερση, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸν Ἅγιο πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ Κόλχαν. Ὁ Ἀλέξανδρος καταφεύγει στὸ Πσκὼφ καὶ ἡ πόλη τῆς Τβὲρ καταλαμβάνεται καὶ ἀνατίθεται στὸν Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιᾶς ἀνεψιᾶς τοῦ Ἰωάννου. Τὸ 1329 ὁ Ἰωάννης ἀποστέλλει τὸν στρατό του ἐναντίον τοῦ Πσκώφ, ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος ἀναθεματίζει τοὺς κατοίκους της, ἐπειδὴ ἔδωσαν ἄσυλο στὸν πρίγκιπα Ἀλέξανδρο, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μιχαήλοβιτς ἐξαναγκάζεται νὰ ἐγκατασταθεῖ ἀρχικὰ στὴ Λιβονία καὶ ἀργότερα στὴ Λιθουανία.
Τὸ ἔτος 1331 ὁ Ἰωάννης ἀποκτᾶ ἀπὸ τὸ χάνη τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου πρίγκιπα. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν θὰ ἡσύχαζαν. Τὸ ἔτος 1338 ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Τβὲρ πέτυχε τὴν συγγνώμη τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ καὶ ἐπανῆλθε στὸν θρόνο. Τὸ 1339 ὁ Ἰωάννης πηγαίνει στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ κατηγορεῖ τὸν Ἀλέξανδρο πὼς σκευωρεῖ ἐναντίον τοῦ Χάνη. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ υἱός του Θεόδωρος ἔρχονται κατηγορούμενοι στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ δικάζονται. Γιὰ νὰ ταπεινώσει τὴν Τβέρ, ὁ Ἰωάννης ἀφαιρεῖ τὶς καμπάνες ἀπὸ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ τὶς μεταφέρει στὴν Μόσχα.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἰωάννου ἐκδίδεται ἕνα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστὸ ὡς Sijskoe Evangelie, στὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ ἕνας πανηγυρικὸς λόγος γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη στὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται ἡ οἰκοδόμηση μὲ πέτρα ὁλόκληρου τοῦ ἀρχιτεκτονήματος τοῦ Κρεμλίνου. Στὶς 4 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1326, ἀκολουθώντας τὴν συμβουλὴ τοῦ ἡλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ὁ Ἰωάννης θὰ ἀποτολμήσει τὴν κατασκευὴ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Μόσχα θὰ συνεχίσει τὴν παράδοση τῆς προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, ὅπου ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶχε ἰδιαίτερα καλλιεργηθεῖ.
Ὁ Ἰωάννης θὰ διατηρήσει στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Μητροπολίτη Πέτρο καὶ ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του θὰ κινήσει τὴν διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του, ἀποστέλλοντας στὴ Σύνοδο τοῦ Βλαντιμίρ, τὸ ἔτος 1327, μία ἐπιστολή, ποὺ κατέγραφε τὰ πραγματοποιηθέντα θαύματα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Μαρτίου 1340 ἢ 1341, ἀφοῦ ἤδη εἶχε γίνει μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Ἀνανίας. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Κρεμλίνο.
Ἤδη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βίου του εἶχε ἀναπτυχθεῖ θρησκευτικὴ εὐλάβεια γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ἕνας κυβερνήτης δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος. Τὸ Πατερικὸν τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Βολοκολάμκ, τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ., μεταφέρει τὴν ἀφήγηση τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μπορόφκ, κατὰ τὸν ὁποῖο μία μοναχὴ εἶδε σὲ ὅραμα τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μέσα στὴν δόξα τοῦ Παραδείσου, νὰ βγάζει ἀπὸ τὴν τσάντα του (καλιτά) θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς μοιράζει στοὺς πτωχούς.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σολιγκαλὶτς τῆς ἐπαρχίας Κοστρόμα τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του Θεόδωρος Ὀπουάσεβ φρόντισε γιὰ τὴν Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ καὶ διαπαιδαγώγηση τοῦ υἱοῦ του καὶ τὸν ἔστειλε στὴ μονὴ τοῦ Γκαλίτς. Ἐκεῖ ἦταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν στάρετς Βαρθολομαίου, Ἰωάννου καὶ Ἰγνατίου τοῦ εἰκονογράφου.
Τὸ ἔτος 1433 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μούρωμα καὶ Ριαζὰν καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδόμηση τοῦ ποιμνίου του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Ρωσίας Γερασίμου (1433 – 1435), ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς προεβλήθηκε ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς ὡς διάδοχός του. Ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας ὑπὸ τοπικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε ἐσπευσμένα, δὲν μετέβη ὅμως στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβει τὴν Πατριαρχικὴ εὐλογία κατὰ τὸ κανονικὸ ἔθος. Μετὰ τὸ πέρας τῆς διαμάχης τῶν ἡγεμόνων Βασιλείου καὶ Γεωργίου Δημητρίεβιτς, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1436, ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ἡ προγενέστερη καθυστέρηση ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Πελοποννήσιου Ἰσιδώρου, ὡς Μητροπολίτου Ρωσίας.
Ὁ Ἰσίδωρος μετέβη στὴ Ρωσία μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας εἶχε κάθε λόγο νὰ εἶναι δυσαρεστημένος μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκτίμησε τὸν Μητροπολίτη Ἰσίδωρο γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν πολυμάθειά του. Οἱ λόγοι τῆς ἐνέργειας αὐτῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρέπει νὰ ἦταν σχετικοὶ εἴτε πρὸς τὴν γενικότερη προσπάθεια γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πειθαρχίας τῶν ὑπαγομένων σὲ αὐτὸ Μητροπόλεων, εἴτε γιατί ἀποσκοποῦσαν στὴν τοποθέτηση Ἕλληνα Ἱεράρχη σὲ τέτοια ἐπίκαιρη θέση, ὅπως ἦταν ἡ Μητρόπολη Ρωσίας.
Λίγο μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Μόσχα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος ἔπεισε τὸν Ρῶσο ἡγεμόνα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας. Ὁ ἡγεμόνας πείσθηκε μὲ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ἰσιδώρου ὅτι καὶ ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἐπιτυγχανόταν καὶ ἡ αὐτοκρατορία θὰ διασωζόταν, διατηρούμενης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας δέχθηκε, χορήγησε δὲ ἀξιόλογο χρηματικὸ ποσὸ καὶ πολυπρόσωπη ἀκολουθία.
Ὁ Ἰσίδωρος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μόσχα στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1437 καὶ ἔφθασε στὴ Φερράρα στὶς 18 Αὐγούστου 1438. Ἡ Σύνοδος, ἂν καὶ οἱ Βυζαντινοὶ εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὸν μῆνα Μάρτιο, δὲν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμη τὶς ἐργασίες της. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ἰσιδώρου στὶς συζητήσεις δὲν ἦταν μεγάλη, ἂν καὶ ὁ ρόλος αὐτοῦ στὴν καθόλου ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως ὑπῆρξε σημαντικός. Γενικῶς ἀκολουθοῦσε τὶς ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος Νικαίας.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ζυμώσεις καὶ ὑπὸ ἀπειλὴ πάντοτε τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως ἔγινε δεκτὸς στὶς 5 Ἰουλίου 1439, ὁ δὲ Ἰσίδωρος ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὴν ἕνωση. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν ἐξελίχθηκαν ὅπως ἀνέμενε ὁ Ἰσίδωρος. Ἡ κατάληξη ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἰσιδώρου ἀπὸ Σύνοδο καὶ ὁ ἐγκλεισμός του στὴ μονὴ Τσουντώφ. Στὶς 15 Σεπτεμβρίου ὁ Ἰσίδωρος διέφυγε καὶ ἔφθασε στὸ Νόβγκοροντ. Ἀπὸ ἐκεῖ κατέφυγε στὸν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Καζιμίρ, μετὰ δὲ ἀπὸ λίγο στὴν Ρώμη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀπεστάλη πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἔμαθε ὅτι καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δεχθεῖ τὴν ἕνωση, διέταξε τὴν ἀποστολὴ νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς καταστάθηκε Μητροπολίτης ὑπὸ Συνόδου τὸ ἔτος 1448 καὶ ἀπέστειλε στὸν Πατριάρχη ἐπιστολή, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα. Ἦταν πνευματικὸς πατέρας, θαυματουργὸς καὶ προορατικός. Ὅταν οἱ Ἀγαρηνοὶ περικύκλωσαν τὴν Μόσχα, ὁ Ἅγιος τοὺς ἀπώθησε μὲ τὴν προσευχή του.
Στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του εὐχόταν νὰ βασανισθεῖ ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, γιὰ νὰ λιώσει σὰν τὸ χρυσὸ στὸ χωνευτήρι. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἐπέτρεψε τὴ δοκιμασία. Τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου γέμισαν πληγές. Ἔτσι, δοξολογώντας τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1461.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος Μητροπολίτης Μόσχας καὶ Ἱεραπόστολος Ἀλάσκας
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1797 στὸ χωριὸ Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ἰρκούτσκ, ἀπὸ πτωχοὺς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Εὐσέβειο καὶ τὴ Θέκλα Ποπλώφ. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ († 2 Σεπτεμβρίου).
Στὴν συνέχεια σπουδάζει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ.
Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μὲ τὴν οἰκογένεια στὴν Μόσχα τὸ 1838 καὶ τοποθετεῖται στὸν καθεδρικὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὅμως, στὶς 25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στὴν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχὸς στὶς 27 Νοεμβρίου 1840 καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ
Τὸ ἔργο του στὴν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σὲ ἕνα ἀφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τὶς παγωμένες ἐκτάσεις καὶ κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τὸ 1845, στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νὰ διδάξω ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοὶ μὲ ἀγαποῦν, τὸ κάνουν μόνο γιατί τοὺς ἔχω διδάξει».
Τὴν ἴδια περίοδο, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στοὺς κόλπους της ὅλη τὴ Γιακουτία καὶ ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπὸ τὴν πόλη Σίτκα στὸ Γιακοὺτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες.
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καὶ ἔχει χάσει τὶς σωματικές του δυνάμεις, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ κάποιο μοναστήρι. Ὅμως ὁ Θεός, ποὺ κηδεμονεύει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Στὶς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, τὸ Μέγα Σάββατο, στὶς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 525 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβοῦς καὶ εὔπορης οἰκογένειας. Ἔλαβε πλούσια μόρφωση, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «σχολαστικό», ἀλλὰ σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Μαρτυρίου, στὸ ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὸ θάνατό του.
Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε μοναχικὲς κοινότητες στὴ Σκήτη καὶ Ταβέννιση τῆς Αἰγύπτου, ἀργότερα δὲ ἐγκαταστάθηκε σὲ κελὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, Δανιὴλ ὁ Ραϊθηνός, μᾶς δίνει μερικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του, κυρίως ὅμως μᾶς παρουσιάζει τὸ πῶς ἀναδείχθηκε δεύτερος Μωϋσῆς καθοδηγώντας τοὺς νέους Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν γῆ τῆς δουλείας στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Μὲ τὴν λίγη τροφὴ νίκησε τὸ κέρας τοῦ τύφου τῆς οἰήσεως καὶ τῆς κενοδοξίας, πάθη πολὺ λεπτὰ καὶ δυσδιάκριτα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐμπλέκονται στὶς κοσμικὲς ἐνασχολήσεις. Μὲ τὴν ἡσυχία, νοερὰ καὶ σωματική, ἔσβησε τὴν φλόγα τῆς καμίνου τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγώνα ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν δουλεία στὰ εἴδωλα. Ἀνέστησε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε. Μὲ τὴν ἀπονέκρωση τῆς προσπάθειας καὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγινε ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος, ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πλασμένος καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀνακαινισμένος. Καὶ μὲ ὅσα ἔγραψε δὲν μετέφερε σὲ ἐμᾶς μόνο τὶς ἀνθρώπινες γνώσεις ἀλλὰ τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη, γι’ αὐτὸ ὁ λόγος του εἶναι ἀφοπλιστικὸς καὶ θεραπευτικός.
Μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἄσκηση στὴν ἔρημο, σὲ προχωρημένη πλέον ἡλικία, ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, ἐνῷ πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου του ἀποσύρθηκε πάλι στὴν ἔρημο, ὅπου κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν, κατὰ τὸ ἔτος 600 μ.Χ.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν «Κλίμακα» καὶ τὸ «Λόγο πρὸς τὸν Ποιμένα». Ἡ «Κλίμακα» εἶναι συνέχεια τῶν ἡσυχαστικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης παρουσιάζει τὰ στάδια τῆς τελειώσεως σὲ τριάντα κεφάλαια. Τὴν ἰδέα τῆς κλίμακος ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἰακώβ, τὸν δὲ ἀριθμὸ τριάντα ἀπὸ τὴν ἡλικία τῆς ὡριμότητας κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄρχισε τὴν δημόσια δράση Του.
Κατ’ ἀρχὰς περιγράφει τὸ πρῶτο στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ποὺ συνίσταται στὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὑπενθυμίζει τὸν κόσμο, τὴν ξενιτεία. Ἔπειτα ἔρχεται ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀγῶνος τοῦ ἀσκητοῦ, μεταξὺ τῶν ἀρετῶν καὶ κακιῶν, οἱ ὁποῖες περιγράφονται ἀνάμεικτες: λύπη, ὑπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατὰ Θεὸν πένθος, ἀοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή. Τὰ τελευταία κεφάλαια ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐν ἀγάπῃ τελείωση, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐσωτερικὴ προσευχή.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πᾶσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ σῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε· κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μεθέξιν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωὴλ ὁ Προφήτης
Ὁ Προφήτης Ἰωὴλ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τὸ ὄνομα Ἰωὴλ προῆλθε ἀπὸ τὴν σύντμηση τοῦ Γιχβὲλ (=ὁ Γιεχωβᾶ εἶναι Θεός). Ἦταν ὁ υἱὸς τοῦ Βαθουήλ. Ἀπὸ τὴν συχνὴ καὶ ἀποκλειστικὴ ἀναφορά του στὸν Ἰούδα καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴ Σιῶν καὶ τὸ ναό, φαίνεται ὅτι προφήτευσε στὴν Ἰουδαία καὶ μάλιστα στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς ἀναβιβάζουν χρονικὰ τὸν Προφήτη Ἰωὴλ σὲ πολὺ παλιὰ ἐποχή, πρὶς ἀπὸ τὸν Προφήτη Ἀμὼς καὶ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωὰς (836 – 797 π.Χ.), ἐνῷ ἄλλοι τάσσουν τὸ βιβλίο του μετὰ τὴ βαβυλώνιο αἰχμαλωσία (500 – 400 π.Χ.).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες προφητεῖες, ὁ Προφήτης Ἰωὴλ προφήτευσε περὶ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Κατὰ τὴν περίφημη ἐκείνη ἡμέρα στὰ ὄρη θὰ τρέχει τὸ γλυκὸ μέλι καὶ στοὺς λόφους θὰ ρέει ἄφθονο τὸ γάλα καὶ ὅλες οἱ πηγὲς θὰ ἀναβλύζουν ὕδατα. Κυρία πηγὴ θὰ πηγάζει ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου καὶ θὰ φθάνει τὸ πότισμά της μέχρι τοῦ μακρινοῦ χειμάρρου τῶν σχοίνων».
Ὁ Προφήτης Ἰωὴλ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του, ἐπίσης, στὶς 19 Ὀκτωβρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἀσκητὴς
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, λόγω τῶν διωγμῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, κατέφυγε στὴν Αἰγυπτιακὴ ἔρημο, μέσα σὲ ἕνα ξερὸ πηγάδι, ὅπου τρεφόταν ἀπὸ τοὺς ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ διῆλθε τὸν βίο του μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων. Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τὸν Ἅγιο ἐκεῖνο, ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ὁποίου κτίσθηκε στὴν Κύπρο, κατὰ τὸ ἔτος 1901, ἡ μονὴ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Φαίνεται ὅτι καὶ ὁ Ἅγιος αὐτὸς Πατριάρχης ἔφερε τὸ ἴδιο ἐπίθετο μὲ τὸν προγενέστερο Ἅγιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομο καὶ ἦταν στὴν καταγωγὴ Κύπριος.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κορίνθου
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ἦταν Ἐπίσκοπος Κορίνθου. Συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὅτι συνεργαζόταν μὲ τοὺς Ἐνετοὺς κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μοροζίνη στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καί, ἀφοῦ βασανίσθηκε σκληρά, ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὁ ὁποῖος τὸν προέτρεψε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ὁ Ζαχαρίας μὲ ἀποστροφὴ ἀρνήθηκε καὶ καταδικάσθηκε νὰ καεῖ ζωντανὸς στὴ φωτιά. Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου κατόρθωσαν, διὰ χρημάτων, νὰ μεταβάλουν τὸ φρικτὸ αὐτὸ τρόπο τῆς θανατικῆς καταδίκης. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀποκεφαλίσθηκε στὴν Κόρινθο τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως τοῦ ἔτους 1684 καὶ δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἐπίσκοπος Ἰρκούτσκ καὶ πάσης Σιβηρίας
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, κατὰ κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκϊυ, γεννήθηκε στὶς 25 Δεκεμβρίου 1703 στὴν Οὐκρανία, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀνέπτυξε σπουδαία ἱεραποστολικὴ δράση καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἰρκούτσκ
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1771, κατὰ τὴν Δευτέρα ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Ἐνῷ ἀναμενόταν ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, ἡ σορός του παρέμεινε ἄταφη ἐπὶ ἕξι μῆνες, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ τὴν παραμικρὴ ἀλλοίωση. Τὸ γεγονὸς αὐτό, καθὼς καὶ ἡ φήμη τοῦ αὐστηροῦ ἀσκητικοῦ του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστῶν, οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦσαν τὸ ἱερὸ λείψανο ὡς σκήνωμα Ἁγίου τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου διασώθηκαν θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴν πυρκαγιὰ ποὺ κατέστρεψε ὁλοσχερῶς τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἰρκούτσκ
Ἡ ἀνακήρυξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία στὶς 23 Ἀπριλίου 1918.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σελίδα 57 από 415