(19-3-2017)

Κυριακή Γ’ Νηστειών

(Σταυροπροσκυνήσεως)

Απόστολος προς Εβραίους δ΄, (14-16), ε΄,(1-6)

Πρωτότυπο κείμενο

14. Έχοντες ουν αρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τους ουρανούς, Ιησούν τον υιόν του Θεού, κρατώμεν της ομολογίας. 15. Ου γαρ έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών, πεπειρασμένον δε κατά πάντα καθ΄ ομοιότητα χωρίς αμαρτίας. 16. προσερχώμεθα ουν μετά παρρησίας τω θρόνω της χάριτος, ίνα λάβωμεν έλεον και χάριν εύρωμεν εις εύκαιρον βοήθειαν. 1. Πας γαρ αρχιερεύς εξ ανθρώπων λαμβανόμενος υπέρ ανθρώπων καθίσταται τα προς τον Θεόν, ίνα προσφέρη δώρα τε και θυσίας υπέρ αμαρτιών, 2. μετριοπαθείν δυνάμενος τοις αγνοούσι και πλανωμένοις, επεί και αυτός περίκειται ασθένειαν. 3. Και δια ταύτην οφείλει, καθώς περί του λαού, ούτω και περί εαυτού προσφέρειν υπέρ αμαρτιών. 4. Και ουχ εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν, αλλά καλούμενος υπό του Θεού, καθάπερ και Ααρών. 5. Ούτω και ο Χριστός ουχ εαυτόν εδόξασε γενηθήναι αρχιερέα, αλλ΄ ο λαλήσας προς αυτόν• υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε• 6. καθώς και εν ετέρω λέγει• συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.

Απόδοση

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, σταθερά την πίστη που ομολογούμε. Γιατί έχουμε μέγαν αρχιερέα, που έφτασε ως το θρόνο του Θεού, τον Ιησού, τον Υιό του Θεού. Δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να συμμεριστεί τις αδυναμίες μας. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάσουμε, λοιπόν, με θάρρος το θρόνο της χάριτος του Θεού, για να μας σπλαχνιστεί και να μας δωρίσει τη χάρη του, την ώρα που τη χρειαζόμαστε. Κάθε αρχιερέας που προέρχεται από ανθρώπους εγκαθίσταται για να υπηρετεί το Θεό για χάρη τους και για να προσφέρει δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες τους. Είναι σε θέση να δείχνει ανοχή σ΄ όσους ζουν στην άγνοια και στην πλάνη, αφού κι ο ίδιος έχει ανθρώπινες αδυναμίες. Εξαιτίας τους είναι υποχρεωμένος να προσφέρει, όπως για το λαό, έτσι και για τον εαυτό του, θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών. Επίσης, κανένας δεν παίρνει μόνος του αυτή την τιμή, αλλά όταν τον καλέσει ο Θεός, όπως ακριβώς τον Ααρών. Έτσι και ο Χριστός, δεν τίμησε ο ίδιος τον εαυτό του με το αξίωμα του αρχιερέα, αλλά του το έδωσε εκείνος που του είπε: Είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα. Σ΄ ένα άλλο σημείο η Γραφή λέει: Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ.

Σχολιασμός

Σήμερα Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως η Αγία μας Εκκλησία προβάλλει με καύχημα μπροστά μας τον Τίμιο Σταυρό, πάνω στον οποίο ο Χριστός πρόσφερε μοναδική και ανεπανάληπτη θυσία, ανοίγοντας το δρόμο για τη σωτηρία και τη Θέωση του ανθρωπίνου γένους. Ο Σταυρός, το ατιμωτικό αυτό σύμβολο στον Ιουδαϊκό κόσμο, πάνω στον οποίο εξοντώνονταν οι κακοποιοί εκείνης της εποχής έγινε για μας τους Χριστιανούς πηγή  ζωής και αγιασμού.

Πάνω στο Σταυρό ο Χριστός θυσιαζόμενος αποκαλύφθηκε σε εμάς ως ο μόνος και πραγματικός Αρχιερεύς. Για αυτό και το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα αναφέρεται στο μεγάλο αυτό μυστήριο της Αρχιεροσύνης του Χριστού.

Ο Απόστολος Παύλος τονίζει εμφαντικά ότι έχουμε μεγάλο Αρχιερέα. Αυτός μετά το σταυρικό πάθος, την Ανάσταση και την Ανάληψη, έχει επιστρέψει στους ουρανούς και στον θρόνο του Θεού. Εκεί καλεί και περιμένει τον κάθε ένα από εμάς προκειμένου να τον ακολουθήσουμε όχι μόνο σε μια επίγεια πορεία αλλά σε μια πορεία επίγεια αρχικά αλλά με την ολοκλήρωσή της στους ουρανούς. Γνωρίζει ο Μέγας Αρχιερεύς τα πάθη και τις αδυναμίες μας και όλα όσα μας ταλαιπωρούν. Άλλωστε και ο ίδιος ως άνθρωπος αντιμετώπισε στην γη πειρασμούς και δοκιμασίες, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Για αυτό καθήκον και χρέος του ανθρώπου σύμφωνα με τους νόμους του Αποστόλου είναι να πλησιάζουμε με εμπιστοσύνη τον Χριστό ούτως ώστε να συγχωρεθούμε για τις αμαρτίες μας και να λάβουμε έλεος και χάρη.

Ο Χριστός με το Σταυρικό του πάθος βάσταξε τις αμαρτίες όλων μας, σαν να ήταν ο μεγαλύτερος κακοποιός. Ο αναμάρτητος δέχθηκε τόσους πειρασμούς. Γνωρίζει πολύ καλά τον άνθρωπο, τις δοκιμασίες του, και τις αδυναμίες του και μας περιμένει να μας συναντήσει μέσα στα μυστήρια της Εκκλησίας, στην ιερά εξομολόγηση και στην Θεία Ευχαριστία.

Ο Απόστολος αναφέρει ότι στην Ιουδαϊκή Ιεροσύνη κατά την τέλεση της λατρείας ο Αρχιερέας προσφέρει θυσίες όχι μόνο για τις αμαρτίες του λαού αλλά και τις δικές του. Ο Ααρών κλήθηκε από τον Θεό να γίνει Αρχιερέας. Δεν πήρε μόνος του αυτή την μεγάλη τιμή, αλλά κλήθηκε από τον Θεό. Έτσι επειδή εναρμόνισε το θέλημά του με το θέλημα του Θεού και αποδέχθηκε την κλήση που του απηύθυνε ο Θεός, δοξάστηκε.

Ο Χριστός δοξάστηκε ως άνθρωπος με θεϊκή δόξα από τον Θεό πατέρα, επειδή ακριβώς έδειξε υπακοή μέχρι θανάτου. Για αυτό ακριβώς του έδωσε εξουσία στα επουράνια και στα επίγεια ώστε όλα τα λογικά όντα να τον αναγνωρίσουν αυτός είναι ο Κύριος του ουρανού και της γης.

Ο δρόμος του Χριστιανού είναι ανηφορικός στο τέλος όμως ανατέλλει λαμπροφόρα η ανάσταση. Ο Χριστιανός καλείτε να μιμηθεί την σταυρική πορεία του Ιησού, να δεχθεί ακόμα  και αδικίες, θλίψεις και στερήσεις. Ο σύγχρονος Άγιος των ημερών μας Παΐσιος, τονίζει ότι ο άνθρωπος του Θεού δέχεται την αδικία  για αυτό και στο τέλος δοξάζεται από τον Θεό.

(19-3-2017)

Κυριακή Γ’ Νηστειών

(Σταυροπροσκυνήσεως)

Ευαγγέλιο κατά Μαρκ. η΄34 – θ΄1

Πρωτότυπο Κείμενο

Και προσκαλεσάμενος τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτού είπεν αυτοίς∙ όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι. ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν∙ ος δ’αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο Υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων. Και έλεγεν αυτοίς∙ αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου εώς αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει.

Μετάφραση

Ο Ιησούς κάλεσε τότε τον κόσμο μαζί με τους μαθητές και τους είπε: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει∙ όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Γιατί τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει τη ζωή του; Τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος σαν αντάλλαγμα για τη ζωή του; Όποιος ζώντας μέσα σ’ αυτή τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν κι ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους αγίους αγγέλους». Και τους έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού».

Σχολιασμός

Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως σήμερα και η Εκκλησία μας προβάλλει το Σταυρό του Χριστού. Η προβολή αυτή του Σταυρού έχει διπλή έννοια και σκοπό. Αποτελεί, από τη μια, προετοιμασία για την υποδοχή σταυρικού πάθους του Χριστού, του οποίου θα γίνουμε μάρτυρες κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα. Από την άλλη μας υπενθυμίζει την κλήση του Χριστού προς τους μαθητές του να σηκώσουν το δικό τους σταυρό για να αποδείξουν την ταυτότητά τους.

Λίγες εβδομάδες πριν από το πάθος του o Κύριος κάλεσε τους μαθητές του και τα πλήθη του λαού για να τους πει λόγια βαρυσήμαντα για τη ζωή τους και τη ζωή όλων μας. Όποιος θέλει, είπε, να με ακολουθήσει και να γίνει μαθητής μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας πάρει τη σταθερή απόφαση να υποστεί για μένα όχι μόνο κάθε θλίψη και δοκιμασία αλλά και θάνατο σταυρικό και τότε ας με ακολουθήσει. Τι σημαίνει όμως απαρνούμαι τον εαυτό μου; Ο απόστολος Παύλος το εκφράζει με την εικόνα της νέκρωσης του παλαιού ανθρώπου. Απαρνούμαι τον εαυτό μου σημαίνει ότι νεκρώνω τον παλαιό άνθρωπο, τον «κακό μου εαυτό». Παύω να υπάρχω γι’ αυτόν. Αρνούμαι δηλαδή και νεκρώνω τα θελήματα και τις επιθυμίες και τις ροπές του παλαιού ανθρώπου. Ακόμη και αν το δω να επαναστατεί, να αντιδρά, να επιζητεί με μανία και επιμονή καθετί αμαρτωλό, εγώ δεν υποκύπτω δεν του δίνω σημασία. Έχω αρνηθεί όχι μόνο κάτι από  τον εαυτό μου αλλά όλο τον παλαιό εαυτό μου. Αρνούμαι τον παλαιό εαυτό μου σημαίνει υποτάσσομαι στο άγιο θέλημα του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ακολουθώ τον Κύριο όπου με οδηγεί. Καλούμαστε να θυσιάσουμε και να θάψουμε, κατά τον Απ. Παύλο, «τον παλαίον άνθρωπον», ώστε να αναγεννηθεί ο νέος «ο ανακαινούμενος κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολ. 3,9-10). Καθότι «ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα, τούτο γινώσκοντες ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργήθη το σώμα της αμαρτιας… ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ» (Ρωμ. 6,5-8). Γι΄ αυτό και ο Σταυρός αποτελεί σύμβολο όχι μόνο θυσίας, αλλά και λύτρωσης.

Όταν ο Χριστός μας καλεί να σηκώσουμε το δικό μας σταυρό αντιπαραβάλλει τη δική του σταυρική θυσία και το παράδειγμα του που έλαβε την πρωτοβουλία να σταυρωθεί για να μας λυτρώσει από την αμαρτία και το θάνατο. Όπως οι αρχές και εξουσίες του κόσμου απέρριψαν τον ίδιο τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του και τον οδήγησαν στο σταυρό κατά τον ίδιο τρόπο και οι Μαθητές του διαχρονικά θα δεχθούν το δικό τους σταυρό γιατί πάντοτε θα υπάρχουν εκείνοι που αντιστρατεύονται τον Ιησού Χριστό, ως Υιό του Θεού, απορρίπτουν το σωτήριο έργο του και τη διδασκαλία του Ευαγγελίου του.

Ο σταυρός που μας καλεί να σηκώσουμε είναι οι θλίψεις και τα βάσανα της ζωής και παράλληλα η άρνηση των αμαρτωλών επιθυμιών και το φθοροποιών παθών. Η άρση του σταυρού μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετοχή στη ζωή του Χριστού. Όμως, όπως διαβεβαιώνει ο Απ. Παύλος, «πιστός ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν» (Α. Κορ. 10,13 ). Καμιά θλίψη και δοκιμασία δεν θα υπήρχε στη ζωή μας, αν ο ίδιος ο Θεός δεν θα μας έδινε την ίδια στιγμή τη δύναμη για να την αντέξουμε. Υποτασσόμαστε στο θέλημα του Θεού, υπομένοντας κάθε δοκιμασία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον Κύριο ως Σταυρός. Αυτή η αγόγγυστη υποταγή οδηγεί τον άνθρωπο έμπρακτα στο «ακολουθείτω μοι».

Ωστόσο ο Κύριος στη διδασκαλία του είπε ότι όποιος θέλει να σώσει την επίγεια ζωή του θα χάσει την αιώνια. Αντίθετα, τονίζει: «ος δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν». Διότι «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» Έτσι τονίζει πόσο μεγάλη αξία έχει η ψυχή μας. Δεν συγκρίνεται με όλα τα αγαθά του κόσμου. Έχει ασυγκρίτως ανώτερη αξία από όλα τα πλούτη, τις τιμές και τις απολαύσεις αυτής της ζωής. Γι΄ αυτήν ο Θεός έγινε άνθρωπος και  γι’ αυτήν έχυσε το αίμα του επάνω στο σταυρό .

 

Ο σταυρός του Χριστού συνεχίζει διαχρονικά να αποτελεί την κρίση του κόσμου, γι αυτό και ο Χριστός καλεί τους μαθητές και οπαδούς του να συνεχίσουν ακατάπαυστα να σηκώνουν το δικό τους σταυρό που είναι ο σταυρός του Χριστού. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» Αυτό είναι το ύψιστο της αποστολής του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας μέσα στο κόσμο. Να δίδει τη μαρτυρία του σταυρού του Χριστού για να ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον άρχοντα του σκότους. Ο σταυρός του Χριστού ελευθερώνει και οδηγεί προς τη σωτηρία, τη ζωή και την ανάσταση. Ο σταυρός του Χριστού είναι η σφραγίδα της υιοθεσίας του ανθρώπου από τον Θεό. Είναι το σημείο της εύλαλης αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο.

(12-3-2017)

Κυριακή Β’ των Νηστειών

Απόστολος προς Εβρ. α΄ 10- β΄ 3

Πρωτότυπο κείμενο

Κατ  αρχάς, συ Κύριε, την γην εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί· αυτοί απολούνται, συ δε διαμένεις· και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς, και αλλαγήσονται· συ δε ο αυτός ει, και τα έτη σου ουκ εκλείψουσι. Προς τίνα δε των αγγέλων είρηκέ ποτε· Καθου εκ δεξιών μου έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου; Ουχί πάντες εισί λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν; Δια τούτο δει περισσοτέρως ημάς προσέχειν τοις ακουσθείσι, μη ποτε παραρρυώμεν. Ει γαρ ο δι’  αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πως ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας; Ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι δια του Κυρίου, υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη.

  Νεοελληνική Απόδοση

Εσύ, Κύριε, αρχικά στερέωσες τη γη κι έργο δικό σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα εξαφανιστούν, ενώ εσύ αιώνια παραμένεις. Τα πάντα θα παλιώσουνε σαν ρούχο. Σαν μανδύα θα τους τυλίξεις, και θ΄ αλλάξουν. Εσύ όμως παραμένεις πάντα ο ίδιος, τα χρόνια σου ποτέ δε θα τελειώσουν. Σε κανένα απ΄ τους αγγέλους δεν είπε ποτέ ο Θεός: Κάθισε στα δεξιά μου, ωσότου υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου. Δεν είναι, λοιπόν, όλοι οι άγγελοι πνεύματα που υπηρετούν το Θεό κι αποστέλλονται απ΄ αυτόν για να βοηθήσουν όσους μέλλουν να σωθούν; Γι΄ αυτό κι εμείς πρέπει να μένουμε πιο σταθεροί στις αλήθειες που ακούσαμε, για να μην ξεστρατίσουμε ποτέ. Γιατί, αν ο λόγος που δόθηκε άλλοτε μέσω αγγέλων, αποδείχτηκε αληθινός, κι όσοι τον παρέβηκαν ή δεν υπάκουσαν σ΄ αυτόν δέχτηκαν την τιμωρία που τους έπρεπε, πως είναι δυνατόν εμείς να ξεφύγουμε, αν δε δώσουμε την προσοχή που ταιριάζει σε μια τόσο σπουδαία σωτηρία; Τη σωτηρία αυτή, που άρχισε να διακηρύττει ο Κύριος, μας τη βεβαίωσαν όσοι άκουσαν το λόγο του.

 Σχολιασμός

Η θεότητα του Ιησού Χριστού

Ολόκληρη η Αγία Γραφή, αλλά ιδιαιτέρως η προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, είναι μια διακήρυξη της θεότητας του Χριστού.  Οι Εβραίοι χριστιανοί της Παλαιστίνης, αντιμετωπίζουν ένα σκληρό διωγμό και βρίσκονται στο δίλημμα ή να θρησκεύουν σύμφωνα με την παλαιά θρησκεία του Ισραήλ και να είναι ήσυχοι και ανενόχλητοι ή να πιστεύουν στον Χριστό, σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύχθηκε και να ανήκουν στους «παράνομους» και να διώκονται.  Έτσι πολλοί ολιγοπίστησαν και άρχισαν να σκέφτονται να γυρίσουν πίσω στην ιουδαϊκή θρησκεία, αμφισβητώντας τη θεότητα του Ιησού Χριστού.  Ο απόστολος Παύλος γράφει αυτή την επιστολή για να τους στηρίξει στην αληθινή πίστη, τη χριστιανική πίστη.  Παίρνει τον Ιησού ως τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του Θεού (αφού ο Ιησούς Χριστός είναι και τέλειος Θεός) και τον συγκρίνει με όλους τους εκπροσώπους που έστειλε ο Θεός πριν απ’ αυτόν: με τους αγγέλους, με τον Μωϋσή, τον Ααρών και αποδεικνύει ότι ο Θεάνθρωπος  Ιησούς είναι ασύγκριτα ανώτερος απ’ όλους. Η εκκλησία αυτή την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που οδηγούμαστε προς τα Άγια Πάθη, τοποθετεί  τα αποστολικά αναγνώσματα των Κυριακών από την προς Εβραίους Επιστολή, έτσι ώστε να μας εντάξει στο όλο σταυροαναστάσιμο πνεύμα.

Στο σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα, βλέπουμε τον Απόστολο Παύλο να δανείζεται στίχους από τον προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 101) και ν’ αναφέρεται στην παντοδυναμία του Θεού, του ποιητού ουρανού και γης, ορατών και αοράτων, του δημιουργού ολόκληρου του σύμπαντος και των κτισμάτων. Τα κτίσματα κάποια στιγμή θα μεταβληθούν, θα ανανεωθούν, ενώ αντιθέτως ο Κύριος θα παραμείνει αμετάβλητος και αιώνιος. Ο θείος Απόστολος παραθέτει αυτές τις προφητείες θέλοντας να δείξει το ασύγκριτο μεγαλείο και την παντοτινή παρουσία του Υιού του Θεού πριν, τώρα και μετά το τέλος της δημιουργίας τόσο των ανθρώπων, όσο και των αγγέλων. Ο Κύριος είναι αυτός που πάντα ήταν και αυτός που έρχεται και αυτός που μένει στους αιώνες. Αντίθετα οι άγγελοι είχαν αρχή, όταν τους δημιούργησε ο Θεός και είχαν την δυνατότητα να μετατρέψουν το φρόνημα τους και να μετακινήσουν την προς τον Θεό ευσέβεια τους. Αδιάψευστο παράδειγμα αποτελεί ο Εωσφόρος, που εξαιτίας της δίψας του να γίνει ίσος με τον Θεό, παρέσυρε στην ανυπακοή πολλούς αγγέλους, οι οποίοι από αγαθοί έγιναν πονηροί.

Ο θρίαμβος του θεανθρώπου Ιησού Χριστού μετά την Ανάσταση και την Ανάληψη όπου κάθισε στα δεξιά του Πατρός ως Θεάνθρωπος και συνανύψωσε «εν δυνάμει» τους ανθρώπους. Όταν ένας αμαρτωλός μετανοεί και γίνεται μέτοχος των παθημάτων και της αναστάσεως του Κυρίου, τότε γι’ αυτόν το «εν δυνάμει» γίνεται «εν ενεργεία». Ο θρίαμβος του Κυρίου, είναι και δικός μας θρίαμβος. Ο Θεός Πατέρας δεν μιλάει πότε έτσι σε αγγέλους. Δεν καλεί κανένα άγγελο να καθίσει σύνθρονος στα δεξιά του. Και προπαντός δεν υπόσχεται σε κανένα άγγελο, ότι μια μέρα όλα θα τα υποτάξει στα πόδια του. «Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, εως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (Ψαλμ 109). Ο ρόλος των αγγέλων λοιπόν δεν μπορεί να συγκριθεί με την παγκόσμια εξουσία του Χριστού. 
Στον αγώνα μας να φανούμε αντάξιοι ως μέλλοντες κληρονόμοι σωτηρίας, έχουμε εντεταλμένους από τον Θεό τους αγγέλους να διακονούν την υπόθεση αυτή. Μιλώντας ο Ιερός Χρυσόστομος για την ύψιστη αυτή τιμή, λέει σχετικά «Πρόσεχε, πως υψώνει το φρόνημα τους και δείχνει την μεγάλη τιμή, που μας κάνει ο Θεός αφού όρισε τους αγγέλους που είναι ανώτεροι μας, να έχουν αυτή την υπηρεσία προς όφελος μας» (ΕΠΕ 24,266)

 Δύο μεγάλες αρετές: πίστη και υπακοή

Η υπακοή προϋποθέτει την πίστη. Και οι δύο είναι μεγάλοι θησαυροί, μεγάλες αρετές. Ιδιαίτερα την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής η Εκκλησία μας προσπαθεί με διάφορους τρόπους και μέσα να ενδυναμώσει την πίστη μας και να μας βοηθήσει να κάνουμε κτήμα μας την υπακοή.

Στην Παλαιά Διαθήκη προβάλλονται αρκετά παραδείγματα πίστης και υπακοή. Όπως ο πατριάρχης Αβραάμ. Ο Θεός γνωρίζει την πίστη του Αβραάμ, αλλά την δοκιμάζει με την υπακοή. Τον προστάζει να θυσιάσει τον μονογενή του, για τον οποίο είχε δώσει τόσες υποσχέσεις. Και όμως ο Αβραάμ παραδίνεται στο θείο θέλημα, το οποίο του επιβάλλει να βαδίζει στα τυφλά και να πράττει πράγματα των οποίων αγνοεί το νόημα. 
Η ανυπακοή των Πρωτοπλάστων είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση του Θεού από τη ζωή τους, στερούμενοι έτσι τον παράδεισο. Ο άνθρωπος έχασε την ευλογημένη κοινωνία με το Θεό, πέθανε πνευματικά και ήλθε στην ψυχή του η ροπή προς το κακό, και στο σώμα του ο πόνος, ο κόπος, η θλίψη και ο θάνατος. Απ’ τον πνευματικό θάνατο επίγειο και αιώνιο, ήλθε ο Χριστός ως νέος Αδάμ να μας λυτρώσει. Προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και την θεράπευσε.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο Μωυσής. Ο Μωυσής όταν έμαθε για την καταγωγή και την πίστη των ομοεθνών του, έφυγε από το παλάτι του Φαραώ. Προτίμησε τις κακουχίες, την στενή και τεθλιμμένη οδό, παρά τις πρόσκαιρες απολαύσεις. Ο Θεός τον κάλεσε στη συνέχεια σε ένα μεγάλο έργο: να οδηγήσει το λαό από τη δουλεία της Αιγύπτου στη γη της Επαγγελίας.

 Ο χριστιανός ενώπιον των ευθυνών του

Ο απόστολος Παύλος στη συνέχεια μας θέτει ενώπιον των ευθυνών μας. Αφού λοιπόν, λέγει, ο Κύριός μας είναι ο προαιώνιος Θεός, «διά τούτο δει περισσοτέρως ημάς προσέχειν τοις ακουσθείσι». Πρέπει περισσότερο να προσέχουμε σ’ αυτά που ακούσαμε και είναι λόγοι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Διότι εάν δεν προσέξουμε, διατρέχουμε τον κίνδυνο να παρασυρθούμε και να πέσουμε έξω. Στο ιερό αυτό κείμενο ο Απόστολος Παύλος μας προειδοποιεί ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε τη σωτηρία μας, εάν δεν δείξουμε την ανάλογη προσοχή στις θείες αλήθειες που μας αποκάλυψε ο Κύριος. Κινδυνεύουμε να τις συνηθίσουμε και σιγά-σιγά να χάσουμε το δρόμο μας. Και τότε θα είμαστε αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως. Διότι δεν μπορούμε να παίζουμε με το νόμο του Θεού και να τον περιφρονούμε. Γι’ αυτό ο θείος Απόστολος μας ζητά να δείξουμε σοβαρότητα και υπευθυνότητα απέναντι στο νόμο του Θεού. Να τον ακούμε με προσοχή και ενδιαφέρον. Πόσες φορές ακούμε στην εκκλησία το ιερό Ευαγγέλιο ή κάποιο κήρυγμα; Πόσες φορές διαβάζουμε στο σπίτι μας την Αγία Γραφή ή κάποιο πνευματικό βιβλίο; Κάθε φορά λοιπόν που ακούμε τον θείο λόγο, να κατανοούμε ότι είναι μεγίστης σπουδαιότητας. Και γι’ αυτό να τον ακούμε με πίστη και φόβο Θεού. Να τον μελετούμε συχνά και με προσοχή, συγκρατώντας τα θεία νοήματα στη μνήμη μας και στις καρδιές μας. Κι έτσι να ευθυγραμμίζουμε τη ζωή μας με το θείο νόμο. Για να μη χάσουμε την ψυχή μας, αλλά να κερδίσουμε τη σωτηρία μας και να αξιωθούμε να ζήσουμε κι εμείς μαζί με τον Κύριο στη Βασιλεία του αιωνίως.


 

(12-3-2017)

Κυριακή Β΄ Νηστειών

Ευαγέλιον κατά Μάρκ. 2,1-12

Πρωτότυπο κείμενο

1. Και  εισήλθε πάλιν εις Καπερναοὺμ δι’ ημερών και ηκούσθη ότι εις οικόν εστί. 2. και ευθέως συνήχθησαν πολλοὶ, ώστε μηκέτι χωρείν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· και ελάλει αυτοίς τὸν λόγον. 3. και έρχονται πρὸς αυτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αιρόμενον υπὸ τεσσάρων. 4. και μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αυτώ διὰ τὸν όχλον, απεστέγασαν τὴν στέγην όπου ην, και εξορύξαντες χαλώσι τὸν κράβαττον εφ’ ω ο παραλυτικὸς κατέκειτο. 5. ιδὼν δὲ ο Ιησούς τὴν πίστιν αυτών λέγει τω παραλυτικώ· Τέκνον, αφέωνται σοι αι αμαρτίαι σου. 6. ήσαν δέ τινες των γραμματέων εκεί καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι εν ταις καρδίαις αυτών· 7. Τί ούτος ούτως λαλεί βλασφημίας; τίς δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μὴ εις ο Θεός; 8. και ευθέως επιγνοὺς ο Ιησούς τω πνεύματι αυτού ότι ούτως αυτοὶ διαλογίζονται εν εαυτοίς είπεν αυτοίς· Τί ταύτα διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών; 9. τί εστίν ευκοπώτερον, ειπείν τω παραλυτικώ, αφέωνται σου αι άμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε και άρον τὸν κράβαττόν σου και περιπάτει; 10. ίνα δὲ είδητε οτι ἐξουσίαν έχει ο υιὸς του ανθρώπου αφιέναι επὶ της γης αμαρτίας – λέγει τω παραλυτικώ· 11. Σοὶ λέγω, έγειρε και άρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ύπαγε εἰς τὸν οικόν σου. 12. και ηγέρθη ευθέως, και άρας τὸν κράβαττον εξήλθεν έναντίον πάντων, ώστε εξίστασθαι πάντας και δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας οτι Ουδέποτε ούτως είδομεν.

Μετάφραση

Ύστερα από μέρες, μπήκε πάλι ο Ιησους στην Kαπερναούμ και διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Aμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν υπήρχε χώρος ουτέ κι έξω από την πόρτα και τους κήρυττε το μήνυμά του. Έρχονται τότε  μερικοί πρός αυτόν φέρνοντας έναν παράλυτο, που τον βάσταζαν τέσσερα άτομα. Kι επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, εβγαλάν τη στέγη πάνω από κει που ήταν ο Ιησούς, έκαναν ενα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεβάτι, πανώ στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος. Όταν είδε ο Iησούς την πίστη τους, ειπέ στον παράλυτο: Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες . Κάθονταν όμως εκεί μερικοί γραμματείς και συλλογίζονταν μέσα τους: «Μα πως μιλάει αυτός έτσι, προσβάλλοντας το Θεό; Ποιός μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Μόνον ένας, ο Θεός». Αμέσως ο Iησούς κατάλαβε ότι αυτά διαλογίζονται και τους λέει: Γιατί τα διαλογίζεστε αυτά μέσα στο μυαλό σας; Tι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του πω: Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα; Για να μάθετε λοιπόν, ότι ο Υιος του Aνθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες πάνω στη γη ― λέει στον παράλυτο: Σε εσένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου. Εκείνος σηκώθηκε αμέσως πήρε το κρεβάτι του και μπροστά σε όλους βγήκε έξω, έτσι που όλοι θαυμάζαν και δοξάζαν τον Θεό: «Τέτοια πράγματα», έλεγαν, «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουμε δει»!

Σχολιασμός

Το ευαγγελικό ανάγνωσμα το οποίο διαβάζεται τη Β΄ Κυριακή των Νηστειών μας περιγράφει τη θεραπεία του παραλυτικού στην Καπερναούμ. Ο Ιησούς ερχόμενος στην Καπερναούμ πήγε σε ένα σπίτι και εκεί μαζεύτηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι, για να τον ακούσουν. Το πλήθος ήταν τόσο μεγάλο ώστε γέμισε και η αυλή του σπιτιού. Τότε ήρθαν τέσσερις άνθρωποι, οι οποίοι μετέφεραν ένα παραλυτικό ξαπλωμένο πάνω σένα κρεβάτι. Λόγω της κοσμοσυρροής δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το σημείο που βρισκόταν ο Ιησούς μέσα στο σπίτι γι΄ αυτό ανέβηκαν στη στέγη του σπιτιού και αφού την χάλασαν κατέβασαν τον παραλυτικό μπροστά στα πόδια του Ιησού.  Τότε ο Ιησούς  βλέποντας την πίστη τους, λεει στον παραλυτικό: «παίδι μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Εκεί κάθονταν και μερικοί γραμματείς οι οποίοι έλεγαν μέσα τους : «τι φοβερές βλασφημίες λέγει αυτός; Ποιός μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες έκτος από το Θεό;» Ο Ιησούς γνωρίζοντας τις σκέψεις τους, τους είπε: «τι είναι πιο εύκολο να πω στον παραλυτικό; Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες, ή να του πω σήκω πάρε το κρεβάτι  σου και περπάτα. Και για να μάθετε πως ο Υιός του ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες εδώ στη γη,» λεει στον παραλυτικό: «σήκω πάνω πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε σπίτι σου». Τότε ο παραλυτικός σηκώθηκε πήρε το κρεβάτι του και βγήκε έξω, και οι υπόλοιποι που ήταν εκεί δόξαζαν τον Θεό και έλεγαν ότι δεν ξαναείδαν τέτοιο πράγμα.

Η Σημασία της πίστεως

Μέσα από το θαύμα αυτό της θεραπείας του παραλυτικού αναδεικνύεται η πίστη τόσο του ίδιου του παραλυτικού, όσο και των ανθρώπων που τον μετέφεραν. Η πίστη έγινε η αίτια της αφέσεως των αμαρτιών του παραλυτικού και της πλήρους θεραπείας του. Οι άνθρωποι που μετέφεραν τον παραλυτικό στον Ιησού ήταν πεπεισμένοι ότι μόνο ο Ιησούς μπορούσε να τον θεραπεύσει. Αυτό το διαπιστώνουμε από το γεγονός ότι ενώ είδαν τόσο πλήθος μαζεμένο και δεν μπορούσαν να πλησιάσουν δεν απογοητεύτηκαν και δεν παράτησαν την προσπάθεια τους. Αντίθετα προέβηκαν σε ριψοκίνδυνες πράξεις, ανεβάζοντας τον παραλυτικό στη στέγη του σπιτιού που βρισκόταν ο Ιησούς και χαλώντας το μέρος πάνω από τον Ιησού έτσι ώστε να καταφέρουν να τον κατεβάσουν μπροστά του. Ο Ιησούς βλέποντας την ισχυρή θέληση τους και την ακλόνητη πίστη τους, προσφέρει ως επιβράβευση την άφεση των αμαρτιών και τη θεραπεία τουπαραλυτικού.
Η πίστη στη ζωή του ανθρώπου

Η πίστη του ανθρώπου αποτελεί τη θύρα από την οποία μπαίνει στη μυστική σφαίρα των θρησκευτικών αληθειών, τις οποίες μαθαίνει από θεία αποκάλυψη χωρίς να στηρίζεται σε θετικές αποδείξεις αλλά στη θεία αυθεντία. Η πίστη δεν αποτελεί καρπό της νόησης αλλά είναι κυρίως υπόθεση της ελεύθερης βούλησης, γι΄ αυτό και κατατάσσεται μεταξύ των κορυφαίων χριστιανικών αρετών, η οποία μαζί με την ελπίδα και την αγάπη αποτελούν την τριάδα των θεολογικών αρετών. Η πίστη αποτελεί την προσφορά του άνθρωπου προς το Θεό έναντι των μεγάλων δωρεών που του έχει προσφέρει. Μέσα από την πίστη ο άνθρωπος ανοίγει την καρδία του στο Θεό και ο Θεός εισέρχεται και κοινωνεί μυστηριωδώς μαζί του. Μέσα από την πίστη μαθαίνουμε και κατανοούμε το περιεχόμενο της θείας αποκαλύψεως και πιστεύουμε τις αλήθειες που μας έχει αποκαλύψει ο Θεός. Ο Χριστός είναι αυτός που μας θεραπεύει και μας σώζει. Ο Χριστός συνεχίζει να ζει και να θαυματουργεί μέσα στην Εκκλησία. Η συμμετοχή μας στη πίστη της Εκκλησίας μας αγιάζει και μας καθιστά μέτοχους της βασιλείας του Θεού. Αυτό το βλέπουμε από το γεγονός ότι το Άγιο Πνεύμα από την ημέρα της Πεντηκοστής κατήλθε στους μαθητές και παραμένει έκτοτε συνεχώς στην Εκκλησία κατευθυνοντάς την.

Πίστη και θαύμα

Η πίστη των τεσσάρων που μετέφεραν τον παραλυτικό γίνεται η αφορμή έτσι ώστε να τον θεραπεύσει ο Ιησούς. Αυτό γίνεται αφορμή να δούμε και την πίστη των άλλων που πιστεύουν γιαυτόν. Όταν μιλάμε για την πίστη τις περισσότερες φορές αναφερόμαστε σε μια προσωπική πίστη. Εδώ δεν βλέπουμε την προσωπική πίστη του παραλυτικού αλλά αυτών που τον μετέφεραν κοντά στον Ιησού. Και σήμερα υπάρχουν συνανθρωποί μας οι οποίοι δεν έχουν κάποιον  άνθρωπο για να τους μεταφέρει στην Εκκλησία ενώ αυτοί θέλουν να έρθουν και δεν μπορούν από μόνοι τους λόγω διαφόρων ασθενειών. Ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν μόνοι στη ζωή τους, νιώθουν ότι εγκαταλείφθηκαν από όλους τους ανθρώπους ακόμη και από τον ίδιο το Θεό. Αυτούς τους ανθρώπους μπορούμε με το να τους πούμε ένα καλό λόγο να τους τονώσουμε την πίστη τους και να τους βοηθήσουμε όπως έκαναν και οι τέσσερις αυτοί άνθρωποι οι οποίοι δεν κράτησαν την πίστη τους μόνο γι΄ αυτούς (ατομικά), αλλά την έκαναν αιτία ώστε να θεραπευθεί και ο συνάνθρωπος τους που είχε ανάγκη, καθώς ήταν παραλυτικός και δεν μπορούσε να μετακινηθεί ο ίδιος.

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

Η Εκκλησία μας σήμερα προβάλλει ένα μεγάλο και σημαντικό πρόσωπο το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαφύλαξη της ορθόδοξης πίστης. Τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά που, λόγο του μεγάλου ρόλου, που διαδραμάτισε, η Εκκλησία έχει αφιερώσει τη δεύτερη Κυριακή των Νηστειών. Η Κυριακή αυτή θεωρείται από πολλούς ως συνέχεια της προηγούμενης Κυριακής της Κυριακής της Ορθοδοξίας γιατί και στις δυο αυτές Κυριακές  θριαμβεύει η ορθόδοξη πίστη έναντι της κακοδοξίας.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Ασία το 1296. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, πράγμα που του επέτρεψε να σπουδάσει διάφορες σπουδές, όπως φιλοσοφία, ρητορική και φυσική. Τελειώνοντας τις σπουδές του φεύγει για το Άγιο Όρος όπου αρχικά εγκαθίσταται στη μονή Βατοπαιδίου και κατόπιν στη Μεγίστη Λαύρα του αγίου Αθανασίου. Ακολούθως έρχεται στη Βέροια και ασκητεύει σε μια σπηλιά κοντά στη σκήτη του Προδρόμου. Λόγω εισβολής των Σέρβων στη περιοχή ξαναφεύγει και εγκαθίσταται ξανά στο Άγιο Όρος. Το 1346 γίνεται Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης . Έχει γράψει πολλά θεολογικά συγγράμματα καθώς και αρκετές επιστολές προς τους αντιησυχαστές.
Ευρύτερα γνωστός γίνεται μετά το 1334 όταν αναλαμβάνει την υπεράσπιση του ησυχασμού εναντίον του λόγιου μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού ο οποίος ειρωνευόταν τις θεωρίες των ησυχαστών, που έλεγαν ότι η θεολογία ολοκληρώνεται δια της θεοπτίας. Ο Παλαμάς έκανε διάκριση της ουσίας και ενέργειας του Θεού. Η ουσία Θεού του είναι άκτιστη, ακατάληπτη και αυθύπαρκτη ενώ οι ενέργειες του είναι μεν άκτιστες αλλά καταληπτές.
Αποκαλείται και ως ο θεολόγος της χάριτος του Ακτίστου Φώτος, λόγω της διδασκαλίας του ότι το φώς το οποίο είδαν οι μαθητές του Χριστού στο όρος Θαβώρ, κατά τη μεταμόρφωση του, το βλέπουν και οι ησυχαστές οι οποίοι προσεύχονται με τη νοερή προσευχή προς τον Ιησού « Κύριε Ιησού Χριστέ Υιε του Θεού ελέησον με τον αμαρτωλό ». Κοιμήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1359 σε ηλικία 63 χρόνων. Σχεδόν αμέσως μετά την κοίμηση του τιμήθηκε ως άγιος. Το λείψανο του βρίσκεται σήμερα στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης, όπου διετέλεσε  Αρχιεπίσκοπος.

Επίλογος

 

Η πίστη, ένα χάρισμα το οποίο ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει και να ενδυναμώνει, αυτό ήταν και το χαρακτηριστικό του παραλυτικού. Κατά την ώρα της δεύτερης έλευσης του Κυρίου είθε να του ακούσουμε να μας λεει το «είσελθε δούλε Κυρίου εις την χαρά του Κυρίου σου» και το «η πίστη σου σέσωκε σε».

05-03-2017

Α΄ Κυριακή των Νηστειών της Ορθοδοξίας

Απόστολος προς Εβ. 11, (24-26, 32-40)

 

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί πίστει Μωϋσής μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ, μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των Αιγύπτου θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού, απέβλεπεν γαρ εις την μισθαποδοσίαν. Και τι έτι λέγω; έπιλείψει με γαρ διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών, οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων· έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν·  έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνῳ μαχαίρας απέθανον, περιήλθον έν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν,  του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.

Μετάφραση

Xάρη στην πίστη του ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος της κόρης του Φαραώ, επειδή θεώρησε πως είναι καλύτερο να κακοπαθεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να απολαμβάνει προσωρινά την αμαρτωλή ζωή. Γιατί τον εξευτελισμό για χάρη του Xριστού τον θεώρησε πλούτο πολυτιμότερο από τους θησαυρούς της Aιγύπτου, επειδή απέβλεπε στην ανταπόδοση από το Θεό. Kαι τι άλλο να πρωτοπώ; Γιατί, σίγουρα δε θα έχω το χρόνο έτσι κι αρχίσω να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Bαράκ, τον Σαμψών, τον Iεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες, οι οποίοι χάρη στην πίστη τους ανέτρεψαν βασίλεια, επέβαλαν τη δικαιοσύνη, πέτυχαν την υλοποίηση υποσχέσεων, έφραξαν στόματα λιονταριών, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς, γλίτωσαν τη σφαγή, μετέτρεψαν σε δύναμη τις αδυναμίες τους, έγιναν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα αλλοφύλων, γυναίκες ξανάσμιξαν στη ζωή με ανθρώπους τους που αναστήθηκαν από τους νεκρούς. Kι άλλοι, πάλι, βασανίστηκαν άγρια μέχρι θανάτου, χωρίς να ενδώσουν για την ελευθέρωσή τους, ώστε να αξιωθούν μια υπέρτερη ανάσταση. Kαι διάφοροι άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρωμα, κατάντησαν να περιφέρονται ντυμένοι με προβιές και κατσικοδέρματα περνώντας από στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες. Oι άνθρωποι αυτοί, για τους οποίους δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος, έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και σε βουνά και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Kι όλοι αυτοί, ενώ αναγνωρίστηκαν για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός έχει προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι που να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.

Εισαγωγικά

Η Εκκλησία έχει καθορίσει ώστε την Κυριακή της Ορθοδοξίας να διαβάζεται αυτό το αποστολικό ανάγνωσμα, θέλοντας να προβάλει παραδείγματα ενώπιόν μας ανθρώπους που έκαναν πνευματικό αγώνα όπως μας καλεί κατ’ εξοχήν κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μας προτρέπει να γίνουμε μιμητές του προφήτη Μωυσή, ο οποίος για χάρη της αγάπης του Χριστού δε λογάριασε τις στερήσεις, τις κακουχίες και τις θλίψεις που θα αντιμετώπιζε τόσο για το όνομα του Χριστού, όσο και για το λαό του Θεού, ή ακόμα να μιμηθούμε το παράδειγμα εκείνων που έχουν υποστεί διωγμούς και θλίψεις και αναδείχθηκαν ένεκα της υπομονής και της αγιότητάς τους.

Οι θλίψεις, ο πόνος και δοκιμασίες στη ζωή μας

Η θλίψη, ο πόνος, ο θάνατος, η φθορά έχουν εισέλθει στη ζωή του ανθρώπου ως αποτέλεσμα της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Πριν την πτώση οι πρωτόπλαστοι ευλογήθηκαν από το Θεό να κατακυριεύσουν τη γη, όμως μετά την πτώση και το προπατορικό αμαρτημα εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου ο πόνος, η θλίψη και ο θάνατος .Δηλαδή η θλίψη είναι συνέπεια της παραβάσεως και της παρακοής του θελήματος του Θεού. Η αμαρτία είναι αυτή που γέννησε τη θλίψη και προκάλεσε τον πόνο στον ανθρωπο. Όπως αναφέρεται στη Γένεση (3, 16-19) ο Θεός λέει στον Αδάμ: «Εν λύπαις φαγή αυτή πάσας τας ημέρας της ζωής σου» και απευθυνόμενος στην Εύα: «Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου». Αν προσέξουμε από τα λόγια του Θεού θα διαπιστώσουμε ότι τους αναφέρονται οι λέξεις λύπη και στεναγμός. Από εδώ λοιπόν προέρχονται οι θλίψεις στη ζωή των ανθρώπων, δηλαδή αιτία των θλίψεων δεν είναι ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, δεν είναι ο νόμος του Θεού, αλλά η παρακοή στο θείο θέλημα. Αιτία λοιπόν των θλίψεων είναι η αμαρτία. Από τότε ο κάθένας μας καλείται να παλέψει μέσα στο πέλαγος των θλίψεων και των δοκιμασιών, αν και μερικές φορές καταποντίζεται και βουλιάζει μέσα σ΄ αυτές και άλλοτε αντιστέκεται και ελπίζει.

Ο ίδιος ο Κύριος μας αναφέρει ότι οι θλίψεις θα είναι μέσα στη ζωή μας «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Οι θλίψεις είναι κάτι αναπόφευκτο στη ζωή μας, γιατί η ζωή μας είναι ζυμωνένη με τις θλίψεις, είναι δηλαδή αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας. Υπάρχουν πολλών ειδών θλίψεις, αυτές οι οποίες οφείλονται σε εξωτερικές αιτίες και θλιψεις που ξεκινούν από μέσα μας, από το εσωτερικό του ανθρώπου. Ο απόστολος Παύλος διευκρινίζει ότι «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν» (Ρωμ. 2, 9). Πρόκειται για τις θλίψεις και τον πόνο που προέρχονται από τα πάθη, τις κακίες τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του ανθρώπου. Υπάρχουν αρρώστιες και θλίψεις κι άσχημες καταστάσεις που προέρχονται από τις αμαρτίες μας. Άμα αφαιρέσουμε την αμαρτία από τη ζωή μας, πολλές αρρώστιες θα εξαφανισθούν. Ο μέγας Βασίλειος λέει επιγραμματικά: «πολλοί από την απρόσεκτη ζωή τους έχουν μεγάλες ασθένειες και φθάσανε σε τέτοιο σημείο να μην καταλαβαίνουν πως είναι άρρωστοι». Από τη γαστριμαργία, τον αλκοολισμό, τα ναρκωτικά, την πορνεία κ.ά., επέρχονται στον άνθρωπο κακά είτε στον παρόντα χρόνο της ζωής του είτε, αν δεν μετανοήσει, ακόμα και στην μετά θάνατο ζωή.

Θλίψεις μπορεί να προκαλέσει κι ο διάβολος στη ζωή μας. «Ιδού γυνή πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ» (Λουκ. 13, 11), μας λέγει ο Κύριος για τη συγκύπτουσα. Σ’ αυτή τήν κατάσταση την είχε φέρει ο διάβολος «ην έδησεν ο Σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη». Ο διάβολος κατά παραχώρηση Θεού μπορεί να προκαλέσει θλίψεις και ασθένειες στον άνθρωπο, «διά την εκάστου δοκιμήν και τελείωσιν», δηλ. για να τελειοποιηθούμε, κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Εδώ είναι δυνατό να προσθέσουμε πως θλίψεις μπορεί να προκαλέσει ο Θεός, όταν δει τον άνθρωπο να υπερηφανεύεται και να είναι αλαζόνας. Προκειμένου να γλιτώσει τον αλαζόνα από αιώνια κακά, επιτρέπει την εισδοχή στη ζωή του πρόσκαιρων κακών, όπως π.χ. κάποια αποτυχία στα έργα του, τη μη αναγνώρισή του από τους άλλους ή και κάποια ασθένεια.

Χαρακτηριστικά αναφέρει για τη θλίψη ο προφήτης Ησαΐας «Κύριε εν θλίψει εμνήσθημέν σου», δηλαδή η μνήμη του Θεού είναι αυτή που θα μας λυτρώσει από τη θλίψη. Στους πειρασμούς, τις θλίψεις, τους κινδύνους, τις στενοχώριες, να καταφεύγεις δια της προσευχής, προς τον Θεό ζητώντας βοήθεια. Ολόκληρη η ζωή του δικαίου ανθρώπου είναι γεμάτη θλίψεις. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος λέει: Πιεζόμαστε με κάθε τρόπο, θλιβόμαστε παντού και πάντοτε, σε κάθε περίσταση (Β’ Κορ. 4, 8). Ο ίδιος Απόστολος λέει ότι πρέπει να υποστούμε πολλές θλίψεις για να εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού (Πράξ. 14, 22). Το βέβαιο είναι πως ο Θεός σώζει τους αγίους Του από τη θλίψη. Τους σώζει όχι αφήνοντάς τους χωρίς δοκιμασίες, αλλά με το να τους χαρίζει υπομονή. Διότι εάν η θλίψη παράγει σαν τέλειο έργο της την υπομονή και η υπομονή παράγει σαν καρπό τη δοκιμασμένη και τέλεια αρετή (Ρωμ. 5, 3-4), εκείνος που αφαιρεί τη θλίψη, στερεί τον εαυτό του από τη δοκιμασία. Κατά το Μέγα Βασίλειο, όπως κανείς αγωνιστής δεν στεφανώνεται χωρίς να υπάρχει ανταγωνιστής, έτσι και κανείς δεν μπορεί να αποδειχθεί δόκιμος, κανείς δεν μπορεί να κριθεί ικανός, άξιος, δοκιμασμένος, παρά μόνο με τις θλίψεις.  Οι θλίψεις και οι δοκιμασίες είναι το σχολείο μέσα από το οποίο ο Χριστιανός μαθαίνει την υπακοή και σφυρηλατείται ο χαρακτήρας του.

Ο σκοπός των θλίψεων στη ζωή μας έχει παιδαγωγική αξία, όπως αναφέρει ο προφήτης Ησαΐας «Κύριε, εν θλίψει μικρά η παιδεία σου ημίν», δηλαδή Κύριε με μικρές θλίψεις μας παιδαγωγείς για να μας οδηγήσεις στη σωτηρία της ψυχής. Για το λόγo αυτό ο ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τον Θεό με τον κιθαρωδό, «ο κιθαρωδός ούτε τεντώνει τη χορδή πολύ, για να μην τη σπάσει, ούτε πάλι τη χαλαρώνει περισσότερο από το κανονικό, για να μη χαλάσει η συμφωνία της αρμονίας του άσματος. Αυτό κάνει και ο Θεός. Ούτε μας αφήνει σε διαρκή άνεση, ούτε σε πολυχρόνια θλίψη, αλλά κατά τη σύνεση Αυτού κανονίζει τη συμμετοχή μας και στα δύο. Δεν μας αφήνει δηλαδή να είμαστε σε διαρκή άνεση, για να μη γίνουμε αμελέστεροι, ούτε πάλι σε συνεχή θλιψη, για να μην καταπέσουμε ψυχικά και απελπισθούμε». Δηλαδή η θλίψη λειτουργεί σαν σήμαντρο της ψυχής, το οποίο την ξυπνά από το λήθαργο της αμαρτίας, γιατί χωρίς θλίψεις και δοκιμασίες υπάρχει ο κίνδυνος ο άνθρωπος να παραμείνει προσκολλημένος στις επίγειες ηδονές. Η θλίψη λοιπόν ξεσκεπάζει τη σωματική αδυναμία μας και απογυμνώνει την πνευματική μας φτώχεια, ότι χωρίς τη βοήθεια του Θεού δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα.

Ο Μέγας Βασίλειος θέλοντας να τονίσει τη σημασία των δικιμασίων στη ζωή των ανθρώπων αναφέρει «Τον κυβερενήτη του πλοίου δοκιμάζει ο χειμώνας, τον αθλητή το στάδιο, τον στρατηγό η παράταξη, τον μεγαλόψυχο η συμφορά και τον Χριστιανό ο πειρασμός. Και οι λύπες δοκιμάζουν την ψυχή, όπως η φωτιά το χρυσάφι».

 Εξ ἀλλου, όπως φαίνεται και από τα παραδείγματα που αναφέρονται στο αποστολικό ανάγνωσμα και στο σύνολο της Αγίας Γραφής, οι θλίψεις τελικά εξυπηρετούν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Ο Μωϋσής υπέστη θλίψεις και έγινε ο ελευθερωτής του Ισραήλ από τη δουλεία. Ο Ιώβ υπέστη θλίψεις και δοκιμασίες για να προεικονίσει τον Μεσσία και τις θλίψεις που θα υφίστατο. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπέστη το σταυρικό Θάνατο για να μας προσφέρει τη σωτηρία και τη λύτρωση. Οι άγιοι Μάρτυρες υφίσταντο τους διωγμούς και το μαρτυρικό θάνατο και αναδείχθηκαν για την πίστη και την αγιότητά τους. Επομένως, δεν πρέπει να περιορίσουμε τον ορίζοντα των δικών μας θλίψεων μόνο στη στιγμή που συμβαίνουν, αλλά πρέπει να αναζητούμε το θέλημα του Θεού και το μήνυμα που θέλει να μας δώσει μέσα από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες της ζωής μας. Το έσχατο σημείο που πρέπει να έχουμε κατά νουν είναι η Βασιλεία του Θεού της οποίας θέλει ο Θεός να μας καταστήσει μετόχους.
 
Οι θλίψεις και οι πειρασμοί βοηθούν την ψυχή να καλλιεργηθεί και να λάμψει σαν το χρυσάφι που το καθαρίζει η φωτιά από τη σκουριά. Ο πιστός που δοκιμάζεται με θλίψεις και αντέχει γίνεται δυνατός και ρωμαλέος. Η ψυχή του ομορφαίνει και αγιάζεται. Κατά τον Ιώβ «ει τα αγαθά εδεξάμεθα εκ χειρός Κυρίου, τα κακά ουχ υποίσομεν;» Αν δεχθήκαμε ευχαρίστως τα αγαθά από τα χέρια του Κυρίου, δεν θα υποφέρουμε και τα κακά που ο Κύριος μας στέλνει; (Ιώβ 2, 10). Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε «Διά πολλών θλίψεων δεί ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πραξ. 14, 22).

Πώς αντιμετωπίζονται οι θλίψεις;

Δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη που να μην έχει περάσει κάποια θλιψη στη ζωή του. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μην άφησουμε περιθώρια στο διάβολο να εκμεταλλευτεί αυτή μας την κατάσταση, με αποτέλεσμα αντί να έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη θλίψη να οδηγηθούμε στην κατάθλιψη. Στην εκκλησιαστική γλώσσα υπάρχουν κάποια δυνατά πνευματικά όπλα, τα οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε για να μπορέσουμε να βγούμε νικητές μέσα από τις δοκιμασίες και τις θλίψεις. Πρώτα πρέπει να έχουμε μεγάλη πίστη, ούτως ώστε να μη διστάζουμε να αντιμετωπίσουμε τις δοκιμασίες και τις θλίψεις μας. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια του Κυρίου μας προς τους μαθητές Του «Ολιγόπιστε! Εις τι εδίστασας» (Ματθ. 14, 31), «Τι δειλοί εστε, ολιγόπιστοι;». Ο Κύριος δε μας θέλει φοβισμένους και δειλούς ακόμα και όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σκληρές δοκιμασίες. Θέλει να είμαστε δυνατοί και να έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό, ότι θα μας προσφέρει τη βοήθειά Του. Δηλαδή βάλσαμο στις θλίψεις μας είναι η μεγάλη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του Θεού, ο οποίος βλέπει και ρυθμίζει τα περιστατικά της ζωής κάθε ανθρώπου ανάλογα με τις δυνατότητες του, χωρίς βέβαια να είναι τόσα που θα του στερήσουν την ουράνιο βασιλεία.
 
Ακόμη και ο ‘Αγιος Νεκτάριος ζητά από τους ανθρώπους να μη είναι άπιστοι, αλλά να εμπιστεύονται τη ζωή τους στον Θεό. «Μη λιγοψυχείτε και μη δειλιάζετε! Εμπιστευθείτε το Θεό και θα σας οδηγήσει στην ανάπαυση. Αυτός παρακολουθεί όσους υπομένουν τις θλίψεις για τη δική του αγάπη».  Κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγος: «Η εις Χριστόν πίστις εστίν, το καρτερήσαι και το υπομείναι πάντα πειρασμόν, εν λύπαις και θλίψεσιν και συμφοραίς, έως αν θελήση και επισκέψηται υμάς ο Θεός».

Έπειτα είναι η υπομονή. Πρέπει ο πιστός να δει τη θλίψη ως «παιδεία Κυρίου», δηλαδή ως παιδαγωγικό μέσο, το οποίο χρησιμοποιεί η σοφία και η αγάπη του Θεού για τον πνευματικό μας καταρτισμό. Όπως μας αναφέρει ο απόστολος Ιάκωβος «Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν» (Ιακ. 1, 12). Η υπομονή είναι ύψιστη αρετή, με την οποία ο πιστός οχυρώνεται πνευματικά, για να αμυνθεί στις μεθοδείες και τα τεχνάσματα του διαβόλου που προσπαθεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κατάθλιψη και την απελπισία. Με την υπομονή η ψυχή γίνεται δυνατή και δέχεται τον πόνο όχι ως τιμωρία αλλά ως επίσκεψη του Θεού, ειναι αυτή που δεν αφήνει τη θλίψη να συσκοτίσει το νου με την απελπισία και την απαισιοδοξία, αλλά διατηρεί ξύπνια την ελπίδα και τη βεβαιότητα ότι ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Δηλαδή βλέπει τη θλίψη σαν πολύτιμο φάρμακο, που θεραπεύει την ασθένεια της αμαρτίας και εξαγνίζει την ψυχή. Ακόμη και ο απόστολος Παύλος αναφέρει για τη θλίψη του κάθε ανθρώπου και τον παροτρύνει να έχει υπομονή «Καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι θλίψις υπομονήν κατεργάζεται» (Ρωμ. 5, 3) και «Υπομονής έχετε χρείαν» (Εβρ. 10, 36).

Το δυνατότερο όπλο για να αντιμετωπίσει ο κάθε Χριστιανός τη θλίψη είναι η προσευχή. Ακόμη και ο ίδιος ο Κύριος λίγο πριν τη σταυρική Του θυσία γονάτισε και προσευχήθηκε και παρακάλεσε το Θεό να σηκώσει τη θλίψη της σταυρικής Του θυσίας «Και έπεσεν επί πρόσωπον επί της γης, και προσηύχετο ίνα, ει δυνατόν εστι, παρέλθη απ’ αυτού η ώρα» (Μαρκ. 14, 35). Εάν ο ίδιος ο Κύριος αισθάνθηκε την ανάγκη να επικοινωνήσει με τον Πατέρα Θεό την ώρα της μεγαλύτερης δοκιμασίας Του, πόσο περισσότερο θα πρέπει να το αισθάνεται ο πιστός. Ο ίδιος ο Θεός προτρέπει τον πιστο να προσευχηθεί κατά την ώρα της δοκιμασίας, και αυτό φαίνεται με τη φωνή του ψαλμωδού: «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλιψεως και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (Ψαλμ. 49, 15). Η ανταπόκριση του πιστού προς τον Θεό πρέπει να είναι ανάλογη: «Και εν τω θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τον Κύριον» (Ψαλμ. 17, 7) και «ότι εγενήθης αντιλήπτωρ μου και καταφυγή μου εν ημέρα θλίψεώς μου» (Ψαλμ. 58, 17) και «Μη αποστής απ’ εμού, ότι θλίψις εγγύς, ότι ουκ έστιν ο βοηθών» (Ψαλμ. 21, 12).

Τη μεγάλη δύναμη της προσευχής σε περιπτώσεις θλίψεων περιγράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Η προσευχή είναι το λιμάνι αυτών που ταλαιπωρούνται στις τρυκιμίες των θλίψεων. Είναι η άγκυρα ασφαλείας αυτών που κλυδωνίζονται στη θάλασσα του βίου, ραβδί που υποστηρίζει αυτούς που κλονίζονται. Η προσευχή είναι το καταφύγιο σε κάθε λύπη, βάση χαράς, μέσο διαρκούς ευχαριστήσεως, μητέρα πνευματικής ζωής, της εν Χριστώ ζωής».

Ο άνθρωπος που θλίβεται και πιέζεται από το βάρος της δοκιμασίας, αισθάνεται την ανάγκη να ανακοινώσει στους δικούς του τη θλίψη του. Αν εμπιστεύεται τη θλίψη του σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, πόσο πρέπει να το κάνει στον εκπρόσωπο του Θεού, στον πνευματικό του πατέρα, που είναι ο κατεξοχήν παρηγορητής και οδηγός της ψυχής; Αφού εκμυστηρευθεί τον πόνο και τη θλίψη του θα πάρει τα κατάλληλα πνευματικά εφόδια και συμβουλές, ούτως ώστε να οχυρωθεί πνευματικά, για να μην αφήσει ανοικτό παράθυρο, το οποίο μπορεί να εκμεταλλευθεί ο διάβολος κατά την ώρα της δοκιμασίας και να το κατατροπώσει, οδηγώντας τον στην απιστία, στην εγκατάλειψη του Θεού και την απελπισία. Αφού εξομολογηθεί τις ανομίες και τις θλιψεις του, πρέπει να δεχτεί μέσα του το Χριστό, να μεταλάβει δηλαδή το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, που είναι γαι τον κάθε πιστό «νόσων πολυτρόπων αλεξητήριον», αφου διώχνει μακρυά κάθε ψυχική και σωματική νόσο. Η Θεία Κοινωνία δίνει στο Χριστιανό δυνάμεις σωματικές και ψυχικές, για να αντέξει στη δοκιμασία και να βγει τελικά νικητής από αυτή.
 
Εν κατακλείδι κάθε πιστός για να μη πέσει στην παγίδα του διαβόλου και εγκλωβιστεί μέσα στον πόνο και τις θλίψεις του, πρέπει να εκκλησίαζεται, να κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων του Κυρίου και τέλος να εμπιστεύεται τη ζωή του στο Θεό. «Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα» (Ψαλμ. 45, 2).

05-03-2017

Α΄ Νηστειών

Κυριακή της Ορθοδοξίας

Η κλήση των απoστόλων Φιλίππου και Ναθαναήλ

Ευαγγέλιον κατά Ιω. 1, (44-52)

 

Πρωτότυπο Κείμενο

Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν˙ καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ˙ ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ˙ ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρὲτ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ˙ ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος˙ ἔρχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ˙ ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ˙ πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ˙ πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκὴν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ˙ ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῶ˙ ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. καὶ λέγει αὐτῷ˙ ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

Εισαγωγικά

Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Ορθοδοξίας αναφέρεται σ’ ένα σημαντικό γεγονός, τόσο για την επί γης δραστηριότητα του Ιησού Χριστού, όσο και για την ίδρυση και την ιστορία της Εκκλησίας. Την εκλογή και κλήση των Αποστόλων από τον Χριστό. Έχει δύο όψεις το γεγονός αυτό, αφ’ ενός μεν οι Απόστολοι συνάντησαν τον Ιησού από τη Ναζαρέτ και στο πρόσωπό του αναγνώρισαν τον Χριστό, δηλαδή τον Μεσσία, αφ’ ετέρου δε ο Χριστός τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν με σκοπό την ίδρυση της Εκκλησίας του επί της γης. Η πράξη αυτή του Χριστού μας εισάγει σ’ ένα σημαντικό κεφάλαιο της Εκκλησιολογίας, την «Αποστολικότητα» της Εκκλησίας. Θα αναφερθούμε στις δύο αυτές σημαντικές πτυχές, τις οποίες μας υπογραμμίζουν τα ιερά Ευαγγέλια.

 1. Ανεύρεση και γνωριμία του Μεσσία Χριστού.

Το ευαγγέλιο της Κυριακής της Ορθοδοξίας είναι η διήγηση του τρόπου με τον οποίο ο Χριστός κάλεσε τους Μαθητές του Φίλιππο και Ναθαναήλ να τον ακολουθήσουν. Είναι δυνατό να λάβει τον γενικό τίτλο της ανευρέσεως και γνωριμίας του Μεσσία Ιησού Χριστού. Της κλήσεως των δύο αυτών μαθητών προηγείται η κλήση μιάς άλλης δυάδας μαθητών, του Ανδρέα και του Πέτρου (Ιω. 1:35-43). Οι τέσσερεις αυτοί μαθητές έλκουν την καταγωγή τους από την επαρχία της Γαλιλαίας και σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ευαγγελίου, οι Ανδρέας, Πέτρος και Φίλιππος κατάγονται από την ίδια κωμόπολη Βηθσαϊδά. Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, όπως στην περίπτωση της πρώτης δυάδας, ο Ανδρέας είχε εισαγάγει τον Πέτρο στον Χριστό, λέγοντας τη χαρακτηριστική φράση «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», έτσι και στην περίπτωση της δευτέρας δυάδας, ο Φίλιππος είναι εκείνος ο οποίος είχε εισαγάγει τον Ναθαναήλ στον Χριστό, λέγοντάς του, «όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ». Και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιείται το ρήμα «ευρίσκω». Για τους Αποστόλους ήταν μία ανακάλυψη η γνωριμία με τον Χριστό, γι’ αυτό και τους προκαλεί αισθήματα χαράς και ανακουφίσεως. Αυτή την ανακάλυψη του Χριστού δεν την κατακρατούν μόνο για τον εαυτό τους, αλλά την καθιστούν γνωστή και στους άλλους.

Ο απόστολος Φίλιππος, στην αγγελία για την ανεύρεση του Χριστού, δίδει δύο στοιχεία για την αναγνώριση του Χριστού. Είναι, αφ’ ενός, αυτός για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής στο νόμο και οι άλλοι προφήτες της Π. Διαθήκης. Έτσι, όπως γράφει αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας, ο νόμος και οι προφήτες, δηλαδή η Π. Διαθήκη, μετατρέπονται σε ευαγγέλιο της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο. «Ο δε Σωτήρ επιδημήσας και το ευαγγέλιον σωματοποιηθήναι ποιήσας τω ευαγγελίω πάντα ωσεί ευαγγέλιον πεποίηκεν» (Ωριγένους, Των εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον εξηγητικών, τόμος Α, 33. Sources Chrétiennes 120, σελ. 78). Αφ’ ετέρου, ο Χριστός, για τον οποίο έγραψαν ο Μωυσής και οι προφήτες, είναι ο Ιησούς ο γιος του Ιωσήφ από την πόλη Ναζαρέτ, δηλαδή ένα ιστορικό πρόσωπο με συγκεκριμένη ταυτότητα και καταγωγή. Αυτή η πληροφορία είχε προκαλέσει την αντίδραση και απορία του Ναθαναήλ αν είναι δυνατό να προέλθει οτιδήποτε καλό από τη Ναζαρέτ. Αυτή η αντίδραση του Ναθαναήλ περιέχει δύο δεδομένα. Πρώτον, επειδή η Ναζαρέτ βρισκόταν στην περιοχή της Γαλιλαίας, δηλαδή σε εθνικό έδαφος, για την Ιουδαϊκή αντίληψη ήταν αδύνατο να προέλθει από εκεί ο Μεσσίας. Δεύτερον, μία άλλη Ιουδαϊκή παράδοση, η οποία διασώζεται και στο ευαγγέλιο του Ιωάννη, δεχόταν ότι η προέλευση του Μεσσία θα ήταν άγνωστη. Έτσι, όταν μερικοί Ιεροσολυμίτες, βλέποντες τον Χριστό να διδάσκει και πάλιν δημόσια παρά τη δίωξή του από τις θρησκευτικές αρχές, διερωτήθηκαν: «Μήπως αληθώς έγνωσαν οι άρχοντες ότι ούτος εστιν αληθώς ο Χριστός; αλλά τούτον οίδαμεν πόθεν εστίν, ο δε Χριστός όταν έρχηται, ουδείς γινώσκει πόθεν εστίν» (Ιω. 7:26-27).

Ο απόστολος Φίλιππος μετά την αντίρρηση του Ναθαναήλ δεν άρχισε τη βιβλική απόδειξη περί της προελεύσεως του Μεσσία, αυτά δηλαδή που είπαν ο νόμος και οι προφήτες για την έλευση του Μεσσία, ούτε προσπάθησε να αναιρέσει την Ιουδαϊκή παράδοση περί της καταγωγής του Χριστού, αλλά κάλεσε τον Ναθαναήλ σε προσωπική διαπίστωση και εμπειρία, λέγοντάς του, «έρχου και ίδε». Το ίδιο και ο Χριστός, όταν ρωτήθηκε από την πρώτη δυάδα των μαθητών, τον Ανδρέα και τον Πέτρο, που μένει, εκείνος τους απάντησε, «έρχεσθε και ίδετε» (Ιω. 1,40). Έτσι, το «έρχου και ίδε» του Φιλίππου προς τον Ναθαναήλ αποτελεί απόηχο του «έρχεσθε και ίδετε» του Χριστού, μία συνεχή κλήση για τον κάθε άνθρωπο ώστε να αποκτήσει προσωπική εμπειρία και γνωριμία με τον Χριστό και τη διδασκαλία του.

Επιπρόσθετα, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία και αξίζει να σημειωθεί είναι το ότι, όταν ο Ναθαναήλ είχε πορευθεί προς τον Χριστό, δεν ήταν ο Ναθαναήλ που ανέλαβε την πρωτοβουλία να τον προσεγγίσει, αλλά ο ίδιος ο Χριστός τον υποδέχθηκε με λόγους πράγματι τιμητικούς για τον Ναθαναήλ. «Ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι». Οι λόγοι αυτοί του Χριστού δεν μαρτυρούν ότι είχαν ήδη γνωρισθεί και συναντηθεί προηγουμένως, αλλά ο Ευαγγελιστής υπογραμμίζει τους λόγους αυτούς για δύο βασικούς σκοπούς. Ο πρώτος αφορά τον ίδιο τον Χριστό, γιατί οι λόγοι αυτοί είναι ενδεικτικοί της παγγνωσίας του Χριστού και φανερώνουν τη θεότητά του. Ο δεύτερος σκοπός αφορά αφ’ ενός μεν τον Ναθαναήλ, ο οποίος δεν τρέφει δυσπιστία εξ αιτίας της ταυτότητας του Μεσσία, αλλά έρχεται με προθυμία να τον γνωρίσει και να γίνει πιστός ακόλουθός του, αφ’ ετέρου δε ο Ναθαναήλ είναι συμβολισμός και αντιπροσωπευτικός τύπος του γνήσιου Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος δέχεται τον Χριστό ως τον Μεσσία και Λυτρωτή, όπως είχε προφητευθεί από τον Μωυσή και τους προφήτες και όχι όπως η μερίδα εκείνη του Ισραήλ, η οποία είχε απορρίψει τον Χριστό.

Ο Ναθαναήλ είχε απορήσει από αυτούς τους λόγους του Χριστού και γι’ αυτό τον ρώτησε από πού τον γνώριζε. Η απάντηση του Χριστού είναι εκ πρώτης όψεως αινιγματική για μας τους σημερινούς αναγνώστες της περικοπής, όχι όμως και για τον Ναθαναήλ. «Προ του σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδον σε». Ποία ιδιαίτερη σημασία είχε το γεγονός ότι ο Ναθαναήλ βρισκόταν κάτω από τη συκιά πριν τον καλέσει ο Φίλιππος; Τι σημασία έχει η συκιά σ’ αυτή την περίπτωση; Βέβαια και εδώ είναι εύλαλη η θεϊκή παγγνωσία του Χριστού. Κατά τον ίδιο τρόπο απέδειξε την παγγνωσία του, αποκαλύπτοντας ιδιαίτερες στιγμές της ζωής τους στον Πέτρο, όταν του είπε: «Συ εί Σίμων ο υιός Ιωνά, συ κληθήση Κηφάς» (Ιω. 1:43), ή και στη Σαμαρείτιδα, όταν της αποκάλυψε την προσωπική της ζωή (Ιω. 4:18). Η απάντηση, όμως, στα πιο πάνω ερωτήματα πρέπει να αναζητηθεί στο συμβολισμό του δένδρου της συκιάς που είχε για τον Ισραήλ. Πράγματι, η συκιά για τον Ιουδαϊσμό είχε αποβεί το δένδρο γνώσεως του καλού ή του κακού. Υπενθυμίζουμε τον συμβολικό χαρακτήρα του θαύματος της ξηρανθείσας συκιάς με μόνο το λόγο του Χριστού επειδή αυτή δεν είχε καρπούς. Επομένως, οι λόγοι του Χριστού προς τον Ναθαναήλ υπογραμμίζουν ότι αυτός είχε επιδοθεί στη μελέτη των θείων Γραφών και είχε προετοιμασθεί κατάλληλα για την αποδοχή του Μεσσία Ιησού Χριστού.

Πράγματι, στην απάντηση του Ναθαναήλ καθίσταται φανερό το πόσο έτοιμος ήταν για να δεχθεί τον Ιησού Χριστό από τη Ναζαρέτ και να τον αναγνωρίσει ως τον Χριστό, τον Μεσσία. Επί πλέον προχωρεί και πέραν της παραδοσιακής για το Ισραήλ έννοιας του Μεσσία και αποδίδει στον Χριστό τις υψηλότερες διακρίσεις. Ομολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού και ο βασιλεύς του Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι ο Φίλιππος τον είχε πληροφορήσει ότι είναι ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ. Η ομολογία αυτή του Ναθαναήλ συνιστά ομολογία πίστεως ότι ο Ιησούς είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας με βασιλική καταγωγή, όπως άλλωστε είχε προφητευθεί από τις Γραφές. Είναι μία από τις πρώτες ομολογίες πίστεως μέσα στα ιερά Ευαγγέλια, με την οποία δίδεται και η απάντηση στο ερώτημα, ποίος είναι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ. Παρ’ όλα ταύτα, ο Χριστός βεβαιώνει το Ναθαναήλ, αλλά και τον καθένα που αναγνωρίζει και ομολογεί την πίστη του στον Χριστό, ότι θα αξιωθεί και μεγαλύτερων από αυτές αποκαλύψεων. Αυτή είναι η πορεία των μαθητών του Χριστού που προσέρχονται και ζητούν χωρίς δόλο να τον γνωρίσουν.

Η συνέχεια των λόγων του Χριστού απευθύνεται μεν προς το Ναθαναήλ, αλλά αφορά όλους εκείνους, οι οποίοι τον ακολουθούν, γιατί το υποκείμενο της προτάσεως δεν είναι πλέον ο Ναθαναήλ, αλλά όλοι. «Αμήν αμήν λέγω υμίν, απ’ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου». Ο Χριστός χρησιμοποιεί εικόνες από την Π. Διαθήκη για να καταστήσει κατανοητό το μέγεθος της θείας αποκαλύψεως στο πρόσωπό του. Πρώτα, όμως, υπογραμμίζει πως η έλευση του Μεσσία σημαίνει το άνοιγμα του ουρανού και την άμεση επικοινωνία μεταξύ ουρανού και γης. Αυτό είναι το προνόμιο εκείνων οι οποίοι γνωρίζουν και δέχονται τον Χριστό. Θα δουν τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν από τον ανοικτό πλέον ουρανό προς τη γη. Η εικόνα αυτή υπενθυμίζει την εικόνα του οράματος του Ιακώβ. «Και ιδού κλίμαξ εστηριγμένη εν τη γη, ής η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν, και οι άγγελοι του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ’ αυτής» (Γεν. 28:12). Ο Ιακώβ, μετά από αυτή την οπτασία διαπίστωσε, λέγοντας, «ως φοβερός ο τόπος ούτος, ουκ έστιν τούτο αλλ’ ή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη του ουρανού» (Γεν. 28:17). Την ίδια εμπειρία με τον Ιακώβ θα βιώσουν οι ακόλουθοι του Χριστού, όχι πλέον ως οπτασία αλλά ως πραγματικότητα με την πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία με τον Χριστό. Στην περίπτωση του Χριστού δεν υπάρχει οποιαδήποτε κλίμακα πάνω στην οποία θα ανεβοκατεβαίνουν οι άγγελοι από τον ουρανό, αλλά κατ’ ευθείαν επί του ίδιου του Χριστού. Και στο σημείο αυτό ο Χριστός, για να μη χρησιμοποιήσει τον ευθύ λόγο για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε και πάλιν μία άλλη βιβλική εικόνα, αυτήν του «υιού του ανθρώπου» από τον προφήτη Δανιήλ. «Εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού επί των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ήρχετο» (Δαν. 7:13). Η εικόνα του «υιού του ανθρώπου» έχει μεσσιανικό περιεχόμενο. Ο Χριστός, επομένως, ταυτίζεται με τον «υιόν του ανθρώπου» και βεβαιώνει με αυτό τον τρόπο ότι είναι, πράγματι, ο Μεσσίας. Στο πρόσωπό του θα ανοίξουν οι ουρανοί προς τη γη και οι άγγελοι του Θεού θα ανεβαίνουν και θα κατεβαίνουν πάνω του.

Αν θελήσουμε να αναγνώσουμε εκ νέου το κείμενό μας, θα διαπιστώσουμε, πρώτα, τη συνεχή χρήση του ρήματος «βλέπω» στις διάφορες γραμματικές μορφές του. Συνολικά χρησιμοποιείται επτά φορές. Η συνεχής αυτή χρήση δεν είναι τυχαία, αλλά δηλώνει τον τρόπο και το μέγεθος των πνευματικών εμπειριών, τις οποίες βιώνει ο άνθρωπος γνωρίζοντας τον Χριστό. Ο Ναθαναήλ καλείται από τον Φίλιππο να δει τον Χριστό και να αποκτήσει προσωπική εμπειρία. Ο Χριστός είχε δει το Ναθαναήλ κάτω από τη σκιά, τη συκιά του νόμου, να ερευνά για την έλευση του Μεσσία και να καλλιεργείται πνευματικά από τη μελέτη των θείων Γραφών. Ο Χριστός είδε επίσης το Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και τον υποδέχθηκε με την αγάπη που χαρακτηρίζει μόνο τον Θεό. Οι οπαδοί του Χριστού θα δουν το άνοιγμα του ουρανού και θα γνωρίσουν ότι ο Ιησούς δεν είναι απλώς «τόπος άγιος», όπως είπε ο Ιακώβ μετά την οπτασία, αλλά ο «άγιος του Θεού» (πρβλ. Λκ. 1:35. Ιω. 6:69 και 11:27), αυτός που ενώνει τον ουρανό και τη γη, το χρόνο και την αιωνιότητα, αυτός που ανεβάζει τον άνθρωπο στον ουρανό και τον θεοποιεί, γιατί ο ίδιος, όντας αιώνιος Υιός του Θεού, έγινε άνθρωπος.

Εξ άλλου, οι Απόστολοι είχαν ερευνήσει και είχαν ανακαλύψει τον Χριστό. Παρά ταύτα, ο Χριστός τους υπόσχεται μεγαλύτερες αποκαλύψεις. «Μείζω τούτων όψει», λέγει στο Ναθαναήλ. Πράγματι, ποτέ ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει, έστω και μικρό μέρος, από το μέγεθος και το μεγαλείο του Θεού. Δεν πρέπει επομένως να σταματήσει ποτέ να ερευνά για να γνωρίζει τα μεγαλεία του Θεού. Το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που θα τον οδηγήσει στη δυνατή για τον άνθρωπο γνώση του Θεού, γιατί μόνο εκείνο γνωρίζει και ερευνά τα βάθη του Θεού (πρβλ. Α’ Κορ. 2:10). Η γνώση του Θεού είναι προσωπική εμπειρία, όμως, αυτή η προσωπική εμπειρία βασίζεται στην καθοδήγησή μας από τους άλλους οι οποίοι έχουν ήδη βιώσει την εμπειρία αυτή, όπως ο ένας Απόστολος οδηγεί τον άλλο προς τον Χριστό. Το «έρχου και ίδε» ισχύει για όλους μας και η Εκκλησία μας το απευθύνει πάντοτε για να συναντήσουμε και να γνωρίσουμε τον Χριστό, όπως και οι Απόστολοί του.

 2. Η εκλογή των Αποστόλων. Θεμελίωση της Εκκλησίας.

Ένα άλλο σημαντικό θέμα που τίθεται από την ευαγγελική περικοπή είναι αυτό της εκλογής των Αποστόλων, των Δώδεκα και των Εβδομήκοντα, επειδή έχουμε ενώπιόν μας το ερώτημα, γιατί ο Χριστός καλεί τους αποστόλους; Στη θεολογία τόσο του ευαγγελιστή Ιωάννη, όσο και των άλλων ευαγγελιστών που αναφέρουν τα της εκλογής των Αποστόλων από τον Χριστό, η εκλογή αυτή και καθιέρωση των Δώδεκα και των Εβδομήκοντα σημαίνει τη θεμελίωση της Εκκλησίας με τις πράξεις αυτές του Χριστού. Πιθανόν να είναι μία εικόνα, χρήσιμη όμως για να αντιληφθούμε τη σχέση Χριστού, Αποστόλων και Εκκλησίας. Ο Χριστός αμέσως μετά το βάπτισμά του από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή άρχισε το σωτήριο έργο του και από την αρχή του δημόσιου έργου του άρχισε επίσης να δημιουργεί τον κύκλο των Αποστόλων, κατ’ αρχήν των Δώδεκα και στη συνέχεια των Εβδομήκοντα (Λκ. 10:1). Η εικόνα συνίσταται από το πρόσωπο του Χριστού που περιβάλλεται από τους Αποστόλους και τους ακόλουθους του, γιατί πολλοί άλλοι στη συνέχεια εντάχθηκαν στους ακόλουθους του Ιησού από τη Ναζαρέτ, επειδή πίστεψαν ότι ήταν πράγματι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Αυτό διαπιστώθηκε ήδη προηγουμένως και από τη γνωριμία του Χριστού από τους Αποστόλους Φίλιππο και Ναθαναήλ.

Η ιδιαιτερότητα αυτής της πράξεως του Χριστού της εκλογής των πλέον στενών ακολούθων του φανερώνει το σχέδιο του Υιού του Θεού να μεταδώσει το λόγο του Ευαγγελίου του σ’ εκείνους που θα καθίσταντο οι συνεχιστές του δικού του έργου. Είναι, με άλλους λόγους, η πράξη ιδρύσεως της Εκκλησίας. Η ίδρυση της Εκκλησίας από τον Χριστό δεν ήταν μία πράξη παροδική, αλλά η θεμελίωση ενός αιώνιου θείου καθιδρύματος. Ο Ιησούς Χριστός, καθώς μας πληροφορούν οι ιεροί ευαγγελιστές δίδασκε ιδιαίτερα, κυρίως τους Δώδεκα αποστόλους, απαγορεύοντάς τους συγχρόνως να αποκαλύψουν τις διδασκαλίες αυτές ενόσω ο ίδιος βρισκόταν ακόμα σωματικά στον κόσμο αυτό. «Ό λέγω υμίν εν τη σκοτία, είπατε εν τω φωτί, και ό εις το ους ακούετε, κηρύξατε επί δωμάτων» (Μτ. 10:27). Δηλαδή, αυτό που σας λέγω στα σκοτεινά πέστε το στο φως και αυτό που ακούετε ψιθυριστά στ’ αυτί, διακηρύξετέ το από τους εξώστες.

Οι Δώδεκα απόστολοι, σε τύπο των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, αποτελούν τη βάση της κλήσεως του νέου λαού του Θεού, της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού. Τα ονόματα των Δώδεκα αποστόλων είναι: ο Ανδρέας και ο Πέτρος, παιδιά του Ιωνά. ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, παιδιά του Ιακώβου και οι τέσσερεις από την πόλη Βηθσαϊδά. Ο Φίλιππος και ο (Ναθαναήλ) Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος γιος του Αλφαίου, ο Θαδδαίος και ο Σίμων ο Κανανίτης και, τέλος, Ιούδας ο Ισκαριώτης (Μτ. 10:2-4. Βλ. Πρξ. 1:13). Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης αντικαταστάθηκε μετά την ανάσταση του Χριστού με εκλογή του Ματθία από τους έντεκα (Πρξ. 1:23-26).

Με την εκλογή των Δώδεκα ο σπόρος της Εκκλησίας είχε σπαρεί από τον ιδρυτή της Ιησού Χριστό. Εκείνο που διατηρεί την ενότητα των οπαδών του Χριστού είναι η αγάπη που πρέπει να έχουν μεταξύ τους και προς τον Θεό. Γι’ αυτό είπε, ότι οσάκις υπάρχουν δύο ή τρεις συγκεντρωμένοι στο όνομά του θα βρίσκεται και ο ίδιος μεταξύ τους. Έδωσε επίσης στην Εκκλησία του την εξουσία να λύνουν και να δένουν τα αμαρτήματα και η πράξη αυτή θα είναι το ίδιο ισχυρή και στον ουρανό. Ο Χριστός μετέδωσε στους Αποστόλους και τα πλούσια χαρίσματα, όπως αυτά της θεραπείας των ασθενών, της διώξεως των δαιμονίων, της προφητείας κ.λπ. Έτσι, ήδη πριν από το σταυρικό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού άρχισαν να διδάσκουν και να επιτελούν και διάφορα σημεία. Οι εβδομήκοντα Απόστολοι, όταν επέστρεψαν από αποστολή που τους ανέθεσε ο Χριστός, του ανήγγειλαν: «Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου» (Λκ. 10:17). Μεγάλη σημασία για τη θεμελίωση και την ενότητα της Εκκλησίας έχει φυσικά η παράδοση του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας καθώς και των άλλων Μυστηρίων από τον Χριστό προς τους Αποστόλους, όπως και η αποστολή τους να διδάξουν αυτά που διδάχθηκαν από τον ίδιο και να βαπτίσουν όλους εκείνους που δέχονται τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και εντάσσονται στην Εκκλησία του Χριστού. Είναι φανερή η σχέση του Χριστού με τους Αποστόλους καθώς και με όλους εκείνους που πιστεύουν διαχρονικά στο όνομά του μέσα στην Αρχιερατική του προσευχή, που απηύθυνε προς τον Πατέρα Θεό λίγο πριν από το Πάθος του (Ιω. 17).

Η επί της γης Εκκλησία σχετίζεται με την ουράνια ένεκα της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο. Τη σχέση αυτή προδιαγράφει με γλαφυρό τρόπο ο Χριστός στους λόγους του προς τους Αποστόλους Φίλιππο και Ναθαναήλ: «Απ’ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του ανθρώπου».

Η Κυριακή της Ορθοδοξίας που γιορτάζουμε σήμερα αποτελεί τον αγώνα της Εκκλησίας του Χριστού να διατηρήσει και την ενότητά της, σύμφωνα με το θέλημα του ιδρυτή της Ιησού Χριστού, αλλά και ανόθευτη τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την πίστη στον Τριαδικό Θεό, όπως την κήρυξαν και τη διέδωσαν οι Απόστολοι του Χριστού. Έτσι, βεβαιώνεται η μοναδικότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα και η αποστολικότητα της Εκκλησίας.

 

26-2-2017

Κυριακή της Τυρινής

Αποστόλος προς Ρωμ. 13, 11 – 14, 4 

Πρωτότυπο κείμενο

Και τούτο, ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι· νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία η ότε επιστεύσαμεν. Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. Ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω, αλλ᾿ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκὸς πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας. Τον δε ασθενούντα τη πίστει προσλαμβάνεσθε, μη εις διακρίσεις διαλογισμών. Ος μεν πιστεύει φαγείν πάντα, ο δε ασθενών λάχανα εσθίει.  Ο εσθίων τὸν μὴ εσθίοντα μη εξουθενείτω, και ο μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω· ο Θεὸς γαρ αυτὸν προσελάβετο. Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; Τω ιδίω Κυρίω στήκει η πίπτει· σταθήσεται δε· δυνατὸς γαρ εστιν ο Θεὸς στήσαι αυτόν.

Απόδοση στη νεοελληνική

Όλα αυτά σας τα λέω επειδή, όπως ξέρετε, είναι κοντά το τέλος. Ήρθε η ώρα να ξυπνήσουμε από τον ύπνο. Γιατί τώρα η τελική σωτηρία βρίσκεται πιο κοντά μας παρά τότε που πιστέψαμε. Η νύχτα όπου να ’ναι φεύγει, και η μέρα κοντεύει να ’ρθει. Γι’ αυτό ας πετάξουμε από πάνω μας τα έργα του σκότους, κι ας φορέσουμε τα όπλα του φωτός. Η διαγωγή μας ας είναι κόσμια, τέτοια που ταιριάζει στο φως. Ας πάψουν τα φαγοπότια και τα μεθύσια, η ασύδοτη κι ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες και οι φθόνοι. Ντυθείτε τον Κύριό μας Ιησού Χριστού και μην αφήνετε τον αμαρτωλό εαυτό σας να σας παρασύρει  στην ικανοποίηση των επιθυμιών σας. Να δέχεστε όποιον έχει ασθενή πίστη, χωρίς να επικρίνετε τις απόψεις του. Για παράδειγμα, ένας πιστεύει πως μπορεί να φάει απ’ όλα, ενώ κάποιος άλλος, που έχει ασθενική πίστη, τρώει μόνο χόρτα. Αυτός που τρώει απ’ όλα, ας μην περιφρονεί  εκείνον που δεν τρώει κι εκείνος που δεν τρώει, ας κατακρίνει εκείνον που τρώει, γιατί ο Θεός τον έχει δεχτεί στην εκκλησία του. Ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις έναν ξένο υπηρέτη; Μόνο ο Κύριος του μπορεί να κρίνει αν στέκεται η όχι στην πίστη του, γιατί ο Θεός έχει τη δύναμη να τον στηρίξει.

 Σχολιασμός

Βρισκόμαστε στο κατώφλι της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Κυριακή της Τυρινής. Ονομάζεται έτσι γιατί επιτρέπεται η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων την Κυριακή αυτή, αλλά και την εεβδομάδα που προηγείται. Το αποστολικό ανάγνωσμα καλεί τους πιστούς να προετοιμαστούν κατάλληλα, ενόψει της ένδοξης έλευσης του Χριστού. Μέσα από δύο αντιθέσεις τις οποίες λαμβάνει από τον φυσικό κόσμο, ο Απόστολος Παύλος αναπτύσσει στους Ρωμαίους μια μεγάλη πραγματικότητα. Την πραγματικότητα του φωτός και του σκότους. Γι΄ αυτό και είναι πολύ χαρακτηριστική η φράση του: «Η νυξ προέκοψεν η δε ημέρα ήγγικεν». (Ρωμ ΙΓ΄ 12). Να αφήσουν στην άκρη τα έργα της αμαρτίας και να αναλάβουν τα όπλα του φωτός. Δεδομένου ότι η μέρα και η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου δεν είναι σε κανένα γνωστή,  χρειάζεται η προετοιμασία του καθενός.

Ο Απόστολος των εθνών μας καλεί να εγκαταλείψουμε τον αμαρτωλό τρόπο ζωής και να επιλέξουμε το δρόμο της αρετής που είναι λουσμένος από το φως του Χριστού. Αυτό  είναι  και  το  μήνυμα  που  στέλνει  η  Εκκλησία  μας,  λίγο πριν  εισέλθουμε  στο  «Στάδιο  των  αρετών». Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μια πορεία με  εσωτερικά χαρακτηριστικά, όπου καλούμαστε να γνωρίσουμε  τον  εαυτό  μας,  για  να  συναντήσουμε  τον  Θεό  μας αναστημένο  εκ  των  νεκρών,  αφού  περάσουμε  από  το  καμίνι  του Πάθους  και  του  Σταυρού.  Σ’  αυτή  την  πορεία,  που  εικονίζει  την πορεία  ολόκληρης  της  ζωής  του  Χριστιανού,  οφείλουμε  να εγκαταλείψουμε  τα  πάθη  μας,  να  παλέψουμε  με  τις  αδυναμίες,  να αναμετρηθούμε με τον κακό εαυτό μας. Αυτά θα τα επιτύχουμε αφού χρησιμοποιήσουμε  τις  πνευματικές  εκείνες  δυνατότητες,  που  μάς παρέχει η Εκκλησία μας,  για  τις  οποίες  ομιλεί ο Απόστολος Παύλος. Αυτές είναι οι αρετές. Οι αρετές – πνευματικά γυμνάσματα, στα οποία καλούμαστε να συναγωνιστούμε  την  περίοδο  που  ανοίγεται  μπροστά  μας,  είναι  η νηστεία, η προσευχή, η  ταπείνωση, η  ελεημοσύνη, η  αγάπη, κυρίως, όμως, η μετάνοια. Όλα αυτά  τα πνευματικά κεφάλαια  συνθέτουν  τον καμβά του πνευματικού μας αγώνα και βοηθούν στην πνευματική μας ολοκλήρωση  και  τελική  ένωσή  μας  με  τον  Θεό.  Πρέπει,  όμως,  να ξεκαθαρίσουμε  κάτι  πολύ  σημαντικό.  Οι  αρετές  από  μόνες  τους, προβαλλόμενες  ως  ανθρώπινα  κατορθώματα,  αποξενωμένες  από  την χάρη  του  Θεού,  οδηγούν  στα  αντίθετα  από  τα  επιδιωκόμενα αποτελέσματα.  Αυτό  συμβαίνει,  γιατί  είναι  δυνατόν  να  εξάρουν  τον εγωισμό μας, προκειμένου να πιστέψουμε στη δήθεν πνευματική μας αυτάρκεια. Όποιος οδηγείται σ’ αυτό το συμπέρασμα, την  ίδια στιγμή  καταστρέφει ότι έκτισε μέσα του. 

Για  να  έχει  αποτελέσματα  ο  αγώνας  της  αρετής  και  να  μη γίνεται  μάταια,  πρέπει  να  απογυμνωθεί  από  εξωτερικά χαρακτηριστικά, που  επιζητούν  την  ανθρώπινη  επιδοκιμασία και  να περιοριστεί  στο  εσωτερικό  πεδίο  της  ύπαρξής  μας.  Λέει χαρακτηριστικά  ο  Αββάς  Ησαΐας:  «Εκείνος  ο  οποίος  κομπιάζει  και αγωνίζεται διά την αρετήν και δε φροντίζει να αποκρύπτεται, ώστε να μην  αντιλαμβάνονται  οι  άνθρωποι  την  καλήν  του  αυτήν  εργασίαν, ομοιάζει  προς  οικίαν,  της  οποίας  έχουν  αφαιρεθεί  η  θύρα  και  τα παράθυρα  και  ως  εκ  τούτου,  ευκόλως  εισέρχεται  εντός  αυτής  οποιοδήποτε ερπετόν θελήσει». Την  εσωτερική  διάσταση  των  αρετών  διακηρύσσει  και  ένας  ακόμα  λαμπρός  εκπρόσωπος  της  ασκητικής  γραμματείας,  ο  Όσιος Ισαάκ ο Σύρος, που σημειώνει: «Αρετή δεν είναι επίδειξη πολλών και  διαφόρων  πράξεων  που  επιτελούνται  μέσω  του  σώματος,  αλλά  το περιεχόμενο σοφότατης καρδιάς, την οποία στηρίζει η ελπίδα προς τον Θεό. Την καρδιά αυτή συνδέει προς τα κατά  Θεόν  επιτελούμενα έργα ο ορθός σκοπός» .

 Στον  πειρασμό  της  επίδειξης  των  εξωτερικών  σχημάτων  της ευσέβειάς  τους,  των  αρετών  τους  δηλ.  υποπίπτουν  συχνά  πολλοί αδελφοί  μας  Χριστιανοί,  κυρίως  σε  περιόδους  σαν  κι  αυτή  της Μεγάλης  Τεσσαρακοστής. Έχουν  την ψευδαίσθηση  ότι  η  κατάκτηση των  αρετών  μπορεί  από  μόνη  της  να  εξασφαλίσει  την  σωτηρία  της  ψυχής και  την  ένωση με  τον Θεό. Δεν κατάλαβαν ποτέ ότι οι αρετές είναι εργαλεία δοσμένα από τον Θεό, τα οποία καθίστανται ενεργά και χρήσιμα όταν χρησιμοποιούνται ως καρπός Θείας φώτισης, έμπνευσης και  Χάρης,  που  δίδονται  σε  καρδιές  ταπεινές,  που  έχουν  μάθει  να εργάζονται μυστικά και ταπεινά.  Γι’ αυτό, ας  έχουμε  πάντα  κατά  νου,  αυτό  που έλεγε  ο Όσιος  Σεραφείμ  του  Σάρωφ  και  αυτό  ας  είναι  ο  σκοπός  του αγώνα μας τη Σαρακοστή που  ξεκινά :  «Δεν  είναι  οι αρετές  ο  σκοπός  της  ζωής,  αλλά η  απόκτηση  του Αγίου Πνεύματος».  Όταν Αυτό εντυπωθεί στη ζωή μας και πληρώσει την ύπαρξή μας, τότε οι  αρετές  θα  είναι  το  φυσικό  επακόλουθο,  η  επιβράβευση  του  Θεού στον πνευματικό μας αγώνα.

 Ένα άλλο φοβερό αμάρτημα στο οποίο αναφέρεται εδώ ο Απόστολος Παύλος είναι η κατάκριση, την οποία πρέπει να αποφεύγουμε όλοι ανεξαιρέτως με κάθε τρόπο από τη ζωή μας. Οι πιστοί θα λογοδοτήσουν ο καθένας ξεχωριστά γα τις πράξεις και τη ζωή του ενώπιον του Θεού. Ο ίδιος ο Χριστός μας τονίζει να μην κρίνουμε τους συνανθρώπους μας για να μην μας κρίνει και εμάς ο Θεός. Με το κριτήριο που κρίνουμε θα κριθούμε και με το μέτρο που μετράμε θα μετρηθούμε (Ματθ. 7,1-2). Η κατάκριση περιέχει εωσφορικό εγωισμό και εκβάλλει την αγάπη που πρέπει να δείχνουμε προς τους άλλους συνανθρώπους μας. Έτσι νουθετεί τους πιστούς να δέχονται τους άλλους χωρίς να τους κατακρίνουν. Αν κάποιος έχει ασθενική πίστη να τον δεχόμαστε και να τον στηρίζουμε και όχι να τον κατακρίνουμε. Ιδιαίτερα την περίοδο αυτή που ξεκινά η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να μην κατακρίνουμε τους συνανθρώπους μας. Θέλοντας να μας φανερώσει πόσο φοβερό πράγμα είναι η κατάκριση μας λέει: «ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις ένα ξένο υπηρέτη;». Όλοι οι πιστοί είμαστε ίσοι μεταξύ μας δούλοι στον ίδιο Κύριο, πως είναι δυνατόν να κρίνουμε ο ένας τον άλλο. Το έργο αυτό ανήκει μόνο στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, που είναι ο μοναδικός κριτής της ζωής του κάθε ανθρώπου.

Ο Απόστολος Παύλος μας προειδοποιεί και μας συμβουλεύει. Ο υμνογράφος της  Εκκλησίας μας, βασισμένος στον Απόστολο Παύλο αναγγέλλει: «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται. Οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε….Και αναλαβόντες την πανοπλίαν του Σταυρού, τω εχθρώ αντιμαχησώμεθα, ως τείχος άρρηκτον κατέχοντες την πίστιν, και ως θώρακα την προσευχήν, και περικεφαλαίαν την ελεημοσύνην. Αντί  μαχαίρας την νηστείαν, ήτις εκτέμνει από καρδίας πάσαν κακίαν». Το στάδιο των αρετών έχει ανοίξει. Όσοι θέλετε να αγωνιστείτε εισέλθετε….Και αφού φορέσαμε την πανοπλία του Σταυρού, ας πολεμήσουμε τον εχθρό, έχοντας την πίστη σαν στέρεο τείχος και σαν θώρακα την προσευχή και περικεφαλαία την ελεημοσύνη. Στη θέση του μαχαιριού τη νηστεία, που βγάζει από την καρδιά κάθε κακία. Καλό Στάδιο.

 

26-2-2017

Κυριακή της Τυρινής

Ευαγγέλιον κατά Ματθ στ’ 14-21

Πρωτότυπο κείμενο

Είπεν ο Κύριος εαν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος· εαν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών. Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί, σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών, όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες. Αμήν λέγω υμίν, ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. Συ δε νηστεύων, άλειψαί σου την κεφαλήν, και το πρόσωπόν σου νίψαι, όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, αλλά τω Πατρί σου τω εν τω κρυπτώ· και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι· θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης, ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν, ουδέ κλέπτουσιν. Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών.

Απόδοση

Είπε ο Κύριος αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματα τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας. Αν όμως δε συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματα τους ούτε κι ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα δικά σας παραπτώματα. Όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές, που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως έτσι έχουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπο σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις και ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά. Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας».

Σχολιασμός

Μεγάλη Τεσσαρακοστή, η ακρόπολη του εορτολογίου της Εκκλησίας. Ανοίγεται και πάλι μπροστά μας «το στάδιο των αρετών», στο οποίο ο υμνωδός της Εκκλησίας μας, μας καλεί να εισέλθουμε, «αναζωσάμενοι τον καλόν της νηστείας αγώνα». Νηστεία, με όλο το βάθος και το πλάτος και το ύψος, που της δίνουν ο λόγος του Θεού και οι ερμηνευτές του, οι θεοφόροι Πατέρες.

Σήμερα Κυριακή της Τυρινής, μια μέρα πριν την έναρξη της (Σαρακοστής), και η ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από την επί του Όρους ομιλία του Ιησού Χριστού (Ματθ. κεφ. 6). Η επιλογή της οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους που σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους: στο συναξάρι της ημέρας, που γίνεται αναφορά στην εξορία του Αδάμ από τον Παράδεισο της τρυφής, και στην εικόνα της Σαρακοστής ως πορείας της ανθρωπότητας από την πτώση στην ανάσταση. Τρία σημεία, τρείς κατευθυντήριες γραμμές θέτει μπροστά μας το ευαγγέλιο: Πρώτον, τη συγχωρητικότητα ως προϋπόθεση της συγνώμης του Θεού προς τον άνθρωπο, δεύτερον την αληθινή νηστεία και τρίτον την αναζήτηση του αληθινού θησαυρού, της βασιλείας του Θεού.
Συν – χωρώντας με το Θεό και τους αδελφούς.

«Εὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Πατὴρ ὑμῶν».

Δεν γίνεται να ζητούμε από τους άλλους να συγχωρέσουν τα σφάλματά μας, ενώ εμείς να φαινόμαστε σκληρόκαρδοι και να μην συγχωρούμε τους άλλους όταν διαπράξουν κάποιο σφάλμα. Όταν ο χριστιανός δεν αγαπά και δεν συγχωρά τον συνάνθρωπό του, είναι σαν να μην αγαπά τον εαυτό του – σαν να τον αποκλείει από την αγάπη και τη συγγνώμη του Θεού (Α΄ Ιω. 3,17). Όλοι οι χριστιανοί πρέπει να έχουμε μια καρδιά γεμάτη αμνησικακία και όλοι σαν τον ουράνιο Πατέρα μας πρώτοι να σπεύδουμε στη συμφιλίωση, στη συγχώρεση, στην αγάπη (Λουκ. 15,20).

Εξάλλου η συγχωρητικότητα αποτελεί ένα θέμα σημαντικό για εμάς τους χριστιανούς έτσι ώστε να το ενσωματώσουμε στην προσευχή μας. Η Κυριακή Προσευχή, που μας έχει παραδοθεί από τον ίδιο τον Χριστό, περικλείει αυτή την ανάγκη της συγχωρητικότητας στο στίχο που λέει «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Ο Χριστός εδώ μας το λέει ξεκάθαρα ότι αν δεν συγχωρήσουμε τους συνανθρώπους μας για τα δικά τους παραπτώματα, τότε δεν θα συγχωρέσει και ο Θεός τα δικά μας παραπτώματα. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχει η συγχωρητικότητα. Όταν δηλαδή βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου, τότε αντιλαμβανόμαστε πόσο ανάγκη έχουμε την συγχώρεση από τους συνανθρώπους μας.

Η μνησικακία δεν οδηγεί στη βασιλεία του Θεού και στη θέα της δόξας Του. «Πάσης αμαρτίας, αυτή χαλεπότερα», υπογραμμίζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Μισεί και αποστρέφεται ο Θεός τον άνθρωπο που δεν συγχωρεί τον συνάνθρωπο του, αλλά συνέχεια θυμάται το κακό που του έγινε και έτσι χάνει την φιλανθρωπία του Θεού. Γενικά εκείνος που μισεί και δεν διαλύει την έχθρα, λιώνει, βρίσκεται σε συνεχιζόμενη εσωτερική ακαταστασία και πόλεμο. Η μνησικακία είναι μεγαλύτερη αμαρτία και από την πορνεία και τη μοιχεία. Ο δυνατός λόγος του ιερού Χρυσοστόμου και πάλι μας καθοδηγεί: «Έχεις αδικηθεί πολύ και στερήθηκες πολλά εξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες και ζημιώθηκες σε πολύ σοβαρά θέματα σου και γι αυτό θέλεις να δεις να τιμωρείται ο αδελφός σου; Και εδώ πάλι είναι χρήσιμο να τον συγχωρήσεις. Γιατί; Εάν θελήσεις ο ίδιος να εκδικηθείς και να επιτεθείς εναντίον του είτε με τα λόγια σου, είτε με κάποια ενέργεια σου, ή με την κατάρα σου, ο Θεός όχι μόνο δεν θα επέμβει κατ’ αυτού-εφόσον εσύ ανέλαβες την τιμωρία του-αλλά επιπλέον θα σε τιμωρήσει ως θεομάχο. Άφησε τα πράγματα στο Θεό. Αυτός θα τα τακτοποιήσει πολύ καλύτερα απ’ ότι εσύ θέλεις».

Η αληθής νηστεία ως μέσο και όχι ως σκοπός προβολής

Αρχικά καθιερώθηκε η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής σε ανάμνηση των γεγονότων της σύλληψης και της Σταύρωσης του Ιησού Χριστού που έγιναν αυτές τις δυο μέρες. Η αξία της νηστείας φαίνεται από το ότι την συνέστησε ο ίδιος ο Θεός όταν οι Πρωτόπλαστοι ήταν στον Παράδεισο, για να τους προστατέψει σαν μάνα από το κακό – «συνηλικιώτης» του ανθρώπου λέγει ο Μέγας Βασίλειος. ‘‘Από τον καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θα φάγετε’’ είπε στον Αδάμ ο Θεός. Αυτό το ‘‘δεν θα φάγετε’’ αποτελεί νομοθεσία νηστείας και εγκράτειας. Η μη τήρηση της τόσο μικρής απαγόρευσης από τους Πρωτοπλάστους, ήταν και η αιτία της εξορίας τους από τον Παράδεισο.

Υπάρχουν δύο μορφές νηστείας. Η υλική (σωματική) που αναφέρετε στις τροφές και η πνευματική η οποία αναφέρετε στις αμαρτίες. Η σωματική νηστεία συνίσταται στην αποχή από ορισμένες τροφές και στη λήψη άλλων νηστήσιμων τροφών . Παράλληλα όμως πρέπει να γίνεται περιορισμός και λιτότητα στη διατροφή. Πνευματική νηστεία, είναι η νηστεία της ψυχής, η αλλοτρίωση των κακών αυτή είναι ευάρεστη στο Θεό νηστεία. Η αλλοτρίωση των κακών είναι η αποφυγή κάθε είδους αμαρτίας, η αποφυγή κακών λόγων, επιθυμιών, ακάθαρτων λογισμών, η καταπολέμηση του εγωισμού και των παθών, η καταλλαγή και συμφιλίωση με τους άλλους ανθρώπους.

«Συ δε νηστεύων, άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι, όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων». Ο στίχος, εκτός από το προφανές νόημα που έχει το «άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι» που είναι η αποφυγή της επιδεικτικής εμφανίσεως του νηστεύοντος, έχει και κάποιο βαθύτερο νόημα. Το πρόσωπο που νίπτεται είναι «ο εσωτερικός άνθρωπος της καρδιάς», που νίπτεται με τα δάκρυα της μετανοίας, ενώ η κεφαλή που αλείφεται είναι ο νους, που με την προσευχή ελκύει την χάρη του Αγίου Πνεύματος και το έλεος του Θεού. Αυτά τα δύο εσωτερικά έργα (δηλ. η κρυφή εργασία για την κάθαρση της καρδιάς και η αναφορά της ψυχής, δια της προσευχής, προς τον Θεό) είναι εκείνα που κατακαίουν την υποκρισία στη ρίζα της, διότι γίνονται «εν τω κρυπτώ» και «ο Πατήρ ο ουράνιος» θα τα επιβραβεύση «εν τω φανερώ».

«Μη θησαυρίζετε επί της γης… Θησαυρίζετε εν ουρανώ»
Μια θέση και μια άρση. Όποιος άνθρωπος έχει πάρει την απόφαση του επί γης θησαυρισμού γίνεται ψυχρός σαν το μέταλλο, σκληρός σαν το γρανίτη. Γίνεται αδιάφορος για τα πνευματικά αγαθά, και έτσι κατεργάζεται την καταστροφή του. Ο Κύριος όμως προσθέτει: Εκεί στον ουρανό δεν θα υπάρχει σκόρος για να φάει τους θησαυρούς σας, ούτε κλέφτες για να σας τους κλέψουν και να τους εξαφανίσουν. Ο άνθρωπος ο οποίος αποφάσισε να θησαυρίσει «εν ουρανώ» θα αποκτά όλο και περισσότερη διάθεση πνευματικού θησαυρισμού, ο οποίος όχι μόνο δεν καταστρέφει το σώμα και την ψυχή, αλλ’ αντίθετα τα τονώνει και τα κατευθύνει σε μια αιώνια ευτυχία και μακαριότητα. Ο πνευματικός θησαυρισμός είναι ανώτερος, είναι εκείνος τον οποίο ζητά η ψυχή του καλού ανθρώπου και είναι εκείνος για τον οποίο δόθηκε από τον Θεό η επιθυμία του θησαυρισμού. Όσο πιο βαθιά κατανοούμε τις αλήθειες του Ευαγγελίου, μετέχουμε στα νοήματα της υμνογραφίας της Εκκλησίας μας και μετέχουμε στη λατρευτική ζωή, τόσο πιο σωστά θα θησαυρίζουμε «εν ουρανώ».

Επανερχόμαστε και πάλι στο δεύτερο κεντρικό θέμα της περικοπής εν’ όψει της ενάρξεως της Μ.Σαρακοστής. Ας μπούμε λοιπόν με χαρά στο στάδιο των αρετών, στη περίοδο της νηστείας. Η σημερινή κοινωνία της κατανάλωσης από τους ‘‘πλουσίους’’ και τα φαινόμενα των αδελφών μας που έχουν ανάγκη από ένα πιάτο φαϊ ταυτίζει την επιθυμία με την ανάγκη. Η αποφυγή της σπατάλης και του περιττού, η υπέρβαση της καταναλωτικής μας βουλιμίας, θα μπορούσε να αποτελέσει σήμερα το σκοπό της νηστείας. Δια μέσου της (σ.σ νηστείας) να βοηθήσουμε οι άνθρωποι όσους έχουν ανάγκη, αν δεν έχουμε άλλο τρόπο να βοηθήσουμε. «και περικεφαλαίαν την ελεημοσύνη» μας τονίζει ο ιερός υμνωδός. Να κόψουμε από το δικό μας στόμα για να δώσουμε σ’ αυτούς που στερούνται. Όσο η κοιλιά αδειάζει την περίοδο της νηστείας, τόσο το πνεύμα γεμίζει. Απολαμβάνει περισσότερη προσευχή, περισσότερη μελέτη του λόγου του Θεού-Μαζεύουμε θησαυρούς στο ουρανό! «Κατατρυφήσωμεν του Κυρίου» (Μ. Βασίλειος ΕΠΕ 6.72).

 

19-2-2017

Κυριακή της Απόκρεω

Μνεία της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας

του κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Αποστόλος Α΄ Κορ. 8, (8-13),  9, (1-3) 

Πρώτοτυπο Κείμενο

Αδελφοί, βρώμα ημάς ου παρίστησι τω Θεώ∙ ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε γαρ εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα. Βλέπετε δε μήπως η εξουσία υμών αύτη πρόσκομμα γένηται τοις ασθενούσιν. Εάν γαρ τις ίδη σε, τον έχοντα γνώσιν, εν ειδωλείω κατακείμενον, ουχί η συνείδησις αυτού ασθενούς όντος οικοδομηθήσεται εις το τα ειδωλόθυτα εσθίειν; Και απολείται ο ασθενών αδελφός επί τη ση γνώσει, δι’ ον Χριστός απέθανεν. Ούτω δε αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και τύπτοντες αυτών την συνείδησιν ασθενούσαν εις Χριστόν αμαρτάνετε. Διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα, ίνα μη τον αδελφόν μου, σκανδαλίσω. Ουκ ειμί απόστολος; Ουκ ειμί ελεύθερος; Ουχί Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών εώρακα; Ου το έργον μου υμείς εστε εν Κυρίω; Ει άλλοις ουκ ειμί απόστολος, αλλά γε υμίν ειμι∙ η γαρ σφραγίς της εμής αποστολής υμείς εστε εν Κυρίω.

Μετάφραση

Αδελφοί, δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στον Θεό∙ ούτε αν δεν φάμε κάποιες απ’ αυτές χάνουμε κάτι ούτε αν φάμε αποκτάμε κάτι παραπάνω. Προσέξτε όμως, μήπως το ελεύθερο αυτό δικαίωμα σας γίνει αιτία να σκοντάψουν και να πέσουν εκείνοι που η πίστη τους είναι αδύνατη. Πράγματι, αν κάποιος, απ’ αυτούς δει εσένα, που έχεις τη «γνώση», να κάθεσαι στο τραπέζι ενός ειδωλολατρικού ναού, η συνείδησή του, αφού αυτός είναι αδύνατος, δεν θα παρασυρθεί από το παράδειγμά σου και δεν θα παρακινηθεί να τρώει τα ειδωλόθυτα; Έτσι, η δική σου «γνώση» θα προκαλέσει τον χαμό αυτού του αδυνάτου, του αδελφού μας, για τον οποίον ο Χριστός έδωσε τη ζωή του. Αμαρτάνοντας όμως μ’ αυτόν τον τρόπο απέναντι στους αδελφούς και πληγώνοντας τη συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε απέναντι στον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό, αν κάποια τροφή μπορεί να γίνεται αιτία να σκοντάφτει και να πέφτει ο αδελφός μου, εγώ δεν θα βάλω ποτέ κρέας στο στόμα μου, για να μην γίνω αιτία να πέσει ο αδελφός μου. Πάρτε παράδειγμα εμένα. Δεν είμαι απόστολος; δεν είμαι ελεύθερος; δεν είδα αναστημένο τον Ιησού, τον Κύριό μας; δεν είστε εσείς ο καρπός του κόπου μου στην υπηρεσία του Κυρίου; Κι αν ακόμα άλλοι αρνούνται να με αναγνωρίσουν ως απόστολο, για σας οπωσδήποτε είμαι∙ γιατί η ίδια η ύπαρξη της Εκκλησίας σας είναι η απόδειξη πως είμαι απόστολος.

Σχολιασμός

Η σημερινή Κυριακή είναι η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου και ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω. Και έτσι χρονικά βρισκόμαστε όλο και πιο κοντά προς την έναρξη της μεγάλης Τεσσαρακοστής. Σήμερα είναι Κυριακή της Απόκρεω και μας χωρίζει μόνο μια βδομάδα  από την αρχή της νηστείας. Η παρούσα Κυριακή λοιπόν καθώς και ολόκληρη η εβδομάδα που προηγείται φέρει την ονομασία αυτή επειδή ακριβώς σήμερα σταματούμε να τρώμε κρέας. Η παύση  της κρεοφαγίας αποτελεί  την πρώτη πράξη με την οποία  ξεκινάμε τη νηστεία της μεγάλης Τεσσαρακοστής που πλησιάζει.

Η αποστολική περικοπή προέρχεται από την πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (8,8-9,2). Ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους, εξηγεί ότι δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση τους απέναντι στο Θεό, χωρίς να εννοεί ότι πρέπει χωρίς διάκριση αυτοί που έχουν τη «γνώση» να μετέχουν σε ειδωλολατρικά τραπέζια τρώγοντας ειδωλόθυτα, κρέατα, δηλαδή κρέατα προερχόμενα από τις θυσίες τις οποίες οι  εθνικοί προσέφεραν στα είδωλα, γιατί κάποιοι από τους αδελφούς μας είναι αδύνατοι στην πίστη και ενδέχεται να σκανδαλιστούν.

Ο Θεός μας έδωσε την ελευθερία του τι θα φάμε και τι όχι, αφού δεν είναι η τροφή που καθορίζει τη θέση μας απέναντί του, δεν είναι η τροφή που θα μας δώσει αξία ενώπιον του. «Βρώμα ημάς ου παρίστησι τω Θεώ∙ ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε γαρ εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα».  Το όλο θέμα ήταν καθαρά πνευματικό, και οι λέξεις «περισσεύομεν» και «υστερούμεθα» δεν αναφέρονται στο σωματικό χορτασμό αλλά στην πρόοδο ή την υστέρηση των αρετών. Η βρώση των ειδωλοθύτων ήταν μόνο η αφορμή. Η ρίζα του προβλήματος ήταν οι σχέσεις των ανθρώπων με το Θεό και με τους συνανθρώπους τους, η ελευθέρια που μας έδωσε ο Θεός και πώς αυτή η ελευθερία γίνεται κάποιες φορές αιτία σκανδαλισμού για τους αδελφούς μας.

Ο Απόστολος Παύλος αναγνωρίζει την ελευθερία του χριστιανού αλλά δεν αναγνωρίζει την κακή χρήση της, γιατί θα γίνει πρόσκομμα για τους ασθενείς αδελφούς μας. «Βλέπετε δε μήπως η εξουσία υμών αύτη πρόσκομμα γένηται τοις ασθενούσιν»  και αιτία σκανδαλισμού για τους αδελφούς μας. Δεν είναι δυνατόν η ελευθερία και η αγάπη να χωρίζονται η μία από την άλλη. Είναι ελεύθεροι οι Χριστιανοί να φάνε από τα ειδωλόθυτα. Αυτή η ελευθερία όμως συνδέεται άμεσα και με την κοινωνία αγάπης και της υπευθυνότητας μας έναντι των άλλων ανθρώπων. Δεν μπορεί συνεπώς η ελευθερία του πιστού ανθρώπου να λειτουργήσει ξέχωρα από την αγάπη του στους άλλους ανθρώπους, δεν μπορεί η ελευθερία αυτή να καταργήσει την αγάπη γιατί οι δύο αυτές έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η ελευθερία δεν υπάρχει χωρίς την αγάπη και δεν ορίζεται παρά με την αγάπη. Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι και σεβόμαστε ειλικρινά την ελευθερία των άλλων μόνο όταν αγαπάμε ειλικρινά τους άλλους. Ο Απ. Παύλος θέλει να τονίσει ότι και ο ίδιος θα θυσιάσει τον εαυτό του, προκειμένου ποτέ να μην γίνει αιτία σκανδαλισμού του αδελφού του. «Διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα, ίνα μη τον αδελφόν μου, σκανδαλίσω». Ο Απόστολος Παύλος δίνει το παράδειγμα  της θυσιαστικής αγάπης, στερώντας από τον εαυτό του όλα όσα θα σκανδάλιζαν τους αδελφούς του ακόμα και όσα επιτρέπονταν θέλοντας έτσι να τονίσει πως η αγάπη είναι πάνω από όλες τις αρετές  «των συγκεχωρημένων απείχετο υπερ του μη σκανδαλίσαι, αλλ’ ότι και μετά πολλού του πόνου και του κινδύνου» (Ι. Χρυσοστόμου, Εις την Α’ προς Κορινθίους Επιστολή, Ομιλία 9,1). Πιστεύει ότι πάνω από οποιαδήποτε εξουσία ή ελευθερία είναι η ανιδιοτελής και θυσιαστική αγάπη, αφού όπως ο ίδιος γράφει αλλού, «οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. 15,1). Βάζει όριο ο Απόστολος Παύλος στην ελευθερία και στην εξουσία και αυτό το όριο είναι η αγάπη προς τους άλλους.

Ωστόσο διαπιστώνουμε πως ο Απ. Παύλος μιλώντας για τα σημαντικά αυτά ζητήματα ήθους και συμπεριφοράς των Χριστιανών, κατατάσσει τον εαυτό του μεταξύ των δυνατών και προσάγει τον εαυτό του ως παράδειγμα. Μέσα στην Εκκλησία, σήμερα δεν γνωρίζουμε ποιος μπορεί να είναι δυνατός στην πίστη και στη συνείδηση και ποιος αδύνατος, γιατί όλοι πολλές φορές είναι δυνατό να συλλάβουμε τον εαυτό μας σε στιγμές αδυναμίας και στη πίστη και στη συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους. Ως χριστιανοί πρέπει να έχουμε δυνατή πίστη και δυνατή συνείδηση, γιατί έχουμε τη χάρη και τη  δύναμη του Αγίου Πνεύματος και η θυσία του Χριστού μας οδηγεί στη σωτηρία. Ο καθένας στη δύναμη και στην αδυναμία του έχει την ικανότητα να βοηθήσει και να ενισχύσει τον αδύνατο αδελφό του, για τον οποίο ο Χριστός θυσιάστηκε.

Οι Χριστιανοί της Κορίνθου τότε διχογνωμούσαν για τα ειδωλόθυτα. Εμείς σε πόσα θέματα δεν διχογνωμούμε σήμερα; Εάν ενεργούμε γιατί έτσι μας αρέσει και γιατί αισθανόμαστε δυνατοί στη γνώση έναντι των άλλων, ή γιατί πιστεύουμε ότι είμαστε δυνατοί ,τότε ενεργούμε εγωιστικά. Η αγάπη θα πρέπει να αποτελεί τη βάση και το κριτήριο της δικής μας στάσεως και συμπεριφοράς. Με αυτόν τον τρόπο,  όχι μόνο δεν θα επιζητούμε εγωιστικά το δικό μας συμφέρον, αλλά θα μας είναι και δυνατό και εύκολο να παραιτηθούμε και από τα προφανή δικαιώματα που θα είχαμε. Ο Απ. Παύλος βεβαιώνει ότι «αλλ΄ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη , αλλά πάντα στέγομεν, ινα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού» (Α΄ Κορ. 9,12). Προτεραιότητα έχει η διάδοση του Ευαγγελίου και ενώπιον αυτού του θείου θελήματος υποχωρεί κάθε έννοια προσωπικού δικαιώματος.

 

19-2-2017

Κυριακή της Απόκρεω

Μνεία της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας

του κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Ευαγγέλιον Ματθ. 25, (31-46)

Πρωτότυπο Κείμενο

Εἶπεν ὁ Κύριος: Ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· Καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, Καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· Ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; Τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

Μετάφραση

Όταν, λοιπόν, έρθει ο Υιός του Aνθρώπου μέσα στη δόξα του, και μαζί του όλοι οι άγιοι άγγελοί του, τότε θα καθίσει πάνω στον ένδοξο θρόνο του. Kαι θα συναχθούν μπροστά του όλα τα έθνη και θα τους ξεχωρίσει τον έναν από τον άλλο, όπως ξεχωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα από τα γίδια. Kαι θα βάλει τα πρόβατα στα δεξιά του, ενώ τα γίδια θα τα βάλει στ’ αριστερά. Έπειτα ο βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς που θα είναι στα δεξιά του: Eλάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από τότε που θεμελιώθηκε ο κόσμος. Γιατί πείνασα, και μου δώσατε να φάω, δίψασα, και μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και με περιμαζέψατε, γυμνός ήμουν, και με ντύσατε, αρρώστησα, και με επισκεφτήκατε, στη φυλακή ήμουν, και ήρθατε κοντά μου. Tότε θα αποκριθούν οι δίκαιοι και θα του πούνε: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; Kαι πότε σε είδαμε ξένο και σε περιμαζέψαμε ή γυμνό και σε ντύσαμε; Kαι πότε σε είδαμε άρρωστο ή στη φυλακή και σε επισκεφτήκαμε; Kαι θ’ αποκριθεί ο βασιλιάς και θα τους πει: Πραγματικά, σας λέω, καθόσον τα κάνατε αυτά σ’ έναν από τους αδελφούς μου αυτούς τους ασήμαντους, σ’ εμένα τα κάνατε. Kατόπιν θα πει και σ’ εκείνους που θα είναι στ’ αριστερά: Φύγετε από μένα εσείς οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους αγγέλους του. Γιατί πείνασα, και δεν μου δώσατε να φαω, δίψασα, και δεν μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και δεν με περιμαζέψατε, γυμνός ήμουν, και δεν με ντύσατε, άρρωστος και στη φυλακή, και δεν με επισκεφτήκατε. Tότε θα του αποκριθούν κι αυτοί: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή γυμνό ή άρρωστο ή στη φυλακή, και δεν σε υπηρετήσαμε; Θα τους αποκριθεί τότε εκείνος: Πραγματικά, σας λέω, καθόσον δεν τα κάνατε αυτά σ’  έναν απ’ αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σε μένα τα κάνατε. Kαι θ’ αναχωρήσουν αυτοί σε κόλαση αιώνια, και οι δίκαιοι σε ζωή αιώνια».

Σχολιασμός

 Η παρούσα ευαγγελική περικοπή  αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Ο Χριστός  μας προτρέπει σε έργα αγάπης που θα αποτελέσουν κριτήρια εισδοχής μας στην αιώνια ζωή. Αυτά που θα συμβούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του ο Χριστός, τα αποκαλύπτει με τον παραβολικό λόγο του βοσκού που ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια (κατσίκια). Ασύγκριτα λαμπρότερος  από ότι έλαμψε στο όρος της Μεταμορφώσεως  και συνοδευόμενος από όλα τα αγγελικά τάγματα, θα καθίσει ο Χριστός  ως υπέρτατος κριτής στον θρόνο της κρίσεως και θα συναχθούν ενώπιον του όλα τα έθνη, όλοι οι άνθρωποι. Φυσικά θα προηγηθεί η ανάσταση των νεκρών. Τότε ο Δικαιοκρίτης Κύριος θα ξεχωρίσει τους δικαίους από τους αμετανόητους αμαρτωλούς με τόση ευκολία όση έχει ο βοσκός όταν ξεχωρίζει τα αρνιά από τα ερίφια. Ο Θεός της αγάπης θα δωρίσει στους δικαίους τα ασύλληπτα αγαθά της αιώνιας ζωής,  τα οποία όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α  ητοίμασεν  ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν»  (Α΄ Κορινθ. β΄, 9) . Ένα προς ένα θα απαριθμήσει τα καλά έργα ο Χριστός  ενώπιον του ουράνιου  και επίγειου κόσμου. Θα τα παρουσιάσει σαν να έγιναν σε αυτόν τον ίδιο. «Πείνασα θα πει,   και μου δώσατε να φάγω. Ήμουνα ξένος που δεν είχα  τόπο να μείνω και με πήρατε στο σπίτι σας. Ημίγυμνος και ρακένδυτος  ήμουνα, και εσείς μου δώσατε ρούχα να ενδυθώ. Αρρώστησα και εσείς ήρθατε να με επισκεφθείτε  για να μου κάνετε συντροφιά, να μου δώσετε παρηγοριά αλλά και φάρμακα. Στην φυλακή ήμουνα και ήρθατε να με δείτε. Η αγάπη σας πρέπει να αμειφθεί.»

 Αντίθετα,  θα  κλείσει  τις πόρτες του παραδείσου, θα στερήσει από την ευλογημένη παρουσία  του Θεού, θα αποπέμψει στην αιώνια κόλαση τους αμετανόητους αμαρτωλούς, τους σκληρυμένους εγωπαθείς, τους ιδιοτελείς  και  φίλαυτους, οι οποίοι έδειξαν σκληρότητα  και αναλγησία προς τους πτωχούς και τους πάσχοντες.  Μπορούσαν να πράξουν το καλό στους πάσχοντες συνανθρώπους τους, όπως οι δίκαιοι, αλλά δυστυχώς απουσίαζε από την καρδία τους η αγάπη. Πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να συμπορευθούν με τον Θεό της αγάπης και του ελέους;  Θα κτυπούν τα στήθη τους, θα θρηνούν και θα οδύρονται  οι καταδικασμένοι.

 Την Κυριακή της Απόκρεω «μνείαν ποιούμεθα της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Η φράση  αυτή «μνείαν ποιούμεθα»  είναι  παρμένη μέσα από το Συναξάριο της Κυριακής της Απόκρεω δηλαδή μέσα από το βιβλίο του Τριωδίου,  που εδώ ακριβώς τονίζεται  ότι  η Εκκλησία  μέσα από τη λατρευτική της ζωή μας προτρέπει να ζούμε σαν παρόν γεγονός για να είμαστε έτοιμοι προς απολογίαν κατά την εσχατολογική έλευση του Κυρίου.  Στα Ευαγγέλια (Ματθ. κεφ. 25) γίνεται  αναφορά   στην «βασιλεία» και στο «πυρ το αιώνιον». Στην περικοπή αυτή, που διαβάζεται την Κυριακή της Απόκρεω, «βασιλεία» είναι ο κατά Θεόν προορισμός του ανθρώπου. Το «πυρ» είναι «ητοιμασμένον» για τον διάβολο και τους αγγέλους του (δαίμονες), κατάσταση ή αν θέλουμε καλύτερα μπορούμε να πούμε επιλογή  την οποία δεν θέλησε ο Θεός, αλλά  υπαίτιοι είναι αυτοί που δεν δείχνουν ίχνος μετάνοιας. Η «βασιλεία» είναι «ητοιμασμένη»  για τους πιστούς στο θέλημα του Θεού. Η «Βασιλεία»  είναι ο παράδεισος, ενώ το «πυρ» το αιώνιο είναι η κόλαση («κόλασις αιώνιος», στ.46). Στην αρχή της ιστορίας ο Θεός είχε καλέσει τους πρωτόπλαστους στον παράδεισο, δηλαδή στην κοινωνία με την άκτιστη Χάρη Του. Στο τέλος της ιστορίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το αποτέλεσμα των επί γης επιλογών του, τον παράδεισο ή την κόλαση. Άξιο προσοχής είναι ότι στον παράδεισο και την κόλαση θα «πάνε» αμαρτωλοί, Στον μεν παράδεισο όμως μετανοημένοι αμαρτωλοί και στην κόλαση οι αμετανόητοι, οι σκληρόκαρδοι και ασεβείς.

 Να τονίσουμε ότι  παράδεισος και κόλαση δεν είναι δύο διαφορετικές τοποθεσίες, η εκδοχή αυτή  έχει ειδωλολατρική προέλευση.  Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), και βιώνονται ως δύο διαφορετικές εμπειρίες. Ή μάλλον είναι η ίδια εμπειρία, βιούμενη διαφορετικά από τον άνθρωπο, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του. Η εμπειρία αυτή είναι η θέα του Χριστού μέσα στο άκτιστο φως της θεότητάς Του, μέσα στη «δόξα» Του. Από τη Β’ Παρουσία και σ’ όλη την ατελεύτητη αιωνιότητα, όλοι οι άνθρωποι θα βλέπουν τον Χριστό στο άκτιστο φως Του. Και τότε «εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάσταστιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω. 5, 29). Ενώπιον του Χριστού χωρίζονται οι άνθρωποι («πρόβατα» και «ερίφια», δεξιά και αριστερά Του). Διακρίνονται δηλαδή σε δύο ομάδες. Αυτούς που βλέπουν τον Χριστό ως παράδεισο («υπέρκαλον αγλαΐαν») και αυτούς που Τον βλέπουν ως κόλαση, γιατί ο Θεός είναι «πυρ καταναλίσκον», (Εβρ.12,29). Συνεπώς, παράδεισος και κόλαση δεν είναι απλώς ανταμοιβή και τιμωρία (καταδίκη), αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε καθένας μας τη θέα του Χριστού, ανάλογα με την κατάσταση της καρδιάς μας.

 Η στάση του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο του δείχνει κατά πόσο διακατέχεται από την αγάπη και τη φιλανθρωπία και γι αυτό αποτελεί κριτήριο της Κρίσεως κατά τη Β’ Παρουσία (Ματθ. Κεφ. 25). Δεν σημαίνει ότι παραθεωρείται η πίστη, η πιστότητα του ανθρώπου στον Χριστό. Αυτή προϋποτίθεται, διότι η στάση απέναντι στον άλλο δείχνει, αν είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον Θεό. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρεται με σκληρούς λόγους σε εκείνους που δεν αγαπούν τους συνανθρώπους τους: «Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν˙ ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν» (Α’ Ιω. 4, 20).  Οι πρώτες Κυριακές του Τριωδίου στρέφονται γύρω από τη στάση μας απέναντι στο συνάνθρωπο μας. Την πρώτη Κυριακή ο Φαρισαίος (φαινομενικά ευσεβής) δικαιώνει (αγιοποιεί) τον εαυτό του και απορρίπτει (εξουθενώνει) τον Τελώνη. Την β’ Κυριακή ο «πρεσβύτερος» αδελφός (επανάληψη του ευσεβοφανούς Φαρισαίου) λυπείται για την επιστροφή (σωτηρία) του αδελφού του. Φαινομενικά ευσεβής και αυτός, είχε νόθη ευσέβεια, που δεν γεννούσε αγάπη. Την γ’ Κυριακή (Απόκρεω) η στάση αυτή φθάνει στο κριτήριο της αιώνιας ζωής μας.

Επίλογος

 Ο Ιησούς Χριστός με την περικοπή αυτή της εσχατολογικής κρίσεως όλων των Εθών, μας αποκαλύπτει την αγάπη του Θεού που είναι προσφορά και χάρη προς όλους ανεξαιρέτως, χωρίς διακρίσεις. Από εμάς εξαρτάται κατά πόσο θα γίνουμε δεκτικοί της αγάπης του Θεού για να καταστούμε μέτοχοι της αιώνιας ζωής και «ευλογημένα» τέκνα του Θεού Πατέρα. Γιατί αν υπάρχει μάσα μας «το στέγνωμα της αγάπης», όπως το είπε ο ποιητής, τότε, αντί «ευλογημένοι» θα καταταχθούμε μεταξύ των «κατηραμένων». Η επιλογή και η ευθύνη είναι απόλυτα δική μας. Το αποτέλεσμα είναι συνέπεια της δικής μας ευθύνης και της δικής επιλογής.

12-2-2017

Κυριακή του Ασώτου

Κυριακή ΛΔ΄ Επιστολών

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Α’ Κορινθίους 6,12-20 

Πρωτότυπο Κείμενο

12 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. 13 τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· 14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 15 οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. 16 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· 17 ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. 18 φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. 19 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; 20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

Μετάφραση

Nαι, σωστά, «όλα μου επιτρέπονται, μα όλα δε συμφέρουν. Nαι, πράγματι, «όλα μου επιτρέπονται», μα εγώ δε θ’ αφήσω τίποτε να με εξουσιάσει. Nαι, είναι αλήθεια πως «τα φαγητά προορίζονται για την κοιλιά και η κοιλιά για τα φαγητά», μα και αυτήν και αυτά ο Θεός θα τα καταργήσει. Tο σώμα, όμως, δεν προορίστηκε για την πορνεία, αλλά για να δοξάζει τον Kύριο, ώστε και ο Kύριος να δοξάσει το σώμα. Kαι πραγματικά, ο Θεός και τον Kύριο ανέστησε και εμάς θα μας αναστήσει με τη δική του τη δύναμη. Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Xριστού; Tα μέλη λοιπόν του Xριστού να τα πάρω και να τα κάνω μέλη πόρνης; Aδύνατο! Ή μήπως δεν ξέρετε πως αυτός που έρχεται σε σαρκική επαφή με πόρνη, γίνεται ένα σώμα μαζί της; Γιατί, όπως λέει η Γραφή: «Oι δύο θα γίνουν ένα σώμα». Eκείνος, όμως, που προσκολλιέται στον Kύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί του. Mακριά από την πορνεία λοιπόν! Όποιο άλλο αμάρτημα κι αν διαπράξει ο άνθρωπος, δεν το διαπράττει ενάντια στο σώμα του. Eκείνος, όμως, που πορνεύει, αμαρτάνει ενάντια στο ίδιο του το σώμα! Ή μήπως δεν ξέρετε πως το σώμα σας είναι ναός του Aγίου Πνεύματος, που βρίσκεται μέσα σας, και ότι είναι από το Θεό δοσμένο σε σας κι επομένως δεν ανήκετε στους εαυτούς σας, αφού αγοραστήκατε με πληρωμή τιμήματος; Δοξάστε, λοιπόν, πραγματικά το Θεό και με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία ανήκουν στο Θεό.

«Πᾶντα μοι ἔξεστιν»
Ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ χρήση της

Στὴν κοσμοπολίτικη κοινωνία τῆς Κορίνθου τοῦ 1ου μ.Χ. αἰώνα ἦταν πολὺ διαδεδομένο ἕνα σύνθημα, τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ ἐκφράζει σὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις της καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς μας. Πρόκειται γιὰ τὸ «Πάντα μοι ἔξεστιν», τὸ ὁποῖο μεταφράζεται στὴν ἐποχή μας μὲ τὸ «Ὅλα ἐπιτρέπονται». Τὸ σύνθημα αὐτὸ χρησιμοποιεῖ πολὺ εὔστοχα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ  (Α΄ Κορ. 6,12) δίνοντάς του μία νέα προοπτικὴ μέσα στὸ φῶς τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.

Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο τὸ «Πάντα μοι ἔξεστιν» ἐκφράζει τὸ ἀπόλυτο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.  Ὁ Θεὸς ἔχει δώσει τόση ἀπόλυτη ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο, ὥστε ὅλα νὰ τοῦ ἐπιτρέπονται. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ οἱ θιασῶτες τοῦ «Πάντα μοι ἔξεστιν» ἢ τοῦ «Ὅλα ἐπιτρέπονται» διεκδικοῦν μὲ τὰ συνθήματα αὐτὰ τὴν ἐλευθερία στὶς ἐπιλογές τους. Στὴ συνέχεια ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος διατυπώνει μία ἄλλη ἀλήθεια, μὲ τὴν ὁποία ρίχνει τὸ βάρος στὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει». Κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, αὐτὸ ποὺ μᾶς πληροφορεῖ τί συμφέρει καὶ τί ὄχι εἶναι πρῶτα ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως, κοινὸς σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξαρτήτου ἐποχῆς, θρησκείας ἢ καταγωγῆς, ἀλλὰ καὶ κυρίως ἡ θεία ἀποκάλυψη· ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκαλύπτει στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τί μᾶς συμφέρει καὶ τί ὄχι. Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχουν οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὡς ἀπαγορεύσεις καὶ νόμοι βαρεῖς ποὺ ἡ παράβασή τους ἐπισύρει τὴν τιμωρία, ἀλλὰ ὁδοδεῖκτες ποὺ μᾶς κατευθύνουν στὸ δρόμο τῆς σωστῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας.

Συνεχίζοντας τὴ σκέψη του ὁ ἀπόστολος λέει κάτι πιὸ σημαντικό: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἀποστόλου ἀποδεικνύεται τόσο ἐπίκαιρος σὲ μία ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ταλανίζονται ἀπὸ κάθε εἴδους ἐξαρτήσεις. «Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἐγὼ ὅμως δὲ θὰ ἀφήσω τίποτα νὰ μὲ κυριέψει». Γιατί ὅλα μὲν μοῦ ἐπιτρέπονται, ἀλλὰ κάνοντας ὅ,τι θέλω (αὐτεξουσίως καὶ ἐλεύθερα), ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος νὰ γίνω δοῦλος τῶν ἴδιων μου τῶν ἐπιλογῶν καὶ τῶν πράξεων.

Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἔθεσε τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς αὐτῆς ἀπὸ τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ τὴν ἴδια μέρα ποὺ διαβάζουμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ (ἢ τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα). Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς, ποὺ εἰκονίζει τὸν ἴδιο τὸ Θεό, χωρὶς δεύτερη κούβεντα ἰκανοποίησε ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ γιοῦ του, δίνοντάς του ἀπόλυτη ἐλευθερία. Τίποτε δὲν ἀπαγορεύθηκε στὸν νεώτερο υἱό· ὅλα τοῦ ἐπιτράπηκαν. Οἱ ἐπιλογές του τελικὰ τοῦ συνέφεραν;Γνωρίζουμε ὅτι τὸν κατάντησαν δοῦλο «καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ» (Λουκ. 15,16).Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν ἡ ἐλευθερία καταντᾶ ἐλευθεριότητα καὶ ἀσυδοσία.

Ἀρκεῖ μόνο νὰ ἐρευνήσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ εἰλικρίνεια καὶ θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐνῶ νομίζουμε ὅτι κάνουμε αὐτὸ ποὺ θέλουμε, στὴν πραγματικότητα κάνουμε εἴτε αὐτὸ ποὺ μᾶς ὑποβάλλουν οἱ ἄλλοι, ἢ ὁ συρμός, ἢ οἱ διάφορες ἐσωτερικές μας παρορμήσεις, οἱ ὁποῖες ἐλεγχόμενες ἀπὸ τὴ συνείδηση ἀποδεικνύονται ἐπιβλαβεῖς. Τὸ κάπνισμα λ.χ. γιὰ ἕνα ἔφηβο εἶναι «μαγκιά», τὸν κάνει αὐτόνομο καὶ ἀνεξάρτητο. Ἂν τὸν ρωτήσεις· «Γιατὶ ἄρχισες τὸ κάπνισμα;», θὰ σοῦ ἀπαντήσει· «Γιὰ νὰ δείξω στοὺς γονεῖς μου καὶ στοὺς δασκάλους ὅτι δὲν θὰ κάνω ὅτι θέλουν αὐτοί», ἢ «Γιὰ νὰ μὴν εἶμαι ὁ χαζὸς τῆς παρέας». Σὲ μεγαλύτερη ἡλικία (φοιτητὲς, στρατιῶτες) θὰ σοῦ ἀπαντήσουν· «Μὲ βοηθᾶ ὅταν ἀγχώνομαι ἢ ὅταν μελαγχολῶ» ἢ πιὸ ἁπλᾶ «Γιὰ τὴν παρέα». Δηλάδη, ἐν ὀλίγοις ὄχι ἁπλᾶ οἱ νέοι πέφτουν στὴν ἐξάρτηση τοῦ καπνίσματος, ἀλλὰ καὶ οἱ λόγοι ποὺ τοὺς ὁδήγησαν σ’ αὐτὸ φανερώνουν πάλι τὴν ἔλλειψη ἐλευθερίας.

Τὸν περασμένο Φεβρουάριο, λόγῳ τοῦ σάλου ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὶς «ἀποκαλύψεις», ὅπως δημοσιογραφικὰ ἀποκαλοῦνται, γιὰ τὴν αὔξηση τῶν ἀνεπιθύμητων ἐγκυμοσυνῶν καὶ τῶν ἐκτρώσεων ἀπὸ ἀνήλικα κορίτσια, πραγματοποίηθηκε μία συζήτηση σὲ βραδυνὴ ἐκπομπὴ τῆς κρατικῆς τηλεόρασης μὲ συνομιλητὲς ἕξι ἰατροὺς καὶ ἐκπρόσωπο τῆς πολιτείας.

Στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκπομπῆς ἡ συζήτηση ἐπικεντρώθηκε στὴν παρουσίαση τοῦ νομικοῦ πλαισίου ποὺ ἰσχύει στὴν Κύπρο σχετικὰ μὲ τὶς ἐκτρώσεις, ὑπερτονίζοντας μάλιστα τὴν πρόνοια τοῦ νόμου ποὺ κάνει λόγο γιὰ διακοπὴ τῆς κύησης ὅταν ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ κρίνεται ὅτι θὰ βλάψει τὴν ψυχικὴ ὑγεία τῆς μητέρας. Τόσο οἱ δύο ἐκ τῶν προσκεκλημένων, ἰατροὶ μαιευτῆρες, ὅσο καὶ ἡ ἐκπρόσωπος τῆς πολιτείας ὑποστήριξαν μία πλατειὰ ἑρμηνεία στὴ φράση «ψυχικὴ ὑγεία», ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴν ἔννοια τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλὰ γενικὰ στὴν κακὴ ψυχολογικὴ κατάσταση, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ περιέλθει μία κοπέλα, ἰδίως ἀνήλικη καὶ ἀνύπανδρη, στὴν περίπτωση ποὺ φέρει στὸν κόσμο ἕνα παιδί, δεδομένων τῶν κοινωνικῶν «ταμποὺ», ἀλλὰ καὶ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ σὲ τέτοια ἡλικία θὰ μπεῖ ἐμπόδιο στὴν περαιτέρω φυσιολογικὴ ἐξέλιξη τῆς ζωῆς τῆς μητέρας.

Στὴ συνέχεια, ὅταν ὁ ἱερέας-ἰατρός παρουσίασε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ στὴ ζωή, σὲ ὁποιαδήποτε φάση τῆς ἐξέλιξής της καὶ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, κάποιος ἀπὸ τοὺς συνομιλητὲς διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ μὲ ἀπαγορεύσεις νὰ δώσει λύση στὸ πρόβλημα. Παράλληλα προβλήθηκαν τρία βασικὰ δικαιώματα τῶν νέων καὶ τῆς γυναίκας ποὺ κυοφορεῖ: Πρῶτον ὅτι «οἱ νέοι μας σήμερα εἶναι σεξουαλικὰ ἐνεργοὶ καὶ καλὰ κάνουν», δεύτερον «μία γυναίκα ἔχει δικαίωμα νὰ κάνει ὅ,τι θέλει μὲ τὸ σῶμα της καὶ μόνον αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀποφασίσει τὶ θὰ κάνει μὲ τὸ ἔμβρυο ποὺ κυοφορεῖ» καὶ τρίτον ὑποστηρίχθηκε ξανὰ τὸ δικαίωμα κάθε γυναίκας νὰ προχωρήσει στὴν ἔκτρωση προκειμένου νὰ διαφυλάξει τὴν καλὴ ψυχική της κατάσταση.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἱερέα-ἰατροῦ ἦταν σύντομη, μέσα στὸν τηλεοπτικὸ χρόνο ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσε: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν νομοθετεῖ, οὔτε ἐπιβάλλει ποινὲς καὶ ἀπαγορεύσεις, ἀλλὰ ἐκθέτει τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Πατέρων στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς καλεῖ ἐλεύθερα νὰ τὴν ἀκολουθήσουν». Ὑπενθυμίζοντας ἐπίσης τὴν ποιμαντικὴ φροντίδα καὶ τὴ (μυστικὴ καὶ ἀδιαφήμιστη) στήριξη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὶς κοπέλες ἐκεῖνες ποὺ ἀποφασίζουν νὰ μὴν προχωρήσουν στὴν ἔκτρωση, τόνισε ὅτι ὅταν μιλοῦμε γιὰ τὰ ψυχικὰ τραύματα μιᾶς ἀνήλικης καὶ ἀνύπανδρης μητέρας, δὲν πρέπει νὰ παρασιωποῦμε τὰ πολὺ μεγαλύτερα ψυχικὰ τραύματα μιᾶς κοπέλας ποὺ προχωρεῖ στὴν ἔκτρωση, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει πολὺ συχνὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεικνύει μεγαλύτερη ποιμαντικὴ φροντίδα καὶ στήριξη (μυστικὰ καὶ ἀδιαφήμιστα πάντοτε) στὴν κοπέλα αὐτὴ ποὺ ἡ ἔκτρωση τὴν ἔφερε σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση της, τὴ μητρότητα καὶ τὴν προστασία τῆς ζωῆς.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς σὲ μιὰ συζήτηση γιὰ ἕνα ἰδιαιτέρως σοβαρὸ κοινωνικὸ πρόβλημα τέθηκε τόσο ἔντονα τὸ ζήτημα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς χρήσης της. Ὁ σεβασμὸς στὴ ζωὴ καὶ στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία ἐνάντια στὴν ἀφαίρεση τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, ἔστω κι ἂν βρίσκεται στὴν ἐμβρυακὴ ἀκόμα φάση, θεωρεῖται ἀπαγόρευση καὶ ἄρα στέρηση τῆς ἐλευθερίας. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ γεγονὸς ὅτι μία κυοφοροῦσα μητέρα ὠθεῖται ἀπὸ τὸν ἐρωτικὸ σύντροφο – πατέρα τοῦ παιδιοῦ της, τοὺς γονεῖς της καὶ τὴν κοινωνία νὰ δώσει τέλος στὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ της, αὐτὸ θεωρεῖται ἔνδειξη ἀγάπης καὶ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν ψυχικὴ ὑγεία τῆς κοπέλας καὶ τὴν καλὴ κοινωνική της εἰκόνα. Τὸ ἐρώτημα εἶναι κατὰ πόσον διαφυλάσσεται ἡ ἐλευθερία αὐτῆς τῆς κοπέλας, ὅταν αὐτὴ καταπνίγεται ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς ἄλλων· τοῦ ἐρωτικοῦ της συζύγου ποὺ δὲν ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀναλάβει τὶς εὐθύνες του, τῶν γονέων της ποὺ πάνω ἀπ’ ὅλα βάζουν τὸ «τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος», τῆς κοινωνίας ποὺ μὲ ὑποκριτικὸ ἐνδιαφέρον προτιμᾶ νὰ μὴ γεννηθεῖ ποτὲ ἕνα παιδί, παρὰ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ μάνα ἀνήλικη ἢ ἀνύπανδρη. Καὶ στὸ τέλος ποιὰ στήριξη μποροῦν νὰ παράσχουν στὴν τραυματισμένη ψυχὴ αὐτῆς τῆς μάνας αὐτοὶ ποὺ τὴν ὁδήγησαν στὸ τραῦμα; Ἀντίθετα ὅταν μία κοπέλα ἀποφασίσει νὰ «κρατήσει» ἕνα παιδί, παρὰ τὴν ἀντίδραση συζύγου καὶ γονιῶν, δὲν τὸ μετανιώνει ποτέ. Τοὐναντίον ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ κάνει ὅσους ἀντιδροῦσαν νὰ μετανιώσουν γιὰ τὴ στάση τους καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ νὰ γίνεται πηγὴ ἐλπίδας καὶ ἀγάπης μέσα στὴν οἰκογένεια.

Ἔκρινα σκόπιμη τὴν ἀναφορὰ στὸ περιεχόμενο τῆς τηλεοπτικῆς αὐτῆς συζήτησης ὄχι ἀπὸ καποιὰ διάθεση ἀπολογητική, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὴ ἀποτέλεσε ἀφορμὴ δικοῦ μου προβληματισμοῦ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸ ὁποῖο κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἐνήλικες καὶ παιδιά, τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας καὶ τὴ χρήση της. Κυρίως ὅμως ἡ συζήτηση αὐτὴ ἔγινε ἀφορμὴ γιὰ περισσότερη αὐτοκριτικὴ, στὸ κατὰ πόσον ἡ Ἐκκλησία ἐμπνέει στοὺς ἀνθρώπους καὶ κυρίως τοὺς νέους τὴ σωστὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας καὶ στὴν ποιμαντικὴ φροντίδα ποὺ ἀσκεῖται γιὰ τὴ θεραπεία τῶν ἀστοχιῶν (αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ἡ ἁμαρτία στὴν ὀρθόδοξη παράδοση· εἶναι ἡ ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου νὰ διαχειριστεῖ σωστὰ τὴν ἐλευθερία του καὶ ὄχι κάποια παράβαση ἢ ἔγκλημα).

Ἔργο τῆς Ἐκκλησίας σίγουρα δὲν εἶναι νὰ θέτει ἀπαγορεύσεις καὶ νὰ ἐπισύρει ποινὲς. Αὐτὸ δὲν τὸ θέλει οὔτε κι ὁ Θεός. Ἡ Ἐκκλησία καταφάσκει στὸ «Πάντα μοι ἔξεστιν – Ὅλα ἐπιτρέπονται», θέλει ὅμως νὰ προφυλάξει τὰ παιδιά της ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς ἐκεῖνες ποὺ δὲν «συμφέρουν», δὲν ὠφελοῦν, ἀλλὰ ποὺ πολλὲς φορὲς καταστρέφουν. Θέλει ἡ χρήση τοῦ ἀπόλυτου ἀγαθοῦ τῆς ἐλευθερίας, τοῦ «Πᾶντά μοι ἔξεστιν», νὰ γίνεται μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μὴν ὁδηγεῖ σὲ ἄλλες ἐξαρτήσεις, σὲ στέρηση δηλαδὴ τῆς ἐλευθερίας. Θέλει ὁ κάθε ἄνθρωπος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποκτήσει «νοῦν ἡγεμόνα», λογισμὸ ποὺ μὲ τὸ θεῖο φωτισμὸ νὰ κυβερνᾶ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχὴ κὰι νὰ μὴν κυβερνᾶται. Γιατὶ τὴ στέρηση τῆς ἐλευθερίας μας δὲν τὴν προκαλοῦν μόνο ἐξωτερικοὶ παράγοντες, ἀλλὰ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς γινόμαστε δοῦλοι τοῦ ἐγωισμοῦ μας, τοῦ «κακοῦ μας ἑαυτοῦ» ἢ «τοῦ παλαιοῦ ἐν ἡμῖν ἀνθρώπου» κατὰ τὸν Παῦλο. Τὰ πάθη, γιὰ τὰ ὁποῖα πολὺς λόγος γίνεται στὴν πατερικὴ θεολογία, ἔχουν πάλι τὴν ἔννοια τοῦ ἐθισμοῦ καὶ τῆς ἐξάρτησης καὶ ὡς τέτοια καλοῦνται ψυχοφθόρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας «εἰς ἀποτροπὴν καὶ ἐμπόδιον τῆς φαύλης μου καὶ πονηρᾶς συνηθείας, εἰς ἀπονέκρωσιν τῶν παθῶν, εἰς περιποίησιν τῶν ἐντολῶν σου, εἰς προσθήκην τῆς θείας σου χάριτος καὶ τῆς σῆς βασιλείας οἰκείωσιν» (Ἀκολουθία Θείας Μεταλήψεως, Εὐχὴ Γ΄, Ἰω. Χρυσοστόμου).

Ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὴ θεραπεία τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς μας, καὶ κυρίως ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἐξαρτήσεις, τονίζεται ἀπὸ ὅλους ἡ σημασία τῆς πρόληψης. Πιστεύω ὅτι οἱ ἀλήθειες τὶς ὁποῖες ἐκφράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέσα σ’ ἕνα μόνο στίχο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους συστήνουν τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ «μέτρο πρόληψης». «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει. Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Γνωρίζω ὅτι ὅλα ἐπιτρέπονται, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὅλα μπορῶ, ἂν θέλω, νὰ τὰ κάνω, ἀκόμα καὶ νὰ ἀφαιρέσω τὴ ζωὴ ἑνὸς συνανθρώπου μου, ποὺ εἶναι ἡ χειρότερη μορφὴ ἐξευτελισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Θὰ δῶ ὅμως τί πραγματικὰ μὲ συμφέρει, μὲ κριτήριο τί μὲ κρατᾶ πραγματικὰ ἐλεύθερο. Γιατὶ εἶναι πάντοτε πιθανὸ μία ἐλεύθερη ἐπιλογή μου νὰ μοῦ στερήσει τὴν ἐλευθερία μου, νὰ μὲ ὁδηγήσει ὥστε νὰ ἐξουσιάζομαι, νὰ εἶμαι ἐξαρτημένος ἀπὸ πράγματα  καὶ ἀνθρώπους. Αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο μέσο προφύλαξης ποὺ μποροῦμε νὰ προσφέρουμε στὰ παιδιά μας. Νὰ τὰ μάθουμε νὰ «βάζουν ὅρια», νὰ ἔχουν «νοῦν ἡγεμόνα», νὰ εἶναι κύριοι τῶν πράξεων καὶ τῶν ἐπιλογῶν τους καὶ ὅταν, ὅπως εἶναι γιὰ ὅλους μας φυσικό, ἀστοχήσουν, τότε νὰ εἴμαστε ἐκεῖ νὰ τοὺς στηρίξουμε νὰ βάλουν μιὰ νέα ἀρχή. Ποτὲ ἕνα λάθος δὲ διορθώνεται μὲ ἄλλο λάθος.

Κι ἐπειδὴ ἡ σωστὴ διαχείριση τοῦ θείου δώρου τῆς ἐλευθερίας δὲν εἶναι κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ θεῖο χάρισμα κι αὐτό, κατορθούμενο μέσα ἀπὸ πολὺ ἀγώνα, πτώσεις καὶ ἀνορθώσεις, προσευχὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, νὰ μάθουμε νὰ κάνουμε «θέμα προσευχῆς» κάθε κρίσιμη ἢ λιγότερο κρίσιμη ἀπόφαση στὴ ζωή μας, νὰ ζητοῦμε τὸ θεῖο φωτισμό, νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν κοινωνία μὲ τὴν ἐλευθεροῦσα χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν ὁποῖον γεννᾶ τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία.

Μία εὐχὴ ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων λέει πολλὰ γιὰ τὸ θεῖο αὐτὸ κατόρθωμα τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας:

 «Ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ αἰνετός, ὁ τῷ ζωοποιῷ τοῦ Χριστοῦ σου θανάτῳ εἰς ἀφθαρσίαν ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς μεταστήσας, σὺ πάσας ἡμῶν τὰς αἰσθήσεις τῆς ἐμπαθοῦς νεκρώσεως ἐλευθέρωσον, ἀγαθὸν ταύταις ἡγεμόνα τὸν ἔνδοθεν λογισμὸν ἐπιστήσας. Καὶ ὀφθαλμὸς μὲν ἀπέστω παντὸς πονηροῦ βλέμματος, ἀκοὴ δὲ λόγοις ἀργοῖς ἀνεπίβατος, ἡ δὲ γλῶσσα καθαρευέτω ῥημάτων ἀπρεπῶν. Ἅγνισον ἡμῶν τὰ χείλη τὰ αἰνοῦντά σε, Κύριε· τὰς χεῖρας ἡμῶν ποίησον τῶν μὲν φαύλων ἀπέχεσθαι πράξεων, ἐνεργεῖν δὲ μόνα τὰ σοὶ εὐάρεστα, πάντα ἡμῶν τὰ μέλη καὶ τὴν διάνοιαν τῇ σῇ κατασφαλιζόμενος χάριτι».

Δηλαδή, «Σὺ Θεέ μας, ποὺ εἶσαι μέγας καὶ ἄξιος νὰ σὲ ὑμνοῦμε, ἐσὺ ποὺ μὲ τὸ ζωοποιὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ σου μᾶς μετέστησες ἀπὸ τὴ  φθορὰ στὴν ἀφθαρσία, ἐλευθέρωσε τὶς αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὴ νέκρωση ποὺ προκαλοῦν τὰ πάθη, θέτοντας σ’ αὐτὲς ὡς καλὸ ἡγεμόνα τὸ ἐσωτερικὸ λογισμό, τὴ συνείδηση. Καὶ τὰ μάτια νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε πονηρὸ βλέμμα, ἡ ἀκοὴ νὰ μὴ δίνει σημασία σὲ λόγια ποὺ δὲν ὠφελοῦν, καὶ ἡ γλῶσσα νὰ καθαρίζεταί ἀπὸ λόγια ἄπρεπα. Ἅγνισέ μας, Κύριε, τὰ χείλη ποὺ σὲ ὑμνοῦν· τὰ χέρια μας κάνε νὰ ἀπέχουν ἀπὸ πράξεις κακὲς καὶ νὰ ἐνεργοῦν μόνο αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀρεστὰ σὲ σένα. Κατασφαλίζοντας ὅλα μας τὰ μέλη καὶ τὴ διάνοια μὲ τὴ δική σου χάρη».

 

12-2-2017

Κυριακή του Ασώτου

Κυριακή IZ’ Λουκά (Ασώτου)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Κατά Λουκ. 15, 11 – 32

Πρωτότυπο κείμενο

Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς. Και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. Και διείλεν αυτοίς τον βίον. Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισεν την ουσίαν αυτού ζων ασώτως. Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρά κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. Και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους· Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. Εις εαυτόν δε ελθών είπε· Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι! Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου. Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε αυτώ ο υιός· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας, και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησεν, και απολωλώς ην και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ήν δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. Ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει, και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν. Ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. Ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. Ο δε είπεν αυτώ· Τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη.

Νεοελληνική Απόδοση

Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: Πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί ˙ κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε και αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: «Πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σε σένα ˙ δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου, κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου». Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφικτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του τού είπε: «Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σε σένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου». Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: «Βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον ˙ φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται. Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι ˙ και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: «Γύρισε ο αδελφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός». Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: «εγώ τόσα χρόνια σου δουλεύω και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου ˙ κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι». Κι ο πατέρας του τού απάντησε: «παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».

Σχολιασμός

«Πάτερ Αγαθέ, εμακρύνθην από σου, μη εγκαταλίπεις με, μηδέ αχρείον δείξης της Βασιλείας Σου. Ο εχθρός ο παμπόνηρος εγύμνωσέ με και ήρε μου τον πλούτον, της ψυχής τα χαρίσματα ασώτως διεσκόρπισα…» (Δοξαστικό Αίνων Κυριακής του Ασώτου).

Βρισκόμαστε ήδη στη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. Από την προηγούμενη εβδομάδα έχουμε εισέλθει στην ευλογημένη αυτή περίοδο των εβδομήντα ημερών πριν από το Πάσχα, που σκοπό έχει να μας προετοιμάσει να συμπορευθούμε μαζί με το Χριστό στο Πάθος και την Ανάστασή του. Αφού την προηγούμενη Κυριακή με την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου διδαχτήκαμε την μέγιστη αξία της ταπεινοφροσύνης, με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή του Ασώτου Υιού ή αλλιώς του Σπλαχνικού Πατέρα διδασκόμαστε τη βαρύνουσα σημασία της μετάνοιας και τη χωρίς όρια ευσπλαχνία του Θεού.

Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, βλέποντας πως ο Ιησούς Χριστός δεχόταν τους αμαρτωλούς και έτρωγε μαζί τους, διαμαρτύρονταν έντονα (Λουκ. 15, 2). Έτσι ο Κύριος παίρνει την αφορμή και, αφού λέει την παραβολή του χαμένου προβάτου (Λουκ. 15, 3-7) και της χαμένης δραχμής (Λουκ. 15, 8-10), εκφωνεί τη θαυμάσια αυτή παραβολή του Ασώτου.

Τρία είναι τα κύρια πρόσωπα της παραβολής: ο φιλεύσπλαχνος πατέρας, ο νεώτερος και ο πρεσβύτερος υιός. Ο μικρός γιός πιστεύει πως θα αποκτήσει την πλήρη ελευθερία του όταν εγκαταλείψει το πατρικό σπίτι. Ζητά έτσι το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογεί και εγκαθίσταται σε χώρα μακρινή, όπου και αναζητεί το κρασί της ευτυχίας. Εκεί διασκορπίζει την πατρική περιουσία φτάνοντας στον έσχατο ξεπεσμό, σε μια χωρίς όρια άσωτη ζωή. Έρχεται στη συνέχεια μεγάλη πείνα, αρχίζει να στερείται. Γίνεται χοιροβοσκός και επιθυμεί να χορτάσει με τα χαρούπια που τρώνε οι χοίροι. Τελικά συνέρχεται, συναισθάνεται την άθλιά του κατάσταση και παίρνει την απόφαση της επιστροφής στο πατρικό σπίτι. Ο πατέρας, που όλα τα χρόνια της αποδημίας τον περίμενε με αγωνία, μόλις τον βλέπει από μακριά τρέχει και τον χώνει στην αγκαλιά του. Τον αποκαθιστά και διοργανώνει φαγοπότι για τη χαρά της επιστροφής του γιού του.

Ο Πατέρας της παραβολής είναι ο ίδιος ο Θεός και τα δύο παιδιά του είναι οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ο Θεός λοιπόν δίνει τα αγαθά Του, «το επιβάλλον μέρος της ουσίας», εξ ίσου στους ανθρώπους, «βρέχοντας επί δικαίους και αδίκους» (πρβλ. Ματθ. 5, 45). Τέτοια αγαθά είναι π.χ. το αυτεξούσιο, η φρόνηση, ο φυσικός νόμος της συνειδήσεως, ο γραπτός νόμος των εντολών του Θεού, ακόμα και οι φυσικές δυνάμεις του σώματος.

Ο νεώτερος όμως γιός, μακριά από το Θεό και την Εκκλησία Του, διασκορπίζει όλα αυτά τα χαρίσματα, προτιμώντας την αμαρτία. Στη συνέχεια, βιώνει έντονα την εγκατάλειψη της θείας χάριτος. Τότε ο Άσωτος, στην έσχατη κατάπτωσή του, θυμάται τη θαλπωρή του πατρικού του σπιτιού. Σκέφτεται ότι ακόμα και οι έμμισθοι υπάλληλοι του πατέρα του «περισσεύουσιν άρτων», ζουν δηλαδή ευτυχισμένοι, πλούσιοι από τα χαρίσματα και τη χάρη του Θεού. Τότε ευτυχώς δεν κατρακυλά στο βάραθρο της απόγνωσης, αλλά μετανοεί αληθινά για τις πράξεις του και παίρνει αμέσως την απόφαση της επιστροφής στο Θεό Πατέρα.

Ο Θεός, επειδή είναι πέρα για πέρα εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, συγχωρά αμέσως το μετανοούντα γιό Του, δίνοντάς του πλήρη άφεση αμαρτιών. Διατάζει τους δούλους Του και φορούν στον πρώην Άσωτο τη στολή του υιού, που συμβολίζει τη στολή της καθαρότητας και της αγιοσύνης.

Τί γίνεται όμως με το μεγάλο γιό, που καθώς επιστρέφει από τα χωράφια ακούει μουσικές και χορούς στο πατρικό σπίτι; Αφού ρωτά και μαθαίνει τα καθέκαστα, οργίζεται με την επιείκεια του Πατέρα και αρνείται να λάβει μέρος στο συμπόσιο. Ο Πατέρας τον παρακαλεί να συμμετάσχει στην χαρά τους, αλλά αυτός διαμαρτύρεται πως αν και πάντα εφάρμοζε το πατρικό θέλημα, ούτε καν ένα κατσίκι δεν του δόθηκε για να χαρεί με τους φίλους του.

Όπως προαναφέραμε, αφορμή της εκφώνησης της παραβολής αυτής ήταν ο γογγυσμός των Φαρισαίων και των Γραμματέων επειδή ο Ιησούς Χριστός δεχόταν τους αμαρτωλούς. Έτσι λοιπόν, ο πρεσβύτερος υιός παραβάλλεται κατά κύριο λόγο με τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι θεωρούνταν από τους ανθρώπους δίκαιοι. Αυτοί όμως ήταν υποκριτές και στερημένοι ακόμα και από τις πιο μικρές δωρεές του Θεού, που συμβολίζονται με το κατσίκι. Έτσι ο Θεάνθρωπος τους καλεί να συμμετάσχουν κι αυτοί στη Θεία Χάρη και στη χαρά της πνευματικής ανάστασης των αδελφών τους, αφήνοντας κατά μέρος τη σκληροκαρδία και τυπολατρία τους.

Η παραβολή του Ασώτου αποτελεί ένα ύμνο στη δύναμη της μετάνοιας και στο μεγαλείο της θείας αγάπης και μακροθυμίας. Ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, στον «Περί Μετανοίας» λόγο του, αναφέρει: «Η μετάνοια είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα. Η μετάνοια είναι το θείον θαύμα διά την αποκατάστασιν ημών μετά την πτώσιν. Η μετάνοια είναι έκχυσις θείας εμπνεύσεως εφ’ ημάς δυνάμει της οποίας ανυψούμεθα προς τον Θεόν, τον Πατέρα ημών, ίνα ζήσωμεν αιωνίως εν τω φωτί της αγάπης Αυτού. Διά της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασύλληπτου μεγαλείου…».

Όντως! Αν δεν υπήρχε η μετάνοια, τότε όλοι θα ήμασταν καταδικασμένοι! Ποιος μπορεί να πει ότι δεν αποδημεί σε «χώραν μακράν», λίγο ή πολύ, συχνά ή πιο σπάνια; Aς μιμούμαστε λοιπόν το παράδειγμα της μετάνοιας και της επιστροφής του Άσωτου υιού. Κι ας έχουμε πάντα κατά νου πως ο Θεός μας περιμένει με ανοικτές τις αγκάλες στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολόγησης, ώστε να ενδυθούμε ξανά «την στολήν την πρώτην» και μέσα στην Εκκλησία Του να μετέχουμε αφθόνως των θείων δωρεών και κυρίως του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Αμήν.