Κατά την Μ. Τρίτη επιτελούμε ανάμνηση (α) της περί των δέκα παρθένων γνωστής παραβολής του Κυρίου. Η Εκκλησία μας καλεί να είμεθα έτοιμοι για να υποδεχθούμε, κρατούντες τις λαμπάδες των αρετών μας, τον ουράνιον Νυμφίο, τον Κύριον Ιησού, ο Οποίος θα έλθει αιφνίδια, είτε ειδικά κατά τη στιγμή του θανάτου μας, είτε γενικά κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Επίσης μας καλεί, (β) φέρουσα ενώπιό μας και τη παραβολή των ταλάντων, να καλλιεργήσουμε και να αυξήσουμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός.  

Ο Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός, όταν ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα και πλησίαζε προς το εκούσιο Πάθος, έλεγε στους μαθητές Του ορισμένες παραβολές για να τους προετοιμάσει. Μερικές, μάλιστα, τις έλεγε για να καυτηριάσει και να χτυπήσει του Γραμματείς και τους Φαρισαίους.
Μια από αυτές, τη σημερινή των δέκα παρθένων, την είπε για να παρακινήσει μεν όλους προς την ελεημοσύνη, αλλά και να διδάξει όλους μας να είμαστε έτοιμοι πριν μας προλάβει το τέλος του θανάτου. Επειδή έχει πολλή δόξα η παρθενία (πραγματικά είναι μεγάλο κατόρθωμα!) και για να μη βρεθεί κάποιος που κατορθώνει αυτό το μεγάλο έργο, αλλά παραμελεί τα άλλα και ιδίως την ελεημοσύνη, προβάλλει αυτή τη παραβολή.
Τρέχει πολύ γρήγορα η νύκτα της παρούσης ζωής, έτσι οι παρθένες όλες νύσταξαν και κοιμήθηκαν, δηλαδή πέθαναν, γιατί ο θάνατος λέγεται και ύπνος. Καθώς κοιμόντουσαν, στη μέση της νύχτας ακούσθηκε μια δυνατή φωνή που έλεγε: «Νάτος ο Νυμφίος, έρχεται! Βγείτε όλες να Τον προϋπαντήσετε!». Τότε οι φρόνιμες παρθένες που είχαν φροντίσει να έχουν άφθονο λάδι, συνάντησαν τον Νυμφίο και μπήκαν μέσα μαζί Του, όταν ανοίχθηκαν οι πύλες. Αυτές κοντά στις άλλες αρετές και μάλιστα της παρθενίας, φρόντισαν να έχουν άφθονο και το λάδι της ελεημοσύνης.
Αντίθετα οι άλλες πέντε παρθένες που δεν είχαν αρκετό λάδι, όταν ξύπνησαν ζητούσαν λίγο από τις φρόνιμες, αλλά μετά θάνατο δεν είναι εύκολο να αγοράσεις λάδι από αυτούς που το πουλούν, δηλαδή τους φτωχούς. Αυτές η παραβολή τις ονομάζει μωρές, γατί ενώ κατόρθωσαν το δυσκολότερο, την ''παρθενία'', παραμέλησαν το ευκολότερο γιατί ήταν ανελεήμονες καρδιές.  

Όποιος λοιπόν κατορθώσει μια αρετή - έστω μεγάλη - αλλά δε φροντίσει και για τις άλλες και ιδίως την ελεημοσύνη, δε μπορεί να μπει μαζί με το Χριστό στην αιώνια ανάπαυση και γυρίζει πίσω ντροπιασμένος. Και τίποτα δεν είναι πιο λυπηρό και πιο ντροπιαστικό από μια "παρθένο" που νικιέται απ' τον έρωτα των χρημάτων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἰδοῦ ὁ Νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὴν ὥραν ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καὶ τὴν ἐκκοπήν, τῆς συκῆς δειλιάσασα, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καὶ κράζουσα· Μὴ μείνωμεν ἔξω, τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.

Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἱεροσολυμήτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πεντακόσιοι τεσσαράκοντα ἕξι Μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ ἐξοχὴν στὴν Αἴγυπτο τὴν εὐεργετικὴ καὶ πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανὸς γνωρίζωντας ἀπὸ τὶς διαδόσεις γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς σκεπτόταν πῶς μποροῦσε νὰ τὸν συλλάβει. Ὁ Παφνούτιος συνήθιζε νὰ περνᾶ τὴν ζωή του σὲ ἐρημικοὺς τόπους καὶ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ φανέρωσε ὅτι κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι τὸν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος. Κλήθηκε μόνος του νὰ προσέλθει  ἐνώπιον τῶν διωκτῶν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Ἀρριανὸ καὶ τὰ εἴδωλα.

Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὶς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τὸν Ἀρριανὸ νὰ ἀποβιβάζεται ἀπὸ πολυτελὲς πλοῖο μὲ συνοδεία ἀρχόντων καὶ στρατιωτῶν. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνώριζε προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτὸς ὅμως ἀναγνώρισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τὸν σεβάσμιο γέροντα νὰ προχωρεῖ πρὸς αὐτόν.

- Μὲ ζητᾶς, τοῦ εἶπε καὶ δὲν θέλησα νὰ σὲ ὑποβάλλω σὲ κόπο. Εἶμαι ὁ Παφνούτιος.

Ὁ Ἀρριανὸς τινάχθηκε. Τὸ ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καὶ ἡ αἰφνίδια ἀφθόρμητη ἐμφάνιση καὶ παράδοσή του ἔφεραν στὸν ἔπαρχο σκοτισμὸ καὶ σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ μεταχειρίσθηκε γλῶσσα ἀπρεπὴ καὶ σκληρὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔβρισε, γιατί ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ διέγειρε τὰ πλήθη στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπείλησε τὸν Ἅγιο ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει ἀδυσώπητα, ἂν δὲν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Παφνούτιος ἀπολογήθηκε σύντομα γιὰ τὴν πίστη του καὶ δήλωσε ὅτι δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἀνώτερη εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ νὰ βασανισθεῖ καὶ νὰ χύσει τὸ αἷμα του ὑπὲρ τοῦ Λυτρωτοῦ του.

Μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τὸν Παφνούτιο σὲ βασανιστήρια. Τοῦ κατέξυσαν τὶς σάρκες τόσο πολύ, ὥστε τὰ αἵματα ποὺ ἔρρεαν πότισαν τὸ ἔδαφος. Καὶ ἦταν τόσο βαθιὲς οἱ πληγὲς ποὺ εἶχαν ἀνοίξει, ὥστε φαίνονταν τὰ ἐντόσθια τοῦ Μάρτυρος. Τότε ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἀπηύθυνε προσευχὴ πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν ἱκέτευσε νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει, ἂν ἤθελε καὶ ἂν τὸν ἔκρινε χρήσιμο γιὰ περισσότερους ἀγῶνες στὴ φοβερὴ ἐκείνη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ψυχὲς εἶχαν τόση ἀνάγκη γιὰ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση.

Ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ πολλῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν πλάνη, ἡ Θεία Χάρη ἐπιτέλεσε ἐκπληκτικὰ πράγματα. Οἱ πληγὲς τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου ἔκλεισαν ἐκείνη τὴ στιγμή. Οἱ δύο στρατιῶτες ποὺ τὸν κατέξυσαν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ὁμολόγησαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν Χριστό. Οὔτε περιορίσθηκαν μέχρι ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Ἀρριανό, ἀπέρριψαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες καὶ δήλωσαν ὅτι ἔγιναν καὶ οἱ ἴδιοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀρριανὸς αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καὶ ὀργή. Ὅταν ὅμως εἶδε τὴν ἐπιμονὴ καὶ τῶν δύο, τοὺς ἀποκεφάλισε. Ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Διονύσιος καὶ ὁ ἄλλος Καλλίμαχος καὶ ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸν οὐρανὸ ὡς φωτεινοὶ ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος.

Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Παφνούτιος φυλακίσθηκε. Μέσα στὴν φυλακὴ ὑπῆρχαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ σαράντα πρόκριτοι, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι ἐκεῖ, γιατί καθυστεροῦσαν τοὺς φόρους πρὸς τὸ δημόσιο. Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ κινήθηκαν ἀπὸ θαυμασμό, ὅταν γιὰ δύο συνεχόμενες νύχτες ἔβλεπαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ μέρος, ἐκεῖ ὅπου προσευχόταν ὁ Ἅγιος Παφνούτιος, κάποια ἐξαίσια καὶ ὑπερφυσικὴ λάμψη. Ποιὸς ἄραγε ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτός; Ὁ Παφνούτιος ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν περιέργειά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Πίστεψαν δὲ ὅλοι καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους ἦταν ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανισμοὺς καὶ γιὰ θάνατο.

Ὁ Ἀρριανός, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐξοργίσθηκε. Ἡ κατάκτηση ἐκείνη τοῦ Παφνουτίου σὲ τόσους διακεκριμένους ἄνδρες τὸν καταθορύβησε καὶ τοῦ φάνηκε ὡς αἶσχος καὶ ἥττα ὄχι μόνο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἀλλὰ καὶ δική του. Μάταια ὅμως προσπάθησε μὲ τὸν πλέον περιποιητικὸ τρόπο νὰ ἐξευμενίσει τοὺς προκρίτους, νομίζοντας ὅτι στὸ διάβημα προέβησαν ἀπὸ ὀργὴ γιὰ τὴ φυλάκισή τους. Καὶ οἱ σαράντα ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, προσπάθησαν μάλιστα νὰ ἑλκύσουν πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν Ἀρριανό. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε κλειστὴ τὴν ψυχή του γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸ φῶς. Ἀφοῦ ἀπέβαλε κάθε ἐλπίδα, διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ νέοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί. Τοὺς ἔφεραν λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἄναψαν πυρκαγιὰ μεγάλη καὶ εἶπαν στοὺς στρατιῶτες νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἄνδρες σὲ αὐτήν. Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες δὲν εἶχαν τὴν ἀνάγκη βίας. Μόνοι τους, καθὼς κρατοῦσε ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου εἰσῆλθαν χαρούμενοι στὶς φλόγες ψάλλοντας καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους.

Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνουν πραγματικότητα καὶ ἄλλες πολλὲς ἐπιστροφὲς διὰ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου. Καὶ ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς ξέφυγε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ποὺ ζήτησαν νὰ Τὸν φονεύσουν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μανία ἔγινε μεγαλύτερη.

Τὰ κατορθώματα τοῦ Παφνουτίου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησαν. Ἡ παρουσία του ἔφλεξε τὰ εὐσεβὴ στήθη τοῦ Εὐστοργίου καὶ τῆς Ἐρμιόνης, ποὺ ἦταν πλούσιο ἀντρόγυνο, ἐνῷ στὰ ἴχνη τους ἀκολούθησε καὶ ἡ κόρη τους Στεφανώ, μόλις δεκαοκτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Ἡ πίστη κόχλαζε τώρα θερμότερα στὰ στήθη τους. Γεμάτοι ἀπὸ φιλαδελφία διαμοίραζαν τὰ πλούτη τους περιθάλποντας τοὺς διωκόμενους Χριστιανούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ τῆς χῆρες τῶν Μαρτύρων. Προχωρώντας δὲ καὶ ἀκόμα περισσότερο μετέβαιναν καὶ στοὺς τόπους τῶν Μαρτυρίων γιὰ ἐνθάρρυνση τῶν ἀνακρινόμενων καὶ βασανιζόμενων πιστῶν.

Ὅταν ὁ Ἀρριανὸς πληροφορήθηκε τὴ διαγωγὴ αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας παρέδωσε καὶ τοὺς τρεῖς στὸ θάνατο. Ἐκεῖνοι τὸν δέχθηκαν μὲ τὴν πλέον θαυμαστὴ γενναιότητα.

Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου αὐξήθηκαν. Δέκα ἕξι νεαροί, σχεδὸν παιδιὰ ἀκόμη, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες ἦταν ἀπὸ τοὺς σαράντα ἐκείνους ἄνδρες ποὺ τελειώθηκαν στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, πίστεψαν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους. Ὁ Ἀρριανὸς προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἐπιδεικνύοντας πρὸς αὐτοὺς καὶ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, στὴν ὁποία διαγράφονταν οἱ ὁδηγίες τοῦ διωγμοῦ. Ἰδιαίτερα ζήτησε ὁ ἔπαρχος νὰ σώσει ἀπὸ τὴν καταδίκη τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς νεαροὺς ἐκείνους, ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, δεκατριῶν ἀκόμη χρόνων. Ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ ὑπῆρχε ὥριμη ἀποφασιστικότητα καὶ φλογερὴ ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Ζήτησε νὰ δεῖ τὴν βασιλικὴ διαταγή. Καὶ ὅταν ὁ Ἀρριανὸς τὴν παρέδωσε στὰ χέρια του, ἐκεῖνος πῆρε τὴν πλέον τολμηρὴ ἀπόφαση. Κοντὰ ἔκαιε καὶ κάπνιζε ὁ εἰδωλολατρικὸς βωμός. Ἀφοῦ ὅρμησε λοιπόν, ὁ μικρός, ἔριξε στὴ φωτιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο φωνάζοντας: «Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Τὸ θέαμα τοῦ ἐγγράφου ποὺ καιγόταν ἐξαγρίωσε τοὺς παρευρισκόμενους ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρριανός, παράφρων ἀπὸ ὀργὴ καὶ θέλοντας ἄμεση καὶ παραδειγματικὴ ἐκδίκηση, ἔριξε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια στὴ φωτιὰ τὸν ριψοκίνδυνο ἐκεῖνο νέο, ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἔμπνευση ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ σάρκες του κατακαίγονταν, ἀλλὰ ἡ ὄψη του παρουσίαζε τὴν δόξα ἐκείνη ποὺ εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅταν ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ τοὺς λιθοβολισμοὺς τῶν Ἰουδαίων. Οἱ ὑπόλοιποι νέοι, γεμάτοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ μικρότερου ἀπὸ αὐτούς, ἀπευθυνόμενοι πρὸς ἐκεῖνον ἐνῷ καιγόταν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ δεηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἄξιοι μιμητές του καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τὸ στέφανο ποὺ ἔλαβαν καὶ οἱ πατέρες τους δεχόμενοι τὸ μαρτύριο.

Ὁ νέος Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ἅγια ψυχή του, ἀφοῦ σφράγισε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸν μαρτυρικὸ δρόμο οἱ ὑπόλοιποι φίλοι καὶ συμμαθητές του. Ἦταν δεκαπέντε καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λιποψύχησε μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Καὶ ὅταν ὁδηγοῦνταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν, προσεύχονταν καὶ ἔψαλλαν.

Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐξακολούθησε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια ἡμέρα, κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, συνάντησε ὀγδόντα ἁλιεῖς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς βάρκες τους καὶ τὰ δίχτυά τους. Τοὺς ἁλίευσε καὶ αὐτούς. Πίστεψαν στὸν Χριστό, διαλαλοῦσαν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐπισφράγισαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό τους.

Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα ὁ Ἅγιος Παφνούτιος προσῆλθε μόνος του στὸν Ἀρριανό. Ἡ ἄγρια χαρὰ τοῦ ἐπάρχου ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν ἔλαβε καὶ πάλι στὰ χέρια του τὸν πρωτεργάτη τῆς δικῆς του λύπης καὶ ντροπῆς. Διέταξε νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ φρικτὸ βασανιστήριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλὰ τὰ μέλη τοῦ Ἁγίου ὅταν κατακόβονταν, ἀμέσως θεραπεύονταν καὶ ὁ θεωρούμενος ὡς πτῶμα καὶ σύντριμμα παρουσιάσθηκε τελικὰ γεμάτος ζωή.

Ὁ Ἀρριανὸς προσῆλθε μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα γιὰ νὰ δεῖ τὸ πτῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος βρέθηκε ὄρθιος ἐνώπιόν του καὶ τοῦ εἶπε: «Μὲ γνωρίζεις, Ἀρριανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια σχετικὰ μὲ ἐμένα τὰ πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ ἀσέβειά σου καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι πολεμώντας ἐνάντια σὲ Αὐτόν, χτυπᾶς στὸ κέντρο. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ἐπίσης ὅτι λατρεύεις κουφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ ὕλη ἀναίσθητη».

Ὁ Ἀρριανὸς δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει στὴν πρώτη ἐκείνη στιγμὴ τῆς καταπλήξεως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ. Μίλησε ὅμως ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος, ποὺ ἦταν παρὼν ἐκεῖ. Δήλωσε ὅτι καὶ αὐτός, ἀπέναντι σὲ τόσο ἀκαταμάχητα θαύματα, ἀποκηρύσσει τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ κηρύττει τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ἀποτάνθηκε στοὺς τετρακόσιους στρατιῶτες ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, τοὺς κάλεσε μὲ τὸν πλέον φλογερὸ τόνο νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο. Οἱ στρατιῶτες, ἀπαλλαγμένοι  ἀπὸ τὴ σκολιότητα καὶ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνωτέρων λετουργῶν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καθεστῶτος, ψυχὲς ἁπλὲς καὶ εὐθεῖες καθὼς ἦταν καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεκτικὲς τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτός, ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τοῦ πραιπόζιτου. Μὲ φωνὴ μεγάλη, ποὺ κάλυψε ὅλη τὴ γύρω ἔκταση, ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στόλισε τὰ μέτωπα καὶ τῶν νέων αὐτῶν ἀθλητῶν. Σὲ τέσσερις τεράστιες πυρακτωμένες καμίνους καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος καὶ οἱ τετρακόσιοι στρατιῶτες βρῆκαν ἔνδοξο θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου θαῦμα ἱκανὸ νὰ κερδίσει καὶ τὴν περισσότερο ἄπιστη ψυχή, σὲ ὅποια τυχὸν εἶχε ἀπομείνει ἴχνος λογικῆς καὶ καθαρᾶς καρδίας.

Ἀφοῦ συνέλαβε ὁ Ἀρριανὸς τὸν Παφνούτιο, τὸν ἔριξε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου μὲ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό. Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος φάνηκε νὰ ἐξαφανίζεται στὰ βάθη καὶ ὁ Ἀρριανὸς ἐξακολούθησε τὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπὲς πλοῖο του. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ κάποια λεπτά, μπροστὰ στὸ πλοῖο τοῦ ἐπάρχου, παρουσιάσθηκε ὁ Ἅγιος, λέγοντάς του ἀπὸ τὰ νερά: «Ἀρριανέ, ἐσὺ μὲν χρειάζεσαι πλοῖο καὶ ἄνεμο γιὰ νὰ πλέεις. Ἐγὼ ὅμως οὔτε πλοῖο οὔτε ἄνεμο χρειάζομαι, γιατί κυβερνήτης μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ λύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο».

Ὁ Ἀρριανὸς καταλήφθηκε ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἡ πωρωμένη του ψυχὴ ἔμεινε ἀφώτιστη. Συνέλαβε τὸν Ἅγιο Παφνούτιο καὶ τὸν ἔστειλε  πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, μὲ σύντομη ἔκθεση γιὰ ὅσα συνέβησαν σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστιανὸ αὐτό. Ὁ Διοκλητιανὸς προσπάθησε νὰ κατανικήσει ὁ ἴδιος τὴν πίστη τοῦ Παφνουτίου. Ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δὲν μποροῦσε νὰ καρποφορήσει. Διέταξε λοιπὸν τὴν σταύρωση τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ τὸ θέλησε καὶ ὁ ἴδιος περισσότερο αὐτὴν τὴν φορά, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἅγιος ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος καὶ τετρακόσιοι σαράντα ἕξι πιστοὶ ποὺ ἦλθαν στὴν πίστη μέσῳ αὐτοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἔνθεη ὤθησή του, ἔλαβαν καὶ ἐκεῖνοι τὸ μαρτυρικὸ στέφανο.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 25 Σεπτεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσίαν τὴν ἔνθεον, πιστῶς προσφέρων Θεῷ, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αὐτῷ, ἀθλήσεως ἄνθραξιν· ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν Ἀθλοφόρον, ἔδειξέ σε ὁ Κτίστης, χαρισμάτων ταμεῖον· ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν παράσχου, Ἱερομάρτυς Παφνούτιε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ῥοαῖς, στολήν σου τὴν ὑπέρτιμον, φοινίξας λαμπρῶς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως ἔδραμες, πρὸς ναὸν κραυγάζων τὸν οὐράνιον· Τῆς ζωῆς σὺ Σῶτερ πηγή, ὁ πᾶσι βλυστάνων οἰκτιρμῶν ποταμούς.

 

Μεγαλυνάριον.
Θείας βασιλείας σε κοινωνόν, Παφνούτιε μάκαρ, ἀπειργάσατο ὁ Χριστός· τούτου γὰρ τὸ πάθος, ἔφερες τῇ σαρκί σου, διὸ παθῶν λυτροῦσαι, τοὺς σὲ γεραίροντας.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.). Ἔχοντας ζῆλο γιὰ τὴν πατρώα εὐσέβεια κατέστρεφε εἴδωλα καὶ ναοὺς εἰδωλικούς. Συνελήφθη ὅμως καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ φρικώδη βασανιστήρια. Τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένες σχάρες καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἔδεσαν τὰ πόδια σὲ ἄλογα ποὺ τὸν ἔσυραν μέχρι θανάτου. Ἀκολούθως τὸν ἔριξαν σὲ καμίνι φωτιᾶς μὲ τοὺς στρατιῶτες Σωκράτη καὶ Διονύσιο καὶ τὸν ἱερέα τῶν εἰδώλων Διόσκορο, ποὺ βλέποντας τὰ μαρτύρια τοῦ Ἁγίου, πίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔπειτα, ἀφοῦ πρῶτα τὸν φυλάκισαν, τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν πλήγωσαν μὲ βέλη γιὰ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες. Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, Φιλίππα, μετὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ υἱοῦ της, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος μαρτύρησε διὰ τοῦ πυρὸς καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σωκράτης καὶ Διονύσιος μαρτύρησαν ἀπὸ χτυπήματα με λόγχη μέσα σὲ κάμινο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ἑρμογένης, Γάϊος, Ἐξπέδιτος, Ἀριστόνικος, Ροῦφος καὶ Γαλατὰς οἱ Μάρτυρες 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Πισιδίας 

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πισιδίας. Προσκληθεῖς μαζὶ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στὴν Σύνοδο τοῦ 754 μ.Χ., ἀντιστάθηκε σθεναρὰ στὰ ἐντάλματα τῶν κρατούντων εἰκονομάχων καὶ στὴν ἀσέβειά τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) καὶ εὑρισκόμενος στὴν ἐξορία κοιμήθηκε. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Τρύφωνας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 

Ὁ Ἅγιος Τρύφων ἦταν εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος μοναχὸς σὲ κάποια μονὴ τοῦ θέματος τοῦ Ὀψικίου καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στὶς 14 Δεκεμβρίου τοῦ 928 μ.Χ., σὲ διαδοχὴ τοῦ Πατριάρχου Στεφάνου Β’, ὑπὸ τὸ ὅρο νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸν θρόνο μετὰ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ υἱοῦ τοῦ Ρωμανοῦ, Θεοφυλάκτου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀρνιόταν νὰ παραιτηθεῖ, ἐξαναγκάσθηκε μὲ πονηρὸ τέχνασμα τοῦ Καισαρείας Θεοφάνους νὰ ὑπογράψει τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 931 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων ἀποσύρθηκε σὲ μονή, ὅπου ἔζησε ὁσιακὰ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀλπέγιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλπέγιος ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Μπὰθ τῆς Ἀγγλίας. Ἀργότερα διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του καὶ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Τὸ ἔτος 984 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐΐντσεστερ, ὅπου ἀπέσπασε τὸν σεβασμὸ γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετές του, ἰδιαίτερα δὲ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς. Τόσο πολὺ φρόντισε γιὰ τοὺς φτωχούς, ὥστε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του κανένας ἐπαίτης δὲν βρισκόταν στὴν ἐπαρχία του. Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι δύο ἔτη ἀρχιερατείας, ἀνέλαβε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιθυμεῖ, τὸ θρόνο τῆς Καντουαρίας κατὰ τοὺς δυσχειμέρους χρόνους τῶν Δανικῶν καὶ Νορβηγικῶν ἐπιδρομῶν. Ἔφθασε μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ προσφέρει ἑκουσίως τὸν ἑαυτό του ὡς ὅμηρο στοὺς κατακτητές, γιὰ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του. Ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ ἔτος 1012.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἡγούμενος τῆς μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους

Ὁ Ὅσιος Συμεών, ὁ καὶ «ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων» ἀποκαλούμενος, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1500 στὸ χωριὸ Βαθύρρεμα Λαρίσης, τοῦ ὁποίου σήμερα σώζονται ἐλάχιστα ἐρείπια.

Καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια, ὁ δὲ πατέρας του Ἀνδρέας, ποὺ ἦταν ἱερέας, φρόντισε γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ἀγωγὴ τοῦ Συμεὼν καὶ τὴ μόρφωσή του. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ὁ Συμεὼν ἐγκατέλειψε τὴν οἰκία του κινούμενος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν γενέτειρά του, μετέβη στὸν Ἐπίσκοπο Δημητριάδος Παχώμιο, ἱεράρχη ἐνάρετο, στὴν ἐπαρχία τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν τότε τὸ Βαθύρρεμα. Ἐκεῖνος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἔπειτα ὁ Συμεὼν μετέβη στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου – Ἁγίου Δημητρίου Οἰκονομείου ἢ Κομνηνείου στὸν Κίσσαβο, ὅπου κατὰ τὸ Συναξάριο, περνοῦσε τὸν βίο του μὲ σκληραγωγία, νηστεία πολλή, ἀγρυπνία ἄμετρη, ὁλονύκτια στάση, μὴ ἔχοντας ὑποδήματα καὶ φορώντας μόνο ἕνα ἱμάτιο παλαιὸ καὶ σκισμένο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε «ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων».

Ἀφοῦ γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴ μονὴ αὐτή, μετέβη στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐγκαταστάθηκε ἔπειτα στὴ μονὴ Φιλοθέου, τῆς ὁποία διετέλεσε ἡγούμενος μὲ παράκληση τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς.

Ἀπὸ ἐκεῖ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἕνεκα ἀσέβαστης συμπεριφορᾶς τῶν μοναχῶν αὐτῆς, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τὴν φυλάκιση τοῦ Ὁσίου στὸν πύργο τῆς μονῆς καὶ ἦλθε στὸ Πήλιον ὄρος, τὸ ὁποῖο τότε καλεῖτο Ζαγόριο. Ἐκεῖ, στὴ θέση Φλαμούριο τῆς Ζαγορᾶς, ἔχτισε μονὴ πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στὴν ὁποία καὶ μόνασε μὲ ἄλλους μοναχούς.

Ἀφοῦ ρύθμισε τὰ τῆς μονῆς καὶ κατέστησε αὐτὴν κοινόβιο εὐλαβῶν μοναχῶν, ἄφησε τὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ καὶ στράφηκε πρὸς τὸν κόσμο, πρὸς τοὺς ὑπόδουλους στοὺς Τούρκους Χριστιανοὺς καὶ πρὸς τὸ Γένος, ἀναλαμβάνοντας ἔργο ἱεραποστολικὸ καὶ ἐθνικό. Ἐπισκέφθηκε τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς, τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Λάρισας, τῆς Λαμίας, τῶν Γρεβενῶν καὶ τῶν Θηβῶν, διδάσκοντας τὸ λαό.

Ἀπὸ τὴν Βοιωτία, ὁ Ὅσιος Συμεὼν μετέβη στὸν Εὔριπο (Χαλκίδα). Ἐκεῖ τὸ κήρυγμά του διαβλήθηκε καὶ παρ’ ὀλίγον νὰ ὑφίστατο  τὸ διὰ πυρᾶς μαρτύριο. Οἱ κατακτητὲς Τοῦρκοι φθόνησαν τὴν παρρησία τοῦ Ὁσίου, καθὼς καὶ τὶς τιμὲς καὶ τὴν εὐλάβεια ποὺ οἱ Χριστιανοὶ ἀπέδιδαν σὲ αὐτόν. Γιατί ὅλοι συνομιλοῦσαν μὲ καύχηση γιὰ τὸν Ὅσιο, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἀσθενεῖς καὶ κλινήρεις ἐρχόμενοι πρὸς αὐτὸν θεραπεύονταν, τὸ δὲ πλῆθος ἔτρεχε πλησίον του γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικά. Κατηγορήθηκε λοιπὸν ὁ Ὅσιος ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸν Κεχαγιᾶ, δηλαδὴ τὸν ἐπίτροπο πασᾶ τοῦ Εὐρίπου, ὅτι δίδασκε καθημερινὰ τοὺς Μουσουλμάνους νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν θρησκεία τους ὡς ψευδὴ καὶ πλανημένη καὶ νὰ γίνουν Χριστιανοί.

Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ψευδοῦς αὐτῆς κατηγορίας ἦταν νὰ συλληφθεῖ ὁ Ὅσιος, νὰ ἁλυσοδεθεῖ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ μέσον τοῦ παζαριοῦ, ὅπου τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων ἄρχισε νὰ συγκεντρώνει ξύλα γιὰ νὰ τὸν κάψει. Τότε ἕνας Ἄραβας καὶ μερικὲς γυναῖκες, στὸ ἄκουσμα τῆς καύσεως τοῦ Ὁσίου, ἔσπευσαν στὴν μητέρα τοῦ Κεχαγιᾶ καὶ τὴν παρακάλεσαν νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἡ ἄμεση ἐπέμβαση τῆς μητέρας πρὸς τὸν υἱό της Κεχαγιᾶ, οἱ παραινέσεις αὐτῆς καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ψεύδους, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ κληθεῖ ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐνώπιον τοῦ Κεχαγιᾶ πρὸς ἀπολογία. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀφεθεῖ ὁ Ὅσιος ἐλεύθερος καὶ νὰ κηρύσσει πλέον ἐλεύθερα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴ μονή του καὶ λίγο ἀργότερα μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ κήρυκος τοῦ θείου λόγου. Ἐκεῖ βρισκόμενος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1594. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς νήσου Χάλκης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος 

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀγαθάγγελος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Θράκη. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος, ἡ δὲ μητέρα του Κρυσταλλία. Ὅταν ἦταν νέος, ἐργαζόταν σὲ τουρκικὸ πλοῖο καὶ πιεζόταν ἀπὸ τὸν πλοίαρχο νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ Μωαμεθανισμό. Κάποια ἡμέρα, ἀφοῦ τὸν πλήγωσαν μὲ μαχαίρα πρὸς ἐκφοβισμό, ὁ Ἀθανάσιος ἐνέδωσε στὶς συνεχεῖς πιέσεις καὶ ἐξισλαμίσθηκε. Μεταμεληθεὶς ὅμως, ἀναχώρησε ἀργότερα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἰσῆλθε στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου, γενόμενος δεκτὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Εὐθύμιο. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Ἀγαθάγγελος. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἦλθε στὴ Σμύρνη ὅπου ἐπεζήτησε τὸ μαρτύριο, ἀποκηρύσσοντας δημόσια τὴ Μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ καταδικάσθηκε σὲ ἀποκεφαλισμὸ τὸ ἔτος 1818, ἡμέρα Σάββατο.
Οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ τῆς Σμύρνης, ἀγόρασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος καὶ τὸ μετέφεραν μὲ τιμὲς στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸν τάφο τοῦ νεομάρτυρα Δήμου, ὁ ὁποῖος εἶχε μαρτυρήσει στὴ Σμύρνη τὸ ἔτος 1763. Μέρος δὲ τοῦ λειψάνου, ἡ Ἁγία καὶ Θαυματουργὸς κάρα μετὰ τῆς δεξιᾶς χειρὸς καὶ μιᾶς πλευρᾶς τοῦ Ἁγίου, μετακομίσθηκε τὸ ἔτος 1844 στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγὰς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε· ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ᾔσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὖν Ὁσιομάρτυς, ἡμῖν ἱλέωσαι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον

Καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον

Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς·

Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος

Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.

 

Μεγαλυνάριον.
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε.

Ἡ Ἁγία Ἀσυνὲθ ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή 

Ἡ Ἁγία Ἀσυνὲθ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μωυσῆ τοῦ Θαυματουργοῦ

Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τιμᾶται ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μωυσέως, Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ. Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ἁγίου τιμᾶται τὴν 25η Ἰανουαρίου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γκλαζὼφ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βίκτωρ, Ἐπίσκοπος Γκλάζωφ, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος Ἀλεξάνδροβιτς Ὀστροβίντωφ, διετέλεσε βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Μαΐου τοῦ 1875 στὸ χωριὸ Ζολοτόε τῆς περιφέρειας Σαρατόβσκαγια. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱεροψάλτης καὶ ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.

Ὁ Κωνσταντίνος φοίτησε ἀρχικὰ στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ Σαράτωβ καὶ στὴν συνέχεια στὴν ἱερατικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Φοιτητής, ἀκόμη, κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βίκτωρ. Τὸ ἔτος 1903 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία ὡς διδάκτωρ τῆς Θεολογίας καὶ διορίζεται ὑπεύθυνος τοῦ ναοῦ Τρόιτσκι τῆς πόλεως Χβαλίνσκ. Ἀπὸ τὸ 1905 ἕως τὸ 1908 ὁ Βίκτωρ κατέχει τὴν θέση τοῦ ἱερομονάχου τῆς ἱεραποστολῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ μετὰ τὸ 1908 γίνεται ἐπιθεωρητὴς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τῆς πόλεως τοῦ Ἀρχαγγέλσκ.

Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν πρωτεύουσα καὶ διορίζεται ὡς ἱερομόναχος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Τὸ 1910 γίνεται ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ζελενέτσκ, ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπαρχία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στὴν δύσκολη περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἀπὸ τὶς 21 Φεβρουαρίου ἕως τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1919, ὁ ἀρχιμανδρίτης Βίκτωρ ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντα τοῦ ὑπευθύνου τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.

Τὸ ἔτος 1919 ὁ Ἅγιος Βίκτωρ συλλαμβάνεται στὴν Ἁγία Πετρούπολη, σὲ λίγο ὅμως ἀποφυλακίζεται. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920 χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Οὐρζούμσκι καὶ βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια. Τὴν ἴδια χρονιὰ τὸ στρατοδικεῖο τῆς ἐπαναστάσεως τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καταδικάζει τὸν ἀρχιερέα Βίκτωρα σὲ φυλάκιση μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου μὲ τὴν Πολωνία, ὅμως σὲ πέντε μῆνες ἀποφυλακίζεται. Λόγω τῶν ἔντονων διαδηλώσεών του συλλαμβάνεται καὶ πάλι στὶς 12 Αὐγούστου τοῦ 1922 καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια στὴν περιοχὴ τοῦ Ναρίμ. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὸ ἔτος 1924, τοῦ ἀφαιρεῖται τὸ δικαίωμα παραμονῆς σὲ μεγάλες πόλεις. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ διορίζεται Ἐπίσκοπος τοῦ Γκλαζὼφ καὶ προσωρινὸς διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ Ὄμσκαγια. Στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1926 συλλαμβάνεται καὶ πάλι κατηγορεῖται γιὰ ὀργάνωση παράνομου ἐπαρχιακοῦ γραφείου καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια μὲ ἀφαίρεση τοῦ δικαιώματος παραμονῆς, ὄχι μόνο σὲ μεγάλες πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπαρχία Βάτσκαγια. Ἔτσι μένει πλέον στὴν πόλη Γκλάζοβο. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1926 τοῦ ἀνατίθεται ἡ διοίκηση τῆς γειτονικῆς ἐπαρχίας Βότκινσκαγια καὶ τῆς ἐπαρχίας Ἰζέβσκαγια.

Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1927 ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀπευθύνεται στὸν Μητροπολίτη Σέργιο, μὲ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία τὸν προειδοποιεῖ γιὰ τὶς κακὲς συνέπειες τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τοὺς ἄθεους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μετατίθεται στὸ Σάντρινκ μὲ δικαίωμα διοικήσεως τῆς ἐπαρχίας Αἰκατερινμπούργκσκαγια. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καὶ δὲν ἔφυγε γιὰ τὸ Σάντρινκ.

Ὁ Ἅγιος ἀπέρριπτε τὴν ἰδέα τῆς «νόμιμης ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας» μέσῳ τῆς δημιουργίας μιᾶς Κεντρικῆς Διοικήσεως ἀναγνωρισμένης ἀπὸ τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴ ἠρεμία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ σχέδιο ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξουσία τὸ θεωροῦσε ὡς ἀλλοτρίωση καὶ μέσο τὸ ὁποῖο μετέτρεπε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ μία κοσμικὴ ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας.

Τὸν Μάρτιο τοῦ 1928 ὁ Ἅγιος ἀποστέλλει νέα ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἱερεῖς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς βίαιης ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας (μὲ τρόπο ποὺ θὰ μετατραπεῖ σὲ κομματικὴ ὀργάνωση) μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. «Τὸ θέμα μας», ἔγραφε, «εὑρίσκεται ὄχι στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας».

Στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1928 συλλαμβάνεται στὸ Γκλάζωφ καὶ καταδικάζεται σὲ τρία χρόνια φυλακίσεως σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῆς νήσου Σολόφσκι ἐργάζεται ὡς λογιστής, λειτουργεῖ κρυφὰ καὶ χειροτονεῖ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους, Ἀρχιερεῖς γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ στρατοπέδου ἀπαγορευόταν ἡ μακριὰ ἐνδυμασία καὶ ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἔπρεπε νὰ κουρευτοῦν. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει σὲ αὐτὴ τὴ διάταξη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴν ἀπομόνωση, διὰ τῆς βίας τὸν ξύρισαν καὶ ἔκοψαν τὰ μαλλιά του τραυματίζοντας τον στὸ πρόσωπο, καὶ κόντυναν τὰ ἐνδύματά του.

Τὸ ἔτος 1931, μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, διαμένει στὸ χωριὸ Οὔστ – Τσίλμα τῆς βόρειας Ρωσίας. Ὅμως σὲ μερικοὺς μῆνες, τὸ 1932, συλλαμβάνεται πάλι καὶ ἐξορίζεται αὐτὴ τὴν φορὰ στὴν Αὐτονομία τῶν Κόμι, στὴ Σιβηρία. Ἐδῶ, στὸ χωριὸ Νέριτσα, ἔζησε τρία χρόνια. Ὁ Ἅγιος βοηθοῦσε τοὺς χωρικοὺς στὶς δουλειὲς καὶ συζητοῦσε μαζί τους γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀπομακρυνόταν στὸ δάσος καὶ προσευχόταν.

Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε ὅλα τὰ βάσανα μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ὑπομονή, μιμούμενος τοὺς Μάρτυρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ διατηρώντας μία ἀξιοθαύμαστη πνευματικὴ ἠρεμία καὶ εἰρήνη. Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1934 ἀπὸ πνευμονία.
Στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1997 τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ Νέριτσα, παρόλο ποὺ ἔμειναν ἐνταφιασμένα σὲ βαλτῶδες ἔδαφος περὶ τὰ ἑξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στὴ Μόσχα καὶ στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη μετακομιδὴ τους στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τῆς πόλεως Βιάτκα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα 

Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα, κατὰ κόσμον Στέφανος Βασίλεβιτς Φομίν, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1884 στὴν ἐπαρχία Ὀρὲλ τῆς Ρωσίας. Τὸ 1906 εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Ὄπτινα καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεβαστιανός. Τὸ 1923 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1927 πρεσβύτερος. Διακόνησε στὴν περιοχὴ Καραγκάντα τοῦ Καζακστὰν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1966.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Πάντων τῶν Σιναϊτῶν Ἁγίων

Το Σιναϊτικό Αγιολόγιο περιλαμβάνει σπουδαίες επώνυμες και ανώνυμες μορφές που έδρασαν τόσο κατά την περίοδο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Στο Αγιολόγιο αυτό περιλαμβάνονται εκείνοι για τους οποίους διατηρήθηκαν μαρτυρίες και βάσει αυτών αναγνωρίσθηκαν Άγιοι. Πρόκειται για εκατόν ογδόντα μία άγιες μορφές, των οποίων η μνήμη εορτάζεται συνολικά κατ΄ έτος την Τετάρτη της Διακαινησίμου, ημέρα αφιερωμένη στην «Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων». Το Ησυχαστήριο μάλιστα της Τάρφας τιμάται στην εορτή της Συνάξεως των Σιναϊτών Αγίων.
Από τις μορφές αυτές έξι συνδέονται με την Παλαιά Διαθήκη και είναι κυρίως γνωστές από το βιβλίο της Εξόδου όπου περιγράφεται η φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο προς τη γη της Επαγγελίας. Οι υπόλοιπες μορφές συνδέονται με την περίοδο της Καινής Διαθήκης και έζησαν από τον 3ο αιώνα έως τις ημέρες μας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Αυτό το Σάββατο τιμάμε την υπό του Χριστού Ανάσταση του φίλου Του Λαζάρου.
Αναγράφει το «Ωρολόγιο»: «Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία που τον φιλοξένησαν πολλές φορές (Λουκ. ι΄, 38-40, Ιωαν. ιβ΄, 1-3) στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα περίπου δύο μίλια. Λίγες μέρες προ του πάθους του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί. Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω. Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λάζαρου που ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και ζήτησε να δει το τάφο του.
Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: Λάζαρε, βγες έξω. Αμέσως βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44)
Αρχαία παράδοση λέγει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε το επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 και ό τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Το έτος 890 μετακομίσθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ».
Χαρακτηριστικό της μετέπειτας ζωής του Λαζάρου λέγει η παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιο να κλέβει μια γλάστρα και είπε την εξής φράση: Το ένα χώμα κλέβει το άλλο.
Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων που μόλις την έμαθαν ζήτησαν να σκοτώσουν τον Λάζαρο και το Χριστό.
Το απολυτίκιο της ημέρας είναι: «Θέλοντας Χριστέ και Θεέ μας να δείξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιο πράγμα η ανάσταση όλων των νεκρών, ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρον. Για τούτο και εμείς, μιμούμενοι τα παιδιά που σε υποδέχθηκαν κατά την είσοδό Σου στην Ιερουσαλήμ, κρατούμε στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης, τα βάγια και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θανάτου: Βοήθησέ μας και σώσε μας, Συ που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του ουρανού, ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!»
Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, σε ανάγκη μόνο απλό Τρισάγιο.
(Αρχιμ. Επιφ. Θεοδωρόπουλος - Περίοδος Τριωδίου)

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ πάντων χαρά, Χριστὸς ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις, τοῖς ἐν γῇ πεφανέρωται, τῇ αὐτοῦ ἀγαθότητι, καὶ γέγονε τύπος τῆς Ἀναστάσεως, τοῖς πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἤγειρας Σωτήρ μου ἐκ τῶν νεκρῶν, Λάζαρον σὸν φίλον, τετραήμερον ὡς Θεός· ὅθεν Ἰουδαίων, ἐξέστησαν οἱ δῆμοι, τῆς δόξης σου Σωτήρ μου, τὸ μεγαλούργημα.

 Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονὶα οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονὶα μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) στὴ Θεσσαλονίκη, τὸ ἔτος 304 μ.Χ. Στὸ Συναξάρι μαρτυρεῖται ὅτι οἱ τρεῖς ἀδελφές, πιθανῶς ἐνεργὰμέλη μιᾶς ἀδελφότητας νέων Χριστιανῶν μὲ πλούσια βιβλιοθήκη, κατέφυγαν ἀμέσως μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ σὲ ὑψηλὸ ὄρος πλησίον τῆς Θεσσαλονίκης, πιθανῶς τὸ Χορτιάτη, ἀφοῦ ἔκρυψαν στὸ σπίτι τους τὰ βιβλία. Ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Χιονία, μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ διοικητοῦ Δουλκιτίου, ρίχθηκαν στὴν πυρά. Ἡ Ἁγία Εἰρήνη κλείσθηκε σὲ πορνεῖο, ἀλλὰ κανένας δὲν τόλμησε νὰ τὴν ἐνοχλήσει. Ὁδηγήθηκε καὶ αὐτὴ στὸν διὰ πυρᾶς θάνατο.
Τὰ ἱερὰ λείψανα ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τὴν πυρὰ συνελέγησαν ἀπὸ εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκαν δυτικὰ τῆς πόλεως, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὰ τείχη. Ἐκεῖ ἀνεγέρθηκε ἕνας ναΐσκος στὴν ἀρχή, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μεγαλύτερος. Στὶς Διηγήσεις τῶν Θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀναφέρεται ὡς τὸ «σεβάσμιον τέμενος» τῶν τριῶν Ἁγίων Μαρτύρων Χιονίας, Εἰρήνης καὶ Ἀγάπης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς αὐτάδελφοι Κόραι καὶ οὐρανόφρονες, πρὸς εὐσεβείας ἀγῶνας ὁμονοοῦσαι καλῶς, τὸν ἀρχέκακον ἐχθρὸν κατεπαλαίσατε, Χιονὶα ἡ σεμνή, σὺν Ἀγάπῃ τῇ κλυτῇ, Εἰρήνη ἡ πανολβία. Καὶ νῦν Χριστὸν δυσωπεῖτε, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας ἔσοπτρα, φωτοειδῆ πεφυκυῖται, νοερῶς ἠστράψατε, ἀθλητικὰς λαμπηδόνας, πᾶσαν μὲν, τὴν Ἐκκλησίαν ἀγλαϊζούσας, νύκτα δέ, τῶν νοσημάτων ἀπελαυνούσας, Χιονία καὶ Ἀγάπη, σὺν τῇ Εἰρήνῃ, Χριστοῦ κειμήλια.

 

Μεγαλυνάριον.
Μύρῳ αἱ νεάνιδες αἱ σεμναί, Ἀγάπη Εἰρήνη, Χιονία τοῦ Ἰησοῦ, κατακολουθοῦσαι, τὰ αἵματα ὡς μύρα, προσέφερον Κυρίῳ, ὡς καλλιπάρθενοι.

Όσιος Αμφιλόχιος Μακρής Της Ιεράς Νήσου Πάτμου (1889 - 1970)

Εικόνα Άγιος Αμφιλόχιος Μακρής της Πάτμου † Ευαγγελίδης Δ. ΗλίαςΟ Όσιος Αμφιλόχιος Μακρής (κατά κόσμον Αθανάσιος Μακρής) γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 1889 μ.Χ. στην Πάτμο.
Η μοναχική του κουρά έγινε στις 27 Αυγούστου του 1906 μ.Χ. στην Ιερά Μονή του Θεολόγου όπου έλαβε το όνομα Αμφιλόχιος.
Στις 23 Μαρτίου του 1913 μ.Χ. σε ηλικία 24 ετών κείρεται στο Κάθισμα του Απολλώ Μεγαλόσχημος Μοναχός από τον ασκητή και πνευματικό Μακάριο Αντωνιάδη τον Σάμιο.
Χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Κώου κυρό Αγαθάγγελο στις 27 Ιανουαρίου του 1919 μ.Χ. στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στην Κω, και Πρεσβύτερος την Κυριακή του Θωμά στις 5 Απριλίου του ίδιου έτους από τον Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Κωνσταντίνο Βαντζαλίδη στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στο Βαθύ.
Εφημέριος της Ιεράς Μονής Πάτμου διακόνησε από το 1920 - 1926 μ.Χ. και διορίσθηκε Προϊστάμενος του Ιερού Σπηλαίου της Αποκαλύψεως κατά τα έτη 1926 - 1932 μ.Χ.
Στις 14 Νοεμβρίου του 1935 μ.Χ. εκλέγεται Ηγούμενος στην Ιερά Μονή της Πάτμου και το 1937 μ.Χ. ιδρύει την Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού, ενώ κατά τα έτη 1939 - 1940 μ.Χ. διακόνησε εφημέριος στο Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας της Διασωζούσης.
Ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής εκοιμήθη την Πέμπτη 16 Απριλίου του 1970 μ.Χ. και ετάφη στις 17 Απριλίου στο Κοιμητήριο της Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού.
Ο Όσιος Αμφιλόχιος Μακρής, ήταν φίλος και πνευματικό παιδί του Αγίου Νεκταρίου (βλέπε 9 Νοεμβρίου). Υπήρξε πνευματικός πατέρας πολλών μεγάλων μορφών της Εκκλησίας, Ελλήνων και ξένων. Υπήρξε εμπνευστής του ιεραποστολικού έργου στην Αφρική και αλλού, αφού μορφές, όπως ο αείμνηστος π. Χρυσόσοστομος Παπασαραντόπουλος και ο ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Γάνου και Χώρας κ. Αμφιλόχιος (Τσούκος), υπήρξαν πνευματικά του παιδιά.
Ο παγκοσμίως γνωστός ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, ομολογεί ότι προσήλθε στην Ορθοδοξία εξαιτίας της γνωριμίας του με τον Γέροντα Αμφιλόχιο. Μάλιστα, στο βιβλίο του «Αρχή Ημέρας. Η ορθόδοξη προσέγγιση της Δημιουργίας» (Γουέαρ Κ., 2007, «Αρχή Ημέρας. Η ορθόδοξη προσέγγιση της Δημιουργίας», Ιερόν Προσκύνημα Αγίου Γεωργίου του Εν Ιωαννίνοις, Ιωάννινα), αναφέρεται σε ένα περιστατικό που αποδεικνύει ότι η οικολογική κρίση «δεν μπορεί να λυθεί χωρίς αγάπη»: «Θυμάμαι τώρα, πώς στη δεκαετία του 1960, όταν ήμουν διάκονος στη Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στην Πάτμο, ο γέροντάς μας, ο πατήρ Αμφιλόχιος, συνήθιζε να μας λέει: Γνωρίζετε πως ο Θεός μας έδωσε μία ακόμη εντολή, που δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή; Είναι η εντολή να αγαπάτε τα δέντρα». 

Πηγή: http://www.saιnt.gr

Οἱ Ἅγιοι Φήλικας, Ἰανουάριος, Σεπτεμίνος καὶ Φουρτουνάτος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Φήλικας, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σπολέτο τῆς Ἰταλίας, Ἰανουάριος ὁ πρεσβύτερος καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σεπτεμίνος καὶ Φουρτουνάτος ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.).

Κατὰ τὸ ὄγδοο ἔτος τῆς βασιλείας αὐτῶν, τὸ ἔτος 294 μ.Χ., ἐκδόθηκε διάταγμα νὰ καοῦν ὅλα τὰ βιβλία τῶν Χριστιανῶν σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.

Τότε λοιπὸν ἀπεστάλη στὴν πόλη τοῦ Τουβουκιᾶν τῆς Λυκαονίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ ἡγεμόνας Μαριανὸς ἢ Μαγνιανός, γιὰ νὰ καταστήσει γνωστὴ τὴν ἀπόφαση καὶ διαταγὴ τῶν βασιλέων. Ὁ εἰδωλολάτρης ἡγεμόνας ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Φήλικα καὶ τὸν πρεσβύτερο Ἰανουάριο νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀνέγνωσε σὲ αὐτοὺς τὸ διάταγμα. Ὅμως ὁ Ἐπίσκοπος Φήλικας ἀποκρίθηκε σὲ αὐτήν: «Εἶναι γραμμένο, ἄρχοντα, στὴν Ἁγία Γραφή. Μὴ δίνεται τὰ ἅγια στὰ σκυλιά, οὔτε νὰ ρίχνεται μπροστὰ στοὺς χοίρους τὰ μαργαριτάρια». Καὶ ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὰ ἱερὰ βιβλία.
Μετὰ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ὁ ἄρχοντας ἔκλεισε στὴ φυλακὴ τὸν Ἅγιο Φήλικα καὶ τὸν ἄφησε χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες. Ἔπειτα τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ ὑπακούσει στὸ βασιλικὸ πρόσταγμα. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν πείσθηκε. Τότε ὁ ἄρχοντας ἀφοῦ ἔδεσε καὶ αὐτὸν καὶ ἄλλους τρεῖς Ἁγίους, δηλαδὴ τὸν πρεσβύτερο Ἰανουάριο, τὸν Φουρτουνάτο καὶ τὸν Σεπτεμίνο, τοὺς ἔστειλε στὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος τοὺς φυλάκισε καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνδεκα ἡμέρες τοὺς ἔστειλε στὸν ἔπαρχο τοῦ πραιτωρίου. Ἐκεῖνος τοὺς ἔριξε σὲ μία ζοφερὴ φυλακὴ καὶ στὴν συνέχεια ἁλυσοδεμένους τοὺς ἔβαλε σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν πόλη Ταυρομένιον. Μετὰ ἀπὸ περιπετειῶδες καὶ βασανιστικὸ ταξίδι ἔφθασαν στὴν πόλη τῶν Αἰλούρων. Ὁ ἔπαρχος τοὺς ἔλυσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τοὺς προέτρεψε νὰ παραδώσουν τὰ βιβλία τους καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία παρέμειναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Γιὰ τὴν ἄρνησή τους αὐτὴ καταδικάσθηκαν στὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καὶ ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Λεωνίδης, Βασίλισσα, Γαλήνη ἢ Γαληνή, Θεοδώρα, Καλλίδα, Νίκη, Νουνεχία καὶ Χάρισσα οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἄθλησαν στὴν Κόρινθο κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάσχα ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἦταν «ἔξαρχος» πνευματικοῦ χοροῦ, δηλαδὴ ἡγούμενος κύκλου μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Συνελήφθη στὴν Τροιζηνία τῆς Πελοποννήσου κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ ὁδηγήθηκε στὴν Κόρινθο. Ἡ Νουνεχία καὶ ἡ Βασίλισσα, ἡ μητέρα τῆς Νουνεχίας, ἡ Γαληνή, ἡ Θεοδώρα, ἡ Καλλίδα, ἡ Νίκη καὶ ἡ Χάρισσα ὁδηγήθηκαν καὶ αὐτὲς στὴν Κόρινθο, στὸν ἡγεμόνα Βενοῦστο.

Ἐκεῖ ὁ ἡγεμόνας ἐπιχείρησε μὲ δελεάσματα στὴν ἀρχή, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπειλὲς στὴν συνέχεια, νὰ πείσει τὸν Ἅγιο Λεωνίδη καὶ τὶς ἑπτὰ γυναῖκες νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Οἱ Μάρτυρες ὅμως ἔμειναν ἀκλόνητοι. Ὁ Βενοῦστος, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη του στὸν Χριστό, διέταξε νὰ τὸν κρεμάσουν ψηλὰ καὶ νὰ τοῦ καταξεσκίσουν τὸ σῶμα μὲ αἰχμηρὰ ὄργανα. Στὴ συνέχεια ἔδωσε ἐντολὴ νὰ βυθίσουν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος στὴν παραλία τοῦ Κορινθιακοῦ μαζὶ μὲ τὶς Ἁγίες. Καὶ ἐνῷ οἱ Ἁγίες Μάρτυρες ὁδηγοῦνταν ἀπὸ τοὺς δημίους γιὰ νὰ ριχθοῦν στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας, λέγεται ὅτι ἡ Ἁγία Χάρισσα ἔψαλλε, ὅπως ἄλλοτε ἡ Προφήτιδα Μαριὰμ μὲ ἀφορμὴ τὸν καταποντισμὸ τῶν Αἰγυπτίων, λέγοντας: «Ἕνα μίλι ἔτρεξα, Κύριε, καὶ στράτευμα μὲ καταδίωξε, καὶ δὲν Σὲ ἀρνήθηκα, Κύριε, σῶσε μου τὸ πνεῦμα». Ἀλλὰ καὶ ὅταν τὶς ἐπιβίβασαν στὸ πλοῖο, συνέχισαν νὰ ψάλλουν τὴν ὠδή, μέχρι ποὺ ἀνοίχθηκαν μέσα στὴ θάλασσα. Ἐκεῖ τοὺς ἔδεσαν ὅλους μὲ πέτρες καὶ τοὺς ἔριξαν στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στὴ ζωὴ τοῦ Παραδείσου τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ἀνευρέθηκαν τὸ ἔτος 1917, ὅταν σὲ εὐσεβεῖς Ἐπιδαύριους ὑποδείχθηκε σὲ ὅραμα ποὺ νὰ σκάψουν, γιὰ νὰ βροῦν τὸν ἱερὸ θησαυρό. Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἀνευρέθηκε σαρκοφάγος, ἐντὸς τῆς ὁποίας βρισκόταν τὰ ἑπτὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων γυναικῶν καὶ ἄλλη σαρκοφάγος ἐντὸς τῆς ὁποίας ὑπῆρχε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λεωνίδου. Ἀμέσως οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοι ἀνήγειραν ἐπὶ τόπου ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔθεσαν τὴ σαρκοφάγο μὲ τὰ ἱερὰ λείψανα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Παρθενομάρτυς 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εἰρήνη, μαρτύρησε στὴν Κόρινθο ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάσχα. Βρισκόταν στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ Πάσχα, ὅταν μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Λεωνίδης μαζὶ μὲ τὶς Ἁγίες ἑπτὰ γυναῖκες, καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς σὲ κάποιο εὐκτήριο οἶκο. Τὴν συνέλαβαν, τὴν φυλάκισαν καὶ στὴν συνέχεια τὴν ὑπέβαλαν σὲ βασανιστήρια. Πρῶτα τῆς ἔκοψαν τὴ γλῶσσα, ἔπειτα τῆς ἔβγαλαν τὰ δόντια καί, τελικά, τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἔλαβε ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα οἱ Ὁμολογητές

Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα ἔζησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Συνελήφθησαν, τὸ 304 μ.Χ., στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ διοικητοῦ Δουλκιτίου καὶ τοῦ ἐπάρχου Κασσάνδρου. Οἱ Ἅγιοι λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας τους δὲν καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο ἀλλὰ σὲ ἐγκλεισμὸ στὸ δεσμωτήριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Βερχοτούρε ἔζησε στὴ Ρωσία μεταξὺ τοῦ 17ου καὶ 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ τοῦ Βερχοτούρε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Νεομάρτυρας ὁ Βουρλιώτης

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Βουρλᾶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἐργαζόταν στὴ Σμύρνη ὡς χαλκουργός. Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν ἀπατήθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο καφεπώλη καὶ ἐξισλαμίσθηκε. Ἦταν τὸ Α’ Σάββατο τῶν νηστειῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Κατὰ τὴ λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ἄκουσε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ψάλλουν τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, ἦλθε στὸν ἑαυτό του καὶ συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημά του. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸ καφενεῖο, ὅπου ἐργαζόταν καὶ ἀκολούθησε τοὺς πιστοὺς συμψάλλοντας μαζί τους, τοὺς ὕμνους τῆς Ἀναστάσεως.

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἦλθε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἐὰν κάποιος γελασθεῖ καὶ δώσει χρυσάφι καὶ πάρει μολύβι, δὲν εἶναι νόμιμο νὰ δώσει πίσω τὸ μολύβι καὶ νὰ πάρει τὸ χρυσάφι ποὺ ἔδωσε, ἀφοῦ ἡ ἀλλαγὴ δὲν ἦταν δίκαιη καὶ δὲν ἔγινε μὲ γνώση, ἀλλὰ μὲ ἀπάτη καὶ ἀγνωσία;». Ὁ κριτὴς ἀπάντησε καταφατικά. Τότε ὁ Ἅγιος συνέχισε λέγοντας: «Τότε, λοιπόν, πᾶρε ἐσὺ πίσω τὸ μολύβι ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀντὶ χρυσάφι, δηλαδὴ τὴν δική σου θρησκεία καὶ ἐγὼ παίρνω πίσω τὸ χρυσάφι ποὺ σοῦ ἔδωσα, δηλαδὴ τὴν πίστη τῶν πατέρων μου».

Οἱ Τοῦρκοι θαύμασαν τὴν παρρησία τοῦ Μάρτυρα καὶ προσπάθησαν μὲ κολακεῖες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις νὰ μεταστρέψουν τὴν πίστη του. Προσέκρουσαν ὅμως στὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ εὐσέβεια τοῦ Μάρτυρος. Γι’ αὐτὸ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἀργότερα τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ γιὰ δεύτερη ἀνάκριση. Ὁ Ἅγιος ὅμως καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι καταδικάσθηκε, τὸ ἔτος 1772, στὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καὶ δέχθηκε μὲ χαρὰ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Μιχαὴλ ρίχθηκε στὴ θάλασσα, ἀλλὰ κάποιοι Χριστιανοὶ βαφεῖς τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Χριστόφορος, κατὰ κόσμον Χριστόδουλος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία παρασύρθηκε ἀπὸ κάποιον ἐξωμότη Ἀρμένιο καὶ ἀφοῦ δελεάστηκε ἀπὸ τὰ χρήματα, ἀσπάσθηκε τὸν Ἰσλαμισμό. Ἦλθε ὅμως σὲ μετάνοια καὶ προσέτρεξε σὲ κάποιο πνευματικό. Ἐξομολογήθηκε καὶ στὴ συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ ἀφίχθηκε σὲ ἡλικία δέκα ἐννέα ἐτῶν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔζησε γιὰ τέσσερα χρόνια μὲ ὑπακοή, μετάνοια, ἄσκηση καὶ προσευχή. Μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου Στεφάνου τῆς μονῆς, ἀναχώρησε καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀδριανούπολη, γιὰ νὰ μαρτυρήσει στὸν τόπο ποὺ ἀλλαξοπίστησε. Παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ καί, ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ πίστη καὶ παρρησία τὸν Χριστό, ἀποκήρυξε τὸ Μωαμεθανισμό. Καταδικάσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸν διὰ ξίφους θάνατο καὶ στὴν πορεία του πρὸς τὸ μαρτύριο ἔψαλλε μὲ πνευματικὴ χαρὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ἦταν ἡμέρα Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1818. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χριστόφορος ἄθλησε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Χριστόδουλος καὶ Ἀναστασία οἱ Νεομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Χριστόδουλος καὶ Ἀναστασία ἄθλησαν στὴν Ἀχαΐα τὸ ἔτος 1821.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα – Βάσσα ἡ πριγκίπισσα 

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα, κατὰ κόσμο Βάσσα ἢ Βασίλισσα, ἦταν πριγκίπισσα τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ, ποὺ ἀνῆκε στὴν περιοχὴ τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἔγινε μοναχὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1347.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπὼφ ἐν Ρωσίᾳ 

Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου φυλάσσεται στὸν κοιμητηριακὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου τοῦ Ταμπώφ. Ἡ Παναγία ἐμφανίσθηκε τὸ ἔτος 1692 καὶ θεράπευσε ἕναν ἀσθενὴ ποὺ ἐπικαλέσθηκε τὴν χάρη της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ὁ Ὁμολογητής Πατριάρχης Γεωργίας 

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος γεννήθηκε στὴ Γεωργία καὶ ἀγωνίσθηκε, ὡς Καθολικὸς Πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἰβηρίας, γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ καὶ δικαίως ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής.
Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1927.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γεθσημανῆ ἐν Ρωσίᾳ 

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὁδηγήτριας, ἀποτελεῖ ἀντίγραφο τῆς ἐκόνας τῆς Παναγίας τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἡ ὁποία ἁγιογραφήθηκε τὸ ἔτος 1685 ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Ντουμπένσυ, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γεννάδιος. Ἔγινε ὀνομαστὴ τὸ ἔτος 1869, ὅταν βρισκόταν στὴ σκήτη Γεθσημανῆ τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὴ Μόσχα.

Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τῆς ἱερῆς εἰκόνος εἶναι ἡ θεραπεία ἑνὸς παραλυτικοῦ ἀπὸ τὴν περιοχὴ Τόλγκα, μετὰ ἀπὸ τὴν ὁλόθερμη ἱκεσία του πρὸς τὴν Θεοτόκο.
Ἡ εἰκόνα ἑορτάζει καὶ τὴν 1η Σεπτεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος Λεωνίδης, Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 250 μ.Χ. Σὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς Κώδικες ἀναφέρεται ὡς Μάρτυς, γεγονὸς ὅμως ποὺ δὲν ἀποδεικνύεται. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ποιμὴν ἱερώτατος, καὶ Ἱεράρχης σοφός, τῆς πόλεως γέγονας, τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλεινῆς, Λεωνίδα μακάριε· ὅθεν ἱερατεύσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, καὶ τὴν πλάνην καθεῖλες. Καὶ νῦν Πάτερ ἱκέτευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἱεράρχης ἐνθεώτατος Πάτερ, μαρτυρικῶς τὸν σὸν ἐτέλεσας βίον, Ἱερομάρτυς Λεωνίδα ἔνδοξε· χαίρων γὰρ ὑπήνεγκας, τῆς σαρκὸς τὰς ὀδύνας· ὅθεν μεταβέβηκας, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων πρὸς Χριστόν, τῶν ἐκτελούντων, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἑλλάδος θεῖος βλαστός, Ἱερομαρτύρων Λεωνίδα ἡ καλλονή· χαίροις Ἀθηναίων, ὁ θεῖος Ποιμενάρχης, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, Πάτερ θερμότατος.

 

Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας 

Ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυς Ἀνανίας γεννήθηκε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. Ὁ πατέρας του, Θεοφίλης, ἦταν συγγενὴς τῶν Λαμπαρδαίων καὶ ἡ μητέρα του, θυγατέρα τοῦ ἐκ Βυζικίου τῆς Γορτυνίας, Συντύχου.

Ὁ Ἅγιος σπούδασε στὴ σχολὴ τῆς Δημητσάνης καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδος του. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ ἔτους 1750 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας καὶ συνέγραψε, τὸ 1755, εἰδικὴ πραγματεία περὶ Σπάρτης καὶ τῶν Μητροπολιτῶν αὐτῆς.

Διακρινόταν γιὰ τὴν παιδεία, τὶς ὑψηλὲς γνώσεις, τὸ σταθερὸ καὶ ἀκλόνητο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος, γιὰ τὴν ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία του. Στοὺς μὲν Ἕλληνες προξενοῦσε ἀπαραδειγμάτιστο σέβας, στοὺς δὲ Τούρκους τρόμο καὶ ἔκπληξη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναδείχθηκε πρόεδρος ὅλων τῶν προεστώτων τοῦ Μοριᾶ, ἔχοντας συναδέλφους τὸν Γιαννάκη Κρεββατᾶ, τὸν Παν. Ζαΐμη καὶ τὸν Παν. Μπενάκη. Ὅλοι τους ἐνίσχυαν τὸ ἐθνικὸ στοιχεῖο καὶ ὑπεράσπιζαν τοὺς κατὰ τόπους ἀρματολούς.

Κατὰ τὸν ἱστορικὸ Μιχαὴλ Οἰκονόμου, ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὅταν προάχθηκε σὲ Μητροπολίτη, διατήρησε καὶ τὴν Ἐπισκοπὴ Δημητσάνης καὶ αὐτὴν τῆς Μεθώνης, στὴν ὁποία ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ὁ συγγενής του Ἄνθιμος Καράκαλος καὶ ἀναδείχθηκε φιλελεύθερος, μεγαλεπήβολος καὶ τολμηρός.

Κατὰ τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι καὶ μέρος τοῦ φθινοπώρου διέμενε στὴ Δημητσάνα, ὅπου ἔχτισε ὑδραγωγεῖο, παγίωσε τοὺς ἐτήσιους φόρους τῆς περίφημης σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ἀνοικοδόμησε στὸ Μιστρᾶ, μεγαλοπρεπὴ Μητρόπολη.

Ὅμως ἡ ἰσχὺς τοῦ Ἁγίου ἦταν πέρα τῶν ὁρίων τῆς Πελοποννήσου, διότι εἶχε ἰσχυροὺς δεσμοὺς μὲ τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων, κατεῖχε δὲ τότε τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο ὁ ἐκ Δημητσάνης Πατριάρχης Κύριλλος Ε’ ὁ Καράκαλος, φιλορῶσος καὶ ἐχθρὸς τῶν Λατίνων. Ὅταν ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Ε’ ἐξορίσθηκε, ἦλθε ἀπὸ τὸ Σινᾶ στὴ Δημητσάνα καὶ ἐκεῖ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀνανία εὐαγγελιζόταν τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους καὶ ἵδρυε σχολεῖα.

Κατὰ τὸ ἔτος 1762 ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ παραστεῖ στὸν μέγα βεζίρη καὶ νὰ περιγράψει τὶς συμφορὲς τῆς Πελοποννήσου. Ἔτσι κατόρθωσε νὰ διατηρηθεῖ ὁ τότε Μώρα – Βαλεσῆς ὡς προστάτης τῶν Χριστιανῶν. Ὁ διάδοχος ὅμως ἐκείνου, ὁ Χαμουζῆ πασᾶς, ἀφοῦ κάλεσε στὴν Τρίπολη τοὺς τρεῖς προεστοὺς καὶ συνεργάτες τοῦ Ἁγίου, τοὺς ἀποκεφάλισε. Σεβάστηκε μόνο τὸν Ἅγιο, ποὺ ἦταν πανίσχυρος. Ἐκείνη τὴν περίοδο μὲ πρωτοβουλία τοῦ Ἁγίου χτίστηκε καὶ μεγάλο κτήριο γιὰ τὴν σχολὴ τῆς Δημητσάνης, στὸ ὁποῖο διέμεναν οἱ ἄποροι μαθητὲς ποὺ συνέρρεαν ἐκεῖ ἀπὸ ὅλη τὴν Πελοπόννησο.

Τότε ἄρχισαν νὰ κατέρχονται στὴν Ἑλλάδα οἱ ἀπόστολοι τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης καὶ μάλιστα ὁ φίλος τοῦ Ὀρλὼφ Παπάζωλης, ὁ ὁποῖος τὸ ἔτος 1766 ἦλθε καὶ στὴ Μάνη μὲ σκοπὸ νὰ ἐξεγείρει πρώτη τὴν Πελοπόννησο. Στὴν περίφημη συνέλευση, ποὺ ἔγινε στὴν Καλαμάτα, κλήθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνανίας. Μὲ τὴν εὐλογία του καταρτίσθηκε τὸ λεγόμενο «συνυποσχετικόν» τῶν Πελοποννησίων, τὸ ὁποῖο μετέφερε στὴν αὐτοκράτειρα ὁ Παπάζωλης.

Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας, μετὰ ἀπὸ αὐτά, συνεννοήθηκε μὲ τοὺς καπεταναίους καὶ ἀρματολοὺς τῆς Πελοποννήσου καὶ τῆς Μάνης, καθὼς καὶ μὲ τοὺς προύχοντες καὶ Ἀρχιερεῖς τῶν ἐπαρχιῶν καὶ τῶν τριῶν νησιῶν Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Ψαρῶν, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδος. Μὲ φροντίδα δὲ καὶ δαπάνη τοῦ Ἁγίου ἱδρύθηκαν στὴ Δημητσάνα καὶ δύο πυριτιδόμυλοι.

Ἡ κίνηση αὐτὴ προδόθηκε στὸν Μώρα – Βαλεσῆ, στὸν ὁποῖον καταγγέλθηκε ὅτι ὁ Ἅγιος συμμαχεῖ μὲ τὴ Ρωσία γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τῆς Τουρκίας. Πολλοὶ πρότειναν τότε στὸν Ἅγιο τὴν ἔνοπλη ἀντίσταση, ἀλλὰ αὐτὸς ἀντιπρότεινε νὰ πέσει μόνο ὁ ἴδιος θύμα, γιὰ νὰ μὴν καταλάβουν οἱ Τοῦρκοι τὸ σχεδιαζόμενο κίνημα. Κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἀμέσως δέχθηκε τοὺς στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τὸν συνέλαβαν. Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας γονάτισε καὶ μὲ ἀπίστευτη προθυμία κάλεσε τὸν δήμιο νὰ τὸν πλήξει. Τὸ αἷμα ποὺ ἀναπήδησε ἀπὸ τὴν πληγωμένη καρδιά του ἔχρισε τὴν παραστάδα τῆς μικρῆς πρὸς δυσμὰς θύρας τῆς Μητροπόλεως Μιστρᾶ.
Οἱ Τοῦρκοι ἔσυραν κατόπιν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα στοὺς δρόμους καὶ τὸ ἄφησαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἄταφο. Μόλις οἱ Τοῦρκοι ἔφυγαν, οἱ Χριστιανοὶ τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ μεγαλοπρέπεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Κρήσκης ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κρήσκης καταγόταν ἀπὸ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας. Προερχόταν ἀπὸ ἔνδοξη καὶ περιφανὴ γενεὰ καὶ ἀνατράφηκε μὲ εὐσέβεια. Σὲ μεγάλη ἡλικία εὑρισκόμενος πλέον καὶ βλέποντας πολλοὺς νὰ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, εἰσῆλθε στὸ μέσο αὐτῶν συμβουλεύοντάς τους νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ νὰ προσέλθουν στὸν Χριστὸ γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἡ φλόγα τῆς πίστεως τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη τῆς νεότητας καὶ τοῦ ἀγῶνος.
Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν ἔμαθε τί εἶχε συμβεῖ, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ὁδήγησε μπροστά του, καὶ ἐκεῖ τὸν ρώτησε γιὰ τὸ γένος, τὴν πατρίδα καὶ τὸ ὄνομά του. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν ἔλεγε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὁ ἡγεμόνας τότε τοῦ πρότεινε νὰ θυσιάσει στοὺς θεοὺς μόνο ἐξωτερικά, νὰ προσκυνᾶ δὲ τὸν Θεὸ στὴν ψυχή του. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν ἀποδέχθηκε μία τέτοια πρόταση καὶ ὁμολόγησε μὲ μεγάλη φωνὴ τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐλέγχοντας καὶ περιφρονώντας τὰ εἴδωλα. Ἔτσι, ἀκολούθησε τὸ μαρτύριο. Τὸν κρέμασαν σὲ ξύλο, τὸν ἔγδαραν καὶ μὲ ἀναμμένες δάδες τοῦ κατέκαψαν τὰ πλευρά. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸ ξύλο, τὸν ἐξανάγκαζαν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ πάλι ἀρνήθηκε, οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιὰ καὶ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ αὐτή, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ψυχή του πρὸς τὸν Θεό. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῷ τῆς πίστεως ζήλῳ πτερωθεὶς τὴν διάνοιαν, πρὸς ἀθλητικὰς ἀριστείας ἀνδρικῶς προσεχώρησας, καὶ ὤφθης τοῦ Σωτῆρος κοινωνός, βασάνους ὑπὲρ φύσιν ἐνεγκών· διὰ τοῦτο ἐδοξάσθης παρὰ Θεοῦ, Κρήσκη θεομακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Εἰ καὶ ἐν τάφῳ.
Εἰ καὶ ἐν γῆρᾳ ἐδέξω τὴν ἄθλησιν, ἀλλὰ νεάζον ἐκτήσω τὸ φρόνημα, καὶ τὴν ἔπαρσιν τοῦ ἐχθροῦ, καθεῖλες στερρῶς, συνεργὸν ἐν ἀγῶσι τὸν Λόγον κτησάμενος· οὗ τὸ πάθος δοξάσας, τῆς τούτου ἐγέρσεως, μέτοχος ὤφθης, ὦ Κρήσκη πολύαθλε.

 

Μεγαλυνάριον.
Θάρσους ὢν ἀνάπλεως εὐσεβοῦς, Κρήσκη διελέγχεις, τῶν τυράννων τὸ ἀσεβές, καὶ ὥσπερ θυσία, τερπνὴ Χριστῷ ἐτύθης, διὰ πυρὸς τὸ τέλος, δεχθεὶς τὸ ἅγιον.

Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος καὶ Παυσολύπιος οἱ Μάρτυρες 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος ὁ Πρεσβύτερος καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παυσολύπιος τελειώθηκαν διὰ ξίφους στὴ Θράκη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.). Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ γηροκομεῖο τοῦ Μελοβίου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἁγίες Ἀναστασία καὶ Βασίλισσα μαθήτριες τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου

Οἱ Ἁγίες Βασίλισσα καὶ Ἀναστασία, οἱ Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, κατάγονταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἦσαν εὐγενεῖς καὶ πλούσιες. Ὑπῆρξαν μαθήτριες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.). Μετὰ τὸν θάνατο τῶν δυὸ Ἀποστόλων περισυνέλεξαν νύχτα τὰ τίμια λείψανά τους καὶ τὰ κήδευσαν. Ἔγιναν ὅμως ἀντιληπτὲς καὶ κατηγορήθηκαν καὶ οἱ ἴδιες στὸν ἀσεβὴ καὶ παράφρονα Νέρωνα ὡς Χριστιανές. Αὐτὸς ἀμέσως ἔστειλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τὶς συνέλαβαν καὶ τὶς ὁδήγησαν ἐνώπιόν του δεμένες μὲ ἁλυσίδες. Ὁ αὐτοκράτορας προσπάθησε νὰ τὶς ἐξαναγκάσει μὲ τὴ βία νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὶς ἔπεισε, τὶς ἔκλεισε στὴν φυλακή. Ἀργότερα, ἀφοῦ τὶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φυλακή, τὶς τιμώρησε μὲ διάφορους τρόπους. Ἀπέκοψε τοὺς μαστοὺς καὶ τὶς γλῶσσες τους καί, ἀφοῦ τὶς κρέμασε, τὶς ἔγδαρε καὶ τὶς κατέκαψε μὲ ἀναμμένες δάδες. Στὸ τέλος δὲ μὲ μαχαίρια ἀπέκοψε τὶς τίμιες κεφαλές τους καὶ ἔτσι οἱ δύο Ἁγίες ἀξιώθηκαν τῶν μαρτυρικῶν στεφάνων. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Σούκιος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δέκα ἐννέα Μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σούκιος καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ μαρτύρησαν μαζί του, ἄθλησαν κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος καὶ Ὀλυμπιάδα οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος καὶ Ὀλυμπιάδα μαρτύρησαν στὴν Περσία κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Πατέρνος 

Ὁ Ἅγιος Πάτερνος γεννήθηκε στὴ Βρεττάνη τὸ ἔτος 500 μ.Χ. καὶ ἀκολούθησε, ὅπως καὶ ὁ πατέρας του, τὸν μοναχικὸ βίο. Ἵδρυσε μονὲς καὶ ναοὺς καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βάννες τῆς Βρεττάνης. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 565 μ.Χ. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος – Θεόδωρος πρίγκιπας Κιέβου 

Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος Βλαντιμίροβοτς, ὁ μετονομασθεὶς Θεόδωρος, γεννήθηκε τὴν 1η Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1076. Ὅταν ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, στάλθηκε ἀπὸ τὸν παππού του, ποὺ ἦταν μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου καὶ ὀνομαζόταν Βσέβολοντ (1078 – 1093), γιὰ νὰ γίνει πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Νόβγκοροντ ἀγάπησαν τὸν νεαρὸ πρίγκιπα. Καὶ τὸ ἔτος 1095 ἐκδίωξαν τὸν πρίγκιπα Δαβίδ, ὁ ὁποῖος κατέφυγε στὸ Σμολένκ, καὶ στράφηκαν πρὸς τὸν Μστισλάβο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ παπποῦ του, ὁ Μστισλάβος κατέλαβε τὸν θρόνο τοῦ Ροστώβ. Σὲ ἡλικία δέκα ἐννέα ἐτῶν ὁ νεαρὸς πρίγκιπας κέρδισε μία μεγάλη νίκη κατὰ τοῦ θείου του Ὄλεγκ, ποὺ ἦταν πρίγκιπας τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ὁ πρίγκιπας Ὄλεγκ εἶχε σκοτώσει τὸν ἀδελφό του Ἰζυασλάβο καὶ ἐπιτέθηκε στὸ Ροστὼβ καὶ στὴ Σουζδαλία, ποὺ ἀνῆκαν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Μστισλάβου. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, δὲν ἤθελε νὰ χυθεῖ ἀθῶο αἷμα. Ἤθελε νὰ κάνει εἰρήνη μὲ τὸν θεῖο του καὶ τὸν ἱκέτευσε νὰ συμβιβασθεῖ μὲ τὰ δικαιώματά του στὴν πόλη τοῦ Ριαζάν. Ἀλλὰ ὁ Ὄλεγκ εἶχε ἤδη ξεκινήσει μὲ στρατὸ ἐναντίων τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ πρίγκιπας Μστισλάβος τὸν νίκησε στὴ μάχη (1096) καὶ ὁ Ὄλεγκ, ἀφοῦ ἔχασε τὴ Σουζδαλία καὶ τὸ Ροστώβ, μόλις ποὺ κατάφερε νὰ κρατήσει τὸ Μούρωμ.

Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος προσέφερε ξανὰ εἰρήνη καὶ ζήτησε μόνο τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἰχμαλώτων. Ὁ Ὄλεγκ προσποιήθηκε ὅτι συμφωνεῖ καὶ ἔτσι ὁ πρίγκιπας Μστισλάβος διασκόρπισε τὸν στρατό του. Τὸ πρῶτο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καὶ ἐνῷ ὁ Ἅγιος βρισκόταν στὴ Σουζδαλία, οἱ ἀγγελιοφόροι τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ πρίγκιπας Ὄλεγκ βρίσκονταν στὸ Κλιαζμὰ μὲ στρατό.

Μέσα σὲ μία ἡμέρα ὁ πρίγκιπας Μστισλάβος ἀνακάλεσε τὸ στράτευμά του. Ὁ Ὄλεγκ τράπηκε σὲ φυγὴ στὸ Ριαζὰν καὶ ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἐλευθέρωσε τοὺς αἰχμαλώτους. Στὴν συνέχεια συμφιλίωσε τὸν Ὄλεγκ μὲ τὸν μεγάλο πρίγκιπα Σβιατόπολκ (1093 – 1114) καὶ τὸν Βλαδίμηρο τὸν Μονομάχο.

Τὸ ἔτος 1099, εὐγνωμονώντας τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἔλεός Του, ὁ Ἅγιος δεσμεύτηκε νὰ χτίσει στὸ Γκορόντισα, κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ, ἕνα ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου.

Τὸ περίφημο Εὐαγγέλιο τοῦ Μστισλάβου γράφηκε εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐκκλησία αὐτὴ καὶ τὸ πολύτιμο στόλισμά του ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ ἔτος 1114, ὁ Ἅγιος ἀνήγειρε στὸ Νόβγκοροντ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς σοβαρῆς ἀσθένειας, ὁ πρίγκιπας εἶχε παρακαλέσει τὸν Ἅγιο Νικόλαο νὰ τὸν βοηθήσει. Μόλις πρὶν ἀπὸ αὐτό, τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἶχαν μεταφερθεῖ στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐμφανίσθηκε σὲ ὅραμα καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ στείλουν στὸ Κίεβο μία εἰκόνα του, σημειώνοντας τὸ σχῆμα καὶ τὶς διαστάσεις τῆς εἰκόνος. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ στάλθηκαν νὰ φέρουν τὴν εἰκόνα καθυστέρησαν στὸ νησὶ Λίπνα, ἐξαιτίας τῆς καταιγίδας ποὺ μαινόταν στὴ λίμνη Ἴλμεν. Τὴν τέταρτη ἡμέρα βρῆκαν τὴν εἰκόνα νὰ ἐπιπλέει στὸ νερό. Ὁ ἀσθενὴς πρίγκιπας ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα καὶ θεραπεύθηκε. Ἕνα μοναστήρι μὲ πέτρινη ἐκκλησία, ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο, χτίσθηκε ἀργότερα στὸ νησὶ τῆς Λίπνα, στὸ μέρος ὅπου ἐμφανίσθηκε ἡ εἰκόνα.

Τὸ ἔτος 1116, ὁ πρίγκιπας ἔκανε ἐκστρατεία ἐναντίων τῶν κατοίκων τοῦ Τσοὺντ καὶ μετὰ τὴ νίκη του ἐπεξέτεινε  τὴ δικαιοδοσία τῶν πριγκίπων τοῦ Νόβγκοροντ. Ἔπειτα, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές του, ὁ δήμαρχος Παῦλος ἔχτισε ἕνα φρούριο στὴ λίμνη Λαντόγκα, ὅπου ἀνεγέρθη καὶ μία πέτρινη ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.

Τὸ ἔτος 1125, ὁ μεγάλος πρίγκιπας Βλαδίμηρος ὁ Μονομάχος πέθανε καὶ ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἀνῆλθε στὸ θρόνο τοῦ Κιέβου. Ἐκείνη τὴν περίοδο νίκησε σὲ μάχη τοὺς Πολόβτσους, παλαιοὺς ἐχθροὺς τῆς Ρωσίας, καὶ τοὺς ἐξώθησε πέρα ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βόλγα.

Τὸ ἔτος 1128, ἔθεσε τὸ θεμέλιο λίθο σὲ μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τὸν Τήρωνα, σὲ ἀνάμνηση τῆς νίκης τοῦ μεγάλου πρίγκιπα ἐπὶ τοῦ πρίγκιπα Ὄλεγκ τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἐπίσης, τὸ ἔτος 1131, μετὰ ἀπὸ μία ἐπιτυχημένη ἐκστρατεία ἐναντίων τῆς Λιθουανίας, ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἔθεσε τὸν θεμέλιο λίθο ἑνὸς ναοῦ ἀφιερωμένου στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Πιρογκό.
Ὁ Ἅγιος πρίγκιπας Μστισλάβος – Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1134, κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, τὸν ὁποῖο καὶ εἶχε χτίσει. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος, ὁ Θαυματουργός, ἔζησε μεταξὺ τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Μολδαβία τῆς Ρουμανίας. Τὸ ἔτος 1451 ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Μολδοβίτα, ἐνῷ ἀξιώθηκε καὶ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Περεγιασλάβλ 

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε ὡς μοναχὸς καὶ ἔγκλειστος στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Περεγιασλάβλ – Ζαλέσϊυ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1645. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων. Ἐπειδὴ ἀγάπησε τὸν Θεὸ ἀπὸ βρέφος καὶ ἄσκησε κάθε ἀρετή, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Παρίου. Αὐτός, σύμφωνα καὶ μὲ ὅσα ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο, τὸν θεῖο καὶ μεγάλο Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, δὲν πείσθηκε νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν ἀσεβὴ αἵρεση ὅσων ἀθετοῦσαν τὴν πάνσεπτη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ ὑπογράψει στὸν ἄδικο τόμο γιὰ τὴν κατάλυση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ διωγμοὺς καὶ πειρασμοὺς καὶ θλίψεις καὶ στεναχώριες, μεταβαίνοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ μετακινούμενος συνεχῶς. Ἀναφέρεται δὲ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.) καὶ τοῦ Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.) διέμενε ἐξόριστος σὲ κάποιο μικρὸ νησὶ πρὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀφοῦ ὑπεράσπισε τὰ πατρικὰ δόγματα καὶ μισώντας μέχρι τέλους τὶς διδασκαλίες τῶν κακόδοξων, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος χειροτόνησε διάκονο καὶ πρεσβύτερο τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰγνάτιο A’ († 23 Ὀκτωβρίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἱερεὺς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ὁμολογίας διαλάμπεις τῇ αἴγλῃ, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε Βασίλειε· τῶν εἰκονομάχων γάρ, τὴν ἀπάτην ἐλέγχων, πόνοις προσωμίλησας, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας· καὶ μεταστὰς ἐν δόξῃ πρὸς Θεόν, τῶν σὲ τιμώντων, ἀπαύστως μνημόνευε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν βασιλικήν, προσάγων ἱερουργίαν, τῷ Παμβασιλεῖ, Βασίλειε θεοφάντορ, ὁλοκάρπωμα θεῖον, τοὺς θείους ἀγῶνάς σου, ἱερῶς αὐτῷ προσέφερες, Ἱεράρχα πανσεβάσμιε, ἐκβοῶν τοῖς προσιοῦσί σοι· Ἡ τῆς Εἰκόνος τιμή, ἀνυψοῦται Χριστῷ.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Βασίλειε ἱερέ, τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως μυσταγωγός· χαῖρε Ἐκκλησίας, βασίλειος λαμπρότης, τῆς ἄνω βασιλείας, χαῖρε συμμέτοχε.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Μάρτυρας ἐν Μπουζάου Ρουμανίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας μαρτύρησε τὸ ἔτος 372 μ.Χ. γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ στὸ Μπουζάου τῆς Ρουμανίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς Ἐπίσκοπος Παβίας

Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανεῖς γονεῖς καὶ γεννήθηκε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ τὸ ἔτος 680 μ.Χ. ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Παβίας τῆς Λομβαρδίας. Ὡς Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ καταπολέμησε σφοδρῶς τοὺς αἱρετικοὺς Μονοθελητές, ἐργάστηκε δραστήρια γιὰ τὴ συμφιλίωση Βυζαντίου καὶ Λομβαρδῶν. Ἡ διακονία του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, σὲ κάποια ἐπιδημία ποὺ ἐνέσκηψε στὴ Λομβαρδία, ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη.
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 710 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ὁσία Ἀνθούσα 

Ἡ Ὁσία Ἀνθούσα, ἡ βασίλισσα, ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (741-775 μ.Χ.) καὶ τῆς τρίτης συζύγου του Εὐδοκίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα της διαμοίρασε ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχούς, σὲ ἐκκλησίες καὶ ἱδρύματα καὶ ἔγινε μητέρα πολλῶν ὀρφανῶν καὶ προστάτιδα χηρῶν. Μολονότι δέχθηκε πολλὲς παρακλήσεις καὶ πιέσθηκε ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη αὐγούστα Εἰρήνη τὴν Ἀθηναία (797 – 802 μ.Χ.) νὰ μείνει μαζί της καὶ νὰ συμβασιλεύσει, δὲν ἀποδέχθηκε.
Ἡ Ὁσία Ἀνθούσα ἐκάρη μοναχὴ ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου καὶ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Ὁμονοίας ἢ Εὐμενείας. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 809 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Δήμης καὶ Πρωτίων οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δήμης ἢ Δημῆς καὶ Πρωτίων, ἄθλησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Παρέστησαν αὐτόκλητοι στὸν ἡγεμόνα τῆς χώρας τους, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τοὺς βασάνισαν ποικιλοτρόπως. Τοὺς γύμνωσαν καὶ τοὺς ἔδεσαν μὲ ἁλυσίδες καί, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν στὴ γῆ, τοὺς κτυποῦσαν ἀλύπητα, ὥστε φάνηκαν τὰ σπλάχνα αὐτῶν. Στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας τοὺς ἔκλεισε στὴ φυλακή, ὅπου τοὺς ἄφησε χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ ἐπὶ τριάντα ἡμέρες. Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου τοὺς γιάτρεψε τὶς πληγὲς καὶ τοὺς ἔδιδε τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, κατὰ τὸν λέγοντα «ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος».

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας τοὺς κάλεσε καὶ πάλι γιὰ νὰ τοὺς ἐξετάσει καὶ νὰ ἐλέγξει ἂν ἔχουν μεταστραφεῖ, τοὺς εἶδε σώους καὶ ὑγιεῖς. Μόλις τὰ πλήθη τῶν ἀσεβῶν εἶδαν τὸ θαῦμα τῆς διασώσεως τῶν Ἁγίων, ἔπεσαν στὰ πόδια τους καὶ κραύγαζαν: «Εἴμαστε Χριστιανοί». Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλισθοῦν.
Ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀρτέμων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας στὴ Λαοδικεία. Ἕνα χρόνο πρὶν τὸ θάνατό του, μπῆκε στὸ ναὸ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Σισίννιο καὶ κατέστρεψε τὰ εἴδωλα. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀναχώρησε γιὰ νὰ συλλάβει τὸν Ἐπίσκοπο. Ἀρρώστησε ὅμως καὶ κινδύνευσε ἡ ὑγεία του. Ζήτησε τότε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτὸν καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι ἐὰν ἀποκτοῦσε τὴν ὑγεία του, θὰ τοῦ κάνει χρυσὴ εἰκόνα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγινε καλά, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Καισάρεια. Καὶ ὅταν βρῆκε στὸν δρόμο τὸν Ἅγιο Ἀρτέμονα, τὸν συνέλαβε, τὸν ἔδεσε καὶ συρόμενο τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή. Ἔπειτα προσπάθησε μὲ τὴ βία νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος ἔμεινε πιστὸς στὴν πατρώα εὐσέβεια, τοῦ ἀπέκοψαν κάποια μέλη ἀπὸ τὶς σάρκες του καὶ τὰ ἕψησαν στὴ σχάρα. Στὴν συνέχεια ἔκαψαν ἕνα λέβητα, γιὰ νὰ ρίξουν τὸν Ἅγιο μέσα σὲ αὐτὸν καὶ νὰ καεῖ. Δύο ἀετοὶ σήκωσαν τὸν ἄρχοντα καὶ τὸν ἔριξαν μέσα ὅμως στὸ λέβητα. Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων τελειώθηκε μετὰ ἀπὸ λίγο διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Δαβίδ, Ἰωάννης καὶ Μηνᾶς οἱ Ὁσιομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες Δαβίδ, Ἰωάννης καὶ Μηνᾶς ἦταν μοναχοὶ καὶ τελειώθηκα τοξευόμενοι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Μετακομιδὴ τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου εἰς Κωνσταντινούπολη

Ἡ μετακομιδὴ τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Ζήλας στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε τὸ ἔτος 942 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (913 – 959 μ.Χ.). Χειρόγραφο Μηναῖο τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. φέρει τὸ ἑξῆς δίστιχο κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή:

«Ζώνην τιμίαν τῇ βασιλίδι δίδως
Βασίλισσα πάντιμε Θεογεννῆτορ».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Σέργιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σεργίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀναφέρεται σὲ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγιοταφιτικοῦ Μετοχίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δὲ ἑορτὴ αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Μανουήλ, τῆς ὁποία χρημάτισε ἡγούμενος.

Ὁ Ἅγιος Σέργιος καταγόταν ἀπὸ περιφανὴ οἰκογένεια τοῦ Βυζαντίου. Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, ἐνάρετος καὶ πολὺ μορφωμένος. Ὁ Ἅγιος ἦταν τόσο ταπεινός, ποὺ ὅταν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Θεοφυλάκτου, 27 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 956 μ.Χ., τοῦ πρότειναν νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἀρνήθηκε καὶ ὑπέδειξε τὸν Πολύευκτο. Ἀνῆλθε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο σὲ μεγάλη ἡλικία, τὸ ἔτος 999 μ.Χ., ὅταν κλήθηκε ἀργότερα ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Β’ (976 – 1025 μ.Χ.), σὲ διαδοχὴ τοῦ Πατριάρχου Σισιννίου Β’. Συνεκάλεσε Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ βεβαίωσε τὰ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Φωτίου κατὰ τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν πραχθέντα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του μεταφράστηκαν στὴ Ρωσικὴ γλῶσσα οἱ ἐκκλησιαστικοὶ νόμοι χάριν τῶν ἱερέων τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1019.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος 

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος ἄθλησε στὴν Κύπρο. Ἡ Ἐκκλησία τιμάει τὴν μνήμη του στὶς 24 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος Ἐπίσκοπος Ριαζὰν καὶ Μούρωμ 

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε στὴ Ρωσία μεταξὺ τοῦ 13ου καὶ τοῦ 14ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ λόγω τῶν ἀρετῶν του ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ριαζὰν καὶ Μούρωμ. Ἦταν ἐκεῖνος ποὺ διαπλέοντας θαυματουργικὰ νερό, μετέφερε τὴ θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ στὴν πόλη τοῦ Ριαζάν. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τὴ μνήμη του στὶς 21 Μαΐου, 10 Ἰουνίου, 3 καὶ 10 Ἰουλίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης 

Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἔζησε καὶ ἀνεδείχθη κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε μᾶλλον λίγα χρόνια μετὰ τὸ ἔτος 1630 μ.Χ., στὸ χωριὸ Γόλιτσα τῶν Ἀγράφων, τῆς (τότε) ἐπαρχίας Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, στὴ σημερινὴ κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου τοῦ νομοῦ Καρδίτσας. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι Χριστιανοί, μὲ τὴν ἐργασία τους κατόρθωσαν στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς τους μὲ αὐτάρκεια καὶ στοργικὰ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀνατροφὴ τῶν δυὸ παιδιῶν τους ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ πατέρα συγκλόνισε τὴν οἰκογένεια καὶ ἐπισκίασε τὴν εὐτυχία τους.

Ὁ Ἀναστάσιος, αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου, ἔμεινε ὀρφανὸς σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ἡ μητέρα τους μὲ τὴ βαθιὰ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν εὐσέβειά της ἀγωνίζεται ἀγώνα σκληρὸ «πρὸς τὰ τῆς χηρείας δεινά» καὶ ἀναλαμβάνει μόνη της τὸ βάρος τῆς οἰκογενειακῆς εὐθύνης. Ἐργάζεται ἀγόγγυστα γιὰ νὰ συντηρήσει τὰ δύο ἀνήλικα παιδιά της καὶ νὰ τὰ ἀναθρέψει μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.

Πολὺ σύντομα στὸ πλευρὸ τῆς γυναίκας βρέθηκε καὶ ὁ μικρὸς Ἀναστάσιος, γιὰ νὰ ἀναλάβει καὶ ἐκεῖνος ἕνα μέρος ἀπὸ τὶς εὐθύνες γιὰ τὴ συντήρηση τῆς οἰκογένειάς του.

Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε συγκλονίσει ἀπὸ νωρὶς τὴν καρδιὰ τοῦ Ἀναστασίου καὶ ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης θέρμαινε τὴν παιδική του ψυχή. Ἔνιωθε ζωηρὰ καὶ πολὺ ἔντονα τὴν κλίση καὶ τὸν ζῆλο πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἀπέφευγε τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου καὶ ἀναζητοῦσε συχνὰ τὴν ἡσυχία σὲ τόπους ἐρημικούς. Ἐκεῖ, ἀφοσιωμένος στὸν Θεό, διέθετε ὅλο τὸν χρόνο του στὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Σύντομα ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἔφυγε πρὸς τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς Βόλου. Κατέληξε στὸ μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς, ποὺ εἶχε χτίσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνίτσας Βόλου καὶ εἶναι ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα.

Ὅταν ἔφθασε στὸ μοναστήρι τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στὸν ἡγούμενο καὶ μὲ ὅλο τὸν σεβασμὸ ἀνέφερε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς του. Ἐκεῖνος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ τοῦ ἐξήγησε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ αὐστηρὸ πρόγραμμα τῆς μονῆς. Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως ἐπέμενε, δίνοντας τὴν ὑπόσχεση πὼς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ὑπερνικήσει ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ θὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ καθήκοντα ποὺ ὅριζε ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ ἡγούμενος, ὡς ἔμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἀναστασίου καὶ διαπίστωσε τὴν ἀμετακίνητη καὶ σταθερὴ ἀπόφασή του νὰ μονάσει. Ἔτσι τὸν δέχθηκε στὸ μοναστήρι.  Ἐκεῖ ὁ Ἀναστάσιος ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀκάκιος. Καὶ τὴν ἴδια νύχτα ποὺ δέχθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα, ἀξιώθηκε μὲ θεία ὀπτασία. Εἶδε σὰν νὰ βαστοῦσε στὰ χέρια του μία ἀναμμένη λαμπάδα, ποὺ εἶχε φῶς ὑπέρλαμπρο καὶ φώτιζε ὅλο τὸν τόπο ἐκεῖνο.

Ὁ νέος μοναχὸς μὲ τὴν συμπεριφορά, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν πνευματικότητά του κέρδισε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν συμπάθεια ὅλων τῶν πατέρων τῆς μονῆς. Ὅμως, οἱ ἀνάγκες καὶ οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν πάρα πολλὲς καὶ τοῦ ἀφαιροῦσαν πολύτιμο χρόνο ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσε πλέον, διότι πολὺ σύντομα εἶχε κατακτήσει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ καὶ ἡ ψυχή του ἀναζητοῦσε ἄλλο χῶρο γιὰ ἀπόλυτη ἡσυχία καὶ μεγαλύτερη ἄσκηση.

Ἔτσι, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1660 – 1670 μ.Χ., ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀρχικὰ ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ κατέφυγε σὲ κάποιο σπήλαιο, κοντὰ στὴ «Σκήτη τοῦ Καυσοκαλύβη», ὅπου ἀσκήτεψε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη μόρφωσή του, τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα πρόγραμμα ἀσκήσεως καὶ πνευματικῆς ἐργασίας. Χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση ἐπισκέπτεται μοναστήρια καὶ σκῆτες, ἐρημητήρια ἡσυχαστῶν καὶ σπήλαια ἀσκητῶν καὶ ἀναζητεῖ, «ὡς ἔλαφος διψῶσα ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων», τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ δοκιμασμένους μοναχούς. Ὑποτάσσεται πρόθυμα σὲ αὐτούς, συνεργάζεται μαζί τους καὶ μαθητεύει μὲ ὑπομονὴ κοντά τους.

Ὁ Ὅσιος φθάνει τελικὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη ἐπίσκεψη σὲ αὐτὸ ἀπομακρύνεται σὲ ἐρημικὴ τοποθεσία ἐπάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ ἡσυχάσει. Ἐκεῖ ἔμεινε πολὺ καιρὸ καὶ κάθε Σάββατο κατέβαινε στὸ μοναστήρι καὶ ἐκκλησιαζόταν.

Ἑπόμενος σταθμός του ἦταν ἡ σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν γνωστὸ ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς γέροντα πνευματικό του, ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Βόλου γιὰ νὰ σπουδάσει τὴ βυζαντινὴ μουσική. Ὁ γέροντας χάρηκε πάρα πολὺ ὅταν συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο καὶ ζήτησε νὰ τὸν πάρει μαζί του ὡς μοναχό. Ἐκεῖνος ὅμως ζήτησε τὴν εὐχή του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μὴν ἐπιμείνει, διότι ἤθελε νὰ ἀσκητέψει μόνος του.

Ὕστερα ἀπὸ τὴν συνάντηση αὐτὴ ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ σκήτη τοῦ Παντοκράτορος πρὸς ἄγνωστη κατεύθυνση καὶ μὲ συμβουλὴ τοῦ γέροντος πνευματικοῦ Γαλακτίωνος ἦλθε στὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπάνω στὴ Μεταμόρφωση, γιὰ νὰ μονάσει. Ἐκεῖ ἀσκητεύοντας παρέμεινε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια.

Κάποτε ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος εἶδε τὸν Ὅσιο Μάξιμο τὸν Καυσοκαλυβίτη († 13 Ἰανουαρίου), μὲ κάτασπρη καὶ ἀστραφτερὴ ἱερατικὴ στολή, νὰ περιφέρεται καὶ νὰ θυμιατίζει ὅλο τὸ ναὸ καὶ ἕνα πλῆθος μοναχῶν μὲ τὴν ἴδια λευκὴ στολὴ νὰ τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ρώτησε, «ποιοὶ ἦσαν αὐτοὶ ποὺ τὸν συνόδευαν», ὁ Ὅσιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, οἱ ὁποῖοι χάρις σὲ αὐτὸν εὑρῆκαν τὴ σωτηρία τους».

Ἐπειδὴ τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ ἡ περιοχὴ ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος ἦταν δύσβατη καὶ ἄνυδρη, ἀναγκάσθηκε νὰ μετακινηθεῖ χαμηλότερα πρὸς τὴ θάλασσα, πρὸς τὸ ἀκρωτήρι τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ σημερινὴ σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων (Ἁγίας Τριάδος). Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀναζήτησε τὴν κατοικία του σὲ ἕνα μικρὸ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του. Μὲ τὶς σπάνιες ἀρετές του ἀναδείχθηκε κατὰ τὸν ὑμνωδὸ «κορυφαῖος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Θεοφόρων Πατέρων τὸ καύχημα».
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος προέβλεψε καὶ προεῖπε τὴν κοίμησή του σὲ ὅλους τοὺς ὑποτακτικοὺς ποὺ μόναζαν κοντά του. Ἰδιαίτερα ὅμως στὸν μοναχὸ Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου ἀπὸ τὴν σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή του, εἶπε: «Ἐγὼ τώρα Ἀθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρὰ καὶ πλέον δὲν θὰ βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Νὰ ἔχεις τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας μας». Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, τὸ ἔτος 1730 μ.Χ. καὶ σὲ ἡλικία ἑκατὸν περίπου ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκακίᾳ ἐμπρέπων Πάτερ Ἀκάκιε, καὶ λαμπρότητι βίου ἀστὴρ ὡς πάμφωτος, τῶν Ὁσίων μιμητὴς τῶν πάλαι γέγονας, καὶ χαρισμάτων θεϊκῶν, δαψιλῶς ἀξιωθείς, μὴ παύσῃ καθικετεύων, τὴν Παναγίαν Τριάδα, διδόναι πᾶσι τὸ θεῖον ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐπεφάνης Ὅσιε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀστὴρ νεόφωτος, καταλαμπρύνων τηλαυγῶς, τῶν Ὀρθοδόξων τὸ πλήρωμα, τοῖς σοῖς ἀγῶσι, παμμάκαρ Ἀκάκιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός, καὶ τῶν Μοναζόντων, ἀπλανέστατος ὁδηγός· χαίροις ἀκακίας, κατάκαρπος ἐλαία, Ἀκάκιε παμμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μούρωμ Ρωσίας 

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ μεταφέρθηκε στὴν πόλη αὐτὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο τὸν Πρίγκιπα († 3 Ἰουλίου), στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν οἱ κάτοικοί της ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος προσπαθοῦσε νὰ τοὺς διδάξει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν πίστευαν μέχρι ποὺ ἀποφάσισαν νὰ τὸν φονεύσουν. Ὁ Ἅγιος τότε προσευχήθηκε θερμὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἄκουσε τὴν ἱκεσία του καὶ φώτισε τὶς καρδιὲς τῶν κατοίκων τοῦ Μούρωμ, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βαπτίσθηκαν.
Ὅταν τὴν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Μούρωμ κατεῖχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, πῆρε τὴν εἰκόνα καὶ κρατώντας την στὰ χέρια ἔπλευσε ἐπάνω στὰ νερά, ἔχοντας γιὰ σχεδία τὸν μανδύα του μέχρι τὸ Ριαζάν, ὅπου καὶ τοποθέτησε τὴν ἱερὰ εἰκόνα σὲ ναὸ τῆς πόλεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μπελινὶτς τῆς Ρωσίας

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου φυλασσόταν ἀρχικὰ σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς τοῦ Μογκίλεβ τῆς Ρωσίας. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς Οὐνίας, τὸ ἔτος 1596, αὐτὴ περιῆλθε στὰ χέρια τῶν Οὐνιτῶν καὶ τοποθετήθηκε σὲ μία ἐκκλησία τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Μπελινίτς, τὸ ὁποῖο ἱδρύθηκε κατὰ τὰ ἔτη 1622 – 1624 ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῆς Μεγάλης Λιθουανίας Λὲβ Σαπέγκα στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Ντρούτα, 45 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Μογκίλεβ. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ εἰκόνα ἀποδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ ἔτος 1876, μὲ τὴν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς τοῦ Μπελινίτς. Ἐκεῖ, στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ 1876, τελέσθηκε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀνακήρυξις τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας 

Ἡ Ἰβηρία, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καλεῖται καὶ Γεωργία, ἑορτάζει τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὴν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας της. Στὴ δυτικὴ Ἰβηρία, ὅπου κατὰ τὴν ἀρχαιότατη παράδοση ἔσπειρε τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὑπῆρχαν ἤδη ἐπὶ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) οἱ Ἐπισκοπὲς Τραπεζοῦντος καὶ Πιτυοῦντος. Κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. ἀναφέρονται ἤδη δύο μητροπολιτικὰ κέντρα, ἡ ἕδρα τῆς Φάσιος καὶ ἡ τῆς Σεβαστοπόλεως, ὑπαγόμενα στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου καὶ τοῦ Ἀντιοχείας Πέτρου, ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀνατολικῆς Ἰβηρίας ἀπέκτησε τὸ αὐτοκέφαλο, ἐνῷ ἡ ὑπόλοιπη ἦταν πρὸ πολλοῦ αὐτοκέφαλος. Ἐπὶ τσάρου Ἀλεξάνδρου Α’ ἡ Ρωσία, τὸ ἔτος 1801, προσήρτησε τὴ χώρα τῆς Γεωργίας στὴν δική της πολιτικὴ ἐξουσία καὶ ἡ Γεωργιανὴ Ἐκκλησία ἀπώλεσε τὸ αὐτοκέφαλο, ὑποτασσομένη στὴ Ρωσική.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας ἐπανέκτησε τὴν ἀνεξαρτησία της τὸ ἔτος 1917.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀντίπας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.). Ἦταν σύγχρονος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν χειροτόνησαν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, ὅταν ὁ Θεολόγος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἦταν ἐξόριστος στὴν Πάτμο. Στὴν Ἀποκάλυψη ὁ Ἅγιος Ἀντίπας ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἰωάννη πιστὸς ἱερέας καὶ μάρτυρας.

Ὡς ἀρχιερέας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, ποίμανε τὸ λογικό του ποίμνιο μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ ἀρετή. Ὄντας Ἐπίσκοπος Περγάμου καί ἐνῷ ἦταν πολὺ γέρος, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὅταν οἱ δαίμονες παρουσιάσθηκαν σὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπαν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ κατοικοῦν στὸν τόπο ἐκεῖνο ἐξαιτίας τοῦ Ἀντίπα. Γι’ αὐτὸ ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ ἐξαναγκάστηκε μὲ βία νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος (ὁ ἡγεμόνας) κατέβαλε κάθε προσπάθεια νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, λέγοντάς του ὅτι τὰ παλαιότερα εἶναι πολυτιμότερα, ἐνῷ ἐκεῖνα ποὺ ἐμφανίζονται πρόσφατα δὲν ἔχουν καμία ἀξία. Τοῦ εἶπε δηλαδὴ ὅτι ἡ θρησκεία τῶν ἐθνικῶν, ἡ εἰδωλολατρία, εἶναι παλαιά, αὐξήθηκε διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ ἔχει πολλοὺς ὀπαδούς, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἐμφανίσθηκε τελευταῖα καὶ ἔχει πολὺ λίγους πιστούς. Στὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τοῦ ἡγεμόνος ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Κάιν. Εἶπε δηλαδὴ σὲ αὐτόν, ὅτι ἡ ἀδελφοκτονία τοῦ Κάιν, ἂν καὶ αὐτὸς εἶναι πολὺ ἀρχαιότερος, προκάλεσε καὶ προκαλεῖ τὸν ἀποτροπιασμὸ σὲ ἄπειρα πλήθη ἀνθρώπων καὶ οὐδεὶς εὐσεβὴς ἄνθρωπος τὴ ζηλεύει. Ὁ ἡγεμόνας ἐξοργίσθηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀντίπα καὶ τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ρίξουν σὲ ἕνα πυρωμένο χάλκινο ὁμοίωμα βοδιοῦ, ὅπου τελειώθηκε ὁ βίος του, τὸ ἔτος 92 μ.Χ.

Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Περγάμου καὶ ἀναβλύζει ἀενάως μύρο καὶ ἰάσεις, ἡ δὲ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ πάνσεπτο Ἀποστολεῖο τοῦ Ἁγίου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κοντὰ στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα ὑπῆρχε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἕτερος, ἐπίσης, κείμενος μεταξὺ τῶν χωρίων Ἁγίου Στεφάνου καὶ Ρηγίου (Κιουτσοὺκ – Τσεκμετζέ).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μυροβλήτην τὸν θεῖον καὶ Μαρτύρων τὸν σύναθλον, τὸν πανευκλεῆ Ἱεράρχην καὶ Περγάμου τὸν πρόεδρον, τιμήσωμεν Ἀντίπαν οἱ πιστοί, ὡς τάχιστον καὶ μέγαν ἰατρόν, τῆς δεινῆς ὀδόντων νόσου, καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ψυχῆς βοήσωμεν· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὸν Ἱεράρχην καὶ κλεινὸν Μεγαλομάρτυρα,

Τὸν πολιοῦχον τῆς Περγάμου τὸν πανάριστον

Καὶ ἐχθροῦ κοινοῦ ἀντίπαλον τὸν Ἀντίπαν

Κατὰ χρέος εὐφημήσωμεν ἐν ᾄσμασιν

Ὡς τοὺς πάσχοντας ὀδόντας θεραπεύοντα·
Πόθῳ κράζοντες, χαίροις, Πάτερ τρισόλβιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὁ Περγάμου πρόεδρος καὶ φρουρός, καὶ τῆς εὐσεβείας, θεορρήμων ὑφηγητής, ὁ τῶν Ἀποστόλων, ὁμόχρονος καὶ σύμπνους, τιμάσθω μοι Ἀντίπας, ὁ ἱερόαθλος.

Οἱ Ὁσίες Τρυφαίνη καὶ Ματρώνα οἱ ἐν Κυζίκῳ 

Οἱ Ὁσίες Τρυφαίνη καὶ Ματρώνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κυζίκου καί ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐπιπόθησαν τὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἀκολούθησαν τὸν μοναχικὸ βίο. Ἔφθασαν δὲ σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀσκήσεως καὶ νηστείας, ὥστε νὰ φαίνονται οἱ συνθέσεις τῶν ὀστέων τους. Δὲν εἶχαν κελλί, ἀλλὰ περιβεβλημένες μὲ ἕνα μικρὸ ἔνδυμα προσεύχονταν συνεχῶς στὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ ξεκουράζονταν λίγο στὴν γῆ. Λίγο πρὶς τὸ ὁσιακὸ τέλος τους, τὸ ὁποῖο προείδαν, ἔκαναν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή τους, ἐπιτέλεσαν πολλὰ θαύματα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Φαρμούθιος ὁ Ἀναχωρητὴς 

Ὁ Ὅσιος Φαρμούθιος ὁ Ἀναχωρητής, ἀσκήτεψε κατὰ Θεὸν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανὸς ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρτινιανὸς ἄθλησε στὴν Ρώμη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βάκχος ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Βάκχος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τελειώθηκε μαρτυρικὰ κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος καὶ Χαρίτων

Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἔζησε μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Ρωσία. Γεννήθηκε στὴν πόλη Μπολογκντὰ καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο. Σύντομα ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστήρι Σπασο – Καμένσκϊυ κοντὰ στὴν λίμνη Κουμπενσόε. Λίγο ἀργότερα ὅμως ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης στὸν ποταμὸ Κουμπένκα, δύο χιλιόμετρα ἀπόσταση ἀπὸ τὴ λίμνη.

Ὁ πόθος του γιὰ μεγαλύτερη ἡσυχία τὸν ὁδήγησε στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Χαρίτωνα. Καὶ οἱ δύο μαζὶ ἵδρυσαν τὴ μονὴ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος στὴ Μπολογκντά. Κατασκεύασαν τὴ μοναδικὴ Ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε σὲ αὐτὴ τὴν περιοχὴ καὶ καλλιεργοῦσαν χόρτα γιὰ τὴν ἐλάχιστη τροφή τους.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ ἔτος 1465, ἐνῷ ὁ Ὅσιος Χαρίτων, ποὺ τὸν διαδέχθηκε στὴν καθοδήγηση τῆς μονῆς, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1509. Καὶ οἱ δύο ἐνταφιάσθηκαν στὸ ναὸ τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε ἐνοριακός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Βρυλέεφ 

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Βρυλέεφ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς τῆς μονῆς Ζέλεζνϊυ – Μπορόκ, ποὺ ἦταν στὴν ἐπαρχία τῆς Κοστρόμα, διετέλεσε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ζέλενι – Μπὸρ καὶ ἀργότερα ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο Βρυέεφ, ὅπου ἵδρυσε μονὴ πρὸς τιμὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Ζελέζνϊυ – Μπορόκ 

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Ζελέζνϊυ – Μπορὸκ γεννήθηκε στὸ Γκάλιτς, στὴν περιοχὴ τῆς Κοστρομὰ καὶ ἦταν υἱὸς οἰκογένειας Βογιάρων. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἀργότερα ἀσκήτεψε σὲ μονὴ τῆς Μόσχας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1442.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος Ἐπίσκοπος Τβὲρ καὶ Καζάν 

Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος, κατὰ κόσμον Βασίλειος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1495 στὸ Σέρπουχωφ τῆς Ρωσίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Ἐνῷ ἦταν νέος, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους τῆς Κριμαίας. Δεχόμενος αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ, ταπεινὰ ὑποτασσόταν στοὺς κυρίους του καὶ μὲ προθυμία ἐκπλήρωνε κάθε ἐργασία ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ὅμως, ὁ πατέρας του κατάφερε νὰ τὸν ἐξαγοράσει καὶ νὰ τὸν πάρει πίσω.

Ὁ Ἅγιος ἔγινε μοναχὸς τὸ 1515 στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας καὶ διακόνησε ὡς ἱεροδιάκονος στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Τβέρ. Τὰ χαρίσματά του καὶ ὁ θεοφιλὴς βίος του ὁδήγησαν τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Μακάριο νὰ τὸν τοποθετήσει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Πέσνα, κοντὰ στὴν Μόσχα. Ἀργότερα πῆγε στὸ Καζὰν καὶ ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Ἐνῷ βρισκόταν στὸ Καζάν, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Βαρσανούφιος βοηθοῦσε τὸν Ἁγίο Γουρία († 15 Δεκεμβρίου) στὴν διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στοὺς Μουσουλμάνους καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες. Ἡ γνώση τῆς ταταρικῆς γλώσσας ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν πολὺ χρήσιμη γιὰ τὴν ἱεραποστολική του δράση.
Τὸ ἔτος 1567 ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τβὲρ καὶ Καζάν. Ὅταν ἔφθασε σὲ μεγάλη ἡλικία, ἐπέστρεψε στὸ Καζὰν καὶ στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ ὁποῖο καὶ εἶχε ἱδρύσει. Ἐκεῖ ἔλαβε τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1576. Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Γουρίου καὶ Βαρσανουφίου ἀνακαλύφθηκαν στὶς 4 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1596 καὶ τοποθετήθηκαν σὲ λειψανοθῆκες στὸ παρεκκλήσι τοῦ ναοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Πατριάρχου Ἰώβ. Στὶς 20 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1630, τὰ χαριτόβρυτα λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.

Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη του καὶ στὶς 4 Ὀκτωβρίου.           

Πηγή: http://www.synaxarion.gr     

Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος 

Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος τῆς Τσέρνικα ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πνευματικὲς μορφὲς τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ.

Γεννήθηκε στὸ Βουκουρέστι, στὶς 7 Ὀκτωβρίου τοῦ 1787, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Ἀντώνιο καὶ τὴν Φλοάερα, καὶ τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Κωνσταντίνος. Ἡ μητέρα του σὲ μεγάλη ἡλικία ἔγινε μοναχὴ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Ὁ πόθος του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἡ δίψα του γιὰ προσευχὴ ὁδηγοῦσαν τὰ βήματά του στὴ μονὴ τῆς Τσέρνικα, ἐνῷ ἦταν ἀκόμη μαθητὴς στὸ Βουκουρέστι. Τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 1807 ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ μονάσει. Στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1808 ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Καλλίνικος. Τὸν ἑπόμενο μῆνα, ὁ Βούλγαρος Ἐπίσκοπος τῆς Βράτα, ποὺ κατέφυγε στὸ Βουκουρέστι λόγω τῶν Τούρκων, τὸν χειροτόνησε διάκονο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Τσέρνικα.

Ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὁ νεαρὸς μοναχὸς ἄρχισε τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς ἀγῶνες, τὴν ἄσκηση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴ νηστεία, τὴν ἐργασία καὶ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Τὸ ἔτος 1812 ἀπεστάλη μαζὶ μὲ τὸν πνευματικό του στὴ μονὴ τοῦ Νεάμτς, προκειμένου νὰ ζητήσει βοήθεια γιὰ τὴν ἐπιδιόρθωση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Τσέρνικα, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμό. Μὲ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία ἐπισκέφθηκε καὶ τὰ ἄλλα μοναστήρια τῆς Μολδαβίας.

Τὸ ἔτος 1813 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὸ ναὸ Μπάτιστε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Διονύσιο Λούπου, τὸν μελλοντικὸ Μητροπολίτη τῆς χώρας καὶ τὸ ἔτος 1815 διορίσθηκε οἰκονόμος τῆς μονῆς. Τὸ 1817 ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ σκοπὸ νὰ διδαχθεῖ τὴν μοναχικὴ ζωὴ τῶν Ἀθωνιτῶν Πατέρων καὶ νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικὰ ἀπὸ τὴν πνευματική τους ἐμπειρία καὶ ἄσκηση.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, Δωροθέου, στὶς 14 Δεκεμβρίου 1818, ἡ μοναστικὴ κοινότητα τῆς Τσέρνικα ἐξέλεξε ἡγούμενο τὸν Ἱερομόναχο Καλλίνικο, χάρη στὴν ξεχωριστὴ ἀσκητικὴ βιοτή του, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸ μοναχισμό. Ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια ἔλαβε καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου.

Τὰ τριάντα δύο χρόνια τῆς ἡγουμενίας του ἀποτέλεσαν περίοδο πνευματικῆς ἀκμῆς γιὰ τὴ μονή. Κατασκευάσθηκαν προσκυνητάρια, κελλιὰ καὶ ἐργαστήρια γιὰ τὰ ἐργόχειρα τῶν μοναχῶν. Ὅσοι γνώριζαν γράμματα ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ἀντιγραφὴ πολύτιμων χειρογράφων καὶ ἔργων Πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν αὐξανόταν σημαντικά. Τὸ 1838 ἐγκαταβιοῦσαν στὴ μονὴ τριακόσιοι μοναχοί, ἐνῷ τὸ 1850 ἦσαν τριακόσιοι πενήντα.

Ὁ ἡγούμενος Καλλίνικος διακρίθηκε κυρίως γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες, καθὼς καὶ πρὸς τούς πρόσφυγες ποὺ ἔβρισκαν στὸ μοναστήρι καταφύγιο καὶ τροφή. Ἐπίσης ἵδρυσε ἕνα σχολεῖο γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς περιοχῆς καὶ ἀνέλαβε τὴν κατασκευὴ καὶ ἀνακαίνιση πολλῶν ναῶν καὶ προσκυνηταρίων. Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος ἦταν τόσο ἐλεήμων πού, ὅταν δὲν εἶχε τίποτα νὰ προσφέρει, ἔδινε τὰ δικά του ἐνδύματα καὶ κλαίγοντας ἱκέτευε τοὺς συνεργάτες του νὰ μαζέψουν χρήματα, γιὰ νὰ ἔχει νὰ τὰ μοιράζει στοὺς φτωχοὺς καὶ στοὺς πάσχοντες.

Τὸ ἔτος 1850, ὕστερα ἀπὸ σαράντα τρία χρόνια στὸ μοναστήρι, ὁ ἡγούμενος Καλλίνικος κλήθηκε νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἀρνηθεῖ, τελικὰ ὑπέκυψε στὶς παρακλήσεις τοῦ βοεβόδα Μπάρμπου – Στίρμπεϊ, καὶ στὶς 15 Σεπτεμβρίου τοῦ 1850 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρίμνικ – Βίλτσεα. Ἡ χειροτονία του σὲ Ἐπίσκοπο ἔγινε στὶς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1850 στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Βουκουρεστίου. Ἐπειδὴ ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα τοῦ Ρίμνικ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ πυρκαγιά, ἡ ἐνθρόνιση ἔγινε στὶς 26 Νοεμβρίου στὴν Κραϊόβα.

Σὲ αὐτὴ τὴν ἐπισκοπὴ ἡ κατάσταση ἦταν πολὺ δύσκολη. Γιὰ δέκα χρόνια ἡ Μητρόπολη διευθυνόταν ἀπὸ τοποτηρητές, ἡ ἕδρα καὶ ὁ καθεδρικὸς ναὸς εἶχαν καταστραφεῖ, οἱ ἱερεῖς ἦσαν ἐλάχιστοι καὶ ἀμόρφωτοι, ἐνῷ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο εἶχε κλείσει λόγῳ τῆς ἐπαναστάσεως τὸ 1848.

Ὁ νέος Ἐπίσκοπος ἀφοσιώθηκε ἀμέσως μὲ αὐταπάρνηση καὶ δύναμη στὴν ἀποστολή του. Χειροτόνησε καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς κληρικούς, τὸ 1851 ἐπανίδρυσε τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο τῆς Κραϊόβα καὶ τὸ 1854 τὸ μετέφερε στὸ Ρίμνικ, ἐνῷ παράλληλα ἵδρυσε σχολὲς γιὰ τὴν κατάρτιση ἱεροψαλτῶν.

Τὸ ἔτος 1854, ἀφοῦ ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς μεταφέρθηκε στὸ Ρίμνικ, ξεκίνησε τὴν ἀνοικοδόμηση ἑνὸς νέου ναοῦ. Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1859 – 1864 ἔκτισε μὲ δικές του δαπάνες ἕνα νέο ναὸ στὴ σκήτη Φρασινέι, ὅπου εἰσήγαγε τοὺς κανόνες τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Φιλότεχνος καὶ φιλομαθὴς ὁ Ἅγιος ἵδρυσε, τὸ 1860, τυπογραφεῖο, στὸ ὁποῖο ἐκδίδονταν ἐκκλησιαστικὰ καὶ διδακτικὰ βιβλία καὶ τὸ ὁποῖο παρεχώρησε στὴν πόλη Ρίμνικ μὲ τὸν ὅρο τὸ ἥμισυ τῶν εἰσοδημάτων νὰ διατίθεται γιὰ τὴν συντήρηση τῶν σχολείων καὶ τῶν φτωχῶν μαθητῶν καθὼς καὶ τῆς σκήτης Φρασινέι.

Ὁ Ἐπίσκοπος Καλλίνικος ὑπῆρξε καὶ γνήσιος πατριώτης. Ὡς Ἐπίσκοπος ἔλαβε μέρος στὶς διεργασίες τῆς Δημόσιας Συνελεύσεως τῆς χώρας καὶ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἕνωση τῆς Μολδαβίας καὶ τῆς Τσόρα Ρομανεάσκα. Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 1857 ἀπέστειλε ἐγκύκλιο πρὸς ὅλους τοὺς ἡγουμένους καὶ ἱερεῖς, διὰ τῆς ὁποίας ζητοῦσε νὰ τελεσθοῦν σὲ ὅλους τοὺς ναούς, Ἀκολουθίες καὶ προσευχὲς γιὰ τὴν ἕνωση τοῦ Ρουμανικοῦ λαοῦ.

Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν εὐλόγησε καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Πολλοὶ ἀσθενεῖς, ποὺ ἐπικαλοῦνταν τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου, θεραπεύονταν.

Σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ἐνῷ ἦταν ἀσθενής, ὁ Ὅσιος ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Τσέρνικα, τὸν Μάιο τοῦ 1867, ἀναθέτοντας τὴν προσωρινὴ διοίκηση τῆς Ἐπισκοπῆς στὸν ἀρχιμανδρίτη Γρηγόριο. Ἡ τότε κυβέρνηση, ὡς ἔκφραση ἐκτιμήσεως καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου, ἀρνήθηκε τὴν ἀποχώρησή του ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέμεινε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, πατέρας καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ ποιμνίου του.
Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1868 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος εἶχε χτίσει.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.

 

Μεγαλυνάριον.
Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μέθεξιν.

 

Αυτή τη Κυριακή τιμάμε τη μνήμη της οσίας Μητέρας μας η οποία εορτάζεται και κατά την 1η Απριλίου. Το «Ωρολόγιο» γράφει ότι «Πλησιάζοντας το τέλος της αγίας Σαρακοστής, τάχθηκε να εορτάζεται σήμερα η αγία προς τόνωση των ραθύμων και αμαρτωλών σε μετάνοια.

Όταν ήταν δώδεκα ετών η αγία, έφυγε μακριά από τους γονείς της και πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου έζησε για 17 χρόνια ασώτως. Έπειτα από περιέργεια ξεκίνησε με πολλούς προσκυνητές για τα Ιεροσόλυμα, να παραβρεθεί στην ύψωση του Τιμίου Σταυρού, όπου όμως συνέχισε την ακολασία και παρέσυρε πολλούς στην απώλεια.

Θέλησε μάλιστα να μπει στην Εκκλησία τη μέρα της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, αλλά αισθάνθηκε τέσσερις φορές κάποια αόρατο δύναμη να την εμποδίζει να εισέλθει στο Ναό, ενώ όλοι οι άλλοι έμπαιναν ανεμπόδιστα. Πληγώθηκε αφάνταστα η καρδιά της από το γεγονός αυτό και παρεκάλεσε τη Παναγία να της επιτρέψει και ότι θα αλλάξει ζωή. Αμέσως μπήκε μέσα, προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο και έφυγε από τα Ιεροσόλυμα, πέρασε τον Ιορδάνη και προχώρησε στα βάθη της ερήμου, προσευχομένη και ζώντας σκληρή ζωή μετανοίας για 47 χρόνια.
Όταν έφθασε το τέλος της ζωής της συνάντησε ένα ερημίτη που τον έλεγαν Ζωσιμά στον οποίο ζήτησε και εξομολογήθηκε όλη τη ζωή της και τον παρεκάλεσε να τη κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Αυτό έκανε εκείνος ο ερημίτης το επόμενο έτος τη Μεγάλη Πέμπτη. Το μεθεπόμενο έτος επανήλθε ο Ζωσιμάς να την ξανακοινωνήσει, αλλά την βρήκε νεκρή και με ένα σημείωμα που έγραφε: «Αββά Ζωσιμά, θάψε μου εδώ το σώμα της αθλίας Μαρίας. Πέθανα την ίδια μέρα που με κοινώνησες των Αχράντων Μυστηρίων. Να εύχεσαι για μένα.»

Πρέπει να ήταν τότε το έτος 378 ή κατ' άλλους το 437.»
Η οσία Μαρία είναι ζωντανό παράδειγμα της δυνάμεως της μετανοίας. Παρά το ότι βυθίσθηκε μέχρι το κεφάλι στη λάσπη της αμαρτίας, έπειτα μετανοήσει και με τη Χάρη του ελέους του Θεού, έφθασε στη καθαρότητα των Αγγέλων.

Μπορούμε να γίνουμε όλοι κατάλευκοι, όπως ήμασταν προ του βαπτίσματος, αρκεί να μετανοήσουμε.

Η Εκκλησία μας ψάλλει σήμερα για την οσία Μαρία το ακόλουθο τροπάριο:
”Αφού διέφυγες από το σκότος της αμαρτίας και φωτίσθηκες από το φώς της μετανοίας, προσέφερες, ω δοξασμένη αγία Μαρία, τη καρδιά σου στο Χριστό. Εκείνος δε τη δέχθηκε, γιατί εσύ έβαλες να μεσιτεύσει προς Αυτόν η ακηλίδωτος και αγία Μητέρα Του, η γεμάτη από συμπάθεια. Γι' αυτό όχι μόνο απαλλάχθηκες από τις αμαρτίες σου, αλλά και ευφραίνεσαι αιώνια μαζί με τους Αγγέλους”.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τῇ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, τῶν παθῶν σου τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾷ τῷ ἱερῷ, ὡράθης ἐν τῇ ἐρήμῳ Μαρία Ὁσία Μῆτερ· μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἁμαρτίας τὴν ἀχλὺν ἐκφυγοῦσα, τῆς μετανοίας τῷ φωτὶ αὐγασθεῖσα, τὴν σὴν καρδίαν ἔνδοξε προσῆξας τῷ Χριστῷ, τούτου τὴν Πανάμωμον, καὶ ἁγίαν Μητέρα, πρέσβυν συμπαθέστατον, προσενέγκασα· ὅθεν, καὶ τῶν πταισμάτων εὗρες ἀποχήν, καὶ σὺν Ἀγγέλοις, ἀεὶ ἐπαγγέλλεσαι.

 

Μεγαλυνάριον.
Αἴγυπτον φυγοῦσα τὴν τῶν παθῶν, δάκρυσιν ἐκπλύνεις, ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Ἰορδάνου Μῆτερ, ὡς ἄγγελος Μαρία, ὄντως ἠγώνισαι.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ε’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Αποτέλεσμα εικόνας για άγιοσ γρηγόριοσ ε πατριάρχησ κωνσταντινουπόλεωσὉ Ἅγιος Γρηγόριος, κατὰ κόσμο Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, γεννήθηκε στὴ Δημητσάνα τὸ ἔτος 1745, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Ἀσημίνα. Τὸ 1767 μετέβη στὴ Σμύρνη, κοντὰ στὸν θεῖο του ἐκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθώντας μαθήματα στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Στὴ συνέχεια παρακολούθησε  μαθήματα φιλοσοφίας στὴν Πάτμο ἀπὸ τὸν Δανιὴλ Κεραμέα. Μετὰ τὶς σπουδές του ἦλθε στὴν αὐτοκρατορικὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Στροφάδων νήσων, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Γρηγόριος. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸν κάλεσε ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος καὶ τὸν χειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του. Ὅταν ἀργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἐπέστρεψε στὴ Δημητσάνα καὶ ἔδωσε 1.500 γρόσια γιὰ τὴν στέγαση τῶν ἀπόρων φοιτητῶν.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μυήθηκε στὴν Φιλικὴ ἑταιρεία ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Φαρμάκη περὶ τὰ μέσα τοῦ ἔτους 1818 στὸ Ἅγιον Ὄρος. «Ἔδειξεν εὐθὺς ζωηρότατον ἐνθουσιασμὸν ὑπὲρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» καὶ «ηὐχήθη ἀπὸ καρδίας», γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ της.

Στὶς 19 Αὐγούστου 1785 ἐκλέγεται οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ παραμένει στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μέχρι τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1798. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ καθαιρεῖται ἀπὸ τὴν Πύλη, διότι θεωρήθηκε ἀνίκανος νὰ διατηρήσει τὴν ὑποταγὴ τῶν Χριστιανικῶν λαῶν κάτω ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγὸ καὶ ἐξορίζεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1818 κλήθηκε γιὰ τρίτη φορὰ στὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο, στὸν ὁποῖο καὶ παρέμεινε μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου.

Ὁ Κωνσταντίνος Κούμας ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἦταν μόνο «σεμνὸς τὸ ἦθος, λιτὸς τὴν δίαιταν, ταπεινὸς τὴν στολήν, ζηλωτὴς τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τὰ ἔργα του», ἀλλὰ ἦταν καὶ «ἄκαμπτος εἰς τὰς ἰδέας του καὶ δὲν τὸν ἔμελε διὰ κανὲν ἐναντίον, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε». Καὶ ὁ Γρηγόριος ἀπεφάσισε. Ἔταξε ὡς σκοπὸ στὴν ζωή του νὰ ὑπηρετήσει πιστὰ τὸ δοῦλο Γένος καὶ νὰ βοηθήσει μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του καὶ μὲ τὴν ζωή του στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό. Γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ του χρησιμοποιοῦσε ὅλη του τὴ διπλωματικὴ δεξιοτεχνία.

Στὴν προσπάθειά του ὁ Ἐθνομάρτυρας νὰ διασώσει τὸν Ἑλληνικὸ πληθυσμὸ ἀπὸ τὴν σφαγὴ καὶ συγχρόνως νὰ παραπλανήσει τὸν Σουλτάνο καὶ νὰ δώσει τὴν εὐκαιρία στοὺς ἀγωνιστὲς νὰ ἐργάζονται ἀνενόχλητοι, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀφορίσει τοὺς ἐπαναστάτες.

Συντριπτικὴ ἀπάντηση στοὺς κατήγορους τοῦ Γρηγορίου θὰ δώσει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης μὲ τὶς ὁδηγίες ποὺ ἔστειλε ἀπὸ τὸ Κισνόβιο τῆς Βεσσαραβίας στοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Πελοποννήσου: «Ὁ μὲν Πατριάρχης βιαζόμενος παρὰ τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικὸ καὶ ἐξάρχους, παρακινώντας σας νὰ ἑνωθῆτε μὲ τὴν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νὰ θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα καθόσον γίνονται μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου»«Ἂς μὴν λησμονήσωμεν ὅτι ὑπάρχουν περιστάσεις καθ’ ἃς ἀπαιτοῦνται θυσίαι μεγαλύτεραι καὶ αὐτῆς τῆς θυσίας τῆς ζωῆς καὶ ὅτι ἐνίοτε ἡ μαρτυρικὴ ζωὴ εἶναι πικρότερον ἀλλὰ πλέον ἐπιβεβλημένον καθῆκον καὶ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Καὶ αὐτὴν τὴν ὑπέρτατην θυσίαν προσέφερεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὅστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζων πάντα ἐγωισμὸν καὶ ἀποβλέπων εἰς τὸ ἀληθινὸν συμφέρον, ἠναγκάσθη νὰ θέση τὴν ὑπογραφὴν τοῦ κάτωθι ἐγγράφου καταδικάζοντας τὸ κίνημα, ὑπὲρ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁποίου ὁλοψύχως ηὔχετο καὶ εἰργάζετο. Ὑπογράφων, ἀπεμάκρυνε τὰς ὑπονοίας τῆς Πύλης περὶ συμμετοχῆς εἰς τὸ κίνημα ἐπισήμων κύκλων· μὴ ὑπογράφων, θὰ ἐπεβεβαίου τὰς ὑπονοίας, ὅτε δεινὴ ἐπιπίπτουσα ἡ τιμωρία τοῦ τυράννου κατὰ τῶν βυσσοδομούντων, θὰ ἐνέκρου τὸ κίνημα πρὶν ἢ ἐκραγῇ. Ἄλλως ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης μετὰ θαυμαστῆς ἐγκαρτερήσεως ὑπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη ἡ ὥρα, καίτοι ἠδύνατο νὰ σωθῇ διὰ τῆς φυγῆς».

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στὶς 26 Δεκεμβρίου 1820 στὸν Ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἡσαΐα καὶ πολύτιμη ἀπὸ ἱστορικὴ ἄποψη, γιατί ἀποδεικνύει πὼς ὁ Ἐθνομάρτυς παρακολουθοῦσε ὅλα ὅσα συνέβαιναν  στὴν Ἑλλάδα, σὲ ὅλες του τὶς λεπτομέρειες καὶ τὶς προετοιμασίες γιὰ τὴν ἐπανάσταση:

«Ἀμφοτέρας τὰς τιμίας ἐπιστολάς, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ Φούντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καὶ τοὺς ἐν αὐταῖς τιμίους λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περὶ πᾶν διάβημα, οἱ γὰρ χρόνοι πονηροί εἰσι καὶ ἐν ταῖς φιλοπατριώταις ἔστι καὶ μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπὸ ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανώνται διὰ τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διὸ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξω κοινολογῶν μοι ἐμπιστευομένοις πατριώταις, τὰ ἐχεμυθείας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιῶται, οὓς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργοῦσι, καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνω ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν· οὐ μόνον τὰ σά, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐν Μορέᾳ ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσί μοι. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτικὴ μὲν τοῖς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὅτε καὶ ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελφοῖς καὶ ἀλλοφύλοις. Ἰδὶᾳ πράϋνον τὸν Βεζύρην λόγοις καὶ ὑπόσχεσιν· ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον οὖν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατυνεῖ αὐτούς, ἐγγὺς δ’ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τὸ Πάσχα. Αἱ εὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου Ἡσαΐα. Γεωργοὶ ἀκαμάτως καὶ ὄλβια γεώργια δώσοι σοι ὁ Πανύψιστος».

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνιστοῦσε τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸν ἐνίσχυε μὲ κάθε μέσο. Ἦταν ἀποφασισμένος νὰ θυσιασθεῖ γιὰ τὴν Πατρίδα. «Χρεωστοῦμεν», ἔλεγε, «νὰ ποιμαίνωμεν καλῶς τὰ ποίμνιά μας καὶ χρείας τυχούσης νὰ κάμωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι’ ἡμᾶς διὰ νὰ μᾶς σώσῃ…».

Σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε πρὸς τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ἔγραφε:

«Συλλειτουργὲ ἐν Χριστῷ καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ. Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περὶ μελετωμένης ἀνορθώσεως «σχολῆς» τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας, ὅπως θέλῃς μάθει καὶ παρὰ τοῦ ἰδίου. Τὸ κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νὰ ἐμψυχωθῇ. Καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δὲν δύνανται νὰ τὴν μεταβάλουν. Γενηθήτω τὸ θέλημά Του».

Κάτω ἀπὸ τὴν λέξη «σχολήν» ὑπονοοῦσαν τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Οἱ Φιλικοὶ μάλιστα ὀνόμασαν ἐπιστάτες τῆς σχολῆς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο καὶ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Πολύκαρπο.

Ὅταν σὲ μία συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τὸν Πατριάρχη νὰ μεταβοῦν στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ τεθοῦν ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ ἀπάντησε: «Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑμεῖς ὡς Σύνοδος ὀφείλομεν νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν· ὁ θάνατος ἡμῶν θὰ δώσῃ δικαίωμα εἰς τὴν Χριστιανοσύνην νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ Ἔθνος ἐναντίων τοῦ τυράννου. Ἀλλ’ ἂν ὑπάγωμεν ἡμεῖς νὰ θαρρύνωμεν τὴν Ἐπανάστασιν, τότε θὰ δικαιώσωμεν τὸν Σουλτάνον ἀποφασίσαντα νὰ ἐξολοθρεύσῃ ὅλον τὸ Ἔθνος».

Ὅταν μερικοὶ προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του, ὁ καλὸς ποιμένας ἀπάντησε:

«Μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θὰ διέλθῃ τᾶς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ὅπως ἐγὼ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἢ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δὲ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργοῦσι τὸν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ Ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην· εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅτι καὶ ἂν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (Κυριακὴ τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλὰ μετά τινας ἡμέρας καὶ ἴσως καὶ ταύτην τὴν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θὰ μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων· δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσ τῶν ἀγυιῶν νὰ μὲ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες: “Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ φονεὺς Πατριάρχης”. Ἂν τὸ Ἔθνος μου σωθῇ καὶ θριαμβεύσῃ, τότε πέποιθα θὰ μοῦ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».

Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ὁ φλογερὸς αὐτὸς Ἱεράρχης, ἀκολούθησε τὸν δρόμο του. Σάρκωσε ὁλόκληρο τὸ ὑπόδουλο Γένος. Ἐπωμίσθηκε τὸ σταυρό του. Ἀνέβηκε τὸ Γολγοθά του. Δέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, ἐμπτυσμοὺς καὶ τέλος τὸν θάνατο μὲ ἀπαγχονισμό. Μπροστὰ στὸ Πατριαρχεῖο, τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 1821, οἱ Τοῦρκοι κρέμασαν τὸν Πατριάρχη.

Στὸ ἔγγραφο τῆς καταδίκης του (τουρκιστὶ “γιαφτάς”), ἀναφέρεται ἡ αἰτία τοῦ ἀπαγχονισμοῦ του: «…Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων… ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δὲν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ἦτο καὶ αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… ἀντὶ νὰ δαμάσῃ τοὺς ἀποστάτας καὶ δώσῃ πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς εἰς τὰ καθήκοντα ἐπιστροφῆς των, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀνεφυεισῶν ταραχῶν.

»Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλως τῶν ἀταξιῶν, ὅσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων…

»Ἐπειδὴ πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς προδοσίας του ὄχι μόνος εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νὰ λείψῃ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸ τῶν ἄλλων».

Ἕνα χρόνο μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ καὶ τὴν μεταφορὰ τοῦ τιμίου λειψάνου του ἀπὸ τὸν πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στὴν Ὁδησσὸ τῆς Ρωσίας, ὁ Ζακυνθινὸς ἱερωμένος Οἰκονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, ἐφημέριος τότε τοῦ παλαίφατου ναοῦ τῆς Ὁδηγήτριας καὶ φλογερότατος Φιλικός, εὐαισθητοποιημένος ἀπὸ τὴν θυσία τοῦ Πατριάρχη, συνθέτει Ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ νέου Ἱερομάρτυρα, κάτι ποὺ ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στὴ συνείδηση τοῦ Γένους κατέκτησε ἀμέσως μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, θέση Ἁγίου.
Τὸ 1871 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θεώρησε ἐπιβεβλημένο νὰ μετακομίσει τὸ τίμιο λείψανό του ἀπὸ τὴν Ὁδησσὸ στὴν ἀπελεύθερη Ἀθήνα. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ συστάθηκε Ἐπιτροπή, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β’ ὁ Κατραμὴς καὶ  Ἀρχιμανδρίτης Ἀβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α’ γραμματεὺς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Στὴν Ὁδησσὸ ἀπεδόθησαν ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τοὺς ἐκεῖ ὁμόδοξους τιμὲς Ἁγίου στὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Κατὰ τὴν Πανυχίδα μάλιστα, ποὺ τελέσθηκε ἐκεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του, «ἐξεφώνισεν ἀπ’ ἄμβωνος, κατ’ ἐπίμονον τῶν ὁμογενῶν ἀπαίτησιν, λογύδριον ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Τὸ ἱερὸ λείψανο ἔφθασε στὴν Ἀθήνα τὴν 25η Ἀπριλίου 1871, ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ ἐπεφύλαξαν πάνδημη ὑποδοχή. Μὲ κατάνυξη καὶ ἀγαλλίαση ἐναπετέθη στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σὲ περίβλεπτη λάρνακα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ, καὶ θῦμα εὐπρόσδεκτον, ὡς ἐναθλήσας καλῶς,  Χριστῷ προσενήνεξαι. Ὅθεν ἡ σὴ ἀγχόνη, ἀληθῶς ἀνεδείχθη, λύτρον μακρᾶς δουλείας, τῶν Ἑλλήνων τῷ γένει· διὸ Ἱερομάρτυς, Γρηγόριε τιμῶμέν σε.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δημητσάνης τὸν γόνον Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, καὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης γέρας θεῖον καὶ καύχημα, Γρηγόριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ πανευκλεῆ, ἵνα λάβωμεν πταισμάτων τὸν ἱλασμόν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σου ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν εὐκλείᾳ οὐρανῶν, δοξάσαντί σε Ἅγιε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱεράρχης ἔνθεος, γεγενημένος θεόφρον, τὴν ἀγχόνην ἤνεγκας, ὑπὲρ τῆς ποίμνης σου χαίρων. Ὅθεν σου, τῷ μαρτυρίῳ ἐγκαυχωμένη, ᾄδει σοι, Ἑλλὰς ἑόρτιον θεῖον ὕμνον, καὶ τὸ χαῖρέ σοι κραυγάζει, Ἱερομάρτυς Πάτερ Γρηγόριε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βυζαντίου θεῖος ποιμήν· χαίροις τῆς Ἑλλάδος, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυς τοῦ Κυρίου, Γρηγόριε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Ὁ Ἅγιος Ἀφρικανός, Θεόδωρος, ΜάἈναξιμένης, Δημοσθένης, Ἐπαμεινώνδας, Ἐτεοκλής, Ἠρακλῆς, Θησέας, Ἰσοκράτης, Μακάριος, Ὅμηρος, Παρμενίων, Πελοπίδας, Περικλῆς, Πολύβιος, Πολύνικος, Προμηθέας, Σοφοκλῆς, Φιλοποίμην, Φωκίωνξιμος, Πομπήιος καὶ Τερέντιος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς τριάντα ἐννέα Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀφρικανός, Θεόδωρος, Μάξιμος, Πομπήιος καὶ Τερέντιος μ αρτύρησαν τὸ ἔτος 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ ἡγεμόνος Φουρτουνιανοῦ, στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα ἐννέα Χριστιανούς, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα εἶναι: Ἀνάξαρχος, Ἀναξιμένης, Ἀριστείδης, Δημάρατος, Δημοκλής, Δημοσθένης, Διονύσιος, Ἐπαμεινώνδας, Ἐτεοκλής, Ζήνων, Ἠλίας, Ἡρακλῆς, Ἡσαΐας, Ἡφαιστίων, Θεμιστοκλῆς, Θεόφραστος, Θησεύς, Θωμᾶς, Ἰσοκράτης, Λουκᾶς, Μακάριος, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Ξενοφῶν, Ὅμηρος, Παρμενίων, Πελοπίδας, Περικλῆς, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολύνικος, Προμηθεύς, Σοφοκλῆς, Σωκράτης, Τιμόθεος, Τίτος, Φιλοποίμην, Φωκίων καὶ Χρόνιος.

Οἱ Ἅγιοι συνελήφθησαν, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ δοκιμάσθηκαν μὲ πολλὰ βασανιστήρια. Πρῶτα τοὺς χτύπησαν ὑπερβολικά, μέχρις ὅτου φάνηκαν τὰ σπλάγχνα τους, στὴν συνέχεια μὲ πυρωμένα καρφιὰ τοὺς τρύπησαν τὰ ἰσχία καὶ ἐπάνω σὲ αὐτὰ ἔριξαν ξύδι καὶ ἁλάτι. Ἀφοῦ ὅμως προσευχήθηκαν, κατέστρεψαν τὰ ξόανα, τοὺς βωμοὺς καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν. Στὸ τέλος, μετὰ τὶς φρικτὲς βασάνους, ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 28 Ὀκτωβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στρατὸς θεοσύλλεκτος, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, στερρότητι πίστεως, ἐξ Ἀφρικῆς συνδραμών, γενναίως ἠγώνισται· σύμφρονες γὰρ τῇ γνώμῃ, καὶ τοῖς τρόποις ὀφθέντες, σύναθλοι ἐν ἀγῶσιν, ἀνεδείχθησαν πάντες. Καὶ νῦν καθικετεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς Χριστοῦ ἀκόλουθοι οἱ Ἀθλοφόροι, ἐν σταδίῳ ἔλεγον, ἀγωνιζόμενοι στερρῶς· Μὴ δειλιάσωμεν σύναθλοι· τρυφὴ γὰρ μένει ὑμᾶς ἀδιάδοχος.

 

 

Μεγαλυνάριον.
Πλάνης καταπτύσαντες τῶν θεσμῶν, τῇ ὁμολογίᾳ, παρετάξασθε τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τῶν ἀνόμων, γενναῖοι Ἀθλοφόροι· διὸ τῶν ἀϊδίων, γερῶν ἐτύχετε. 

Ἡ Ἁγία Ὄλδα ἡ Προφήτης 

Ἡ Ἁγία Ὄλδα ἢ Ὀλδὰ ἡ Προφήτιδα, μητέρα τοῦ Σελήμ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεκουέ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀράας, ἀναφέρεται στὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δ’ τῶν Βασιλειῶν. Ἡ Ἁγία κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰωσία, πρὸς τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ ὁποίου ἀπήντησε τὰ ἑξῆς: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: Εἴπατε πρὸς τὸν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος σᾶς ἀπέστειλε πρὸς ἐμέ. Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω μεγάλη καταστροφὴ στὸν τόπο τοῦτο καὶ τοὺς κατοικοῦντες σὲ αὐτόν, ἐφαρμόζων σὲ αὐτοὺς ὅλες τὶς τιμωρίες τοῦ βιβλίου τούτου, τὶς ὁποῖες διάβασε ὁ βασιλεὺς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ τοῦτο θὰ γίνει διότι οἱ Ἰσραηλίτες μὲ ἐγκατέλειπαν προσφέροντες θυμίαμα σὲ ξένους θεούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὲ ἀναγκάσουν νὰ ὀργισθῶ γιὰ τὰ ἔργα αὐτὰ τῶν χειρῶν τους καὶ νὰ ἀνάψει ὁ θυμός μου ἐναντίων τοῦ τόπου τούτου καὶ νὰ μὴ σβεσθεῖ».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος καὶ Ἀζᾶς οἱ Ἱερομάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἰάκωβος καὶ Ἀζᾶς μαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν, Σαβωρίου, στὴν Περσία. Ὁ μὲν Ἅγιος Ἰάκωβος ἦταν Πρεσβύτερος ἀπὸ τὴν πόλη Φαργαθᾶ, ὁ δὲ Ἅγιος Ἀζᾶ ἦταν Διάκονος ἀπὸ τὴν πόλη Βηθνηρῆ. Συνελήφθησαν καὶ οἱ δύο ὡς Χριστιανοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἀρχιμάγου Ἀρχωγαϊχάρ. Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς συνέλαβε τοὺς ἔριξε στὴ φυλακὴ καὶ τοὺς τιμώρησε μὲ πεῖνα γιὰ πολλὲς ἡμέρες. Στὴν συνέχεια τοὺς κρέμασε γυμνούς, ἐπειδὴ δὲν θυσίαζαν στὸν ἥλιο καὶ στὴ φωτιὰ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισε. Ἔτσι ἄθλησαν οἱ δύο Ἱερομάρτυρες καὶ εἰσῆλθαν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Μιλτιάδης πάπας Ρώμης 

Ὁ Ἅγιος Μιλτιάδης ἢ Μελχιάδης ἦταν πάπας Ρώμης (311 – 314 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ καὶ εἶναι γνωστὸς ὡς Μελχιάδης ὁ Ἀφρικανός. Ὑπ’ αὐτοῦ συγκλήθηκε τὸ ἔτος 313 μ.Χ. Σύνοδος στὸ Λατερανὸ τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Δονάτο καὶ ἀθώωσε τὸν Ἐπίσκοπο Καρχηδόνος Καικιλιανό. Ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του ἐξεδόθησαν τὰ περὶ ἀνεξιθρησκείας ἔδικτα (διατάγματα) τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων Γαλερίου, Κωνσταντίνου καὶ Λικινίου. Ὁ Ἅγιος Μιλτιάδης ἢ Μελχιάδης μαρτύρησε, κατὰ τὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.) καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Ἀππία ὁδό, κοντὰ στὴ νεκρόπολη τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι ἐν τῇ μονῇ Νταοὺ Πεντέλης οἱ Ὁσιομάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες τῆς μονῆς Νταοὺ Πεντέλης μαρτύρησαν περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα μ.Χ., κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ Ἀλγερινοὶ πειρατὲς λεηλατοῦσαν τὰ παράλια μέρη. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος μισοῦσε τοὺς μοναχούς, συνεννοήθηκε μὲ τοὺς πειρατὲς καὶ τοὺς ἔβαλε στὴ μονὴ τὴν ὥρα ποὺ οἱ Πατέρες ἑόρταζαν τὴν Ἀνάσταση. Οἱ πειρατὲς κατέσφαξαν τοὺς Πατέρες, λεηλάτησαν τὴ μονὴ καὶ ἔφυγαν. Σώθηκε μόνο ἕνας ἱερέας τῆς μονῆς μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὸ μετόχι Γεροτσακούλι, γιὰ νὰ τελέσει ἐκεῖ τὴν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὅταν ἐπέστρεψε, βρῆκε τὴν μονὴ κατεστραμμένη καὶ σφαγμένους ὅλους τοὺς Πατέρες. Ὁ ἱερέας ἀφοῦ περισυνέλεξε τὰ τίμια λείψανα, τὰ ἐνταφίασε μὲ εὐλάβεια καὶ τιμή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι ἐν Καμπτακούιᾳ τῆς Γεωργίας Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴ Γεωργία σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐξολοθρευτικὲς ἐπιδρομὲς τῆς Μογγολικῆς ὀρδῆς, τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Ταμερλάνος, τὸ ἔτος 1386, στὸ μοναστήρι τοῦ Καμπτακούια. Διεισδύοντας ὁ στρατὸς τοῦ Ταμερλάνου στὴν πόλη Κάρτλη (κεντρικὴ περιοχὴ τῆς Γεωργίας) λεηλάτησε ὅλη τὴν χώρα καὶ κατέστρεψε τὸ μοναστήρι τοῦ Καμπτακούια. Οἱ κάτοικοι τῶν γειτονικῶν χωριῶν εἶχαν κλειστεῖ μέσα στὸ μοναστήρι.

Μετὰ τὴν λεηλασία τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ πολέμαρχος Ταμερλάνος συγκέντρωσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς μαζὶ καί, ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς ταπεινώσει καὶ νὰ τοὺς ἐξευτελίσει, τοὺς ἀνάγκασε νὰ τραγουδήδουν καὶ νὰ χορέψουν. Καὶ οἱ μοναχοὶ φώναζαν κλαίγοντας: «Συμφορά μας, συμφορά μας».
Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ταμερλάνου τοὺς ὁδήγησαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἦταν γεμάτος ἀπὸ αἰχμαλώτους Χριστιανούς. Συσσώρευσαν καυσόξυλα γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔβαλαν φωτιά. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς μαρτύρησαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξας τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (ἢ Δῆμος) ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἁλιεὺς 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ἢ Δῆμος, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὀζοῦν Κιοπροὺ (Μακρὰ Γέφυρα) τῆς ἐπαρχίας Ἀνδριανουπόλεως. Ἦταν ψαρὰς καὶ ἐργαζόταν σὲ ἰχθυοτροφεῖο τῆς Σμύρνης. Κάποια ἡμέρα ἦλθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Τοῦρκο ἰδιοκτήτη τοῦ ἰχθυοτροφείου, ὁ ὁποῖος τὸν συκοφάντησε ὅτι ὁρκίσθηκε νὰ γίνει Τοῦρκος. Ἔτσι τὸν προσήγαγαν στὸν κριτὴ ἀνάμεσα σὲ ψευδομάρτυρες. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του. Γι’ αὐτὸ τὸν χτύπησαν ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν βασάνισαν μὲ ξύλα, πλίνθους καὶ ἄλλα βασανιστικὰ μέσα. Τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τρεῖς φορὲς μήπως καὶ ἀλλάξει στάση, συνέχεια ὅμως ὁ Ἅγιος ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό. Ἡ καταδίκη ἦταν ἀναπόφευκτη. Ὁ κριτὴς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν στὴ Σμύρνη τὸ ἔτος 1763. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Σμύρνης καὶ ὁ τάφος του ἔγινε προσκύνημα τῶν πιστῶν, παρέχοντας σὲ αὐτοὺς πολλὰ ἰάματα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (ἢ Δῆμος) ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἁλιεὺς 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ἢ Δῆμος, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὀζοῦν Κιοπροὺ (Μακρὰ Γέφυρα) τῆς ἐπαρχίας Ἀνδριανουπόλεως. Ἦταν ψαρὰς καὶ ἐργαζόταν σὲ ἰχθυοτροφεῖο τῆς Σμύρνης. Κάποια ἡμέρα ἦλθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Τοῦρκο ἰδιοκτήτη τοῦ ἰχθυοτροφείου, ὁ ὁποῖος τὸν συκοφάντησε ὅτι ὁρκίσθηκε νὰ γίνει Τοῦρκος. Ἔτσι τὸν προσήγαγαν στὸν κριτὴ ἀνάμεσα σὲ ψευδομάρτυρες. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του. Γι’ αὐτὸ τὸν χτύπησαν ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν βασάνισαν μὲ ξύλα, πλίνθους καὶ ἄλλα βασανιστικὰ μέσα. Τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τρεῖς φορὲς μήπως καὶ ἀλλάξει στάση, συνέχεια ὅμως ὁ Ἅγιος ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό. Ἡ καταδίκη ἦταν ἀναπόφευκτη. Ὁ κριτὴς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν στὴ Σμύρνη τὸ ἔτος 1763. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Σμύρνης καὶ ὁ τάφος του ἔγινε προσκύνημα τῶν πιστῶν, παρέχοντας σὲ αὐτοὺς πολλὰ ἰάματα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ξενοφωντινός

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χρύσανθος, γέροντας στὴν ἡλικία, μαρτύρησε διὰ ξίφους στὴν Κωνσταντινούπολη, στὶς 10 Ἀπριλίου τοῦ 1821, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἡγουμένη τοῦ Οὔγκλιχ 

Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἔζησε κατὰ τὸν 17ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἔγινε μοναχὴ καὶ ἀναδείχθηκε ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Οὔγκλιχ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Μνήμη θαύματος Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο της Κρήτης

Ακόμη από τα πολλά θαύματα του Αγίου Μηνά είναι και αυτό που έλαβε χώρα το 1826 μ.Χ. στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος.

Το 1821 μ.Χ., μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821 μ.Χ., στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1826 μ.Χ., οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την σφαγή.

Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο.

 

Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι του.


Κατάλαβαν τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Mουσουλμάνοι ηυλαβούντο πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του.
Το θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον εσπερινό, λείψανο του Αγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr