Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασιλεὺς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.) καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμασείας τοῦ Πόντου. Ὁ Ἐπίσκοπος Βασιλεὺς διακρινόταν γιὰ τὸν ζῆλο του ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τὴν ἀκοίμητη δραστηριότητα στὴν ἐπιτέλεση τῶν καθηκόντων του. Ἐπειδὴ παντοῦ ὑπῆρχαν καὶ πλάνες καὶ κίνδυνοι, ἔσπευδε παντοῦ καὶ ὁ ἴδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας, ἐνισχύοντας, στηρίζοντας, ἐλκύοντας, πυκνώνοντας καὶ ἐγκαρδιώνοντας τὶς Χριστιανικὲς τάξεις καὶ ἀναδεικνύοντας αὐτὲς ὅσο τὸ δυνατὸν ἰσχυρότερες πνευματικὰ ἔναντι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου.

Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν εἰδωλολατρῶν, ἔτρεφαν ἐναντίον του σφοδρὴ ἔχθρα. Καὶ ὅταν ὁ Λικίνιος, τὸ ἔτος 322 μ.Χ., προέβη στὰ δυσμενὴ καὶ διωκτικὰ μέτρα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, κατήγγειλαν πρὸς αὐτὸν τὸν Ἐπίσκοπο Ἀμασείας, Βασιλέα.

Ἕνα ἰδιαίτερο περιστατικὸ κορύφωσε τὴν ὀργὴ τοῦ Λικινίου ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Κοντὰ στὴν αὐτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε ἄλλοτε ὡς ἀκόλουθος μία νεαρὴ καὶ ὡραιότατη κόρη, ποὺ ὀνομαζόταν Γλαφύρα. Ἐξαιτίας τῆς ὀμορφιᾶς της ὁ Λικίνιος ἀνεφλέγη ἀπὸ ἁμαρτωλὸ πάθος, ὡς δοῦλος σαρκικῶν παθῶν, καθὼς ἦταν. Ἡ κόρη ἀντιλήφθηκε τὸν κίνδυνο ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν τιμή της. Ὡς γνήσια Χριστιανὴ ὅμως δὲν δελεάσθηκε καθόλου ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ἔρωτα, ἀλλὰ ἔφριξε καὶ ζήτησε τὴν σωτηρία της στὴν φυγή. Ἐνδύθηκε λοιπὸν μὲ ἀνδρικὰ ροῦχα καὶ κάποια νύχτα, βοηθούμενη ἀπὸ τὴν βασίλισσα ποὺ ἔμαθε ὅσα συμβαίνουν, ἄφησε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔφθασε στὴν Ἀμάσεια, ὅπου παρουσιάσθηκε στὸν Ἐπίσκοπο Βασιλέα καὶ ζήτησε τὴν ἠθική του προστασία.

Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπαίνεσε τὴν γνήσια εὐσέβεια καὶ τὴν ἀδούλωτη σύνεση τῆς νέας, τὴν τοποθέτησε δὲ κοντὰ σὲ ἡλικιωμένη Χριστιανὴ γυναίκα ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἀφοσιωμένη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ καὶ βοηθοῦσε σημαντικότατα τὸν Ἐπίσκοπο στὸ ἔργο τῶν γυναικῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Γλαφύρα ἐξέφρασε τὴν βαθιὰ εὐγνωμοσύνη της καὶ χάρηκε ἰδιαίτερα ποὺ τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ αὐτὴ μὲ θεάρεστες ἀσχολίες. Βοηθοῦσε λοιπὸν στὴν κατήχηση γυναικῶν καὶ νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀσπασθοῦν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εὐεργετοῦσε φτωχὰ καὶ ὀρφανὰ παιδιὰ καὶ ἐπιπλέον κατέβαλε ὅλη τὴ δαπάνη ποὺ προϋπολογίσθηκε γιὰ τὴν οἰκοδομὴ Χριστιανικοῦ ναοῦ στὴν Ἀμάσεια.

Μάταια ὁ Λικίνιος τὴν εἶχε ἀναζητήσει σὲ ὅλη τὴν πρωτεύουσα καὶ στὰ περίχωρα. Ὅμως οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως, πληροφόρησαν τὸν Λικίνιο ὅτι ἡ κόρη ἐκείνη εἶχε καταφύγει κοντὰ στὸν Ἱεράρχη τῆς Ἀμάσειας καὶ ὅτι τὴν προστάτευσε καὶ κατόρθωσε νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὰ πλούτη της ὑπὲρ τῶν σκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἴδηση ἄναψε πυρκαγιὰ στὴ σαρκοβόρα καὶ μοχθηρὴ ψυχὴ τοῦ Λικινίου. Ὑπέθετε ὅτι ἡ Γλαφύρα ζοῦσε ἀκόμη καὶ ὅτι θὰ τὴν ἔφερνε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του. Ἀλλὰ ἡ σεμνὴ κόρη, εἶχε ἤδη πεθάνει καὶ ὁ τάφος ματαίωσε γιὰ πάντα τοὺς χυδαίους πόθους του. Τότε ἡ μανία του ἔγινε σφοδρότερη κατὰ τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Διέταξε, λοιπόν, νὰ τὸν φέρουν σιδηροδέσμιο στὴ Νικομήδεια. Ἡ διαταγὴ ἐκτελέσθηκε καὶ ὁ Ἅγιος κλείσθηκε στὴ φυλακή.

Τὸν Ἅγιο ἀκολούθησαν δύο ἀπὸ τοὺς διακόνους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμάσειας, ὁ Θεότιμος καὶ ὁ Παρθένιος, τοὺς ὁποίους φιλοξένησε ἕνας εὐσεβὴς καὶ φιλάνθρωπος Χριστιανός, ὀνόματι Ἐλπιδοφόρος. Οἱ παρεχόμενες ἀγαθοεργίες τοῦ Ἐλπιδοφόρου πρὸς ὅλους εἶχαν καταστήσει φίλους του ἀκόμα καὶ τοὺς φρουροὺς τῶν φυλακῶν. Μποροῦσαν λοιπὸν οἱ δύο διάκονοι νὰ εἰσέρχονται ὁρισμένη ὥρα στὴ φυλακή, ὅπου ἀπολάμβαναν τὴν εὐχαρίστηση νὰ συνδιαλέγονται μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους, νὰ ἀκοῦνε ἀπὸ τὸ στόμα του τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ δέχονται ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά.

Λίγες ἡμέρες μετά, ὁ Λικίνιος διέταξε νὰ φέρουν τὸν φυλακισμένο Ἐπίσκοπο ἐνώπιόν του. Τὸν ἔλεγξε μὲ δριμύτητα ὡς ἔνοχο γιὰ τὴν ἀπόκρυψη τῆς Γλαφύρας καὶ γιὰ τὸν ζῆλο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπεράσπιζε τὴν χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τὰ βασιλικὰ διατάγματα. Ὁ Ἐπίσκοπος γιὰ τὴν Γλαφύρα, ἀπάντησε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ μὴν παράσχει ἄσυλο καὶ προστασία στὴ χριστιανικὴ κόρη, ἡ ὁποία ἦταν ἐξόριστη καὶ ἤθελε ἡ ἴδια νὰ περισώσει  καὶ νὰ διαφυλάξει τὴν τιμή της, καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ἴδια ἀπὸ εὐσεβὴ διάθεση χρησιμοποίησε τὴν περιουσία της ὑπὲρ τῶν φτωχῶν καὶ γιὰ τὴν ἀνέγερση ναοῦ, πράγματα γιὰ τὰ ὁποία ἕνας Ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ προτρέπει τοὺς πιστοὺς καὶ ὄχι νά τοὺς ἐμποδίζει. Καὶ γιὰ τὴν περιφρόνηση τῶν βασιλικῶν διαταγῶν, οἱ ὁποῖες ἀπέβλεπαν στὴν ἐξόντωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ βασιλέας Λικίνιος ἄλλοτε εἶχε ἀναγνωρίσει μαζὶ μὲ τὸν Κωνσταντίνο τὸ καθῆκον του νὰ ἐπιτρέψουν στοὺς Χριστιανοὺς τὴν πλήρη ἐλευθερία τῆς λατρείας τους καὶ τοῦ δόγματός τους καὶ ὅτι αὐτὸς (ὁ Ἐπίσκοπος) ἐξακολουθεῖ νὰ θεωρεῖ ὀρθὸ καὶ ἔγκυρο τὸ παλαιότερο ἐκεῖνο βασιλικὸ διάταγμα, διότι ἦταν ἀξιότερο σὲ ὅλα. Ἐν τέλει δέ, παρακάλεσε τὸν Λικίνιο, στὸ ὄνομα τῆς ἴδιας τῆς δικῆς του σωτηρίας καὶ τοῦ μέλλοντος τοῦ κράτους του, νὰ ἀνακαλέσει τὰ νέα μέτρα καὶ νὰ ἀναγνωρίσει στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους συνειδήσεως.

Ὁ βασιλέας Λικίνιος ἀπέπεμψε τὸν Ἐπίσκοπο, κρατώντας ἐπιφυλακτικὴ στάση καὶ ἀνέθεσε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές του νὰ τὸν δεῖ κατ’ ἰδὶαν καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη του. Ἡ συγκεκριμένη ἀποστολὴ ἀπέτυχε καὶ διατάχθηκε ἔτσι ἡ καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου. Αὐτὸς ἄκουσε ἀτάραχος τὴν ἀπόφαση καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ μὲ ἔλεος τὴν ψυχή του. Προσευχήθηκε, ἐπίσης, ὑπὲρ τῆς ἀσφάλειας τοῦ ποιμνίου του καὶ γιὰ τὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας. Ὕστερα ἀσπάσθηκε καὶ εὐλόγησε τοὺς δύο διακόνους καὶ τὸν Ἐλπιδοφόρο, τοὺς παρηγόρησε στὴν θλίψη τους καὶ τοὺς ἐπιτίμησε γιατί ἔκλαιγαν, λέγοντας τὸν ἔξοχο ἐκεῖνο λόγο ὅτι σὲ τέτοιου εἴδους κινδύνους οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ φυλᾶνε τὰ δάκρυά τους καὶ νὰ χύσουν μὲ προθυμία τὸ αἷμα τους. Ἔπειτα μὲ προθυμία ἔκλινε τὴν τίμια κεφαλή του στὸν δήμιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀπέκοψε. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἡ τίμια κεφαλὴ καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ρίχθηκαν στὴ θάλασσα μὲ βασιλικὴ διαταγή. Ἀλλὰ ἕνα ἁλιευτικὸ πλοῖο, ποὺ ἔριχνε τὰ δίχτυά του στὸν κόλπο τῆς Σινώπης, ἀνέσυρε ἀπὸ ἐκεῖ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ δὲ Ἐλπιδοφόρος, καθὼς πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς σὲ ὄνειρο, ἦλθε μὲ τοὺς διακόνους Θεότιμο καὶ Παρθένιο καὶ ἀφοῦ παρέλαβαν τὸ Ἅγιο λείψανο, τὸ ἔφεραν στὴν Ἀμάσεια, στὴν ἱερὴ αὐτὴ ἀκρόπολη τῶν Ἁγίων του κόπων καὶ ἀγώνων καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸ προσφιλές του ἔδαφος.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ἐτελεῖτο στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἴσως φυλασσόταν μέρος τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Λειτουργὸς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, τῷ παρανόμῳ βασιλεῖ ἀντετάξω, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Βασιλεῦ· ὅθεν τὸν αὐχένα σου, ἐκτμηθεὶς διὰ ξίφους, χαίρων προσεχώρησας, πρὸς οὐράνιον λῆξιν· ἧς καὶ ἡμᾶς δυσώπει μετασχεῖν, τοὺς εὐφημοῦντας τὴν ἔνθεον μνήμην σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερόν, μυσταγωγὸν τῆς χάριτος, καὶ Ἀθλητῶν, συγκοινωνὸν καὶ σύσκηνον, εὐφημοῦντές σε γεραίρομεν, ὦ Βασιλεῦ θεομακάριστε· ὁσίως γὰρ τῷ Λόγῳ ἱεράτευσας, καὶ δι’ αὐτὸν τὸ αἷμά σου ἐξέχεας· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χάριν Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, τὴν δεδωρημένην, εἰς ἐκλύτρωσιν τῶν βροτῶν, βασιλεῖ τῷ πλάνῳ, ὦ Βασιλεῦ κηρύττων, ἀθλητικῶς δοξάζεις, τὸν σὲ δοξάσαντα.

Ἡ Ἁγία Γλαφυρή 

Ἡ Ἁγία Γλαφυρή, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Βασιλέως, Ἐπισκόπου Ἀμασείας, ἦταν δούλη τῆς βασίλισσας Κωνσταντίας, συζύγου τοῦ Λικινίου. Ἡ Κωνσταντία, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν Ἁγία ἀπὸ τὶς ἐρωτικὲς διαθέσεις τοῦ Λικινίου, τὴν ἀπομάκρυνε στὴν Ἀνατολή, ἀφοῦ τὴν ἐφοδίασε μὲ πολλὰ χρήματα. Ἡ Ἁγία Γλαφυρὴ κατέφυγε στὴν Ἀμάσεια καὶ στὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο αὐτῆς Βασιλέα. Κοιμήθηκε ἐκεῖ μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ὁσία Ἰούστα 

Ἡ Ὁσία Ἰούστα, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Νέστωρ 

Ὁ Ὅσιος Νέστωρ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία, ἐκάρη μοναχὸς καί, μετὰ ἀπὸ ἄσκηση καὶ προσευχή, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος ὁ Σιναΐτης 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἀνατολίου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Λέων Ἐπίσκοπος Σάμου 

Ὁ Ἅγιος Λέων ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ὅπως περιγράφεται στὸ Συναξάρι του ἦταν ἁπλούς, εὐσεβής, ταπεινός, φιλάνθρωπος, ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ παραδόσεως, διδάσκαλος τῆς εὐσέβειας. Γνωρίζουμε ὅτι ἀρχικὰ ἡ μνήμη του ἑορταζόταν στὶς 29 Ἀπριλίου. Σήμερα ὅμως τιμᾶται ἀπὸ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Σάμου, τῆς ὁποίας θεωρεῖται Ἐπίσκοπος, στὶς 26 Ἀπριλίου.  Καὶ σὲ αὐτὸν τὸν θαυματουργὸ Ἅγιο ἡ διάκριση τῆς μοναστικῆς μορφῆς του συνυπάρχει μὲ τὴν ἐπισκοπικὴ ἁγιότητα.
Ὁ Ἅγιος Λέων κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος κτίτορας τῆς μονῆς Χρυσοστόμου Κύπρου

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Γεωργίου, πρώτου ἡγουμένου τῆς μονῆς Χρυσοστόμου στὴν Κύπρο, εἶναι ἄγνωστη στὸν κατάλογο τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου. Περὶ αὐτοῦ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ Τυπικὸν τῆς ἐν λόγῳ μονῆς, ποὺ σῴζεται στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων.
Ἡ μονή, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Τυπικοῦ, κτίσθηκε τὸ ἔτος 1091 καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ αὐτῆς τελέσθηκαν κατὰ τὴν 9η Δεκεμβρίου, ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ὁ Ρωμαῖος Πατριάρχης τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅριζε τὴ μονὴ Χρυσοστόμου, λεγόμενη τοῦ Κουτζοβέντη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Καλανδίων 

Ὁ Ὅσιος Καλανδίων ἢ Καλάνδιος, ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν τριακοσίων Ὁσιομαρτύρων Ἀλαμάνων Ἁγίων τῆς Κύπρου.
Μαρτύρησε μᾶλλον στὴν περιοχὴ τῆς Ταμασίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Στέφανος Ἐπίσκοπος Πέρμ

Ὁ Ἅγιος Στέφανος, Φωτιστὴς τῆς πόλεως Πὲρμ καὶ Ἀπόστολος τῶν Ζυριανῶν, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1345 στὴν πόλη Οὔστιουγκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ ἱερέος Συμεὼν καὶ τῆς Μαρίας. Στὴν διάπλαση τοῦ χαρακτήρα του, ἐπηρεάστηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ μητέρα του. Προικισμένος μὲ πολλὲς δυνατότητες εἶχε ἤδη δείξει ἕνα ἀσυνήθιστο ζῆλο γιὰ τὸν λειτουργικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα εἶχε μάθει νὰ διαβάζει τὰ ἱερὰ βιβλία καὶ βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὸ ναὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν, ἐκτελώντας χρέη κανονάρχου καὶ ἀναγνώστου.

Ὁ νεαρὸς Στέφανος ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στὸ Ροστώβ. Τὸ μοναστήρι ἦταν διάσημο γιὰ τὴν περίφημη βιβλιοθήκη του. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Στέφανος θέλησε νὰ μελετήσει τοὺς Πατέρες στὴν αὐθεντικὴ τοὺς γλῶσσα, σπούδασε τὰ Ἑλληνικά.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς νεότητάς του, ὅταν βοηθοῦσε τὸν ἱερέα πατέρα του στὴν ἐκκλησία, πολὺ συχνὰ συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Ζυριανούς. Τώρα πιά, ἔχοντας ἐντρυφήσει στὴν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Στέφανος φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ κηρύξει στοὺς Ζυριανοὺς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸν φωτισμὸ τῶν Ζυριανῶν σχεδίασε ἕνα ἀλφάβητο ἀπὸ τὴν γλῶσσα τους καὶ μετέφρασε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Γι’ αὐτὴ τὴν σπουδαία πολιτιστική, ἱεραποστολικὴ καὶ θεολογικὴ ἐργασία ὁ Ἐπίσκοπος Ροστὼβ Ἀρσένιος (1374 – 1380) τὸν χειροτόνησε διάκονο.

Ἔχοντας ἑτοιμασθεῖ γιὰ ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα, μετὰ ἀπὸ παραμονὴ δεκατριῶν ἐτῶν μέσα στὸ μοναστήρι, ὁ Ἅγιος Στέφανος ταξίδεψε στὴ Μόσχα, τὸ ἔτος 1379, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ἐπίσκοπο Κολόμνας Γεράσιμο, ὁ ὁποῖος τότε προΐστατο τῆς διοικήσεως στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια. Ὁ Ἅγιος τὸν ἱκέτευσε: «Εὐλόγησέ με, Γέροντα, γιὰ νὰ πάω σὲ μία εἰδωλολατρικὴ χώρα, τὸ Πέρμ. Θέλω νὰ διδάξω τὴν Ἁγία Πίστη στοὺς ἄπιστους ἀνθρώπους. Ἔχω ἀποφασίσει εἴτε νὰ τοὺς ὁδηγήσω στὸν Χριστό, εἴτε νὰ θυσιάσω τὴν ζωή μου γι’ αὐτοὺς καὶ τὸν Κύριο». Ὁ Ἐπίσκοπος μὲ χαρὰ τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Τοῦ πρόσφερε μάλιστα ἕνα ἀντιμήνσιο, Ἅγιο Μύρο καὶ λειτουργικὰ βιβλία, ἐνῷ ὁ μεγάλος πρίγκιπας Δημήτριος τοῦ ἔδωσε ἕνα ἔγγραφο γιὰ ἀσφαλὴ διάβαση.

Ἀπὸ τὴν πόλη Οὔστιουγκ, ὁ Ἅγιος Στέφανος, ξεκίνησε γιὰ τὸν βόρειο ποταμὸ Ντβίνα μέχρι τὴ συμβολὴ τοῦ ποταμοῦ Βικέγκντα, περιοχὴ μέσα στὴν ὁποία ὑπῆρχαν οἰκισμοὶ τῶν Ζυριανῶν. Ὁ πρόδρομος τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὑπέφερε πολλὲς μοχθηρίες, ἀγῶνες, στερήσεις καὶ πικρίες, ζωντας ἀνάμεσα σὲ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι τιμοῦσαν εἴδωλα μὲ φωτιά, νερό, δένδρα, πέτρες, μία χρυσὴ γυναικεία φιγούρα καὶ ἐμπιστεύονταν τὴν ζωή τους σὲ μάγους.

Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νὰ καρποφορεῖ. Ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ὑψωνόταν ἕνα εἴδωλο, οἰκοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, νικητὴ τοῦ σκότους.

Ὁ ἱερέας τῶν εἰδωλολατρῶν, μετὰ ἀπὸ μία ἰσχυρὴ δοκιμασία κατὰ τὴν ὁποία ἀποκαλύφθηκε ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων, ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὸ Φῶς τῆς Θεότητας καὶ αὐτοεξορίσθηκε. Καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, ἔχτισε στὸ Βισερὸ μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν  τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Τὸ ἔτος 1383 ὁ Ἅγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πέρμ. Ὡς στοργικὸς πατέρας ἀφοσιώθηκε στὸ ποίμνιό του. Γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς νεοβαπτισθέντες ἄνοιξε σχολεῖα δίπλα στὶς ἐκκλησίες, ὅπου μελετοῦσαν τὰ ἱερὰ κείμενα στὴν περμιανὴ γλῶσσα. Τοὺς δίδαξε τί ἔπρεπε νὰ ξέρουν προκειμένου νὰ γίνουν ἱερεῖς καὶ διάκονοι γιὰ νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ πῶς νὰ γράφουν στὴν περμιανὴ γλῶσσα.

Ὁ Ἅγιος Στέφανος προστάτευε τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὶς ἀπάτες τῶν διεφθαρμένων ἀξιωματούχων, προσέφερε ἐλεημοσύνη καὶ τὸ βοηθοῦσε στὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνάς του ἐναντίων τῶν εἰσβολῶν τῶν ἄλλων φυλῶν. Ἄλλοτε πάλι ταξίδευε στὴ Μόσχα καὶ τὸ Νόβγκοροντ, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὰ συμφέροντα τῶν Ζυριανῶν, ποὺ πολλὲς φορὲς καταπιέζονταν ἀπὸ τοὺς Ρώσους ὑπαλλήλους.

Ἡ ἱεραποστολικὴ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ προσευχή του ἀπέδωσαν καρπούς. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῆς Πὲρμ ἀσπάσθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὴν ἀλήθεια.

Ὅταν τὸ ἔτος 1390 ὁ Ἅγιος Στέφανος ταξίδευε στὴν Μόσχα γιὰ ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, πέρασε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Τὸ μοναστήρι ἀπεῖχε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ βρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος περὶ τὰ δέκα χιλιόμετρα. Ὁ Ἅγιος Στέφανος διακαῶς ἀγαποῦσε τὸν Ἅγιο ἀσκητὴ τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἐπιθυμοῦσε πάρα πολὺ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, δὲν εἶχε ὅμως χρόνο γιὰ νὰ τὸ κάνει. Τότε ὁ Ἅγιος Στέφανος γύρισε πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ μοναστηριοῦ καὶ κάνοντας μία ὑπόκλιση εἶπε: «Εἰρήνη σὲ ἐσένα, πνευματικέ μου ἀδελφέ». Ὁ Ἅγιος Σέργιος, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν στιγμὴ γευμάτιζε μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, σηκώθηκε, ἔκανε μία προσευχὴ καὶ ὑποκλινόμενος πρὸς τὴν κατεύθυνση ὅπου βρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος ἀπάντησε: «Χαῖρε καὶ σὲ ἐσένα, ἀρχηγὲ τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι μαζί σου».

Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἵδρυσε, ἐπίσης, ἀρκετὲς μονὲς γιὰ τοὺς Ζυριανούς: τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος στὴν ἔρημο τοῦ Οὐλιάνωβ, τὴ μονὴ τοῦ Στεφάνωβ, τὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Οὔστ – Βὶμ καὶ τὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Ἰάρενκ.
Τὸ ἔτος 1395 ὁ Ἅγιος Στέφανος πῆγε πάλι στὴ Μόσχα γιὰ ὑποθέσεις τοῦ ποιμνίου του. Ἐκεῖ ἀσθένησε καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τοποθετήθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ Κρεμλίνο τῆς Μόσχας. Οἱ Ζυριανοὶ μὲ πικρία θρήνησαν τὸ θάνατο τοῦ ποιμένα τους. Μὲ εἰλικρίνεια παρακάλεσαν τὸν πρίγκιπα τῆς Μόσχας καὶ τὸν Μητροπολίτη νὰ στείλουν τὸ σκήνωμα τοῦ προστάτου τους, πίσω στὴν Πέρμ, ἀλλὰ ἡ Μόσχα δὲν θέλησε νὰ φύγουν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Ἀναχωρητοῦ τοῦ ἐκ Σερβίας 

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 2 Δεκεμβρίου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακομιδῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καὶ Ἰωάννης, ἦταν Ἰουδαῖος Ἑλληνιστὴς καὶ ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία. Καταγόταν ἀπὸ εὔπορη οἰκογένεια καὶ κατὰ τὴν συνήθεια τῆς ἐποχῆς νὰ παίρνουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἕνα δεύτερο ὄνομα ἑλληνικὸ ἢ ρωμαϊκό, ὀνομάσθηκε καὶ Μᾶρκος. Ἡ οἰκογένειά του διέθετε τὸ προφανῶς εὐρύχωρο σπίτι της στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὶς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν. Ὁρισμένοι παλαιότεροι ἐρευνητὲς δέχονται ὅτι στὸ σπίτι αὐτὸ ἔλαβε χώρα τὸ τελευταῖο δεῖπνο τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς Μαθητές Του καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ κεράμιον ὕδατος βαστάζων», ὁ ὁποῖος θὰ ἔδειχνε στοὺς δύο Μαθητὲς ποὺ ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ δείπνου τὸ «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον», ἦταν ὁ Ἰωάννης Μᾶρκος.

Ἡ καταγωγὴ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου ἦταν μᾶλλον ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἄρχισε τὴν διακονία τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου, συνοδεύοντας τὸν θεῖο του Ἀπόστολο Βαρνάβα καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς διάφορες περιοδεῖες τους.

Στὴν πρώτη περιοδεία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διακόπτει τὴν συνεργασία, ὅταν ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες του ἔφθασαν ἀπὸ τὴν Κύπρο στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιστρέφει στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὴν ἀρχὴ τῆς δεύτερης περιοδείας, μετὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, κατὰ τὸν «παροξυσμό» ποὺ παρατηρήθηκε μεταξὺ Παύλου καὶ Βαρνάβα, ὁ τελευταῖος μὲ τὸν Μᾶρκο ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ ὁ Παῦλος μὲ τὸν Σίλα ξεκίνησαν γιὰ τὴ νοτιοδυτικὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἀργότερα ὁ Μᾶρκος βρίσκεται πάλι κοντὰ στὸν Παῦλο κατὰ τὸν χρόνο ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος τὶς Ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τέλος μνημονεύεται στὴν Α’ Ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου, ὡς συνεργάτης αὐτοῦ καὶ στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή.

Διάφορες παραδόσεις γιὰ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο ἀπηχοῦνται σὲ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ἢ σὲ ἀρχαία λατινικὰ χειρόγραφα τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ Ἰππόλυτος τὸν ὀνομάζει «κολοβοδάκτυλον», εἴτε γιατί εἶχε δυσανάλογα μικρὰ δάχτυλα σὲ σχέση πρὸς τὸ σῶμα του, εἴτε γιατί ἀπέκοψε ὁ ἴδιος ἕνα ἀπὸ τὰ δάχτυλά του ὅταν ἔγινε Χριστιανός, γιὰ νά μὴν θεωρεῖται ἄρτιος καὶ ἱκανὸς νὰ τελεῖ τὰ καθήκοντά του ὡς λευΐτης ποὺ ἦταν, εἴτε τέλος, σύμφωνα μὲ ἄλλη, ἀλληγορικὴ αὐτὴ τὴ φορὰ ἑρμηνεία, γιατί τὸ Εὐαγγέλιό του στερεῖται εἰσαγωγῆς καὶ ἐπιλόγου. Ὁ Ἐπιφάνιος διασώζει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Μᾶρκος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὅτι ἀνῆκε σὲ ἐκείνους ποὺ σκανδαλίσθηκαν ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ βρώση τῆς Σάρκας Του καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ἵδρυσε καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀκηλυΐας τῆς Ἰταλίας καὶ ἐργάσθηκε ἀποστολικὰ στὴ Δύση, στὴ Ρώμη καὶ στὰ Μεδιόλανα. Τέλος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γενικότερα θεωρεῖ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο ἱδρυτὴ καὶ πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος μετέβη στὴν Αἴγυπτο περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 62 μ.Χ., ἡμέρα τοῦ Πάσχα, οἱ Ἐθνικοὶ τὸν συνέλαβαν, τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη, δεύτερη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, τὸν ἔσυραν ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ μαρτύρησε, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ διότι ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος Αὐτοῦ. Οἱ εἰδωλολάτρες θέλησαν νὰ κάψουν τὸ ἅγιο λείψανό του σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν «εἰς τοὺς Ἀγγέλους», ὅπου ἀργότερα ἱδρύθηκε καὶ ναός, τὸ «Ἀγγέλιον», ἀλλὰ λόγῳ τῆς θύελλας ποὺ ξέσπασε μὲ βροχὴ καὶ χαλάζι, ἐγκατέλειψαν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ ἔφυγαν. Οἱ Χριστιανοὶ ἀφοῦ παρέλαβαν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου τὸ κατέθεσαν σὲ μνημεῖο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἰκοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμήν του.

Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, ἀργότερα μετακομίσθηκε στὴ Βενετία ἀπὸ Βενετοὺς ναυτικούς. Ἡ πράξη δικαιολογήθηκε πολὺ ἀργότερα μὲ ἀναφορὰ σὲ κάποια προφητεία ποὺ Ἄγγελος Κυρίου ἔδωσε στὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ σκήνωμά του θὰ ἀναπαυόταν κάποτε στὴ Βενετία. Ἡ γενικῶς ἀποδεκτὴ ἄποψη τῆς ἱστορίας αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς ἀπεικονίσθηκε σὲ ψηφιδωτὰ μέσα στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Ἐκεῖ ἱστορεῖται τὸ ἐπιχείρημα δύο Βενετῶν ἐμπόρων οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν βοήθεια δύο Ἑλλήνων μοναχῶν, ἀφαίρεσαν τὸ ἱερὸ λείψανο ἀπὸ τὸ προσκύνημά του στὴν Ἀλεξάνδρεια, δωροδοκώντας τὴν φρουρὰ καὶ ἀντικαθιστώντας τὸ ἱερὸ λείψανο μὲ τὸ σκήνωμα ἑνὸς ἀγνώστου Ἁγίου. Ὅταν ἀνέβασαν τὸ ἱερὸ λείψανο πάνω στὸ πλοῖο, φρόντισαν νὰ τὸ προστατεύσουν ἀπὸ τὰ ἐρευνητικὰ βλέμματα τῶν Ἀράβων λιμενικῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν εὐωδία ἁγιότητος ποὺ ἀνέδυε, κρύβοντάς το κάτω ἀπὸ τεμαχισμένα χοιρινὰ κρέατα. Οἱ Ἄραβες, ὡς εὐλαβεῖς Μουσουλμάνοι, ἔνιωσαν φρίκη στὴ θέα καὶ τὴ δυσωδία τῶν χοίρων. Ἔτσι τὸ πλοῖο μὲ τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ἀναχώρησε ἄμεσα. Στὸ ἐκπληκτικὰ ταχὺ ταξίδι ἐπιστροφῆς στὴ Βενετία, τὸ πλοῖο παραλίγο νὰ συντριβεῖ ὁλοσχερῶς. Ὅμως ὁ Ἅγιος ἦταν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξυπνήσει τὸν κυβερνήτη καὶ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συμφορά.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι σίγουρα ἐμπλουτισμένο μὲ πλασματικὲς λεπτομέρειες. Ὅμως, ἡ κλοπὴ ἦταν ἀδιαμφισβήτητη. Τὰ ἐλατήρια τῆς κλοπῆς ἦταν τόσο πολιτικὰ ὅσο καὶ θρησκευτικά. Στὴν ἀρχὴ τὸ ἱερὸ λείψανο τοποθετήθηκε καὶ φυλάχθηκε σὲ μία κρυφὴ αἴθουσα δίπλα στὸ παλάτι τοῦ δόγη. Στὴ διαθήκη του, ὁ δόγης Ἰουστινιανὸς ὅρισε, ἡ σύζυγός του νὰ οἰκοδομήσει ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἀνάμεσα στὸ παλάτι καὶ τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ἡ ἀνέγερση τοῦ κτίσματος ἄρχισε τὸ ἔτος 832 μ.Χ. καὶ τελείωσε μετὰ ἀπὸ 34 ἔτη.
Στὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο βρίσκουμε μόνο μερικὰ χαρακτηριστικὰ ἐπεισόδια ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, σταχυολογημένα ἀπὸ τὴν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀποσπασματικὲς αὐτὲς πληροφορίες ἔχουν ἕνα βαθύτερο θεολογικὸ σύνδεσμο μεταξύ τους καὶ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ δείξουν ὅτι στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ θαυματουργικὲς πράξεις τοῦ Κυρίου στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου μαρτυροῦν γιὰ τὴ μεσσιανικὴ ἐξουσία τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατανικᾶ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις καὶ ἐλευθερώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κυριαρχία τους. Τὰ πραχθέντα ἀποκορυφώνονται στὸν Σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπου θριαμβεύει μὲ τὴν Ἀνάσταση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ Σταυροῦ προετοιμάζει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τὸν ἀναγνώστη ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου του. Ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου κινεῖται μεταξὺ τωρινῶν παθημάτων τῶν πιστῶν καὶ μέλλουσας δόξας μὲ ἀποκορύφωμα τὴ μέλλουσα δόξα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Πέτρου συνέκδημος, καὶ κοινωνὸς ἱερός, τοῦ Λόγου διάκονος, καὶ ὑποφήτης σοφός, ἐδείχθης Ἀπόστολε· ὅθεν τὸ τοῦ Σωτῆρος, Εὐαγγέλιον θεῖον, Μᾶρκε διαχαράττεις, ὡς οὐράνιος μύστης· διὸ Εὐαγγελιστά σε, πόθῳ γεραίρομεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν χάριν τὴν τοῦ Πνεύματος, ῥητόρωνά, διέλυσας Ἀπόστολε, καὶ τὰ ἔθνη ἅπαντα, σαγηνεύσας, Μᾶρκε παναοίδιμε, τῷ σῷ Δεσπότῃ προσήγαγες, τὸ θεῖον κηρύξας Εὐαγγέλιον.

 

Μεγαλυνάριον.
Πέτρῳ τῷ θεόπτῃ μαθητευθείς, τῶν ὑπερκοσμίων, ἐχρημάτισας μυητής· ὅθεν τοῦ Σωτῆρος, ἡμῖν εὐηγγελίσω, ὦ Μᾶρκε θεηγόρε, τὴν συγκατάβασιν.

Ὁ Ἅγιος Ἀννιανὸς Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας 

Ὁ Ἅγιος Ἀννιανός, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, Ἐπίσκοπος καὶ διάδοχός του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὑπῆρξε κατὰ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας «ἀνὴρ θεοφιλὴς καὶ κατὰ πάντα θαυμάσιος». Σύμφωνα μὲ τὶς ἁγιολογικὲς εἰδήσεις ἐξασκοῦσε ὡς εἰδωλολάτρης τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὑποδηματοποιοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο στὴν πόλη αὐτή, ἀπευθύνθηκε στὴν Ἀννιανὸ γιὰ νὰ τοῦ ἐπιδιορθώσει τὰ χαλασμένα του ὑποδήματα. Ὁ τελευταῖος, ἐπάνω στὴν ἐργασία του, τραυμάτισε μὲ τὸ ἐργαλεῖο τὸ ἀριστερό του χέρι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συμβὰν ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος τοῦ ζήτησε νὰ πιστέψει στὸν Θεὸ γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Καὶ ἀμέσως ἔκανε πηλὸ ἀπὸ τὸ πτύσμα του καὶ μὲ αὐτὸ ἐπάλειψε τὸ χέρι τοῦ Ἀννιανοῦ, ἐπικαλούμενος τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τὸ χέρι τοῦ ὑποδηματοποιοῦ ἔγινε καλά. Ὁ Ἀννιανὸς μετὰ τὸ θαῦμα, βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο καὶ τὸν διαδέχθηκε στὸν Ἀλεξανδρινὸ θρόνο. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 82 μ.Χ. Κατὰ ἄλλη μαρτυρία τελεύτησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δομετιανοῦ, δηλαδὴ τὸ ἔτος 85 μ.Χ. Ἄλλη ὅμως παράδοση Ἀνατολικῆς προελεύσεως ἀναφέρει ὅτι ποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 86 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Νίκη ἡ Μάρτυς 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Νίκη πίστεψε στὸν Χριστὸ διὰ τῶν θαυμάτων ποὺ συνέβησαν κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ἐπὶ Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ὑπέστη τὸν διὰ ξίφους μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 303 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος Ἐπίσκοπος τῆς νήσου τοῦ Ἀνθρώπου

Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἦταν στὸν πρότερό του βίο, ληστής. Στὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸν ὁδήγησε ὁ Ἅγιος Πατρίκιος. Διὰ τοῦ βαπτίσματος ἔγινε νέος ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγει τοὺς κινδύνους ἀπὸ τὶς κακὲς συναναστροφὲς καὶ τοὺς πειρασμούς, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ νῆσο τοῦ Ἀνθρώπου. Στὸ νησὶ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Πατρίκιος εἶχε ἀποστείλει τὸν Ἅγιο Γερμανό, ὅταν τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο. Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος ἔφθασε στὸ νησὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ. Τὸ ἔτος 498 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, Ἐπίσκοπος τῆς ἐκεῖ τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνάλωσε τὸν ἑαυτὸ του στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τῆς πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ὑπηρέτησε προηγουμένως ὡς πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ σκευοφύλακας τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ ἀνατροφή του ἔγινε μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ θείου του, Πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Α’ (458 – 471 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ὁ χρονογράφος Ἐφραίμιος ἀποκάλεσε τύπο εὐσέβειας καὶ κάθε καλοῦ.

Ὁ Μακεδόνιος ὁ Β’ διαδέχθηκε τὸν Πατριάρχη Εὐφήμιο (489 – 496 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος καθαιρέθηκε στὰ μέσα τοῦ 496 μ.Χ. ἀπὸ Σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε μὲ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου. Μολονότι ὁ Εὐφήμιος ἦταν ἄνδρας ποὺ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε ἐπισύρει ἐναντίων του ἄγρια καὶ χωρὶς ἔλεος τὴ δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα, ἐχθροῦ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Χαλκηδόνα. Ὁ Μακεδόνιος ὁ Β’ δὲν δίστασε νὰ προσέλθει στὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου Εὐφημίου, κατὰ τὴν ἐξορία του στὰ Εὐχάιτα μετὰ τὴν καθαίρεση. Ὁ Ἀναστάσιος ὁ Δίκορος (491 – 518 μ.Χ.) ἄκουσε μὲ δυσαρέσκεια τὴν παράκληση τοῦ Μακεδονίου. Ἔκρινε ὅμως καλὸ νὰ τὴν δεχθεῖ. Καὶ ὁ Μακεδόνιος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγαθὴ ψυχὴ συμμεριζόταν τὴν θλίψη τοῦ ἀδικημένου προκατόχου του, ἔσπευσε ἀμέσως πρὸς τὸν Εὐφήμιο, τὸν ἀγκάλιασε ἀδελφικά, τὸν ἐφοδίασε δὲ καὶ μὲ χρήματα. Συμπεριφορὰ τόσο περισσότερο ἀξιέπαινη, διότι ὁ Μακεδόνιος ἦταν φτωχὸς καὶ τὰ χρήματα ἐκεῖνα τὰ εἶχε δανεισθεῖ.

Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου τοῦ Β’ στὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα ἔγινε τὸ 496 μ.Χ. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀνεπίληπτο χαρακτήρα του, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ἄμεμπτη καθαρότητα τοῦ ἰδιωτικοῦ του βίου, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ εἶναι γενικὴ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἁγιότητάς του. Ἀλλὰ ὡς καὶ πρὸς τὸ δογματικὸ μέρος, ἐπιτέλεσε τὸ καθῆκον του, μολονότι ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος πολλαπλῶς τὸν πίεσε νὰ φανεῖ εὐνοϊκὸς πρὸς τοὺς ἐχθροὺς τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀνώτερος ὅμως ὁ Μακεδόνιος ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπιρροή, δήλωνε μὲ παρρησία ὅτι καὶ σεβόταν  καὶ ἀποδεχόταν τὸ ἔργο τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ἐξέφρασε δὲ τὴ λύπη του γιὰ ἐκείνους τοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι χαριζόμενοι στὸν αὐτοκράτορα ἀποκήρυτταν τὴ Σύνοδο.

Ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ἔφερε βαρύτατα τὴν ἀνεξάρτητη καὶ ἱεροπρεπὴ αὐτὴ διαγωγὴ τοῦ Μακεδονίου τοῦ Β’, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε ἐλπίσει ὅτι θὰ ἦταν ὑποχείριό του, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του τὴν καθαίρεση καὶ τὴν ἐξορία τοῦ Εὐφημίου. Δὲν φανέρωνε ὅμως τὴν δυσαρέσκεια καὶ τὴν ὀργή του, καθὼς ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν ἀναγκασμένος νὰ μεριμνᾶ γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ τῆς δυναστείας του ἀπὸ ἐπίμονες στάσεις καὶ συχνοὺς κινδύνους. Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἐξέλιπε ἀπὸ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. καὶ τότε ὁ αὐτοκράτορας ποὺ ἐμπνεόταν ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀφοῦ ἀπέρριψε κάθε ἐπιφύλαξη, διατύπωσε ἔντονα καὶ πολὺ ἀπαιτητικὰ τὶς ἀξιώσεις του πρὸς τὸν Πατριάρχη. Ὁ Πατριάρχης ὡστόσο ἀντέδρασε. Ἀπὸ τότε τὰ ἀνάκτορα ἔγιναν συστηματικὸ χαλκεῖο τῶν πλέον εὐτελῶν ἀντιδράσεων κατὰ τοῦ Μακεδονίου τοῦ Β’. Ἕνας αὐτοκράτορας βρίσκει πάντοτε ὄργανα τῶν σκοπῶν του καὶ τῶν ὀρέξεών του καὶ τέτοιοι ἀσεβεῖς καὶ ἀνόσιοι ὑπηρέτες παρεῖχαν καθημερινὲς ἐνοχλήσεις στὸν Ἅγιο Μακεδόνιο. Πληρωμένοι ἄνθρωποι πείραζαν τὸν Πατριάρχη καθ’ ὁδόν. Ἕνας δέ, ἐπιτέθηκε ἐναντίον του μὲ μαχαίρι.

Ἀκόμη καὶ κατὰ τοῦ ἁγνοῦ καὶ ἀκηλίδωτου βίου τοῦ Πατριάρχη, ζήτησε ὁ αὐτοκράτορας νὰ κινήσει ὑποψίες. Διάφοροι συκοφάντες περιδιάβαιναν, πλάθοντας τὶς πλέον ψευδεῖς κατηγορίες ἐναντίων τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός.

Καὶ ἄλλο ἐπεισόδιο ὅμως κατέστησε σφοδρότερη τὴν ἔνταση μεταξὺ τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη κάποιος Ξεναΐας, ποὺ παρουσιάσθηκε ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἱεραπόλεως καὶ ἦλθε μὲ πρόσκληση αὐτοκρατορική. Ὁ Ξεναΐας αὐτός, Πέρσης στὴν καταγωγὴ ἀλλὰ καὶ στὸ θρήσκευμα, εἶχε οἰκειοποιηθεῖ τὸ σχῆμα Χριστιανοῦ ἱερέα καὶ ἔτσι περιδιάβαινε τῆς Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιόχειας, διαδίδοντας αἱρετικὰ φρονήματα καὶ κηρύττοντας ὅτι καμιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀγγέλων δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει στοὺς ἱεροὺς ναούς. Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Καλανδίων ἔδιωξε τὸν Ξεναΐα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του. Ὁ Πέτρος ὅμως, ὁ Κναφεὺς χειροτόνησε τὸν ἀβάπτιστο Πέρση, Ἐπίσκοπο Ἱεραπόλεως καὶ τὸν μετονόμασε Φιλόξενο. Καὶ ὅταν ἔμαθε κατόπιν ὅτι ἦταν ἀβάπτιστος ὁ Ἐπίσκοπός του, θέλησε νὰ τὸ δικαιολογήσει διὰ τῆς θεωρίας ὅτι ἡ χειροτονία ἀναπληρώνει τὸ βάπτισμα. Ὁ Φιλόξενος αὐτός, ἐρχόμενος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα ὄργανα τῶν ἐνεργειῶν ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου καὶ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Πατριάρχης, γνωρίζοντας τὴν φαυλότητα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ σχέση. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ καὶ τὴν ἄποψη τοῦ Πατριάρχου συμμερίζονταν καὶ οἱ μοναχοί, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός. Παραλίγο δὲ νὰ ἐκραγεῖ στάση. Ὁ Ἀναστάσιος ἀντιλήφθηκε τὸν κίνδυνο καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἀπομακρύνει τὸν Φιλόξενο ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα.

Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν ἡσύχασαν. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἡ τυφλότητα τῶν συμβούλων του ἄναβαν καθημερινὰ καὶ κορύφωναν τὴν διάσταση μεταξὺ τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν Ἀνακτόρων. Ἰδίως κατὰ τὸ ἔτος 510 μ.Χ. ἡ ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ καὶ τῶν μοναχῶν κατὰ τοῦ βασιλέως, ἐκδηλώθηκε ἀποφασιστικὴ καὶ ἀσυγκράτητη. Ἄπειρα πλήθη ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν, ὑπὸ τὶς ὁδηγίες τολμηρότατων μοναχῶν, προέβησαν σὲ σφοδρὴ διαδήλωση ὑπὲρ τοῦ Πατριάρχου. Περιεχόμενοι μὲ ἔξαψη καὶ ἀποφασιστικότητα τὴν πόλη φώναζαν: «Εἶναι ἡ ὥρα, Χριστιανοί, γιὰ μαρτύριο. Κανεὶς ἂς μὴν ἐγκαταλείψει τὸν Πατέρα». Καὶ προχωρώντας παρακάτω κατήγγειλαν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Πατριάρχου, ὀνομάζοντάς τους αἱρετικοὺς καὶ ἀνάξιους νὰ κυβερνοῦν. Οἱ προσωπικὲς σχέσεις τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Πατριάρχη ἀπὸ πολὺ καιρὸ βρίσκονταν στὴν μεγαλύτερή τους ἔνταση. Οὔτε κὰν βλέπονταν. Καὶ ὁ αὐτοκράτορας ὁρκιζόταν ὅτι δὲν θὰ ἀνεχόταν νὰ τὸν δεῖ πλέον στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ πρὶν τὴν λαοπλημμύρα ἐκείνη καὶ τὴν τόσο ἀπειλητικὴ ἐξέγερση, προσῆλθε σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Πατριάρχη. Μάταια ὅμως.

Ὄργανα τῆς αὐλῆς τοῦ αὐτοκράτορος πῆραν τὴν πρωτοβουλία καὶ ἔπεισαν δύο φαύλους νὰ κινήσουν ἐναντίον τοῦ Πατριάρχη, αἰσχρὲς κατηγορίες. Μάταια ὁ Μακεδόνιος διαμαρτυρήθηκε καὶ ζήτησε νὰ δικασθεῖ. Ὁ Ἀναστάσιος μὲ στρατιωτικὴ βία τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα νύχτα καὶ τὸν ἐξόρισε κατὰ τὸ ἔτος 511 μ.Χ. στὴν Χαλκηδόνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Εὐχάιτα, ὅπως καὶ τὸν προκάτοχό του Εὐφήμιο. Ἀλλὰ ἡ ἐξορία δὲν ἦταν ἀρκετή, ἡ δὲ ἐκδίωξη τοῦ Μακεδονίου ἀπὸ τὸν θρόνο χωρὶς καθαίρεση ἀποτελοῦσε σκάνδαλο ἐκκλησιαστικό, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ οἰκονομηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὁ αὐτοκράτορας, σὲ σύμπραξη μὲ τὸν Τιμόθεο Α’ (511 – 518 μ.Χ.) τὸν ἐπονομαζόμενο Κήλωνα, ποὺ ἦταν διάδοχος τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου, συγκάλεσε Σύνοδο Ἐπισκόπων ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια αἱρετικὴ ἄποψη καὶ ἡ ὁποία Σύνοδος, δυστυχῶς, καθαίρεσε τὸν Ἅγιο Μακεδόνιο.

Στὰ Εὐχάιτα ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἔμεινε μέχρι τὸ ἔτος 515 μ.Χ. Τότε οἱ Οὗννοι ἔκαναν ἐπιδρομὲς στὴ Γαλατία, τὸν Πόντο καὶ τὴν Καππαδοκία. Ὁ Μακεδόνιος ἀναγκάσθηκε γι’ αὐτὸ νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὰ Εὐχάιτα στὴ Γάγγρα, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 516 μ.Χ.

Σύμφωνα μὲ κάποια παράδοση, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη, ἕνας ἀπὸ τοῦ ὑπηρέτες του τὸν εἶδε στὸ ὄνειρό του. Ἡ ἐμφάνιση θορύβησε τὸν ὑπηρέτη, ὅταν στὰ αὐτιά του ἀντήχησαν οἱ ἑξῆς λόγοι ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου: «Πήγαινε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πὲς στὸν αὐτοκράτορα ὅτι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τοὺς Πατέρες μου, τῶν ὁποίων τὴν πίστη φύλαξα. Θὰ περιμένω δὲ νὰ ἔλθει ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου μου καὶ νὰ δικασθοῦμε ἀπὸ αὐτόν».

Στὰ χρόνια τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου ἄρχισε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ μεγαλοπρεπέστερη τέλεση τῆς ἑορτῆς τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος, ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας ἐνάντια στὶς αὐτοκρατορικὲς αὐθαιρεσίες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Ὁσιομάρτυρες καὶ Ἀναχωρητὲς 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὀκτὼ Ὁσιομάρτυρες ἦταν μοναχοὶ καὶ τελειώθηκαν διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Μνήμη ἐγκαινίων τοῦ Ἀποστολείου τοῦ πανευφήμου Ἀποστόλου Πέτρου

Ὁ ναὸς αὐτὸς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἔκειτο πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ὁ ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος τῆς Ὀμπνόρα, γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἶχε ἐσωτερικὰ τὸν πόθο νὰ μονάσει. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατάφυγε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου ὑπῆρξε δόκιμος καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ ( 5 Ἰουλίου). Ἀφοῦ παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα καὶ πρόκοψε στὴν ὑπακοή, ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ἔλαβε τὴν εὐλογία γιὰ νὰ μείνει μόνος στὴν ἔρημο καὶ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὸν ἀσκητικό του ἀγῶνα.

Μέσα στὸ πυκνὸ δάσος, δίπλα στὸν ποταμὸ Ὀμπνόρα ὁ ὁποῖος συνεχίζει τὴν ροή του στὸν ποταμὸ Κοστρομά, ἔστησε ἕνα σταυρὸ στὸ σημεῖο ὅπου διάλεξε καὶ ξεκίνησε ἀπὸ ἐκεῖ τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Γιὰ μία μεγάλη χρονικὴ περίοδο κανεὶς δὲν ἤξερε τίποτα γιὰ τὸν Ἅγιο ἐρημίτη. Τὸ κελλί του ἀποκαλύφθηκε τυχαία ἀπὸ ἕναν χωρικό, ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει τὸν δρόμο του. Αὐτὸς εἶπε στὸν ἐνοχλημένο ἐρημίτη ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ λαμπρὲς ἀκτίνες καὶ ἕνα στρῶμα νεφέλης ἐπάνω ἀπὸ τὴν κατοικία του. Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ξέσπασε τότε σὲ δάκρυα πικρίας, ἐπειδὴ τὸ μέρος τῆς ἀπομονώσεώς του εἶχε ἀνακαλυφθεῖ. Ὁ προσκυνητὴς παρακάλεσε ἐπίμονα τὸν Ὅσιο νὰ τοῦ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος εἶπε ὅτι ἐκεῖ ἔμενε γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, τρώγοντας φλοιοὺς δένδρων καὶ ρίζες. Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἀδύναμος χωρὶς ψωμὶ καὶ μία φορὰ ἔπεσε στὸ ἔδαφος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία του. Τότε, ἕνας Ἄγγελος μὲ τὴ μορφὴ ἐνὸς θαυμάσιου ἄνδρα ἐμφανίσθηκε μπροστά του καὶ τὸν ἄγγιξε στὸ χέρι. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Ὅσιος δὲν ἔνιωσε ξανὰ ἀδυναμία.

Ἄλλη μία φορὰ ὁ χωρικὸς πῆγε πάλι στὸν Ὅσιο καὶ τοῦ ἔφερε ψωμὶ καὶ ἀλεύρι, γιὰ νὰ ἔχει προμήθειες.

Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ συνάντηση ἦταν ἀρκετή, ὥστε νὰ μαθευτοῦν σὲ πολλοὺς τὰ πνευματικὰ κατορθώματα τοῦ Ὁσίου. Σύντομα, χωρικοὶ ξεκίνησαν νὰ ἔρχονται σὲ αὐτὸν ἀπὸ τοὺς γύρω οἰκισμούς. Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος τοὺς ἐπέτρεψε νὰ χτίσουν κελλιὰ κοντὰ στὸ δικό του κελλί.

Ὅταν πλέον εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀρκετοὶ ἀδελφοὶ στὴ σκήτη, ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος πῆγε στὴ Μόσχα καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου ( 12 Φεβρουαρίου), γιὰ νὰ κατασκευάσει ἕνα ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἔδωσε στὸν Ὅσιο Σιλβέστρο ἕνα ἀντιμήνσιο γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὸν ἔκανε ἡγούμενο τῆς νέας μονῆς.

Μὲ τὴν κατασκευὴ τῆς ἐκκλησίας ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν αὐξήθηκε γρήγορα καὶ ὁ Ὅσιος πολὺ συχνὰ ἀποσυρόταν στὸ κοντινὸ δάσος, ὥστε νὰ ἀπομονώνεται καὶ νὰ προσεύχεται. Αὐτὸς ὁ τόπος ἔλαβε τὸ ὄνομα «ἀπαγορευμένο ἄλσος», ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος διέταξε νὰ μὴν κοπεῖ ἀπὸ ἐκεῖ κανένα δένδρο. Σὲ αὐτὸ τὸ ἄλσος ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τρία πηγάδια, ἐνῷ ἕνα τέταρτο πηγάδι ἔσκαψε στὴν πλευρὰ ἑνὸς λόφου στὸν ποταμὸ Ὀμπνόρα. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν ἀπομόνωσή του, τὸν περίμεναν πολλοὶ ἄνθρωποι στὸ μοναστήρι καὶ ὁ καθένας ἤθελε νὰ λάβει τὴν εὐλογία του καὶ νὰ ἀκούσει τὶς συμβουλές του.

Κάποια ἡμέρα ὁ Ὅσιος ἀρρώστησε ἀπὸ μία ἀνίατη ἀσθένεια καὶ οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς, ποὺ στεναχωροῦνταν ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ ἀπομόνωση, τώρα ἦταν ἀκόμη πιὸ θλιμμένοι ἀναλογιζόμενοι τὸν ἐπικείμενο θάνατό του. «Μὴ στενοχωρεῖσθε μὲ αὐτό, ἀδελφοί», ἔλεγε ὁ Ὅσιος γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει, «γιατί τὰ πάντα εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκολουθῆστε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ μὴ φοβηθεῖτε  νὰ ὑποφέρετε ἀπὸ δοκιμασίες σὲ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἔτσι θὰ λάβετε ἀνταμοιβὴ στὸν Οὐρανό. Ἐὰν εὕρω παρρησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἂν ἡ ζωή μου Τὸν εὐχαρίστησε, τότε αὐτὸς ὁ ἅγιος τόπος δὲν θὰ διαλυθεῖ μετὰ τὴν ἀποχώρησή μου. Προσευχηθεῖτε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ στὴν πάναγνη Μητέρα Του, ὥστε νὰ ἐλευθερωθεῖτε ἀπὸ τὸν πειρασμό».
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1479 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν δεξιὰ πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ἡσυχαστὴς 

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος, ὁ Ἡσυχαστής, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1692 στὴ Ρουμανία. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὴν περιοχὴ Ποϊάνα Μαρουλούϊ τῆς Ρουμανίας. Ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Παϊσίου (Βελιτσκόφσκϊυ) καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1767.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Θράκης καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς της, Εὐνομιανὸς καὶ Εὐφημία, ἦταν ξακουστοὶ καὶ ὀνομαστοί, φημισμένοι γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ περίφημοι γιὰ τὴν ἀρετή τους. Κατοικοῦσαν κοντὰ στὴν Ἡράκλεια, στὸν τόπο ποὺ ἀπὸ παλιὰ ὀνομαζόταν Θρακοκρήνη καὶ ἀργότερα Ἀβυδηνοί. Ζοῦσαν μὲ εὐσέβεια ἔχοντας ὡς πρότυπο τὸν Ἰώβ. Ποθώντας δὲ μὲ πάθος νὰ μιμηθοῦν τὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἁπλόχερα βοηθοῦσαν ὅλους, ὅσοι εἶχαν ἀνάγκες ὑλικές.

Ὅμως εἶχαν περάσει δεκαέξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ νυμφεύθηκαν καὶ ἦταν ἀκόμη ἄτεκνοι. Γι’ αὐτὸ παρακαλοῦσαν ἀδιάκοπα τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί, διάδοχο τοῦ γένους τους καὶ κληρονόμο τοῦ πλούτου τους. Ὁ Κύριος, ποὺ ἰκανοποιεῖ τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν Του, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴ δέησή τους καὶ δὲν παρέβλεψε τὴν προσευχή τους.

Ὑπῆρχε στὸν τόπο ἐκεῖνο ἕνα παλαιὸ ἔθιμο νὰ συγκεντρώνονται οἱ Χριστιανοὶ στὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας ( 13 Μαΐου) καὶ νὰ ἑορτάζουν μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς καὶ οἱ γονεῖς τῆς Ὁσίας. Ἔκαναν λιτανεῖες καὶ ὁλονύκτιες δοξολογίες καὶ ἐπισκέπτονταν τοὺς ναοὺς τῆς πόλεως, ποὺ σὲ αὐτοὺς φυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν σαράντα Ἁγίων Γυναικῶν, τοῦ διακόνου Ἀμὼς καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων. Λιτάνευαν τότε καὶ τὴν πολυσέβαστη κάρα τῆς Ἁγίας Γλυκερίας. Ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποία τελοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λέων, ὁ πατέρας τῆς Ἐλισάβετ, Εὐνομιανός, ἔβλεπε τὴν ἁγία κάρα πότε νὰ χαμογελᾶ καὶ πότε νὰ λυπᾶται. Αὐτὸ τὸ θεώρησε ὡς σημεῖο τῆς πίστεώς του στὴ Μάρτυρα καὶ ἡ ψυχή του γέμισε μὲ χαρὰ καὶ λύπη μαζί. Μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του ἱκέτευσαν τὴν ἀθληφόρο Ἁγία, νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς στειρώσεώς τους καὶ νά τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί. Ἔτσι, ὅταν τοὺς πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος, ὁ Εὐνομιανὸς εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Ἁγία Γλυκερία, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Γι’ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖς κόπους, ἄνθρωπέ μου, καὶ μοῦ ζητᾶς αὐτὸ ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει; Ὅμως, ἐὰν στ’ ἀλήθεια δίνεις τὸν λόγο σου πὼς θ’ ἀποκτήσετε καρδιὰ καὶ πνεῦμα ταπεινὸ καὶ πὼς ποτὲ δὲν θὰ καυχιέσαι σὲ βάρος τῶν ἄλλων, εὐχὴ κάνω νὰ σοῦ δώσει μὲ τὶς πρεσβεῖες μου ὁ μεγαλόδωρος Κύριος, τὸ γρηγορότερο, ἕνα κορίτσι. Αὐτὸ θὰ τὸ ὀνομάσεις Ἐλισάβετ, γιατί θὰ ἀναδειχθεῖ ὅμοια στὴν ψυχὴ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτισθοῦ».

Ὁ πατέρας τῆς Ὁσίας συμφώνησε ὅτι θὰ κάνε αὐτὸ ποὺ ζήτησε ἡ Ἁγία Γλυκερία. Τότε ἐκείνη τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἔφυγε. Ἡ γυναῖκα του συνέλαβε ἀμέσως καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ συμπλήρωση ἐννέα μηνῶν γέννησε κορίτσι.

Ὅταν ἡ Ἐλισάβετ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἔφυγε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὁ πατέρας της. Ἡ μακαρία Ἐλισάβετ ἀπέμεινε ὀρφανή. Ὅμως ἀμέσως ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό της στὸν Θεὸ καὶ διακρίθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν της. Χάρισε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔτσι μὲ τὰ χέρια τους τὴν κατέθεσε στὸν Θεό, ἐνῷ στοὺς δούλους χάρισε τὴν ἐλευθερία τους.

Ἔπειτα ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔφθασε στὴ μονὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα «Μικρὸς Λόφος» καὶ ποὺ ἡγουμένη ἐκεῖ ἦταν κάποια θεία ἀπὸ τὸν πατέρα της. Στὴ μονὴ αὐτὴ ἀπαρνήθηκε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ἐκάρη μοναχή. Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία, νηστεία καὶ ἄσκηση καὶ περπατοῦσε ἀνυπόδητη. Τὸ σῶμα της ποτὲ δὲν δέχθηκε νὰ τὸ πλύνει μὲ νερό. Τὸ διατηροῦσε ὅμως καθαρὸ λούζοντας τὸ καθημερινὰ μὲ τὶς ἀστείρευτες πηγὲς τῶν δακρύων της. Ἒτσι ἔφθασε στὰ ὕψη τῆς ἁγιότητας καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καὶ αὐτοῦ τῆς θαυματουργίας.
Δυὸ χρόνια ἀργότερα ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς ἔφυγε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ἀφοῦ ὅρισε διάδοχό της τὴν Ὁσία Ἐλισάβετ, τὴν ὁποία ἐγκατέστησε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Α’ (458 – 471 μ.Χ.).
Ἡ Ὁσία γέμιζε μὲ φῶς αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη τὴν πλησίαζαν. Κάποτε, τὴν ὥρα ποὺ ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία στὸ ναό, εἶδε νὰ ἀστράφτει ἕνα ἀπερίγραπτο φῶς καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα νὰ κατέρχεται μετὰ τὸν Χερουβικὸ ὕμνο μέσα στὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ καλύπτει τὸν ἱερέα ποὺ στεκόταν μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ Ὁσία πλημμύρισε ἀπὸ θάμβος καὶ ἔκπληξη. Ὅμως αὐτὸ δὲν τὸ εἶπε σὲ κανένα, μέχρι ποὺ ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς ἐκδημίας της στὸν Θεό. Ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα της, ὁ πόθος της – ὅπως ἔλεγε – νὰ δεῖ τὴν πατρίδα της, περίσσευε. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ προσκύνησε τοὺς ἐκεῖ σεπτοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐκεῖ, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου, εἶδε σὲ ὅραμα τὴν Παναγία, ποὺ τὴν ὑποδέχθηκε. Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου τὸ ἀναγνώρισε σὲ εἰκόνα, ὅταν ἔφθασε στὸ ναὸ τοῦ Ἱερομάρτυρα Ρωμανοῦ. Ἡ φωνὴ τῆς Παναχράντου τὴν κάλεσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστήρι της, γιατί ὁ καιρὸς τῆς κοιμήσεώς της ἦταν κοντά. Ἔτσι ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ, ἀφοῦ ἐπέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό της ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μένοντας ἀκέραιο καὶ ἀνέπαφο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τὰς ἀπαρχὰς, ἀμέμπτῳ σου πολιτείᾳ, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς παρθενίας τέμενος, καὶ ἀρετῶν θησαύρισμα, τὴν τῶν θαυμάτων βλυσταίνεις χρηστότητα, ὥσπερ πηγὴ ἀκένωτος, καὶ ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἐλισάβετ καθαίρεις τὰ ἀρρωστήματα, τῶν εὐλαβῶς ψαλλόντων, τῷ Κτίσαντι· Ἀλληλούϊα.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὡς ἐπαγγελίας δῶρον σεμνόν, τῶν ἐπηγγελμένων, κατηξίωσαι ἀγαθῶν, βίῳ καταλλήλῳ, Ὁσία Ἐλισάβετ, ὧν καὶ ἡμᾶς λιταῖς σου, Μῆτερ ἀξίωσον.

Οἱ Ἅγιοι Ἀχιλλέας, Φήλικας καὶ Φορτουνάτος οἱ Ἱερομάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Φήλικας, ὁ πρεσβύτερος, Ἀχιλλέας καὶ Φορτου

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.). Ἦταν στρατηλάτης στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν Γότθων. Διέλαμπε γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ἄσκησή του, ἐπισκεπτόταν δὲ στὶς φυλακὲς τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει. Γι’ αὐτὸ κατηγορήθηκε στὸν βασιλέα καὶ ὁδηγήθηκε δέσμιος ἐνώπιόν του, ὅπου ὁμολόγησε μὲ παρρησία καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ κατέσκισαν τὶς σάρκες. Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διατήρησε σῶο καὶ ἀβλαβή. Βλέποντας τὸ παράδοξο θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἑβδομήντα στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας μετὰ τὶς φρικώδης βασάνους, κλείσθηκε στὴ φυλακή, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ ἔτος 272 μ.Χ. τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

νάτος, οἱ διάκονοι, μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Καρακάλλα (211 – 217 μ.Χ.). Ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λουγδούνων ( 23 Αὐγούστου) στὴν πόλη Βαλένθια τῆς Ἱσπανίας γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ τοὺς συνέλαβε ὁ ἀνθύπατος Κορνήλιος καὶ μετὰ ἀπὸ φρικώδη βασανιστήρια τοὺς ἀποκεφάλισε περὶ τὸ ἔτος 212 μ.Χ. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τῆς δόξας καὶ τῆς μακαριότητας τοῦ Θεοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ ζῆλον δεξάμενοι τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, νομίμως ἠθλήσατε, ὑπὲρ τῆς δόξης αὐτοῦ, τρισάριθμοι Μάρτυρες, Φῆλιξ ὁ θεοφόρος, Ἀχιλλεὺς ὁ θεόφρων, ἅμα καὶ Φουρτουνάτος, τὸν ἐχθρὸν καθέλοντες· διὸ ἐν εὐφροσύνῃ ὑμᾶς μακαρίζομεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς λυχνία τρίφωτος τῇ Ἐκκλησίᾳ, Ἀθληταὶ ἐκλάμπετε, Φῆλιξ ὁμοῦ καὶ Ἀχιλλεύς, σὺν Φουρτουνάτῳ ἑκάστοτε, ταῖς τῆς ἀθλήσεως, θείαις λαμπρότησι.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων τριὰς σεπτή, οἱ γενναίοις ἄθλοις, μεγαλύναντες τὸν Χριστόν, Φῆλιξ θεοφόρε, καὶ Ἀχιλλεῦ θεόφρον, καὶ Θεῖε Φουρτουνάτε, ἡμῶν οἱ πρόμαχοι. 

Οἱ Ἅγιοι Στρατιῶτες Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες πίστεψαν στὸν Χριστὸ μετὰ ἀπὸ θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ στρατηλάτου ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν ἐπὶ βασιλείας Αὐριλιανοῦ, τὸ ἔτος 272 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Πασικράτης καὶ Βαλεντίων οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πασικράτης καὶ Βαλεντίων ἦταν στρατιωτικοὶ καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, τὸ ἔτος 297 μ.Χ., στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς κάτω Μοισίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μελίτων Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας

Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ο αἰῶνος μ.Χ. Ἦταν μέλος τῆς δευτέρας ὁμάδας τῶν μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλε στὴ Βρετανία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, Ἐπίσκοπος Ρώμης ( 12 Μαρτίου), πρὸς ἐνίσχυση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐγουστίνου. Τὸ ἔτος 604 μ.Χ. ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῶν Ἀνατολικῶν Σαξόνων μὲ ἕδρα τὸ Λονδίνο. Εἵλκυσε στὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸν βασιλέα Σάμπερτ, ὁ ὁποῖος τὸν βοήθησε πολὺ στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἐξελέγη, τὸ ἔτος 619 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 624 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν κτήτορας τῆς φερωνύμου μονῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους 

Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καταγόταν ἀπὸ περιφανὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια καὶ εἶχε σπουδαία μόρφωση. Ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ δομήτορος τῆς Μεγίστης Λαύρας, στὸ δὲ βίο του μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος θεράπευσε τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ὁσίου Ξενοφῶντος, Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ τὴν ἀνίατη νόσο τοῦ καρκίνου.

Ὅταν ἦλθε ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν στὸν χῶρο ὅπου σήμερα ὑπάρχει ἡ ἐπ’ ὀνόματί του φερομένη μονή, βρῆκε κατὰ τὴν παράδοση μικρὸ ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου καὶ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ὅταν οἱ ἅγιες εἰκόνες κατακαίγονταν ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. Τότε ἡ Ἁγία αὐτὴ εἰκόνα, μαζὶ μὲ ἄλλες, ρίχθηκε στὴ φωτιά. Ἀλλά, ὢ τοῦ θαύματος!, ἡ φωτιὰ σβήστηκε καὶ ἡ εἰκόνα βρέθηκε σῶα καὶ ἀβλαβὴς πρὸς καταισχύνην τῶν ἀσεβῶν. Τότε ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ θρασύτερος καὶ τολμηρότερος ἀπὸ ὅλους, ἀφοῦ ἔλαβε μάχαιρα χτύπησε τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου στὸν πώγωνα καὶ ἀμέσως τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πληγὴ παρέστησε τὸν Ἅγιο ζωντανὸ καὶ θαυμαστό, νὰ ἐλέγχει δὲ τρανῶς τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν. Αὐτὸ δέ, φαίνεται μέχρι σήμερα.

Μετὰ ἀπὸ ὅτι συνέβη, οἱ ἀσεβεῖς ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τράπηκαν σὲ φυγή. Ἕνας δὲ εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος Χριστιανὸς πῆρε τὴν εἰκόνα μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια καὶ τὴν ἔφερε στὴν παραλία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Πανάγαθο Θεό, γιὰ νὰ διασώσει τὴν εἰκόνα, τὴν ἔριξε στὴ θάλασσα. Ἔτσι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἔφθασε στὴ μονὴ Ξενοφῶντος, γιὰ νὰ καταστεῖ στήριγμα καὶ παρηγοριὰ τῶν μοναστῶν, ὁροθέτης καὶ φύλακας τοῦ εὐλογημένου ἐκείνου τόπου.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν εἶδε τὴν ἁγία εἰκόνα καὶ ἔμαθε περὶ τῆς παραδόξου ἐπελεύσεως αὐτῆς διὰ τῆς θαλάσσης, ἀνήγειρε μὲ δικά του ἔξοδα καὶ πολὺ κόπο νέα μεγαλοπρεπέστατη μονή, τὴν ὁποία ἀφιέρωσε στὸν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο καὶ κατέστησε αὐτὴν ἀρετῆς φροντιστήριο, ἀσκήσεως γυμναστήριο, ὑπακοῆς καὶ ταπεινοφροσύνης θεῖο ἐνδιαίτημα, σωφροσύνης κατοικητήριο, μάλιστα δὲ ἐλεημοσύνης καὶ ἀγάπης οἶκο.

Ὁ Ὅσιος διὰ τῆς διακρίσεως καὶ τῆς πλήρους ἀγάπης καρδίας αὐτοῦ, ἐφείλκυε πάνω του τὴ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ τὸν βλέπουμε νὰ ἔρχεται εἰρηνοποιὸς στὶς διενέξεις καὶ στὶς προστριβὲς μεταξὺ ὁρισμένων μονῶν τοῦ Ἄθω, ποὺ συνέβησαν κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ., μὲ ἀφορμὴ ἐδαφικὲς διαφορὲς καὶ καταπατήσεις, στὶς ὁποῖες ἔδινε τὴ λύση ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ δικαίου καὶ τὴν τακτοποίηση ὅλων τῶν ἐνδιαφερομένων πλευρῶν. Βρίσκουμε δὲ καὶ τὶς περίφημες «ἀσφάλειες» αὐτοῦ, δηλαδὴ τὰ συμβόλαια ἢ συμφωνητικά, στὰ ὁποῖα καὶ σκιαγραφεῖται γλαφυρὰ τὸ σοφότατο τοῦ νοῦ του, τὸ πραότατο τῆς καρδιᾶς του, τὸ εἰρηνοποιὸ τῆς διαθέσεώς του, τὸ δικαιότατο τῆς γνώμης του, ἡ πλούσια καὶ βαθύτατη μόρφωση καὶ καλλιέργειά του. Καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς πατέρες ἀπεκλήθη «ὁ δίκαιος».
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν, περὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ του Θεοδώρου καὶ ἐφησύχαζε ἀναμένοντας εἰρηνικὰ τὴν ὥρα τῆς ἐκδημίας του πρὸς τὸν Κύριο. Ὁ Κύριος τὸν ἀνέπαυσε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1018 – 1035.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Δάναβος, Δημήτριος, Εὐσέβιος, Λεόντιος, Λογγίνος, Νεστάβος, Νέων καὶ Χριστόφορος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν τὸ ἔτος 303 μ.Χ., ὅταν προσῆλθαν στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος. Ὁμολογήσαντες τὸν Χριστό, συνελήφθησαν καὶ κρατήθηκαν στὴ φυλακή. Στὴν συνέχεια κρεμάσθηκαν διὰ προστάγματος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἐξέσθησαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκαν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Ἔγκλειστος

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ μόνασε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του ξαναβρέθηκαν τὸ ἔτος 1675, χάρη σὲ μία κατολίσθηση ποὺ ἐπακολούθησε ἐνὸς σεισμοῦ ποὺ ἐκεῖνο τὸν χρόνο χτύπησε τὸ Κίεβο. Στὴν συνέχεια τοποθετήθηκαν δίπλα σὲ ἐκεῖνα τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου δὲν καταγράφηκε. Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου μνημονεύεται, ἐπίσης, στὶς 28 Σεπτεμβρίου, στὴν κοινὴ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων μοναχῶν τῆς Λαύρας τῶν κοντινῶν Σπηλαίων καὶ τὴ δεύτερη ἑβδομάδα τῆς Τεσσαρακοστῆς, στὴν κοινὴ μνημόνευση τῶν θαυματουργῶν Πατέρων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ὅσιος Σάββας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἔζησε στὶς κοντινὲς σπηλιὲς τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 13ο αἰὼνα μ.Χ. Στὰ χειρόγραφα καὶ στὸν Κανόνα τῆς Ἀκολουθίας πρὸς τοὺς Πατέρες τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀποκαλεῖται Θαυματουργός.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 24 Ἀπριλίου, ἐξαιτίας τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Σάββα τοῦ Στρατηλάτου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Δούκας ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δούκας καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἐργαζόταν ὡς ράπτης σὲ κάποιο ραφεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν κάποτε πῆγε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸ σπίτι κάποιου Τούρκου μεγιστάνα, ποὺ ἔλειπε στὸν στρατό, ἔτυχε ἰδιαιτέρων περιποιήσεων ἀπὸ τὴν σύζυγο τοῦ Τούρκου. Κάποια ἡμέρα δέχθηκε ἄσεμνη ἐπίθεση ἀπὸ τὴν ἀκόλαστη αὐτὴ γυναῖκα, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ σπίτι της ὡς ἄλλος σώφρων Ἰωσήφ. Καὶ ἐπειδὴ δὲν πειθόταν νὰ ἐνδώσει στὶς μιαρὲς διαθέσεις τῆς γυναίκας αὐτῆς, συκοφαντήθηκε ἀπὸ αὐτὴν στὸν βεζίρη, ὅτι δῆθεν ἐπιχείρησε νὰ ἀτιμάσει τὸ σπίτι τοῦ συζύγου της καὶ νὰ τὴ βιάσει. Ὁ βεζίρης συνέλαβε ἀμέσως τὸν Δούκα καὶ τὸν ἔφερε σὲ ἀντιπαράσταση μὲ τὴν γυναίκα αὐτή.
Ὅταν ὁ βεζίρης κατάλαβε ὅτι ὁ Μάρτυρας ἦταν ἀθῶος, τὸν προέτρεψε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Νεομάρτυρας Δούκας ὅμως ἀρνήθηκε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικὰ τὸν ἔγδαραν ζωντανὸ καὶ ἀφοῦ ἔριξαν τὸ δέρμα του στὴ θάλασσα, ἐξακολουθοῦσαν τὶς βασάνους ἐναντίον τοῦ ἄμορφου σώματος. Ἔτσι ὁ Νεομάρτυρας Δούκας ἐξέπνευσε, τὸ ἔτος 1564, ἀποδεικνύοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη του στὸν Χριστό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ὁμολογητής ἐκ Ρουμανίας

Ὁ Ἅγιος Ἠλίας, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1600 στὴν Τρανσυλβανία καὶ καταγόταν ἀπὸ πτωχὴ καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχισμὸ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Πούτνα. Λόγω τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Τρανσυλβανίας Γενναδίου ( 3 Σεπτεμβρίου 1640) καὶ μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τρανσυλβανίας.

Ὁ Ἅγιος ὑπερασπίσθηκε, ὡς Ἐπίσκοπος, τὴν ὀρθόδοξη πίστη μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Γι’ αὐτὸ φυλακίσθηκε καὶ ὑπέφερε τὰ πάνδεινα. Μετὰ ἀπὸ ἐννέα μῆνες ἔγκλειστου βίου στὴ φυλακή, ἀπελευθερώθηκε καὶ πῆγε στὴ Μολδαβία. Κατὰ τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στὸ Χοὺς καὶ πάλι ἀγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1678.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ὁμολογητής ἐκ Ρουμανίας

Ὁ Ἅγιος Σάββας, ὁ Ὁμολογητής, κατὰ κόσμον Συμεών, ἔζησε τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Τρανσυλβανία. Ἀφοῦ πέρασε κάποιο διάστημα στὴ μονὴ Κομάνα, ὅπου διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα, διορίσθηκε ὡς ἱερέας στὴν περιοχὴ Ἀράντ. Τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ ἱερὸ ζῆλο καὶ ἀγάπη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸ ἔτος 1680, ἐκθρονίσθηκε καὶ φυλακίσθηκε. Ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια ὑπέφερε στὴ φυλακή, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πάνδεινα βασανιστήρια. Ἀποφυλακίσθηκε τὸ ἔτος 1683 καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, λόγω τῶν κακουχιῶν καὶ τῶν βασάνων, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὁμολογητής ἐκ Ρουμανίας 

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ εἶναι ὁ πρῶτος ἡσυχαστὴς τοῦ ὄρους Μπιζερικάνι τῆς Μολδαβίας, στὴ Ρουμανία, ἀλλὰ καὶ ὁ ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς μονῆς. Γεννήθηκε κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. σὲ ἕνα χωριὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Νέματ καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Μπιστρίτα καί, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε περισσότερη ἡσυχία, ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Δομετιανοῦ καὶ ἀναχώρησε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐπισκέφθηκε τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχὲς καὶ ἡ νηστεία τοῦ Ὁσίου, ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνουν γύρω του πλῆθος μοναχῶν καὶ μαθητῶν. Ἡ νέα ἀδελφότητα ἀποτελοῦνταν ἀπὸ δεκαπέντε Ρουμάνους καὶ δύο Ἕλληνες καὶ ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ στάρετς. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑβδομάδος ὁ καθένας ζοῦσε κατὰ μόνας στὸ κελλί του καὶ ἔτρωγε ἐλάχιστα μία φορὰ τὴν ἡμέρα μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου. Τὴν Κυριακή, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅλοι συνάγονταν στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἔτρωγαν ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ χρόνος περνοῦσε μὲ ψαλμωδίες καὶ πνευματικὲς συζητήσεις. Τὸ βράδυ ὁ καθένας ἐπέστρεφε στὸ κελλί του γιὰ μία ἀκόμη ἑβδομάδα ἀσκήσεως καὶ σιωπῆς.

Ὅμως οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων στοὺς Ἁγίους Τόπους ἀνάγκασαν τὸν Ὅσιο Ἰωσὴφ καὶ τοὺς μαθητές του νὰ καταφύγουν στὴ Μολδαβία, στὴ μονὴ Μπιστρίτα καὶ στὴν συνέχεια στὸ ὄρος Μπιζερικάνι. Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἔχτισε ἕνα ξύλινο ναὸ καὶ ἕνα κελλί, ἐνῷ οἱ μαθητές του Σίμων, Μεθόδιος, Βαρνάβας, Ἀβέρκιος, Γερμανὸς καὶ Πύρρος ἐγκαταστάθηκαν στοὺς γύρω λόφους. Τὴν παρουσία τους ἐκεῖ, μαρτυροῦν σήμερα τὰ τοπωνύμια, ὅπως «ὄρος τοῦ Σίμωνος», «ὄρος τοῦ Μεθοδίου», «ὄρος τοῦ Βαρνάβα».

Οἱ κανόνες τοῦ ἀσκητικοῦ βίου στὴ νέα ἀσκητικὴ παλαίστρα, ἦταν οἱ ἴδιοι μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐφάρμοζαν καὶ στὸν Ἰορδάνη. Ἀδιάλειπτη προσευχή, σιωπή, ἐξομολόγηση, ἀγρυπνίες, Θεία Κοινωνία. Ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νὰ ἐφαρμόσει τὴν ἀκοίμητη ζωὴ τῶν Νηπτικῶν Πατέρων σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς μονῆς Στουδίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε στὸ ἀσκητικό του ὄρος περισσότερο ἀπὸ τριάντα χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1711.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος κατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Χατζη-Κανέλο στὴν πόλη Γιαγιὰ Κιοΐ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπιστάτης στὰ κτήματα τοῦ ἀγᾶ τῆς πόλεως, ποὺ ὀνομαζόταν Καρὰ Ὀσουμάνογλου καὶ ἔχαιρε ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Τούρκους. Σὲ ἡλικία εἴκοσι δύο ἐτῶν ὁ Νικόλαος, ἀφοῦ εἶχε νυμφευθεῖ, ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἀγᾶ, γιὰ νὰ μεταβεῖ πρὸς τακτοποίηση διαφόρων ὑποθέσεων στὴ Μαγνησία. Εἰσερχόμενος στὴν πόλη φοροῦσε τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ φέσι στὴν κεφαλή. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ δικαστοῦ τῆς Μαγνησίας, παρ’ ὅτι τὸν γνώριζαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν προσήγαγαν στὸν δικαστή. Ὁ δικαστής, προσποιούμενος καὶ αὐτὸς ὅτι δὲν τὸν γνώριζε, ρώτησε τὸν Μάρτυρα μήπως ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀσπασθεῖ τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καὶ προτιθέμενος νὰ τὸ πράξει φόρεσε, ὡς σημεῖο τοῦ πόθου του, τὰ τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ τὸ φέσι. Ὁ Νικόλαος τότε ἀπάντησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς νὰ μὲ φυλάξει καὶ νὰ μὴν γίνει σὲ ἐμένα ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου. Ἐγὼ τὰ ροῦχα αὐτὰ τὰ φοράω μὲ δική σας ἄδεια, ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου εἶναι ὑπηρέτης καὶ δουλευτὴς δικός σας». Ὁ δικαστὴς τότε διέταξε νὰ τὸν ραβδίσουν καὶ ὅταν διαπίστωσε τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τοῦ νέου, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν πολύ. Μετὰ τὴν μαστίγωση ἀκολούθησαν κολακεῖες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ τρίτη καὶ τέταρτη μαστίγωση, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ καὶ χαίροντας γιὰ τὰ παθήματά του, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, τὸ ἔτος 1769.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μνήμη ἐγκαινίων ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐν Κυπαρισσίῳ 

Ὁ ναὸς αὐτὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὸ Κυπαρίσσιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἴσως νὰ ἀνῆκε στὸν Ἀτταλειάτη Μιχαὴλ (1077), διότι ἐκεῖ εἶχε τὸν οἰκογενειακὸ τάφο αὐτοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μόλχᾳ τῆς Ρωσίας 

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τῆς Μόλχα, ἐμφανίσθηκε στὶς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1405 στὸν βαλτότοπο τῆς Μόλχα, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Πούτιβ. Στὴν ἀρχὴ βρισκόταν στὸ μοναστήρι τῆς ἐρήμου στὴ Μόλχα, στὸ Σοφρώνιεφ, ἀλλὰ μετὰ μεταφέρθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Πούτιβλ, στὶς 24 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1605.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Χρυσαφιτίσσης 

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἡ Χρυσαφίτισσα ἐξαίρετον χάριν καὶ ἴασιν παρέχει εἰς τοὺς πάσχοντας ἐκ νευρολογικῶν καὶ ψυχολογικῶν προβλημάτων καὶ θλίψεων. Αὕτης τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος ἡ Σύναξις ἑορτάζεται τὴν Δευτέραν τοῦ Θωμᾶ. Ἡ χάρις καὶ ἡ σκέπη καὶ βοήθειά Της μετὰ πάντων τῶν ἐπικαλουμένων τὴν ἀντίληψίν της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δῶρον οὐράνιον τῇ εὐδοκίᾳ τῇ σῇ, ἡ πόλις ἐκτήσατο, Μονεμβασίας Ἁγνή, τὴν θείαν Εἰκόνα σου· ᾗπερ καὶ προσιοῦσα, Χρυσαφίτισσα Κόρη, λαμβάνει ἀεὶ ἐκ ταύτης, πᾶσαν χάριν βοῶσα· Χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῇ προστασίᾳ σου Παρθένε Χρυσαφίτισσα, ἀεὶ προστρέχοντες κινδύνων ἐκλυτρούμεθα, τὰς πολλὰς σου ἀνυμνοῦντες εὐεργεσίας. Ἀλλ’ ὡς σκέπη καὶ θερμὸν ἡμῶν προσφύγιον. Πᾶσι δίδου τὰ αἰτήματα ἑκάστοτε, τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε πάντων ἡ Ἄνασσα.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαῖρε Χρυσαφίτισσα Μαριάμ, τῆς Μονεμβασίας, ἡ ἀντίληψις ἡ θερμή· χαῖρε ἡ διδοῦσα ἰάσεις τοῖς αἰτοῦσι, τῶν θλιβομένων χαῖρε τὸ παραμύθιον.

 

Ἡ οἰκουμενικότητα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ τέχνη, τὴν τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο λαῶν καὶ φυλῶν ἀκόμα καὶ μὴ ὀρθοδόξων, τὴ λαϊκὴ θρησκευτικότητα, μαρτυρεῖται περίτρανα ἀπὸ τὴν γ’ Ὠδὴ τοῦ Κανόνος του: «Γῆ πᾶσα καὶ βρότειος φυλή, οὐρανός τε συγχαίρει, στρατὸς Ἀγγέλων τε, ὁ πρωτοστράτηγος γάρ, Χριστοῦ νῦν Γεώργιος ἐκ γῆς, βαίνει πρὸς οὐράνια». Παρὰ τὴν εὐρέως διαδεδομένη τιμὴ καὶ εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Γεώργιο, δὲν ὑπάρχουν πολλὲς αὐθεντικὲς ἱστορικὲς πηγὲς γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ μαρτύριό του. Πρώτη καὶ σπουδαιότερη πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦμε πληροφορίες γιὰ τὸν βίο, τὸ μαρτύριο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εἶναι τὸ ἱστορικὸ ποὺ συνέταξε ὁ ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου, Πασικράτης, ὁ ὁποῖος παρακολούθησε τὰ γεγονότα τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 280 – 285 μ.Χ., πιθανότατα στὴν περιοχὴ τῆς Ἀρμενίας, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ. Ἐκεῖ, σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς, ὁ Ἅγιος δέχθηκε τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ ἔγινε μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ὀνομαζόταν Γερόντιος, ἦταν Συγκλητικὸς – στρατηλάτης στὸ ἀξίωμα – καὶ καταγόταν ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη γενιὰ τῆς Καππαδοκίας. Σὲ παλαιὸ χειρόγραφο ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στὴ Σεβαστούπολη τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας καὶ ὅτι ἀρχικὰ ἦταν εἰδωλολάτρης, ἐνῷ ἀργότερα ἔγινε Χριστιανός. Ἡ σύζυγός του ὀνομαζόταν Πολυχρονία, ἦταν Χριστιανὴ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ γνωστὴ Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως ἀναφέρουν οἱ πηγές, ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἁγίου, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν σὲ μικρὴ ἡλικία, μετοίκησε στὴ Λύδδα, λόγω τοῦ θανάτου τοῦ πατρός του.

Σὲ νεαρὴ ἡλικία ὁ Γεώργιος κατατάχθηκε στὸ Ρωμαϊκὸ στρατό. Διακρίθηκε γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὸν ἡρωισμό του καὶ ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ Τριβούνου. Λίγο ἀργότερα ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἔκανε Δούκα (διοικητή) μὲ τὸν τίτλο τοῦ Κόμητος στὸ τάγμα τῶν Ἀνικιώρων τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς, «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπῶς διαπρέψας τοῦ τῶν σχολῶν μετὰ ταῦτα πρώτου τάγματος κόμης κατ’ ἐκλογὴν προεβλήθη».

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 303 μ.Χ. ὁ Ἅγιος συλλαμβάνεται καὶ ἀκολουθεῖ τὸ μαρτύριο. Ἡ πίστη τοῦ Ἁγίου γίνεται ἀφορμὴ νὰ βαπτισθοῦν Χριστιανοὶ οἱ στρατιωτικοὶ Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων, Βίκτωρ καὶ Ἀκίνδυνος, Ζωτικὸς καὶ Ζήνωνας, Χριστόφορος καὶ Σεβηριανός, Θεωνᾶς, Καισάριος καὶ Ἀντώνιος, τῶν ὁποίων τὴ μνήμη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία στὶς 20 Ἀπριλίου καὶ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, σύζυγος τοῦ Διοκλητιανοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς δούλους της Ἀπολλώ, Ἰσαάκιο καὶ Κοδράτο, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται στὶς 21 Ἀπριλίου.

Ὁ Ἅγιος μαρτύρησε, «ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν», μετὰ ἀπὸ πλῆθος βασανιστηρίων, τὴν Παρασκευὴ 23 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 303 μ.Χ. Κατὰ δὲ τὸν ὑπολογισμὸ τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου καὶ σύμφωνα μὲ τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο, ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἀντιστοιχοῦσε στὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου, τοῦ Πάσχα. Κρυφὰ σήκωσαν οἱ Χριστιανοὶ τὸ πάντιμο λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς Ἁγίας μητρός του, ἡ ὁποία μαρτύρησε τὴν ἴδια ἢ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα. Ὁ πιστὸς ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου, Πασικράτης, ἐκτελώντας τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου, παρέλαβε τὸ Ἅγιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς μητέρας του καὶ τὸ μετέφερε στὴ Λύδδα τῆς Παλαιστίνης. Ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως βεβαιώνουν οἱ πηγές, οἱ Σταυροφόροι πῆραν τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ἁγίας Πολυχρονίας καὶ τὰ μετέφεραν στὴ Δύση.

Μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, μαρτύρησαν καὶ οἱ συνδέσμιοί του Εὐσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος καὶ ἄλλοι τέσσερις μαζί. Τὴν μνήμη τους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στίς 24 Ἀπριλίου.

Βλέπουμε ὅτι μὲ κέντρο τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου, δημιουργεῖται μέσα στὸ τελετουργικὸ χρόνο τῆς Ἐκκλησίας, ἕνας ἑορτολογικὸς κύκλος, ὁ ὁποῖος καλλιεργεῖται περισσότερο ἀπὸ τὰ Τυπικὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ξεκινᾶ στὶς 20 Ἀπριλίου καὶ τελειώνει στὶς 24 τοῦ αὐτοῦ μηνός. Ὁ ἑορτολογικὸς αὐτὸς κύκλος δείχνει τὴν περίοπτη θέση τοῦ Μεγαλομάρτυρος στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου ἐπεξετάθη ἐντὸς ὀλίγου χρόνου σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολή. Ἔτσι στὴ Συρία ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. ὑπῆρξαν ναοὶ ἀφιερωμένοι στὴ μνήμη του, ἐνῷ στὴν Αἴγυπτο ὑπῆρχαν περὶ τοὺς 40 ναοὺς καὶ 3 Μονὲς στὸ ὄνομά του. Στὶς λοιπὲς ἀνατολικὲς περιοχὲς ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου εἶχε λάβει τεράστιες διαστάσεις ἀπὸ ἀρχαιοτάτους χρόνους. Στὴν Ἁγιοτόκο καὶ μαρτυρικὴ Καππαδοκία βρίσκονται πολλοὶ ναοὶ ἀφιερωμένοι στὸν Μεγαλομάρτυρα, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους Ἁγίους, μὲ ἐξαίρετες τοιχογραφίες τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου, καθὼς καὶ τῆς μητρός του Ἁγίας Πολυχρονίας. Καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη ὅμως πολλοὶ καὶ ὀνομαστοὶ ναοὶ ἦταν ἀφιερωμένοι στὸν Μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Γεώργιο.
Ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο Γεώργιο στὴν περιοχὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καλλιεργήθηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν Συκεώτη. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ στὶς 22 Ἀπριλίου, ἑορταζόταν στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἱερὰ Σύναξη στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «ἐν τῷ Δευτέρῳ». Αὐτὸ ἀκριβῶς καταδεικνύει τὴ σχέση μεταξὺ τῶν δύο Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.

Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Ἕτερον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μαρτύρων τὸ κλέος, καὶ λαμπρὸν ἀκροθίνιον, τῶν καινῶν τροπαίων τὴν στήλην, καὶ ὁπλίτης περίδοξον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, Γεώργιον τὸν μέγαν Ἀθλητήν· σελαγίζει γὰρ τοῖς θαύμασιν πᾶσαν γῆν, καὶ σώζει τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, ξένα θαυμάσια.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Γεωργηθεὶς ὑπὸ Θεοῦ ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας γεωργὸς τιμιώτατος, τῶν ἀρετῶν τὰ δράγματα συλλέξας σεαυτῷ· σπείρας γὰρ ἐν δάκρυσιν, εὐφροσύνῃ θερίζεις· ἀθλήσας δὲ δι’ αἵματος, τὸν Χριστὸν ἐκομίσω· καὶ ταῖς πρεσβείαις Ἅγιε ταῖς σαῖς, πᾶσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν Μαρτύρων ταξιάρχην καὶ ἀκρέμονα

Καὶ Ἐκκλησίας ἀκατάσειστον θεμέλιον

Μακαρίζομέν σε πόθῳ Τροπαιοφόρε.

Ἀλλ’ ὡς μέγας ἀρωγὸς ἡμῶν καὶ πρόβολος

Ἐν παντὶ ἀντιλαβοῦ καὶ ὑπεράσπισον
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Μάρτυς Γεώργιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Μέγας ἐν ἀθλήσει ἀναδειχθείς, ὡς τροπαιοφόρος, καὶ ἐν θαύμασιν εὐκλεής, μέγας ἀντιλήπτωρ, τῆς Ἐκκλησίας ὤφθης, Γεώργιε παμμάκαρ, Μαρτύρων καύχημα.

Ἡ Ἁγία Πολυχρονία ἡ Μάρτυς

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πολυχρονία ἦταν μητέρα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Προερχόταν καὶ ἐκείνη ἀπὸ φημισμένο καὶ ἀρχοντικὸ γένος. Ἦταν σεμνὴ καὶ γενναία καὶ πλημμυρισμένη ἀπὸ σωφροσύνη, καλοσύνη καὶ γλυκύτητα. Ἀπ’ ὅλα πιὸ πολὺ ἡ ψυχή της ἀγαποῦσε τὸν Θεό, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ χρόνος της κυλοῦσε μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν καὶ τὴν προσευχή. Τὶς προσευχὲς δὲ καὶ τὶς ἀγρυπνίες της, ἡ μακαρία Πολυχρονία, τὶς συνόδευε μὲ ἐγκράτεια καὶ νηστεία. Ἔτσι, ἀποσπασμένος ὁ νοῦς της ἀπὸ τὴ γῆ ὑψωνόταν στὸν οὐρανὸ καὶ βυθιζόταν στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μεταμόρφωνε τὸ γύρω χῶρο της καὶ ἄφηνε νὰ διαχέεται στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον τοῦ συζύγου της Γεροντίου ἡ πάντερπνη ὀσμὴ τῆς πνευματικῆς εὐωδίας.

Ἡ Ἁγία Πολυχρονία μεγάλωνε κρυφὰ τὸν υἱό της μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Τοῦ μετέδιδε τὴν θερμή της ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, καθὼς καὶ τὴν βαθιὰ εὐλάβειά της. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἁγία βρισκόταν διαρκῶς κοντά του. Καὶ στὴ φυλακὴ καὶ στὸν τόπο τῶν μαρτυρίων. Φρόντιζε πάντοτε γιὰ τὴν ἐνίσχυσή του μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.

Ὅταν τὴν εἶδε ὁ βασιλέας Διοκλητιανὸς νὰ ὁμιλεῖ στὸν Ἅγιο, τὴν κάλεσε κοντά του καὶ τὴν ρώτησε ποιὰ εἶναι. Ἡ Ἁγία μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Μὲ λένε Πολυχρονία καὶ εἶμαι Χριστιανή, ὅπως καὶ ὁ υἱός μου Γεώργιος, ποὺ νομίζεις ὅτι τιμωρεῖς, ἐνῷ αὐτὸς στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Βασιλέα Χριστό». Ἐξοργισμένος ὁ Διοκλητιανὸς πρόσταξε νὰ τὴν βασανίσουν ἀμέσως. Στὴν συνέχεια τὴν κρέμασαν ἐπάνω σὲ ἕνα ξύλο καὶ τῆς ἔκαναν ἀκόμη μεγαλύτερα μαρτύρια. Κατέσχισαν τὶς σάρκες τοῦ σώματός της μὲ σιδερένιες χειράγρες τόσο πολύ, ποὺ φάνηκαν τὰ σπλάχνα της. Ὓστερα πῆραν ἀναμμένες λαμπάδες καὶ ἄρχισαν νά καῖνε τὶς πληγές της. Παρόλα αὐτὰ ἐκείνη ἔμενε ἀσάλευτη στὴν πίστη της καὶ ἀνδρεία στὸν λογισμό της. Οἱ δήμιοι ὅμως συνέχισαν. Τῆς φόρεσαν μὲ λαβίδες σιδερένια πυρακτωμένα ὑποδήματα. Ἡ Ἁγία Πολυχρονία, μὲ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παρακλήτου, νίκησε τοὺς πόνους καὶ παρέδωσε μὲ εἰρήνη τὴν ἁγία της ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ τίμιο λείψανό της τὸ παρέλαβαν κρυφὰ οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν δοξάζοντας τὸν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μάρτυρας ὁ ἀπὸ μάγων

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀθανάσιος τελειώθηκε διὰ ξίφους. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων οἱ στρατηλάτες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων ἦταν στρατιωτικοὶ καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γλυκέριος ὁ Μάρτυρας ὁ γεωργός 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γλυκέριος ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου. Ὅταν ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἦταν κλεισμένος στὴ φυλακή, ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του εἶχε φθάσει σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα. Ἔτσι πλῆθος κόσμου κάθε νύχτα γέμιζε τὴ φυλακή, δίδοντας μεγάλα δῶρα στοὺς δεσμοφύλακες γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο καὶ νὰ λάβει πνεῦμα δυνάμεως, πνεῦμα χαρᾶς, πνεῦμα πίστεως καὶ ἀγάπης. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ πτωχὸς Γλυκέριος. Εἶχε στὴν κατοχή του ἕνα μόνο βόδι, τὸ ὁποῖο ψόφησε τὴν ὥρα ποὺ ὄργωνε τὸ χωράφι του. Ἔπεσε λοιπὸν στὰ γόνατα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τὸν ἱκέτευε νὰ τὸν βοηθήσει. Στὴν εἰλικρινὴ ὁμολογία του ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, ὁ Ἅγιος τὸν προέπεμψε λέγοντάς του ὅτι τὸ βόδι του ἦταν ζωντανό. Ὅταν τὸ διαπίστωσε ὁ Γλυκέριος, ἐπέστρεψε στὸν Ἅγιο γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει καὶ κραύγαζε: «Μέγας ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ὑπέστη τὸν διὰ ξίφους θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Δονάτος καὶ Θερινὸς οἱ Μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δονάτος ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο διὰ ξίφους μετὰ τοῦ Μάρτυρος Θερινοῦ κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου, τὸ ἔτος 250 μ.Χ., στὸ Βουθρωτὸ τῆς Ἠπείρου.
Ὁ Ἅγιος Θερινὸς συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸ δικαστήριο, ὅπου εἶχαν ἑτοιμάσει τὴ φωτιά, τὰ ἀκονισμένα ξίφη καὶ τὰ ἄλλα ὄργανα τοῦ βασανισμοῦ. Ὁ δικαστὴς προέτρεψε τὸν Ἅγιο νὰ θυσιάσει στὸν θεὸ Δία καὶ τοὺς ἄλλους θεούς, ἀλλὰ ὁ στερρὸς καὶ ρωμαλέος Θερινός, βλέποντας ἀτάραχος γύρω του, ὁμολόγησε μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα τὴν πίστη του στὸν Κύριο. Τότε ὁ τύραννος προστάζει καὶ τέμνονται τὰ μέλη καὶ ξεσκίζονται οἱ σάρκες τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ρέει αἷμα. Ἔπειτα τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καμίνι καὶ σὲ πυρακτωμένη σχάρα. Στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὸν ἱππόδρομο καὶ τὸν ἔριξαν στὰ πεινασμένα θηρία, τὰ ὁποῖα ὅμως τὸν σεβάστηκαν καὶ δὲν τὸν πείραξαν. Τότε ὑπέστη τὸν διὰ ξίφους μαρτυρικὸ θάνατο καὶ εἰσῆλθε ἔτσι στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Οὐαλέριος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Οὐαλέριος τελειώθηκε διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος τοῦ Σενκοὺρκ ἦταν σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Βαρλαὰμ τοῦ Βὰζχσκ καὶ Σενκοὺρκ ( 19 Ἰουνίου). Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ προστάτου του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.
Ὁ Ὅσιος ἀπεικονίζεται μὲ κουρελιασμένα ἐνδύματα, ἀνυπόδητος καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ προσευχή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Κύπριος 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του ἔφθασε στὴν Προλεμαΐδα τῆς Παλαιστίνης, ὅπου ὑπηρετοῦσε κοντὰ σὲ κάποιο εὐρωπαῖο πρόξενο. Ἐκεῖ, προσφέροντας τὶς ὑπηρεσίες του πρὸς τόν ἀφέντη του, ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸ σπίτι μιᾶς φτωχῆς μωαμεθανῆς, ἡ ὁποία εἶχε  μία νεαρὴ θυγατέρα καὶ ἀγόραζε αὐγά. Κάποιες τουρκάλες γειτόνισσες, ἐπειδὴ ὁ Γεώργιος δὲν ἀγόραζε αὐγὰ ἀπὸ αὐτές, τὸν συκοφάντησαν ὅτι εἶχε ἀθέμιτες σχέσεις μὲ τὴ νεαρὴ μωαμεθανὴ καὶ μὲ κραυγὲς συγκέντρωσαν μπροστὰ στὸ σπίτι τῆς μωαμεθανῆς τὸν τουρκικὸ ὄχλο.

Ὁ Γεώργιος, διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν προσαπτόμενη ψευδὴ κατηγορία, ὁδηγήθηκε βίαια στὸν ἱεροδικαστή. Ἐκεῖνος μάταια προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ γίνει μουσουλμάνος πρὸς ἀποφυγὴν τῆς τιμωρίας. Παρὰ τὶς προσπάθειες τοῦ κριτοῦ καὶ τὶς κολακεῖες ἢ φοβέρες τοῦ ὄχλου, ὁ Μάρτυρας παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν πίστη, δηλώνοντας ὅτι Χριστιανὸς γεννήθηκε καὶ Χριστιανὸς θέλει νὰ πεθάνει.
Τότε ὁ κριτὴς διέταξε, τὸ ἔτος 1752, τὸν θάνατό του. Ὁ Μάρτυρας Γεώργιος ὁδηγήθηκε σὲ τόπο κοντὰ στὴν θάλασσα. Οἱ δήμιοι ἀνάγνωσαν τὴν καταδίκη του σὲ θάνατο καὶ προσπάθησαν πάλι μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἐπιτύχουν τὸν ἐξισλαμισμό του. Ὁ Μάρτυς ὕψωσε τότε τὰ ἁλυσοδεμένα χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ ἀνεβόησε μὲ φωνὴ μεγάλη: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου καὶ ἀξίωσέ με τῆς Βασιλείας Σου». Οἱ Τοῦρκοι τὸν πυροβόλησαν καὶ ὁρμώντας ἐναντίον του διαμέλισαν τὸ τίμιο λείψανό του διὰ μαχαίρας. Τότε ξαφνικὰ ἔγινε θύελλα, ποὺ συντάραξε τὴν θάλασσα. Τὰ κύματα ἔφθασαν μέχρι τὸ σημεῖο ὅπου ἔκειτο τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Οἱ Τοῦρκοι φοβούμενοι ἀπομακρύνθηκαν, οἱ δὲ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ σκήνωμα τοῦ Μάρτυρος καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ στὸ ναὸ τῆς Πτολεμαΐδος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Λάζαρος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κάμπροβα τῆς Βουλγαρίας καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Βουλγαρία, ἦλθε στὴν πόλη Σῶμα, κοντὰ στὴν Πέργαμο καὶ ἔγινε βοσκός. Κάποια ἡμέρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔβοσκε τὸ ποίμνιό του, ἀποκοιμήθηκε. Κατὰ τύχη δὲ τὴν ὥρα ἐκείνη περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ μία ὀθωμανίδα, κατὰ τῆς ὁποίας ἐπιτέθηκε τὸ σκυλὶ τῆς ποίμνης καὶ ἔσκισε λίγο τὰ ἐνδύματά της. Ἡ γυναίκα, μόλις ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της, ἔδειξε τὰ σκισμένα ἐνδύματά της στὸν σύζυγό της, συκοφαντώντας τὸν Λάζαρο ὅτι δῆθεν ἦταν αὐτὸς ποὺ τὴν βίασε. Ὁ Τοῦρκος ὀργίσθηκε καὶ ἔτρεξε ἀμέσως νὰ βρεῖ τὸν Λάζαρο. Ἀντὶ αὐτοῦ, βρῆκε ἕναν φίλο τοῦ Ἁγίου, τὸν ὁποῖο τραυμάτισε. Ὅταν δὲ πληροφορήθηκε ὁ Τοῦρκος ὅτι ὁ τραυματισθεῖς δὲν ἦταν ὁ Λάζαρος, ζήτησε ἀπὸ τὸν ἀγᾶ τὴν τιμωρία τοῦ Λαζάρου.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος συνελήφθη στὶς 7 Ἀπριλίου τοῦ 1802 καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Ἡ ἀθῳότητά του ἀποδείχθηκε, ἀλλὰ οἱ συγγενεῖς τῆς ὡς ἄνω γυναίκας ὑποσχέθηκαν στὸν ἀγᾶ χίλια γρόσια στὴν περίπτωση ποὺ θὰ ἐπετύγχανε τὸν ἐξισλαμισμὸ ἢ τὸν θάνατο τοῦ Μάρτυρα. Ἡ φιλαργυρία ὁδήγησε τὸν ἄρχοντα στὸ νὰ ὑποβάλλει τὸν Νεομάρτυρα Λάζαρο σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι πύρωσαν σιδερένια ραβδιά, διὰ τῶν ὁποίων κατέκαψαν ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του, ἐνῷ τὸν βίαζαν νὰ ὁμολογήσει πίστη στὸν Μωάμεθ. Ἀφοῦ κατέκαψαν τέλος καὶ τὴν γλῶσσα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, τὸν παρακινοῦσαν – ἄφωνο πιὰ – νὰ ὑποδείξει μὲ νεύματα ἢ μὲ κίνηση τῆς κεφαλῆς τὴ συγκατάθεσή του στὴν ἐπιθυμία τους νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀλλὰ οὔτε τὰ φρικώδη βασανιστήρια, οὔτε οἱ βαριὲς πέτρες ποὺ τέθηκαν στὸ στῆθος του, οὔτε οἱ ραβδισμοὶ στάθηκαν ἱκανὰ γιὰ νὰ μεταπείσουν τὸν Μάρτυρα. Ἔτσι δέχθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸν δι’ ἀγχόνης θάνατο, σὲ ἡλικία εἴκοσι ὀκτῶ ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατὰ τὴν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καὶ φρόντισαν νὰ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι’ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ δεσποτικὸ σῶμα, τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρό, τὸ περιέβαλαν σὲ σινδόνια μαζὶ μὲ ἐκλεκτὰ ἀρώματα, τὸ τοποθέτησαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο καὶ ἔβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στὴ θύρα τοῦ μνημείου. Παρευρίσκονταν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ποὺ καθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τὴ Θεομήτορα. Δὲν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες γυναῖκες ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Λουκᾶς.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἀνάπλαση καὶ ἐπάνοδος πρὸς τὴν ἀθάνατη ζωὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ ποὺ καταβροχθίσθηκε ἀπὸ τὸ θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἐπανῆλθε πρὸς τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία πλάσθηκε.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν εἶδε κανεὶς ἄνθρωπος νὰ πλάττεται καὶ νὰ παίρνει ζωή, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἄνθρωπος ἐκείνη τὴν ὥρα, μετὰ δὲ τὴ λήψη τῆς πνοῆς ζωῆς μὲ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπὸ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα, γιατί μετὰ ἀπὸ αὐτὸν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὕα. Ἔτσι τὸν δεύτερο Ἀδάμ, δηλαδὴ τὸν Κύριο, ὅταν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ἀφοῦ δὲν παρευρισκόταν κανεὶς δικός του καὶ οἱ στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν τὸ μνῆμα ταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο, εἶχαν γίνει σὰν νεκροί. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάσταση πρώτη ἀπ’ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα.

Ὑπάρχει κάτι συνεσκιασμένο ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποκαλύψω στὴν ἀγάπη σας. Πραγματικὰ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστὸ καὶ δίκαιο, εἶδε τὸν ἀναστάντα καὶ ἀπόλαυσε τὴν ὁμιλία του καὶ ἄγγισε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἔστω καὶ ἂν οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν τὰ λέγουν φανερά, μὴ θέλοντας νὰ φέρουν ὡς μάρτυρα τὴ μητέρα, γιὰ νὰ μὴ δώσουν ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους. Ἐπειδὴ τώρα ὁμιλῶ πρὸς πιστοὺς θὰ διευκρινίσω τὰ σχετικά.

Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ μυροφόρες ἑτοίμασαν τὰ μύρα καὶ τὰ ἀρώματα, κατὰ τὴν ἐντολή, τὸ Σάββατο ἡσύχασαν. Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει: «Τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ, ἦρθαν στὸ μνῆμα, ἡ Μαρία Μαγδαληνή, ἡ τοῦ Ἰακώβου, ἡ Ἰωάννα καὶ ἄλλες μαζί τους». Ὁ Ματθαῖος λέγει: «ἀργὰ τὸ Σάββατο, ξημερώνοντας τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος καὶ δύο μυροφόρες προσῆλθαν». Ὁ Ἰωάννης λέγει: «Τὸ πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ καὶ ἦταν μόνο ἡ Μαρία Μαγδαληνή». Ἐνῶ ὁ Μᾶρκος ἀναφέρει: «Πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος καὶ ἦταν τρεῖς οἱ προσερχόμενες μυροφόρες».

Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ποὺ ἀναφέρουν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς εἶναι ἡ Κυριακή. Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὄρθρο βαθύ, πολὺ πρωὶ καὶ πρωὶ σκοτεινὰ ἀκόμη, ὀνομάζουν τὸ χρόνο γύρω ἀπὸ τὸν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπὸ φῶς καὶ σκοτάδι. Φαίνονται βέβαια νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελιστὲς μεταξύ τους τόσο γιὰ τὴν ὥρα, ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν.

Οἱ μυροφόρες ἦταν πολλὲς καὶ ἦλθαν στὸν τάφο ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, συντροφιὰ μέν, ἀλλὰ ὄχι οἱ ἴδιες, κατὰ τὸν ὄρθρο μὲν ὅλες, ἀλλ’ ὄχι τὸν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς.

Ὅπως ἐγὼ ὑπολογίζω καὶ συνάγω, ἀπὸ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστές, πρώτη ἀπ’ ὅλους ἦλθε στὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζὶ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία. Τὸ συμπεραίνω ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο. Γιατί λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ ἄλλη Μαρία», ποὺ ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο. Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, γιατί ἄγγελος Κυρίου ἦλθε, σήκωσε τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ κάθισε πάνω της. Ἦταν ἡ μορφή του σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του λευκὸ σὰν χιόνι καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους ταράχθηκαν οἱ φύλακες καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί». Νομίζω ὅτι γιὰ τὴ Θεοτόκο ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος τάφος (γιατί γι’ αὐτὴ πρώτη καὶ μέσω αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθεῖ σ’ ἐμᾶς ὅλα, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ) γι’ αὐτὴν ἄστραψε ὁ ἄγγελος νὰ δεῖ τὸν ἄδειο τάφο καὶ τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων χωρὶς τὸν ἀναστάντα Κύριο. Καὶ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστὴς αὐτὸς ἄγγελος ἦταν ὁ Γαβριήλ, ποὺ ἀνάφερε τὴν ἀνάσταση δείχνοντας τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ λέγοντας στὶς μυροφόρες νὰ τὴν ἀναγγείλουν στοὺς μαθητές. Καὶ τότε «ἐξῆλθαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη». Ἐγὼ νομίζω καὶ πάλι ὅτι τὸν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τὴ μεγάλη χαρά, γιατί κατενόησε τὰ χαρμόσυνα λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου τὰ ὁποία πίστεψε καὶ ἀπὸ τὰ τόσα ἀξιόπιστα γεγονότα, τοῦ σεισμοῦ, τῆς μετάθεσης τοῦ λίθου, τοῦ ἄδειου τάφου, τῶν ἄλυτων ἐνταφίων ἀδειανῶν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Καὶ τέλος πρώτη ἡ Θεοτόκος ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα καὶ προσέπεσε στὰ πόδια του καὶ ἔγινε ἀπόστολος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰησοῦς στὶς μυροφόρες, λέγοντας τό: «Χαὶρετε».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας, τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος· ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὸ Χαῖρε τοῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς Προμήτορος Εὔας κατέπαυσας τῇ Ἀναστάσει σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς, κηρύττειν ἐπέταξας· ὉΣωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροφόρων θεῖος χορός, Ἰωσὴφ εὐσχήμων, καὶ Νικόδημος ὁ σεπτός, οἱ μύροις τὸ σῶμα ἀλείψαντες Κυρίου, καὶ τούτου τὴν ἁγίαν, ἰδόντες ἔγερσιν.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης 

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Συκέα ἢ Συκεῶν τῆς Ἀναστασιοπόλεως, πρώτης πόλεως τῆς ἐπαρχίας Ἀγκυρανῶν καὶ ἦταν υἱὸς τῆς πόρνης Μαρίας καὶ τοῦ Κοσμᾶ, ἀποκρισάριου τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. Ἡ ἐκ πορνείας γέννηση τοῦ Ὁσίου δὲν ἐμπόδισε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀναδείξει Ἀρχιερέα τιμιότατο καὶ νὰ τὸν πλουτίσει μὲ παράδοξες θεοσημεῖες καὶ θαυματουργίες. Στὸ σχολεῖο προέκοπτε στὴ μάθηση καὶ σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἔδειξε κλίση στὸ μοναχικὸ βίο. Μία νύχτα καὶ ἐνῷ ὁ Ὅσιος εἶχε γίνει δωδεκαετής, ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτὸν ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος καὶ ἀφοῦ τὸν ξύπνησε τοῦ εἶπε: «Σήκω, Θεόδωρε, ἔφθασε ὁ ὄρθρος, πᾶμε νὰ προσευχηθοῦμε». Ὁ Ὅσιος εἶχε τόση εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Γεώργιο, ὥστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἀνέβαινε στὸ γειτονικὸ πετρῶδες ὄρος, ὅπου ἦταν τὸ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τὸν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς παλικαριοῦ.

Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὴ μοναχικὴ πολιτεία σὲ νεαρὴ ἡλικία μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἔλαβε τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ στὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Χουζιβᾶ.

Στὴν συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ παρέμεινε μόνιμα στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ οἰκοδομοῦσε τὸν ἑαυτό του μὲ νηστεῖες καὶ χαμαικοιτίες, μὲ ἀγρυπνίες καὶ ψαλμῳδίες, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπολάμβανε ἀπὸ μέρος τοῦ Θεοῦ, ποταμὸ ἀπὸ περισσότερα χαρίσματα ἐναντίων τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων καὶ τῶν κάθε εἴδους ἀσθενειῶν.

Ἡ μητέρα του, ἔχοντας φρόνημα σαρκικό, ἐγκατέλειψε τὸν υἱό της καὶ ἀφοῦ πῆρε ὅσο μέρος τῆς περιουσίας τῆς ἀναλογοῦσε, νυμφεύθηκε τὸν Δαβίδ, ἄνδρα τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς τῆς Ἄγκυρας.

Ἡ ἀδελφὴ τῆς μητέρας του, ἡ Δεσποινία, ἡ μητέρα της Ἐλπιδία καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ὁσίου, ἡ Βλάττα, δὲν δέχονταν νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ αὐτόν. Ἀπεναντίας παρατηροῦσαν μὲ προσοχὴ τὴν ἐνάρετη ζωή του καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν μιμηθοῦν ὅσο μποροῦσαν, ἐξαγνίζοντας καὶ ἀγιάζοντας τὸν ἑαυτό τους μὲ σωφροσύνη καὶ καθαρότητα βίου, μὲ ἐλεημοσύνες καὶ προσευχές.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως, Τιμοθέου, οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, πῆγαν στὴν Ἄγκυρα καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀγκύρας, Παῦλο, νὰ ἀναδείξει Ἐπίσκοπο τῆς πόλεώς τους τὸν Ὅσιο Θεόδωρο. Ὁ Ὅσιος δὲν δεχόταν μὲ κανένα τρόπο τὴν πρόταση αὐτή. Ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ κατέφυγαν στὴ βία. Τὸν ἔβγαλαν ἔξω καὶ ἀφοῦ τὸν τοποθέτησαν ἐπάνω σὲ ἕνα φορεῖο, τὸν ἀπήγαγαν.

Κατὰ τὴν χειροτονία του σὲ Ἐπίσκοπο κάποιος εἶδε ἕνα τεράστιο ἀστέρι ποὺ ἀκτινοβολοῦσε, νὰ κατέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ στέκεται ἐπάνω στὴν ἐκκλησία, ἀστράφτοντας καὶ φωτίζοντας τὴν πόλη καὶ τὴν γύρω περιοχή.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἔφθασε στὴν Ἀναστασιόπολη μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Κίννας, Ἀμίαντο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐνθρονίσθηκε. Ἔκτοτε ἔλαμπε συνεχῶς ὡς ἥλιος μὲ τὰ θεία χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, μὲ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, μὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἀγαθοεργίες.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπιθύμησε νὰ ἐπισκεφθεῖ γιὰ δεύτερη φορὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ ὅλα τὰ ἁγιάσματα ποὺ ὑπῆρχαν στὴν περιοχή, καθὼς καὶ τὰ κοντινὰ μοναστήρια. Τὸν ἐνοχλοῦσε ὅμως ὁ λογισμὸς καὶ τὸν ἔπεισε τελικὰ νὰ μὴν ἐπιστρέψει πίσω στὴν πατρίδα του, ἀλλὰ νὰ ζήσει ἡσυχαστικὴ ζωὴ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ. Νόμισε πὼς εἶχε πέσει ἔξω ἀπὸ τὸ μοναχικὸ μέτρο, ἐπειδὴ ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ εὐθύνη τῆς Ἐπισκοπῆς καὶ διότι τὸν στεναχωροῦσαν οἱ ἐνοχλητικὲς καταστάσεις ποὺ ὑπῆρχαν σὲ αὐτήν. Πῆγε λοιπὸν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ζοῦσε ἐκεῖ σὲ ἕνα κελλὶ κάποιου ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἀνδρέα. Κάποια νύχτα ὅμως παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἅγιος Γεώργιος καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ἕνα ραβδί, τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ περπάτα, διότι πολλοὶ ἄνθρωποι λυποῦνται, γιατί ἀπουσιάζεις. Δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ἐγκαταλείψεις τὴν Ἐπισκοπή σου καὶ νὰ ζεῖς ἐδῶ». Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἀποχαιρέτισε τοὺς πατέρες τῆς μονῆς καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Ὅταν ἔφθασε στὰ μέρη τῆς Γαλατίας, κοντὰ στὸ μοναστήρι τῶν Δρυΐνων, τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴν μιλήσουν σὲ κανέναν γι’ αὐτό, καθὼς αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ δὲν τὸν γνώριζαν. Ὡστόσο ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου κυκλοφόρησε παντοῦ. Ἔτσι ἔρχονταν πολλοὶ στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του.

Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴν Ἀναστασιόπολη προξενώντας ἔτσι μὲ τὴν ἐπιστροφή του, χαρὰ σὲ ὅλους. Ὅμως ὁ Ὅσιος εἶχε ἀποφασίσει νὰ παραιτηθεῖ, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἡσυχαστικὴ ὁδό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνάντησε τὸν Ἐπίσκοπο Ἀγκύρας Παῦλο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν παραίτησή του. Ὁ Ἐπίσκοπος Παῦλος δὲν ἤθελε νὰ δεχθεῖ τὴν παραίτηση τοῦ Ὁσίου. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε ἔντονη συζήτηση μεταξύ τους, στὸ τέλος ἀποφάσισαν νὰ στείλουν μήνυμα στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακό, γιὰ νὰ τοῦ θέσουν τὸ θέμα αὐτό. Ὁ Πατριάρχης Κυριακός, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ βασιλέως, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Μητροπολίτη Ἀγκύρας νὰ δεχθεῖ τὸ αἴτημα τοῦ Ὁσίου, νὰ τοῦ δώσει μάλιστα καὶ τὸ ὠμοφόριο τῆς Ἐπισκοπῆς, γιὰ νὰ διατηρεῖ τὸ ἀξίωμά του, καθὼς ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος καὶ ἀποχωροῦσε ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ χωρὶς νὰ ἔχει διαπράξει ἀδίκημα.

Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἦλθε στὴν περιοχὴ τῆς Ἡλιουπόλεως καὶ ἀπομονώθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὴν Ἄκρηνα, πολὺ κοντὰ στὸ χωριὸ Πίδρος. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἐπιστολὲς καὶ ἀπὸ τὸν βασιλέα Μαυρίκιο καὶ τὸν Πατριάρχη Κυριακό, οἱ ὁποῖοι τὸν προέτρεπαν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ τοὺς εὐλογήσει. Ἔτσι λοιπὸν πῆγε στὴ θεοφύλακτη πόλη, ὅπου κήρυξε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ θεράπευσε πολλούς.

Ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴ Γαλατία, ἀλλὰ ἐπισκέφθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 610 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Θωμᾶ, στὸν θάνατο τοῦ ὁποίου βρέθηκε. Καὶ ἀφοῦ τιμήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σέργιο ἐπανῆλθε στὸ μοναστήρι του, ὅπου συνέχισε τὸ θεοφιλὴ βίο του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 613 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καὶ τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουὴλ ὁ κλεινός, τὴν ὑπέρτιμον στολὴν Πάτερ κληρούμενος· ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός, καὶ Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τὰς ψυχοτρόφους δωρεὰς τοῖς πιστοῖς.

 

ΚοντάκιονἮχος γ’.  Παρθένος σήμερον.
Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς θεοφόρε, ἐπιβὰς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, ἄγγελος, μετὰ ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος, σὺν τοῖς Ἀγγέλοις περιχορεύων· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον δοχεῖον Θεόδωρε.

 

Μεγαλυνάριον.

Δῶρον καθιέρωσας τῷ Θεῷ, Θεόδωρε Πάτερ, τὸν σὸν βίον τὸν ἱερόν· ὅθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, καὶ δωρεὰν βλυσταίνεις, πᾶσι τὰς χάριτας.

Ὁ Ἅγιος Ναθαναὴλ ὁ Ἀπόστολος 

Περὶ τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναὴλ γνωρίζουμε τόσα μόνο σαφὴ καὶ θετικά, ὅσα τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο περιέσῳσε μεταξὺ τοῦ Φιλίππου καὶ αὐτοῦ διαμειφθέντα καὶ μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν ἐκεῖνος ἄκουσε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία, γιὰ τὸν Ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς στὸ Νόμο καὶ οἱ Προφῆτες.

Στοὺς Συναξαριστὲς ὁ Ἀπόστολος Ναθαναὴλ ταυτίζεται μὲ τὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο (υἱὸς τοῦ Θολομαίου), ἄλλοτε δὲ μὲ τὸν ζηλωτὴ Σίμωνα, τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου τελέσθηκε ὁ γάμος στὸν ὁποῖο παρακάθισε καὶ ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν μητέρα Του.

Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως τοῦ Ἀποστόλου Βαρθολομαίου πρὸς τὸ Ναθαναήλ, εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Στοὺς καταλόγους τῶν μαθητῶν στὰ Συνοπτικὰ Εὐαγγέλια καὶ στὶς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῷ στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μόνο ὡς Ναθαναὴλ καὶ β) στοὺς καταλόγους αὐτοὺς συγκαταριθμεῖται πάντοτε μὲ τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο.
Ἡ ἀποστολικὴ δράση τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναὴλ ἐπεκτείνεται μέχρι τὴν Ἀφρική, τὴ Μαυριτανία καὶ τὴ Βρετανία, ὅπου καὶ σταυρώθηκε ἀπὸ εἰδωλολάτρες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸς θεασάμενος, τὴν σὴν εὐθεῖαν ψυχήν, καὶ τρόπον τὸν ἔνθεον, Ναθαναὴλ ἱερέ, ὡς Κτίστης ἐβόησεν· Ἴδε Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν· ὅθεν καὶ ὑπηρέτης, καὶ Ἀπόστολος θεῖος, τῆς τούτου παρουσίας, ἐδείχθης τοῖς πέρασι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ Χριστῷ προσέδραμες, ὡς τῶν ῥημάτων, τῶν αὐτοῦ ἀκήκοας, Ναθαναὴλ ἀπὸ ψυχῆς, καὶ Ἀποστόλοις ἠρίθμησαι, τὰ ὑπὲρ λόγον ἀμέσως μυούμενος.

 

Μεγαλυνάριον.
Μύστης τοῦ Σωτῆρος θεοειδής, Ναθαναὴλ ὤφθης, καὶ Ἀπόστολος εὐκλεής· ἔνθεν εὐσεβείας, μυσταγωγὸς ἐδείχθης, ζωῆς ἀνακηρύξας, τὸ Εὐαγγέλιον.

Ὁ Ἅγιος Νέαρχος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέαρχος τελειώθηκε διὰ πυρός. Εἰκάζεται ὅτι ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Πολυεύκτου. Ἐὰν θεωρηθεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθές, τότε ὁ Ἅγιος Νέαρχος πρέπει νὰ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γάιος Ἐπίσκοπος Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Γάιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Δαλματία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τὸ ἔτος 283 μ.Χ. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους ἐρευνητὲς ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Γαβίνου († 19 Φεβρουαρίου). Ὑπέστη πολλοὺς διωγμοὺς καὶ κακώσεις, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ καὶ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει σὲ σπήλαιο μακριὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 296 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Πλάτων ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Πλάτων, κατὰ κόσμο Μιλιβόγιε Ἰωάννοβιτς, γεννήθηκε στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1874 στὸ Βελιγράδι ἀπὸ τὸν Ἠλία Ἰωάννοβιτς καὶ τὴν Γιέλκα Σοκόλοβιτς. Μετὰ τὴν ἐγκύκλια μόρφωσή του ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Τὸ ἔτος 1896 ἀπεστάλη γιὰ σπουδὲς στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Ἐπιστρέφοντας τὸ ἔτος 1901 ἀπὸ τὴ Ρωσία, μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του, διορίσθηκε προϊστάμενος τῆς μονῆς Ρακοβίτσα καὶ καθηγητής. Κατὰ τὸν Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ὁ Ἀρχιμανδρίτης Πλάτων κατετάγη στὸ σῶμα τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων καὶ μετὰ τὸ πέρας τοῦ πολέμου ἀφιέρωσε τὴν διακονία του στὴν περίθαλψη τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν πληγέντων. Τὸ ἔτος 1936 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος καὶ τὸ ἔτος 1939 μετατίθεται στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Μπάνια Λούκα.

Ἄρχισε ὅμως ὁ Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἐπίσκοπος Πλάτων ἔπρεπε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν Κροατία, γιατί ἦταν Σέρβος. Ἀρνήθηκε ὅμως, λέγοντας ὅτι ἡ ἐκλογή του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ βάση τοὺς Κανόνες καὶ τὸν πνευματικὸ νόμο. Ὄφειλε λοιπόν, νὰ παραμείνει κοντὰ στὸ ποίμνιό του καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του γι’ αὐτό, ἐὰν χρειαζόταν. Ὡστόσο οἱ ἀρχὲς τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐπαρχία του. Ὁ Ἐπίσκοπος ζήτησε νὰ μείνει δύο – τρεῖς ἡμέρες προκειμένου νὰ προετοιμασθεῖ γιὰ τὴν ἀναχώρησή του. Δὲν πρόλαβε ὅμως. Οἱ Οὐστάτσι τὸν συνέλαβαν μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα Δουσὰν (Σούμποτιτς) καὶ τὸν ἐκτέλεσαν. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα Πλάτωνος τὸ ἔριξαν στὸν ποταμὸ Βρμπάνια. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα κάποιοι Χριστιανοὶ τοῦ χωριοῦ Κουμσάλε τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸ στρατιωτικὸ κοιμητήριο τῆς Μπάνια Λούκα. Τὸ ἔτος 1973 τὰ τίμια λείψανά του μετακομίσθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Μπάνια Λούκα.
Ἡ κανονικὴ πράξη ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἱερομάρτυρος Πλάτωνος ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, τὸ ἔτος 1998.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰανουάριος, Ἐπίσκοπος Βενεβέντου, Πρόκουλος ἢ Πρόκλος, Σῶσσος, Φαῦστος, Ἀκουτίων ἢ Ἀκουστίων καὶ Εὐτύχιος, ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ὅταν ἡγεμόνας στὴν Καμπανία τῆς Ἰταλίας ἦταν ὁ Τιμόθεος.

Οἱ Ἅγιοι συνελήφθησαν ἐπειδὴ ἦσαν Χριστιανοὶ καὶ ὑποβλήθηκαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἔμειναν ὅμως σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ἔριξαν σὲ καμίνι μὲ φωτιά, τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Στὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Ἰανουαρίου ἀναφέρεται ὅτι μία γυναίκα, ποὺ ὀνομαζόταν Μαξιμίνα καὶ ἦταν χήρα, εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ χάσει τὸ μονάκριβο παιδί της. Κάποια στιγμή, ἐνῷ θρηνοῦσε, συνῆλθε γιὰ λίγο καὶ κοιτάζοντας ψηλά, εἶδε πάνω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ ναοῦ ἕνα ὕφασμα κρεμασμένο, στὸ ὁποῖο ἦταν ζωγραφισμένη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἰανουαρίου. Τότε ἡ γυναίκα ἔφερε στὸ νοῦ της ἐκεῖνο ποὺ κάποτε ἔκανε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος, ὅταν ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς Σωμανίτιδος. Ἀφοῦ κινήθηκε λοιπὸν ἡ Μαξιμίνα ἀπὸ θεῖο φωτισμό, ἔκανε καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο. Σχημάτισε δηλαδὴ κατάλληλα τὸν υἱό της καὶ ἀκολούθως σχημάτισε  τὸ ὁμοίωμα τοῦ Ἁγίου Ἰανουαρίου. Στὴ συνέχεια δέ, στὰ μάτια τοῦ παιδιοῦ της προσάρμοσε τὰ μάτια τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὰ αὐτιά, τὸ στόμα καὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη. Κάνοντας τὸ ἔργο αὐτὸ ἡ γυναίκα προσευχόταν θερμὰ πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰανουάριο λέγοντας: «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησε με καὶ ἀνάστησε τὸν υἱό μου, γιατί εἶναι τὸ μόνο μου παιδί, δὲν ἔχω ἄλλο». Καὶ πραγματικά, ὁ Ἅγιος ἄκουσε τὴν παράκληση τῆς Μαξιμίνας καὶ ἀνέστησε τὸν υἱὸ αὐτῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἱεράρχης καὶ σοφὸς θεηγόρος, τύπος ἐγένου πρὸς ἀθλήσεως πόνους, Πάτερ Ἰανουάριε τοῖς περὶ σεαυτόν. Σῶσος γὰρ καὶ Πρόκουλος, Δισιδέριος Φαῦστος, καὶ σὺν Ἀκουτίωνι, ὁ Εὐτύχιος ἅμα, σὺν σοὶ ἀθλοῦσι μάκαρ εὐσεβῶς· μεθ' ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ κόσμῳ λάμψαντες ὥσπερ λυχνία, μυστικῶς ἑπτάφωτος, καταφωτίζετε ἡμᾶς, Ἰανουάριε ἔνδοξε, σὺν τοῖς συνάθλοις, μεθ’ ὧν εὐφημοῦμέν σε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἰανουαρίου τοῦ θαυμαστοῦ, τοὺς λαμπροὺς ἀγῶνας, τὶς οὐ μέλψει τῶν εὐσεβῶν; Δεῦτε οὖν σὺν τούτῳ, καὶ τῶν συναθλησάντων, τὰς θείας ἀριστείας, ἐγκωμιάσωμεν. 

Ἡ Ἁγία Ἀλεξάνδρα ἡ βασίλισσα καὶ οἱ θεράποντες αὐτῆς Ἀπολλώ, Ἰσαάκιος καὶ Κοδράτος οἱ Μάρτυρες

Ἡ Ἁγία Ἀλεξάνδρα ἦταν σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ ἦταν τραχὺς στὰ αἰσθήματα καὶ φίλος τῆς βίας καὶ τοῦ αἵματος, διακρινόταν γιὰ τὴν ἤρεμη ψυχική της διάθεση, τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν φιλάνθρωπη ζωή της. Καὶ ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου αὔξανε μέσα της τὸν φωτισμό. Καὶ τὸ θεῖο ἔλεος τὴν καταξίωσε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου νὰ αἰσθανθεῖ μέσα της τὴν πνοὴ καὶ τὴν ὁρμὴ τῆς πίστεως στὸν Χριστό. Τότε, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα, τὸν παρακάλεσε νὰ διατάξει τὴν παύση τῶν μαρτυρικῶν βασανιστηρίων. Ἐκεῖνος ὑπέθεσε ὅτι ἡ αὐτοκράτειρα, ἀσυνήθιστη σὲ τέτοιου εἴδους θεάματα, κατελήφθη ἀπὸ οἶκτο ἀσυνείδητο καὶ ἀπερίσκεπτο. Τῆς εἶπε λοιπὸν νὰ ἀποσυρθεῖ. Ἀλλὰ ἔλαβε μεγαλόφωνη τὴν ἀπάντηση ὅτι μία τέτοιου εἴδους σκηνὴ εἶναι ἀπάνθρωπη καὶ ἀνάξια τοῦ στέμματος.

Καὶ ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ἔβρισε τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐκείνη μὲ ἀνδρεία φωνὴ διακήρυξε ὅτι καταγγέλλει ἐνώπιον τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τοὺς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν καὶ ὁμολογεῖ καὶ αὐτὴ τὴν πίστη της στὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ αὐτοκράτορας θέλησε νὰ ἑρμηνεύσει τὴν δήλωσή της ὡς διανοητικὴ διατάραξη. Ἀλλὰ ἐκείνη διαμαρτυρήθηκε καὶ ἐπανέλαβε τὴν ὁμολογία της. Ὁ Διοκλητιανὸς τότε ἐξεμάνη. Ἐνῷ αὐτὸς ζητοῦσε νὰ ἐξοντώσει τοὺς Χριστιανούς, ἡ κατάκτησή τους εἰσῆλθε καὶ στὰ ἀνάκτορα καὶ ἡ ἴδια ἡ βασίλισσα προέβαλε φανερὰ τὴν ἴδια πίστη καὶ ἦταν συνήγορός τους. Διέταξε λοιπὸν τὴν ἀπαγωγὴ καὶ τὴ φυλάκισή της.

Στὴν φυλακὴ ἡ Ἁγία πέρασε τὴ νύχτα μὲ προσευχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό της καὶ παρακαλώντας τὸν Κύριο γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του, ἡ ὁποία τόσο σφοδρὰ κλυδωνιζόταν. Γιὰ τὴν ζωή της δὲν ἐνδιαφερόταν καθόλου. Ἐπιθυμοῦσε μάλιστα νὰ ἐλάμβανε μαρτυρικὸ θάνατο, ἀλλὰ ἀναχαιτιζόταν ἀπὸ ἕνα δισταγμό. Γνώριζε ὅτι γιὰ τὸν σύζυγό της δὲν ὑπῆρχε ἔλεος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦταν δίκαιος κριτής, δὲν ἤθελε ὅμως νὰ ἐπιβαρυνθεῖ ἡ ἐνοχή του γιὰ τὸ ἔγκλημα  μὲ τὸν δικό της φόνο καὶ δεήθηκε πρὸς τὸν Ὕψιστο νὰ παραλάβει τὴν ψυχή της ἀπὸ τὴν φυλακὴ ἐκείνη καὶ νὰ φανεῖ εὐσπλαχνικὸς πρὸς αὐτή, γιὰ τὸ ὅτι ἐπὶ τόσο καιρὸ ἐκείνη παρακολουθοῦσε ἀπαθὴς τοὺς διωγμοὺς τῶν Χριστιανῶν κοντὰ στὸ πλευρὸ τοῦ διώκτη αὐτῶν.

Ἡ δέησή της εἰσακούσθηκε. Δύο ἡμέρες πρὶν τὴν θανάτωση τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, τὸ ἔτος 303 μ.Χ., παρέδιδε τὴν τελευταία της πνοὴ στὴ φυλακή. Τὸ παράδειγμα τῆς βασίλισσας ἀκολούθησαν καὶ οἱ τρεῖς ἀπὸ τοὺς ἀκόλουθούς της, ὁ Ἀπολλώ, ὁ Ἰσαάκιος καὶ ὁ Κοδράτος. Τίμιοι καὶ ἐνάρετοι ὑπηρέτες, ἀφοσιωμένοι ἀπὸ καρδιὰ στὴν αὐτοκράτειρά τους, τῆς ὁποίας γνώριζαν τὴν ἀγαθότητα, σκέφθηκαν ὅτι ἡ ἀπόφασή της καὶ ἡ πίστη της στὸν Χριστὸ ἔπρεπε νὰ τοὺς κάνει νὰ ἐξετάσουν καὶ αὐτοὶ χωρὶς προκατάληψη τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ κανονίσουν ἀναλόγως τὴ διαγωγὴ τους στὸ μέλλον. Πῆγαν λοιπὸν σὲ ἕναν Χριστιανὸ ἱερέα, τὸν ἄκουσαν καὶ ἀποχώρησαν ἀπὸ τὸ σπίτι του ἔνθερμοι πιστοί, φωτισμένοι ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Παρακλήτου, μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμα τῆς βασίλισσάς τους. Καὶ κάποια ἡμέρα ὁμολόγησαν καὶ αὐτοὶ τὴν πίστη τους.
Ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε τὴν θανάτωσή τους. Καὶ τὸν μὲν Κοδράτο τὸν ἀποκεφάλισαν, τοὺς δὲ Ἀπολλὼ καὶ Ἰσαάκιο τοὺς ὑπέβαλαν στὸν θάνατο διὰ τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας. Τὸ βασανιστήριο αὐτὸ ὑπῆρξε ὀδυνηρότατο. Ἀλλὰ τὸ ἀντιμετώπισαν μὲ ἀνδρεία, παρηγορούμενοι ἀπὸ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἐπρόκειτο νὰ συναντηθοῦν στὰ σκηνώματα τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς μακαριότητας μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία βασίλισσα. Ἡ ἐλπίδα τους ἱκανοποιήθηκε. Ἡ Ἐκκλησία τιμώντας τὴν μνήμη τους, τοὺς συνεορτάζει μαζί της τὴν ἴδια ἡμέρα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῷ Χριστῷ προσελθοῦσα Ἀλεξάνδρα πανεύφημε, διὰ τῶν μεγίστων θαυμάτων Γεωργίου τοῦ Μάρτυρος, κατέλιπες τιμὰς βασιλικάς, καὶ ὤφθης τῶν Μαρτύρων κοινωνός· μεθ’ ὧν πρέσβευε ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν πίστει ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σὺν Ἁγίοις Ἀθληταῖς, λαμπρῶς σε ἀριθμήσαντι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Μαρτύρων Χριστοῦ, ἐδείχθης ἰσοστάσιος, δεχθεῖσα λαμπρῶς, τὸ φῶς τῆς θείας πίστεως, ὦ Ἀλεξάνδρα πάνσεμνε· διὰ τοῦτο πιστῶς ἐκβοῶμέν σοι· τὸν βασιλέα τῆς δόξης Χριστόν, δυσώπει ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.

 

Μεγαλυνάριον.
Αἴγλῃ λαμπρυνθεῖσα τῇ θεϊκῇ, σεμνὴ Ἀλεξάνδρα, ὡμολογήσας τὸν Χριστὸν, καὶ αὐτοῦ τῆς δόξης, συμμέτοχος ἐγένου, ὑπὲρ αὐτοῦ θανοῦσα, γνώμης στερρότητι.

Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανὸς Ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανὸς ἢ Μάξιμος γεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ ἦταν ἄνδρας πολυμαθὴς καὶ εὐφυής. Ἐκεῖ ἔλαμψε μὲ τὶς πλούσιες ἀρετές του, τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του καὶ τὸ ἀπαράμιλλο ἦθος του. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Σισινίου (426 – 431 μ.Χ.). Ὃταν ἀργότερα κοιμήθηκε ὁ Σισίνιος, τὸν διαδέχθηκε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος (428 – 431 μ.Χ.), ἐναντίων τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ ὁποίου ἀντέδρασε σθεναρὰ ὁ Ἅγιος Μαξιμιανός. Μετὰ τὴν καθαίρεση καὶ τὴν ἐξορία τοῦ Νεστορίου στὸ θρόνο ἀνῆλθε, στὶς 25 Ὀκτωβρίου 431 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Μαξιμιανός, ἔχοντας τὴν θερμὴ ὑποστήριξη τόσο τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ ὅσο καὶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Βασιλεύουσας.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανός, ἀφοῦ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνέπτυξε πλούσιο φιλανθρωπικὸ ἔργο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 434 μ.Χ. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Σιναΐτης

Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια. Γρήγορα ὅμως ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ τὰ βιοτικὰ πράγματα καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα ἐπισκέφθηκε τὴν Συρία, τὴν Αἴγυπτο καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ κατέληξε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στὸ ὄρος Σινᾶ, τῆς ὁποίας διετέλεσε ἡγούμενος. Ὁ Ὅσιος διακρίθηκε γιὰ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής. Ἐτιμᾶτο ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς σύγχρονούς του, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀποκαλοῦσαν καὶ «νέον Μωυσέα». Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας περὶ τῆς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνος μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ἦταν ἀπὸ τοὺς πολυγραφότερους συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς του. Τὰ ἔργα του εἶναι τὰ ἀκόλουθα: α) «Ὁδηγός». Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀποτελεῖται ἀπὸ 24 κεφάλαια καὶ ὀνομάσθηκε ἔτσι διότι ἦταν προορισμένο νὰ χρησιμεύσει ὡς ὁδηγὸς πρὸς ὑποστήριξη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, β) «Ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις περὶ διαφόρων κεφαλαίων καὶ διαφόρων προσώπων». Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος, ἀκολουθώντας τὴ μέθοδο τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τῶν ἐρωτήσεων καὶ τὸν ἀποκρίσεων, ἐπιλύει διάφορα ζητήματα δογματικά, πρακτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικά, γ) «Λόγος περὶ τῆς ἁγίας συνάξεως καὶ περὶ τοῦ μὴ κρίνειν καὶ μνησικακεῖν», ὅπου ἀναφέρεται στὴ Θεία Εὐχαριστεία., δ) «Θεωρίαι ἀναγωγικαὶ εἰς τὴν ἑξαήμερον». Τὸ ὅλο ἔργο ἀποτελεῖται συνολικὰ ἀπὸ δώδεκα βιβλία, ε) «Ἐκ τοῦ κατ’ εἰκόνα». Δύο λόγοι περὶ τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, στ) «Χρήσεις ἄχρηστοι μιαρῶν δυσσεβῶν Ἀρειανῶν ἀθετοῦσαι τὴν ὁμοούσιον θεότητα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ κτίσμα τὸν Κτίστην τῶν ἁπάντων λέγουσα». Τὸ βιβλίο αὐτὸ περιέχει ἀποσπάσματα ἀπὸ συλλογὴ χωρίων Πατέρων ἐναντίων τῶν αἱρετικῶν. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα ἔργα ἔχουν γραφεῖ καὶ ἄλλα ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀναστάσιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μάρτυρας ὁ Φιλόσοφος

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος τῆς Κάμα, ὁ ἐπονομαζόμενος Φιλόσοφος, μαρτύρησε τὸ ἔτος 1323 ἀπὸ τοὺς Μογγόλους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος 

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ασκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Στρομύν, κοντὰ στὴ Μόσχα. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ ἔτος 1392.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μοζντὸκ τῆς Ρωσίας 

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Μοζντὸκ εἶναι ἀντίγραφο τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Ἰβηριτίσσης († 12 Φεβρουαρίου). Ἀπεστάλη κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ τὴν Ἁγία βασίλισσα Ταμάρα († 1 Μαΐου) ὡς δῶρο πρὸς τοὺς νεοφώτιστους Χριστιανοὺς τοῦ χωριοῦ Ὀσέτιαν Ὂλ τοῦ Μάργιαμ – Κάντου. 
Τὸ ἔτος 1768, ἡ εἰκόνα θαυματουργικὰ ἐμφανίσθηκε στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Τέρεκ, κοντὰ στὸ Μοζντόκ. Ὁ Ἐπίσκοπος Γάιος ἔκτισε ἕναν μικρὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς εἰκόνος. Κατὰ τὰ ἔτη 1796 – 1797 στὴ θέση τοῦ παρεκκλησίου ἀνεγέρθηκε πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου μεγάλος ναὸς καὶ ἱδρύθηκε γυναικεία μονή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παλαιοκαστρίτισσας στὴν Κέρκυρα 

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Παλαιοκαστρίτισσας πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ εἶχε βρεθεῖ στὸν ἀπέναντι λόφο ποὺ λεγόταν Παλαιὸ Κάστρο. Τὸ Μοναστήρι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ τὶς λίγες γραπτὲς μαρτυρίες πρέπει νὰ κτίστηκε τὸ 1228 μ.Χ. Πανηγυρίζει τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου, τῆς Ζωοδοόχου Πηγῆς καὶ ἀνήκει στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κερκύρας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr