Ἡ Ἁγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στὴν Τραϊανούπολη τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀντωνίνος ὁ Εὐσεβὴς (138 – 161 μ.Χ.). Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Μακάριος καὶ εἶχε διατελέσει ὕπατος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀνέπτυξε ἔντονη χριστιανικὴ καὶ κατηχητικὴ δράση. Ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ὁ ἡγεμόνας Σαβίνος, τὴν κάλεσε νὰ παρουσιασθεῖ μπροστά του. Μὲ μεγάλη προθυμία ἡ Ἁγία ἐμφανίσθηκε σὲ ἐκεῖνον, ἔχοντας σημειώσει στὸ μέτωπό της τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ δὲν δίστασε νὰ ὁμολογήσει μὲ παρρησία καὶ σθένος τὴν πίστη της στὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ Ἰησοῦ Χριστό.

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας κάλεσε τὴν Ἁγία νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, αὐτὴ ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ἀκολούθως προσευχήθηκε στὸν Θεὸ λέγοντας: «Ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτορας, Σὺ πού δοξάζεσαι μὲ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ Σου ἀπὸ τοὺς δούλους Σου, Σὺ ποὺ ἐμφανίσθηκες στοὺς Ὁσίους Σου παῖδες καὶ τοὺς γλύτωσες ἀπὸ ἀναμμένο καμίνι, Σὺ ποὺ ἔκλεισες τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν καὶ ἀνέδειξες νικητὴ τὸν δοῦλο Σου Δανιήλ, Σὺ ποὺ κατέστρεψες τὸν Βάαλ καὶ ἐξόντωσες τὸν δράκοντα καὶ συνέτριψες τὴ διαβολικὴ εἰκόνα (τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ), Ἰησοῦ Χριστέ, τὸ ἄμωμο καὶ ἄκακο ἀρνίον τοῦ Θεοῦ, ἔλα σὲ ἐμένα τὴν ταπεινὴ καὶ συνέτριψε τὸν δαίμονα (τὸν Δία) ποὺ δημιουργήθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη τέχνη καὶ διασκόρπισε τὴν κακή τους θυσία». Ἀμέσως μετὰ τὴν προσευχὴ ἔγινε βροντὴ μεγάλη καὶ ἔπεσε τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία καὶ συντρίφθηκε, γιατί ἦταν πέτρινο.

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες ἱερεῖς εἶδαν νὰ συντρίβεται τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ τους, γεμάτοι ἀπὸ ὀργή, ἔδωσαν τὴν ἐντολὴ νὰ πεθάνει ἡ Γλυκερία μὲ λιθοβολισμό. Ἀμέσως τὰ πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν ὅρμησαν μανιασμένα καὶ ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὴν Ἁγία. Οἱ πέτρες ὅμως ἔπεφταν δίπλα της χωρὶς καθόλου νὰ τὴν ἀγγίζουν. Οἱ εἰδωλολάτρες βλέποντας τὸ φαινόμενο καὶ μὴ ἀντιλαμβανόμενοι αὐτὴ τὴ δωρεὰ καὶ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, νόμισαν ὅτι ἡ Ἁγία εἶναι μάγισσα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴν ἄγγιζαν οἱ πέτρες. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ τὴν βρίζουν.

Ὁ ἡγεμόνας παρεμβαίνοντας διέταξε νὰ τὴν βάλουν μέχρι τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν ἀσφαλίσουν καλά, μήπως κάνοντας χρήση τῶν μαγικῶν της ἱκανοτήτων κατορθώσει νὰ φύγει καὶ ἔπειτα διαδώσει ὅτι τὴν βοήθησε ὁ Θεός της μὲ συνέπεια νὰ ἐξαπατήσει πολλούς.

Ἐκεῖ στὴν φυλακή, τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἁγία ὁ Χριστιανὸς ἱερέας τῆς πόλεως, Φιλοκράτης, τὸν ὁποῖο ἡ Ἁγία παρακάλεσε νὰ τὴ σφραγίσει μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ὁ ἡγεμόνας ᾖλθε στὸ δικαστήριο, γιὰ νὰ δικάσει καὶ τιμωρήσει παραδειγματικὰ τὴν Ἁγία Γλυκερία. Διέταξε λοιπὸν νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ τὴν ρώτησε, ἐὰν θέλει νὰ θυσιάσει στὸν Δία. Τῆς ἐπέστησε δὲ τὴν προσοχὴ ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ δὲν ἐπείθετο καὶ δὲν ὑπάκουε θὰ ἔδινε τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν σκοτώσουν. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ τῆς γδάρουν τὴν κεφαλή. Ἡ Ἁγία, καθὼς ἦταν κρεμασμένη, εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό.

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἀντιλήφθηκε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κατισχύσει τῆς Ἁγίας Γλυκερίας, διέταξε νὰ ξεκρεμάσουν τὴν Μάρτυρα καὶ νὰ τῆς συντρίψουν τὸ πρόσωπο. Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, οἱ ὑπηρέτες ἄρχισαν νὰ τὴν χτυποῦν. Ξαφνικὰ ὅμως ἐμφανίσθηκε Ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλυσε αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν ἀποσβολωμένοι σὰν νεκροί. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ μεταφερθεῖ ἡ Ἁγία καὶ πάλι στὴ φυλακὴ καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολή, κανένας νὰ μὴν τῆς δώσει τροφή. Ἡ Ἁγία Γλυκερία γεμάτη χαρὰ καὶ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ἐπανῆλθε στὴν φυλακή. Ὁ δεσμοφύλακάς της μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ φόβο τὴν κλείδωσε στὸ κελλί της. Ἡ Μεγαλομάρτυς εὐχαρίστησε τὸν Θεό.

Ἀπὸ τότε πέρασε ἱκανὸς χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἁγία ἦταν πάντα κλεισμένη μέσα στὴ φυλακὴ καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεό, ἐνῷ Ἄγγελοι ἔφερναν τροφὴ σὲ αὐτήν.

Κάποτε ὁ ἡγεμόνας ἐπρόκειτο νὰ μεταβεῖ στὴν Ἡράκλεια. Τότε σκέφθηκε νὰ περάσει καὶ ἀπὸ τὴν φυλακή, γιὰ νὰ δεῖ τί γίνεται ἡ Γλυκερία καὶ ἂν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὴν Ἡράκλεια. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὴ φυλακὴ καὶ εἶδε τὴν πόρτα σφραγισμένη, νόμισε ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει ἡ Ἁγία. Ἀλλὰ μόλις ἄνοιξε ἡ πόρτα διαπίστωσε ὅτι ἡ Ἁγία ἦταν λυμένη καὶ δίπλα της ὑπῆρχε ἕνα πινάκιο μὲ γάλα καὶ ψωμὶ καὶ ἕνα δοχεῖο μὲ νερό. Γεμάτος ἔκπληξη ὁ ἡγεμόνας καὶ μὴ γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὴν Ἁγία, τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακή.

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, πῆρε ὁ ἡγεμόνας τὴν Ἁγία καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἡράκλεια. Ὅταν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἡράκλειας ἄκουσαν γιὰ τὴν ἀθληφόρο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι τὴν ἔφερναν στὴν πόλη τους, ἔτρεξαν ὅλοι νὰ τὴν προϋπαντήσουν ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τους τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, Δομίτιο.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ἡ ἡγεμόνας διέταξε νὰ προσαχθεῖ σὲ δίκη ἡ Ἁγία καὶ σὲ περίπτωση ποὺ καὶ πάλι θὰ ἀρνιόταν νὰ ὑπακούσει, νὰ τὴν ἔριχναν στὴ φωτιά. Ἡ Ἁγία καὶ πάλι ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ρίξουν τὴν Ἁγία μέσα σὲ καμίνι. Ὅταν ἑτοιμάσθηκε ἡ φωτιὰ μέσα στὸ καμίνι, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸ πλησιάσει ἄνθρωπος, ἡ Ἁγία κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ σφράγισε τὸν ἑαυτό της καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Θεό. Μόλις τὴν ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι, ἦλθε οὐράνια δροσιὰ καὶ ἔσβησε τὴ φλόγα τῆς φωτιᾶς.

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὁ ἡγεμόνας θυμωμένος διέταξε νὰ τῆς γδάρουν τὸ κεφάλι μέχρι τὸ μέτωπο καὶ ἀφοῦ ἔδεσαν οἱ ὑπηρέτες χειροπόδαρα τὴν Ἁγία, ἔπρατταν κατὰ τῆς διαταγὲς τοῦ ἡγεμόνος. Ὁ ἡγεμόνας, μὴ ὑποφέροντας τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ἀντοχὴ τῆς Ἁγίας, διέταξε νὰ τὴν κλείσουν πάλι στὴν φυλακή. Ἐκεῖ διέταξε νὰ τὴν δέσουν χειροπόδαρα καὶ νὰ τὴν ξαπλώσουν πάνω σὲ κοφτερὲς πέτρες, γιὰ νὰ ὑποφέρει ἀφόρητα ὅταν ἤθελε νὰ μετακινηθεῖ δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Καὶ οἱ ὑπηρέτες ἔκαναν ὅτι τοὺς διέταξε ὁ ἡγεμόνας. Κατὰ τὸ μεσονύκτιο ὅμως Ἄγγελος Κυρίου ἦλθε καὶ ἔλυσε τὴ Μάρτυρα ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ ἐπούλωσε τὰ τραύματα τοῦ προσώπου της, ὥστε νὰ καταστεῖ ἀπόλυτα ὑγιεῖς, χωρὶς κανένα σημάδι ἢ οὐλή, ὅπως δηλαδὴ τῆς τὸ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός.

Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἦλθε ὁ ἡγεμόνας στὸ δικαστήριο καὶ διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του τὴν Ἁγία. Ὅταν ὁ δεσμοφύλακας, ὀνόματι Λαοδίκιος, ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς φυλακῆς, βρῆκε τὴν Γλυκερία λυμένη καὶ ὑγιή, ὥστε δὲν τὴν ἀναγνώρισε. Ἡ Ἁγία ὅμως τοῦ εἶπε: «Μὴν κάνεις τίποτε καὶ λυπήσου τὸν ἑαυτό σου, ἐγὼ εἶμαι ἐκείνη ποὺ ζητᾶς».

Ὁ δεσμοφύλακας γεμάτος ἔκπληξη καὶ ἔντρομος ἔβγαλε τὴν Ἁγία ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ ἀφοῦ δέθηκε ὁ ἴδιος μὲ τὰ δεσμὰ τῆς Μάρτυρος τὴν ἀκολούθησε στὸ βῆμα τοῦ ἡγεμόνα. Ἀντικρίζοντας αὐτὸ τὸ θέαμα ὁ ἡγεμόνας ρώτησε τὸν δεσμοφύλακα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ καὶ οἱ στρατιῶτες ἀποκεφάλισαν τὸν Μάρτυρα. Τὸ λείψανό του τὸ πῆραν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν.

Στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ριχθεῖ ἡ Γλυκερία στὰ θηρία. Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς ἀκούγοντας τὴν ἀπόφαση τοῦ ἡγεμόνα ἀντὶ νὰ πανικοβληθεῖ χάρηκε ὡς νὰ τῆς συνέβη κάτι τὸ εὐχάριστο.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἡγεμόνας καὶ ὁ λαὸς πῆραν τὶς θέσεις τους στὸ στάδιο, ἔριξαν μέσα στὸν στίβο τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία εἰσῆλθε χαρούμενη καὶ στάθηκε γαλήνια στὴν μέση τοῦ σταδίου περιμένοντας καὶ πάλι τὸν Χριστὸ ὡς βοηθό της. Ἒτσι ὁλοκληρώθηκε τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας στὸ ὁποῖο ἀναδείχθηκε τέλεια στὴν ὁμολογία τῆς ἀλήθειας.
Τὸ ἱερὸ λείψανό της παρέλαβε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἡρακλείας Δομίτιος καὶ τὸ τοποθέτησε σὲ εὐπρεπὴ τόπο κοντὰ στὴν πόλη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν, πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθένειᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθῳ γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται· πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες· χαίροις θεόφρον Γλυκερία.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν παρθένον στέργουσα, καὶ Θεοτόκον Μαρίαν, διετήρεις ἄφθορον, τὴν σεαυτῆς παρθενίαν· πόθῳ δέ, καρδιωθεῖσα τῷ τοῦ Κυρίου, ἤθλησας, ἀνδρειοφρόνως μέχρι θανάτου· διὰ τοῦτο Γλυκερία, διπλῷ στεφάνῳ, σὲ στέφει Χριστὸς ὁ Θεός.

 

Μεγαλυνάριον.
Μύρον πολυσύνθετον τῷ Χριστῷ, ἐξ ἁγνοίας πόνων, καὶ αἱμάτων τοῖς σταλαγμοῖς, προσενεγκαμένη, θεόφρον Γλυκερία, ἐν μύροις θεοβρύτοις, λαμπρῶς δεδόξασαι.

 

Ἐγκαίνια ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Παντανάσσης στὴ νῆσο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας

Ἡ μικρὴ νῆσος τῆς Ἁγίας Γλυκερίας κεῖται πρὸ τοῦ Νικητιάτου, δηλαδὴ πρὸ τῆς σημερινῆς πόλεως τῶν Τούζλων. Ἡ μονὴ σωζόταν τὸ 1158 καὶ ὑπὲρ αὐτῆς ἐξέδωσε χρυσόβουλλο ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ ὁ Κομνηνός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ἅγιος Λαοδίκιος ὁ Μάρτυρας ὁ δεσμοφύλακας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λαοδίκιος ἦταν δεσμοφύλακας στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θράκης, κατὰ τὸν χρόνο τὸν ὁποῖο ἡ Μάρτυς Γλυκερία ἦταν κλεισμένη στὴ φυλακή. Ἀφοῦ κατηχήθηκε ἀπὸ αὐτὴν στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ὁμολόγησε  τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ Ἀληθινό, συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀββανός 

Ὁ Ἅγιος Ἀββανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε στὴν Ἀγγλία κατὰ τὸ 2ο αἰώνα μ.Χ. Βαπτίσθηκε τὸ 165 μ.Χ. καὶ κήρυξε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν περιοχὴ Ἄμπινκντον τῆς Ἀγγλίας. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Οὐαλεριανὸς Ἐπίσκοπος Ὠξέρρης

Ὁ Ἅγιος Οὐαλεριανὸς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ὠξέρρης τῆς Γαλλίας καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 350 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος ἐκ Γαλλίας 

Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη τὸ 350 μ.Χ. Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σουασσὼ τῆς Γαλλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 361 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Σαρβάτος Ἐπίσκοπος Τονγκρὲ Βελγίου

Ὁ Ἅγιος Σαρβάτος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τονγκρὲ τοῦ Βελγίου. Φιλοξένησε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν ἐξόριστος στὴ Δύση λόγω τῶν διώξεων τῶν ὀπαδῶν τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρείου. Ὑπεράσπισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη ἰδιαίτερα κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς στὴ Σόφια τὸ 343 μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 384 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Παυσίκακος Ἐπίσκοπος Συνάδων 

Ὁ Ἅγιος Παυσίκακος, ὁ ἰατρός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀπαμεία τῆς Βιθυνίας καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ἔχοντας κλίση πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο, ἔγινε μοναχός, περιερχόμενος δὲ τὶς πόλεις θεράπευε δωρεὰν τοὺς πάσχοντες καὶ συγχρόνως κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατριάρχης Κυριακὸς (595 – 606 μ.Χ.), ἀφοῦ ἐκτίμησε τὴ θεοφιλὴ του δράση, τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Συνάδων.

Ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ θέση ὁ Ἅγιος Παυσίκακος ἐπέδειξε μεγάλη δραστηριότητα καὶ διὰ τῆς ἐμπνευσμένης διδασκαλίας του στερέωνε τὴν πίστη τοῦ ποιμνίου του καὶ κατόρθωσε ὥστε νὰ ἐξαφανισθοῦν οἱ αἱρέσεις ἀπὸ τὴν ἐπισκοπή του.

Ὁ αὐτοκράτορας Μαυρίκιος πληροφορήθηκε τὶς θαυματουργικὲς θεραπεῖες του, τὸν κάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν θεράπευσε ἀπὸ βαρὺ νόσημα ἐκ τοῦ ὁποίου ἔπασχε. Σὲ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης του γιὰ τὴν ἴασή του, ὁ αὐτοκράτορας ὅρισε διὰ χρυσοβούλλου γιὰ τὴν ἐπισκοπή, ἐτήσιο χρηματικὸ βοήθημα ἐκ μιᾶς λίτρας χρυσοῦ.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του ὁ Ἅγιος Παυσίκακος καὶ ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, κοιμήθηκε σὲ βαθύτατο γῆρας μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Μάρτυρας ὁ ἀπὸ Τιβεριανῶν 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλέξανδρος τελειώθηκε μαρτυρικὰ διὰ ξίφους. Στὸν Κώδικα 152 Supll. Παρισίων ἀναφέρεται ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος, ἐνῷ στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70, φ. 238β, ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν στρατιώτης τοῦ τάγματος τῶν Τιβεριανῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀναφορὰ «ἐπὶ κόμητος Τιβεριανοῦ» παραμορφώθηκε εἰς «ἐπισκόπου Τιβεριανῶν».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Πρεσβύτερος 

Εἶναι ἄγνωστο σὲ ποιὰ ἐποχὴ ἔζησε ὁ Ὅσιος Νικηφόρος. Τὸ εἰς αὐτὸν σύντομο ὑπόμνημα τοῦ Λαυριωτικοῦ Κώδικος Ι 70 (φ. 239) ἀναφέρει ἁπλῶς ὅτι αὐτός, λόγω τῆς ἐνάρετης καὶ θεάρεστης πολιτείας του ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς πολυάνθρωπης μονῆς τῆς Ἐφάψεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Σέργιος ὁ Ὁμολογητής

Ὁ Ὅσιος Σέργιος καταγόταν ἀπὸ ἔνδοξη καὶ εὐγενὴ οἰκογένεια τοῦ Βυζαντίου καὶ ἦταν πατέρας τοῦ ἱεροῦ Φωτίου († 6 Φεβρουαρίου) καὶ ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.). Μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Εἰρήνη καταδιώχθηκαν στὰ χρόνια τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Σέργιος, δέσμιος ἀπὸ τὸν λαιμό, διαπομπεύθηκε ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε τὴν περιουσία του καὶ ἐξορίσθηκε μὲ τὴ σύζυγο καὶ τὰ παιδιά του σὲ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες πέθανε ὡς Ὁμολογητής.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ ὁ Ἴβηρας 

Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Αὐτός, ἐνῷ ἀσκήτευε μέσα σὲ σπήλαιο, ἐπάνω ἀπὸ τὴ μεθόριο τῶν μονῶν Ξηροποτάμου καὶ Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τοῦ 829 μ.Χ., μὲ τὴν ὑπόδειξη θεϊκῆς φωνῆς, κατῆλθε στὴν παραλία, ὅπου βρῆκε καὶ ἀνέσυρε ἀπὸ τὴ θάλασσα τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἀποκαλούμενη «τῆς Πορταϊτίσσης», ἡ ὁποία σήμερα βρίσκεται στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κοντὰ στὴ μονὴ καὶ ἀνατολικὰ αὐτῆς. Τὴν ἱερὴ εἰκόνα εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὴ θάλασσα, εὐσεβὴς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴ Νίκαια, γιὰ νὰ τὴ σώσει ἀπὸ τὴν μανία τῶν εἰκονομάχων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἴβηρας

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (Βαρασβατσέ) καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν σύμβουλος τοῦ διοικητῆ τῆς Ἰβηρίας Δαβὶδ τοῦ Κουροπαλάτου, τοπάρχης τῆς Ἰβηρικῆς Μεσχίας καὶ τιτλοῦχος τοῦ Βυζαντίου. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια ἀποσύρθηκε, γιὰ νὰ μονάσει στὸν Ὄλυμπο τῆς Μυσίας, ἀργότερα δέ, ἀφοῦ παρέλαβε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τὸν νεαρὸ υἱό του, Εὐθύμιο, ποὺ εἶχε παραδοθεῖ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἰβηρίας Δαβὶδ ὡς ὅμηρος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκήτευε στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου μαζὶ μὲ μερικοὺς μαθητές. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 998 – 1003.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Ἀθωνίτης κτήτορας τῆς Ι.Μ. Ἰβήρων

Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Ἀθωνίτης καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Τάω τῆς Ἰβηρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 10ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία κατέφυγε μὲ τὸν πατέρα του Ἰωάννη στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου κατετάγησαν στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Ἐπειδὴ ὁ χῶρος ποὺ παραχωρήθηκε σὲ αὐτοὺς ἦταν ἀνεπαρκής, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀποφάσισε τὴν ἵδρυση ἀνεξάρτητης μονῆς ὑποκείμενης στὴν ἄμεση προστασία τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Στὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς αὐτῆς «τοῦ Κλήμεντος» ποὺ ὀνομάσθηκε μονὴ τῶν Ἰβήρων ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς τῶν κτητόρων, συνετέλεσε τὰ μέγιστα ὁ Ἴβηρας μοναχὸς Ἰωάννης Τορνίκιος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀπεκδύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐτέθη ἐπικεφαλῆς δώδεκα χιλιάδων ἀνδρῶν, συμπολέμησε μὲ τὸν Βάρδα Φωκᾶ καὶ κατατρόπωσε τὸν στρατηγὸ Βάρδα Σκληρό, ποὺ στασίασε κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Β’. Αὐτὸς μετὰ τὴν νίκη τῆς Παγκαλείας, ἀφοῦ ἐνδύθηκε καὶ πάλι τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μὲ αὐτοκρατορικὴ χορηγία καὶ χρυσόβουλο τοῦ 980 μ.Χ., μὲ τὴν βοήθεια δὲ καὶ τοῦ κτήτορα τῆς Λαύρας Ὁσίου Ἀθανασίου, συνέβαλε ὥστε κατὰ τὸ 985 μ.Χ. ἡ μονὴ νὰ εἶναι ἕτοιμη.

Ὅταν πέθανε ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἡγούμενος τῆς μονῆς ἐξελέγη ὁ υἱός του Ὅσιος Εὐθύμιος. Ὁ νεὸς ἡγούμενος μὲ τὴν θεάρεστη πολιτεία καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιοτή του συνέβαλε στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν ἀδελφῶν καὶ κατέστη περίφημος γιὰ τὶς ἀρετές του, ἕνεκα τῶν ὁποίων καὶ εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴ θαυματουργικὴ χάρη. Παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ἡγουμένου τὸ 1012, γιὰ νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος στὴ μετάφραση ἐκκλησιαστικῶν ἔργων καὶ στὴν πρωτότυπη συγγραφή. Χάρη στὸ κλασσικὸ καὶ λαμπρὸ ὕφος του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος εἶναι πλέον ἀναγνωρισμένος συγγραφέας τοῦ Ἰβηρικοῦ μεσαίωνα.
Τὸ 1028, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ ἁγιορείτικες ὑποθέσεις, ἀλλὰ πέθανε ἀφοῦ ἔπεσε ἀπὸ ἡμίονο ποὺ τὸν μετέφερε. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του ἐπιτελέσθηκαν πολλὰ θαύματα σὲ ἔνδειξη τῆς ἁγιότητάς του. Ἀργότερα τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ὁσίου ἀνακομίσθηκε καὶ μεταφέρθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ποὺ εἶχε ἀνοικοδομήσει ἴδιος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Ἴβηρας 

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος 

Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Τέκοα τῆς Παλαιστίνης. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἰβηρίτες Ὁσιομάρτυρες 

Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγος (1259 – 1282), γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν παρέμβαση τοῦ Πάπα Γρηγορίου Ι’ (1271 – 1276) καὶ ἀργότερα τοῦ Ἰωάννου Κ’ (1276 – 1277) πρὸς τὸν Κάρολο τὸν Ἀνδεγαβικὸ προκειμένου νὰ σταματήσει τὶς ἐπιθέσεις του κατὰ τοῦ Βυζαντίου, προσχώρησε στὴν ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ποὺ διακηρύχθηκε στὶς 6 Ἰουνίου τοῦ 1274 στὴ Σύνοδο τῆς Λυὼν τῆς Γαλλίας. Ἡ πράξη ὅμως αὐτὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἐξήγειρε ἐσωτερικὸ πόλεμο ποὺ κράτησε μέχρι τὸ 1281, διότι τόσο ὁ κλῆρος, ὅσο καὶ ὁ λαός, ἀντετάχθησαν σθεναρὰ κατὰ τῆς ἑνωτικῆς αὐτῆς πολιτικῆς. Ὁ αὐτοκράτορας μεταχειρίσθηκε ἐναντίον τῶν ἀντιφρονούντων αὐστηρὰ μέτρα: βαριὲς φορολογίες καὶ κατασχέσεις, δημόσιες τιμωρίες καὶ περιυβρίσεις.
Βοηθούμενος δὲ καὶ ἀπὸ τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη ΙΑ’ Βέκκο (1275 – 1282), ἐπιχείρησε νὰ ἐπιβάλει τὴν ἕνωση βίαια. Θύματα τῆς βίας αὐτῆς ὑπῆρξαν οἱ Ἰβηρίτες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι, δὲν ὑπάκουσαν στὶς πατριαρχικὲς καὶ αὐτοκρατορικὲς διαταγὲς περὶ ἀποδοχῆς τῆς ἑνώσεως, ἀλλὰ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἔλεγξαν αὐτοὺς γιὰ τὴν ἀνορθόδοξη πολιτική τους, συνελήφθησαν καὶ ρίχθηκαν στὴ θάλασσα, ὅπου βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Ἱερομάρτυρος 

Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μακαρίου μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὸ Κάνεφ στὴν πόλη τοῦ Περεσλάβλ τὸ 1688. Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 7 Σεπτεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Γλυκερία ἐκ Ρωσίας

Ἡ Ἁγία Γλυκερία τοῦ Νόβγκοροντ ἔζησε κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Παντελεήμονος, δημοτικοῦ ἄρχοντα τοῦ Νόβγκορτ. Ἡ Ἁγία κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1522. Τὰ ἄφθαρτα λείψανά της, σύμφωνα μὲ τὸ δεύτερο Χρονικὸ τοῦ Νόβγκοροντ, βρέθηκαν στὶς 14 Ἰουλίου 1572 κοντὰ στὴν πέτρινη ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Φλώρου καὶ Λαύρου, ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Λεωνίδη. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτῆς, ἐπιτελέσθηκαν θεραπεῖες ἀσθενῶν καὶ θαύματα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Μακάριος τῆς Γλουσίτσα 

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Μακαρίου τῆς Γλουσίτσα τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 12 Ὀκτωβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βησανδούκη τὸ 310 μ.Χ., κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ πάμφτωχη οἰκογένεια Ἰουδαίων ἀγροτῶν. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀκόμη ἕνα παιδί, τὴν Καλλίτροπο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ ἔμεινε ὀρφανός.

Χάρη στὴ διδασκαλία δύο περίφημων γιὰ τὴν γραμματική τους κατάρτιση καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος μοναχῶν, τοῦ Λουκιανοῦ καὶ τοῦ Ἰλαρίωνος, προσελκύεται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ βαπτίζεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐλευθερουπόλεως Λουκιανό. Στὴν συνέχεια πηγαίνει στὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης καὶ ζεῖ κοντὰ στοὺς ἐπιφανέστερους ἀσκητές, ἀσκούμενος στὴν ἐγκράτεια, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, γενόμενος ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς συνασκητές του. Ἡ φήμη του καὶ οἱ ἀρετές του δὲν ἄργησαν νὰ διαδοθοῦν καὶ γρήγορα ἀναδείχθηκε, τὸ 367 μ.Χ., Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, στὴν ὁποία κατέφυγε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ ἐπέπλεε πρὸς τὴν Παλαιστίνη, λόγω τρικυμίας, ἔφθασε στὴν Κύπρο.

Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐπισκόπου ὁ Ἅγιος ἄρχισε τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴ διατήρηση καὶ ἐνίσχυση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας ὅλες τὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πλάνες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τοῦ Ὠριγένους. Κάνοντας συνεχὴ χρήση τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γράφοντας πλῆθος ἀντιαιρετικῶν συγγραμμάτων, ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ κρατήσει τοὺς πιστοὺς στὴν ἀνόθευτη χριστιανικὴ πίστη. Ὁ εὐαγγελισμὸς τῆς νήσου ὁλοκληρώνεται στὰ χρόνια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Ἐπιφανίου στὸ τελευταῖο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν δύναμη τοῦ χαρακτῆρος του, τὴν παιδεία καὶ τὴν δογματικὴ κατάρτισή του, ἀγωνίσθηκε σκληρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἀλλοθρήσκων. Τόσο καθολικὴ ἦταν ἡ ἀναγνώριση καὶ ἡ βαθιὰ ἐκτίμηση πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Α’ ζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Κύπρου ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας.

Μετὰ ἀπὸ τριάντα ἕξι ἔτη γόνιμης καὶ ἐποικοδομητικῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας καὶ προσφορᾶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 403 μ.Χ. Τὸ τίμιο λείψανό του μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸν ἁγιότατο οἶκο του, ποὺ ἦταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος.
Ὁ Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας ἔκτισε τὴν μεγάλη βασιλικὴ (δὲν τὴν ὁλοκλήρωσε μέχρι τὸν θάνατό του), τῆς ὁποίας τὰ ἐρείπια διασώζονται μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἀρχιεπίσκοπος, πολὺ σημαντικὸς διδάσκαλος καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε καὶ ἀξιόλογος συγγραφέας. Τὰ ἔργα του «Πανάριον»«Ἀγκυρωτός»«Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν»«Περὶ τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς τοῦ Ἀαρών», ἀποτελοῦν πολύτιμα πετράδια στὸ μέγα ψηφιδωτὸ τῆς Πατερικῆς Γραμματείας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, ἔγνως τὴν χάριν, καὶ θεόφθογγον, ἔσχηκας γλῶσσαν, Ἱεράρχα σοφέ Ἐπιφάνιε· ὅθεν δογμάτων ὀρθαῖς ἀναπτύξεσιν, αἱρετικῶν θριαμβεύεις τὴν ἄνοιαν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος

Τῆς ἐν τῇ Κύπρῳ Ἐκκλησίας ποιμὴν ἄριστος

Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον λαμπρὸν ἐδείχθης.

Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον

Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως

Τοὺς βοῶντάς σοι· χαίροις Πάτερ Ἐπιφάνιε.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

 

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις Ἐπιφάνιε ἱερέ, Κύπρου ποιμενάρχα, Ἐκκλησίας πάσης φωστήρ· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστογράφε, καὶ τῶν σοὶ ὁμωνύμων, πρέσβυς πρὸς Κύριον.

 

Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.

Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος 


Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, Ἐπισκόπου Κωνσταντίας τῆς Κύπρου.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῆς Ὁσίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Δομιτίλλα ἡ Μάρτυς

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δομιτίλλα ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ἦταν σύζυγος τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματούχου Τίτου Φλαβίου Κλήμεντος καὶ θυγατέρα τῆς ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.). Τελειώθηκε μαρτυρικά, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἀχιλλέας καὶ Νερέος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀχιλλέας καὶ Νερέος, σύμφωνα μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Δάμασο Α’ (366 – 384 μ.Χ.), ἦσαν στρατιῶτες στὴν πραιτωριανὴ φρουρὰ καὶ μαρτύρησαν τὸ 100 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Παγκράτιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία ἢ τὴ Φρυγία καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Δρακόντιος Ἐπίσκοπος Νικαίας 

Ὁ Ἅγιος Δρακόντιος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Νικαίας καὶ ἔζησε σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς τρεῖς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἀργύριος 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος ὁ Ἀργύριος, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, ἦταν πρεσβύτερος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 647 καὶ στὸν Κώδικα Δ. α. Ι.Χ. τῆς μονῆς τῆς Κρυπτοφέρρης τῆς Ρώμης, ὅπου καὶ ἡ ἀκολουθία του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὸ 640 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πατρικίου Ἰουστινιανοῦ. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, ὅταν ὁ πατέρας του ἐκτελέσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ’ τὸν Πωγωνάτο (668 – 685 μ.Χ.), ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι ἐνεχόταν στὴν δολοφονία τοῦ πατέρα του Κώνσταντος Β’. Τὸν Γερμανό, ἀφοῦ τὸν εὐνούχισε, τὸν κατέταξε στὸν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔγινε βαθὺς γνώστης αὐτῶν καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἀρετή του. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χειροτονήθηκε ἱερεύς. Τὸ 709 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κύρο Ἐπίσκοπος Κυζίκου.

Ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ θέση ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Ὅταν καθαιρέθηκε ὁ Πατριάρχης Κύρος καὶ πέθανε ὁ διάδοχος αὐτοῦ Ἰωάννης ΣΤ’, ἐξελέγη στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 715 μ.Χ., μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε Πατριάρχης, ἀφιέρωσε ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικές του δυνάμεις στὴ διακονία τοῦ ποιμνίου του, διδάσκοντας καὶ νουθετώντας αὐτὸ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα κηρύγματά του.

Ὅταν ἀνῆλθε στὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), πιεζόμενος ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀπὸ αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει μὲ σκοπὸ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ τὸν μὲν Λέοντα ἔλεγξε γιὰ τὶς ἀνίερες πράξεις του, τὸν δὲ λαὸ παρότρυνε σὲ ἀντίσταση κατὰ τῶν εἰκονομάχων. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὅτι τίποτα δὲν κατόρθωνε, διὰ πραξικοπήματος ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο νὰ παραιτηθεῖ. Ἔτσι, στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 730 μ.Χ., ἀφοῦ κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ παλατιοῦ, ἀποσύρθηκε στὴν πατρική του οἰκία στὸ Πλατάνι, ὅπου ἔζησε ἀσκητεύοντας καὶ συνθέτοντας ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους.

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε, μετὰ σύντομη ἀσθένεια, τὸ 740 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Χώρας.

Ἐνῷ ἀρχικὰ καθαιρέθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ τὴ ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας τὸ 754 μ.Χ., στὴν συνέχεια δικαιώθηκε καὶ ἐξυμνήθηκε ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 787 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀναστήλωσε τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ 718 μ.Χ. διασώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ βαρβαρικὴ ἐπιδρομή, συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κατέλιπε ἀξιόλογο ὑμνογραφικὸ καὶ συγγραφικὸ ἔργο, δυστυχῶς ὅμως τὰ περισσότερα ἔργα του κατακάηκαν μὲ διαταγὴ τοῦ Λέοντος. Περισώθηκαν δὲ ἀπὸ μὲν τοὺς ὕμνους, 104 Στιχηρὰ καὶ 22 Κανόνες, ἀπὸ δὲ τὰ συγγράμματά του τὰ ἑξῆς: α) «Περὶ αἱρέσεων καὶ Συνόδων», β) «Τρεῖς δογματικαὶ ἐπιστολαὶ ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων» (πρὸς Ἰωάννην, Ἐπίσκοπον Συνάδων, πρὸς Κωνσταντίνον, Ἐπίσκοπον Νακαλείας, καὶ πρὸς Θωμᾶν, Ἐπίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Ὀκτὼ λόγοι» (δύο στὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, δύο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τρεῖς στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἕνας στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου), δ) «Ὁμιλία» (στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ ἅγια σπάργανα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον  Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Σοφίας τοῖς δόγμασιν, ἐκπαιδευθεὶς εὐκλεῶς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐν λόγοις καὶ πράξεσι· σύμμορφος γὰρ ὑπάρχων, τῆς εἰκόνος τοῦ Λόγου, λύεις Εἰκονομάχων, τὴν ἀντίθεον πλάνην· διό σε Ἱεράρχα Γερμανέ, Χριστὸς ἐδόξασε

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Οἰκονόμος ἄριστος, τῶν δωρεῶν τοῦ Σωτῆρος, ὡς εἰκὼν θεόγραφος, τῶν ἀρετῶν πέλων Πάτερ, ἔλαμψας, ἐν Ἱεράρχαις ἀμέμπτῳ βίῳ· ἔδειξας, τὴν τῶν Εἰκόνων τιμὴν προσφόρως· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις τρισμάκαρ, Γερμανὲ ἔνδοξε.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

 

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις ὁ τῆς χάριτος ὑπουργός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφόστολος θεοειδής· χαίροις ὁ τρανώσας, τὴν τῶν Εἰκόνων δόξαν, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, Γερμανὲ ἔνδοξε.

 

Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ ἐν Κυθήροις ἀσκήσας 

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κορώνη τῆς Πελοποννήσου καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Β’ (919 – 948 μ.Χ.). Ἀπὸ τὸν μεγάλο του ζῆλο πρὸς τὰ θεία καὶ τὴν ἀρετή του, χειροθετήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Κορώνης ἀναγνώστης. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του μετέβη στὸ Ναύπλιο, ὅπου νυμφεύθηκε μὲ κάποια σεμνὴ καὶ ἐνάρετη νέα καὶ ἀπέκτησε δύο τέκνα. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔγγαμου βίου του ἐξακολούθησε νὰ ζεῖ ἀσκητικὰ καὶ νὰ αὐξάνει πνευματικά, βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὴν ἐνάρετη σύζυγό του. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἄργους Θεόδωρος, ἐκτιμώντας τὶς μεγάλες ἀρετὲς τοῦ Θεοδώρου, τὸν χειροτόνησε διάκονο. Τὸν εὐτυχὴ καὶ θεοσεβὴ βίο του συντάραξε ὁ ξαφνικὸς θάνατος τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του. Αὐτὸ τὸν ὁδήγησε ἀκόμη πιὸ κοντὰ στὸν Θεό. Ἔτσι, ἀφοῦ μετέβη στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς τόπους ἀθλήσεως τῶν Μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, ἐπανῆλθε στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονεμβασιά. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, διαφωτίζοντας τὸν λαὸ καὶ στερεώνοντας τὴν πίστη του. Ἀργότερα μετέβη στὴ νῆσο τῶν Κυθήρων καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἡμιερειπωμένο ναὸ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σεργίου καὶ Βάκχου. Ἀμέσως ἐπιδόθηκε στὸ ἔργο τῆς ἀνυψώσεως τοῦ ἠθικοῦ τοῦ καταπτοημένου λαοῦ ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς καὶ τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς ψυχικῆς του γαλήνης. Τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο συνέχισε μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσκυνοῦσαν μὲ εὐλάβεια τὸ τίμιο λείψανό του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου

 Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἀναφέρεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἂν καὶ τὸ ὄνομά του δὲν ἀναφέρεται στοὺς γνωστοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 12ου - 13ου αἰῶνος μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σερρῶν 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης, ὁ Σερραῖος, ἦταν γόνος μιᾶς εὐκατάστατης οἰκογένειας Σερραίων. Στὴν ἀκμὴ τῆς νεότητός του, τὸ θάρρος του νὰ παρουσιάζεται σὲ δημόσιους χώρους ὡς ἴσος πρὸς τοὺς κατακτητὲς καὶ ἡ λαμπρότητα τῆς ἐμφανίσεώς του, προκάλεσαν τὸν φθόνο τῶν Τούρκων ποὺ τὸν διέβαλαν στὶς ἀρχές τους. Οἱ κατήγοροί του ὑποστήριξαν πὼς ὁ Νεομάρτυρας Ἰωάννης δημόσια ἐξύβρισε τὴν πίστη τοῦ Μωάμεθ, ἀρνούμενος, παρὰ τὴν ἀρχική του ὑπόσχεση, νὰ τὴν ἀκολουθήσει. Οἱ δικαστές του, ἐκτιμώντας τὰ δεδομένα, στὴν ἀρχὴ προσπάθησαν μὲ ὑποσχέσεις γιὰ ἀξιώματα νὰ τὸν δελεάσουν, ὥστε νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του, καθὼς θὰ εἶχαν μεγάλο κέρδος, ἂν τὸ παράδειγμά του ἔβρισκε καὶ ἄλλους μιμητές.

Ὅταν οἱ προσπάθειές τους ἀπέτυχαν, κατέφυγαν στὰ βασανιστήρια. Ἔβγαλαν τὸν Μάρτυρα ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ἔσυραν χωρὶς ἔνδυση πάνω στὴν γῆ, ξεριζώνοντάς του τὴν πλούσια κόμη του καὶ ραβδίζοντας τον. Ὁ Ἅγιος, παρὰ τὰ φοβερὰ αὐτὰ μαρτύρια, ἄντεχε καὶ συνέχιζε νὰ ὑμνεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τότε, στὰ δεξιά του ἐμφανίσθηκε ἕνας ἔφιππος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἄνδρας ποὺ τὸ πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε σὰν ἥλιος. Ὁ Μάρτυρας Ἰωάννης εἶδε τὴν ὑπέρλαμπρη αὐτὴ παρουσία καὶ ἀντελήφθη πὼς μὲ νεῦμα ὁ ἔφιππος ἄνδρας τοῦ συνιστοῦσε νὰ μὴ φοβᾶται τίποτα καὶ νὰ μὴν χάσει τὸ θάρρος του.

Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν καὶ μὲ αὐτὸν τὸν ἐπώδυνο τρόπο στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὸν κάνουν νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του, τὸν ἔβγαλαν καὶ πάλι ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ χῶρο δημόσιο, ὅπου οἱ δήμιοί του, γιὰ νὰ κάνουν τὸ τέλος του πιὸ ἐπώδυνο, τὸν ἀνέβασαν πάνω σὲ σωρὸ ἀπὸ φρύγανα καὶ ξερὰ ξύλα καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἔβαλαν φωτιὰ στὸ εὔφλεκτο ὑπόστρωμα.

Ὁ Μάρτυς Ἰωάννης παρέμεινε ἤρεμος σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου καί, μάλιστα, σιγανὰ ὑμνολογοῦσε τὸν Θεό. Ἕνας ἀπὸ τοὺς βασανιστές του, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ σωπάσει, τοῦ ἔμπηξε ἕνα πάσσαλο στὸ στόμα καὶ ἐπέφερε ἔτσι τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου.
Τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου ἔγραψε ὁ Μεγάλος Ρήτορας τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας Μανουὴλ ὁ Πελοποννήσιος, πιθανότατα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1451 – 1481.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης Ἐπίσκοπος Σολέα Κύπρου

Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης καταγόταν ἀπὸ τὴν Λευκωσία καὶ ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἑνετικῆς κυριαρχίας Ἐπίσκοπος Σολέας. Ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ μετέβη στὸ ἐρημητήριο τοῦ Μέσα Ποταμοῦ στοὺς πρόποδες τοῦ Τροόδους ὄρους. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε θεοφιλῶς μὲ εἰρήνη τὸ 1550. Ὅταν μετὰ ἕξι χρόνια ἄνοιξαν τὸν τάφο του, βρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανό του ἀκέραιο μὲ ἔκδηλα τὰ σημεῖα τῆς ἁγιότητος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀπαντᾶ στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριον. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 7 Νοεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Σιναΐτης 

Δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Νικήτα τοῦ Σιναΐτου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι 30.000 Μάρτυρες ἐκ Γεωργίας

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Νεομάρτυρες ἤσαν Γεωργιανοὶ ἱερεῖς, 300 στρατιῶτες, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν περιοχὴ Ντουντικβάτι (=ἀποκεφαλισμός) καὶ Παπάτι (=λόφος τῶν ἱερέων). Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση μαρτύρησαν συνολικὰ γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ 30.000 Λάζοι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐρμογένης, Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν, ἄρχισε νὰ τιμᾶται ὡς Ἅγιος, ἀπὸ τὶς 12 Μαΐου τοῦ 1913. Πιστοὶ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς Ρωσίας ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνονται στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν Ἱερομάρτυρα Ἑρμογένη καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη στὸν καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο, ὅπου Παννυχίδες τελοῦνταν σχεδὸν χωρὶς διακοπή. Ἐκείνη τὴ νύχτα ὁ Ἅγιος ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα καὶ θεραπεῖες ἀσθενῶν. Ἡ μνήμη του τιμᾶται 17 Φεβρουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ 

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Δαβὶδ Ζομπνινόβσκι, γεννήθηκε περὶ τὸ 1570 στὴν πόλη Ρζέβ. Ὑπῆρξε μοναχὸς καὶ μετὰ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ Οὐσπένσκι στὴ Στάριτσα. Τὴ λεγόμενη Σκοτεινὴ περίοδο ἦταν ὁ πιὸ πιστὸς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου Ἐρμογένους, Πατριάρχου Μόσχας. Ἀπὸ τὸ 1610 ὁ Ὅσιος Διονύσιος γίνεται Ἀρχιμανδρίτης τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας. Μὲ τὴν φροντίδα του ἱδρύθηκαν στὸ μοναστήρι νοσοκομεῖα γιὰ ἀρρώστους, τραυματισμένους καὶ ἄστεγους τοῦ πολέμου μετὰ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Πωλονο – Λιθουανικοῦ στρατοῦ. Σὲ περίοδο πείνας, κατόπιν ἐπιμονῆς του, ἡ ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τρεφόταν μὲ ψωμὶ ἀπὸ βρώμη καὶ νερό, γιὰ νὰ διαθέσει τὸ ψωμὶ ἀπὸ σιτάρι καὶ σίκαλη στοὺς ἀρρώστους. Τὸ 1611 – 1612 μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας, τὸν Ἀβραὰμ Πολίτσιν († τὸ 1625), ἔγραφε ἐπιστολὲς μὲ ἔκκληση νὰ ἀποσταλοῦν στρατιῶτες καὶ χρήματα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τοὺς Πολωνούς. Ἔγραψε ἐπίσης καὶ στὸν πρίγκιπα Δημήτριο Ποζάρσκι καὶ στοὺς στρατιῶτες του νὰ ἐπιταχύνουν τὴν ἐκστρατεία τους στὴ Μόσχα.

Οἱ συνεχεῖς προσευχές του καὶ τὰ καθημερινὰ πνευματικά του κατορθώματα, τοῦ πρόσφεραν, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ξεχωριστὸ γεγονὸς ἀποτελεῖ ἡ συμμετοχή του στὴ διόρθωση τῶν θεολογικῶν βιβλίων. Ἀπὸ τὸ 1616 ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἡγεῖται τῆς ἐργασίας διορθώσεως τῆς Σύνοψης τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, ἡ ὁποία βασιζόταν στὴ σύγκριση τῶν ἀρχαίων Σλαβικῶν καὶ διαφόρων Ἑλληνικῶν ἐκδόσεων. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ἐργασίας οἱ διορθωτὲς βρῆκαν πολλὲς καὶ σημαντικὲς διαφορὲς καὶ σὲ ἄλλα βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 1612 ἕως τὸ 1619. Ὃμως οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εὐθύνονται γιὰ τὰ λάθη αὐτά, στὴ Σύνοδο τοῦ 1618, κατηγόρησαν τὸν Ὅσιο Διονύσιο γιὰ αἵρεση. Ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο ἀφαιρέθηκαν τὰ ἱερουργικά του δικαιώματα. Τὸν ἀπέκοψαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ μονὴ Νοβοσπάσκιϊ, ὅπου ὑπέφερε ἀπὸ ἀσιτία. Οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων Θεοφάνους Δ’ (1608 – 1644) καὶ τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου (1619 – 1633), ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Πολωνικὴ αἰχμαλωσία, διέκοψαν τὴν φυλάκισή του καὶ ἀθωώθηκε.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1633 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Τρόϊιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βλαχίας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἰωάννης γεννήθηκε στὴ Βλαχὶα καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἐπὶ Σουλτάνου Μεχμὲτ καὶ σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἰσέβαλαν στὴ Βλαχία, γιὰ νὰ καταπνίξουν τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἄρχοντα Μιχαὴλ Βοεβόδα Τζιβὰν Μπέτι. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ εἶδε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Ἁγίου, τὸν ἔδεσε σὲ ἕνα δένδρο μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσελγήσει ἐπ’ αὐτοῦ. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀμυνόμενος τὸν φόνευσε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ὅμως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ παραδόθηκε στὴ σύζυγο τοῦ στρατιώτη ποὺ σκότωσε, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκείνη τὸν ὁδήγησε στὸ βεζίρη, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάκριση τὸν παρέδωσε πάλι σὲ ἐκείνη, γιὰ νὰ τὸν μεταχειριστεῖ ὅπως ἤθελε. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπέτυχε νὰ τὸν ἐξισλαμίσει, τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο. Ὁ ἔπαρχος ἀπέτυχε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ διέταξε τὸν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατό του τὸ 1662, στὸ Παρμὰκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐξαγοράσθηκε μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ εὐλάβεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ 

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Ἀνδρέας Μεντβέντεφ, γεννήθηκε στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1792 στὴν πόλη Λύσκοβο τῆς ἐπαρχίας Νόβγκοροντ καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Γεωργιανοῦ πρίγκιπος Γεωργίου. Γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο ὁ Ἅγιος εἰσῆλθε τὸ 1818 στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σάρωφ καὶ τὸ 1822 στὴ μονὴ Βυσοκογκόρσκϊυ τοῦ Ἀρζαμᾶς, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Τὸ 1831 καλεῖται ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, στὴν ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὶς ἀρετές του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1877. Ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τὸ 1997.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα 

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Νικόλαος Τύχωνωφ, γεννήθηκε τὸ 1853 στὴν πόλη Γιελὲτς τῆς ἐπαρχίας Ὀριόλ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Ἑλένη. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἦταν ἑπτὰ ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του, εὐλόγησε τὸν υἱό του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀναθέτοντας τὸ παιδί του στὴν κηδεμονία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Ὁ μελλοντικὸς Στάρετς δὲν ἀποχωρίσθηκε τὴν εἰκόνα αὐτὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Νικόλαο ἡ μητέρα του εἶχε καὶ ἄλλα μικρότερα τέκνα, τὰ ὁποῖα πέθαναν πρόωρα ἀπὸ πεῖνα καὶ ἀσθένειες.

Ὁ μικρὸς Νικόλαος εἶχε θερμὴ καρδιακὴ σχέση μὲ τὴν μητέρα του. Οἱ προσευχές της καὶ ἡ αὐστηρὴ ἀνατροφή, ποὺ τοῦ ἔδωσε, τὸν προστάτευαν ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ συμφορές. Σιγὰ – σιγὰ μεγάλωνε καὶ ἔγινε πρᾶος, ἥσυχος καὶ εὐλαβής, ἔξυπνος καὶ φιλομαθής. Λόγω τῆς μεγάλης φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἀναγκάσθηκε νὰ φοιτήσει ὄχι στὸ δημόσιο σχολεῖο, ἀλλὰ στὸ ἐνοριακὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του, ὅπου φοιτοῦσαν οἱ ἄποροι. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμαθε νὰ διαβάζει, νὰ γράφει, νὰ μετράει καὶ νὰ μελετᾶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ἔγινε ἕνδεκα ἐτῶν, ἐργάσθηκε στὸ κατάστημα τοῦ πλούσιου ἐμπόρου Χάμωφ. Λίγο ἀργότερα, ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν ἀκόμη πολὺ νέος, ἡ μητέρα του πέθανε καὶ ἔτσι ἔμεινε πιὰ παντελῶς ὀρφανός. Ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια στὸ σπίτι τοῦ ἐμπόρου. Στὶς ἐλεύθερες ὧρες του μελετοῦσε πνευματικὰ βιβλία καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Τὸν διέκρινε ἡ πραότητα, ἡ μετριοφροσύνη καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσε στὴν Γιελὲτς μία σχεδὸν ἑκατοντάχρονη μοναχή, ἡ μάτιουσκα Θεοδώρα, πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ Ὁσίου Τύχωνος τοῦ Ζαντὸνκ († 13 Αὐγούστου). Οἱ κάτοικοι τῆς Γιελὲτς εἶχαν τὴν εὐλαβὴ συνήθεια νὰ τὴν συμβουλεύονται σὲ ὅλες τὶς σημαντικὲς ἀποφάσεις τους. Ὁ ἐργοδότης, λοιπόν, τοῦ Νικολάου, ποὺ πληροφορήθηκε ὅτι τοῦ ἑτοίμαζαν ἕνα προξενιό, τὸν ἔστειλε σὲ αὐτὴν νὰ πάρει εὐλογία γιὰ τὸ γάμο. Ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πήγαινε στὴν Ὄπτινα στὸν Στάρετς Ἱλαρίωνα καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ πεῖ τί θὰ κάνεις». Ἔτσι ὁ Νικόλαος πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν Ὄπτινα, ποὺ βρισκόταν σχετικὰ κοντὰ στὴ γενέτειρά του καὶ ἦταν τότε ἤδη ξακουστὴ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία.

Ὁ Στάρετς Ἱλαρίων τοῦ συνέστησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Στάρετς Ἀμβρόσιο. Ὁ Γέροντας τὸν δέχθηκε καὶ μίλησε μαζί του γιὰ δύο ὧρες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνομιλία ἡ ζωὴ τοῦ Νικολάου ἄλλαξε ξαφνικά. Κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἀνακάλυψε τὴν πραγματική του κλίση.

Ὁ Νικόλαος ἐκτελοῦσε κάθε διακόνημα μὲ πολλὴ ὑπακοή, ταπείνωση καὶ ζῆλο. Ὅταν ἀργότερα ὁ Στάρετς, ἐπαναλάμβανε τὸ ἀποστολικὸ παράγγελμα: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες. Ἳνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες. Ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο. (Νὰ πειθαρχεῖτε καὶ νὰ ὑπακούετε στοὺς ἡγουμένους σας. Γιατί αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν χάριν τῶν ψυχῶν σας, ἐπειδὴ θὰ ἀποδώσουν λόγο στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς. Ὥστε αὐτὸ νὰ τὸ κάνουν μὲ χαρὰ καὶ ὄχι ἀναστενάζοντας. Διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπιζήμιο γιὰ σᾶς)».

Στὶς 3 Ἀπριλίου 1876 ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός. Μετὰ ἕνδεκα χρόνια, στὶς 14 Μαρτίου 1887, Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἐκάρη μικρόσχημος καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Νεκτάριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου († 29 Νοεμβρίου).

Ἡ εἴσοδός του στὸ ἀγγελικὸ τάγμα τῶν μοναχῶν τοῦ ἔφερε μεγάλη χαρά. Σὲ προχωρημένη ἡλικία θυμόταν: «Ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἔνοιωθα σὰ νὰ εἶχα φτερὰ στοὺς ὤμους μου».

Ὅσο περισσότερο ἀνέβαινε τὴν πνευματικὴ κλίμακα, τόσο κατώτερο ἀπὸ ταπεινοφροσύνη θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο αἰσθανόταν τὴν ἀναξιότητά του.

Οἱ Γέροντες, ποὺ ἔβλεπαν τὴν πνευματικὴ προκοπή του, ἀποφάσισαν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο, ποὺ ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1894 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο καὶ εἰς πρεσβύτερον στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1898 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Μακάριο.

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος δίδασκε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπομονή, περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές. Γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου δίδασκε πῶς ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν προσευχή, ὅταν ἱκετεύεις τὸν Θεὸ λέγοντας «Πατέρα μου καὶ Κύριε τῆς ψυχῆς μου, ἐλέησόν με», ὁ Θεὸς καθαρίζει τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάνει νύμφη Κυρίου καὶ ἀδελφὴ τοῦ Λόγου. Πράγματι ὁ Ὅσιος δίδασκε σὲ ὅλους τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Μάλιστα, ὅταν πλησίαζε ἡ σοβιετικὴ λαίλαπα, τόνιζε στὰ πνευματικά του παιδιά: «σὲ αὐτὲς τὶς ἔσχατες ἡμέρες εἶναι καιρὸς γιὰ προσευχή. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐργασίας σας νὰ λέτε συνεχῶς τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Στὴν ἀρχὴ μὲ τὰ χείλη, μετὰ μὲ τὸ νοῦ καὶ ὕστερα θὰ εἰσχωρήσει μέσα στὴν καρδιά σας».

Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως, ἡ Ὄπτινα ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα  ὅλες τὶς δοκιμασίες, ἀλλὰ οἱ μέρες τῆς ἁγίας μονῆς ἦταν πιὰ μετρημένες. Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1923 ἡ Ὄπτινα ἔκλεισε ὁριστικά. Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος σνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε στὸ ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ φυλακή. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁδηγήθηκε στὴν φυλακὴ τοῦ Κοζὲλκ καὶ καταδικάσθηκε χωρὶς δίκη σὲ θάνατο διὰ τουφεκισμοῦ. Μετὰ ἀπὸ διαμαρτυρίες ὁ Ὅσιος ἀπελευθερώθηκε στὶς 17 Ἀπριλίου καὶ ἔζησε ὡς ἐξόριστος σὲ ἀγρόκτημα τοῦ Πλόχινο. Ἀργότερα, μὲ διαταγὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ καθεστῶτος, ἐξορίζεται πιὸ μακριά, στὸ χωριὸ Χόλμισι τῆς ἐπαρχίας Μπριάνκ. Ἐκεῖ δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μεγάλους ἱεράρχες. Ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Τύχων τὸν συμβουλευόταν διὰ μέσου ἔμπιστων ἀνθρώπων. Ὁ Ἅγιος Θεὸς εἶχε δωρίσει στὸν Ὅσιο τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἔτσι ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονταν καὶ ἔκαναν ὑπακοὴ στὸν λόγο του.

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος κοιμήθηκε, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 1928. Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε ἀστραπιαία. Χιλιάδες πιστοὶ ἄρχισαν νὰ συρρέουν συνεχῶς ἀπὸ διάφορες πόλεις στὸ Χόλμισι.
Τὸ 1935, κλέφτες ἔσκαψαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου ψάχνοντας γιὰ πολύτιμα ἀντικείμενα. Ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο τὸ φέρετρο, ἔσπασαν τὸ κάλυμμα καὶ ἀφοῦ ἔψαξαν καὶ δὲν βρῆκαν τίποτε, παράτησαν τὸ ἀνοιχτὸ φέρετρο μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου στηριγμένο σὲ ἕνα δένδρο. Μία ὁμάδα ἀπὸ ἐργάτες, ποὺ δούλευαν δίπλα στὰ ἀγροκτήματα, ἔτρεξαν στὸ κοιμητήριο καὶ εἶδαν ἔκπληκτοι πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν ἐκεῖ ἄφθαρτος, ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση καὶ τὴν ταφή του. Τὸ δέρμα του εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ κεριοῦ καὶ τὰ χέρια του ἦταν εὐλύγιστα καὶ μαλακά. Μία γυναῖκα ἔφερε λευκὸ μεταξωτὸ ὕφασμα καὶ κάλυψε τὸ πρόσωπό του. Ἔπειτα ἔκλεισαν τὸ φέρετρο καὶ ἐνταφίασαν τὸν Ὅσιο ψάλλοντας Τρισάγιο. Στὶς 16 Ἰουλίου 1989 πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ὁσίου καὶ ἡ ἐπιστροφή του στὴν Ὄπτινα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Χιλιάδες Μάρτυρες εἰς Μπούτοβο τῆς Ρωσίας 

Τὸ Μπούτοβο, περιοχὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Μόσχα, ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καὶ πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ μαρτύρησαν κατὰ τὰ ἔτη τοῦ διωγμοῦ στὴν Ρωσία. Μεταξὺ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὸ Μπούκοβο καὶ ἀνέρχονται σὲ χιλιάδες, ἦταν καὶ δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος

Τὰ τίμια λείψανα τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος βρέθηκαν στὸ χωριὸ Καρυὲς τῆς Λέσβου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος καὶ Μιχαήλ, ἦταν τέκνα τοῦ δρουγγάριου – στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Λέοντος καὶ γεννήθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη. Εἶχαν δὲ ἄλλα πέντε ἀδέλφια. Ὁ Κωνσταντίνος ἦταν ὁ μικρότερος καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιμέλεια στὰ γράμματα. Παιδὶ ἀκόμη, εἶχε διαβάσει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ εἶχε γράψει ὕμνο πρὸς τιμήν του. Τὰ χαρίσματά του τὰ πρόσεξε ὁ λογοθέτης Θεόκτιστος καὶ τὸν ἔστειλε στὴν σχολὴ τῆς Μαγναύρας, ὅπου μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου σπούδασε βασικὰ φιλοσοφία. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ ἀρχικὰ διορίσθηκε χαρτοφύλακας (ἀρχιγραμματέας) τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀργότερα καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴ σχολὴ τῆς Μαγναύρας.

Ὁ Μιχαὴλ ἀκολούθησε τὴν σταδιοδρομία τοῦ πατέρα τους. Ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ ἀνέλαβε τὴν διοίκηση τῆς περιοχῆς τῶν πηγῶν τοῦ Στρυμόνος, δηλαδὴ στὰ σημερινὰ σύνορα Βουλγαρίας καὶ Σερβίας, ὅπου καὶ γνώρισε καλὰ τοὺς Σλάβους. Παρὰ τὴν ἐπιτυχημένη σταδιοδρομία καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν, βαθιὰ τοὺς συγκλόνιζε ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶχαν μοναστικὴ κλίση, ἀλλὰ πίστευαν στὴ μαρτυρικὴ διακονία τῆς κλίσεώς τους αὐτῆς, γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλες ψυχές.

Ὁ 9ος αἰώνας μ.Χ., ὅταν καὶ ἔλαμψαν οἱ Ἅγιοι, εἶναι μία μεγάλη ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀκμὴ στὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ δύναμη καὶ ἀπὸ ἄνθηση στὴν οἰκονομία, στὰ γράμματα, στὶς τέχνες. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς ἀνασυγκροτεῖται μετὰ τὴν τρικυμία τῆς εἰκονομαχίας. Τὸ πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας, νά μπορεῖ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη, νὰ παρασταθεῖ εἰκονικά, ἔχει ἐπιλυθεῖ. Τὰ ρήγματα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς  καὶ πολιτικὲς συγκρούσεις μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς γίνονται βαθύτερα. Τὰ ἐγκόσμια συμφέροντα, οἱ ἀνταγωνισμοὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία διασποῦν τὴν μέχρι τότε ἑνιαία Χριστιανικὴ Οἰκουμένη σὲ δύο παράλληλους κόσμους, τὸ Βυζαντινὸ καὶ τὸ Φραγκικό. Οἱ διαφορὲς εἶναι ὁρατὲς στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν ἀνέκυψε τὸ θέμα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων τῆς Δύσεως. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀντιδικία μπλέκονται οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί.

Ἀρχικὰ ὁ Κωνσταντίνος ἀναπτύσσει ἱεραποστολικὸ ἔργο μεταξὺ τῆς Τουρκικῆς φυλῆς τῶν Χαζάρων. Ἡ μεγάλη ὅμως εὐκαιρία δίνεται τὸ καλοκαίρι τοῦ 862 μ.Χ., ὅταν φθάνει στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία τοῦ ἡγεμόνος  τῶν Μοραβῶν Ραστισλάβου, ποὺ τὸ ἔθνος του κατοικοῦσε ἀπὸ τὴ Βοημία μέχρι τὰ Καρπάθια καὶ τὸ Δούναβη. Ὁ Ραστισλάβος ζητᾶ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ δάσκαλο, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει στὴ γλώσσα τους τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ προσέλθουν καὶ ἄλλοι στὸν Χριστό. Εἶχαν βαπτισθεῖ πολλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ βαπτισμένοι ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἀγνοοῦσαν τόν Χριστιανισμό, ὅσο καὶ οἱ ἀβάπτιστοι, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι, συνεπεῖς στὴν παράδοσή τους, τοὺς ἐπέβαλαν τὴν γνώση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ λατινικὰ καὶ τὴν λατρεία πάλι στὰ λατινικά, δηλαδὴ σὲ μία γλώσσα ποὺ ἀγνοοῦσαν.

Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ προσκαλεῖ τὸν φιλόσοφο Κωνσταντίνο νὰ ἀναλάβει αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ πρὸς τοὺς Μοραβούς. Τὸ ἔργο τὸ δέχεται ὁ Κωνσταντίνος ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς δημιουργίας γραφῆς στὴ γλῶσσα τῶν Μοραβῶν. Μετὰ ἀπὸ μελέτες φτιάχνει τὸ λεγόμενο γλαγολιτικὸ (ὄχι τὸ κυριλλικό) ἀλφάβητο καὶ ἀρχίζει τὴν μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Βυζαντινῆς Λειτουργίας, καθὼς καὶ ἄλλων βιβλίων.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 863 μ.Χ., ὁ Κωνσταντίνος παίρνει τὸν ἀδελφό του Μιχαήλ, ποὺ εἶχε γίνει μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μεθόδιος, καὶ φθάνει στὴν αὐλὴ τοῦ Ραστισλάβου. Ἡ ἐργασία τους διαρκεῖ τρία χρόνια. Ἔκαναν σπουδαῖες μεταφράσεις, εἰσήγαγαν τὴν βυζαντινὴ παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στὴ Μοραβία. Ἄνοιξαν τοὺς πολιτιστικοὺς ὁρίζοντες τοῦ εὐαγγελιζόμενου λαοῦ. Ἔγιναν οἱ πραγματικοὶ φωτιστές του. Μὲ ἀφετηρία τὴν ἀρχὴ ὅτι κάθε λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ στὴ μητρική του γλώσσα, οἱ ἅγιοι ἀδελφοὶ συγκρότησαν γραπτὴ σλαβικὴ γλώσσα, μετέφρασαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία στὴ γλώσσα αὐτή, καθιέρωσαν τὴν σλαβικὴ ὡς λειτουργικὴ γλώσσα, ἔγραψαν καὶ πρωτότυπα ἔργα καὶ κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητῶν γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μὲ διακόνους καὶ πρεσβυτέρους, ἄριστους γνῶστες τῆς λειτουργικῆς παλαιοσλαβικῆς γλώσσας.

Ἡ διείσδυση ὅμως αὐτὴ ἐνόχλησε τοὺς Φράγκους καὶ τὴ Ρώμη ποὺ ἄρχισαν νὰ ὑποσκάπτουν ἀδιάκοπα τὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία τους.

Ἡ θέση ἡ δική τους, καθὼς καὶ τῶν συνεργατῶν τους μοναχῶν, ἔγινε δύσκολη, ὅταν στὴν Πόλη τὴν ἐξουσία κατέλαβε ὁ Βασίλειος ὁ Β’, ποὺ ξαναέφερε στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο καὶ ἐπανασύνδεσε τὸ Βυζάντιο μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τὸ 866 μ.Χ. καὶ οἱ Βούλγαροι εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τὴν Ρώμη. Ἔτσι ἡ ἱερποστολὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἔλθει σὲ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς Λατίνους.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 868 μ.Χ., ὁ Κωνσταντίνος καὶ ὁ Μεθόδιος φθάνουν στὴ Ρώμη κομίζοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἱεραποστόλου Κλήμεντος, ποὺ εἶχε μαρτυρήσει στὴ χώρα τῶν Χαζάρων. Προσπαθοῦν νὰ τακτοποιήσουν τὶς διαφορές τους μὲ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἐνώπιον τοῦ Πάπα Ἀνδριανοῦ Β’. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν δύο ἀδελφῶν κατέπληξε τοὺς Ρωμαίους κληρικούς. Ὁ Πάπας ἀναγνώρισε τὸ ἔργο τους πανηγυρικά, ἀλλὰ ἐπεδίωξε νὰ τὸ ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ νὰ τὸ προσεταιρισθεῖ. Ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους τὰ σλαβικὰ βιβλία, τὰ εὐλόγησε, τὰ ἀπέθεσε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίας, τὸν ἀποκαλούμενο Φάτνη καὶ τέλεσε μὲ αὐτὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Πάπας ἀπέθεσε τὰ σλαβικὰ βιβλία στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ πρόσφερε ὡς ἀφιέρωμα στὸ Θεό. Ἔδωσε μάλιστα ἐντολὴ σὲ δύο Ἐπισκόπους, τὸν Φορμόζο καὶ τὸν Γκόντριχον, νὰ προχωρήσουν στὴ χειροτονία τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, τῶν μελλοντικῶν κληρικῶν τῶν Σλάβων στὴ μητρική τους γλώσσα. Καὶ μετὰ ταῦτα δόθηκε ἡ ἄδεια σὲ αὐτούς, τοὺς νεοχειροτόνητους κληρικούς, νὰ τελέσουν τὴ θεία λειτουργία σλαβιστὶ στοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, τῆς Ἁγίας Πετρωνίλλας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.

Ὁ Πάπας καταδίκασε ἀκόμη τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀντιδροῦσαν στὴν λειτουργικὴ χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ τοὺς ἀποκάλεσε Πιλατιανοὺς καὶ Τριγλωσσίτες. Μάλιστα ὑποχρέωσε ἕναν Ἐπίσκοπο, ποὺ ὑπῆρξε ὀπαδὸς τοῦ Τριγλωσσισμοῦ, νὰ χειροτονήσει τρεῖς ἱερεῖς καὶ δύο ἀναγνῶστες ἀπὸ τοὺς Σλάβους μαθητὲς τῶν δύο Ἁγίων ἀδελφῶν.

Καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς λειτουργικῆς πανδαισίας σλαβιστὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο. Οἱ Σλάβοι μαθητὲς – κληρικοὶ λειτουργοῦσαν τὴν νύχτα πάνω στὸν τάφο τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῶν ἐθνικῶν, τοῦ Παύλου. Καὶ μάλιστα εἶχαν ὡς συλλειτουργοὺς τους τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, δηλαδὴ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐπισκόπους συμβούλους τοῦ Πάπα, καὶ τὸν Ἀναστάσιο τὸν Βιβλιοθηκάριο. Ἡ πράξη αὐτὴ δὲν ἦταν τυχαία. Εἶχε συμβολικὸ χαρακτήρα. Συνέδεε καὶ παραλλήλιζε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου μὲ τοὺς ἱεραποστολικοὺς ἄθλους τοῦ Παύλου. Σημειωτέον ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως. Καὶ συνεπῶς ἡ μετάβαση καὶ ἡ τέλεση Λειτουργίας σὲ αὐτὸν σλαβιστὶ καὶ μάλιστα  ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἀποτελοῦσε πράξη ρουτίνας, ποὺ ἀπέβλεπε ἁπλῶς στὴν τέλεση ὁρισμένων λειτουργιῶν στὴ σλαβικὴ γλώσσα. Ἦταν ἡ πανηγυρικὴ ἔγκριση τῆς σλαβικῆς ὡς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καὶ τῆς ἀκροβυστίας.

Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τους στὴ Ρώμη, ὁ Κωνσταντίνος ἀρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται τὸ τέλος του καὶ ζητᾶ νὰ πεθάνει ὡς μοναχός. Κείρεται μοναχὸς καὶ ὀνομάζεται Κύριλλος. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 869 μ.Χ. ὁ πύρινος ἱεραπόστολος, ποὺ ἄναψε τὴν φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ στὸ σλαβικὸ κόσμο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Μεθόδιος θέλει νὰ μεταφέρει τὸ σκήνωμά του στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς δὲν τὸ ἐπιτρέπει καὶ τὸν θάβει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ὅπου μέχρι καὶ σήμερα δείχνεται ὁ τάφος του.

Στὴ συνέχεια, ὁ Μεθόδιος χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀρχιεπίσκοπος Σιρμίου, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Παννονία. Ἡ Ρώμη ἐπιδέξια οἰκειοποιεῖται τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας  Κωνσταντινουπόλεως.

Ἡ ζωὴ ὅμως τοῦ Μεθοδίου, ὡς Ἀρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στοὺς ἀνταγωνισμοὺς τῶν Λατίνων καὶ τῶν Φράγκων Ἐπισκόπων, στὶς δολοπλοκίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ γίνεται μαρτυρική. Τὸν φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σὲ μοναστήρι τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ καὶ μόλις τὸ 873 μ.Χ. ὁ Πάπας Ἰωάννης Η’ τὸν ἐλευθερώνει καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ. Ἡ λατρεία ὅμως στὰ σλαβονικὰ ἀπαγορεύεται καὶ μόνο τὸ κήρυγμα ἐπιτρέπεται.  Τὸ 885 μ.Χ., στὴ Μοραβία, ὁ Μεθόδιος παραδίδει τὸ πνεῦμα του μέσα σὲ ἕνα κλίμα ἀντιδράσεων καὶ ραδιουργιῶν. Εἶχε ὅμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ἱεραποστόλους. Αὐτοὶ ξεχύθηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, διέδωσαν καὶ στερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξία στὰ σλαβικὰ Ἔθνη. Ἦταν τέτοια δὲ ἡ δύναμη καὶ τὸ ρίζωμα τοῦ ἔργου τους, ὥστε οὔτε ἡ λαίλαπα τῆς Οὐνίας τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. κατόρθωσε νὰ ἐξανεμίσει τὸ θεολογικὸ καὶ πολιτισμικὸ ἔργο τῶν δύο Ἰσαποστόλων ἀδελφῶν, τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου.

Κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ἀναρίθμητος λαός, ἀφοῦ συγκεντρώθηκε, τὸν συνόδευσε μὲ λαμπάδες καὶ θρήνησε τὸν ἀγαθὸ διδάσκαλο καὶ ποιμένα. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι, χῆρες καὶ ὀρφανά, ξένοι καὶ ντόπιοι, ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς, ὅλοι τὸν συνόδευσαν, γιατί ἔδινε τὰ πάντα σὲ ὅλους, γιὰ νὰ τοὺς κερδίσει.

Ἡ ἱεραποστολικὴ πορεία τους, παρὰ τὰ τόσα θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματά της γιὰ ὁλόκληρο τὸ Βορρά, δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς. Ἂν καὶ ἐργάσθηκαν ὅσο λίγοι γιὰ τὴν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄργησαν οἱ Ἑλληνόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ τοὺς περιλάβουν στὸν κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους τὴ μαθαίνουμε ἀπὸ σλαβικὲς καὶ λατινικὲς πηγὲς καὶ ἀπὸ δύο παλαιοσλαβονικὲς βιογραφίες.

Οἱ δύο Ἅγιοι ἀνεδείχθησαν ἄξιοι μιμητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ πολλοὺς τομεῖς τοῦ βίου καὶ τῆς δράσεώς τους. Κατ’ ἀρχὰς ἐντάσσονται μέσα στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Καὶ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ ἡ Θεία Οἰκονομία ἐκφράζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο μὲ τὴ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», τὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνέστησε ὡς διδάσκαλο στοὺς καιρούς του χάριν τοῦ Σλαβικοῦ γένους, γιὰ τὸ ὁποῖο ποτὲ κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε ἐνδιαφερθεῖ.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν περιφρόνηση τῶν κινδύνων, ἰδίως στὰ ταξίδια καὶ τὶς περιπλανήσεις του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ βιογράφος του σημειώνει ὅτι σὲ ὅλα τὰ ταξίδια του ὁ Μεθόδιος περιέπεσε σὲ πολλοὺς κινδύνους, ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὸν κακὸ ἐχθρὸ (τὸ διάβολο). Κινδύνευσε στὶς ἐρήμους ἀπὸ τοὺς ληστές, στὴ θάλασσα ἀπὸ τρικυμίες, στὰ ποτάμια ἀπὸ θανάσιμους κινδύνους καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε σὲ αὐτὸν ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «Κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψῃ» καὶ σὲ ὅλα τὰ παθήματα, τὰ μνημονευόμενα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο. Καὶ ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι στὸ σχόλιο αὐτὸ δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ὑπερβολικό, ἂν ἀναλογισθοῦμε τὰ ταξίδια του στὴν Κριμαία, τὴ Χαζαρία καὶ τὴ χώρα τῶν Φούλλων, τὴ μετάβασή του στὴ Μοραβία, τὸ ταξίδι στὴ Ρώμη μέσῳ Παννονίας καὶ Βενετίας, τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Παννονία καὶ τὴ Μοραβία, τὴ σύλληψή του ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὴ δίκη καὶ καταδίκη του, τὴ φυλάκισή του ἐπὶ δυόμισι ἔτη, τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὶς συκοφαντίες σὲ βάρος του, τὴ μετάβασή του στὴ Ρώμη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐπιδειξάμενοι, ἐπὶ τὰς χώρας τῶν Σλάβων Εὐαγγελίου τὸ φῶς, διηυγάσατε λαμπρῶς θείῳ κηρύγματι, Θεσσαλονίκης οἱ βλαστοί, καὶ ἀστέρες φαεινοί, Μεθόδιε σὺν Κυρίλλῳ, αὐτάδελφοι θεηγόροι, Ἐκκλησιῶν ἡ σεμνοπρέπεια.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ εὐκλεοῦς ἀναβλαστήσαντες ῥίζης, καὶ ἐν ἁπάσῃ παιδευθέντες σοφίᾳ, Θεσσαλονίκης φοίνικες οἱ πάγκαρποι, ὁ θεόφρων Κύριλλος, καὶ Μεθόδιος ἅμα, ὤφθησαν ¨ομότροποι, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, καὶ τὰς τῶν Σλάβων χώρας ἀληθῶς, θεογνωσίας φωτὶ κατεφώτισαν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Κύριλλε τρισμάκαρ, καὶ Μεθόδιε ἱερέ, τῆς Θεσσαλονίκης, βλαστοὶ οἱ θεοφόροι, καὶ φωτισταὶ τῶν Σλάβων οἱ ἐνθεώτατοι.

Ὁ Ἅγιος Μώκιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Μώκιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Εὐφράτιο καὶ τὴν Εὐσταθία. Ἀγαπώντας τὸν ἱερατικὸ βίο, ἐπιδόθηκε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀμφίπολη τῆς Θράκης. Ὡς ἱερεὺς δίδασκε μὲ θερμὸ ζῆλο τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Λαοδίκιος ἐπρόκειτο νὰ θυσιάσει στὸ θεὸ Διόνυσο, προσῆλθε ὁ Μώκιος καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ καὶ διασκόρπισε τὰ θυμιάματα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ κρεμάσθηκε καὶ γδάρθηκε μὲ σιδερένια νύχια στὸ πρόσωπο καὶ στὰ πλευρά, τέθηκε πάνω σὲ φωτιά. Παρέμεινε ὅμως ἀβλαβὴς καὶ ρίχθηκε δέσμιος στὴ φυλακή. Ἀργότερα ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ὑπέστη πιέσεις ἀπὸ τὸ νέο ἀνθύπατο Μάξιμο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρότερα βασανιστήρια. Τὸν ἔδεσαν πάνω σὲ τροχὸ καὶ καταμωλωπίσθηκε καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ θηρία. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Μπροστὰ στὰ θαύματα αὐτὰ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου, ὁ ἀνθύπατος ὅμως ἀπέστειλε αὐτὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Φιλιππήσιο στὸ Βυζάντιο, ὅπου τὸ 288 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ὑπέστη τὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Ἀργότερα ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μωκίου μεγαλοπρεπὴ ναό, στὸν ὁποῖο κατέθεσε καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ. Στὸ ναὸ αὐτὸν γινόταν αὐτοκρατορικὴ προσέλευση κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή.  Στὸ ναό, ἐπίσης, φυλασσόταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σαμψὼν τοῦ Ξενοδόχου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξης, θυσίαν λογικήν, καὶ ὁλόκληρον θῦμα, ἀθλήσεως ἄνθραξι, σεαυτὸν προσενήνοχας· ὅθεν Μώκιε, διπλῷ στεφάνῳ σε στέφει, ὁ δοξάσας σε, ὡς δοξασθείς σου τοῖς ἄθλοις, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Καθοπλισθείς, τῷ θυρεῷ τῆς πίστεως, τῶν ἀσεβῶν, τὰς παρατάξεις ἔτρεψας, καὶ ἐδέξω δόξης στέφανον, παρὰ Κυρίου μάκαρ Μώκιε· διὸ μετὰ Ἀγγέλων ἀγαλλόμενος, περίσωζε κινδύνων τοὺς ὑμνοῦντάς σε, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Μωκώμενος πλάνην τὴν δυσσεβῆ, ὡς τῆς εὐσεβείας, θεορρήμων ἱερουργός, ᾔσχυνας τοῖς ἄθλοις, ἐν ἀσθενείᾳ Μάρτυς, τοῦ σκότους τὸν προστάτην, Μώκιε ἔνδοξε.

Ὁ Ἅγιος Ἐβέλλιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐβέλλιος μαρτύρησε στὴν πόλη Πίζα τῆς Ἰταλίας, ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος καὶ Σισίνιος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Διόκλητος καὶ Φλωρέντιος 

Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἦταν πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη. Ἐνῷ οἱ διῶκτες του ἀρχικὰ τὸν ἔριξαν στὸν Τίβερη ποταμό, ἐκεῖνος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ διασώθηκε καὶ μετὰ τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σισίνιος ἦταν διάκονος καὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, Διόκλητο καὶ Φλωρέντιο, στὴν πόλη Ὄσιμο, κοντὰ στὴν Ἀγκόνα, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἁρμόδιος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἁρμόδιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. τῆς μονῆς Κρυπτοφέρρης στὴ Ρώμη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Νέος 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος ἢ Διοσκορίδης ὁ Νέος καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Ἀφοῦ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ ἀρνήθηκε νὰ ἀποκηρύξει τὸν Χριστό, ρίχθηκε στὴ φυλακή. Ἐμμένοντας στὴν πίστη του, ἀποκεφαλίσθηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ οἱ Θαυματουργοὶ Ἰσαπόστολοι

Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ ἦταν συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Ἔζησαν καὶ ἔδρασαν κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελάριος, Ναοὺμ καὶ Κλήμης ἦλθαν στὴ Βουλγαρία, ὅπου καὶ κοιμήθηκαν ὁσιακὰ μετὰ ἀπὸ τὶς μύριες διώξεις καὶ κακουχίες τῶν Φράγκων κληρικῶν καὶ τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν.

Τὸν Ἅγιο Γοράσδο, ποὺ συνέχισε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, τὸν βλέπουμε νὰ ἀγωνίζεται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Κλήμη ἐναντίον τῶν Φράγκων ὑποστηρικτῶν τοῦ filioque ἢ τῆς «υἱοπατρικῆς αἱρέσεως». Τὴ μετέπειτα ἱεραποστολική του δράση δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἐλέγξουμε ἀπόλυτα. Οἱ ὑποθέσεις εἶναι δύο: ἡ μὲν πρώτη ποὺ τὸν θέλει νὰ ἐργάζεται στὴ νότια Πολωνία, ὅπου τελεῖται ἡ μνήμη του στὶς 17 Ἰουλίου. Ἡ δεύτερη θεωρεῖ ὅτι ἐργάζεται στὸ Βεράτι τῆς Ἀλβανίας, ὅπου κατὰ τὸν Ρῶσο ἱστορικὸ Γολθβίνσκϊυ στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μονὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Γοράσδου.  Στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Παναγίας στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μία λειψανοθήκη, ποὺ μαρτυρεῖ τὴ φύλαξη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων, πρωτίστως δὲ τῶν Ἁγίων Γοράσδου καὶ Ἀγγελαρίου.
Τὸ 1742 μ.Χ. ἐκδόθηκε στὴ Μοσχόπολη τῆς Μακεδονίας «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων ἑπταρίθμων, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ ἐν ἱερομονάχοις Γρηγορίου Μοσχοπολίτου», στὴν ὁποία βέβαια ἀναγράφεται ὅτι ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἑορτάζεται στὶς 17 Ἰουλίου. Ἐπίσης, στὸ χειρόγραφο 201 τῆς μονῆς Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἱ Ἅγιοι μνημονεύονται στὶς 26 Νοεμβρίου, ὡς ἀκολούθως: «ἐν μηνὶ Νοεμβρίου 26 μνήμη τῶν ἁγίων καὶ δικαίων ἰσαποστόλων, θεοφόρων πατέρων, Κυρίλλου, Μεθοδίου, Γοράσδονος, Κλήμεντος, Ναοὺμ καὶ Σάββα».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἁγίες Ὀλυμπία καὶ Εὐφροσύνη οἱ Ὁσιομάρτυρες 

Οἱ Ὁσίες Ὀλυμπία ἢ Ὀλυμπιὰς καὶ Εὐφροσύνη ἔζησαν τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἡ Ἁγία Ὀλυμπία γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερέας καὶ ἡ μητέρα της θυγατέρα ἱερέως. Ἡ οἰκογένεια τῆς Ἁγίας ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατοίκησε στὴν Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ οἱ οἰκεῖοι της τὴν ἔστειλαν στὴ μονὴ τῶν Καρυῶν τῆς Θέρμης Λέσβου, τὴ σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, στὴν ὁποία ἦταν ἡγούμενη ἡ θεία της, μοναχὴ Δωροθέα. Ἐκεῖ, σὲ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν ἡ Ἁγία ἐκάρη μοναχὴ καὶ σὲ ἡλικία εἰκοσιπέντε ἐτῶν, ὅταν ἡ θεία της πέθανε, ἔγινε ἡγουμένη.
Μετὰ παρέλευση δέκα ἐτῶν, τὸ 1235, πειρατὲς ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς. Οἱ μοναχὲς διασκορπίσθηκαν καὶ ὅσες δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τὶς κακοποίησαν. Ἡ ἡγουμένη Ὀλυμπία καὶ ἡ μοναχὴ Εὐφροσύνη βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς. Τὴν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τὴν κρέμασαν σὲ δένδρο, τὴν ἔκαψαν. Τὴν Ὀλυμπία τὴν ἔκαψαν σὲ ὅλο τὸ σῶμα μὲ λαμπάδες, διαπέρασαν τὰ αὐτιά της μὲ πυρωμένη σιδερόβεργα καὶ τέλος, τὴν κάρφωσαν σὲ ξύλο μὲ εἴκοσι καρφιά.

Ἔτσι οἱ δυὸ Ἁγίες εἰσῆλθαν  στὴ χαρὰ τοῦ οὐράνιου Νυμφίου τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τῇ Μονῇ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τῇ χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε  ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τῇ θείᾳ, ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πᾶσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ μακαρίζομεν.

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἔγκλειστος

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου στὶς 11 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδραρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τὸ 1316. Τὸ 1319 μετέφρασε τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴ Σλαβονικὴ γλώσσα καὶ ἀπαίτησε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀνελλιπῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1324.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἰωσήφ, πρῶτος Μητροπολίτης Ἀστραχάν, γεννήθηκε στὸ Ἀστραχὰν τὸ 1579. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀστραχὰν σὲ ἡλικία πενήντα δύο ἐτῶν.

Τὸ 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀστραχάν. Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1672 καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μία ἐπαναστάσεως τῶν κατοίκων τῆς πόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ τελειώθηκε μαρτυρικά. Τὸ μαρτύριό του καταγράφηκε μὲ λεπτομέρεια ἀπὸ δύο αὐτόπτες μάρτυρες, ἱερεῖς τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἀστραχάν, τὸν π. Κύριλλο καὶ τὸν π. Πέτρο.

Οἱ ἱερεῖς πῆραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα, τὸ ἔνδυσαν μὲ ἀρχιερατικὰ ἄμφια καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ ἕνα ἑτοιμασμένο μνημεῖο. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πανυχίδος, τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε  στὸ παρεκκλήσι καὶ παρέμεινε ἄταφο γιὰ ἐννέα ἡμέρες. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τοποθετήθηκαν μέσα σὲ μνημεῖο καὶ ἐπιτελοῦσαν θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἁγιοποιήθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1918.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀργύριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἐπανομίτης

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος γεννήθηκε τὸ 1788 στὴν Ἐπανωμὴ τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν Ἀστέριο καὶ τὴ Βασιλική, τὸ γένος Ντουγιούδη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἦλθε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου προσλήφθηκε ἀπὸ κάποιον ράπτη ὡς ὑπηρέτης.

Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ τὴ Σοχὸ βρισκόταν κλεισμένος στὴ φυλακὴ τοῦ πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ κάποιο ἔγκλημα ποὺ εἶχε κάνει. Μὴν ἔχοντας νὰ πληρώσει τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ζητοῦσε ὁ πασᾶς, τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν κρεμάσει. Μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου ὁ φυλακισμένος ἀποφάσισε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ χαροποίησε τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν πῆγαν σὲ ἕνα καφενεῖο στὴν τοποθεσία Ταχτάκαλα μὲ σκοπὸ νὰ τὸν μυήσουν στὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία.

Ὁ Ἀργύριος, ποὺ εἶχε πληροφορηθεῖ τὸ γεγονός, εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς στὸ καφενεῖο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὸ παράπτωμά του καὶ ταυτοχρόνως νὰ τὸν παρακινεῖ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ στάση του αὐτὴ προκάλεσε τόσο πολὺ τοὺς Γενίτσαρους, ποὺ ὅρμησαν ἐπάνω του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν γρονθοκοποῦν τόσο ἄγρια, ὥστε θὰ τὸν σκότωναν, ἐὰν δὲν ἀνέστελλε τὴν ὀργή τους ἡ ἐλπίδα μήπως καὶ μπορέσουν νὰ τὸν προσελκύσουν στὴν δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, ἀπειλώντας τον ὅτι θὰ τὸν σκοτώσουν, νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Σὰ βροντὴ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Νεομάρτυρα: «Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ἀρνιέμαι τὴν πίστη μου. Δόξα καὶ τιμή μου ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ ἀποθάνω γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».

Οἱ Ἀγαρηνοὶ τότε ὁδήγησαν τὸν Ἀργύριο στὸν κριτή, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου προσπάθησαν καὶ πάλι νὰ τὸν μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε ἀπειλὲς καὶ πότε κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις γιὰ δῶρα καὶ ἀξιώματα. Μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες, οἱ Γενίτσαροι, ἐπανέλαβαν καὶ πάλι τὶς προσπάθειές τους, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ζήτησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν κριτὴ νὰ διατάξει τὴν ἐκτέλεσή του. Αὐτὸς ὅμως, βλέποντας ὅτι ὁ Ἀργύριος δὲν εἶχε διαπράξει κάποιο ἀδίκημα ἄξιο θανάτου, προσπάθησε νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων καὶ νὰ τοὺς πείσει πὼς δὲν εἶναι δίκαιο νὰ σκοτώσουν ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνοι ταράχθηκαν καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του καὶ ἔτσι ὁ κριτὴς διέταξε τὴν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του.
Ἔτσι, σὲ ἡλικία μόλις δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ 1806 καὶ ἡμέρα Παρασκευή, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα τόπο λεγόμενο Καμπὰν (σημερινὸ Καπάνι), στὴν κεντρικὴ ἀγορὰ τῆς πόλεως, ὅπου καὶ ἀπαγχονίσθηκε καὶ ἐπισφράγισε τὴν ὁμολογία του στὸν Χριστὸ μὲ τὴ θυσία τοῦ αἵματός του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα, Ἐπανομή σε, θεῖον βλάστημα, καὶ πολιοῦχον, Νεομάρτυς τοῦ Σωτῆρος Ἀργύριε, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἄθλησιν μέλπουσα, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει κραυγάζουσα· Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀθλήσας Ἅγιε ἐσχάτοις χρόνοις, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, θανατωθεὶς ὑπὲρ αὐτοῦ· διὸ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εὐσεβείας νέον φυτόν, Ἀργύριε Μάρτυς, Ὀρθοδόξων ἡ καλλονή· χαίροις τῶν Μαρτύρων, ἰσότιμος ἐν δόξῃ, Ἐπανομῆς τὸ ἄνθος, τὸ εὐωδέστατον.

Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἐκ Γεωργίας

Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στὴν ἔρημο τοῦ Δαβιδγκαρέτζι, τὴ «Θηβαΐδα τῆς Γεωργίας». Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1871.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, κατὰ κόσμον Θεόδωρος Γκουμπίν, γεννήθηκε σὲ ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ χωριὸ Μάκοβετς, κοντὰ στὴν Ταρούσσα, τῆς ἐπαρχία Καλούγκα. Τὸ 1838 σπούδασε στὸ θεολογικὸ σεμινάριο τῆς Καλούγκα καὶ ἀργότερα εἰσῆλθε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στὶς 8 Μαρτίου 1842 ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοφύλακτος. Στὶς 15 Μαρτίου τοῦ ἰδίου ἔτους χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 28 Ἰουνίου πρεσβύτερος.

Ἀφοῦ δίδαξε σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολές, ἐξελέγη στὶς 10 Φεβρουαρίου 1863 Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως. Ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διέπρεψε στὸν ἀσκητικό του βίο.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1872.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Χάρκωβ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος, κατὰ κόσμον Θεοφάνεβιτς Πετρόφσκϊυ, γεννήθηκε στὴν πόλη Λοὺκ τῆς περιοχῆς τῆς Βολυνίας τὸ 1851. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὸ τμῆμα Νομικῆς, μετὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του παραδόθηκε σὲ μία ζωὴ ἔκλυτη. Μία ἡμέρα τοῦ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο ἡ νεκρή του μητέρα, ποὺ ὁ νέος τὴν ἀγαποῦσε πάρα πολὺ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἀλλάξει ζωὴ καὶ νὰ μπεῖ σὲ μοναστήρι. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπάκουσε στὴν αἴτησή της, ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός.

Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος μαζὶ μὲ ἄλλους ἱερωμένους τῶν ὁποίων οἱ ἐκκλησίες εἶχαν κλείσει, βρῆκε καταφύγιο στὴ γυναικεία μονὴ τοῦ Κοζέλσκινσκϊυ, στὴν ἐπαρχία τῆς Πολτάβα. Ἐξαιτίας τῶν διωγμῶν πενήντα μοναχὲς ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστήρι καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πσέλ, ὅπου ἵδρυσαν μία σκήτη. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ὁ ἐξομολόγος τους. Μὲ τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν μοναστηριῶν καὶ τὶς ἐκκλησίες ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ἡ σκήτη παρέμεινε τὸ μοναδικὸ κέντρο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, προσελκύοντας ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ πιστῶν μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν διαφόρων τελετῶν. Τὸ 1932 ἡ σκήτη λεηλατήθηκε ἀπὸ τὶς σοβιετικὲς ἀρχές. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταστροφὴ ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐμὰνκ καὶ συνενώθηκε μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπολίτης Σέργιος Σταρογκορόντσκϊυ. Τὸ 1933 μεταφέρθηκε στὴ θέση τῆς Βινίτσα καὶ τὸ 1937 στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος γρήγορα κέρδισε τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν πιστῶν τοῦ ποιμνίου του. Ἡ κοινωνικότητα, ἡ ζωντάνια καὶ τὸ μειλίχιο ὕφος του συνοδεύονταν ἀπὸ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπιλύει μὲ ἁπλότητα καὶ σοφία τὶς διαμάχες καὶ νὰ παρακινεῖ τοὺς ἐνορίτες στὴν πίστη καὶ στὴ χριστιανικὴ ζωὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διώξεων.

Κατὰ τὸ 1930 οἱ ἐκκλησίες τοῦ Χαρκώβ, ποὺ εἶχαν ἐναπομείνει, ἦταν σὲ μεγάλο βαθμὸ στὰ χέρια τῶν ἱερέων ποὺ καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν «Ἀναδιοργάνωση» (Obnovlency) ἢ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Μονάχα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Λυσάγια Γκόρα, ἕνα μακρινὸ προάστιο τῆς πόλεως, ἀνῆκε στὴν κοινότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ, χάρη στὸν ποιμαντικὸ ζῆλο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ἐξελισσόταν μία ζωντανὴ ἐκκλησιαστικὴ δραστηριότητα. Κάθε ἑβδομάδα οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου συγκέντρωναν χιλιάδες ἀνθρώπων καὶ κάθε Κυριακὴ ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε ἀρκετὲς ὧρες. Ἐπίσης, πάντοτε τὴν Κυριακή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος βάπτιζε δεκάδες ἀνθρώπων (μερικὲς φορὲς μέχρι καὶ ἑκατὸν εἴκοσι).

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀφύπνιση τῶν κατοίκων τοῦ Χάρκωβ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου προκάλεσαν τὴν ἀποδοκιμασία τῶν ἀρχῶν. Στὶς 28 Ἰουλίου 1938 ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ στὶς 17 Ἰουνίου 1939 καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ στρατοδικεῖο σὲ δεκαετὴ φυλάκιση μὲ τὴν κατηγορία τῆς «ἀντιεπαναστατικῆς προπαγάνδας». Στὶς 5 Ἰανουαρίου 1940 αὐτὴ ἡ καταδίκη ἀποσύρθηκε καὶ ἡ περίπτωση τοῦ Ἀλεξάνδρου τέθηκε σὲ συμπληρωματικὴ ἔρευνα. Ἀλλὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν ἄντεξε τὴν διάρκεια  τῆς προφυλακίσεώς του καὶ πέθανε στὶς 24 Μαΐου τοῦ 1940 στὸ ἀναρρωτήριο τῆς φυλακῆς. Μέσα ἀπὸ μεγάλες δυσκολίες καὶ κινδύνους, οἱ πιστοὶ κατόρθωσαν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν μυστικὰ στὸ κοιμητήριο Ζαλγιούτνσκϊυ τοῦ Χάρκωβ. Ἔκτοτε ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἔγινε τόπος ἱεροῦ προσκυνήματος καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ πιστοὶ τοῦ Χάρκωβ συνέχισαν νὰ ἐναποθέτουν στὸν τάφο του λουλούδια.
Τὸ 1993, ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας (Πατριαρχεῖο Μόσχας) ἐπεκύρωσε τὴν τοπικὴ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου τελεῖται, ἐπίσης, τὴν ἡμέρα ποὺ ἀφιερώθηκε στὴ μνήμη τῶν Νεομαρτύρων τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας, τὴν 9η Μαΐου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μνήμη ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως

Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς πόλεως τῆς Θεοτόκου, μία ποὺ κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθος «τὰς πόλεις μετὰ τὴν κτίσιν καθαίρειν εἴθιστο». Ὁ ἑορτασμὸς τότε κράτησε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες καὶ διασώθηκε μέχρι σήμερα στὸ Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ λιτὴ γιὰ τὴν γενέθλια ἡμέρα τῆς Πόλεως ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Φόρου καὶ συνεχιζόταν μέχρι τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία. Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ ρυθμὸ βασιλικῆς, ποὺ τότε, προφανῶς λόγω τοῦ μεγέθους του, ὀνομαζόταν Μεγάλη Ἐκκλησία. Τὰ ἐγκαίνια ὅμως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἔγιναν μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 360 μ.Χ., ὁπότε καὶ ἐπίσημα ὀνομάσθηκε Ἁγία Σοφία.

Τὰ ἔργα τῆς πρώτης φάσεως ἀνοικοδομήσεως τῆς Πόλεως ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου στοίχισαν, κατὰ τὸν Κωδινό, 60.000 λίτρες χρυσοῦ.

Ἡ συγκεκριμένη ἡμέρα τῆς τελέσεως τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιλέχθηκε σκόπιμα, γιατί συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ πολιοῦχος τοῦ Βυζαντίου.
Μεταγενέστερες παραδόσεις, ποὺ καταγράφονται εἴτε σὲ χρονογραφήματα εἴτε σὲ ἁγιολογικὲς παραστάσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, θέλουν τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ προσφέρει τὴν πόλη του στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Τῆς Θεοτόκου ἡ πόλις, τῇ Θεοτόκῳ προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται σύστασιν· ἐν αὐτῇ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν, καὶ δι’ αὐτῆς περισώζεται καὶ κραταιοῦται, βοῶσα πρὸς αὐτὴν· χαῖρε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Ὡς περιόσιος κλῆρος ἡ πόλις σου, προσανατίθεται Κόρη τῇ σκέπῃ σου· ἣν σκέποις ἀμάχῳ ἰσχύϊ σου, σοὶ ἀφορῶσαν Παρθένε καὶ κράζουσαν· Σὺ εἶ τοῦ λαοῦ σου ἀσφάλεια.

 

Μεγαλυνάριον.
Πόλις ἡ περίοπτος τοῦ Χριστοῦ, Κεχαριτωμένη, Παντευλόγητε Μαριάμ, ἥνπερ ἔσχες πόλιν, ὡς σχοίνισμα καὶ κλῆρον, φυλάττοις τε καὶ σώζοις, τῇ προμηθείᾳ σου.

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, κατὰ κόσμον Λάμπρος Κανέλλος, γεννήθηκε στὰ Μέγαρα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν γεωργὸς καὶ οἰκοδόμος. Νυμφεύθηκε τὴν Βασιλικὴ καὶ ἀπὸ τὸν γάμο του ἀπέκτησε δύο υἱούς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Δημήτριο. Κάποιος βράδυ, στὸ χωριὸ Μάντρον, ὁραματίσθηκε τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία τοῦ ὑπέδειξε νὰ πάει στὴν Σαλαμίνα, ὅπου βρῆκε τὴν ἱερὰ εἰκόνα της καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἐρειπωμένο ναὸ αὐτῆς. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1862, ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε νέα μονή, τὴν γνωστὴ ἕως σήμερα μονὴ τῆς Φανερωμένης. Ἐκεῖ ἀργότερα ὁ Ὅσιος ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Λαυρέντιος. Μοναχὴ ὅμως ἔγινε καὶ ἡ σύζυγός του, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σὲ Βασσιανή. Γιὰ τὰ πολλά του πνευματικὰ χαρίσματα καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, σύμφωνα καὶ μὲ σχετικὸ χειρόγραφο σημείωμα, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1707. Ἡ τιμία κάρα του, ποὺ φέρει ἀργυρὸ περίβλημα, ἀπόκειται σὲ προσκύνηση στὸ ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

πολυτίκιον. χος α’. Τς ρήμου πολίτης.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἵνα τούτου ταῖς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ῥυώμεθα κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν Πάτερ τὰ πρόσφορα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ Μεγάρων Ὅσιε, οἷάπερ φοῖνιξ βλαστήσας, μυστικῶς ἐξήνθησας, ἐν Σαλαμῖνι τῇ νήσῳ· ἔνθα δή, Μονὴν ἐγείρας τῇ Θεοτόκῳ, σκήνωμα, τοῦ Παρακλήτου λαμπρὸν ἐδείχθης, τῇ ὁσίᾳ σου ἀσκήσει, Χριστοῦ θεράπον, Πάτερ Λαυρέντιε.

 

Μεγαλυνάριο.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μεγαρεών, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Σαλαμῖνος, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ φύλαξ καὶ προστάτης, Πάτερ Λαυρέντιε.

 

Έτερον Απολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Των Μεγάρων τον γόνον , Ασκητών εγκαλλώπισμα , των φρουρόν Μονής Σαλαμίνος , θεοφόρον Λαυρέντιον , τιμήσωμεν προφρόνως αδερφοί , εν ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς , ότι τον καλόν αγώνα της αρετής και πίστεως τετέλεκε .
Πρέσβευε ουν υπέρ ημών. , Λαυρέντιε παμμακάριστε και την στην Μονήν τε και πόλιν σαις ευχαίς διαφύλαττε . 

 

Ὁ Ἅγιος Σίμων ὁ Ἀπόστολος ὁ Ζηλωτής

Ὁ Ἀπόστολος Σίμων, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀδελφὸς τοῦ Ἰούδα τοῦ Λεββαίου, εἶχε τὴν ἐπωνυμία Καναναῖος ἢ Κανανίτης. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ δὲν φανερώνει τὴν καταγωγὴ τοῦ Ἀποστόλου Σίμωνος ἀπὸ τὴ Χαναὰν ἢ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας. Ἡ λέξη «Καναναῖος» εἶναι Χαλδαϊκὴ καὶ σημαίνει «Ζηλωτής». Πράγματι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸν προσονομάζει ὡς «Ζηλωτή».

Οἱ ζηλωτὲς ἀποτελοῦσαν μία ξεχωριστὴ κοινωνικὴ τάξη στὴν Ἰουδαϊκὴ κοινωνία κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λαϊκοὺς ἀγωνιστές, οἱ ὁποῖοι μάχονταν ἐναντίον τῶν Ρωμαίων κατακτητῶν, συνεχίζοντας τὴν παράδοση τῶν Μακκαβαίων ἐπαναστατῶν. Ὅμως συχνά, πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ἐκμεταλλεύονταν τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα καὶ καταντοῦσαν τύραννοι τοῦ ἰδίου τοῦ λαοῦ τους. Προέβαιναν σὲ παράνομες πράξεις βίας καὶ ληστειῶν γιὰ ἴδιο ὄφελος καὶ γι’ αὐτὸ τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. εἶχε ἀναπτυχθεῖ λαϊκὴ δυσαρέσκεια κατὰ τοῦ κινήματος τῶν ζηλωτῶν. Οἱ συσταυρούμενοι μὲ τὸν Κύριο ληστὲς ἦταν ζηλωτές.

Δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ Σίμων ἀνῆκε στὴν μερίδα τῶν ζηλωτῶν ἢ προερχόταν ἀπὸ αὐτή. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ προερχόταν ἀπὸ τοὺς ζηλωτές. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἀνῆκε ταυτόχρονα καὶ στοὺς ζηλωτές, διότι τὸ ζηλωτικὸ κίνημα ἦταν ἀντίθετο μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχει βέβαια καὶ μία ἄλλη ὑπόθεση γιὰ τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα. Εἶναι πιθανὸ νὰ μὴν εἶχε καμία σχέση μὲ τοὺς ζηλωτὲς καὶ τὸ προσωνύμιο «Ζηλωτής» νὰ σήμαινε τὸν ἔνθεο ζῆλο του.

Κάποιοι ταυτίζουν τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα μὲ τὸ νυμφίο τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ, ὅπου ὁ Κύριος ἔκανε τὸ πρῶτο θαῦμα Του, μεταβάλλοντας τὸ νερὸ σὲ κρασί. Ὅμως  ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἔχει κανένα ἱστορικὸ ἔρεισμα καὶ πρόκειται γιὰ αὐθαίρετη ὑπόθεση.
Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Σίμων μετὰ τὴν Πεντηκοστή, μετέβη καὶ κήρυξε τὸν θεῖο Λόγο στὴν Αἴγυπτο, Ἀφρικὴ καὶ Λιβύη. Ἀργότερα, μετέβη μὲ τὸν Ἰούδα τὸν Θαδδαῖο στὴ Μεσοποταμία καὶ Περσία, συνελήφθη καὶ ὑπέστη τὸν διὰ σταυροῦ μαρτυρικὸ θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλος ἔνθεος, καταλαβών σε, τοῦ γνωσθέντος σοι, σαρκὸς ἐν εἴδει, ζηλωτὴν ἐν Ἀποστόλοις ἀνέδειξε· καὶ τοῦ Δεσπότου ζηλώσας τὸν θάνατον, διὰ Σταυροῦ πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησας· Σίμων ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀσφαλῶς, τὰ τῆς σοφίας δόγματα, ἐν ταῖς ψυχαῖς, τῶν εὐσεβούντων θέμενον, ἐν αἰνέσει μακαρίσωμεν, τὸν θεηγόρον πάντες Σίμωνα· τῷ θρόνῳ γὰρ τῆς δόξης νῦν παρίσταται, καὶ σὺν Ἀσωμάτοις ἐπαγάλλεται, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Ζηλῶν διαπύρως ὦ Ζηλωτά, τῷ σὲ θεηγόρον, ἀναδείξαντι Μαθητήν, ζηλωτὴς ἐν πᾶσι, καὶ μιμητὴς ὡράθης, ὦ Σίμων Χριστοκῆρυξ, τοῦ σὲ δοξάσαντος.

 

Οἱ Ἅγιοι Ἀλφειός, Κυπρίνος καὶ Φιλάδελφος οἱ Μάρτυρες οἱ Αὐτάδελφοι

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλφειός, Κυπρίνος καὶ Φιλάδελφος ἦταν ἀδελφοί, υἱοὶ τοῦ ἄρχοντα Πρεφεκτῶν Βιταλίου καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Βασκάνων τῆς Νότιας Ἰταλίας. Ἀφοῦ διδάχθηκαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ κάποιον Ὅσιο ἄνδρα ποὺ ὀνομαζόταν Ὀνήσιμος, κήρυτταν τὸν Χριστό. Καταγγέλθηκαν γιὰ τὴν θεοφιλὴ δράση τους, συνελήφθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀνηγγελίωνα ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ ἀπεστάλησαν δέσμιοι στὴ Ρώμη. Ἀπὸ ἐκεῖ, μετὰ τὴν πρώτη ἀνάκριση, μεταφέρθηκαν στοὺς Ποτιόλους πρὸς τὸν ἡγεμόνα Διομήδη, αὐτὸς δὲ τοὺς παρέπεμψε στὸν ἄρχοντα τῆς Σικελίας Τέρτυλλο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς μεταπείσει, τοὺς καταδίκασε σὲ θάνατο. Τὸν μὲν Ἀλφειὸ ἀποκεφάλισαν, ἀφοῦ τοῦ ἀπέκοψαν τὴ γλῶσσα, τὸν δὲ Φιλάδελφο κατέκαψαν πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, ἐνῷ τὸν Κυπρίνο τηγάνισαν μέσα σὲ τεράστιο τηγάνι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἔρασμος καὶ Ὀνήσιμος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς δεκατέσσερις μαρτυρήσαντες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἔρασμος καὶ Ὀνήσιμος μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους δεκατέσσερις Μάρτυρες, ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τοὺς Ἅγιους Μάρτυρες Ἀλφειό, Κυπρίνο καὶ Φιλάδελφο που τιμούνται σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Ὁμολογητής

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἡσυχίου τοῦ Ὁμολογητοῦ τιμᾶται τὴν 6η Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Ἄγνωστο γιατί επαναλαμβάνεται καὶ σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ μωρός 

Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος γεννήθηκε τὸ 319 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καὶ συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου Μακαρίου. Μετέβη μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴ Ρώμη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησε μὲ τὴν Ὁσία Μελανία γιὰ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου.

Ὁ Ὅσιος διακρινόταν γιὰ τὴν πραότητά του καί, ἐκτὸς τοῦ δώρου τῶν δακρύων, γιὰ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία περιέπιπτε σὲ ἔκσταση, ἐνῷ ἔτρωγε. Μὲ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου Μακάριο καὶ Παμβὼ ἔπληττε τὸν μὴ ἀκτήμονα μοναχό: «Τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν».

Ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ ἤθελε νὰ τὸν κάνει Ἐπίσκοπο καὶ κατόπιν τὸν ἀπέλασε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἔρημο ποὺ ἀσκήτευε. Ὁ Ὅσιος, μὲ τοὺς μοναχοὺς μαθητές του, ζήτησε τότε τὴν προστασία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 404 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ὅσιοι Πασσαρίων, Ἀγάπιος καὶ Φιλήμων

Ὁ Ὅσιος Πασσαρίων ὁ Πρεσβύτερος ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ φημισμένους ἀσκητὲς τῆς Παλαιστίνης. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιου (420 – 458 μ.Χ.) καὶ χρημάτισε διδάσκαλος τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἔγινε ἱδρυτὴς γηροκομείου στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε καὶ εὐκτήριος οἶκος ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του καὶ στὸν ὁποῖο κατὰ τὶς 21 Νοεμβρίου ἐτελεῖτο ἡ μνήμη του.
Οἱ μετ’ αὐτοῦ φερόμενοι Ὅσιοι Ἀγάπιος καὶ Φιλήμων ἦταν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Πασσαρίωνος καὶ συνασκητές.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος 

Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Οὔλστερ τὸ 517 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς στρατιώτη. Σπούδασε στὴ σχολὴ τοῦ Ἁγίου Φινιανοῦ καὶ ἵδρυσε τὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μπένγκορ, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ πολυπληθέστερη καὶ ἐνδοξότερη τῆς Ἰρλανδίας. Λέγεται ὅτι ἐπὶ ἡμερῶν του ἐγκαταβιοῦσαν στὴ μονὴ γύρω στοὺς τρεῖς χιλιάδες μοναχούς. Ἐφάρμοσε τοὺς μοναχικοὺς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ εἶχε ὡς πρότυπο τὸν Ἀνατολικὸ μοναχισμό.
Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 602 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ πάροδος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ ἐκ τῆς νήσου Ζακύνθου 

Τὸ 1087 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 – 1118 μ.Χ.) καὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ’ τοῦ Γραμματικοῦ (1084 – 1111 μ.Χ.), ἡ ἐπαρχία τῆς Λυκίας καὶ ἡ πόλη τῶν Μύρων δεινοπαθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μοναχοί, ποὺ διακονοῦσαν στὸ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, συναινοῦν στὴν πρόταση «ἐμπόρων» ἀπὸ τὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν κληρικοί, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων καὶ τὴν μετακομιδὴ στὸ Μπάρι.
Κατὰ τὴν συναξαριστικὴ παράδοση, τὸ Ἅγιο λείψανο ἀναχώρησε τὴν 1η Ἀπριλίου τοῦ 1087 καὶ ἔφθασε στὸ Μπάρι στὶς 20 Μαΐου. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ τοποθετεῖται χρονικὰ καὶ ἡ πάροδος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ἀπὸ τὰ Ἐπτάνησα. Ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις γιὰ πιθανὴ στάση τοῦ πλοίου πρὸς ἀνεφοδιασμό, εἴτε στὴ Ζάκυνθο, εἴτε ἀλλοῦ, πλὴν ὅμως δὲν ἔχει ἀποδειχθεῖ τίποτε ἀκόμη μὲ ἱστορικὰ στοιχεῖα. Τὸ βέβαιο εἶναι πάντως ὅτι ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ πάροδος καταγράφηκε ἀνεξίτηλα στὴν συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τῆς Ζακύνθου, ὁ ὁποῖος κληροδότησε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη στοὺς ἀπογόνους του, ὥστε αὐτὴ ἡ εὐλογημένη πάροδος νὰ ἑορτάζεται πανηγυρικὰ στὶς 10 Μαΐου ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Σίμων Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας 

Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας, ἦταν ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Πατερικὸν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου» καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.

Τὸ 1206 ἀνεδείχθη ἡγούμενος τῆς μονῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμὶρ καὶ τὸ 1214, μὲ ἐπιθυμία τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου Βσεβολοντόβιτς († τὸ 1238 μ.Χ.), ἔγινε ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας. Στὸ ἀρχιερατικό του κατάλυμα ἀγωνιζόταν πνευματικά, ὅπως καὶ στὸ μοναστήρι. Κάποτε μάλιστα, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ σὲ ὅραμα τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία συνοδευόταν ἀπὸ πλῆθος ἀκτινοβόλων Ἁγίων, ἐνῷ στὰ δεξιὰ καὶ στ’ ἀριστερά της στέκονταν οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος.
Ὁ Ἅγιος Σίμων, τὴν παραμονὴ τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1226, ἔλαβε τὸ μέγα ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀρχικὰ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη τοῦ Βλαδιμίρ, ἀλλὰ ἀργότερα, σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία ἐπιθυμία του, τὸ τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐπειδὴ ὅμως στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ κυρίως στὴ Λαύρα, ἐπικράτησε ἡ αἵρεση τῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου, ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔφθασε στὴν περιοχὴ τοῦ Βόλου, στὸ χωριὸ Ἅγιος Λαυρέντιος, ὅπου ἄρχισε νὰ κτίζει μοναστήρι. Τότε βασίλευε ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνός, ὁ ὁποῖος ἀπέστειλε στὸν Ὅσιο χρυσόβουλλο καθὼς καὶ τὸν ἀπαιτούμενο χρυσὸ καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ ναοῦ. Ὁ ναὸς ἀποπερατώθηκε τὸ 1378. Στὴν συνέχεια ὁ Ὅσιος ἵδρυσε σκήτη ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καὶ τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἡ ὁποία γρήγορα ἀπέκτησε μεγάλη φήμη καὶ ἔγινε πόλος ἕλξεως πολλῶν νέων καὶ μορφωμένων μοναχῶν.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος διῆλθε τὸ βίο του μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ κοιμήθηκε  μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐκ Κριμαίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐστάθιος γεννήθηκε τὸ 1745. Σὲ ἡλικία μόλις δεκατεσσάρων ἐτῶν ὁμολόγησε θαρραλέα τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἐνώπιον ἑνὸς Τουρκικοῦ δικαστηρίου, κακοποιήθηκε καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Ἐπειδὴ ἀρνιόταν νὰ ἀποκηρύξει τὴν πίστη του στὴν πατρώα εὐσέβεια, ἀποκεφαλίσθηκε στὴ Θεοδοσία τὸ 1759. Ἐνταφιάσθηκε, πιθανόν, στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ βρισκόταν στὸ μοναστήρι τῆς Βατσισαράυ. Κοντὰ σὲ αὐτὸ διέμενε ὁ Μητροπολίτης τῆς Κάφφα Γεδεών.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Ἱερομάρτυρος τοῦ Θαυματουργοῦ 

Ἡ Ἐκκλησία τιμάει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Ἱερομάρτυρος καὶ Θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας, στὶς 22 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.
Δὲν ἔχουμε πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῶν ἀδελφῶν του Κιέβου» ἐν Ρωσίᾳ 

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ὀνομάζεται ἔτσι ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κιέβου καὶ τὴν μονὴ στὴν ὁποία φυλασσόταν. Ἀρχικὰ βρισκόταν στὸ Βίσγκο – Ρὸντ καὶ ἀργότερα μετακομίσθηκε στὸ Κίεβο.
Τὸ 1662, ὅταν οἱ Τάταροι εἰσέβαλαν στὴν πόλη τοῦ Βίσγκο – Ρόντ, κατέστρεψαν τὸ ναὸ στὸν ὁποῖο ἐτιμᾶτο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἔριξαν στὸ ποτάμι τὴν εἰκόνα. Αὐτή, ἐπιπλέοντας ἐπάνω στὸ νερό, ἔφθασε μέχρι τὸ μοναστήρι Μπράτσκϊυ (=τῶν Ἀδελφῶν). Οἱ Πατέρες τῆς μονῆς μὲ πνευματικὴ χαρὰ βρῆκαν τὴν εἰκόνα καὶ μὲ εὐλάβεια τὴν μετέφεραν στὸ μοναστήρι τους.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 2 Ἰουνίου καὶ 6 Σεπτεμβρίου.

 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, υἱὸς τοῦ Ἀμώς, γεννήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα περὶ τὸ 774 π.Χ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν τεσσάρων μεγάλων Προφητῶν, ὁ λαμπρότερος καὶ μεγαλοφωνότερος ἀπὸ αὐτούς. Τὸ ὄνομα Ἡσαΐας, ἑβραϊστὶ Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ὁ Θεὸς σώζει».

Κατὰ ἀρχαία ραββινικὴ παράδοση, ὁ πατέρας του ἦταν ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἀμασίου, ἡ δὲ θυγατέρα του λέγεται ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα Μανασσῆ. Οἱ παραδόσεις αὐτές, θρῦλοι μᾶλλον καὶ ὄχι ἱστορικὲς ἀλήθειες, ὑποδηλώνουν πάντως τὴν εὐγενὴ καταγωγὴ τοῦ Ἡσαΐου. Ὁ Ἡσαΐας ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε ἀποκτήσει δύο παιδιά, τὰ ὁποία ἀναφέρονται στὶς Προφητεῖες του. Σὲ αὐτά, κατ’ ἐντολὴν προφανῶς τοῦ Θεοῦ, εἶχαν δοθεῖ συμβολικὰ ὀνόματα. Τοῦ μὲν πρώτου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰασοὺβ καὶ σημαίνει κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα «τὸ ὑπόλοιπο θὰ ἐπιστρέψει», δηλαδὴ οἱ ἐναπομείναντες στὴν αἰχμαλωσία Ἰουδαῖοι θὰ ἐπανέλθουν στὴν πατρίδα τους. Τοῦ δὲ ἄλλου τὸ ὄνομα ἦταν Μαχὲρ Σχαλὰζ Χὰς Βὰζ καὶ σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον», σὲ δήλωση τῆς ἐπικείμενης κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδρομῆς τῶν Ἀσσυρίων καὶ Βαβυλωνίων.

Ὁ Ἡσαΐας κλήθηκε στὴν προφητικὴ διακονία του κατὰ τὸ 738 μ.Χ., τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωάθαμ. Ὁ ἴδιος ἱστορεῖ σὲ μία συναρπαστικὴ περιγραφὴ τὴν κλήση του. Εὑρισκόμενος στὸ ἱερὸ εἶδε τὸν Κύριο καθήμενο ἐπάνω σὲ θρόνο ὑψηλό, ἐνῷ ὁ ναὸς ἦταν πλημμυρισμένος ἀπὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς θείας δόξας. Τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ἵσταντο γύρω ἀπὸ τὸ θεῖο θρόνο προσφωνώντας καὶ ἀντιφωνώντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας «ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ». Μπροστὰ στὸ μεγαλειῶδες αὐτὸ θέαμα ὁ Ἡσαΐας καταλύφθηκε ἀπὸ βαθιὰ συγκίνηση καὶ δέος, ἀναλογίστηκε τὴν ἀναγιότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ ἀναφώνησε ὅτι, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ. Μετὰ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ὁμολογία του, ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφὶμ ἔλαβε διὰ τῆς λαβίδος στὸ χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, στὸ ὁποῖο καιγόταν εὐῶδες θυμίαμα, ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ Ἡσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: «ἰδού, αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τελείως καὶ θὰ ἀπαλείψει ἀπὸ σένα τὶς ἁμαρτίες σου».

Τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα ἐπεκτάθηκε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκίου, ἴσως δὲ καὶ ἐπὶ Μανασσῆ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ὅπως λέγεται καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἐκτελέσθηκε μὲ ξύλινο πριόνι, ἐπειδὴ τὸν ἔλεγξε δημοσίως γιὰ τὴν ἀσέβειά του.

Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε ὁ Ἡσαΐας ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὸ Ἰσραηλιτικὸ βασίλειο. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐκτραπεῖ σὲ μία ὑλόφρονα ζωή, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας δὲν δίσταζαν μπροστὰ σὲ καμία ἀδικία καὶ παρανομία. Οἱ ἱερεῖς ἦταν μέθυσοι, οἱ ψευδοπροφῆτες ὀργίαζαν, οἱ ἄρχοντες ἦταν κλέφτες. Οἱ ψευδοευλαβεῖς ἐκεῖνοι, ποὺ νήστευαν καὶ προσέφεραν θυσίες ὑποκριτικὰ καὶ ἦταν ἄδικοι καὶ ἀνελεήμονες, εἶχαν πληθυνθεῖ καὶ συνεργοῦσαν στὴ διαφθορά.

Μία τέτοια κατάπτωση ἦταν ἑπόμενο νὰ ὁδηγήσει σὲ ὀλιγοπιστία, σὲ ἀπιστία πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σὲ ἐκτροπὴ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἀσέβειας ποὺ κυριαρχοῦσε, μὲ σκοπὸ τὴν παιδαγωγία, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖο νόμο, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε συμφορὲς καὶ θλίψεις, ἰδιαίτερα δὲ τὶς καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς ξένων, γειτονικῶν καὶ μακρινῶν λαῶν.

Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα, καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς δράσεώς του, ἦταν νὰ ἐλέγχει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀσέβεια, νὰ καταδικάζει αὐστηρότατα τὴν ἀποστασία καὶ εἰδωλολατρία, νὰ προλέγει θλίψεις κατὰ τοῦ ἀποστάτη λαοῦ καὶ νὰ καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό. Σὲ περίοδο δὲ προφανῶν κινδύνων, ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν καὶ δουλείας τοῦ λαοῦ, ἐνθάρρυνε τοὺς ἀποκαρδιωμένους, ἀναθέρμαινε τὴν πίστη καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεό, καλλιεργοῦσε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἐντονότερα τὸν Ἡσαΐα εἶναι κυρίως οἱ πολυάριθμες καὶ καθαρότατες Χριστολογικὲς Προφητεῖες του. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ, ὅπως καὶ τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ «Ἐμμανουήλ», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, «Εὐαγγελικὸς Προφήτης», οἱ δὲ Προφητεῖες του «Καθ’ Ἡσαΐαν Εὐαγγέλιον».
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου ποὺ ἦταν πλησίον τῶν Βλαχερνῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνῳ φθογγῇ, τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν παρουσίαν Χριστοῦ, Προφῆτα θεσπέσιε· σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἐλλαμφθεὶς τῇ δυνάμει, κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης· διὸ σὲ Ἡσαΐα, ὕμνοις γεραίρομεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τῆς προφητείας τὸ χάρισμα δεδεγμένος, προφητομάρτυς Ἡσαΐα θεοκῆρυξ, πᾶσιν ἐτράνωσας τοῖς ὑφ' ἥλιον, τὴν τοῦ Θεοῦ φωνήσας μεγαλοφώνως σάρκωσιν· Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι λήψεται.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθρακι τὰ χείλη σου καθαρθείς, τῆς ὑπερκοσμίου, θεωρίας θεουργικῶς, ὤφθης Ἡσαΐα, Προφήτης θεηγόρος, καὶ τοῦ Χριστοῦ προλέγεις, σαφῶς τὴν σάρκωσιν.

Ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὁ Μεγαλομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπὸ ἡμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας († 4 Σεπτεμβρίου).

Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».

Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου.

Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατειχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό.  Μία μέρα παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς. Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς, διότι  δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστοφόρο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.

Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ’ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία «ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.

Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστοφόρο νὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστοφόρο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστοφόρο προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δύο διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν. Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251 μ.Χ.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολαῖς ταῖς ἐξ αἵματος, ὡραϊζόμενος, Κυρίῳ παρίστασαι, τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, Χριστοφόρε ἀοίδιμε· ὅθεν σὺν Ἀσωμάτων, καὶ Μαρτύρων χορείαις, ᾄδεις τῇ τρισαγίῳ, καὶ φρικτῇ μελῳδίᾳ, διὸ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς, σῶζε τοὺς δούλους σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χριστὸν φέρων ἔνδοξε, ἐν τῇ ψυχῇ σου, ἰσχυρῶς κατέβαλες, τῶν ἐναντίων τὰς ἀρχάς· διὸ Χριστὸν ἐκδυσώπησον, ὦ Χριστοφόρε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Μάρτυς ἀκατάπληκτος καὶ στερρός, πέλων τῇ ἰδέᾳ, Χριστοφόρε καὶ τῷ νοΐ, τῶν ἀντικειμένων, κατέπληξας τὰ στίφη, ἀθλήσας ὑπὲρ φύσιν, πόθῳ τοῦ Κτίστου σου.

Οἱ Ἁγίες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου καί, ἀφοῦ βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς μὲ σιδερένιες ράβδους ποὺ διαπέρασαν τὸ σῶμά τους, μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.)

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἐπίμαχος καὶ Γορδιανὸς οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐπίμαχος ὁ Ρωμαῖος καὶ Γορδιανὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἄθλησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Κατηγορήθηκαν ὡς Χριστιανοί, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἀφοῦ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸν ἴδιο τάφο καὶ σημαντικὸ μέρος αὐτῶν φυλάσσεται στὸ Ἀββαεῖο τῶν Βενεδικτίνων στὸ Κέμπτον τῆς Βαυαρίας στὴ Γερμανία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων 

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔγινε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ 333 μ.Χ. καὶ διαδέχθηκε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Μακάριο (314 – 333 μ.Χ.). Τὰ προηγούμενα χρόνια, ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), ὅταν οἱ Χριστιανοὶ ἐδιώκοντο, εἶχε καταδικασθεῖ στὰ μεταλλεῖα, ὅπου τοῦ ἔβγαλαν τὸν δεξιὸ ὀφθαλμὸ καὶ τοῦ ἀκρωτηρίασαν τὸ ἀριστερὸ πόδι. Τὸ 335 μ.Χ. συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Τύρου, ἀλλὰ δὲν ὑπέγραψε τὴν καταδίκη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τὸ δὲ 349 μ.Χ. ὑποδέχθηκε μὲ μεγάλη χαρὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 350 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Σίος 

Ὁ Ὅσιος Σίος γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ποὺ δὲν εἶχαν ἄλλα παιδιά. Ὁ Σίος ἦταν μοναδικὸς κληρονόμος τῆς τεράστιας περιουσίας τους καὶ ἡ μοναδικὴ παρηγοριὰ τῶν γηρατειῶν τους. Τὸν ἀνέθρεψαν, λοιπόν, μὲ περισσὴ στοργὴ καὶ ἐπιμέλεια, καλλιεργώντας στὴν ψυχή του τοὺς σπόρους τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσέβειας. Ἐκεῖνος, πάλι, πρόθυμα ἄκουγε τὶς ὠφέλιμες συμβουλὲς καὶ τὶς θεῖες διδαχές τους. «Πνεύματος Ἁγίου πεπλησμένος ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ», ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἀφ’ ὅτου ἔμαθε ἀνάγνωση, μελετοῦσε ἀκατάπαυστα τὶς ἱερὲς Γραφές, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸ Ψαλτήριο.

Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἄκουσε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη Ζενταζνέλι, ὅπου ζοῦσε σὲ μία ἔρημο, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶχε πολλοὺς μαθητές. Ἀμέσως ἔτρεξε νὰ βρεῖ τὸν Ὅσιο Γέροντα. Ὁ προορατικὸς Γέροντας τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρικὴ οἰκία καὶ νὰ λάβει τὴν εὐχὴ τῶν γονέων του, ποὺ θὰ γίνονταν καὶ αὐτοὶ μοναχοί. Ἔτσι κι ἔγινε.

Ἐλεύθερος πλέον ὁ Ὅσιος Σίος φρόντισε πρῶτα νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πατρικῆς περιουσίας. Ἕνα μέρος τὸ μοίρασε στὰ μοναστήρια, ὅπου ἐγκαταβίωσαν οἱ γονεῖς του καὶ τὸ ὑπόλοιπο στοὺς φτωχούς. Ὁ ἴδιος κράτησε μόνο τὴν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸν Ὅσιο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος γεμάτος χαρὰ τὸν μακάρισε, διότι ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι καὶ δὲν κοίταζε πίσω στὸν κόσμο.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Σίος ἔγινε μοναχός, ἡ καρδιά του φλογίσθηκε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα. Χάρη στὴν ἀδιάκριτη ὑπακοή, τὴν βαθιὰ ταπείνωση, τὴν ἀπέραντη ἀγάπη καὶ τὶς ἄλλες θεῖες ἀρετές του, ἀξιώθηκε νὰ λάβει πολὺ νωρὶς οὐράνια χαρίσματα. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μὲ ἔκπληξη καὶ δέος παρατηροῦσε τὸν ἁγιοπνευματικὸ πλουτισμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ποὺ στὸ Ὄνομα καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, ἄρχισε νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ ἀποδιώχνει τὰ δαιμόνια.

Εἴκοσι χρόνια ἔζησε κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος, μὲ θεία ἀποκάλυψη, ἔφυγε γιὰ τὴ Γεωργία, πῆρε μαζί του τὸν Ὅσιο Σίο καὶ ἄλλους ἕνδεκα μαθητές του.

Τρία χρόνια ἔμειναν στὴ Μτσχέτα κηρύσσοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀνέβηκαν γιὰ ἄσκηση στὸ ὄρος Ζαντένι.

Δύο χρόνια ἀργότερα, μία νύχτα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ ἡ Ἁγία Νίνα ἐμφανίσθηκαν στὸν Ὅσιο Ἰωάννη καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ στείλει τοὺς ὑποτακτικούς του σὲ ὅλη τὴ Γεωργία γιὰ ἱεραποστολή. Οἱ δώδεκα Πατέρες κίνησαν γιὰ διάφορες περιοχὲς τῆς χώρας, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός τους καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐλογίου. Ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ συμβουλὴ τοῦ τελευταίου, ὁ καθένας πῆρε μαζί του, ὡς βοηθὸ καὶ συμπαραστάτη, ἀπὸ ἕνα Γεωργιανὸ μοναχό. Ὁ Ὅσιος Σίος ὅμως, ὡς ἐραστὴς τῆς ἐρημιτικῆς ζωῆς, προτίμησε νὰ φύγει μόνος. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης δὲν εἶχε ἀντίρρηση.

Ὁ Ὅσιος Σίος κίνησε γιὰ τὰ ὄρη Σαρκινέτι τῆς Κάρτλης. Ἀφοῦ πέρασε ἐρημικὲς περιοχές, πυκνὰ δάση καὶ δυσκολοδιάβατα βουνά, ἦλθε στὸ Μγίβε (σπήλαιο), σὲ μία βαθιὰ χαράδρα, ἀπ’ ὅπου περνοῦσε ὁ ποταμὸς Κύρος. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε, παραδίδοντας τὸν ἑαυτό του μὲ πίστη στὴν πρόνοια καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ ζεῖ μὲ σκληρὴ ἄσκηση. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα. Κοιμόταν ἐλάχιστα. Τρεφόταν μόνο μὲ ἄγρια χόρτα καὶ νερό. Ἔγινε ἔτσι ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος.

Οἱ φθονεροὶ δαίμονες, βέβαια, κατέφευγαν σὲ κάθε πανουργία, γιὰ νὰ τὸν ἐκφοβίσουν καὶ νὰ τὸν πλανέψουν. Συχνά, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἐμφανίζονταν μπροστά του μὲ μορφὲς εἴτε φοβερῶν θηρίων εἴτε ἑρπετῶν. Ὁ Ἅγιος τοὺς νικοῦσε στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Κάποια νύχτα ὁ Ὅσιος εἶδε ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς καὶ ὀσφράνθηκε μίαν ἄρρητη εὐωδία.  Ἡ ψυχή του πλημμύρισε ἀπὸ χαρά. Στὸ ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μὲ ραβδὶ στὸ χέρι. Δίπλα της στεκόταν ἕνας ἐπιβλητικὸς ἄνδρας μὲ ἀσκητικὴ μορφή. Ἦταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἔντρομος ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητη οὐράνια ἐπίσκεψη, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Ἡ Παναγία τὸν πλησίασε καὶ τὸν ἄγγιξε μὲ τὸ ραβδί της. «Σήκω» τοῦ εἶπε. Μόλις σηκώθηκε, ἐκείνη τοῦ ἔβαλε στὸ χέρι κάτι λευκὸ σὰν τὸ χιόνι. «Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης καὶ ἐγώ, βλέποντας τὴν ἀγάπη σου στὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἤλθαμε νὰ σὲ παρηγορήσουμε. Φᾶγε αὐτὸ ποὺ ἔχεις στὸ χέρι σου. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, ὥσπου νὰ ἀποκτήσεις ὑποτακτικούς, θὰ παίρνεις τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅσο γιὰ τοὺς δαίμονες, μὴν τοὺς φοβᾶσαι. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Υἱοῦ μου θὰ τοὺς κατανικήσεις. Καὶ τούτη ἐδῶ ἡ ἔρημος θὰ γεμίσει θεοφόρους ἄνδρες, ποὺ θὰ μιμηθοῦν τὴ ζωή σου καὶ θὰ δοξάσουν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Ὅσιος, μόλις συνῆλθε ἀπὸ τὸ δέος καὶ τὴν ἔκπληξη, γεύθηκε τὴν οὐράνια τροφὴ ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ Θεομητορικὸ χέρι. Τὸ στόμα του γέμισε μὲ μία ἀνείπωτη γλυκύτητα. Εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴ Θεοτόκο καὶ ἀπὸ τότε, ὅπως τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἡ Παναγία, ἕνα θεόσταλτο περιστέρι τοῦ ἔφερνε καθημερινὰ φρέσκο ψωμί.

Πρῶτος ὑποτακτικός του ἦταν ὁ Εὐάγριος, ἄρχοντας νέος καὶ εὐσεβής, συνεργάτης τοῦ βασιλέως Παρσμὰν ΣΤ’ (541 – 553 μ.Χ.). Σὲ λίγο πολλοὶ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ μονάσουν ἐκεῖ. Κάθε νέος ἀδελφός, μὲ ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, ἔσκαβε μία μικρὴ σπηλιὰ καὶ κατοικοῦσε ἐκεῖ, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ ἐργόχειρο. Ὁ Ὅσιος Σίος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ δικό του σπήλαιο παρὰ μόνο τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἑορτές, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει καὶ νὰ τοὺς καθοδηγήσει στὸν ἀσκητικὸ βίο.

Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Ὅσιος Σίος, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἔζησε ἔγκλειστος στὸ σπήλαιό του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ὅρισε ὡς διάδοχό του τὸν Ὅσιο Εὐάγριο.

Ὁ Ὅσιος Σίος, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὕψωσε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου στὶς 4 Ἰανουαρίου, στὶς 4 Φεβρουαρίου καὶ τὴν Πέμπτη τῆς Τυρινῆς ἑβδομάδος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ Μάρτυρας βασιλέας τῶν Σκώτων 

Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Λέγεται ὅτι ἦταν Βρετανὸς βασιλέας, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου του παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δαβίδ, προστάτη τῆς Οὐαλίας. Συνεργάσθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Κολούμπα († 9 Ἰουνίου) γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς Πίκτες τῆς Σκωτίας, ἵδρυσε μονὴ καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τὸ 576 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος ὁ ἐν Βουνένοις

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Νικόλαος ὁ Νέος γεννήθηκε πιθανῶς στὴ γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν θερμὴ πίστη, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ Νικολάου δὲν μποροῦσαν νὰ κρυφθοῦν. Ἡ φήμη του ξεπέρασε γρήγορα τὰ στενὰ ὅρια τῆς πατρίδος του καὶ ἁπλώθηκε μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν Βασιλεύουσα, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886 – 912 μ.Χ.) ζήτησε καὶ γνώρισε τὸ Νικόλαο. Ἐκτίμησε ἀμέσως, μὲ τὴν πρώτη ἐπαφὴ μαζί του, τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά του χαρίσματα καὶ τὸν διόρισε ἀρχηγὸ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀποσπάσματος τῆς Λαρίσης, ποὺ εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ φρουρεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν πόλη αὐτὴ τῆς Θεσσαλίας.

Ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο. Τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου αὔξανε τὴν πνευματικότητα τοῦ Νικολάου καὶ τὴν ἀγάπη τῶν στρατιωτῶν καὶ τοῦ λαοῦ στὸ πρόσωπό του.

Ὅταν οἱ Ἄβαροι ἔφθασαν μέχρι τὴ Θεσσαλία, ἔκαναν βαρβαρικὴ ἐπιδρομὴ καὶ σκορποῦσαν παντοῦ τὴν ἐρήμωση καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Νικόλαος μὲ τὶς λιγοστὲς δυνάμεις του προσπάθησε νὰ ἀναχαιτίσει τὸν ἐχθρό. Οἱ παμπληθεῖς ὅμως δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων εὔκολα ἐπικράτησαν καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ γενικὲς σφαγὲς καὶ λεηλασίες. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἐγκατέλειψαν τὴν πόλη καὶ τὴν περιοχὴ καὶ κατέφυγαν σὲ ὀρεινὰ μέρη. Τελικὰ καὶ ὁ Νικόλαος μὲ ὅσους στρατιῶτες εἶχαν ἀπομείνει πορεύθηκε στὸ δάσος ποὺ βρισκόταν στὸ ὄρος τῆς Βουνένης, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀσκητὲς μὲ τὰ ἀσκητήριά τους στὰ ἀπόκρημνα ὑψώματα. Ἐγκαταστάθηκε κοντά τους συναγωνιζόμενος αὐτοὺς στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μαζί του εἶχε καὶ τοὺς στρατιῶτες του, ποὺ ζοῦσαν καὶ αὐτοὶ τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν.

Κάποιο βράδυ, ἐνῷ ὁ Ὅσιος προσευχόταν, Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε καὶ προανήγγειλε τὸν μαρτυρικό τους θάνατο: «Δεῦρο, ἀθληταὶ τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὸ μαρτυρῆσαι ἑαυτοὺς εὐτρεπίσατε». Πράγματι οἱ ἐχθροὶ τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ὑπέβαλαν σὲ πλῆθος βασανιστήρια. Τοὺς προέτρεψαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἐκεῖνοι ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ τελειώθηκαν μαρτυρικά. Τὰ ὀνόματά τους γράφηκαν στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Ἀπὸ αὐτὰ μᾶς εἶναι γνωστὰ τὰ ἀκόλουθα: Ἀκίνδυνος, Ἁρμόδιος, Γρηγόριος, Δημήτριος, Εὐώδιος, Θεόδωρος, Ἰωάννης, Μιχαήλ, Παγκράτιος, Παντολέων, Χριστόφορος καὶ Αἰμιλιανός.

Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Νικολάου μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν Μαρτύρων ἀναφέρει καὶ τὰ ὀνόματα δύο γυναικῶν μαρτύρων, Εἰρήνης καὶ Πελαγίας. Προφανῶς θὰ πρόκειται γιὰ δύο ἡρωίδες Χριστιανὲς γυναῖκες, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἀνῆκαν στὸν ἄμαχο πληθυσμὸ τῆς πόλεως Λαρίσης, ποὺ εἶχε καταφύγει στὰ ὀρεινὰ τοῦ Τυρνάβου.

Ὁ μακάριος Νικόλαος, διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀνδρεία του, κατόρθωσε νὰ διαφύγει τὴ μανία τοῦ ἐχθροῦ. Φεύγοντας ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Λαρίσης καὶ τοῦ Τυρνάβου, ἔφθασε στὰ ἐνδότερα τῆς Θεσσαλίας, στὰ μέρη τῆς Καρδίτσας, ὅπου τὸ χωριὸ Βούνενα. Ἐκεῖ βρῆκε κατάλληλο τόπο γιὰ ἄσκηση. Ὁ Ὅσιος διάλεξε γιὰ κατάλυμα μία σπηλιά, ποὺ τὴν σκέπαζε μία βελανιδιά. Ἐκεῖ συνέχισε τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ εἶχε ἀρχίσει κοντὰ στοὺς ἀσκητὲς τοῦ Τυρνάβου. Ὑπέταξε κάθε σωματικὴ ἐπιθυμία καὶ δαιμονικὴ παρεμβολή. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε ἐπισκιάσει.

Ὅμως οἱ βάρβαροι ἐπιδρομεῖς ἀνακάλυψαν τὸν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ Νικόλαο. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεζαν μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν γενναία. Τὸν βασάνιζαν καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε νὰ ὑπομείνει γιὰ χάρη Του βασανιστήρια. Τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Λαρίσης Φίλιππος μετέφερε μὲ πομπὴ στὴν πόλη τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων τοῦ Τυρνάβου. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνακαλύφθηκε ἀπὸ τὸν δούκα Εὐφημιανὸ τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Εὐφημιανὸς ἀρρώστησε κάποτε βαριὰ ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας. Ἀναζήτησε τὴν θεραπεία του σὲ ὅλους τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ μάταια. Ἄρχισε τότε νὰ ἐπικαλεῖται τοὺς διαφόρους Ἁγίους καὶ νὰ κάνει ἀγαθοεργίες ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Προσέφερε τὰ χρήματά του σὲ χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς. Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν πολυπόθητη ὑγεία του. Κατέφυγε στὸν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης Ἅγιο Δημήτριο καὶ τὸν πολιοῦχο τῆς Λαρίσης Ἅγιο Ἀχίλλιο, ποὺ εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὰ θαύματά τους. Ἐνῷ ὅμως βρισκόταν στὴ Λάρισα καὶ προσευχόταν μπροστὰ στὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ ὑποδείχθηκε νὰ μεταβεῖ στὰ ὄρη τῶν Βουνένων. Τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ ἔλεγε νὰ φροντίσει νὰ βρεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Νικολάου, νὰ λουσθεῖ σὲ πηγὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν τόπο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ νὰ πιστεύει ὅτι ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ εὕρισκε τὴν θεραπεία του. Χαρούμενος ἀπὸ τὸ ἐλπιδοφόρο τοῦτο ἄγγελμα ὁ Εὐφημιανὸς ξεκίνησε γιὰ τὰ Βούνενα, ὅπου βρῆκε τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τὴν δική του θεραπεία. Γεμάτος χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θεραπεία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔκτισε ἕνα μικρὸ ναὸ καὶ ἐνταφίασε ἐκεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὡς ἀστὴρ οὐρανόφωτος, Νικόλαε παμμάκαρ ἐν Βουνένοις ἐνήθλησας· διὸ καὶ δοξασθεὶς παρὰ Χριστοῦ, θαυμάτων ἀναβλύζεις δωρεάς, τοῖς προστρέχουσι τῇ θείᾳ σου ἀρωγῇ, Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν Βουνένοις Ἅγιε, ἀσκητικῶς διαπρέπων, μαρτυρίου στάδιον, θεοπρεπῶς διανύεις· ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, ἔδειξε, θαυμάτων κρήνην τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ὀρθοδόξων, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Νικόλαε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἑῴας θεῖος βλαστός· χαίροις τῶν Ὁσίων, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις τῶν Βουνένων, καὶ πάσης Θεσσαλίας, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, Μάρτυς Νικόλαε.

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ μεγάλος πρίγκιπας τῆς Μόσχας

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ντονσκόι) γεννήθηκε τὸ 1350 στὴ Μόσχα καὶ ἦταν μέγας πρίγκιπας. Στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1380 πολέμησε τοὺς Τάρταρους καὶ ἀπήλλαξε τὴ Ρωσία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της. Ὁ Ρωσικὸς λαὸς ἀποκαλοῦσε τὸν ἡγεμόνα του «Ντονσκόι» ἀπὸ τὸν ποταμὸ Δόν, κοντὰ στὸν ὁποῖο διεξήχθη ἡ ἱστορικὴ μάχη κατὰ τῶν βαρβάρων.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1389.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ τῆς Ὄπτινα 

Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ, τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Ἰβὰν Εὐθύμοβιτς Λιτόφκιν, γεννήθηκε στὶς 2 Νοεμβρίου 1837 στὸ χωριὸ Γκοροντίστσα τῆς περιοχῆς Στάρομπελκ τῆς ἐπαρχίας Καρκώφ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Εὐθύμιο Αἰμιλιάνοβιτς καὶ τὴν Μαρία Βασίλιεβνα Λιτόφκιν. Εἶχαν ἕξι παιδιά, τρεῖς υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρες, τὸν Ἰβάν, τὸν Πέτρο, τὸν Συμεών, τὴν Ἀλεξάνδρα, τὴν Ἄννα καὶ ἀκόμη μία θυγατέρα. Ἡ ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Λεωνίδα, διηγεῖτο πὼς ὁ μικρὸς Ἰβὰν ἦταν πολὺ στοργικὸ καὶ εὐαίσθητο παιδί. Μὲ τὴν τρυφερὴ ψυχή του συμμετεῖχε στὶς θλίψεις τῶν ἄλλων, ἂν καὶ ἡ ἔμφυτη μετριοφροσύνη καὶ συστολή του συχνὰ δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ὁμιλεῖ. Ὅταν ὁ Ἰβὰν ἦταν τεσσάρων ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ λίγο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1814, τὴν μητέρα του ἀπὸ τὴν ἐπιδημία χολέρας ποὺ ἐνέσκηψε στὸ χωριό.

Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ὄπτινα. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, στὶς 15 Ἀπριλίου 1872, χειροθετήθηκε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ στὶς 16 Ἰουλίου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωσήφ. Τὸ 1877 χειροτονήθηκε διάκονος. Αὐτὸ ἔγινε τελείως ἀπροσδόκητα καὶ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἔδειχνε καθαρὰ πὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν καθοδηγοῦσε στὸν δρόμο του. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1884 ἔλαβε τὴ χάρη τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Βλαδίμηρο.

Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς χειροτονίας του λειτουργοῦσε μὲ προθυμία, μὲ εὐλάβεια, χωρὶς βιασύνη καὶ αἰσθανόταν μεγάλη πνευματικὴ χαρά. Οἱ ἄλλοι πατέρες τὸν εὐλαβοῦνταν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν ἰδιαίτερα, γιατί τὸν θεωροῦσαν ἀληθινὸ μοναχό. Ὁ Γέροντας τῆς μονῆς Ἀμβρόσιος διέβλεπε σὲ αὐτὸν τὸν μελλοντικὸ διάδοχό του καὶ τοῦ ἔδινε τὴν εὐλογία νὰ ἐξομολογεῖ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τῆς μονῆς. Τὸν προετοίμαζε σιγὰ – σιγά, γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ. Τὸν δίδασκε τόσο μὲ τὸν λόγο, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του.

Ὅταν ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος κοιμήθηκε, ὅλοι στράφηκαν πρὸς τὸν Ὅσιο Ἰωσήφ. Καὶ ἐκεῖνος μὲ προσευχὴ καὶ ταπείνωση ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν ἀδελφῶν. Ἡ προσευχή του εἶχε μεγάλη δύναμη καὶ εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.

Ὁ Ὅσιος δὲν ἐπέτρεπε ποτὲ στοὺς μοναχοὺς νὰ ἀρνηθοῦν κάποιο διακόνημα. Ἔλεγε πὼς ἐκεῖνος ποὺ φέρει σὲ πέρας τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἔχουν ἀναθέσει, ἀξιώνεται νὰ ἔχει εὐλογημένο τέλος. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐξέφραζαν τὸ παράπονο πὼς ἡ ὑπακοὴ ἦταν δύσκολη καὶ προκαλοῦσε πολλὴ λύπη, τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φωτιζόταν μὲ χαρά, τὰ μάτια του γέμιζαν μὲ τρυφερὴ πατρικὴ ἀγάπη καὶ ἔλεγε μὲ ἕναν ἰδιαίτερο  πνευματικὸ τόνο: «Λοιπόν, καὶ τί μ’ αὐτό; Λόγω αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς θὰ γίνετε μάρτυρες». Σὲ κάποια μοναχὴ ὁ Ὅσιος εἶπε τὰ ἀκόλουθα: «Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου σὲ ἐνοχλοῦν καὶ δὲν μπορεῖς νὰ εὕρεις  τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς σου, θυμήσου τὰ ἑξῆς:

  • Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου ποὺ θέλεις νὰ διορθώσεις σὲ ἐνοχλοῦν, σὲ ἐκνευρίζουν καὶ χάνεις τὴν εἰρήνη σου, τότε ἁμαρτάνεις καὶ σύ. Ἡ ἁμαρτία δὲν διορθώνεται μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωση.
  • Ὁ ζῆλος ποὺ θέλει νὰ καταστρέψει ὅλα τὰ κακὰ εἶναι ἀπὸ μόνος του ἕνα μεγάλο κακό.
  • Μέσα στὸ μάτι σου ὑπάρχει ἕνα μεγάλο δοκάρι καὶ ἐσὺ προσέχεις τὸ κάρφος στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου.
  • Ὑπάρχουν ἀτέλειες ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτες καὶ ἄλλες ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐεργετικές. Τὸ καλὸ δοκιμάζεται ἀπὸ τὸ κακό.
  • Τὸ παράδειγμα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ χαλιναγωγήσει τὴν ἀνυπομονησία μας, ποὺ μᾶς στερεῖ τὴν εἰρήνη.
  • Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς φανερώνει μὲ πόση ταπείνωση καὶ καρτερία πρέπει νὰ ὑπομένουμε τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Ἂν δὲν ἔχουμε κάποια θέση εὐθύνης ἔναντι τῶν ἄλλων, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἁμαρτία τους μὲ ἐμπάθεια.
  • Κάθε ἄνθρωπος καταδικάζει ἐκεῖνες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, γιὰ τὶς ὁποῖες κατηγορεῖται ὁ ἴδιος.
  • Γιὰ τὶς πράξεις τῶν ἄλλων δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ποὺ νὰ μᾶς ἠρεμεῖ περισσότερο ὅσο ἡ σιωπή, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη».

Θιασώτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νὰ ἐνθαρρύνει  καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ἀσκοῦν τὸ θεῖο αὐτὸ ἔργο. Δίδασκε τὴν προσευχὴ πολὺ καλὰ καὶ πίστευε πὼς ἦταν ἡ σπουδαιότερη ἀπασχόληση γιὰ ὅλους. Ἐμπόδιζε δὲ ἐπιτακτικὰ καὶ αὐστηρὰ τοὺς ἄπειρους καὶ τοὺς δόκιμους ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Τοὺς δίδασκε νὰ πορεύονται προοδευτικά, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, κάνοντας μερικὰ κομποσχοίνια. «Αὐτὸ προστατεύει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια», ἔλεγε ὁ Ὅσιος. Κάθε ἡμέρα ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου μαζεύονταν οἱ φτωχοὶ καὶ ὁ μοναχὸς ποὺ ἦταν σὲ ὑπηρεσία ἔδιδε ἐλεημοσύνη σὲ ὅλους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ λειτουργοῦσε γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸ 1905. Ἀπὸ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἀσθένησε καὶ ὅλοι περίμεναν τὸ ἀναπόφευκτο. Ὁ Θεὸς ὅμως παρέτεινε τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου, ποὺ ἦταν πολύτιμη γιὰ ὅλους, μέχρι τὸ 1911. Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρεκάλεσε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ νὰ ἐλευθερώσει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ζήτησε νὰ βάλουν κοντά του μία εἰκόνα. Οἱ μοναχοὶ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὴν ὁποία τὸν εὐλόγησε ὁ μοναχὸς Ἰσαάκιος, τὴν τοποθέτησαν ἀπέναντί του στὸ τραπεζάκι κοντὰ στὸ μαξιλάρι του καὶ ἄναψαν μπροστά της ἕνα καντήλι. Ὁ Ὅσιος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα μικρὸ ἄσπρο ξύλινο σταυρὸ καὶ στὸ στῆθος του εἶχαν ἀκουμπήσει τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Ἔτσι κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρεις γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων αὐτῶν Μαρτύρων. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατὰ τὴν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καὶ φρόντισαν νὰ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι’ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ δεσποτικὸ σῶμα, τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρό, τὸ περιέβαλαν σὲ σινδόνια μαζὶ μὲ ἐκλεκτὰ ἀρώματα, τὸ τοποθέτησαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο καὶ ἔβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στὴ θύρα τοῦ μνημείου. Παρευρίσκονταν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ποὺ καθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τὴ Θεομήτορα. Δὲν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες γυναῖκες ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Λουκᾶς.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἀνάπλαση καὶ ἐπάνοδος πρὸς τὴν ἀθάνατη ζωὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ ποὺ καταβροχθίσθηκε ἀπὸ τὸ θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἐπανῆλθε πρὸς τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία πλάσθηκε.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν εἶδε κανεὶς ἄνθρωπος νὰ πλάττεται καὶ νὰ παίρνει ζωή, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἄνθρωπος ἐκείνη τὴν ὥρα, μετὰ δὲ τὴ λήψη τῆς πνοῆς ζωῆς μὲ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπὸ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα, γιατί μετὰ ἀπὸ αὐτὸν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὕα. Ἔτσι τὸν δεύτερο Ἀδάμ, δηλαδὴ τὸν Κύριο, ὅταν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ἀφοῦ δὲν παρευρισκόταν κανεὶς δικός του καὶ οἱ στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν τὸ μνῆμα ταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο, εἶχαν γίνει σὰν νεκροί. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάσταση πρώτη ἀπ’ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα.

Ὑπάρχει κάτι συνεσκιασμένο ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποκαλύψω στὴν ἀγάπη σας. Πραγματικὰ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστὸ καὶ δίκαιο, εἶδε τὸν ἀναστάντα καὶ ἀπόλαυσε τὴν ὁμιλία του καὶ ἄγγισε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἔστω καὶ ἂν οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν τὰ λέγουν φανερά, μὴ θέλοντας νὰ φέρουν ὡς μάρτυρα τὴ μητέρα, γιὰ νὰ μὴ δώσουν ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους. Ἐπειδὴ τώρα ὁμιλῶ πρὸς πιστοὺς θὰ διευκρινίσω τὰ σχετικά.

Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ μυροφόρες ἑτοίμασαν τὰ μύρα καὶ τὰ ἀρώματα, κατὰ τὴν ἐντολή, τὸ Σάββατο ἡσύχασαν. Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει: «Τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ, ἦρθαν στὸ μνῆμα, ἡ Μαρία Μαγδαληνή, ἡ τοῦ Ἰακώβου, ἡ Ἰωάννα καὶ ἄλλες μαζί τους». Ὁ Ματθαῖος λέγει: «ἀργὰ τὸ Σάββατο, ξημερώνοντας τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος καὶ δύο μυροφόρες προσῆλθαν». Ὁ Ἰωάννης λέγει: «Τὸ πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ καὶ ἦταν μόνο ἡ Μαρία Μαγδαληνή». Ἐνῶ ὁ Μᾶρκος ἀναφέρει: «Πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος καὶ ἦταν τρεῖς οἱ προσερχόμενες μυροφόρες».

Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ποὺ ἀναφέρουν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς εἶναι ἡ Κυριακή. Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὄρθρο βαθύ, πολὺ πρωὶ καὶ πρωὶ σκοτεινὰ ἀκόμη, ὀνομάζουν τὸ χρόνο γύρω ἀπὸ τὸν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπὸ φῶς καὶ σκοτάδι. Φαίνονται βέβαια νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελιστὲς μεταξύ τους τόσο γιὰ τὴν ὥρα, ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν.

Οἱ μυροφόρες ἦταν πολλὲς καὶ ἦλθαν στὸν τάφο ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, συντροφιὰ μέν, ἀλλὰ ὄχι οἱ ἴδιες, κατὰ τὸν ὄρθρο μὲν ὅλες, ἀλλ’ ὄχι τὸν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς.

Ὅπως ἐγὼ ὑπολογίζω καὶ συνάγω, ἀπὸ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστές, πρώτη ἀπ’ ὅλους ἦλθε στὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζὶ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία. Τὸ συμπεραίνω ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο. Γιατί λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ ἄλλη Μαρία», ποὺ ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο. Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, γιατί ἄγγελος Κυρίου ἦλθε, σήκωσε τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ κάθισε πάνω της. Ἦταν ἡ μορφή του σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του λευκὸ σὰν χιόνι καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους ταράχθηκαν οἱ φύλακες καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί». Νομίζω ὅτι γιὰ τὴ Θεοτόκο ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος τάφος (γιατί γι’ αὐτὴ πρώτη καὶ μέσω αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθεῖ σ’ ἐμᾶς ὅλα, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ) γι’ αὐτὴν ἄστραψε ὁ ἄγγελος νὰ δεῖ τὸν ἄδειο τάφο καὶ τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων χωρὶς τὸν ἀναστάντα Κύριο. Καὶ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστὴς αὐτὸς ἄγγελος ἦταν ὁ Γαβριήλ, ποὺ ἀνάφερε τὴν ἀνάσταση δείχνοντας τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ λέγοντας στὶς μυροφόρες νὰ τὴν ἀναγγείλουν στοὺς μαθητές. Καὶ τότε «ἐξῆλθαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη». Ἐγὼ νομίζω καὶ πάλι ὅτι τὸν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τὴ μεγάλη χαρά, γιατί κατενόησε τὰ χαρμόσυνα λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου τὰ ὁποία πίστεψε καὶ ἀπὸ τὰ τόσα ἀξιόπιστα γεγονότα, τοῦ σεισμοῦ, τῆς μετάθεσης τοῦ λίθου, τοῦ ἄδειου τάφου, τῶν ἄλυτων ἐνταφίων ἀδειανῶν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Καὶ τέλος πρώτη ἡ Θεοτόκος ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα καὶ προσέπεσε στὰ πόδια του καὶ ἔγινε ἀπόστολος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰησοῦς στὶς μυροφόρες, λέγοντας τό: «Χαὶρετε».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας, τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος· ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὸ Χαῖρε τοῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς Προμήτορος Εὔας κατέπαυσας τῇ Ἀναστάσει σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς, κηρύττειν ἐπέταξας· ὉΣωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροφόρων θεῖος χορός, Ἰωσὴφ εὐσχήμων, καὶ Νικόδημος ὁ σεπτός, οἱ μύροις τὸ σῶμα ἀλείψαντες Κυρίου, καὶ τούτου τὴν ἁγίαν, ἰδόντες ἔγερσιν.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, «ὁ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ», εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔγραψε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ καὶ τὶς τρεῖς Καθολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 26 Σεπτεμβρίου. Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάδυση θαυματουργικῆς κόνεως (σκόνης) ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, μέσῳ τῆς θαυματουργικῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ οἱ ντόπιοι τὴν ἀποκαλοῦσαν «ἐπίγειο μάνα».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ θεῖο φωτισμό, προέβλεψε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ μεταστεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ στὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη, παρέλαβε τοὺς μαθητές του καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο ὑπέδειξε νὰ ἀνοιγεῖ τάφος. Μόλις ἔγινε αὐτό, μπῆκε μέσα ζωντανὸς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ τάφος αὐτὸς ἐφεξῆς ἔγινε πηγὴ ἰαμάτων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐτελεῖτο στὸν περιφανὴ ναό του, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν τόπο ποὺ ὀνομάζεται Ἕβδομον, στὸ σημερινὸ Μακροχώρι Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὸ ναὸ αὐτὸ στὸν Ἕβδομον, ποὺ ὑπῆρχε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικὰ ἀπὸ τὸν Σωκράτη τὸν Σχολαστικό. Κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ ναὸς τοῦ Θεολόγου ἦταν καταβεβλημένος, ἴσως ἐξαιτίας σεισμῶν ἢ καιρικῶν ἐπηρειῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀνήγειρε αὐτὸν ἐκ βάθρων ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος. Ὃν ἰκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον αὐτόμελον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖα σου Παρθένε τίς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

 

Μεγαλυνάριον.
Πέτρα ὡς ἡ πάλαι τῷ Ἰσραήλ, ὤφθη Θεολόγε, ὁ σὸς τάφος ὁ εὐαγής· βρύει γὰρ τῷ κόσμῳ, ὡς μάννα ψθχοτρόφον, τρυφῆς ἐπουρανίου, κόνιν θεόσδοτον.

Ἡ Ἁγία σπείρα Στρατιωτῶν οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Διονύσιος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησε στὴ Βιέννη μετὰ τὸ 193 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης 

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ὡξέρρης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 387 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Αὐγουστίνη ἡ Μάρτυς ἡ ἐν Βυζαντίῳ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῆς Ἁγίας Αὐγουστίνης. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας γεννήθηκε στὴ Ρώμη, στὴν ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἦταν διάκονος, ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὴ σοφία, τὸ ἄμεμπτο ἦθος καὶ τὶς ποικίλες ἀρετές του. Διῆλθε τὴ ζωή του μὲ τὴν προσευχή, τὴν λατρευτικὴ ζωή, τὴν μελέτη καὶ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ἔμαθε καὶ τὴν «ἄγνωστον γνώσην». Τὴ γνώση, δηλαδή, ποὺ δὲν μπορεῖ νά γίνει κατανοητὴ μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν κεκαθαρμένη καρδιά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἐντρύφησε μὲ τὴν μελέτη καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναδείχθηκε σοφὸς διδάσκαλος καὶ ἄριστος παιδαγωγός. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ βασιλέως Γρατιανοῦ καὶ τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου, προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο ὡς διδάσκαλος τῶν υἱῶν του Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου.

Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμές, τοῦ δόθηκε ὁ τίτλος τοῦ πατρικίου καὶ ἐτιμάτο ὡς βασιλοπάτωρ, ὅπου ὅλοι τὸν θαύμαζαν γιὰ τὶς πολλὲς γνώσεις καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ ἤθους του. Ἀποφεύγοντας τοὺς θορύβους τῆς πόλεως καὶ τὸν πολυτελὴ βίο στὰ ἀνάκτορα, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ὑψηλά του καθήκοντα καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὁδὸ σωτηρίας. Οἱ παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου εἰσακούσθηκαν καὶ μία ἡμέρα ἄκουσε ὑπερκόσμια φωνή, ἡ ὁποία τὸν προέτρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο. Εὐθὺς ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λαμπρά του ἐνδύματα καὶ ἀφοῦ μεταμφιέσθηκε, ἔφυγε στὴν Αἴγυπτο, εἰσῆλθε σὲ Σκήτη καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἐκεῖ ἔλαβε τὴν πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀσκηθεῖ περισσότερο στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Ἡ ὑπεροχή του κατὰ τὴ μόρφωση καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὸ ἀσκητικό του ἦθος, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ οἱ κατὰ Θεὸν ἀρετές του, τὸν ἀνέδειξαν σὲ πνευματικὸ προεστώτα μεταξὺ τῶν συνασκητῶν του στὴν ἔρημο. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχή, πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὶς πόλεις προσέρχονταν, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία του, νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του. Ἀκόμη καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος ἐπισκέφθηκε πολλὲς φορὲς τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ ἐπὶ θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.

Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις του ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους παρακάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς πεῖ κάποιο λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Τότε ὁ Μέγας Ἀρσένιος τοὺς ρώτησε: «Ἐὰν σᾶς πῶ κάποιο λόγο, θὰ τὸν ἐφαρμόσετε;». Καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ναί, τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὅπου ἀκούετε ὅτι εὑρίσκεται ὁ Ἀρσένιος, μὴ πλησιάσετε σὲ αὐτόν». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴ μεγάλη του ταπείνωση. Βίωνε στὴν καθημερινή του ζωὴ τὸ λόγο «ὅσο μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπείνου σεαυτόν».

Ὁ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν κοινωνικότητα καὶ τὶς συχνὲς βαρβαρικὲς εἰσβολὲς καὶ γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀπερίσπαστος στὴν προσευχὴ καὶ τὸν καθαρὸ ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὴ Σκήτη καὶ μὲ τὴν συνοδεία τῶν μαθητῶν του Ἀλεξάνδρου καὶ Ζωΐλου κατέφυγε στὴν Πέτρα, κοντὰ στὴν Μέμφιδα, καὶ μετὰ στὴν Κανώπη, ἐκεῖ ὅπου τὸ 445 μ.Χ. κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, τὸν ρώτησαν οἱ μαθητές του, σὲ ποιὸν τόπο καὶ πῶς θὰ ἤθελε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν, καὶ ἐκεῖνος, ὁ μακάριος τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὦ, τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τοὺς πόδας μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν». Εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ἐνδεικτικὴ τῆς μεγάλης ταπεινώσεώς του.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης περιγράφει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τοῦ Ὁσίου καὶ λέγει ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἦταν «ξηρὸς τὸ σῶμα καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, εἶχε τὰ γένεια μακριὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτο ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡς τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ».
Ἀξιοσημείωτα εἶναι τὰ τρία ἀποφθέγματα τὰ ὁποῖα μᾶς ἄφησε ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος. Πρώτον, ἡ ὑπενθύμιση, ποὺ συνήθιζε νὰ κάνει στὸν ἑαυτό του νὰ μὴν ξεχάσει ποτὲ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ζοῦσε καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο πῆγε στὴν ἔρημο. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν θέωση, ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς ζωῆς ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Δεύτερον, τὸ «ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπης με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν Σου, ἀλλὰ δός μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεῖν ἀρχήν». Δηλαδή, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πολὺ ἁμαρτωλό, αἰσθανόταν ὅτι δὲν ἔχει κάνει κανένα καλὸ στὴ ζωή του καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ βάλει ἀρχὴ μετανοίας. Τρίτον, ἡ συμβουλὴ «πᾶσαν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἵνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ᾖ, καὶ νικήσῃς τὰ ἔξω πάθη». Δηλαδή, μᾶς προτρέπει ὁ Ὅσιος, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὅλη τὴ σπουδὴ μας πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ νήψεως, καθαρὰ καὶ μόνο γιὰ τὸν Θεό, διότι ἐὰν αὐτὴ ἐνεργεῖται καθαρά, θὰ νικήσουμε τὰ ἐξωτερικὰ πάθη τοῦ σώματος. Τὴν παραπάνω συμβουλὴ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τὴν ἀναφέρει πολλὲς φορὲς στοὺς λόγους του ὁ μεγάλος Πατέρας καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῶν τερπνῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὅσιε, χρηματισθεὶς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραὰμ ὁ κλεινός, καὶ Ἀγγέλλων μιμητὴς ὤφθης τῷ βίῳ σου, λόγῳ ἐμπρέπων πρακτικῷ, καὶ σοφίᾳ ἀληθεῖ, Ἀρσένιε θεοφόρε. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς σοφίας ἐνθεώτατον θεράποντα

Καὶ ἡσυχίας ὁδηγὸν καὶ θεῖον γνώμονα

Εὐφημοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε·

Ἀλλ’ ὡς θείας κοινωνὸς μακαριότητος

Ἐκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κακώσεων,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ Ἀρσένιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας λύχνος λαμπρός, καὶ τῆς ἡσυχίας, φοῖνιξ ὄντως ὁ εὐθαλής, ὁ πράξεσι θείαις, κομῶν καὶ θεωρίαις, Ἀρσένιε παμμάκαρ, Ὁσίων καύχημα.

Ὁ Ὅσιος Μῆλος (ἢ Μαλλός) ὁ Ὑμνωδός

Οἱ Συναξαριστὲς δὲν παρέχουν καμία πληροφορία περὶ τοῦ Ὁσίου Μήλου. Ἔχουμε μόνο τὸ δίστιχο ποὺ διασώθηκε γι’ αὐτόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μαθαίνουμε ὅτι ὑπῆρξε μελωδός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ἔγκλειστος 

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, λάτρης τῆς ἐργασίας, ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ὅσιος ἀσκήτευε στὸ μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ διακρινόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ σκληρὴ ἐργασία. Δὲν ξεκουραζόταν καθόλου καὶ προσευχόταν διαρκῶς, τρώγοντας μόνο ἐλάχιστα στὴν δύση τοῦ ἡλίου. Γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐργασία, ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 12 Ἰουλίου τοῦ 1570. Ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του στὶς 8 Μαΐου καθιερώθηκε, λόγω τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του τὸ 1785, καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους Ἁγίους ποὺ ἔφεραν τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ οἱ ὁποῖοι ἑορτάζονται σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανός 

Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανὸς τοῦ Βολοκολάμκ, ἱδρυτὲς τῆς μονῆς τοῦ Σέστριν στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Σέστρα, ἔζησαν κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς μονῆς Σέστριν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μνήμη Θαύματος τῆς σεβασμίας εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Τὸ θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔγινε τὸ 1530 καὶ ἀφορᾶ στὴ θεραπεία ἐνὸς νεαροῦ, ὀνόματι Στεφάνου, ποὺ εἶχε τιμωρηθεῖ ἄδικα μὲ τύφλωση.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr