ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν (κδ΄, 12-35)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα· καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν, θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ, δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην, ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς· καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας, συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καί ἐστε σκυθρωποί; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ· ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν· ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις, τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον, λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν Ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο· καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα· Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον, εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας· Ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνῆμα. Ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μέσα μόνο τά σάβανα καί γύρισε σπίτι του γεμάτος ἀπορία γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει.

Τήν ἴδια μέρα, δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σ’ ἕνα χωριό πού ἀπέχει ἑξήντα στάδια ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ καί λέγεται Ἐμμαούς. Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα ὅσα εἶχαν συμβεῖ. Καθώς μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί βάδιζε μαζί τους. Τά μάτια τους ὅμως ἐμποδίζονταν, ἔτσι πού νά μήν τόν ἀναγνωρίζουν.

 Ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: «Γιά ποιό ζήτημα μιλᾶτε μεταξύ σας τόσο ἔντονα, ἔτσι ποῦ περπατᾶτε σκυθρωποί;» Ὁ ἕνας, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: «Μονάχος ζεῖς ἐσύ στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες τά ὅσα ἔγιναν ἐκεῖ αὐτές τίς μέρες;» «Ποιά;» τούς ρώτησε. «Αὐτά», τοῦ λένε, «μέ τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, πού ἦταν προφήτης δυνατός σέ ἔργα καί σέ λόγια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ. Πῶς τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας νά καταδικαστεῖ σέ θάνατο καί τόν σταύρωσαν.

Ἐμεῖς ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔμελλε νά ἐλευθερώσει τό λαό Ἰσραήλ. Ἀντίθετα, εἶναι ἡ τρίτη μέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά καί δέν ἔχει συμβεῖ τίποτα. Ἐπιπλέον, μᾶς ἀναστάτωσαν καί μερικές γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας.

Πῆγαν πρωί πρωί στόν τάφο καί δέ βρῆκαν τό σῶμα του. Ἦρθαν λοιπόν καί μᾶς ἔλεγαν ὅτι εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς εἶπαν ὅτι αὐτός ζεῖ. Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνῆμα καί διαπίστωσαν τά ἴδια πού ἔλεγαν καί οἱ γυναῖκες, αὐτόν ὅμως δέν τόν εἶδαν».

Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: «Ἀνόητοι, πού ἡ καρδιά σας ἀργεῖ νά πιστέψει ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες. Αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Μεσσίας καί νά δοξαστεῖ;» Καί ἀρχίζοντας ἀπό τά βιβλία τοῦ Μωυσῆ καί ὅλων των προφητῶν, τούς ἐξήγησε ὅσα ἀναφέρονταν στίς Γραφές γιά τόν ἑαυτό του.

Ὅταν πλησίασαν στό χωριό πού πήγαιναν, αὐτός προσποιήθηκε πώς πηγαίνει πιό μακριά. Ἐκεῖνοι ὅμως τόν πίεζαν καί τοῦ ἔλεγαν: «Μεῖνε μαζί μας, γιατί πλησιάζει τό βράδυ καί ἡ μέρα ἤδη τελειώνει».

Μπῆκε λοιπόν στό χωριό γιά νά μείνει μαζί τους. Τήν ὥρα πού κάθισε μαζί τους γιά φαγητό, πῆρε τό ψωμί, τό εὐλόγησε καί, ἀφοῦ τό ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδωσε. Τότε ἀνοίχτηκαν τά μάτια τους καί κατάλαβαν ποιός εἶναι. Ἐκεῖνος ὅμως ἔγινε ἄφαντος. Εἶπαν τότε μεταξύ τους: «Δέν φλεγόταν ἡ καρδιά μας μέσα μας, καθώς μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἑρμήνευε τίς Γραφές;»

 Τήν ἴδια ὥρα σηκώθηκαν καί γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συγκεντρωμένους τούς ἕντεκα μαθητές καί ὅσους ἦταν μαζί τους, πού ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί φανερώθηκε στόν Σίμωνα. Τούς ἐξήγησαν λοιπόν κι αὐτοί τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στόν δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τεμάχιζε τό ψωμί.

10-12-2017

Κυριακή ΚΖ’ Επιστολών

Απόστολος προς Εφεσ. (στ΄ 10-17)

Πρωτότυπο Κείμενο

Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι βῆμα Θεοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί μου, πάρτε δύναμη από την ένωσή σας με τον Κύριο κι από τη μεγάλη του ισχύ. Ντυθείτε με την πανοπλία που δίνει ο Θεός, για να μπορέσετε ν’ αντιμετωπίσετε τα τεχνάσματα του διαβόλου. Γιατί δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή με τους κυρίαρχους του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό. Γι’ αυτό φορέστε την πανοπλία του Θεού, ώστε να μπορέσετε να προβάλετε αντίσταση, όταν έρθει η ώρα της σατανικής επίθεσης. Λάβετε κάθε απαραίτητο μέτρο για να μείνετε ως το τέλος σταθεροί στις θέσεις σας. Σταθείτε, λοιπόν, σε θέση μάχης· ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη στη μέση σας· φορέστε σαν θώρακα τη δικαιοσύνη. Για υποδήματα στα πόδια σας βάλτε την ετοιμότητα να διακηρύξετε το χαρούμενο άγγελμα της ειρήνης. Εκτός απ’ όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού. Η σωτηρία ας είναι περικεφαλαία σας, και ο λόγος του Θεού η μάχαιρα που σας δίνει το Πνεύμα.

10-12-2017

Κυριακή Ι’ Λουκά

Ευαγγέλιον κατά Λουκάν (ιγ΄ 10-17)

 Πρωτότυπο Κείμενο

Τω καιρώ εκείνω, ην διδάσκων ο Ιησούς εν μιά των συναγωγών εν τοις σάββασι. Και ιδού γυνή ην πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ, και ην συγκύπτουσα και μη δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές. Ιδών δε αυτήν ο Ιησούς προσεφώνησε και είπεν αυτή˙ Γύναι απολέλυσαι της ασθενείας σου˙ και επέθηκεν αυτή τας χείρας˙ και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν. Αποκριθείς δε ο αρχισυνάγωγος, αγανακτών οτι τω σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω˙ Εξ ημέραι εισίν εν αις δει εργάζεσθαι˙ εν ταύταις ουν ερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του σαββάτου. Απεκρίθη ουν αυτώ ο Κύριος και είπεν˙ Υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει; Ταύτην δε, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ήν έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου; Και ταύτα λέγοντος αυτού κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτώ, και πας ο όχλος έχαιρεν επί πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ’ αυτού. 

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ένα Σάββατο, δίδασκε ο Ιησούς σε κάποια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου. Έβαλε  πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε τον Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς˙ μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο».». Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δεν λύνει το βόδι του ή το γαιδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;» Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοι του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς. 

Σχολιασμός

Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρεται στη θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας. Τη διήγηση του θαύματος αυτού, τη διασώζει μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς. Μέσα από το κείμενο εξιστορείται ένα πραγματικό γεγονός στο οποίο βλέπουμε και μία πολύ παραστατική εικόνα της ιστορίας της ανθρωπότητος. ΄΄Κυρτωμένη από το βάρος της αμαρτίας η ανθρωπότητα, με το βλέμμα στηλωμένο μόνο στα γήινα, ανορθώθηκε και ανέβλεψε προς τον ουρανό με την ενανθρώπηση του Κυρίου’’. Η Εκκλησία όρισε να διαβάζεται σταθερά κάθε χρόνο, την τρίτη Κυριακή προ των Χριστουγέννων.  

Οι νουθεσίες και τα μηνύματα που μπορεί ν’ αντλήσει κάποιος από τη ευαγγελική περικοπή και από ολόκληρη τη Χριστιανική διδασκαλία, πάντοτε είναι πολλά. Εμείς θα σταθούμε σε τρία από αυτά: τον Εκκλησιασμό, την υποκρισία και το φθόνο. 

Σε όποια πόλη λοιπόν και αν βρισκόταν ο Κύριος, κατά την ημέρα του Σαββάτου πήγαινε στην συναγωγή και δίδασκε.  Εδώ είναι η τελευταία φορά πριν από το Πάθος κατά την οποία αναφέρεται ο  Ιησούς, να επισκέπτεται και να διδάσκει σε κάποια συναγωγή.  Η ευαγγελική διήγηση δεν προσδιορίζει τον τόπο. 

Η συγκύπτουσα παρ’ ότι ήταν ασθενής και η σωματική της κατάσταση δεν της επέτρεπε να μετακινείται, δεν έλειψε κανένα Σάββατο από τη συναγωγή για να προσευχηθεί με τους άλλους πιστούς και ν’ ακούσει το Λόγο του Θεού. Δεν αμελεί το καθήκον της προσευχής και δεν την επηρεάζει τι θα πει ο κόσμος γι’ αυτήν. Ο Κύριος την συμπονεί. Βλέπει με πόση προσοχή παρακολουθεί το κήρυγμά του. Γι’ αυτό με την θαυμαστή θεραπεία του προς αυτή, επιβραβεύει την πίστη, την ευλάβεια αλλά και την επιμονή της. Παράλληλα, φανερώνει σ’ εμάς την σημασία και την αξία της συμμετοχής μας στην κοινή προσευχή και λατρεία του Θεού. 

Το καθήκον μας για τακτικό Εκκλησιασμό απορρέει από τη σχετική εντολή του Θεού η οποία παραγγέλλει στον άνθρωπο να ενθυμείται και να σέβεται την έβδομη ημέρα της εβδομάδας και να την αφιερώνει στη λατρεία του Θεού «εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω το Θεώ σου. Ου ποιήσεις εν αυτή παν έργον». (Δευτ. ε’13, Έξ. κ’ 9-10) Τον εκκλησιασμό μας, πρέπει να χαρακτηρίζει η προσήλωση και η ευλάβεια. Αν μπορούσε ο άνθρωπος να συνειδητοποιήσει πόσο αναγκαία είναι για τη πνευματική μας ζωή η λατρεία της Εκκλησίας, τότε κανένα εμπόδιο, καμιά εργασία και καμιά υποχρέωση δεν θα μας παρέσυρε στο να μη συμμετέχουμε ανελλιπώς στη Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Στην πατρίδα μας είναι ευτυχές το γεγονός, το ότι διατηρείται ακόμη ζωντανή αυτή η ευλάβεια και οι χριστιανικές αξίες από μεγάλο μέρος του λαού μας και είναι αρκετοί αυτοί που εκκλησιάζονται ακόμη και πολλοί νέοι ηλικιακά.

Στη συνέχεια της περικοπής ο Χριστός στηλιτεύει την υποκρισία και την τυπολατρία όχι μόνον των φαρισαίων, αλλά και κάθε ανθρώπου κάθε εποχής. Το παράδειγμα του αρχισυναγώγου είναι χαρακτηριστικό. Βλέπει το θαύμα της θεραπείας και αντί να δοξάσει τον Θεό φθονεί. Και ο φθόνος τον κάνει να παρερμηνεύει ηθελημένα την εντολή του Θεού. Έμενε προσκολλημένος στην τήρηση του νόμου και των εντολών του κατά γράμμα. Η κατάσταση αυτή μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε τη φύση και τα συμπτώματα της υποκρισίας.

Η υποκρισία συνιστά αμάρτημα, σοβαρότατο κίνδυνο για την χριστιανική μας ζωή. Και αποτελεί συμπεριφορά διαβολική, αφού πρώτος ο διάβολος υποκρίθηκε, εξαπατώντας έτσι τους πρωτοπλάστους. Ο υποκριτής υποκρίνεται τον ευσεβή χωρίς να είναι στην πραγματικότητα.

Όλοι μας λίγο έως πολύ, έχουμε την αίσθηση ότι κατέχουμε την αλήθεια και φτάνουμε στο σημείο να διεκδικούμε για τους εαυτούς μας το ρόλο του δικηγόρου του Θεού. Διεκδικούμε το ρόλο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή (Ντοστογιέφσκυ) που θέλει να διορθώσει το Θεό και την Εκκλησία και νομίζουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια με τον φαρισαϊσμό μας.   Ο Μ. Βασίλειος μας δίνει έναν θαυμάσιο ορισμό:  «Υποκριτής είναι αυτός που στο θέατρο υποδύεται διαφορετικό πρόσωπο…Έτσι και σε τούτη τη ζωή πολλοί ενεργούν όπως οι θεατρίνοι. Άλλα έχουν μέσα στην καρδιά τους και άλλα δείχνουν εξωτερικά προς τους ανθρώπους». (Μ. Βασιλείου, Λόγος περί Νηστείας Α’ 24). 

Διανύουμε την περίοδο της νηστείας των Χριστουγέννων και πολλοί από εμάς νηστεύουμε και προετοιμαζόμαστε για την μεγάλη εορτή που έρχεται. Αν κάποιοι ανάμεσά μας δεν τηρούν τη νηστεία, ας μη τους φθονούμε και μη τους κατακρίνουμε. Ας θυμηθούμε ότι πάνω από τη νηστεία, πάνω από κάθε εξωτερικό τύπο, σημασία έχει να μη καταλύεται ο σύνδεσμος της αγάπης. Και το ένα είναι ωφέλιμο, και το άλλο ουσιώδες. Αλίμονο αν παραθεωρήσουμε είτε το ένα είτε το άλλο, ή αν προσπαθήσουμε να επιβάλλουμε στους ανθρώπους γύρω μας τη στάση μας και τις επιλογές μας. Αλίμονο αν γίνουμε τυπικοί τηρητές των υποχρεώσεών μας απέναντι στο Θεό, και λησμονήσουμε τη μεγαλύτερη των εντολών του, αυτή της αγάπης προς τον πλησίον. Γιατί τέλος, μην λησμονούμε ότι η χαρά του αδελφού μας, όπως και η λύπη του, είναι χαρά και λύπη δική μας.

ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

3-12-2017
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν (κδ΄, 1-12)

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος, ἦλθον γυναῖκες ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου· καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ ἰδοὺ δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν, καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς· Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων· Ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. Καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ· καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. Ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ᾿Ιωάννα καὶ Μαρία ᾿Ιακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ταῦτα. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. Ὁ δὲ Πέτρος, ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα· καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τήν ἑπόμενη μέρα ὅμως μετά τό Σάββατο, ἀπό τά βαθιά χαράματα, ἦρθαν οἱ γυναῖκες στόν τάφο μέ τά ἀρώματα πού εἶχαν ἑτοιμάσει· μαζί τους ἦταν καί μερικές ἄλλες. Βρῆκαν τότε τήν πέτρα κυλισμένη ἀπό τό μνῆμα καί, ὅταν μπῆκαν σ’ αὐτό, δέ βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καθώς ἀποροῦσαν γι’ αὐτό, φάνηκαν μπροστά τους δύο ἄντρες μέ ἀστραφτερές στολές. Κι ἐνῶ αὐτές κατατρομαγμένες εἶχαν σκυμμένο τό πρόσωπό τους στή γῆ, τίς ρώτησαν: «Τί ζητᾶτε τόν ζωντανό ἀνάμεσα στούς νεκρούς; Δέν εἶναι ἐδῶ, ἀναστήθηκε! Θυμηθεῖτε τί σᾶς εἶχε πεῖ, ὅταν ἀκόμα ἦταν στή Γαλιλαία. Σᾶς εἶπε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου πρέπει νά παραδοθεῖ στά χέρια τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ, νά σταυρωθεῖ καί τήν τρίτη ἡμέρα ν’ ἀναστηθεῖ». Θυμήθηκαν τότε τά λόγια του. Ἐπέστρεψαν λοιπόν ἀπ’ τό μνῆμα καί τά ἀνάγγειλαν ὅλα αὐτά στούς ἕντεκα μαθητές καί σ’ ὅλους τούς ἄλλους. Αὐτές πού τά ἔλεγαν αὐτά στούς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἰωάννα, ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί οἱ ὑπόλοιπες πού ἦταν μαζί τους. Τά λόγια αὐτά τούς φάνηκαν φλυαρίες καί δέν τίς πίστευαν. Ὁ Πέτρος ὅμως σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνῆμα. Ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μέσα μόνο τά σάβανα καί γύρισε σπίτι του γεμάτος ἀπορία γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει.

3-12-2017

Κυριακή ΚΣΤ’ Επιστολών

Απόστολος ανάγνωσμα προς Εφεσ.(δ', 8-19)

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί, ως τέκνα φωτός περιπατείτε· ο γαρ καρπός του Πνεύματος εν πάση αγαθωσύνη και δικαιοσύνῃ και αληθεία· δοκιμάζοντες τι εστιν ευάρεστον τω Κυρίω. και μη συγκοινωνείτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε· τα γαρ κρυφή γινόμενα υπ’ αυτών αισχρόν εστι και λέγειν· τα δε πάντα ελεγχόμενα υπό του φωτός φανεροῦται· παν γαρ το φανερούμενον φως εστι. διο λέγει· έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι ο Χριστός. Βλέπετε ουν πως ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισί. Δια τούτο μη γίνεσθε άφρονες, αλλά συνιέντες τι το θέλημα του Κυρίου. Και μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία, αλλά πληρούσθε εν Πνεύματι, λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω.

Νεοελληνική Απόδοση

Κάποτε ήσασταν στο σκοτάδι, τώρα όμως, που πιστεύετε στον Κύριο, είστε στο φως. Να ζείτε, λοιπόν, σαν άνθρωποι που ανήκουν στο φως. Γιατί η ζωή εκείνων που οδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα διακρίνεται για την αγαθότητα, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Να εξετάζετε τι αρέσει στον Κύριο. Και να μη συμμετέχετε στα σκοτεινά κι ανώφελα έργα των ἀλλων, αλλά να τα ξεσκεπάζετε. Γι’ αυτά που κάνουν εκείνοι στα κρυφά είναι ντροπή ακόμα και να μιλάμε. Όταν όμως όλα αυτά έρχονται στο φως, δείχνουν τί είναι. Γιατί ο,τι φανερώνεται γίνεται και το ίδιο φως. Γι’ αυτό λεει ένας ύμνος: «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς και ο Χριστός θα σε φωτίσει». Προσέχετε, λοιπόν, καλά πως ζείτε. Μη ζείτε ως ασύνετοι αλλά ως συνετοί. Να χρησιμοποιείται σωστά το χρόνο σας, γιατί ζούμε σε πονηρούς καιρούς. Γι’ αυτό μην είστε άφρονες, αλλά ν’ αντιλαμβάνεστε τί θέλει ο Κύριος από σας. Και μη μεθάτε με κρασί, που οδηγεί στην ασωτεία, αλλά να γεμίζετε με το Πνεύμα του Θεού. Να τραγουδάτε στις συνάξεις σας ψαλμούς και ύμνους και πνευματικές ωδές, να ψάλλετε με την καρδιά σας στον Κύριο.

Σχολιασμός

Στο αποστολικό ανάγνωσμα της σημερινής Κυριακής, ο Απόστολος Παύλος καλεί τους  χριστιανούς σε μια διαφοροποίηση από τον αμαρτωλό κόσμο της φθοράς και της αλλοτρίωσης. Τους καλεί να μην γίνονται με την ανοχή τους συγκοινωνοί σε αμαρτωλά έργα τα οποία δεν πρόκειται να φέρουν κανένα ωφέλιμο καρπό. Αντιθέτως οφείλουν να ελέγχουν τα έργα του σκότους με το φως που πηγάζει μέσα από την πίστη στο ζώντα Θεό. Σε καμιά περίπτωση το μήνυμα του Ευαγγελίου δεν μπορεί να συσχηματιστεί με τις βουλές και τα εγκόσμια σχέδια των ανθωπίνων επιδιώξεων τα οποία πολύ απέχουν από το ίδιο το θέλημα του Θεού.

Ο άνθρωπος πολλές φορές μένει σιωπηλός και ανεκτικός σε πολλές ανομίες που πραγματοποιούνται γύρω του και εδώ ακριβώς ο Απόστολος τονίζει την ευθύνη και την ενοχή του απέναντι του Θεού. Βεβαίως η κατανόηση στο ελάττωμα κάποιου ανθρώπου και ο αγώνας τον οποίο διεξάγει για απελευθέρωσή του από το πάθος σε καμιά περίπτωση  δεν μπορεί να ταυτιστεί με την ένοχη ανοχή απέναντι στον άλλο που αντί να βοηθηθεί προκειμένου να συνειδητοποιήσει το σφάλμα του, αντιμετωπίζεται από τους άλλους σαν κάτι το φυσιολογικό με αποτέλεσμα και ο άλλος να παραπαίει πνευματικά αλλά και η δική μας συνείδηση να αμβλύνεται απέναντι στην αμαρτία και το άδικο.  Ανατρέχοντας στην Παλαιά Διαθήκη παρακολουθούμε την περίπτωση του ιερέα Ηλί. Ο Ηλί έβλεπε τους γιούς να βεβηλώνουν το θυσιαστήριο και περιοριζόταν μόνο σε κάποιες χαλαρές συμβουλές  χωρίς όμως να τους αποτρέπει. Οι γιοι του δεν μπορούσαν να συναισθανθούν τη σοβαρότητα της παρεκτροπής τους και ο Θεός αποδοκίμασε από τη μια μεριά και αυτούς αλλά και τον πατέρα τους για την ένοχη αυτή του στάση.

Όχι μόνο κατά τους χρόνους στους οποίους γράφει ο Απόστολος Παύλος αλλά και σε κάθε χρονική στιγμή, αφού τα ευαγγελικά και αποστολικά μηνύματα είναι διαχρονικά και αναφέρονται σε κάθε άνθρωπο, κάθε εποχής, οφείλουμε να ελέγχουμε και να διαφωτίζουμε όσους βρίσκονται στο σκοτάδι της αμαρτίας  χωρίς να τους καταδικάζουμε. Έχουμε υποχρέωση, όποτε μας δίνεται η κατάλληλη ευκαιρία, να ελέγχουμε με τα λόγια μας αλλά πάντοτε με αγάπη προκειμένου να οδηγούμε σε με τάνοια. Ο Θεός δεν θέλει τιμωρία του πεσμένου ανθρώπου αλλά μετάνοια και ανόρθωση πνευματική. Σε αυτό θα βοηθήσει πρώτα απ’ όλα η δική μας ζωή. Δεν είναι τυχαίο που οι άγιοι και οι δίκαιοι προβάλλονται πάντοτε ως παραδείγματα ορθού και ανεπίληπτου βίου σε αντιπαραβολή με την ανομία. Η δική μας πνευματική καλλιέργεια και ζωή γίνεται το εφαλτήριο, για μίμηση και από άλλους ανθρώπους.

Ιδιαίτερα σε μια εποχή όπως τη δική μας με έντονα σημάδια ταραχών, τρομοκρατίας,βίας, οικονομικής αδικίας και μαρασμού, κρίσης στους πολιτικούς και κοινωνικούς  θεσμούς, η Εκκλησία δεν σιωπά. Ελέγχει και στηλητεύει την ανομία προβάλλοντας το δικό της φως, τη δική της διδασκαλία, τα δικά της ιδανικά, της αγάπης, του σεβασμού, της δικαιοσύνης, της αλληλοβοήθειας και της καταλλαγής προκειμένου και να διέλθει ο επίγειος βίος με τη χάρη του Θεού αλλά και οδηγηθεί ο άνθρωπος στη σωτηρία μακριά από την απώλεια του Παραδείσου ένεκα της δικών μας εγκλημάτων και ανομιών.

3-12-2017

Κυριακή ΙΔ’ Λουκά

Ευαγγέλιον κατά Λουκάν (ιη΄ 35-43)

Πρωτότυπο Κείμενο

Τω καιρώ εκείνω, εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δε όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο, τι είη τούτο. Απήγγειλαν δε αυτώ, ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. Και εβόησε, λέγων· Ιησού, Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση· αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν· Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Σταθείς δε ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν· εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν, λέγων· Τι σοι θέλεις ποιήσω; Ο δε είπε· Κυριε, ίνα αναβλέψω. Και ο Ιησούς είπεν αυτώ· Ανάβλεψον· η πίστις σου σέσωκέ σε. Και παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν· και πας ο λαός ιδών, έδωκεν αίνον τω Θεώ.  

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Αυτός πλησίασε, κι εκείνος τον ρώτησε: Τι θέλεις να σου κάνω;» «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Ν’ αποκτήσεις το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως ο τυφλός βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Κι όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.

Σχολιασμός

Η διήγηση του θαύματος και οι προεκτάσεις του.

Ο Ιησούς Χριστός τέλεσε αυτό το θαύμα της θεραπείας του τυφλού από την Ιεριχώ διαρκούντος του τελευταίου σταδίου της πορείας του προς τα Ιεροσόλυμα, όπου ακολούθησαν τα πάθη, ο σταυρικός θάνατος και η ανάστασή του. Εντασσόμενο μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, το θαύμα λαμβάνει εξαιρετική σημασία, γιατί φανερώνει την εξουσία του Χριστού να τελεί αυτού του είδους τα θαυμαστά γεγονότα, εξουσία μέσα από την οποία ο Χριστός αποκαλύπτεται, ότι είναι όντως ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού. Λαμβάνει, εξ άλλου, συμβολικό περιεχόμενο, γιατί αυτός ο οποίος δίδει το φως στο σωματικά τυφλό, χαρίζει και το πνευματικό φως και απαλλάσσει από την πνευματική  τύφλωση. Εξάλλου ο Χριστός είπε ότι «Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μή περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ΄έξει το φώς της ζωής». (Ιωαν. 8,12).

Ο Ιησούς Χριστός, κατά τη διάρκεια της τελευταίας του πορείας προς την Ιερουσαλήμ, διέσχισε την κοιλάδα του Ιορδάνη και ήρθε στην Ιεριχώ. Εκεί κάποιος τυφλός καθόταν στον δρόμο και ζητιάνευε. Από τον ευαγγελιστή Μάρκο πληροφορούμαστε ότι το όνομα του τυφλού ήταν Βαρτιμαίος και ήταν γιος του Τιμαίου (Μαρκ. 10:46). Είναι γνωστό ακόμα και σήμερα το κοινωνικό φαινόμενο για πολλούς ανθρώπους που, ένεκα διαφόρων προβλημάτων σχετικών με  την υγεία τους, δεν μπορούσαν να εργαστούν και να βγάλουν τα απαραίτητα για την επιβιωσή τους και κάθονταν στους δρόμους, όπου περίμεναν τη βοήθεια από τους περαστικούς. Ένας από αυτούς  ήταν και ο τυφλός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής ο οποίος θεραπεύθηκε από τον Ιησού Χριστό.
Η τύφλωση του στερούσε τη δυνατότητα γνώσης των γεγονότων. Έτσι όταν άκουσε  θόρυβο και οχλαγωγία γύρω του ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Οι παρευρισκόμενοι άνθρωποι τον πληροφόρησαν ότι περνά από εκεί ο Ιησούς περί του οποίου φαίνεται ότι είχε ήδη ακούσει από πριν.

Βλέποντας λοιπόν με τα μάτια της ψυχής του ποίος ήταν ο Ιησούς Χριστός και τι μπορούσε να του προσφέρει άρχισε να φωνάζει «Ιησού Υιέ του Δαβίδ ελέησον με». Ο τίτλος αυτός που δίνει ο τυφλός στον Ιησού Χριστός είναι από τους γνωστούς στη θεολογία ως μεσσιανικός τίτλος, δηλαδή τίτλος που θα λάμβανε ο Μεσσίας όταν θα ερχόταν. Ο τυφλός επομένως αναγνωρίζει και ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας. Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ερμηνεύοντας το χωρίο σημειώνει ότι με το να λέγει ο τυφλός ελέησον με, μας αποκαλύπτει ότι είχε σχηματίσει κάποια εντύπωση εντός του περί της θεότητας του Χριστού και ότι δεν επρόκειτο περί ενός απλού και κοινόυ ανθρώπου. Η παράκληση του τυφλού να τον ελεήσει μας δείχνει την πίστη και την εμπιστοσύνη που είχε, ότι αυτός που περνούσε από κοντά του ήταν ο μόνος που μπορούσε να τον κάνει καλά.

Οι παρευρισκόμενοι και όσοι ακολουθούσαν τον Χριστό προσπαθούσαν να επιβάλουν στον τυφλό να σιωπήσει γιατί  θεωρούσαν αυθάδεια την αξίωση του να σταματήσει ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο. Παρά τις προτροπές των παρευρισκομένων να σιωπήσει, ο τυφλός φώναζε εντονότερα «Υιέ Δαυίδ ελέησον με». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λεει ότι κάποιος που κραυγάζει δυνατά αισθάνεται ότι μαζί με τη φωνή που βγάζει αδειάζει και ο ίδιος από την πνοή του, έτσι και αυτός που κραυγάζει στον Κύριο με την καρδία του αδειάζει από κάποια εσωτερική δυσκολία. Η κραυγή η οποία ελκύει την προσοχή του Κυρίου είναι αυτή που βγαίνει μέσα από την καρδία μας. Συνεχίζοντας ο ιερός πατήρ μας λεει ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της κραυγής που εισακούει ο Κύριος είναι η προθυμία. Μια τέτοια κραυγή μέσα από τα βάθη της καρδίας του έβγαζε και ο τυφλός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας μας λεει ότι φώναζε πιο πολύ γιατί η θερμότητα και η επιμονή του στην προσευχή έβγαιναν από την εσωτερική του κατάσταση.

Ο Κύριος σταμάτησε την πορεία του και διέταξε να τον φέρουν κοντά του. Ο Κύριος δείχνει με την πράξη του αυτή την άπειρη αγάπη και ευσπλαχνία του προς τον άνθρωπο που του φωνάζει με όλη την δύναμη της καρδίας του. Άκουσε τη φωνή αυτού του άνθρωπου ανάμεσα σε τόσες άλλες επειδή έβγαινε με πίστη και σιγουριά ότι αυτός που βρισκόταν κοντά του μπορούσε να τον κάνει καλά.

Με την ερώτηση τι θέλεις να σου κάμω, την οποία απευθύνει στον τυφλό ο Χριστός κάνει γνωστό στους ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι εκεί ότι δεν επρόκειτο για συνηθισμένο ζητιάνο αλλά για άνθρωπο που έχει πίστη. Η πίστη του αυτή τον οδηγεί στον Μόνο που μπορεί να του δώσει το φως του. Παρόλο που ο Κύριος γνωρίζει τις ανάγκες μας ζητά από εμάς να τις ακούσει. Με το να λέγουμε τις ανάγκες μας στον Κύριο μαθαίνουμε τους εαυτούς μας να εκτιμούν το έλεος το οποίο του ζητούμε.

Ο Ιησούς Χριστός, με την εξουσία που είχε, είπε τότε στον τυφλό ανάβλεψον και αυτός απέκτησε το φως του. Η μεγάλη πίστη που είχε ο άνθρωπος αυτός ότι ο Χριστός είναι ο Υιός Δαβίδ ήταν τόσο έντονη που δεν σταματούσε ακόμα και όταν οι άλλοι τον επιτιμούσαν. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας μας λέγει «οίδεν η πίστις πρός πάντα μάχεσθαι και πάντα νικάν». Δηλαδή γνωρίζει η πίστη να μάχεται με όλα και να νικά. Η πίστη αυτή οδήγησε και τον τυφλό στο να δει τη σωτηρία που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Την σωτηρία αυτή είχε δει και ο γέροντας Συμεών που βρισκόταν στο ναό του Σολομώντα, όταν η Παναγία μαζί με τον Ιωσήφ πήραν τον Ιησού στο ναό, σαράντα μέρες μετά τη γεννησή του. Όταν πήρε στην αγκαλιά του το βρέφος Ιησού αναφώνησε «νυν απολύεις τον δουλόν σου δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ» (Λουκ. 2. 29-32). Δηλαδή τώρα Κύριε μπορείς ν’ αφήσεις το δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες, γιατί τα μάτια μου είδαν τον Σωτήρα που ετοίμασες για όλους τους λαούς, φως που θα φωτίσει τα έθνη και θα δοξάσει το λαό σου τον Ισραήλ.

Ευθύς όταν είπε ο Ιησούς Χριστός στον τυφλό η πίστη σου σέσωκε σε, την ίδια στιγμή απέκτησε ξανά το φως του και ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας τον Θεό μαζί με το πλήθος που ανυμνούσε τον Θεόν όταν είδε το Θαύμα. Έτσι, φαίνεται η θαυματουργική δύναμη του λόγου του Ιησού Χριστού. Ο Κύριος επιτρέπει στον τυφλό να εκδηλώνει την ευγνωμοσύνη του και στο πλήθος τον θαυμασμό του επειδή μετά από λίγο χρόνο ο Χρίστος θα αντιμετωπίσει το πάθος του. Ο Χριστός είχε σαν έργο του να δοξάζεται ο Πατήρ του, όπως είπε ο Ίδιος. Έτσι τα θαύματα του Ιησού Χριστού είναι και ένας τρόπος δοξολογίας του ονόματος του Θεού. Εξ άλλου, σύμφωνα και με τον προφήτη Ησαΐα, «τότε ανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται» (Ησ. 35:5). Όταν δηλαδή θα ερχόταν ο Μεσσίας θα έδινε το φώς στους τυφλούς και τα αυτιά των κωφών θα άνοιγαν για να ακούσουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Με το θαύμα αυτό της ανάβλεψης του ανθρώπου αυτού αλλά και άλλων σε άλλες περικοπές έχουμε την εκπλήρωση της προφητείας αυτής του προφήτη Ησαΐα.

Επίλογος

Είναι διαπιστωμένο ότι, όταν από ένα άνθρωπο απουσιάζει μία οποιαδήποτε αίσθηση αναπτύσσει ποικίλες άλλες ικανότητες, οι οποίες αναπληρώνουν τρόπον τινά εκείνο που υστερούν. Επίσης, είναι κοινά διαπιστωμένο ότι άνθρωποι οι οποίοι υποφέρουν από την τύφλωση διακρίνονται για την αγνότητα των αισθημάτων, των σκέψεων και των πράξεών τους. Η όραση είναι μία από τις σημαντικότερες αισθήσεις του ανθρώπου. Αυτή τον φέρει σε επαφή και με αυτή γνωρίζει το φυσικό του περιβάλλον. Όμως, τόσο η όραση όσον και οι λοιπές αισθήσεις καθίστανται μέσα γνωριμίας και του ίδιου του Θεού. Οι αισθήσεις του σώματος καθίστανται τα σημεία επαφής με τις ψυχικές αισθήσεις. Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος καλείται να διατηρήσει την αγνότητα των αισθήσεών του. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να αναχθεί προς τον Θεό και να γνωρίσει τον Θεό. Ο Χριστός, σε επίρρωση αυτού του σημαντικού σημείου επαφής του ανθρώπου με τον Θεό, έχει μιλήσει με παραβολικό και συμβολικό τρόπο: «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Iω. 9:39). Μπορεί να έχουμε ακέραιη την αίσθηση της οράσεως και να διατεινόμαστε με κομπασμό ότι γνωρίζουμε τα πάντα. Στην πραγματικότητα, όμως, υποφέρουμε από πνευματική τύφλωση, από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε, όπως ο τυφλός στην Ιεριχώ βρήκε τη σωματική του όραση, για να μπορέσουμε έτσι να δούμε και να γνωρίσουμε την αλήθεια, να γνωρίσουμε τον Θεό.

Όταν δεν έχουμε τον πλούτο και το φως της πίστεως παραμένουμε και τυφλοί και πτωχοί και προσπαθούμε να ζητιανέψουμε αυτά που μας προσφέρουν οι τυχαίοι περαστικοί. Όμως, ο Χριστός έρχεται πάντοτε κοντά μας και μας καλεί και μας ρωτά τι θέλουμε. Σ’ αυτόν πρέπει να απευθυνθούμε για να λάβουμε τον πλούτο της πίστεως, το φως της ζωής και την ελπίδα της σωτηρίας.

26-11-2017

ΕΩΘΙΝΟΝ Γ΄
Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον (ιστ΄, 9-20)

Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς πρωῒ Πρώτῃ Σαββάτου, ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. Κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ, καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν. Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη, ἐν ἑτέρᾳ μορφή, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. Κἀκεῖνοι ἀπελθόντες, ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. Ὕστερον, ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται. Σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει· ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει· ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. Ὁ μὲν οὖν Κύριος, μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς, ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες, ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος, διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἀμήν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Μετά τήν ἀνάστασή του ὁ Ἰησοῦς, τό πρωί τῆς Κυριακῆς, ἐμφανίστηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή, τήν ὁποία εἶχε θεραπεύσει ἀπό ἑφτά δαιμόνια. Ἐκείνη πῆγε καί τό εἶπε στούς μαθητές, πού ἦταν λυπημένοι κι ἔκλαιγαν. Αὐτοί ὅμως, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ καί τόν εἶδε ἡ Μαρία, δέν τήν πίστεψαν. Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μέ διαφορετική μορφή σέ δύο ἀπ’ αὐτούς, καθώς περπατοῦσαν καί πήγαιναν ἔξω στά χωράφια. Ἐκεῖνοι πῆγαν καί τά διηγήθηκαν στούς ὑπόλοιπους· ἀλλά οὔτε κι αὐτούς τούς πίστεψαν. Τέλος, ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε στούς ἕντεκα μαθητές καθώς ἔτρωγαν, καί τούς ἐπέπληξε γιατί ἀμφέβαλλαν κι ἐπέμεναν νά μήν πιστεύουν αὐτούς πού τόν εἶδαν ἀναστημένο. Μετά τούς εἶπε: «Πορευθεῖτε σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο καί διακηρύξτε τό χαρμόσυνο μήνυμα σ’ ὅλη τήν κτίση. Ὅποιος πιστέψει καί βαφτιστεῖ θά σωθεῖ· ὅποιος δέν πιστέψει θά καταδικαστεῖ. Νά καί τά θαύματα πού θά κάνουν ὅποιοι πιστέψουν: Μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός μου θά διώχνουν δαιμόνια, θά μιλοῦν νέες γλῶσσες, κι ἄν παίρνουν φίδια στά χέρια τους ἤ πίνουν κάτι δηλητηριῶδες δέ θά παθαίνουν τίποτε· θά βάζουν τά χέρια τους πάνω σέ ἀρρώστους καί θά τούς θεραπεύουν». Ἀφοῦ τούς εἶπε αὐτά ὁ Κύριος, ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθητές τότε ἔφυγαν καί ἔφεραν τό χριστιανικό μήνυμα παντοῦ· κι ὁ Κύριος συνεργοῦσε μαζί τους κι ἐπιβεβαίωνε τό κήρυγμά τους μέ τά θαύματα πού τό συνόδευαν. Ἀμήν

26-11-2017

Κυριακή ΚΕ΄ Επιστολών

Αποστόλος Προς Εφεσίους (δ΄  1 – 7)

Πρωτότυπο κείμενο

Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν·εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν. Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Σας παρακαλώ, λοιπόν, εγώ που είμαι φυλακισμένος για τον Κύριο, να ζείτε με τρόπο αντάξιο εκείνου που σας κάλεσε στη νέα ζωή. Να ζείτε με ταπείνωση, πραότητα και υπομονή· να ανέχεστε με αγάπη ο ένας τον άλλο και να προσπαθείτε να διατηρείτε, με την ειρήνη που σας συνδέει μεταξύ σας, την ενότητα που δίνει το Πνεύμα του Θεού. Ένα σώμα αποτελείτε όλοι κι ένα πνεύμα σας ενώνει, όπως και μία είναι η ελπίδα σας για την οποία σας κάλεσε ο Θεός. Ένας Κύριος υπάρχει, μία πίστη, ένα βάπτισμα.Ένας Θεός και Πατέρας όλων,που κυριαρχεί σε όλους, ενεργεί μέσα απ’ όλους και κατοικεί σε όλους σας. Στον καθένα μας όμως έχει δοθεί κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα, σύμφωνα με το μέτρο που δωρίζει ο Χριστός.

Σχολιασμός

Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος εφιστά την προσοχή στους Εφεσίους να ζουν αντάξια προς την κλήση του Θεού και να διατηρούν την ενότητα της Εκκλησίας. Παράλληλα αναφέρεται σε ορισμένες θεμελιώδεις αρετές των οποίων η άσκηση αναζωογονεί τη ψυχή μας και ενεργοποιεί τη χάρη του Βαπτίσματος, την οποία όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχουμε λάβει.      

Η ορθόδοξη χριστιανική ζωή καλλιεργείται με την εφαρμογή του θελήματος του Θεού και τη τήρηση των εντολών του. Αυτή η τήρηση των θείων εντολών, σημαίνει αδιάκοπη άσκηση των αρετών που είναι δωρεές ουράνιες, ευεργετικές για τον άνθρωπο. Οι αρετές δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε πράξεις αυτοδικαίωσης. Είναι σημεία στην αγωνιστική πορεία του πιστού προκειμένου να μπορέσει να διακόψει κάθε σχέση με την αμαρτία και ταυτόχρονα να κατορθώσει να βιώσει περισσότερο την εν Χριστώ ζωή. Η εφαρμογή τους εξάλλου είναι η σωτήρια κίνηση από το «παρά φύσιν» στο «κατά φύσιν και η αλλαγή της πορείας από το πονηρό στο αγαθό.

Η μεγάλη αρετή της ταπεινοφροσύνης για την οποία κάνει λόγο ο Απόστολος, δε σημαίνει ταπεινολογία αλλά επίγνωση της αμαρτωλότητας και αίσθηση της μηδαμινότητας ενώπιον του Θεού. Σε αυτή την αρετή στηρίζονται και οικοδομούνται όλες οι αρετές. Αντίθετα, η υπερηφάνια χαρακτηρίζεται ως απόνοια. «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινός δε δίδωσε χάριν (Πρμ γ’ 34· πρβλ. Ιω δ’ 6· Α´ Πέ ε’ 5). Στην επί του όρους ομιλία ο Ιησούς Χριστός μακαρίζει πρώτα απ’ όλους τους ταπεινόφρονες «μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Μτθ ε’ 3). Παρέχει δε τον εαυτό του ως υπόδειγμα ταπεινώσεως, διότι «εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού (Φιλ. β’ 8). Σε συνάρτηση με την ταπεινοφροσύνη, βρίσκεται η πραότης. Η πραότητα δεν είναι απλώς μια αρετή που μας προφυλάει κατά την ώρα του θυμού, αλλά μια κατάσταση γλυκύτατας και ειρήμης που εξασφαλίζει τις προυποθέσεις ώστε να μην προκαλούμαστε ούτε και να προκαλούμε τους άλλους. Οι δύο αυτές αρετές κάνουν τον χριστιανό να ομοιάζει με τον Χριστό, ο οποίος είπε «μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετα ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Μτθ ια΄ 29)

Επιπλέον ο Απόστολος, συνιστά στους πιστούς να συμπεριφέρονται με μακροθυμία, καθώς αυτή χαρακτηρίζει τη σχέση του ανώτερου προς το κατώτερο ανεχόμενοι τον αδελφό τους. Οι διαφορετικοί χαρακτήρες, τα ποικίλα χαρίσματα και οι ανθρώπινες ατέλειες και αδυναμίες απαιτούν την ανοχή του ενός χριστιανού προς τον άλλον. Εφόσον δεν υπάρχει τέλος άνθρωπος, είναι φυσικό επακόλουθο να προκύπτουν διαφωνίες ανάμεσα σε συνεργάτες, φίλους, στα μέλη μιας οικογένειας. Μόνο με την ανοχή μπορούν να ξεπεραστούν ομαλά όλα τα προβλήματα. Στο τέλος του στίχου προσθέτει με έμφαση «εν αγάπη» τονίζοντας έτσι ότι η αγάπη είναι η πηγή όλων των αρετών που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Αυτή είναι το κίνητρο που δίνει χρώμα και περιεχόμενο σ’ αυτές.

Ο Απόστολος Παύλος, δεν ζητά από εμάς να επιτύχουμε την ενότητα, γιατί είναι είναι αγαθό που μας δόθηκε από το Θεό. Μας προτρέπει μόνο να την τηρήσουμε και να τη διαφυλάξουμε σαν ένα πολύτιμο θησαυρό. Η προσπάθεια διατήρησης της στηρίζεται στην προσωπική και ζωντανή σχέση του Χριστιανού με την πηγή της ενότητας, που είναι το Άγιο Πνεύμα, η Εκκλησία. Ο αγώνας του πιστού μέλους της Εκκλησίας και η συνεχής πνευματική του τροφοδοσία από τη συμμετοχή του στα μυστήρια της Εκκλησίας και την πνευματική του ζωή συγκροτεί την παρουσία της χάρης του Θεού και την παρουσία του Πνεύματος μέσα στη ζωή του. Καθ’ ένας από εμάς, έχει λάβει τα δικά του χαρίσματα, τα οποία καλείται να αξιοποιήσει, ν’ αυξήσει και να συνεισφέρει στην οικοδομή της Εκκλησίας, της ζωής του και των συνανθρώπων του.

26-11-2017

Κυριακή ΙΓ΄Λουκά

Ευαγγέλιον κατά Λουκ. (ιη’ 18-27)

Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ πει­ρά­ζων αὐ­τὸν καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· μὴ μοι­χεύ­σῃς, μὴ φο­νεύ­σῃς, μὴ κλέ­ψῃς, μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς, τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κού­σας δὲ ταῦ­τα ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λεί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λού­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κού­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλού­σι­ος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· Πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λεύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λι­ᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλού­σι­ον εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κού­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.

Νεοελληνική απόδοση

Κάποιος άρχοντας πλησίασε τον Ιησού και τον  ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς «αγαθό»; Κανένας δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας: ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου» Όταν το άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμα σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό∙ και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στεναχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε πολύ στεναχωρημένο, είπε: «Πόσο δύσκολά αυτοί που έχουν χρήματα θα μπούν στη βασιλεία του Θεού! Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπεί ο πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί; Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά». 

Σχολιασμός

Ο πλούσιος νέος της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής είχε μεγάλα πνευματικά ενδιαφέροντα.  Ήταν και άρχοντας της Συναγωγής και είχε μεταφυσικές αναζητήσεις. Μόλις λοιπόν αντίκρισε τον Κύριο, τον πλησίασε και με ισχυρό ενδιαφέρον, αφού πρώτα προσφώνησε τον «Ιησού Διδάσκαλο αγαθό», τον ρώτησε τί μπορούσε να πράξει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς, αφού τον ρωτά γιατί τον ονόμασε αγαθό, αφού πιστεύει ότι είναι  ένας απλός άνθρωπος  και κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός παρά μόνο ο Θεός, του απάντησε: «Τας εντολάς οίδας∙ μη μοιχέυσεις, μη φονεύσης, μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Ο νέος ακούγοντας την απάντηση του Κυρίου, του αναφέρει έκπληκτος ότι αυτά τα φύλαξε από τα παιδικά του χρόνια. Τότε ο Ιησούς του είπε ότι μόνο ένα πράγμα λείπει: Να πουλήσεις την περιουσία σου και να τη μοιράσεις στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό. Ο νέος όμως ακούγοντας αυτό στεναχωρήθηκε γιατί  ήταν πλούσιος και δεν ήθελε να αποχωριστεί τίποτα από τα πλούτη του και ο Ιησούς είπε: «Ευκολώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλίας ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν», δηλαδή πιο εύκολα περνά καμήλα από την βελονότρυπα παρά ο πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Όσοι ήταν παρόντες τότε ρώτησαν τον Ιησού ποιος μπορεί τότε να σωθεί. Αυτό το ρώτησαν γιατί οι πλούσιοι δεν πρόσφεραν τίποτα στους φτωχούς, αλλά ήταν δούλοι του πλούτου τους. Αλλά και οι φτωχοί επιθυμούσαν να πλουτισουν και κυνηγούσαν έτσι το χρήμα. Εκείνος τους απάντησε: «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί».

Το χρήμα και ο πλούτος, είναι ένα θέμα που η διαχρονικότητα το χαρακτηρίζει. Σε όλες τις εποχές βλέπουμε πόσο απασχολεί τους ανθρώπους στις ζωές των οποίων πολλές φορές γίνεται στόχος, τον οποίο αγωνιζόμαστε να κατακτήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ο Θεός μας έδωσε το δικαίωμα να απολαμβάνουμε τα αγαθά και όσα κερδίζουμε, αλλά να τα διαχειριζόμαστε σωστά και να τα κερδίζουμε δίκαια. Να κατακυριεύσουν τη γη ήταν μια από τις εντολές του Κυρίου στους πρωτόπλαστους αλλά χωρίς να αδικήσουν και να κλέψουν από τους συνανθρώπους τους αφού δύο εντολές του Δεκαλόγου είναι «ου κλέψεις»,  και «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστίν».

Ο Ιησούς στάθηκε αυστηρός απέναντι στους πλουσίους, «ουαί υμίν τοις πλούσιοις, ότι απέχετε την παράκληση υμών»(Λουκ. 6,24). Όχι γιατί ο πλούτος από μόνος του είναι κάτι κακό, αλλά διότι εύκολα ο πλούσιος γίνεται δούλος του πλούτου. Λησμονεί το Θεό. Περιφρονεί το συνάνθρωπό του. Καταπατά την ηθική. Αρνείται τη δικαιοσύνη

Επίσης βλέπουμε ότι ο Κύριος μακάρισε τους φτωχούς: «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν βασιλεία του Θεού»( Λουκ. 6.20). Όχι πάλι γιατί από μόνη της η φτώχεια σώζει, αλλά διότι δίνει τη δυνατότητα να ελπίζει στο Θεό και να κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται μόνο στη σωματική του υπόσταση μόνο αλλά ότι περιλαμβάνει και μιαν αθάνατη ψυχή, η οποία έχει τις δικές της ανάγκες.

Δεν αρνείται λοιπόν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ύπαρξη του χρήματος το Ευαγγέλιο μέσα στη ζωή μας. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και τους πειρασμούς που συνεπάγεται αν ο άνθρωπος δεν το τοποθετήσει πάνω σε ορθή βάση. Είναι δύναμη το χρήμα αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη αδυναμία, κάτι που βλέπουμε και στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή. Πολλές φορές βλέπουμε να υποδουλώνει εκείνον που το έχει αφού τον καθιστά πλεονέκτη και κατά τον Απόστολο η πλεονεξία είναι «ειδωλολατρία». Επίσης βλέπουμε πολλές φορές ότι προκειμένου να αποκτηθούν τα πλούτη και να διαφυλαχτούν, ο άνθρωπος εκτίθεται σε πολλούς κινδύνους. «Οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν»,( Α’ Τιμ. 6,9), τονίζει ο Απόστολος Παύλος. Ένας τρίτος πειρασμός που αντιμετωπίζουν οι κυνηγοί του χρήματος είναι ότι εύκολα πέφτουν σε παγίδες και καταπατούν τον ηθικό νόμο. Εκμεταλλεύονται τους άλλους και παρανομούν.

Γι αυτό και ο Κύριος στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή επισημαίνει ότι «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού». Δε λέει ότι είναι αδύνατο αλλά δύσκολο, έτσι όταν οι ακροατές θα ρωτήσουν «και τις δύναται σωθήναι;», εκείνος θα απαντήσει: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατα παρά τω Θεώ εστιν». Κοντά στο Θεό όλα είναι δυνατά, και η σωτηρία των πλουσίων, αρκεί να συνειδητοποιήσουν τις «υποχρεώσεις» τους και να αγωνιστούν να τις εκπληρώσουν.

Πρώτο και κυριότερο να τα κερδίζουμε όλα με θεμιτά μέσα. Με τίμιο και ευλογημένο ιδρώτα. όχι με εκμετάλλευση των συνανθρώπων μας και με απάτες. Δεύτερη υποχρέωση και εξίσου σημαντική, το χρήμα να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι ο άνθρωπος να καταντά υπηρέτης του χρήματος. Επίσης ο πλούτος στην υπηρεσία της αγάπης. Όσοι διαθέτουμε χρήματα να μην αγνοούμε το διπλανό μας, ο οποίος μπορεί να βασανίζεται από φτώχεια και μιζέρια. Δεν είναι επιτρεπτό να φυλακίζουμε το χρήμα, όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος για τη φύση του πλούτου «το μεν στάσιμον άχρηστον, το δε κινούμενον και μεταβαίνον κοινωφελές τε και έγκαρπον». Επιπλέον η ευγνωμοσύνη μας προς το Θεό. Εκείνος είναι ο μεγάλος πλουτοδότης. Εκείνος μας το χαρίζει. Εμείς είμαστε διαχειριστές. Αυτοί που με φρόνηση και γενναιοδωρία πρέπει να τα διαχειριστούμε όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους που και εκείνοι είναι παιδιά του Θεού, αδέλφια μας. «Ίνα το σον περίσσευμα γένηται εις το εκείνου το υστέρημα» (Β΄Κορ. 8,13). Ο Μέγας Βασίλειος απαντώντας στο ερώτημα «ποιον αδικώ κατέχοντας τα δικά μου;» αναφέρει: «Ποια είναι δικά σου; Από που τα πήρες και τα διατηρείς στη ζωή σου; Δε γεννήθηκες γυμνός; Και πάλι δε θα επιστρέψεις γυμνός στη γη;»

Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εποχή στη οποία ζούμε είναι κατ’ εξοχήν υλιστική και πλουτοκρατική. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους διακατέχονται από τη δίψα του πλούτου και κυριαρχούνται από μια ακατανίκητη φορά προς τα υλικά αγαθά. Παντού προβάλλει και κυριαρχεί ο λεγόμενος οικονομικός τύπος του ανθρώπου, ο homo economicus. Όλοι μας, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, δεχόμαστε τη φθοροποιό επίδραση της υλιστικής νοοτροπίας, όπως και ο νέος της ευαγγελικής περικοπής. Ο νέος αναστατώθηκε όταν άκουσε ότι πρέπει να πουλήσει όσα έχει και «γύρισε την πλάτη» στην αιώνια ζωή, διάλεξε την υλική ευμάρεια  και απέρριψε τη σωτηρία της ψυχής του. Παράδειγμα προς αποφυγήν ο νέος του Ευαγγελίου. Οφείλουμε λοιπόν εμείς να επιδείξουμε πολλή προσοχή. Να συνειδητοποιήσουμε τους κινδύνους που εγκυμονεί η μανία και η κακή διαχείριση του πλούτου, να μην πέσουμε στη φοβερή παγίδα της πλεονεξίας και της φιλαργυρίας. Να μη μας κυριεύσει η απάτη του πλούτου και για χάρη του λησμονήσουμε το Θεό, αδιαφορήσουμε για τους ανθρώπους και αμελήσουμε τον ιερό σκοπό της ζωής που είναι η σωτηρία μας.    

19-11-2017

ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄
Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον (ιστ΄, 1-8)

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη, ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς Σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι, θεωροῦσιν, ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχύ, ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις· καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ὅταν πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καί ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιά νά πᾶνε ν’ ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦρθαν στό μνῆμα πολύ πρωί τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ποιός θά μᾶς κυλήσει τήν πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατί ἦταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρός τά ’κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπό τόν τόπο της.

Μόλις μπῆκαν στό μνῆμα, εἶδαν ἕνα νεαρό μέ λευκή στολή νά κάθεται στά δεξιά, καί τρόμαξαν. Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: «Μήν τρομάζετε. Ψάχνετε γιά τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, τό σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά καί τό μέρος ὅπου τόν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καί πεῖτε στούς μαθητές του καί στόν Πέτρο: «πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στήν Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα γεμάτες τρόμο καί δέος· δέν εἶπαν ὅμως τίποτα σέ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες.

19-11-2017

Κυριακή ΚΔ΄ Επιστολών

Απόστολος προς Εφες. (β΄, 14-22)

Πρωτότυπο κείμενο

Αυτός γαρ εστίν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα έν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον νόμον των εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον, ποιών ειρήνην, και αποκαταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ δια του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ• και ελθών, ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν, τοις μακράν και τοις εγγύς, ότι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί Πνεύματι προς τον πατέρα. Άρα ούν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επι τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ώ πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω∙ εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι.

Νεοελληνική Απόδοση

Αυτός πραγματικά είναι για μας η ειρήνη. Αυτός έκανε τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους ένα λαό και γκρέμισε με το σταυρικό του θάνατο ό,τι σαν τείχος τους χώριζε και προκαλούσε έχθρα μεταξύ τους. Κατήργησε δηλαδή τον ιουδαϊκό νόμο των εντολών και των διατάξεων, για να δημιουργήσει με το έργο του από τα δύο εχθρικά μέρη, από τους Ιουδαίους και τους εθνικούς, μια νέα ανθρωπότητα, φέρνοντας την ειρήνη. Κι αφού θανάτωσε με το σταυρό του την έχθρα, ένωσε τους δύο πρώην εχθρούς σε ένα σώμα και τους συμφιλίωσε με το Θεό. Έτσι, ο Χριστός ήρθε κι έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης σ’ εσάς τους εθνικούς, που ήσασταν μακριά από το Θεό, και σ’ εσάς τους Ιουδαίους, που ήσασταν κοντά του. Πραγματικά, δια του Χριστού μπορούμε μ’ ένα πνεύμα και οι δύο, εθνικοί και Ιουδαίοι, να πλησιάσουμε τον Πατέρα. Δεν είστε, λοιπόν, πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στο λαό του Θεού, στην οικογένεια του Θεού. Προστεθήκατε κι εσείς στο οικοδόμημα που έχει θεμέλιο τους αποστόλους και τους προφήτες κι ακρογωνιαίο λίθο αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μ’ αυτόν δένεται ολόκληρο το οικοδόμημα και μεγαλώνει, ώστε να γίνει ναός άγιος για τον Κύριο. Ο Κύριος οικοδομεί κι εσάς μαζί με τους άλλους, για να γίνετε πνευματική κατοικία του Θεού.

Εισαγωγικά

Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αναπτύσσει ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος: αναφέρεται στο «μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3,9).  Το μυστήριο δηλαδή της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων, το οποίο αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ο Ιησούς Χριστός.  Η σωτηρία των ανθρώπων πραγματοποιείται «εν Χριστώ» μέσα στην Εκκλησία και αποτελεί προϊόν της αγάπης και της χάριτος του Θεού, και μέσα σ’ αυτήν ενώνονται και αποτελούν ένα σώμα οι πρώην εχθροί μεταξύ τους Ιουδαίοι και Εθνικοί.

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι άνθρωποι ήταν διαιρεμένοι σε αυτά τα δύο έθνη, το ιουδαϊκό και το εθνικό (ειδωλολάτρες). Ζούσαν πολύ κοντά αλλά ήταν εχθρικά διακείμενοι ο ένας προς τον άλλο. Οι μεν Ιουδαίοι σιχαίνονταν τους Εθνικούς θεωρώντας τους άπιστους και ακάθαρτους. Οι δε Εθνικοί απέφευγαν τους Ιουδαίους χαρακτηρίζοντάς τους ως δεισιδαίμονες και ακοινώνητους. Η Έφεσος λοιπόν, υπήρξε μια κοινότητα της οποίας οι κάτοικοι ήταν ειδωλολάτρες, ξένοι προς τις υποσχέσεις και τις διαθήκες. Αργότερα όμως, μετά τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, η κοινότητα πλέον φέρεται να είναι καλά θεμελιωμένη και να κατέχετε από πνεύμα διάκρισης. Υπάρχει καλή διδασκαλία, εξακολουθεί  όμως να υφίσταται ένα βασικό χαρακτηριστικό πρόβλημα η απουσία της αγάπης προς τον Χριστό αλλά και μεταξύ των ανθρώπων.

«Χριστός εστίν η ειρήνη ημών»

Με έξαρση σχεδόν ποιητική ο Απόστολος των Εθνών ξεκινά να περιγράφει το ειρηνευτικό και ενοποιό έργο του Χριστού. Ενώ θα περιμέναμε ως συνήθως να δούμε τον Απόστολο Παύλο να κάνει λόγο για κρίση και οργή του Θεού εναντίον των Ιουδαίων και Εθνικών που βρίσκονταν μέσα στην αμαρτία. Εδώ μιλάει για τον πλούτο της θείας αγάπης που συμφιλιώνει τις δύο αυτές αντίθετες θρησκευτικές ομάδες και προσφέρει την ειρήνη. Ο Χριστός «ως άρχων ειρήνης» κατά τον προφητικό λόγο του Ησαῒα (Ησ. 9,6), στάθηκε μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, ανάμεσα στους δύο πραγματικούς κόσμους, του Θεού και του ανθρώπου, άπλωσε τα χέρια του, και ειρηνοποίησε τη γη με τον ουρανό, ένωσε δηλαδή το άνθρωπο με το Θεό.

Από πού πηγάζει όμως αυτή η ειρήνη; Η ειρήνη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και κύριο γνώρισμα της θεότητας, καθώς ονομάζετε «Θεός της ειρήνης» (Β΄ Κορ. 13,11). Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό της ειρήνης με φύση ειρηνική. Και η αγαπητική σχέση του με τον Δημιουργό του μέσα στον παράδεισο ήταν απόλυτα ειρηνική καθότι ήταν στοιχείο έμφυτο. Αλλά από τη στιγμή που σήκωσε σημαία ανταρσίας και εναντιώθηκε στο θέλημα του Θεού, αυτή η αγαπητική σχέση μαζί Του διαταράχθηκε, και η ειρήνη φυγαδεύτηκε από την καρδιά του. Τότε ανάμεσα σ’ αυτή τη σχέση ανυψώθηκε μεσότοιχο πανύψηλο «το μεσότειχον του φραγμού», που μας χώριζε από τον Θεό.

Κατά μια άλλη ερμηνεία με τη φράση αυτή «το μεσότειχον του φραγμού» ο Απόστολος Παύλος παραπέμπει στο Ναό του Σολομώντα και στον τοίχο που χώριζε την αυλή των Εθνικών από την αυλή των Ιουδαίων και στον οποίο υπήρχε επιγραφή που απαγόρευε στους Εθνικούς να τον υπερβούν με ποινή θανάτου για τους παραβάτες. Σύμφωνα τέλος με άλλη ερμηνευτική προσέγγιση «φραγμός» ήταν ο παλαιός  νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, οι διατάξεις του οποίου διαχώριζαν τους Ιουδαίους από τους Εθνικούς. Ο Ιησούς Χριστός γκρέμισε αυτό το μεσότοιχο του φραγμού «εν τη σαρκί αυτού», δηλαδή με τον σταυρικό του θάνατο, με τον οποίο θανατώθηκε η έχθρα και πραγματοποιήθηκε η καταλλαγή αμφοτέρων, Ιουδαίων και Εθνικών, όλων των ανθρώπων με τον Θεό. Η έχθρα μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών καταργείται με το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού, ο οποίος έφερε την συμφιλίωση, την καταλλαγή του Θεού με τους ανθρώπους αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους. Επομένως με το έργο της Θείας Οικονομίας καθετί που διακρίνει και χωρίζει τους ανθρώπους παραμερίζεται.

Ο Ιησούς Χριστός κατέλυσε την έχθρα και κατάργησε τις εντολές του Νόμου, προχωρώντας στη δημιουργία της καινής κτίσης: «ίνα τους δύο κτίση εις ένα καινόν άνθρωπον». Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο Θεός κτίζει, δημιουργεί τη μία καινούργια ανθρωπότητα, που απαρτίζεται αδιακρίτως και από Ιουδαίους και από Εθνικούς, από όλους δηλαδή τους ανθρώπους ανεξαρτήτως διακρίσεων. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο «και ευηγγελίσατο ειρήνην» προς όλους τους ανθρώπους «τοις μακράν και τοις εγγύς», δηλαδή και στους Εθνικούς και στους Ιουδαίους. Η ειρήνη αυτή έχει διπλή κατεύθυνση, είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση των ανθρώπων με τον Θεό και η ειρήνη και συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους. Αυτή λοιπόν η ειρήνη του Ιησού Χριστού στη γενική της διάσταση επεκτείνεται ακόμη και σε όλη την κτιστή δημιουργία. Ο Χριστός είναι «ο ακρογωνιαίος λίθος» του σώματος της Εκκλησίας. Πάνω σε αυτόν τον λίθο, οικοδόμησαν την Εκκλησία οι απόστολοι και οι προφήτες. Εκεί οικοδομούνται και ενώνονται και οι πιστοί (Εφεσ. 2,20) τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας.

Προ ολίγων ημερών εισήλθαμε σ’ αυτή την ωραία περίοδο που προηγείται της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων. Ο Θεός της ειρήνης καθώς θα ψάλλουμε στις Καταβασίες από τις 21 Νοεμβρίου, ονομάζει παιδιά Του όλους τους ειρηνοποιούς αυτού του κόσμου, και προχωρεί ακόμη περισσότερο μακαρίζοντας τους πράους αποκαλώντας τους κληρονόμους της γης. Αλλά και σε κάθε ακολουθία η Εκκλησία μας, μεταφέρει την ειρήνη στους ανθρώπους. Από την «άνωθεν ειρήνη» γεννάται η ειρήνη του κόσμου. Αυτή όμως την εξωτερική ειρήνη του «σύμπαντος κόσμου» φαίνεται να την κυβερνούν περισσότερο οι υλικοί παράγοντες και τα οικονομικά συμφέροντα μερικών «μεγάλων». Επειδή όμως, τα οικονομικά πράγματα δεν έχουν ποτέ μια μόνιμη και μακρόχρονη σταθερότητα, η πίστη και η ελπίδα μας για την ασφάλεια του αύριο δεν μπορούν ν αναπαυθούν σε καμιά σιγουριά. Και πάλι θ αναφερθούμε στον προφήτη Ησαΐα που κλείνει μέσα στο αίτημα προς τον Θεό την αγωνία του πιστού: «Κύριε ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησα. 26,12). Ζητούμε από τον Θεό «τόν υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι».

Η διακήρυξη του Αποστόλου Παύλου «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών», δηλώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή της ειρήνης όλου του κόσμου. Με τη σταυρική του θυσία έφερε την ειρήνη σε όλα τα επίπεδα. Έφερε την ειρήνη και καταλλαγή των ανθρώπων με τον Θεό Πατέρα και ταυτόχρονα τη συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους, συγκροτώντας ένα σώμα, το σώμα της Εκκλησίας, του οποίου κεφαλή είναι Εκείνος. Η σταυρική θυσία του Ιησού Χριστού είναι το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Ο Θεός κινείται από αγάπη προς τον άνθρωπο και αποστέλλει στον κόσμο τον Υιό του, ο οποίος θυσιάζεται για να καταλλάξει, να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον Θεό. Η καταλλαγή του Θεού με τον άνθρωπο για να είναι πλήρης πρέπει να εκτείνεται και στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, ακόμα και στις σχέσεις των λαών μεταξύ τους, αλλά και στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Ο άνθρωπος που ειρηνεύει με τον Θεό, ειρηνεύει και με τους συνανθρώπους του και με το περιβάλλον. Δεν μπορεί να υπάρξει καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό και ταυτόχρονα να διατηρεί την έχθρα με τους συνανθρώπους του ή και με το περιβάλλον του. Σε αυτή τη διάσταση η καταλλαγή είναι το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα για την ειρήνευση των λαών και των εθνών, αλλά και για τη σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος.

19-11-2017

Κυριακή Θ’ Λουκά

Ευαγγέλιον κατά Λουκ. (ιβ’ 16 – 21)

Πρωτότυπο κείμενο

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολὴν τάυτην· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ, λέγων· Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; Καὶ εἶπε· Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

Νεοελληνική Απόδοση

Είπε ο Κύριος την εξής παραβολή «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά. Κι εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου! Να τι θα κάνω, είπε. Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου. Και τότε θα πω στον εαυτό μου: τώρα, έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά. Ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε. Τότε του είπε ο Θεός: «ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες, σε ποιόν θα ανήκουν;». Αυτά, λοιπόν, παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός». Αφού τα είπε όλα αυτά, πρόσθεσε με έμφαση: «Όποιος έχει αυτιά για ν΄ακούει ας τα ακούει».

Σχολιασμός

Αν μπορούσαμε να πούμε ότι η προηγουμένη Κυριακή πρόβαλε ως πρότυπο ζωής προς ένταξη στη Βασιλεία του Θεού τον εύσπλαχνο Σαμαρείτη, τον ανιδιοτελή άνθρωπο της έμπρακτης αγάπης, η σημερινή Κυριακή προβάλλει το αρνητικό κακέκτυπο: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε τέτοιο βαθμό, που τελικά να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του.

Συγκεκριμένα, καθώς ο Κύριος δίδασκε το λαό, κάποιος από το πλήθος του ζήτησε να μιλήσει στον αδελφό του, ώστε να μοιραστούν την περιουσία τους. Θέλησαν να χρησιμοποιήσουν για δικαστή τον Ιησού Χριστό. Ο Κύριος όμως αρνήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί ο Θεός είδε πως στην καρδιά του καθενός κρυβόταν η πλεονεξία. Του αποκρίθηκε λοιπόν ότι το έργο του εδώ στη γη, δεν ήταν να δικάζει τους ανθρώπους και να τους διαμοιράζει τις περιουσίες τους. Επιπρόσθετα, επέστησε την προσοχή και σ’ αυτόν και σ’ όλο το λαό, ώστε να προφυλάσσονται με κάθε τρόπο από την πλεονεξία, επειδή το μάκρος και το νόημα της ζωής δεν εξαρτάται από την περίσσεια των υλικών αγαθών. Θέλοντας λοιπόν να μας προφυλάξει από αυτό το μεγάλο πάθος, διηγείται την παραβολή του άφρονα πλουσίου.

Η συγκέντρωση αγαθών που εξυπηρετούν την ζωή, αποτελεί μια πολύ φρόνιμη και λογική ενέργεια για τον άνθρωπο και μάλιστα για τον οικογενειάρχη που από την εργατικότητα και προνοητικότητά του εξαρτάται η ζωή των μελών της οικογενείας του. Την οκνηρία και απρονοησία κανείς ποτέ μέχρι σήμερα δεν την επαίνεσε. Παρ’ όλα όμως αυτά ο πλούσιος εδώ χαρακτηρίζεται ως «άφρων». Μεγάλο πάθος η αφροσύνη της πλεονεξίας. Ακόμη πιο μεγάλη, τέλεια αφροσύνη, η αθεΐα. Ο ψαλμωδός αναφερόμενος στη παγκόσμια και βαθιά διαφθορά των ανθρώπων, σημειώνει την αιτία της, που δεν είναι άλλη από την απομάκρυνση μας από το Θεό. «Είπεν άφρων εν καρδία αυτού’ ουκ έστι Θεός» (Ψαλμ 13,1). Άφρων είναι ο ασεβής, ο αμαρτωλός, γιατί φρόνηση και σοφία δεν είναι η θεωρητική γνώση, αλλά ο φόβος του Κυρίου (Παροιμίες 1,7).

Η ευφορία της γης είναι μεγάλη ευλογία που συχνά την επιτρέπει ο Θεός ακόμη και στους πονηρούς και άδικους ανθρώπους. (Μτθ. ε’, 45). Βλέπουμε τη μακροθυμία του Θεού και τα όρια του ελέους και της ευσπλαχνίας του. Δεν τον κατακρίνει εξ αρχής, αλλά του προσθέτει στον υπάρχοντα πλούτο του και άλλον, μήπως τυχόν του προκαλούσε κάποτε κορεσμό, και με τον τρόπον αυτόν βοηθούσε την ψυχή του να γίνει πιο κοινωνική και ήμερη. Περιμέναμε να δούμε τον πλούσιο του ευαγγελίου να χαιρόταν και να δόξαζε το Θεό που η γη του απέδωσε τόσο πλούσια σοδειά. Αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό για την ευλογία αυτή και να ευχαριστηθεί και ο ίδιος, βασάνιζε το μυαλό του με το να σκέφτεται που θα αποθηκεύσει όλα αυτά τα αγαθά. Γέμισε με άγχος και αγωνία. Έχασε ακόμη και τον ύπνο του! Δεν χαίρετε που έχει τόσα αγαθά, αλλά ο πλούτος του κεντά τη ψυχή, μήπως ξεχειλίσουν οι αποθήκες του και γίνει αφορμή κάποιου καλού για τους φτωχούς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος, οι πλούσιοι προτιμούν να εκραγούν από την πολυφαγία, παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείμματα στους φτωχούς! (Μεγάλου Βασιλείου, «Εις το καθελώ μου τας αποθήκας»).

Για τον πλούσιο της παραβολής ο ορίζοντας του κόσμου τελειώνει στα όρια του εαυτού του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διήγησή επικρατεί η κτητική αντωνυμία «μου». Ο πλησίον είναι ανύπαρκτος για την σκέψη και τη ζωή του πλουσίου. Θεωρεί ότι η υλική ευδαιμονία του είναι ατέρμονη και ότι δεν πρόκειται να του την αφαιρέσει κανείς. Έτσι καταστρώνει μακρόπνοα σχέδια λέγοντας στον εαυτό του: «ψυχή, έχεις, πολλά αγαθά που αρκούν για χρόνια πολλά· αναπαύου, φάγε, πιέ, ευφραίνου» και καταπίεσε τελείως μέσα στα βάθη του υποσυνειδήτου του τον Θεό, νομίζοντας ότι τον αφάνισε και γλύτωσε από τον έλεγχό του. Ηθικά αδιάφορος, ο πλούτος, όμως αποκτά ηθική ποιότητα στα χέρια του ανθρώπου. Αρμόζει, εάν δεν έχεις πλούτο να μην τον ποθείς, έχοντας μέσα σου συνεχώς την επιθυμία να τον αποκτήσεις, ενώ αντίθετα όταν υπάρχει (ο πλούτος), να μην σου είναι μόνιμη επιδίωξη το πώς θα τον κρατήσεις κτήμα σου, αλλά να σκέφτεσαι και να αναζητάς τρόπους πως θα τον διαθέσεις, συμβουλεύει και πάλι ο Μέγας Βασίλειος στους Λόγους του προς τους νέους. Ενώ και πάλι «εις το Καθελώ μου τας αποθήκας», μας δίνει το παράδειγμα του ανθρώπου που μπαίνει πρώτος στο θέατρο και πιάνει τα διπλανά άδεια καθίσματα και εμποδίζει να καθίσουν αυτοί που μπαίνουν μετά. «Τέτοιοι είναι οι πλούσιοι, αφού προκαταλάβουν τα κοινά, τα ιδιοποιούνται επειδή πρόλαβαν». Τίποτα λοιπόν απ’ όλα τα υλικά αγαθά εδώ στη γη, δεν μας ανήκει, δεν ήμαστε ιδιοκτήτες των υλικών αγαθών. Ο Θεός μας παραχωρεί όλα αυτά τα αγαθά πλουσιοπάροχα, μας εμπιστεύτηκε τη δική του περιουσία, καθιστώντας μας οικονόμους της και διαχειριστές, καλώντας μας να τη χρησιμοποιήσουμε για το καλό των άλλων ανθρώπων. Εκείνος είναι πάντοτε «ο διδούς υιετούς και καιρούς καρποφόρους» (Πρ. ιδ΄ 17)

Κάποτε ο γεωργός πριν βάλει το χέρι στο αλέτρι για να οργώσει, σήκωνε τα μάτια του στον ουρανό. Έκαμνε τον σταυρό του και κατόπιν άρχιζε την εργασία του. Τώρα ξεχάσαμε τον Θεό. Εργαζόμαστε μόνοι μας, με τα προηγμένης τεχνολογίας εργαλεία, χωρίς την βοήθειά του. Νομίζουμε πως είμαστε αυτάρκεις και δεν έχουμε ανάγκη τον Θεό. Αφού δεν θέλουμε, δεν δεχόμαστε την ευλογία του Θεού, ο Θεός μας την στερεί. Δεν είμαστε άξιοι των δωρεών του και παίρνει την χάρη του από πάνω μας. Συμβαίνει πολλές φορές αυτό που ψάλλουμε στην Αρτοκλασία: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…».

Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μια σπουδή να αποκτήσουμε όσο περισσότερα μπορούμε, προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας πιο άνετη και τελικά εγκλωβιζόμαστε στην αναζήτηση της ευτυχίας, στη δυστυχία της πλεονεξίας μας. Αδιαφορούμε για τον πλησίον μας, για τα προβλήματά του, για τις ανάγκες του. Και τελικά, σαν τον άφρονα της παραβολής, παγιδευόμαστε στον εγωισμό μας και ολιγοπιστούμε απέναντι στο Θεό. Δεν μας λέει ο Χριστός να μη φροντίζουμε για την οικογένειά μας, για το μέλλον των παιδιών μας, για την εξασφάλιση των αναγκαίων. Αλλά μας τονίζει ότι δεν είναι αυτά όλα τόσο σημαντικά, ώστε να ξεχνούμε την επιμέλεια της ψυχής μας. Μας παροτρύνει λοιπόν να προσδιορίσουμε εκ νέου τις προτεραιότητές μας, να στρέψουμε και πάλι στο βλέμμα στον ουρανό: «να επιζητείτε πρώτα την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, και όλα τα άλλα θα σας δοθούν» (Μτθ στ’, 33)

Ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος μιλώντας για το οικονομικό πρόβλημα στην εποχή του έλεγε: «Έχουμε οικονομικό πρόβλημα γιατί είμαστε άπληστοι. Αν ήμασταν ολιγαρκείς, δεν θα υπήρχε τέτοιο πρόβλημα. Η πλεονεξία δημιουργεί το οικονομικό αδιέξοδο. Δεν μας αρκούν αυτά που έχουμε. Θέλουμε όλο και περισσότερα. Ποιά άλλη καλύτερη λύσις του οικονομικού προβλήματος υπάρχει, από την ολιγάρκεια; Κυνηγάμε το περισσότερο. Να μάθουμε λοιπόν να είμαστε ολιγαρκείς. Αν όλοι οι άνθρωποι υπάκουαν σε αυτό που λέγει ο Απ. Παύλος και αρκόντουσαν στα απολύτως απαραίτητα και δεν ήθελαν ένα σωρό περιττά, δεν θα υπήρχε οικονομικό πρόβλημα». (Αρχ. Επιφανίου, «Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»).

12-11-2017

Κυριακή ΕΩΘΙΝΟΝ A΄
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον (κη΄, 16-20)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν. Καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς, ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ, ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, οἱ ἕντεκα μαθητές ἔφυγαν γιά τή Γαλιλαία, στό βουνό ὅπου ὁ Ἰησοῦς τούς εἶχε παραγγείλει νά πᾶνε. Ὅταν τόν εἶδαν, τόν προσκύνησαν· μερικοί ὅμως εἶχαν ἀμφιβολίες. Ὁ Ἰησοῦς τούς πλησίασε καί τούς εἶπε: «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ὅλη τήν ἐξουσία στόν οὐρανό καί στή γῆ. Πηγαίνετε λοιπόν καί κάνετε μαθητές μου ὅλα τά ἔθνη, βαφτίζοντάς τους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διδάξτε τους νά τηροῦν ὅλες τίς ἐντολές πού σᾶς ἔδωσα. Κι ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας πάντα, ὥς τή συντέλεια τοῦ κόσμου». Ἀμήν.

12-11-2017

Αγίου Ιωάννου Ελεήμονος

Απόστολος προς (Β΄ Κορ. θ’ 6-11)

Πρωτότυπο κείμενο

Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί,  όποιος σπέρνει με φειδώ θα έχει λίγη σο­δειά· κι όποιος σπέρνει απλόχερα η σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί «ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με ευχαρί­στηση». Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω για κάθε καλό σκοπό. Το λέει κι η Γραφή: Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η αγαθοεργία του θα παραμένει αιώνια. Κι αυτός που δίνει στο σποριά το σπόρο και το ψωμί για να τραφεί, ας δώσει και ας πληθύνει και το δικό σας σπόρο και ας αυξή­σει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλού­σιους σε όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική σας εισφορά θα ευχαριστούν το Θεό.

Σχολιασμός

Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από τη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή. Σ’ αυτό ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους πιστούς της τοπικής Εκκλησίας να ανταποκριθούν πρόθυμα και απλόχερα στον έρανο που θα διεξαγόταν υπέρ των πτωχών των Ιεροσολύμων, αναπτύσσει τη μεγάλη αξία της ελεημοσύνης και ταυτόχρονα διαβεβαιώνει πως ο Θεός θα ανταμείψει με πολλές ευλογίες την προσφορά τους.

«Ο σπείρων επ’ ευλογίες επ’ ευλογίες και θερίσει»

«Όποιος σπέρνει αδικία, θερίζει συμφορά. Η τυραννία του πάνω στους άλλους θα τελειώσει. Εκείνος που έχει βλέμμα σπλαχνικό θα ευλογηθεί, γιατί απ’ το δικό του ψωμί δίνει και στον φτωχό» (Παροιμ. 22, 8-9). Ο Απόστολος εμπνέεται από τις πιο πάνω εικόνες του βιβλίου των Παροιμιών και συνδέει την ελεημοσύνη με τη σπορά. Όπως ο γεωργός που σπέρνει με απλοχεριά θα έχει πολλή σοδειά έτσι και ο ελεήμονας άνθρωπος θα έχει απ’ το Θεό πολλές ευλογίες. Άλλωστε ο άνθρωπος που δίνει ελεημοσύνη «θησαυρίζει εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν» (Ματθ. 19, 20).

Μιλώντας ο Χριστός για τη Δευτέρα Παρουσία Του και για όσους θα αξιωθούν της δεξιάς μερίδας, είπε : «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με». Και όταν αυτοί Τον ρώτησαν: «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιείς»; Τότε απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδελφούς μου, τα κάνατε για μένα» (πρβλ. Ματθ. 25, 31-40).

Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Όταν (η φιλανθρωπία) ξεχύνεται απλόχερα, εξαφανίζει σαν φωτιά τα αμαρτήματα και μας κάνει δικαίους. Ας μην είμαστε λοιπόν τσιγκούνηδες, αλλά ας σπέρνουμε με απλοχεριά.{…} Αλλά ξοδεύοντας για την κοιλιά σου βέβαια και για να μεθάς και για να κάνεις ασωτίες, δε σκέπτεσαι καθόλου τη φτώχεια, αν όμως χρειασθεί να βοηθήσεις φτωχό, γίνεσαι φτωχότερος από όλους. Και τρέφοντας βέβαια παράσιτους και κόλακες, σαν να δαπανάς από πηγές τόσο πολύ χαίρεσαι, όταν όμως συναντήσεις φτωχό, τότε σε κυριεύει ο φόβος να μη γίνεις φτωχός…» (Υπόμνημα στη Β΄ προς Κορινθίους, Ομιλία ΙΘ΄).

Μόλις ο σήμερον εορταζόμενος άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας, κάλεσε όλους τους κληρικούς της εκεί Εκκλησίας και τους είπε: «Αδελφοί, δεν μου φαίνεται σωστό να φροντίζουμε για άλλα πράγματα, πριν φροντίσουμε για το Χριστό μας. Πηγαίνετε λοιπόν, ερευνήστε σε όλη την πόλη και φέρτε μου γραμμένα τα ονόματα όλων των κυρίων μου». Εκείνοι βέβαια απορούσαν, αφού δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί εννοούσε, και όταν τον ρώτησαν να τους εξηγήσει ποιοί είναι οι κύριοί του, απάντησε: «Εκείνους τους οποίους εσείς καλείτε φτωχούς, αυτούς εγώ ονομάζω αφέντες μου, αφού αυτοί μπορούν να μας βοηθήσουν και να μας δώσουν την επουράνια Βασιλεία». (βλ. Βίο αγ. Ιωάννου του Ελεήμονος, Μέγας Συναξαριστής, 12 Νοεμβρίου).

Ιδιαίτερα συγκινητικός και παραδειγματικός είναι και ο βίος του αγίου Πέτρου του τελώνη: Ο άγιος αυτός ήταν πατρίκιος και διοικητής ολόκληρης της Αφρικής. Μια μέρα κάποιος φτωχός τον πίεζε φορτικά για να του δώσει ελεημοσύνη και εκείνος, που ήταν ιδιαίτερα σκληρός και θυμώδης, αγανάκτησε και του πέταξε ένα ψωμί πάνω στο κεφάλι. Σε λίγες μέρες ο πατρίκιος αρρώστησε βαριά και είδε σαν σε όραμα μια ζυγαριά όπου στο δεξί της μέρος δεν βρισκόταν τίποτε άλλο από το προαναφερθέν ψωμί. Όταν συνήλθε από την οπτασία, διένειμε στους φτωχούς όλα τα υπάρχοντά του και μάλιστα πούλησε τον εαυτό του ως δούλο και το αντίτιμο το έδωσε και αυτό στους απόρους (βλ. Βίο αγ. Πέτρου του τελώνη, Μέγας Συναξαριστής, 20 Ιανουαρίου).

 Στις μέρες μας, πολλοί συνάνθρωποί μας μαστίζονται από δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης που επηρέασε αισθητά και την κυπριακή οικονομία. Πολλοί για μήνες χωρίς εργασία και με ανήλικα παιδιά να εξαρτούνται από αυτούς, σηκώνουν καθημερινά το δικό τους σταυρό. Στη διπλανή μας πόρτα ίσως κάποιοι βιώνουν ένα μικρό ή μεγάλο δράμα. Ας μην κλεινόμαστε πεισματικά στο καβούκι της εγωκεντρικότητάς μας. Βλέποντας στο πρόσωπό τους τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ας προσφέρουμε κάτι απ΄ το περίσσευμα ή το υστέρημά μας, για μια μικρή έστω ανακούφισή τους. Ας προσπαθήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, να μοιραστούμε μαζί τους  ό,τι ο Θεός μας εμπιστεύθηκε. Και αυτό ας το κάνουμε με χαρά: «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός».

12-11-2017

Κυριακή Η΄ Λουκά

Ευαγγέλιο κατά (Λουκά ι΄, 25-37)

Πρωτότυπο κείμενο

Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

Απόδοση στη νεοελληνική

Σηκώθηκε τότε ξαφνικά ένας νομικός και θέλοντας να τον δοκιμάσει είπε: Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή; Kι ο Ιησούς του είπε: Στο νόμο τι είναι γραμμένο; Τι διαβάζεις; Εκείνος αποκρίθηκε: Nα αγαπήσεις τον Kύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου, κι επίσης τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Τότε ο Ιησούς του είπε: Ορθά αποκρίθηκες. Αυτό να κάμνεις και θα ζήσεις. Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: Kαι ποιος είναι ο πλησίον μου; Πήρε τότε αφορμή από αυτό ο Ιησούς και είπε: Kάποιος κατέβαινε από την Iερουσαλήμ στην Iεριχώ. Έπεσε όμως σε χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού τον ξεγύμνωσαν και τον καταπλήγωσαν, τον άφησαν μισοπεθαμένο κι έφυγαν. Kατά σύμπτωση, από το δρόμο εκείνο κατέβαινε ένας ιερέας, και παρόλο που τον είδε, τον προσπέρασε. Το ίδιο έκανε κι ένας Λευίτης, που παρουσιάστηκε στον τόπο εκείνο. Αφού ήρθε και είδε, συνέχισε το δρόμο του χωρίς να προσφέρει βοήθεια. Όμως ένας Σαμαρείτης ταξιδιώτης έφτασε κι αυτός στον τόπο που ήταν ο πληγωμένος, και μόλις τον είδε τον σπλαχνίστηκε. Πήγε τότε κοντά του και επέδεσε τα τραύματά του χύνοντας πάνω τους λάδι και κρασί. Κατόπιν τον ανέβασε στο δικό του ζώο, τον πήγε σε ένα πανδοχείο και τον περιποιήθηκε. Kαι την επόμενη μέρα βγήκε, κι αφού έβγαλε δυο δηνάρια, τα έδωσε στον πανδοχέα και του είπε: Φρόντισέ τον κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, θα σου τα πληρώσω εγώ στην επιστροφή μου. Ποιος, λοιπόν, από τους τρεις αυτούς, νομίζεις πως έγινε ο πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές; Kι εκείνος είπε: Αυτός που τον περιποιήθηκε με ευσπλαχνία. Τότε ο Ιησούς του είπε: Πήγαινε και να κάνεις κι εσύ το ίδιο.

Η αγάπη προς τον πλησίον

Η ευαγγελική περικοπή που σήμερα ακούσαμε είναι η γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτου. Αφού ο Κύριος μας ερωτήθηκε από ένα νομικό, δάσκαλο δηλαδή του Μωσαϊκού Νόμου, απαντά στο ερώτημα «τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Τι πρέπει, δηλαδή, να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;

Ο ιερός Ευαγγελιστής σημειώνει για το νομικό και το εξής: «εκπειράζων αυτόν», ήθελε δηλαδή να παγιδεύσει τον Ιησού, να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Δεν τον πίστευε ως Θεό και τη διδασκαλία του τη θεωρούσε αντίθετη με όσα έλεγε ο Νόμος του Μωϋσέως. Προσήλθε λοιπόν στο Χριστό χωρίς αγαθή πρόθεση, θέλοντας απλά μέσα από τη συζήτηση να φανεί η αντίθεση του Χριστού με το Νόμο πράγμα που θα σήμαινε, πως ούτε Θεός ήταν, ούτε προερχόταν «εκ Θεού».

Ο Χριστός όμως που «γινώσκει τα κρύφια των καρδιών ημών», παρόλο που γνωρίζει ότι ο νομικός δεν αγνοεί την απάντηση στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε, εντούτοις απαντά στο νομικό. Αυτός που ήλθε «σώσαι το απολωλός» δεν τον αποπαίρνει για το ύπουλο ερώτημά του, αλλά απαντά με νέο ερώτημα «εν τω νόμω τι γέγραπται; πώς αναγινώσκεις;»

Στο ερώτημα λοιπόν του Χριστού «τι γράφει ο Νόμος, τι διαβάζεις σ’ αυτόν» ο νομικός απαντά:«αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως εαυτόν». Μέχρι εδώ πολύ ωραία τα είπε ο νομικός. Είναι αλήθεια πως δεν υστερούσε στην εξωτερική γνώση του Νόμου. Γνώριζε το γράμμα και αγνοούσε το πνεύμα. Γι’ αυτό ο Χριστός προχωρεί στην ουσία, στο «ποίει», στην έμπρακτη δηλαδή εφαρμογή όλων αυτών που γνωρίζει διανοητικά ο άνθρωπος.

Έτσι με όσα εξέφρασε ο νομικός για το Νόμο και με αυτό που υπέδειξε ο Χριστός «τούτο ποίει και ζήση» αποδείχθηκε ότι ο Χριστός δεν διδάσκει αντίθετα από τον Νόμο, «ουκ ήλθε καταλήσαι αλλά πληρώσαι», αλλά ήλθε για να δώσει πληρότητα με την αγάπη στο Θεό και τον άνθρωπο. Η αγάπη δεν είναι ένας κανόνας που τον αποστηθίζουμε, όπως έκανε ο νομικός, αλλά υπέρβαση της αυτοαγάπης, του εγωϊσμού και της φιλαυτίας μας για να μπορέσει να ζήσει και ο «άλλος».

Ο «πλησίον»

Ο νομικός ακούοντας και τον έπαινο από το Χριστό, «ορθώς απεκρίθης», φαίνεται πως υπερυψώθηκε η αλαζονεία του. Θέλοντας να δικαιολογηθεί γι’ αυτό που ρώτησε, αφού ήξερε την απάντηση, ρώτησε τον Χριστό: και ποιος είναι «πλησίον» μου; Το ζήτημα αυτό απασχολούσε σοβαρά τους Ιουδαίους κατά την εποχήν αυτήν. Πολλοί υποστήριζαν ότι ο νόμος εξαιρεί όλους τους εθνικούς όταν λέγει πλησίον. Θεωρούσε λοιπόν ο νομικός εκείνος αποκλειστικά τον εαυτό του δίκαιο, ενάρετο, βαθύ γνώστη του νόμου και γι’ αυτό κανένας δεν βρισκόταν που να του μοιάζει ώστε να είναι «πλησίον» του.

Ο Χριστός όμως αναιρεί τις προϋποθέσεις του νομικού. Διδάσκει πως το κοινό που έχει μ’  εμάς κάποιος, για να είναι «πλησίον» μας, δεν είναι ούτε το αξίωμα ούτε η αρετή, ούτε ο τόπος καταγωγής, ούτε οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο η κοινή ανθρώπινη φύση. Όσοι μετέχουν σ’ αυτή είναι πλησίον μας. Σ’ αυτούς οφείλουμε κι εμείς να είμαστε «πλησίον» τους με την αγάπη, τη φροντίδα, την καλή μας διάθεση, και ιδιαιτέρως όταν βρίσκονται σε δύσκολη θέση και έχουν ανάγκη βοηθείας.Στη παραβολή ο Χριστός με τρόπο σαφή και παραστατικό διεκτραγωδεί τη συμφορά ενός Ιουδαίου, που κατέβηκε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και έπεσε στα χέρια ληστών, οι οποίοι με σκληρότητα και απανθρωπιά τον γύμνωσαν, του πήραν ότι είχε και στη συνέχεια τον κτύπησαν χωρίς οίκτο. Αφού χωρίς έλεος τον γέμισαν πληγές σ’ όλο του το σώμα τον άφησαν αναίσθητο, «ημιθανή» όπως αναφέρει ο Χριστός.

Ο ιερέας και ο λευΐτης

Συνέπεσε – λέγει ο Κύριος – να περάσει απ’ εκεί πρώτα ένας ιερέας και στην συνέχεια ένας λευΐτης, Ιουδαίοι  και οι δύο, εκπρόσωποι του νόμου και των προφητών, θρησκευτικοί ηγέτες και δάσκαλοι.
Και ενώ και οι δύο γνώριζαν και δίδασκαν με βάση το γράμμα του νόμου για τη διπλή αγάπη στον Θεό και τον «πλησίον», εντούτοις «ιδών αυτόν αντιπαρήλθαν». Η παραβολή δεν μας δίνει καμιά εξήγηση για τη στάση των δύο θέλοντας να τονίσει την στάση του τρίτου προσώπου της διηγήσεως, του Σαμαρείτη. Ενός ανθρώπου που για τον Ιουδαίο σήμαινε αιρετικός, ακάθαρτος και απόβλητος.

Ο Σαμαρείτης

Μετά τον ιερέα και τον λευΐτη λοιπόν ήλθε στον τόπο εκείνο κάποιος άλλος, ξένος ως προς την εθνικότητα, Σαμαρείτης. Είδε τον δυστυχισμένο άνθρωπο πεσμένο στην άκρη του δρόμου και τον συμπόνεσε. Έσκυψε, έπλυνε τις πληγές, έδεσε τα τραύματά του, τον ανέβασε στο ζώο του, τον μετέφερε στο πανδοχείο, τον φρόντισε με κάθε επιμέλεια. Ακόμη πλήρωσε γι’ αυτόν. Έδωσε την εντολή να συνεχίσουν την φροντίδα και υποσχέθηκε, πως όταν σε κάποιο καιρό επιστρέψει θα πλήρωνε ότι επιπλέον κόστιζε η θεραπεία του. Με όλη αυτή τη φροντίδα του Σαμαρείτη, ο πληγωμένος σώθηκε από βέβαιο θάνατο.

Η αγάπη μας να εκφράζεται έμπρακτα

Η αγάπη και τα φιλάνθρωπα αισθήματα μας για τον πλησίον δεν πρέπει να περιορίζονται σε λόγια μόνο. Είναι ανάγκη να μεταφράζονται σε πράξεις και συγκεκριμένες ενέργειες. 
Όπως η πίστη έτσι και η αγάπη αν δεν συνοδεύεται από τα ανάλογα έργα, είναι νεκρή και ανώφελη. Αυτή την έμπρακτη αγάπη, την αγάπη των έργων, μας δείχνει ο καλός Σαμαρείτης. Αυτήν αποζητά και ο πλησίον μας. Ο φτωχός θέλει βοήθεια, ο πεινασμένος ψωμί, ο γυμνός ένδυμα, ο φυλακισμένος την επίσκεψη, ο άρρωστος τη συμπαράσταση, ο κατάκοιτος την περιποίηση. 

Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, θέλοντας να τονίσει το χρέος της έμπρακτης αγάπης λέγει: «Εάν ένας αδελφός ή μια αδελφή δεν έχουν να ντυθούν και να συντηρηθούν και κάποιος από σας τους πει, «Πηγαίνετε στο καλό, ζεσταθείτε και χορταστείτε», και δεν τους δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, ποιο το όφελος;»(Ιακ 2, 15-16). Τα λόγια όσο καλά κι αν είναι δεν ωφελούν όταν ο άλλος έχει ανάγκη από την έμπρακτη αγάπη μας. «Τεκνία», μας συμβουλεύει ο Ευαγγελιστής της αγάπης, «μη αγαπώμεν   λόγω, μηδέ  γλώσση,  αλλ’ εν έργω και αληθεία» (Α΄ Ιω. 3,18).

Με την παραβολή αυτή ο Χριστός δίδαξε όχι μόνο τον νομικό αλλά και τον κάθε άνθρωπο, πως κληρονομείται η αιώνια ζωή και πως με τη ζωή ως αγάπη στον Θεό και τον άνθρωπο, ζούμε από τώρα την αιώνια ζωή. Η αγάπη είναι τροφός και μητέρα της αιώνιας ζωής. Αν ζήσουμε την παρούσα ζωή ως αγάπη και κοινωνία με τον Θεό και τον άνθρωπο, θα ενωθούμε με τον Θεό και αυτή η ένωση θα είναι «Θεία και ανεννόητος (άπειρος) ηδονή», ενώ για όσους αρνηθούν την αγάπη θα είναι «ανεκλάλητος οδύνη» (άγιος Μάξιμος). Αυτή δε η ζωή ως αγάπη είναι καρπός της νεκρώσεως των παθών μας.

Στο τέλος της Παραβολής ο Χριστός ερωτά τον νομικό: ποιος από τους τρεις έγινε «πλησίον» του «εμπεσόντος εις τους ληστάς;». Την ερώτηση δηλαδή του νομικού: «ποιός είναι», ο Χριστός τη μεταποίησε στο «ποιός έγινε». Και όταν ο νομικός απάντησε: Αυτός που του έδειξε αγάπη, ο Χριστός του απάντησε: πήγαινε και  κάνε  και συ το ίδιο, δηλαδή γίνε πλησίον όλων με το να αγαπάς και να ελεείς, όπως ο Σαμαρείτης. Αυτό που θα ζεις κατ’ αυτό τον τρόπο, την αγάπη δηλαδή που θυσιάζεται, είναι η αιώνια ζωή.

Αλληγορική ερμηνεία

Ο καλός Σαμαρείτης δεν είναι άλλος από τον Κύριο μας Ιησού. Ήρθε στον κόσμο, έγινε άνθρωπος, δίδαξε και θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε και τέλος ίδρυσε την εκκλησία του, το μεγάλο τούτο πανδοχείο, από αγάπη και μόνο για εμάς. Για όλους εμάς τους ανθρώπους που ήμασταν πεσμένοι και πληγωμένοι από τους νοητούς ληστές, τους δαίμονες. Εκείνος μας αγάπησε, έσκυψε πάνω μας, έπλυνε τις πληγές και έδεσε τα τραύματα μας. Μας οδήγησε στην Εκκλησία του. Και από κει μας υποδέχεται στην ουράνια Βασιλεία του.

5-11-2017

Εωθινόν Ευαγγέλιο

ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄
κ το κατά ωάννην (κα΄, 14-25)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, καί λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; Λέγει αὐτῶ· Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. Λέγει αὐτῷ· Βόσκε τὰ ἀρνία μου. Λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με; Λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. Λέγει αὐτῷ· Ποίμανε τὰ πρόβατά μου. Λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, φιλεῖς με; Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Βόσκε τὰ πρόβατά μου. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι· Ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτὸν καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν, λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι
Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος, βλέπει τὸν Μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε; Τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τί; Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; σὺ ἀκολούθει μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς, ὅτι ὁ Μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει, ἀλλ᾿ Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ;
Οὗτός ἐστιν ὁ Μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα· καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἐμφανίστηκε πάλι στούς μαθητές καί λέει στό Σίμωνα Πέτρο: «Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μ’ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ’ ὅσο αὐτοί ἐδῶ;» «Ναί, Κύριε», τοῦ ἀπαντάει ὁ Πέτρος, «ἐσύ ξέρεις πώς σ’ ἀγαπῶ». Τοῦ λέει τότε: «Βόσκε τ’ ἀρνιά μου». Τόν ρωτάει πάλι γιά δεύτερη φορά: «Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μ’ ἀγαπᾶς;» «Ναί, Κύριε», τοῦ ἀποκρίνεται ἐκεῖνος, «ἐσύ ξέρεις ὅτι σ’ ἀγαπῶ». Τοῦ λέει τότε: «Ποίμαινε τά πρόβατά μου». Τόν ρωτάει γιά τρίτη φορά: «Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μ’ ἀγαπᾶς;» Στενοχωρήθηκε ὁ Πέτρος ποῦ τόν ρώτησε γιά τρίτη φορά «μ’ ἀγαπᾶς;» καί τοῦ ἀπαντάει: «Κύριε, ἐσύ τά ξέρεις ὅλα· ἐσύ ξέρεις ὅτι σ’ ἀγαπῶ». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: «Βόσκε τά πρόβατά μου. Ὅταν ἤσουν νεότερος, ἔδενες τή ζώνη στή μέση σου καί πήγαινες ὅπου ἤθελες ἐσύ· ὅταν ὅμως γεράσεις, σέ βεβαιώνω πώς θ’ ἁπλώσεις τά χέρια σου, καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει ἐκεῖ πού δέ θέλεις». Αὐτό τό εἶπε γιά νά δείξει μέ ποιόν θάνατο θά δόξαζε τό Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: «Ἀκολούθησέ με».
Γυρίζει τότε ὁ Πέτρος καί βλέπει νά ἀκολουθεῖ κι ὁ μαθητής πού ὁ Ἰησοῦς τόν ἀγαποῦσε, ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει στό στῆθος του καί τοῦ εἶχε πεῖ: «Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός ποῦ θά σέ παραδώσει;» Ὅταν λοιπόν τόν εἶδε ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: «Κύριε, καί μ’ αὐτόν τί θά γίνει;» Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Κι ἄν ἐγώ θέλω αὐτός νά μέ περιμένει ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔχει νά κάνει αὐτό μ’ ἐσένα; Ἐσύ ἀκολούθησέ με». Διαδόθηκε, λοιπόν, αὐτός ὁ λόγος στούς ἀδερφούς, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέ θά πεθάνει. Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς δέν τοῦ εἶπε πῶς δέ θά πεθάνει, ἀλλά «κι ἄν ἐγώ θέλω αὐτός νά μέ περιμένει ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔχει νά κάνει αὐτό μ’ ἐσένα;»
Αὐτός εἶναι ὁ μαθητής πού ἐπιβεβαιώνει αὐτά τά γεγονότα καί πού τά ἔγραψε. Κι ἐμεῖς ξέρουμε πώς λέει τήν ἀλήθεια. Ὑπάρχουν κι ἄλλα πολλά πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πού, ἄν γραφτοῦν ἕνα πρός ἕνα, οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δέ θά χωροῦσε, νομίζω, τά βιβλία πού θά ’πρεπε νά γραφτοῦν. Ἀμήν.

 5-11-2017

Κυριακή ΚΒ΄Επιστολών

Απόστολος προς (Γαλ. ζ΄, 11-18)

Πρωτότυπο κείμενο

« Ίδετε πηλίκοις υμίν γράμμασιν έγραψα τη εμή χειρί. Όσοι θέλουσιν ευπροσωπήσαι εν σαρκί, ούτοι αναγκάζουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, μόνον ίνα μη τω σταυρώ του Χριστού διώκωνται. Ουδέ γαρ οι περιτεμνόμενοι αυτοί νόμον φυλάσσουσιν· αλλά θέλουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, ίνα εν τη υμετέρα σαρκί καυχήσωνται. Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι΄ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμώ. Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις. Και όσοι τω κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, ειρήνη επ΄αυτούς και έλεος, και επί τον Ισραήλ του Θεού. Του λοιπού κόπους μοι μηδείς παρεχέτω· εγώ γαρ στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι μου βαστάζω. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά του πνεύματος υμών, αδελφοί· αμήν».

Νεοελληνική Απόδοση

« Προσέξτε με πόσο μεγάλα γράμματα σας γράφω τώρα με το ίδιο μου το χέρι. Όσοι θέλουν ν΄αποκτήσουν καλή φήμη στους ανθρώπους, αυτοί προσπαθούν να σας υποχρεώσουν να περιτέμνεστε με μόνο στόχο να μην καταδιώκονται από τους Ιουδαίους εξαιτίας του σταυρού του Χριστού. Άλλωστε ούτε κι αυτοί που επιμένουν στην περιτομή τηρούν το νόμο. Απλώς θέλουν να περιτέμνεστε εσείς, για να καυχηθούν που σας κατάφεραν να το κάνετε. Όσο για μένα, δε θέλω άλλη αφορμή για καύχηση εκτός από το σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το σταυρό που πάνω του πέθανε ο κόσμος για μένα κι εγώ για τον κόσμο. Γιατί για όσους ανήκουν στον Ιησού Χριστό δεν έχει καμιά σημασία ούτε το να κάνεις περιτομή, ούτε το να κάνεις, άλλα όλοι είναι νέα δημιουργήματα του Θεού. Κι όσοι ακολουθούν αυτή τη πορεία θα έχουν την ειρήνη και το έλεος του Θεού μαζί τους, αυτοί κι όλος ο λαός του Θεού. Στο εξής ας μη μου δημιουργεί κανένας προβλήματα. Αρκετά έχω πάθει για το Ιησού, όπως δείχνουν τα σημάδια στο σώμα μου. Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εύχομαι να είναι μαζί σας, αδερφοί μου. Αμήν».

Σχολιασμός

“εγώ γαρ στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι μου βαστάζω.”

Ήταν μεγάλη και απερίγραπτη η χαρά που αισθανόταν ο Απόστολος Παύλος για την διάδοση του Ευαγγελίου σε όλο τον γνωστό για την εποχή εκείνη κόσμο. Μάλιστα δοξολογούσε τον Θεό γιατί αρκετοί πιστοί όπως οι Φιλιππήσιοι και Θεσσαλονικείς είχαν αφοσιωθεί τόσο πολύ στην μελέτη της χριστιανικής πίστεως αλλά και η ζωή τους ταυτίστηκε με τις αρετές που πηγάζουν από την ορθόδοξη πίστη και λατρεία. Καύχηση από πλευράς του Αποστόλου για αυτά τα επιτεύγματα, όπου κύριο συστατικό της είναι η βαθιά ταπεινοφροσύνη και απλότητα, αρκετή πνευματικότητα που απόβλεπε στην οικοδομή των πιστών και την δόξα του Θεού. Αντίθετα με κάποιους ανθρώπους που διαχρονικά η καύχηση τους για ένα μεγάλο επίτευγμα συνοδεύεται με μεγάλη αλαζονεία και ματαιοδοξία.

Έτσι, έχοντας να νουθετήσει  τους επηρεασμένους από τους ψευδαδελφούς Ιουδαίους Γαλάτες, οι οποίοι είχαν χάσει την μεγάλη τους πίστη αλλά και την εμπιστοσύνη τους σε αυτόν, ο Απόστολος προβάλλει τις δικές του κακουχίες τις οποίες  υπέστει για τον Ιησού Χριστό και αυτές μαρτυρούν την ακλόνητη του πίστη, αγάπη και αφοσίωση  προς τον Κύριο. Αντιπαραβάλλει τα πλαστά και σκηνοθετημένα επιχειρήματα τον ψευδοδιδασκάλων που δεν μπορούν να τεκμηριωθούν  με κανένα τρόπο  με τις δικές του καθαρότατες αποδείξεις πάνω στο σώμα του που αποδεικνύουν την ομολογία πίστεως, δηλαδή τα βασανιστήρια και μαρτύρια που περνούσε κατά καιρούς για την διάδοση του Χριστιανισμού. Ετσι ήθελε να τονίσει στους Γαλάτες, ότι πρέπει σε αυτόν να δείξουν την εμπιστοσύνη τους και ότι δεν πρέπει με πολύ μεγάλη ευκολία να κλονίζεται η χριστιανική τους πίστη.   

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο ουρανοβάμων Απόστολος  Παύλος  κάνει αναφορά στα παθήματα που είχε υποστεί στην προσπαθειά του να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Μετά από μια  πολυετή αποστολική του δραστηριότητα,  βρίσκεται φυλακισμένος στην Ρώμη με έντονα τα σημάδια στα χέρια του από τις αλυσίδες και γράφει προς τους Κολασσαείς: «χαίρω εν τοίς παθημασί μου υπέρ ημών και ανταναπληρώ τα υστερήματα τών θλίψεών του Χριστού εν τή σαρκί μου υπέρ τού σώματος αυτού, ό εστίν η Εκκλησία»(Κολ. Α΄,  24). Φέρνει ως μέγα παράδειγμα τα ραπίσματα , την άκρα ταπείνωση, τα βασανιστήρια αλλά και την σταυρική θυσία του Κυρίου μας και εκφράζει με βεβαιότητα ότι εάν είχε την ανθρωπίνη υπόσταση μέχρι τις μέρες μας ο Χριστός θα ανεχόταν περισσότερες θλίψεις και θυσίες για την σωτηρία μας.

Είναι ένα ζωντανότατο παράδειγμα για τους Χριστιανούς  μέσα στους αιώνες  ο Απόστολος Παύλος και δίκαια στην προς  Α΄  Κορινθίους  επιστολή του λέγει «μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού». Επιβάλλεται λοιπόν να τον μιμηθούμε σε όλα και ειδικά στην μεγάλη υπομονή που είχε δείξει στα όσα κακά είχε υποστεί για την πίστη του στο Χριστό. Είναι για μας ο Χριστός τέλειο υπόδειγμα. Ο Απόστολος Πέτρος αυτή την αλήθεια διαλαλεί γράφοντας: «Χριστός έπαθεν υπέρ ημών,υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν,ίνα επακολουθήσητε  τοις ίχνεσι αυτού» (Ά Πέτρ.Β΄, 21). Σκεπτόμενος  ο κάθε σωστός χριστιανός το τι ο Χριστός έπαθε  ως δίκαιος υπέρ των αδίκων, ο Άγιος υπέρ των αμαρτωλών, ο Υιός του Θεού για τους υιούς των ανθρώπων, θα αισθανθεί  το χρέος και την υποχρέωση εάν το επιβάλλουν οι συνθήκες και οι καταστάσεις να φθάσει μέχρι και στο μαρτύριο για τον Κύριο μας.  

Υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα  ομολογίας πίστεως  να μας παρουσιάσει μέσα στην πορεία του ο Χριστιανισμός και μάλιστα σε  δυσμενείς καταστάσεις και καθεστώτα τα οποία καθε τι άλλο παρά ευνοούσαν τις αξίες και τις αρετές του Χριστιανισμού μέσα στην ζωή των ανθρώπων. Αρχίζοντας από τους πρώτους διωγμούς, έχουμε εκατομμύρια Μαρτύρων. Επί τουρκοκρατίας πάλι, πόσοι και πόσοι  έχουν βασανιστεί, ή και αποκεφαλιστεί αρνούμενοι τον ισλαμισμό  και την σκληρή και απάνθρωπη φιλοσοφία του. Μετά είχαμε διώξεις από κάποια κομμουνιστικά καθεστώτα, σε ορισμένες ορθόδοξες χώρες. Τα καθεστώτα αυτά κατέλυαν κάθε ιδέα του Χριστιανισμού, αφού η φιλοσοφία τους στηριζόταν στον πλήρη αθεισμό με συνέπεια τα βασανιστήρια και τους θανάτους πολλών Χριστιανών και μάλιστα κληρικών. Και τέλος ερχόμαστε στην σημερινή πραγματικότητα όπου ο Χριστιανισμός  μαστίζεται και δέχεται τα πολαπλά πλήγματα πέραν των 300 αιρέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.

 Συμπερασματικά ο Απόστολος Παύλος το θεωρεί ύψιστη αρετή αλλά και χάρισμα από τον Θεό να διώκεται και να μαρτυρεί ο πιστός για το όνομα του Ιησού Χριστού.  Έτσι συμβαίνει πάντοτε με τους αληθινούς χριστιανούς. Βλέπουν με πίστη και δέχονται με υπομονή και ελπίδα τις θλίψεις. Είναι προς τιμή μας να δείχνουμε υπομονή και να ανεχόμαστε οποιαδήποτε δοκιμασία για την πίστη μας ως Χριστιανοί.  

5-11-2017

Kυριακή Ε΄Λουκά

Ευαγγέλιον κατά Λουκά (Ιστ΄, 19-31)

Πρωτότυπο κείμενο

Άνθρωπος δε τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. πτωχός δε τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τόν πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι επέλειχον τα έλκη αυτού. εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν καί απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά Αβραάμ από μακρόθεν καί Λάζαρον εν τοίς κόλποις αυτού.  και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος καί καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τή φλογί ταύτη.  είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νύν δε ώδε παρακαλείται, σύ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν πρός υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. είπε δε· ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τόν οίκον του πατρός μου· έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τόν τόπον τούτον της βασάνου. λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτων. ο δε είπεν· ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθή πρός αυτούς, μετανοήσουσιν. είπε δέ αυτώ· ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδὲ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.

Νεοελληνική Απόδοση

Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές. Αυτός προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και θάφτηκε. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε «πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά». Και ο Αβραάμ του απάντησε: «παιδί μου θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως και ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα όμως αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Και εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ‘δω σε εσάς, να μην μπορούν, ούτε οι από ‘κει να περάσουν σ’ εμάς». Είπε πάλι ο πλούσιος: «τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν και αυτοί σ’ αυτό τον τόπο των βασάνων». Ο Αβραάμ του είπε: «έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών˙ ας υπακούσουν σ’ αυτά». Εκείνος τότε του είπε: «όχι πατέρα μου Αβραάμ˙ αν όμως κάποιος από τους νεκρούς πάει σε αυτούς, θα μετανοήσουν». Τότε είπε ο Αβραάμ: «αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, δε θα πειστούν ούτε και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς».

Σχολιασμός

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από το 16ο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ιερού Ευαγγελίου. Στους στίχους αυτούς αναπτύσσεται η παραβολή του Πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου.

«Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσαν μου». Ποιος είναι άραγε αυτός ο τόσο τραγικός άνθρωπος, που εκλιπαρεί για λίγες μόνο σταγόνες νερό; Μόνο αυτοί που βασανίζονται τόσο πολύ, εκλιπαρούν για κάτι τόσο λίγο, τόσο μικρό. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι άλλος από τον πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.

Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος διακρινόταν για τα πολλά του λεφτά, το πολυτελές αρχοντικό, τα πανάκριβα ρούχα, τις πολυδάπανες δεξιώσεις. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί πως «ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Το πρώτο ύφασμα ήταν βαμμένο στην κόκκινη βαφή των κοχυλιών και το δεύτερο ήταν φτιαγμένο με το πανάκριβο λινάρι, που προερχόταν από τη μακρινή Ινδία. Το χρόνο του τον διέθετε στα καθημερινά γλέντια και τις διασκεδάσεις, αφού σκοπός της ζωής του έγινε το ξέφρενο κυνήγι της ηδονής και των υλικών απολαύσεων.

Και όμως! Πολύ κοντά του, κάτω σχεδόν από τα πόδια του, εκτυλισσόταν ένα αληθινό δράμα. Στην αυλόπορτα του σπιτιού του, κείτεται ένας άρρωστος άνθρωπος, πληγωμένος, άστεγος, κουρελιάρης, σχεδόν ανάπηρος μιας και δεν μπορεί να διώξει τα αδέσποτα σκυλιά που γλείφουν τις πληγές του και επιτείνουν ακόμη περισσότερο το μαρτύριό του.

Ενώ λοιπόν ο πλούσιος «ευφραινόταν λαμπρώς», ο Λάζαρος « ήν επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου». Δεν μας λέει ο ευαγγελιστής ότι χόρταινε με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου, αλλά ότι θα επιθυμούσε να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Άρα ούτε τα άχρηστα περισσεύματα δεν του τα δίνανε! Τα σκυλιά είχανε ίσως περισσότερο χατίρι παρά αυτός ο πολύπαθος άνθρωπος.

Κάποιος άλλος στη θέση του φτωχού Λαζάρου θα φθονούσε τον πλούσιο. Θα τα έβαζε ίσως και με τον ίδιο το Θεό: γιατί σ’ άλλους να δίνει ευμάρεια, και σ’ άλλους μόνο βάσανα; Τέτοιες όμως σκέψεις είναι εντελώς ξένες προς το Λάζαρο, που υπομένει με πολλή εγκαρτέρηση το σκληρό του μαρτύριο. Σηκώνει αγόγγυστα το βαρύ του σταυρό. Ζει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του αυτό, που χρόνια πριν αναφώνησε ο Ιώβ: «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας ( Ιώβ 1,21)».

Ο Λάζαρος μέσα απ’ τις δοκιμασίες της φτώχειας, της αρρώστιας, της εγκατάλειψης, πραγματοποίησε το σκοπό της ύπαρξής του: πέτυχε την προσωπική του σωτηρία και λύτρωση. Έτσι λοιπόν, όταν πεθαίνει οδηγείται από πλήθος αγγέλων στην αγκαλιά του Αβραάμ και γίνεται πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών. Αυτός είναι και ο λόγος που μνημονεύεται στο Ιερό Ευαγγέλιο με το όνομά του, ενώ ο πλούσιος, παρά τις τόσες γνωριμίες, το τόσο του κύρος μεταξύ των ανθρώπων, είναι ουσιαστικά τόσο ασήμαντος, ώστε να μην αναφέρεται καν το όνομά του.

Μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η λανθασμένη διαχείριση του πλούτου αποβαίνει ολέθρια για τον άνθρωπο. Ο πλούσιος της παραβολής νόμισε ότι τα αγαθά που είχε ήταν απόλυτα δικά του, γι’ αυτό και τα κρατούσε τόσο εγωιστικά. «Απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου», του απαντά ο πατριάρχης Αβραάμ, δηλώνοντας ευθέως και την αιτία της καταδίκης του. Τα πλούτη του έγιναν τείχη πανύψηλα, που τον εμπόδιζαν να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του και κατά συνέπεια με τον ίδιο τον Πλάστη του.

Η προσκόλληση στον πλούτο είναι σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος αποτέλεσμα της απιστίας (Κλίμακα, Λόγος 16, 2). Όταν ο Αββάς Ησαΐας ρωτήθηκε τι είναι φιλαργυρία, αποκρίθηκε : «Το να μην έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό ότι φροντίζει για σένα, να έχεις χάσει τις ελπίδες για την εκπλήρωση των υποσχέσεών Του και να έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου» ( Γεροντικό, Αββάς Ησαΐας 8). Η φιλαργυρία γίνεται «ρίζα πάντων των κακών» ( Α΄ Τιμ. 6, 10) και απ’ αυτή τρέφονται οι αναρίθμητες παραφυάδες των άλλων παθών, όπως της φιληδονίας, της σκληροκαρδίας και της αλαζονείας.

Μήπως όσα προαναφέρθηκαν σημαίνουν πως όσοι κατέχουν χρήματα πολλά ή περιουσία είναι εκ προοιμίου καταδικασμένοι για το «πύρ το εξώτερον»; Όχι βέβαια!  Ο ίδιος ο Αβραάμ, που αναφέρεται στην παραβολή, είχε πλούτο πολύ, αλλά τον διαχειρίστηκε σωστά με την απλοχεριά και τη φιλοξενία του, όχι μόνο σε γνωστούς αλλά και αγνώστους (βλ. Γένεση 18, 1-15). Το ίδιο έπραξαν τόσοι άλλοι, όπως ο Λώτ, ο Ιώβ, η Δορκά κ.α. Δεν θεώρησαν τον εαυτό τους ιδιοκτήτη, αλλά μόνο διαχειριστή ξένης περιουσίας που ο Κύριος τους εμπιστεύτηκε.

Στις μέρες μας παρατηρούμε πως πολλές οικογένειες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, εξαιτίας της κρίσης που έχει επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία και των απολύσεων ή των τραγικών μειώσεων του ημερομισθίου που αυτή συνεπάγεται. Στη διπλανή μας πόρτα ίσως κάποιοι βιώνουν το δράμα του Λαζάρου. Ας μη μιμηθούμε τον πλούσιο της παραβολής. Ας προσπαθήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, να μοιραστούμε μαζί τους ό,τι ο Θεός μας εμπιστεύθηκε. Και αυτό ας το κάνουμε με χαρά: «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός (Β΄ Κορ. 9,7)».