25-6-2017

Κυριακή Γ’ Επιστολών

Απόστολος προς Ρωμ. (ε΄ 1-10)

Πρωτότυπο Κείμενο

Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου και την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει εις την χάριν ταύτην εν η εστήκαμεν, και καυχώμεθα επ’ ελπίδι της δόξης του Θεού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν. Έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται∙ υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού∙

Απόδοση

Αφού, λοιπόν, ο Θεός μας έσωσε επειδή πιστέψαμε, οι σχέσεις μας με το Θεό αποκαταστάθηκαν με τη μεσολάβηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός μας οδήγησε με την πίστη στο χώρο αυτής της χάρης του Θεού, στην οποία είμαστε στεριωμένοι, και καυχιόμαστε για την ελπίδα της συμμετοχής μας στη δόξα του Θεού. Μα δε σταματά εκεί η καύχησή μας∙ καυχόμαστε ακόμα και στις δοκιμασίες, επειδή ξέρουμε καλά πως οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. Μαρτυρεί γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας. Γιατί ο Χριστός, παρ’ όλο που ήμασταν ακόμα ανίκανοι να κάνουμε το καλό, πέθανε για μας, τους ασεβείς ανθρώπους, στον προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θα έδινε κανείς τη ζωή του ακόμα και για ένα δίκαιο άνθρωπο. Ίσως αποφάσιζε κανείς να πεθάνει για κάποιον καλό άνθρωπο. Ο Θεός όμως ξεπερνώντας αυτά τα όρια έδειξε την αγάπη του για μας, γιατί ενώ εμείς ζούσαμε ακόμα στην αμαρτία, ο Χριστός έδωσε τη ζωή του για μας. Τώρα, λοιπόν, αφού ο Θεός μας απάλλαξε από την καταδίκη, με τη μεσολάβηση του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ περισσότερο ο ίδιος θα μας σώσει κι από τη μέλλουσα οργή. Παρ’ ό,τι ήμασταν εχθροί με το Θεό, μας συμφιλίωσε μαζί του ο σταυρικός θάνατος του Υιού του∙ πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε, η ζωή του θα μας χαρίσει τη σωτηρία.

Σχολιασμός

Στη σημερινή αποστολική περικοπή ο απόστολος Παύλος μας διαβεβαιώνει ότι ο Θεός μας έσωσε επειδή πιστέψαμε σ’ Αυτόν και οι σχέσεις μας αποκαταστάθηκαν με τη μεσολάβηση του Ιησού Χριστού. Αυτός λοιπόν μας οδήγησε, αλλά μέσα από την πίστη μας, στο χώρο της χάρης του Θεού και πρέπει να μην ξεχνάμε να χαιρόμαστε και για τις δοκιμασίες που μπορεί να αντιμετωπίζουμε γιατί μέσα από αυτές οδηγούμαστε στην ελπίδα, στη σωτηρία. Μας τονίζει ότι ο Ιησούς Χριστός έδωσε τη ζωή Του για εμάς για τη δική μας σωτηρία, για τους ασεβείς ανθρώπους όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο απόστολος Παύλος. Τονίζει επίσης ότι κάποιος δύσκολα θα αποφάσιζε να πεθάνει για ένα δίκαιο άνθρωπο, πόσο μάλλον για κάποιους αμαρτωλούς όπως εμείς οι άνθρωποι. Ο Θεός ξεπέρασε τα όρια και έδειξε με τον τρόπο αυτό την αγάπη Του για μας, μας απάλλαξε από την καταδίκη με τη μεσολάβηση της σταυρικής θυσίας του Ιησού Χριστού, η θυσία αυτή όπως πολύ ωραία μας λέει ο απόστολος Παύλος μας συμφιλίωσε με το Θεό αλλά με μια μεγάλη θυσία, του Υιού Του.

Πολύ σημαντικό, θεολογικά και εκκλησιολογικά, το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο απόστολος Παύλος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα που δεν είναι άλλο από το θέμα της καταλλαγής, της καταλλαγής του ανθρώπου με το Θεό. Καταλλαγή σημαίνει συμφιλίωση. Η συμφιλίωση ή καταλλαγή είναι το όλο σχέδιο της οικονομίας του Θεού που δεν αρχίζει μόνο με την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και τη θυσία Του, όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος στη σημερινή αποστολική περικοπή, αλλά αρχίζει από την αρχή, με τη δημιουργία του κόσμου.

Η καταλλαγή είναι ένα ζητούμενο από τον ίδιο το Θεό, ο οποίος κάνει το πρώτο βήμα προς τον άνθρωπο. Βλέπουμε από το Θεό τη διάθεση να συγχωρεί συνεχώς το ανθρώπινο γένος, και μάλιστα αποστέλλει το διάκονο της καταλλαγής, το Άγιο Πνεύμα, είτε σε μορφή περιστεράς ή και αργότερα με την παρουσία του Υιού Του, για να καταφέρει αυτή τη συμφιλίωση.

Το ζήτημα της καταλλαγής του ανθρώπου με το Θεό απασχόλησε ερμηνευτικά και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο ερμηνευτής Θεοδώρητος γράφει ότι με το Θεό υπήρξαμε «εκπεπολεμώμενοι», δηλαδή ήμασταν σε κατάσταση πολέμου. Ο Θεός ποτέ δεν έτρεφε και δεν τρέφει εχθρικά συναισθήματα για τον άνθρωπο έστω και αν είναι αμαρτωλός. Αγαπά αμαρτωλούς και δικαίους και δεν παύει να ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο.

Πώς όμως καταλήγουμε να είμαστε εχθροί του Θεού πριν την καταλλαγή; Ο τρόπος της ζωής μας και το ότι ακολουθούμε τις αμαρτωλές επιθυμίες μας, η αμαρτία, είναι αυτή που μας καθιστά εχθρούς του Θεού. « Και υμάς ποτε όντας απηλλοτριωμένους και εχθρούς τη διανοία εν τοις έργοις τοις πονηροίς». (Κολ. 1,21). Εννοείται ότι ο Θεός δεν εχθρεύεται τον αμαρτωλό αλλά την αμαρτία, τα «πονηρά έργα», όχι τον άνθρωπο που αμαρτάνει. Με την αμαρτία διώξαμε το Θεό από τη ζωή μας, η αμαρτία δε μας άφηνε να υψωθούμε πνευματικά.

Πως όμως άλλαξαν τα πράγματα και βρισκόμαστε συμφιλιωμένοι με το Θεό είναι ένα ερώτημα που σίγουρα θα δημιουργηθεί. Ο Σταυρωμένος και Αναστημένος Χριστός παραδόθηκε εκουσίως στο θάνατο ακριβώς για να επιτελεστεί ο σκοπός του Θεού που δεν ήταν άλλος από την συμφιλίωσή μας μαζί Του. Με το θάνατό Του ο Ιησούς Χριστός νίκησε την αμαρτία και χάρισε σ’ εμάς την άφεση των αμαρτιών άρα και την καταλλαγή μας με το Θεό. Ο Ιησούς Χριστός με την παρουσία Του νίκησε την αμαρτία άρα και το λόγο για τον οποίο υπήρχε «έχθρα» μεταξύ ανθρώπων και Θεού.

Αυτός που έφερε την καταλλαγή στους ανθρώπους είναι ο Ιησούς Χριστός, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής «υπέρ όλης της ανθρωπότητας έπαθεν, και πάσιν εξ ίσου την ελπίδα της αναστάσεως εχαρίσατο». Με το πάθος και τη θυσία Του χάρισε σε όλους εμάς την ελπίδα της αναστάσεως και την καταλλαγή μας με το Θεό. Παρόλη την αμαρτία που είχαμε στη ζωή μας ο Χριστός έδωσε τον εαυτό Του θυσία για μάς και μας συμφιλίωσε με το Θεό Πατέρα. Θυσίασε τον Υιό του ο Θεός και αυτό είναι μεγάλη δωρεά για μας.

Αν σκεφτούμε τη θυσία που έκανε για μας ο Θεός, να αφήσει τον Υιό Του να θυσιαστεί για χάρη μας, για να υπάρξει συμφιλίωση μεταξύ εκείνου και εμάς, θα δούμε ότι η αγάπη του Θεού για μας είναι απροϋπόθετη. Αγάπη χωρίς όρους, χωρίς προϋποθέσεις. Εμείς σήμερα, για να συμφιλιωθούμε μ’ ένα γείτονά μας, με το σύζυγο ή τη σύζυγό μας, θέτουμε όρους. Εδώ ο Θεός θυσιάζει τον ίδιο τον Υιό Του για να θεραπεύσει το ανθρώπινο γένος.

Για να φανερώσει τη σημασία που έχει η καταλλαγή με τον πλησίον μας ο Κύριος τονίζει: «Εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστηρίον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου επί το θυσιαστήριον» (Ματθ.5, 23-24).  Ο Θεός δε λογαριάζει την τιμή που του προσφέρεται μπροστά στην αγάπη για τον πλησίον μας. Ας διακοπεί, λέει, η λατρεία μου για να υπάρξει συμφιλίωση με τον αδελφό σου. Είναι δηλαδή ισοδύναμη η λατρεία προς το Θεό, με τη συμφιλίωση προς τον αδελφό μας και εμείς το θεωρούμε ακατόρθωτο, γιατί η αμαρτία που υπάρχει στη ζωή μας, που ήταν και η αιτία που μας καθιστούσε εχθρούς του Θεού, δεν μας αφήνει να δούμε πόσο σημαντική είναι η καταλλαγή με το συνάνθρωπό μας και κατ’ επέκταση με το Θεό.

25-6-2017

Κυριακή Γ΄ Ματθαίου

Ευαγγέλιον κατά Ματθ. (στ, 22-33)

 

 Πρωτότυπο κείμενο

22. Ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός• εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται• 23. εάν δέ ο οφθαλμός σου πονηρός η, όλον το σώμα σου σκοτεινόν έσται. Ει ουν φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον; 24. Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν• ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά. 25. Διά τούτο λέγω υμίν, μή μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε• ουχί η ψυχή υμών πλείον εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος; 26. Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά• ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; 27. Τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; 28. Καί περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει• ου κοπιά ουδέ νήθει• 29. λέγω δε υμίν ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως έν τούτων. 30. Ει δε τον χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; 31. μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; 32. Πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί• οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. 33. Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.

Απόδοση

Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια. Αν λοιπόν τα μάτια σου είναι γερά, όλο το σώμα σου θα είναι στο φως. Αν όμως τα μάτια σου είναι χαλασμένα, όλο το σώμα σου θα είναι στο σκοτάδι. Κι αν το φως που έχεις, μεταβληθεί σε σκοτάδι, σκέψου πόσο θα΄ ναι το σκοτάδι. Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους, γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα. Γι΄ αυτό, λοιπόν, σας λεω: Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. Η ζωή δεν είναι σπουδαιότερη από την τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο; Κοιτάξτε τα πουλιά που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συνάζουν αγαθά σε αποθήκες, κι όμως ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει• εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο απ΄ αυτά; Κι έπειτα, ποιός από σας μπορεί με το άγχος του να προσθέσει έναν πήχυ στο ανάστημά του; Και γιατί τόσο άγχος για το ντύσιμό σας; Ας σας διδάξουν τα αγριόκρινα πώς μεγαλώνουν, δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν, κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ΄ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα από αυτά. Αν όμως ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει και αύριο θα το ρίξουν στη φωτιά, δε θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας, ολιγόπιστοι; Μην έχετε, λοιπόν, άγχος και μην αρχίσετε να λέτε: «τι θα φάμε;» ή: «τι θα πιούμε» ή: «τι θα ντυθούμε;» γιατί για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό, όμως ο ουράνιος Πατέρας σας ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ΄ όλα αυτά. Γι΄ αυτό πρώτα απ΄ όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός του, κι όλα θα ακολουθήσουν.

Η πρόνοια του Θεού και το άγχος της ζωής

Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι ένα απόσπασμα από την επί του Όρους Ομιλία του Ιησού Χριστού. Κεντρική θέση στην ομιλία αυτή κατέχει η Βασιλεία του Θεού.  Ουσιαστικά αποτελεί μια παράθεση πρακτικών συμβουλών του Ιησού Χριστού για το πώς οι Χριστιανοί οφείλουν να συμπεριφέρονται μέσα στον κόσμο αυτό.  Σε τελική ανάλυση η αξία του κόσμου αυτού, των υλικών αγαθών και της βιοτικής μέριμνας ορίζεται από την προοπτική της Βασιλείας του Θεού.

Το ευαγγελικό ανάγνωσμα, λοιπόν, της ημέρας χωρίζεται σε τρεις επί μέρους ενότητες: 1. υποδείξεις του Ιησού Χριστού για το «λύχνο» του σώματος, που είναι το μάτι, 2. υποδείξεις του Ιησού Χριστού για το ότι δεν μπορεί κανείς να υπηρετεί ταυτόχρονα δύο κυρίους (Θεός – μαμωνάς) και 3. προτροπές του Ιησού Χριστού ώστε να αποφεύγεται η βιοτική μέριμνα και το άγχος για τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου.  Κεντρικό μήνυμα του αναγνώσματος είναι η απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.

Ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός

Ο Ιησούς Χριστός με έναν παραβολικό λόγο τονίζει την αξία που έχει το μάτι για όλο το σώμα.  Το μάτι παρομοιάζεται με το λυχνάρι του σώματος.  Είναι το μέσο με το οποίο φωτίζεται όλο το σώμα και κατεπέκταση ο όλος άνθρωπος. Η όραση είναι ίσως η σπουδαιότερη αίσθηση της ανθρώπινης φύσης.  Με την όραση κάθε άνθρωπος θαυμάζει και απολαμβάνει τα μεγαλεία της δημιουργίας του Θεού, τον υλικό κόσμο, το κάλλος της αγάπης του Θεού.  Έχει τη δυνατότητα να βλέπει το φως της ημέρας αλλά και τα προσφιλή του πρόσωπα, η θέα των  οποίων παρηγορεί και ευφραίνει την ψυχή.  Έχει τη δυνατότητα της μόρφωσης,    της εργασίας, της κοινωνικής ανέλιξης.  Η έλλειψη της όρασης δυσχεραίνει τη ζωή των ανθρώπων, αφού τους στερεί τις χαρές αυτές και πολλές ακόμα άλλες.  Την αξία της όρασης εμείς οι υγιείς άνθρωποι δεν μπορούμε πολλές φορές να την αντιληφθούμε πλήρως.  Ένας τυφλός όμως άνθρωπος μπορεί να μαρτυρήσει για την αξία της όρασης και την οδυνηρή αίσθηση της απώλειάς της.  Άλλωστε την αξία της όρασης την διαπιστώνουμε και από τα πολλά θαύματα του Ιησού Χριστού σε τυφλούς ανθρώπους. Στο σημείο αυτό είναι πρόδηλη η παραβολική χρήση της αισθητής όρασης και η μεταφορά του λόγου του Ιησού Χριστού από την αισθητή στην εσωτερική όραση, στην όραση του νου και της ψυχής.

Η καλή ή κακή ποιότητα της όρασης είναι καθοριστική για την ποιότητα του φωτός, το οποίο μεταφέρει και εκπέμπει.  Γι΄ αυτό ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί δύο αντίθετους όρους: «απλούς» και «πονηρός», χαρακτηρίζοντας έτσι το καλό και το κακό μάτι.  Με τον όρο «απλούς» γενικά μέσα στην Αγία Γραφή προσδιορίζεται ο αφοσιωμένος και υπάκουος στο Θεό άνθρωπος.  Αντίθετα με τον όρο «πονηρός» προσδιορίζεται ο εγωιστής άνθρωπος, εκείνος που αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού και προσπαθεί να επιβάλει το δικό του θέλημα.  Ο κατεξοχήν  πονηρός είναι ο Εωσφόρος, ο Διάβολος, ο οποίος ακολούθησε το δικό του θέλημα και έτσι έχασε το φως και ξέπεσε στο σκότος.  Επομένως εκείνος που επιθυμεί να βρίσκεται στο φως, οφείλει να στρέφει την προσοχή του προς τον Θεό, ο οποίος είναι η πηγή του φωτός.

Επιπλέον τα μάτια είναι οι πρώτοι δέκτες των διαφόρων εικόνων, οι οποίες μεταφέρονται στη συνέχεια στο νου και στην καρδία του ανθρώπου και επηρεάζουν τον ψυχικό και συναισθηματικό του κόσμο.  Αν λοιπόν ο άνθρωπος αφήσει τις σκοτεινές εικόνες να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά του, τότε η ύπαρξή του δε θα εκπέμπει φως, αλλά σκότος.  Τα έργα του, οι πράξεις του, οι λόγοι του θα είναι σκοτισμένα.  Αντίθετα αν οι εικόνες που εισέρχονται μέσα του είναι εικόνες φωτός, τότε θα εκπέμπει ο ίδιος φως προς τα έξω.  Η ύπαρξή του πλέον θα γίνει φωτεινό παράδειγμα για όλους όσους θα συναναστρέφονται μαζί του.

Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν

Το δεύτερο θέμα βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το πρώτο, γιατί όπως δεν μπορεί να συνυπάρξει το φως με το σκότος, κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι στην υπηρεσία δύο κυρίων.  Στην περίπτωση που κάποιος επιχειρήσει να υπηρετήσει ταυτόχρονα δύο κυρίους τότε δυο πράγματα μπορεί να συμβούν: ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο.  Δεν μπορεί κανείς να είναι συγχρόνως και δούλος του Θεού και δούλος του χρήματος.  Ο Ιησούς Χριστός απαιτεί την απόλυτη αφοσίωση του ανθρώπου στον Θεό.  Εξάλλου όπως τονίζεται και σε άλλο σημείο της Αγίας Γραφής, ο Θεός και το χρήμα είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους, γιατί ο Θεός προσφέρει την ελευθερία, ενώ το χρήμα την υποδούλωση: «δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ.19,23).

Η ζωή του ανθρώπου μέσα στον παροδικό αυτό κόσμο κρύβει πολλούς κινδύνους υποδούλωσης, είτε στην κοσμική εξουσία, είτε στο χρήμα και στις υλικές απολαύσεις.  Άλλωστε τους πειρασμούς αυτούς τους αντιμετώπισε και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μέσα στην έρημο και απέρριψε τόσο την κοσμική εξουσία και δόξα, όσο και τα υλικά αγαθά.  Τυχόν συγκατάθεση και υποδούλωση του ανθρώπου σε αυτές τις καταστάσεις σημαίνει την άρνηση του Θεού και οδηγεί στη δυστυχία και απελπισία. 

Η βιοτική μέριμνα

Το τρίτο και ουσιαστικότερο μέρος της περικοπής αναφέρεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη, που πρέπει να έχει ο άνθρωπος στην πρόνοια του Θεού και να αποφεύγει την αγωνιώδη μέριμνα για τη ζωή.  Βέβαια αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος σταματά κάθε προσπάθεια, ώστε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη διαβίωσή του.  Ο Ιησούς Χριστός μας καλεί να μην πνιγόμαστε στο άγχος για το τι θα φαμε, ή τι θα πιούμε, ή πώς θα ντυθούμε.

Η ζωή και το σώμα μας είναι σπουδαιότερα από το τι θα φαμε και θα πιούμε και πώς θα ντυθούμε.  Αυτό εξάλλου το καταδεικνύει και η ίδια η φύση, αφού κατά τους λόγους του Κυρίου: «τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά» και ακόμα «περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει• ου κοπιά ουδέ νήθει• λέγω δε υμίν ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως έν τούτων».  Επιπλέον: «Τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα;» και αφού αυτό είναι αδύνατο, τότε και οι καθημερινές φροντίδες και μέριμνες δεν προσφέρουν τίποτα στον άνθρωπο, παρά μόνο το άγχος το οποίο εκτός από την ψυχολογική κατάπτωση επιφέρει και πολλές σωματικές ασθένειες.

Το άγχος συνιστά ουσιαστικά άρνηση του Θεού και μαρτυρεί έλλειψη πίστης.  Ο αγωνιών άνθρωπος κατατρώγεται με την προσπάθεια για απόκτηση περισσοτέρων αγαθών και ξεχνά ή και αρνείται τον Θεό.  Δεν καταφεύγει πλέον στην πρόνοια του Θεού και δε ζητά τη βοήθειά του.  Στηρίζεται στη δική του δύναμη και στις ικανότητές του.  Η διαγραφή του Θεού από τη ζωή μας επιφέρει την ολοκληρωτική υποδούλωση στα πάθη, τις αδυναμίες και στα υλικά πράγματα.

Αντίθετα με την κατάσταση του άγχους η απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού, απαλλάσσει τον άνθρωπο από κάθε είδους εξάρτηση, και του προσφέρει την «εν Χριστώ» ελευθερία.  Ασφαλώς αυτό δεν καταργεί τη νόμιμη προσπάθεια του ανθρώπου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα της ζωής του, αλλά την τοποθετεί πάνω στη σωστή βάση της.  Το πρώτο ζητούμενο είναι η βασιλεία του Θεού: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».

Η προσευχή των πιστών πρέπει να είναι μια διαρκής εκζήτηση της βασιλείας του Θεού, αυτό άλλωστε ζητούμε και στην Κυριακή Προσευχή: «ελθέτω η βασιλεία Σου» και όλα τα υπόλοιπα ακολουθούν.  Ο Θεός προνοεί για όλα τα δημιουργήματά του και με ιδιαίτερο τρόπο για το τέλειο δημιούργημά του τον άνθρωπο.  Η αλήθεια αυτή είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε επίκαιρη, αφού σήμερα το άγχος είναι η κατεξοχήν αιτία των ψυχικών διαταραχών και άλλων ασθενειών των ανθρώπων.  Ο σύγχρονος άνθρωπος πνίγεται μέσα στην προσπάθεια και την αγωνία για την απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών και ανέσεων.  Βέβαια οι λόγοι του Ιησού Χριστού δεν πρέπει να παρανοηθούν.  Δεν μας προτείνει σε καμία περίπτωση την παθητική στάση και αναμονή μια θαυματουργικής επίλυσης του προβλήματος της εξασφάλισης των απαραίτητων πραγμάτων της ζωής.  Εξάλλου ακόμα και αυτά τα πουλιά καταβάλλουν τη δική τους προσπάθεια, εξέρχονται προς αναζήτηση της τροφής τους, χωρίς όμως να αγχώνονται.  Άρα ο άνθρωπος οφείλει στη ζωή του και να εργάζεται και να προσπαθεί για τα απαραίτητα στοιχεία της καλής διαβίωσής του, χωρίς όμως αυτό να γίνεται αυτοσκοπός.  Χωρίς αυτό να σημαίνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στην πατρική πρόνοια του Θεού.  Το πρώτο και κορυφαίο μέλημα της ζωής του ανθρώπου είναι η σωτηρία της ψυχής και η κατάκτηση της βασιλείας του Θεού.

 

18-6-2017

Κυριακή Β’ Επιστολών

Απόστολος προς Ρωμ. β’ (10-16)

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί, δόξα δε και τιμή και ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι· ου γαρ εστί προσωποληψία παρά τω Θεώ. Όσοι γαρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται· και όσοι εν νόμω ήμαρτον, διά νόμου κριθήσονται. Ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ᾿ οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται.  Όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιή, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς είσι νόμος, οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων  εν ημέρα ότε κρινεί ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων κατά το ευαγγέλιον μου διά Ιησού Χριστού.

Απόδοση

Αδελφοί, δόξα, τιμή και ειρήνη προσμένουν όποιον κάνει το καλό, πρώτα τον Ιουδαίο αλλά και τον εθνικό˙ γιατί ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Έτσι, λοιπόν, όσοι αμάρτησαν χωρίς να ξέρουν το νόμο του Θεού θα καταδικαστούν όχι με κριτήριο το νόμο. Κι από την άλλη, όσοι αμάρτησαν γνωρίζοντας το νόμο θα δικαστούν με κριτήριο το νόμο. Γιατί στο θεϊκό δικαστήριο δε δικαιώνονται όσοι άκουσαν απλώς το νόμο αλλά μόνο όσοι τήρησαν το νόμο. Όσο για τα άλλα έθνη, που δε γνωρίζουν το νόμο, πολλές φορές κάνουν από μόνοι τους αυτό που απαιτεί ο νόμος. Αυτό δείχνει πως, αν και δεν τους δόθηκε ο νόμος, μέσα τους υπάρχει ο νόμος. Η διαγωγή τους φανερώνει πως οι εντολές του νόμου είναι γραμμένες στις καρδιές τους˙ και σ’ αυτό συμφωνεί και η συνείδηση τους, που η φωνή της τους τύπτει ή τους επαινεί, ανάλογα με τη διαγωγή τους. Όλα αυτά θα γίνουν την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει δια του Ιησού Χριστού τις κρυφές σκέψεις των ανθρώπων, όπως λέει το ευαγγελιό μου.

Εισαγωγικά

Η σημερινή αποστολική περικοπή ξεκινά με την αναφορά του Αποστόλου Παύλου στη δόξα και την τιμή την οποία θα ανταμειφθούν όσοι εργάζονται το αγαθόν. Η δόξα αυτή συνοδεύεται από την ειρήνη του Θεού, σε αντίθεση με την κοσμική δόξα η οποία συνοδεύεται από θόρυβο και ανησυχία. Συνεχίζοντας ο Απόστολος Παύλος μας λέει ότι ο Θεός δεν χαρίζεται σε κανένα είναι απροσωπόληπτος. Η απροσωποληψία του Θεού δεν σημαίνει τιμωρητική διάθεση αλλά αγάπη του Θεού. Όπως για παράδειγμα «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επι πονηρούς και αγαθούς καί βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Δεν θα σώσει τους ανθρώπους επειδή απλά είχαν και γνώριζαν το νόμο. Οι Ιουδαίοι λόγω του ότι είχαν τον νόμο πίστευαν ότι θα σωθούν. Ο Απόστολος Παύλος μας λέει, επειδή είχαν τον νόμο θα κριθούν αυστηρότερα, έναντι των εθνικών οι οποίοι δεν είχαν τον νόμο και θα κριθούν με βάση τον έμφυτο νόμο και τα έργα τους. Οι Εβραίοι άκουγαν το νόμο στις συναγωγές και τον γνώριζαν αλλά αυτό από μόνο του δεν τους καθιστούσε δίκαιους ενώπιον του Θεού. Δικαιώνονται όσοι εφαρμόζουν τον νόμο και τις εντολές του Θεού. Πολλοί από τους εθνικούς έκαναν αυτά που λέει ο νόμος χωρίς να τον κατέχουν κινούμενοι από τον έμφυτο νόμο τον οποίο έχει χαράξει ο Θεός στις καρδιές όλων των ανθρώπων. Αυτό μαρτυρείται και από τη συνείδησή τους η οποία εκδηλώνεται στις καρδιές τους και τους επιτρέπει να διακρίνουν το καλό από το κακό. Κατά την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει μέσω του Ιησού Χριστού τα μυστικά των ανθρώπων εκεί θα κριθούν όλες οι πράξεις όλων των ανθρώπων ανεξαιρέτως.

Νόμος και Χάρις

Στη σημερινή αποστολική περικοπή γίνεται αναφορά στο Νόμο. Με την πτώση του άνθρωπου, διαταράχθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων καθώς επίσης και οι σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον.  Για να καταφέρει να επιβιώσει μέσα στη νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε χρειάστηκε να δημιουργήσει νομικά πλαίσια και νομικές διατάξεις, έτσι ώστε να μην οδηγηθεί στο χάος και την καταστροφή. Για τη θέσπιση και τήρηση των νόμων αυτών έβαλε ως θεμέλιο τον ηθικό νόμο ο οποίος είναι σύμφυτος με τον άνθρωπο. Η τήρηση και η απόρριψη αυτών των νόμων στηρίχθηκε στην ελευθερία του ανθρώπου στο να τους τηρήσει ή να τους απορρίψει. Ο Αδάμ με την μη τήρηση του θελήματος του Θεού έχασε τη δυνατότητα να ζει κοντά  του. Ο άνθρωπος που επιλέγει ελεύθερα να ζει κοντά στο Θεό τηρεί τις εντολές τις οποίες έδωσε ο Θεός. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι ανθρώπινοι νόμοι όσο και οι φυσικοί νόμοι είναι δοσμένοι από το Θεό. Ο φιλόσοφος Ηράκλειτος μας λέει «Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό ενός, του θείου». (Fragm.114= Ι 176,5 κ.ε. Diels)

Ο Θεός θέλοντας «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2:4), τοποθέτησε το φυσικό νόμο ως μέσο γνώσεως του Θεού. Ο φυσικός νόμος αποτελεί τη θεία Αποκάλυψη και γνώση του Θεού για όλους τους ανθρώπους οι οποίοι δεν γνώρισαν την εν Χριστώ Αποκάλυψη. Ο Γραπτός νόμος ο οποίος παραδόθηκε από το Θεό στον εκλεκτό λαό του τον Ισραήλ στο όρος Σινά, αποτελεί ένα νέο μέσο και τρόπο γνώσεως του Θεού, σε σχέση με το φυσικό νόμο. Ο νόμος του Σινά, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, «παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν, ίνα εκ πίστεως δικαιωθώμεν» ώστε «ελθούσης δε της πίστεως ουκέτι υπό παιδαγωγόν έσμεν» ( Γαλ. 3:24,25).

Η τήρηση του νόμου αλλά και των έργων του νόμου δεν μπορούν να σώσουν τον άνθρωπο. Αυτό που σώζει τον άνθρωπο είναι η χάρη του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος μας λέει ότι «τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι δια της πίστεως και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον, ουκ εξ έργων, ίνα μη τις καυχήσηται» (Εφ. 2:8,9). Η θεία χάρη αποτελεί τη δωρεά της σωτηρίας που χαρίζει ο Θεός. Δεν επιτυγχάνεται από τον άνθρωπο με τις δικές του δυνάμεις και προσπάθειες. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέει «ο νόμος δια Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω. 1:17). Μέσα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αναφέρεται: στο Θεοτόκιο των στιχηρών του Δεύτερου ήχου, «παρήλθεν η σκιά του νόμου, της χάριτος ελθούσης», δηλαδή με την έλευση και εμφάνιση του Ιησού Χριστού στον κόσμο πέρασε η περίοδος του νόμου και των νομικών διατάξεων που επισκίαζαν τη ζωή των ανθρώπων. Με την έλευση του Χριστού ο άνθρωπος υπερβαίνει το νόμο ζώντας στο χώρο της χάριτος. Ο ίδιος ο Χριστός σε τελευταία ανάλυση αποτελεί τον καθ’ αυτό Νόμο της Χάριτος. Η αποκάλυψη του νόμου της χάριτος έχει και εσχατολογική διάσταση, αφού ο Χριστός αποτελεί την αρχή και το τέλος του κόσμου.

Μέσα στην εκκλησία ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού και υποτάσσεται στο νόμο, ζώντας την καινή εν Χριστώ ζωή η οποία είναι βίωση της ζωής του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος λέει «ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσομεν» (Ρωμ. 6:4). Αυτή η καινότητα της ζωής εγκαθιδρύθηκε  από τον Χριστό με την Εκκλησία του, και ο πιστός μετέχει σε αυτήν και την προγεύεται ζώντας τη Θεία Λειτουργία και συμμετέχοντας στο ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η βίωση από τον πιστό του νόμου της χάριτος τον απέβαλε από τη λογική των ηθικών κανόνων, όπως αυτοί βιώνονταν από τους Ιουδαίους της εποχής του Χριστού, και τον οδήγησε στο να ζει τη ζωή του Χριστού. Ο άνθρωπος της χάριτος ενώθηκε με τον Χριστό μέσω του βαπτίσματος και του Χρίσματος όπου πεθαίνει ο παλαιός άνθρωπος και ξαναγεννιέται ο νέος, ο καινός άνθρωπος ο οποίος συντονίζει το θέλημά του με το θέλημα του Χριστού.  «και δός μεταποιηθήναι τον εν αυτώ βαπτιζόμενον εις το αποθέσθαι μεν τον παλαιόν άνθρωπον, τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης, ενδύσασθαι δε τον νέον, τον ανακαινούμενον κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν˙ ίνα, γενόμενος σύμφυτος τω ομοιώματι του θανατου σου δια του Βαπτίσματος, κοινωνός και της αναστάσεως σου γένηται» (Ευχή Βαπτίσματος).  Αυτή η τήρηση του θελήματος του Θεού αποτελεί για τον άνθρωπο της χάριτος την υπέρβαση κάθε ανθρώπινου νόμου.

Σήμερα ένα βασικό ερώτημα το οποίο θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι: Σε ποιο στάδιο του νόμου βρισκόμαστε. Μήπως, ενώ έχουμε το νόμο της χάριτος εμείς βρισκόμαστε στο νόμο της πτώσεως; Μήπως ο καθένας πράττει όπως θέλει χωρίς το θέλημα του Θεού και επαναπαύεται όπως οι Ιουδαίοι που είχαν το νόμο και πίστευαν ότι μόνο αυτοί θα σωθούν; Πολλές φορές νομίζουμε ότι είμαστε προνομιούχοι επειδή έχουμε το Ευαγγέλιο και ξεχνούμε τις υποχρεώσεις μας οι οποίες είναι περισσότερες από αυτούς που δε γνωρίζουν το Ευαγγέλιο. Με βάση το φυσικό νόμο όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό. Τα έθνη που γνωρίζουν το νόμο του Θεού θα κριθούν βάσει αυτού του νόμου. Τα υπόλοιπα έθνη θα κριθούν με βάση τη δικαιοκρισία του Θεού.

 

18-6-2017

Κυριακή Β΄ Ματθαίου

Ευαγγέλιο κατά Ματθ. δ΄ (18-23)

Πρωτότυπο Κείμενο

Περιπατών ο Ιησούς παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον εις την θάλασσαν˙ ήσαν γαρ αλιείς˙ και λέγει αυτοίς˙ δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ. Και προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών και εκάλεσεν αυτούς. Οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ. Και περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ.

 Νεοελληνική Απόδοση

Καθώς ο Ιησούς περιπατούσε στην όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, είδε δύο αδέλφια, τον Σίμωνα, που τον έλεγαν και Πέτρο, και τον αδελφό του τον Ανδρέα, να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη, γιατί ήταν ψαράδες. «Ακολουθήστε με», τους λέει «και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Κι αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυα και τον ακολούθησαν. Προχωρώντας πιο πέρα από κεί, είδε δύο άλλους αδελφούς, τον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και τον αδελφό του τον Ιωάννη. Βρίσκονταν στο ψαροκάϊκο μαζί με τον πατέρα τους τον Ζεβεδαίο και τακτοποιούσαν τα δίχτυά τους. Τους κάλεσε κι αυτοί άφησαν αμέσως το καΐκι και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν. Ο Ιησούς περιόδευε όλη την Γαλιλαία. Δίδασκε στις συναγωγές τους, κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα για τον ερχομό της βασιλείας του Θεού και γιάτρευε τους ανθρώπους από κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία.

Η κλήση του Θεού και η ελευθερία του ανθρώπου

Με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή μεταφερόμαστε νοερά στην Γαλιλαία και στην αρχή της δημόσιας δράσης του Χριστού. Στην ηλικία των τριάντα χρονών, μετά το βάπτισμα και μετά τους πειρασμούς και αφού συνελήφθη ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Ιησούς ήρθε στην Γαλιλαία. Εκεί κάλεσε τους πρώτους μαθητές του, τους δύο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα και τους άλλους δύο αδελφούς Ιάκωβο και Ιωάννη. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. «Οι δε αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ». Εκεί «παρά την θάλασσα της Γαλιλαίας», αρχίζει να θεμελιώνεται η Εκκλησία, εκεί σπέρνεται ο κόκκος του σινάπεως, για να γίνει «δένδρο μέγα» και να απλώσει τα κλαδιά του σε όλη την οικουμένη. 

Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης λόγω του ότι υπήρξαν νωρίτερα μαθητές του Τιμίου Προδρόμου, είχαν το πνευματικό υπόβαθρο αλλά και τις σχετικές πληροφορίες από τον δάσκαλο τους, ώστε να ακολουθήσουν αυτόν που ο ίδιος βάπτισε στον Ιορδάνη. Γι’ αυτό και ανταποκρίθηκαν αμέσως στο κάλεσμα του Χριστού, παρά το γεγονός ότι δεν τον γνώριζαν προσωπικά και τόσο καλά. Αποδέχθηκαν με χαρά να γίνουν μαθητές ενός άλλου διδασκάλου, γιατί ήταν έτοιμοι να κληθούν, παράλληλα είχαν και τη δική τους διάθεση αναζήτησης ενώ αποτελούσε εχέγγυο η διαβεβαίωση του Προδρόμου για τον μεσσιανικό χαρακτήρα του προσώπου του Ιησού. Παρά το γεγονός ότι είχαν υπό την κατοχή τους πλοιάρια και ως συνέταιροι πιθανόν να βρίσκονταν σε καλή οικονομική κατάσταση, τα δύο ζεύγη αδελφών εγκαταλείπουν τους γονείς τους, παραιτούμενοι οικειοθελώς και ομοθυμαδόν από την εργασία τους. 

Η κλήση του Χριστού στην πραγματικότητα της σωτηρίας είναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Είναι ένα μυστήριο, έργο του θελήματος και της πρόγνωσης του Θεού. «Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς» (Ιω. ιε΄16), δεν με διαλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας διάλεξα. Αυτό το κάλεσμα απευθύνεται στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, με διαφορετικό τρόπο αλλά με κοινό σκοπό, τη βασιλεία του Θεού. Όταν ο Θεός μας διαλέγει και μας εκλέγει, όταν Εκείνος μας καλεί, σέβεται την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς μας. Δεν παραβλέπει το γεγονός ότι ο καθένας από εμάς είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Γι’ αυτό και δεν καταργεί την ελευθερία μας, δεν μας ισοπεδώνει και δεν μας εξισώνει, γιατί η χάρη του Θεού δεν κατασκευάζει πανομοιότυπους αγίους. Μέσα στο μυστήριο της Εκκλησίας καλούμαστε να χωρέσουμε όλοι, κλειστοί και ανοιχτοί τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι και σοβαροί, επιεικείς και αυστηροί, ευαίσθητοι και δυναμικοί, όποιοι και αν είμαστε εμείς, όποιοι και αν είναι oι άλλοι oι διαφορετικοί από εμάς. 

Καλώντας τους να τον ακολουθήσουν δεν τους απέσπασε από την εργασία τους για μια εύκολη και ανέμελη ζωή, αλλά τους ανέθεσε κάποια ανώτερη, σπουδαιότερη και πνευματική πλέον εργασία. Από τον βυθό της θάλασσας, τους οδήγησε στη θάλασσα της κοινωνίας και, αντί για ψαράδες του θαλασσινού νερού, τους ανέδειξε ψαράδες ανθρώπων.
Πολύ μεγάλη και τεράστια η διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εργασίας. Για το ψάρεμα της θάλασσας χρειάζεται να ξέρεις την τέχνη της αλιείας, να έχεις ευνοϊκούς καιρούς και μεγάλη υπομονή. Το ψάρεμα όμως των ανθρώπων θέλει μεγαλύτερα και ανώτερα προσόντα, αγιοπνευματικά προσόντα και χαρίσματα.

 Η προθυμία και η αυταπάρνηση βασικά γνωρίσματα του χριστιανού

Το ερώτημα που προκύπτει μέσα από το σημερινό ευαγγέλιο είναι εάν εμείς δείχνουμε τέτοια αυταπάρνηση και προθυμία στην κλήση του Θεού. Γιατί ο Κύριος μας καλεί και εμάς, όπως ακριβώς και τους τέσσερεις ψαράδες. Μας ζητά να εγκαταλείψουμε τα πάντα και να τον ακολουθήσουμε. Ζητά να εγκαταλείψουμε τα πάθη µας, το αμαρτωλό θέλημά µας, τον αμαρτωλό εαυτό μας και να στραφούμε με αποφασιστικότητα προς αυτόν. Η στροφή μας προς τον Χριστό αφορά στη μετάνοια και στη συνειδητή τήρηση του θελήματός του. Η δε κλήση του Χριστού γίνεται με τον ανάλογο με την εποχή μας τρόπο· με τη φωνή των Πνευματικών µας πατέρων, τις συμβουλές και τις νουθεσίες τους, την Αγία Γραφή, τους λόγους των πνευματικών ανθρώπων και τα κηρύγματα στην Εκκλησία. Και εμείς αντίστοιχα ακολουθούμε τον Χριστό με τον ανάλογο τρόπο· πολεμούμε τα πάθη και τις αδυναμίες μας, αγωνιζόμαστε ενάντια στα ελαττώματά μας, καλλιεργούμε τις αρετές, κάνουμε έργα αγάπης και φιλανθρωπίας, προσφέρουμε σε όσους έχουν ανάγκη την πνευματική η υλική μας στήριξη και συνδρομή. 

Το πνεύμα της προσφοράς και της θυσίας αποτελεί το θεμέλιο της χριστιανικής ζωής. Αντίθετα αυτό που την αλλοιώνει και την αναιρεί είναι ο ατομισμός, η εγωπάθεια, η τρυφή και η καλοπέραση. Ο λόγος του Κυρίου για το θέμα αυτό είναι ξεκάθαρος « Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι (Ματθ ιστ΄24). Αυτό μας υποδεικνύει σήμερα το παράδειγμα των μαθητών του Κυρίου.

 

11-6-2017

Κυριακή Α΄ Επιστολών

Των Αγίων Πάντων

Απόστολος προς  Εβρ. ια’ 33-ιβ’ 2

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί, οι άγιοι πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροὶ εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων• έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών• άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν• έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής• ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, του Θεου περὶ ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρὶς ημών τελειωθώσι. Τοιγαρούν και ημείς, τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν, δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγὸν και τελειωτὴν Ιησούν.

Απόδοση

Αδελφοί, οι άγιοι Πάντες με την πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, επέβαλαν το δίκαιο, πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβησαν τη δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τη σφαγή, έγιναν από αδύνατοι ισχυροί, αναδείχτηκαν ήρωες στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα, γυναίκες ξαναπήραν πίσω στη ζωή τους ανθρώπους τους, κι άλλοι βασανίστηκαν ως το θάνατο, χωρίς να δεχθούν την απελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν να αναστηθούν σε μια καλύτερη ζωή. Άλλοι δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμη και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μάχαιρα, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, έζησαν σε στερήσεις, υπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις και κακουχίες ο κόσμος δεν ήταν άξιος να ’χει τέτοιους ανθρώπους. Πλανήθηκαν σ’ ερημιές και βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης. Όλοι οι παραπάνω, παρά την καλή μαρτυρία της πίστης τους, δεν πήραν ό,τι τους υποσχέθηκε ο Θεός, ο οποίος είχε προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι ώστε να μην φθάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς. Έχοντας λοιπόν γύρω μας τόσο μεγάλη στρατιά Μαρτύρων, ας τινάξουμε από πάνω μας κάθε φορτίο και την αμαρτία που εύκολα μας εμπλέκει, κι ας τρέχουμε με υπομονή το αγώνισμα του δύσκολου δρόμου που έχουμε μπροστά μας. Ας έχουμε τα μάτια μας προσηλωμένα στον Ιησού, που μας έδωσε την πίστη, την οποία και τελειοποιεί.

Σχολιασμός

1.      1.            Εισαγωγικά:  Άγιοι και αγιότητα

Το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής αναφέρεται σε όλους τους  Αγίους της Εκκλησίας. Οι Άγιοι είναι οι αψευδείς μάρτυρες της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και της παρουσίας του Θεού μέσα στον  κόσμο, είναι «φώτα θεουργικά», φίλοι του Θεού, αφού κατέχουν την αλήθεια και είναι ενωμένοι με το Θεό. Oι Άγιοι είναι το «φώς» του κόσμου κατά το λόγιου του Κυρίου και το «άλας» της γης. Είναι το φώς που διώχνει τα σκοτάδια της αμαρτίας και το άλας που συγκρατεί την κοινωνία και τον κόσμο από την πνευματική σήψη.

Στην Παλαιά Διαθήκη η λέξη Άγιος αποδίδεται μόνο στο Θεό. Κατά τον προφήτη Ησαΐα ο Θεός δεν είναι απλώς Άγιος, αλλά τρεις φορές Άγιος «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ…», θέλοντας να τονίσει την άπειρη αγιότητα του Θεού. Ακόμη η λέξη αγιότητα στην Παλαιά Διαθήκη συνδεέται με τη λατρεία στη Σκηνή του Μαρτυρίου και της Κιβωτού της Διαθήκης.

Στην Καινή Διαθήκη Άγιος είναι ο Τριαδικός Θεός, όπως αποδίδεται στον Τρισάγιο Ύμνο, αλλά και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη ο Θεός αποκαλείται Άγιος «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ…» (Απ. 4:8). Επίσης Άγιοι καλούνται οι Άγγελοι του Θεού (Πραξ. 3:21), οι Προφήτες και οι Απόστολοι (Εφεσ. 3:5). Ακόμη και το δαιμόνιο αναγνωρίζει το Χριστό ως άγιο του Θεού, «Τι ημίν και σοι, Ιησού Ναζαρηνέ;… Οίδα σε τις ει, ο άγιος του Θεού» (Μαρκ. 1:24, Λουκ. 4:34).   Ο ίδιος ο Κύριος μας καλεί να γίνουμε άγιοι, να το μιμηθούμε φτάνοντας στη τελείωση.«Γίνεσθε μιμηταί του Θεού ως τέκνα αγαπητά» (Εφεσ. 5:1). «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α’ Πέτρ. 1:16).

Η αγιότητα είναι ο δρόμος της ευαγγελικής τελειώσεως, της εισόδου στον παράδεισο, πρόγευση της ανεκλάλητης χαράς της αιώνιας βασιλείας των ουρανών (Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Η αγιότητα είναι κατορθωτή σήμερα;). Αγιότητα είναι η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και μίμηση του Χριστού, αλλά και ο κυριότερος σκοπός της ζωής του ανθρώπου επί της γης.

Η Κυριακή αυτή ονομάζεται των Αγίων Πάντων. Είναι δηλαδή αφιερωμένη στη μνήμη όλων των Αγίων της Εκκλησίας, των Δικαίων και Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, των Αποστόλων, Μαρτύρων, Ομολογητών, Ιεραρχών και Οσίων. Η Κυριακή αυτή είναι η πρώτη μετά την Πεντηκοστή. Την Κυριακή της Πεντηκοστής είναι η γιορτή  της επιφοίτησεως του Αγίου Πνεύματος, ενώ η Κυριακή των Αγίων Πάντων είναι η γιορτή των καρπών του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή η γιορτή των Αγίων Πάντων τοποθετήθηκε μετά την Πεντηκοστή, για να κατανοήσουμε ότι ο αγιασμός των ανθρώπων, αποτελεί δωρεά του Αγίου Πνεύματος, πράγμα που αποδεικνύει ότι ζωή των αγίων, είτε με το μαρτύριο, είτε με τον ενάρετο βίο τους, μαρτυρεί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας.

2.            Οι άθλοι και τα μαρτύρια των Αγίων

Ο Απόστολος Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα απαριθμεί τις κακουχίες που πέρασαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας για να φτάσουν στη θέωση, στην αγιότητα.

Οι Άγιοι της Εκκλησίας έχυσαν το αίμα τους, διώχθηκαν και μαρτύρησαν υπέρ του ονόματος του Χριστού, χωρίς να φοβούνται το θάνατο. Τρανό παράδειγμα ο Απόστολος Ανδρέας, οποίος στάθηκε ενώπιον του ηγεμόνα των Πατρών, που τον απειλούσε ότι θα τον σταυρώσει, αν εξακολουθούσε να κηρύττει τον Χριστό. Ο Απόστολος απάντησε ότι «αν φοβόμουν το Σταυρό, δεν θα κήρυττα». Δηλαδή όλοι οι Απόστολοι και οι μάρτυρες (μαρτύριο του αίματος) και αργότερα οι ασκητές (μαρτύριο της συνειδήσεως) προχωρούσαν στο μαρτύριο με χαρά και χωρίς φόβο.

Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει ότι «οι άγιοι είναι οι περισσότεροι τέλειοι χριστιανοί, διότι έχουν αγιασθεί εις τον μέγιστον, κατά το δυνατόν, βαθμόν διά της ασκήσεως της πίστεως εις τον Αναστάντα και αιωνίως ζώντα Κύριον Ιησούν».

Οι διωγμοί τα πρωτοχριστιανικά χρόνια αποτελούν ίσως την πιο ένδοξη περίοδο της ιστορίας της Εκκλησίας, γιατί πολλοί Χριστιανοί μαρτύρησαν με το αίμα τους, για το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός προφητεύσε στους Αποστόλους και στον κόσμο, στην επί του όρους ομιλία Του, λέγοντας τους «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των Ουρανών. Μακάριοι εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα  καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. 5:10-11) και «Έρχεται ώρα, ίνα πας ο αποκτείνας υμάς δόξη λατρείαν  προσφέρειν τω Θεώ» (Ιω. 16:2). Ο Απόστολος Παύλος μιλώντας γενικότερα, γράφει προς τον Τιμόθεο «Πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην  εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Τιμ. Β΄ 3:12).

Κατά τους διωγμούς ουδέποτε πτοήθηκαν οι χριστιανοί και οι Απόστολοι, αντιθέτως τους έκαναν να κηρύττουν με μεγαλύτερη παρρησία τον λόγο της Σωτηρίας και να θεωρούν τους διωγμούς σαν ένδειξη ιδιαίτερης χάρης του Θεού προς το πρόσωπό τους. Δηλαδή οι πιστοί της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης έδιναν μεγάλη αξία στο μαρτύριο, το θεωρούσαν το κατ’ εξοχή χάρισμα και το μεγαλύτερο αξίωμα που μπορούσε να επιθυμήσει κανείς. Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή «Ότι υμίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. 1:29). Αυτοί οι πρώτοι Χριστιανοί που έβαψαν με το αίμα τους τον τόπο του μαρτυρίου τους, υπήρξαν οι πρωτεργάτες της μεγάλης διαδόσεως του Χριστιανισμού στον κόσμο, δηλαδή  το αίμα των πρώτων μαρτύρων της Εκκλησίας υπήρξε ο σπόρος του Χριστιανισμού, ο σπόρος του Ευαγγελίου. «Διώκετε τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12:14).

Έτσι λοιπόν, όπως οι άγιοι Απόστολοι και οι πρώτοι χριστιανοί υπήρξαν ο στόχος των διωγμών, έτσι και όσοι θέλουν να ζουν ευσεβώς καταδίωκονται από τους εχθρούς της πίστεως και του Χριστού, ώστε ο λόγος του Απ. Παύλου («Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται») εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται διαμέσου των αιώνων.

Εκτός από το μαρτύριο του αίματος, υπάρχει και το μαρτύριο της συνειδήσεως, το οποίο έχουν να αντιμετωπίσουν οι ασκητές και οι μοναχοί. Η υπομονή και η άσκηση αποτελεί ένα αληθινό μαρτύριο και μια μαρτυρία. Ένα συνεχές μαρτύριο της συνειδήσεως είναι η πιστή τήρηση όλων των εντολών του Ευαγγελίου (βλ. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Η αγιότητα είναι κατορθωτή σήμερα;). Οι ασκητές αγωνίζονται συνεχώς να νικήσουν τα πάθη τους, να ταπεινώσουν τον εαυτό τους. Έχουν συνεχώς να αντιμετωπίσουν τις πολλές παγίδες του διαβόλου και τους πειρασμούς που συναντούν στη καθημερινή τους ζωή.

Σήμερα, που η λεγόμενη Νέα Τάξη πραγμάτων, μέσα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκφράζεται και ως μια εξουσιαστική παρουσία, η μαρτυρία της συνειδήσεώς μας προσλαμβάνει τεράστιες διαστάσεις που εγγίζουν το παρόν και το μέλλον μας, την ανθρωπιά και τον πολιτισμό μας, το ήθος και τη δημιουργικότητά μας, τη μαρτυρία και την παρουσία μας, ως ορθόδοξων χριστιανών, μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Οι Χριστιανοί, αρνούμενοι κάθε εξουσία, καλούμαστε να γίνουμε φτωχοί και ειρηνικοί δούλοι του Χριστού, που θεμελιώνει την ελευθερία του προσώπου, φορείς παντός του πληρώματος του Θεού. (βλ. Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Η ζύμη του Ευαγγελίου)

11-6-2017

Κυριακή των Αγίων Πάντων

Ευαγγέλιον κατά Ματθ. ί 32-33, 37-38, ίθ 27-30

Πρωτότυπο Κείμενο

Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς όστις δ΄ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς. Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν η θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος. Τότε αποκριθείς ο Πέτρος είπεν αυτώ· ιδου ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι· τι άρα έσται ημίν; ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. και πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει. Πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι.

Μετάφραση

«Όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σ΄ εμένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγώ για δικόν μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου». «Όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή τη μάνα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Κι όποιος αγαπάει το γιο του ή τη θυγατέρα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Επίσης όποιος δεν παίρνει το σταυρό του και δε με ακολουθεί, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Μίλησε τότε ο Πέτρος και του είπε: «Να, εμείς αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε. Τι θα γίνει μ΄ εμάς;» Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως εσείς που με ακολουθήσατε, όταν θα καθίσει ο Υιός του Ανθρώπου στο μεγαλόπρεπο θρόνο του, στον καινούριο κόσμο, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους, για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Κι όποιος άφησε σπίτια ή αδερφούς ή αδερφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για χάρη μου, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Πολλοί θα βρεθούν από πρώτοι τελευταίοι, κι άλλοι από τελευταίοι πρώτοι».

Σχολιασμός

Στην ευαγγελική περικοπή της εορτής των Αγίων Πάντων ο Κύριος μας αναφέρει μια βασική αρχή  για να ακολουθήσουμε όλοι μας τον δρόμο των Αγίων, που δεν είναι άλλη από  την  ομολογία της πίστεως. Μας διαβεβαιώνει ο Κύριος: Καθένα που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους που καταδιώκουν την πίστη μου, θα τον ομολογήσω κι εγώ ως πιστό ακόλουθό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. Εκείνον όμως που θα με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, αυτόν θα τον αρνηθώ κι εγώ και δεν θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς.

Η ομολογία της πίστεως αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της εν Χριστώ ζωής. Οι άγιοι της Εκκλησίας το πέτυχαν αυτό, ομολόγησαν δηλαδή την πίστη τους στο Χριστό και τον έθεσαν πρώτη προτεραιότητα στη ζωή τους, πάνω από κάθε τι ανθρώπινο και γήινο, γι αυτό και δοξάστηκαν από το Θεό και τιμούνται από εμάς σήμερα. Και όταν μιλάμε για ομολογία πίστεως, έχουμε βέβαια στο νου μας τους άπειρους μάρτυρες, που θυσίασαν τη ζωή τους προκειμένου να μην αρνηθούν την πίστη τους στο Χριστό. Δεν σκέφτηκαν τίποτα, δεν δείλιασαν μπροστά σε καμία απειλή, δεν κάμφθηκαν από τους πόνους και τα βασανιστήρια, δεν αρνήθηκαν το Χριστό ακόμα και όταν οι τύραννοι θανάτωναν ενώπιόν τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα, γονείς, παιδιά, συζύγους. Για τους μάρτυρες της πίστεώς μας το μεγαλύτερο αγαθό, το οποίο δεν μπορεί κανείς να μας αφαιρέσει, είναι ο Χριστός, τον οποίο δεν αρνήθηκαν και γι’ αυτό τα ονόματά τους έχουν μείνει αιώνια γραμμένα στο βιβλίο της ζωής.

Η ομολογία ωστόσο της πίστεως στο Χριστό δεν έχει να κάνει μόνο με το σωματικό μαρτύριο, αλλά με την όλη στάση του ανθρώπου, με τη διαρκή παρουσία του Χριστού στην καρδιά και στη ζωή του. Ομολογία πίστεως έδωσαν οι ασκητές της ερήμου, που θυσίασαν κάθε δικαίωμά τους και κάθε άνεση, ακόμα και την καθημερινή τους τροφή, για την αγάπη του Χριστού. Ομολογία πίστεως έδωσαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ποιμαίνοντας το λαό του Θεού με το παράδειγμά τους και με τα συγγράμματά τους, με τα οποία αγωνίστηκαν να μας μορφώσουν εν Χριστώ και να αντικρούσουν τις πλάνες των αιρέσεων. Ομολογία πίστεως έδωσαν και όλοι οι Άγιοι, ακόμα και εκείνοι που παραμένουν άγνωστοι σε εμάς και μόνο ο Θεός γνωρίζει.

Ομολογία του Χριστού καλείται να δώσει ο κάθε πιστός σε κάθε εποχή και σε κάθε περίσταση, σε κάθε πτυχή και δραστηριότητα του καθημερινού του βίου, στην εργασία, στο σπίτι, στις συναναστροφές, στην κοινωνία, στον κάθε μας συνάνθρωπο. Ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας, που γίνεται προσπάθεια να περιοριστεί η πίστη στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου, που ο Χριστός και η πίστη μας βάλλεται με νέα μέσα και με πρόσχημα τα ανθρώπινα δήθεν δικαιώματα, ο λόγος του Κυρίου μας θα πρέπει να μας προβληματίσει ακόμα περισσότερο. 
 
Ο Κύριος λοιπόν θέτει ως βασική προϋπόθεση της σωτηρίας μας να ομολογούμε το Χριστό μπροστά στους διώκτες και αρνητές του. Ποιο όμως ακριβώς είναι το νόημα των λόγων αυτών του Κυρίου;  Αν κανείς μελετήσει τις αναλύσεις των ιερών ερμηνευτών, θα δει ότι εδώ ο Κύριος δεν ζητεί μία γενική και αόριστη ομολογία. Αλλά ζητεί να τον ομολογούμε με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο, να  τον ομολογούμε ως Σωτήρα μας και Θεό μας.

Γιατί όμως ο Χριστός μας ζητά μία τέτοια ομολογία; Διότι μέσα στους αιώνες κανείς δεν αρνήθηκε ότι ο Κύριος είναι ένας μεγάλος διδάσκαλος, προφήτης, αναγεννητής, φιλόσοφος. Κανείς δεν αρνήθηκε το πνευματικό και κοινωνικό του έργο. Το σημείο που ενοχλεί τους διώκτες του Κυρίου είναι ένα και μοναδικό: η θεότητά του. Διότι αυτό καθορίζει τα πάντα στη ζωή μας.

Εάν δεχθούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό απλώς και μόνο ως ένα ιστορικό πρόσωπο ξεχωριστό, τότε αυτό δεν έχει καμία επίδραση στη ζωή μας. Εάν όμως τον αποδεχθούμε και τον ομολογούμε ως Θεάνθρωπο Διδάσκαλο Σωτήρα μας, τότε αυτό έχει καθοριστική σημασία για τη ζωή μας. Διότι τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε όλα όσα ζητάει από εμάς και να συμμορφώσουμε τη ζωή μας με το θέλημά του.

 

Ο δρόμος λοιπόν προς την αγιότητα προϋποθέτει όχι μία γενική και αόριστη ομολογία πίστεως, αλλά μία πίστη και ομολογία συγκεκριμένη. Να ομολογούμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό ως «Θεόν αληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα». Και να ζούμε όπως εκείνος θέλει. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στο δρόμο των Αγίων, στο δρόμο του Χριστού.

4-6-2017

Κυριακή της Πεντηκοστής

Απόστολος Πράξεις 2,1-11

Πρωτότυπο κείμενο

1. Και εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της πεντηκοστής ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό. 2. Και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι• 3. και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ΄ ένα έκαστον αυτών, 4. και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι. 5. Ήσαν δε εν Ιερουσαλήμ κατοικούντες Ιουδαίοι, άνδρες ευλαβείς από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν• 6. γενομένης δε της φωνής ταύτης συνήλθε το πλήθος και συνεχύθη, ότι ήκουον είς έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων αυτών. 7. Εξίσταντο δε πάντες και εθαύμαζον λέγοντες προς αλλήλους• ουκ ιδού πάντες ούτοι εισίν οι λαλούντες Γαλιλαίοι; 8. Και πώς ημείς ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών εν η εγεννήθημεν, 9. Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται, και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την Ασίαν, 10. Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην, και οι επιδημούντες Ρωμαίοι, Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι, 11. Κρήτες και Άραβες, ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού;

Απόδοση

1. Όταν έφτασε η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί συγκεντρωμένοι με ομοψυχία στο ίδιο μέρος. 2. Ξαφνικά ήρθε από τον ουρανό μια βουή σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος, και γέμισε όλο το σπίτι όπου έμεναν. 3. Τότε τους παρουσιάστηκαν γλώσσες σαν φλόγες φωτιάς, που μοιράστηκαν και κάθισαν από μία στον καθένα απ΄ αυτούς. 4. Όλοι τότε πλημμύρισαν από Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να μιλούν σε άλλες γλώσσες, ανάλογα με την ικανότητα που τους έδινε το Άγιο Πνεύμα. 5. Στην Ιερουσαλήμ βρίσκονταν τότε ευσεβείς Ιουδαίοι από όλα τα μέρη του κόσμου. 6. Όταν ακούστηκε αυτή η βουή, συγκεντρώθηκε πλήθος απ΄ αυτούς και ήταν κατάπληκτοι, γιατί ο καθένας τους άκουγε τους αποστόλους να μιλάνε στη δική του γλώσσα. 7. Έμεναν όλοι εκστατικοί και με απορία έλεγαν μεταξύ τους: «Μα αυτοί όλοι που μιλάνε δεν είναι Γαλιλαίοι; 8. Πώς, λοιπόν, εμείς τους ακούμε να μιλάνε στη δική μας μητρική γλώσσα; 9. Πάρθοι, Μήδοι και Ελαμίτες, κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Ασίας, 10. της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου, και από τα μέρη της λιβυκής Κυρήνης, Ρωμαίοι που είναι εγκατεστημένοι εδώ, 11. Κρητικοί και Άραβες, όλοι εμείς, είτε ιουδαϊκής καταγωγής είτε προσήλυτοι, τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας για τα θαυμαστά έργα του Θεού».

Η Πεντηκοστή

Ο Ιησούς Χριστός μετά την Ανάστασή του, για σαράντα μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές του για να τους ενθαρρύνει και να πειστούν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι ο ίδιος ο Κύριος και Διδάσκαλός τους, ο οποίος έπαθε, τάθηκε και αναστήθηκε.  Η προτροπή του αναστημένου Κυρίου προς τους μαθητές του ήταν: «από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι», να παραμείνουν δηλαδή στην Αγία Πόλη και εκεί να περιμένουν «την επαγγελία του Πατρός» (Πραξ. 1,4).  Αυτή την υπόσχεση ο Ιησούς Χριστός την επανέλαβε και λίγο πριν την Ανάληψή του: «και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ΄ υμάς• υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ΄ ύψους» (Λουκ.24,49).

Η επαγγελία αυτή του Ιησού Χριστού πραγματοποιήθηκε πενήντα ημέρες μετά την Ανάσταση και δέκα ημέρες μετά από την Ανάληψή Του στους ουρανούς. Έτσι, την ημέρα αυτή εορτάζουμε την εορτή της Πεντηκοστής, κατά την οποία τιμούμε την Αγία Τριάδα, ενώ την επόμενη ημέρα τιμούμε ξεχωριστά το Άγιο Πνεύμα. Η εορτή, λοιπόν, της Πεντηκοστής, εορτή της Αγίας Τριάδος, είναι η τελευταία επι γης πράξη της θείας Οικονομίας και η τελευταία εορτή του κύκλου του Πεντηκοσταρίου. Σημειώνεται χαρακτηριστικά στην υμνογραφία της ημέρας: «Την μεθέορτον πιστοί και τελευταίαν εορτήν εορτάσωμεν φαιδρώς, αύτη εστί Πεντηκοστή, επαγγελίας συμπλήρωσις και προθεσμία…» (Κάθισμα όρθρου εορτής).

 Οι Απόστολοι υπακούοντας στην προτροπή του Κυρίου, παρέμεναν στα Ιεροσόλυμα και περίμεναν την εκπλήρωση της υπόσχεσής Του, η οποία πραγματοποιείται κατά την ημέρα της ιουδαϊκής Πεντηκοστής.  Η Πεντηκοστή μια από τις τρεις μεγαλύτερες εορτές των Ιουδαίων, ήταν η εορτή της ευχαριστίας και των απαρχών, δηλαδή της προσφοράς στο Θεό από τους νέους καρπούς.  Εορταζόταν πενήντα μέρες από το ιουδαϊκό Πάσχα και αποτελούσε την ανάμνηση της σύναψης της διαθήκης ανάμεσα στο Θεό και τον Ισραήλ στο Σινά. Η παράδοση των Ιουδαίων αναφέρει ότι ο νόμος δόθηκε πενήντα μέρες μετά την αναχώρησή τους από την Αίγυπτο.  Έτσι πενήντα μέρες μετά την έξοδο των Ισραηλιτών από τη δουλεία της Αιγύπτου δόθηκε ο νόμος και πενήντα μέρες μετά την Ανάσταση του Κυρίου πραγματοποιείται η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος. 

Την ημέρα αυτή λοιπόν όλοι οι Απόστολοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι «ομοθυμαδόν επί το αυτό».  Βρίσκονταν δηλαδή συγκεντρωμένοι με ενότητα και ομοψυχία για την κοινή προσευχή στο υπερώο, όπου άλλοτε πραγματοποιήθηκε και ο Μυστικός Δείπνος.  Ξαφνικά και απροσδόκητα ακούστηκε από τον ουρανό μια φοβερή βοή, που έμοιαζε με δυνατό άνεμο και γέμισε όλο το σπίτι, στο οποίο διέμεναν οι μαθητές.  Η αίσθηση αυτή καταδεικνύει τον υπερφυσικό χαρακτήρα του φαινομένου.  Η παρομοίωση του ήχου με την πνοή δηλώνει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, όπως και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός το σημειώνει στο διάλογό του με το Νικόδημο: «το πνεύμα όπου θέλει πνεί, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ΄ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει…» (Ιωαν. 3,8).  Η οικία γεμάτη από την πνοή του Αγίου Πνεύματος «καθάπερ κολυμβήθρα γέγονεν ύδατος», όπως λεει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος.  Γίνεται η κολυμβήθρα, ώστε να πραγματοποιηθεί η βάπτιση των μαθητών «εν Πνεύματι», όπως τους το υποσχέθηκε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός: «υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας» (Πραξ.1,5).

Μετά τη βοή εμφανίζονται οι πύρινες γλώσσες, οι οποίες κάθονται σε κάθε Απόστολο χωριστά.  Η φωτιά συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα, ενώ η διανομή των πυρίνων γλωσσών δηλώνει τη δωρεά, τον πλούτο και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.  Η επιλογή του χαρακτηρισμού «πύρινες γλώσσες» λαμβάνει και μια άλλη διάσταση που αφορά στο κήρυγμα των Αποστόλων.  Οι Απόστολοι δέχονται ο καθένας χωριστά τη δωρεά και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος με τη μορφή των «πυρίνων γλωσσών», γιατί με τη σωματική τους γλώσσα επρόκειτο να κηρύξουν και να διαδώσουν σε όλο τον κόσμο το μήνυμα του ευαγγελίου.  Εξάλλου η χρήση του όρου «πυρ» συναντάται πολύ συχνά στην Αγία Γραφή και δηλώνει την παρουσία και ενέργεια του Θεού.  Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της «φλεγομένης» και μη «καιομένης» βάτου, την οποία αντίκρισε ο Μωυσής, ανεβαίνοντας στο όρος Σινά.

Οι μαθητές του Ιησού Χριστού έλαβαν για πρώτη φορά το Άγιο Πνεύμα, όταν συνάντησαν τον αναστημένο Διδάσκαλο: «και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς, λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε κεκράτηνται» (Ιωαν.20,22-23).  Ωστόσο η μετοχή αυτή αποτελούσε την πρόγευση της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος, που επρόκειτο να γίνει κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.  Οι μαθητές λοιπόν κατά την Πεντηκοστή «επλήσθησαν Πνεύματος Αγίου», δέχτηκαν άφθονη την έκχυση του Αγίου Πνεύματος, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα ενοικεί σ΄ αυτούς και λαμβάνουν όλο τον πλούτο των χαρισμάτων.  Αυτή η πλημμύρα της χάρης του Αγίου Πνεύματος γίνεται αμέσως εμφανής αφού «ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις», άρχισαν δηλαδή να μιλούν ξένες γλώσσες, τι οποίες μέχρι τότε δεν γνώριζαν.  Έτσι εκπληρώνεται ακόμα μια υπόσχεση του Ιησού Χριστού προς αυτούς λίγο πριν την Ανάληψή Του «γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς» (Μαρκ. 16,17).  Η γλωσσολαλιά ήταν ένα υπερφυσικό γεγονός και αποτελούσε χάρισμα του Αγίου Πνεύματος.  Το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που δίνει στους Αποστόλους την ικανότητα να χρησιμοποιούν ξένες γλώσσες, που ποτέ δεν είχαν μάθει «καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι».  Εξάλλου με το χάρισμα αυτό γίνεται μία αποκατάσταση της ενότητας του κόσμου, η οποία είχε διασπαστεί κατά την κατασκευή του πύργου της Βαβέλ με τη σύγχυση των γλωσσών (Γεν. 11,1-9).  Τότε η ποικιλία των γλωσσών υπήρξε αιτία διαμάχης και χωρισμού, τώρα το χάρισμα της γλωσσολαλιάς γίνεται πηγή ενότητας, ενώ ταυτόχρονα δίδει την οικουμενική διάσταση του κηρύγματος των Αποστόλων και του έργου της Εκκλησίας γενικότερα.  Άλλωστε αυτό ψάλλουμε και στο κοντάκιο της ημέρας: «ότε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος· ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε, και συμφώνως δοξάζομεν το πανάγιον Πνεύμα».
   
Η εορτή της ιουδαϊκής Πεντηκοστής προσείλκυε στα Ιεροσόλυμα πλήθη Ιουδαίων από όλα τα μέρη του κόσμου, που συγκεντρώνονταν στην Αγία Πόλη για να προσκυνήσουν.  Κατά την ημέρα της επιφοίτησης, λοιπόν, του Αγίου Πνεύματος ο ήχος που προερχόταν από τον ουρανό, φαίνεται ότι δεν ακούστηκε μόνο εντός της οικίας, στην οποία βρίσκονταν οι μαθητές, αλλά και εκτός αυτής.  Το γεγονός αυτό προξενεί απορία στα πλήθη και έτσι πολλοί άνθρωποι συγκεντρώνονται έξω από το υπερώο, όπου με έκπληξη ακούν τους Αποστόλους να μιλούν στη δική τους ο καθένας γλώσσα.  Η έκπληξή τους μετατρέπεται σε θαυμασμό και απορία γιατί οι ασήμαντοι ψαράδες της Γαλιλαίας, χωρίς κάποια ιδιαίτερη παιδεία, μπορούν να μιλούν σε διάφορες γλώσσες.  Το συγκεντρωμένο πλήθος ακούει τους Αποστόλους να διαλαλούν τα «μεγαλεία του Θεού», τα θαυμαστά δηλαδή γεγονότα της θείας Οικονομίας στη μητρική τους γλώσσα.  Η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, το Πάθος, ο Σταυρός, η ένδοξη Ανάσταση, η Ανάληψη και η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, αποτελούσαν τα μεγάλα γεγονότα της θείας Οικονομίας, τα οποία οι Απόστολοι διακήρυτταν στους Ιουδαίους, φωτισμένοι και εμπνεόμενοι από το Άγιο Πνεύμα που προ ολίγου είχαν λάβει.

 Βέβαια το Άγιο Πνεύμα ήταν πάντοτε παρόν, μαζί με τα άλλα δύο Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.  Το Άγιο Πνεύμα ήταν παρόν κατά τη δημιουργία του κόσμου και σε όλα τα μετέπειτα γεγονότα της θείας Οικονομίας. «Και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν.2,1), το Άγιο Πνεύμα δηλαδή κατά τη δημιουργία επιφερόταν πάνω στα ασχημάτιστα νερά.  Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού έγινε με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι» (Λουκ.1:35), είναι το μήνυμα του αρχαγγέλου Γαβριήλ προ την Θεοτόκο. «Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου» (Ματθ.1,20) διαβεβαιώνει αργότερα ο άγγελος Κυρίου τον Ιωσήφ.  Το Άγιο Πνεύμα, παρίσταται στη Βάπτιση του Κυρίου για να επιβεβαιώσει τη μεσσιανική Του ιδιότητα (Ματθ.3, 16-17) και κατόπιν θα γίνει ο συνεχιστής του έργου Του: «όταν έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωαν.16,13).  

Από την ημέρα της Πεντηκοστής και εξής η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία είναι διαρκής και ακατάλυτη.  Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Κυρίου και ο ίδιος η κεφαλή αυτού του Σώματος, ενώ το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που εμψυχώνει, ενδυναμώνει και καθοδηγεί αυτό το Σώμα.  Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, με «διαιρέσεις χαρισμάτων», με «διαιρέσεις διακονιών», με «διαιρέσεις ενεργημάτων» (Α’Κορ.12,4-6).  Οι καρποί του Αγίου Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια (Γαλ.5,22-23).  Κάθε αγαθό και δωρεά που δίνεται στους ανθρώπους είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος.  Το Άγιο Πνεύμα μοιράζει χαρίσματα στους πιστούς και έτσι σε άλλον «δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών. Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται» (Α’Κορ.12,8-11).  Σε ότι αφορά την οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας το «Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, ην περιποιήσατο δια του ιδίου αίματος» (Πραξ.20:28). Επιπλέον «έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφ. 4:11-12).  Η κάθε διακονία μέσα στην Εκκλησία είναι έργο του Αγίου Πνεύματος.

Όπως ψάλλουμε και στη σχετική υμνογραφία της ημέρας, το Άγιο Πνεύμα «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας».  Το Άγιο Πνεύμα φώτισε τους Αποστόλους στο έργο της διάδοσης του ευαγγελίου, ενδυνάμωσε τους μάρτυρες, καθοδήγησε τους επισκόπους στην ερμηνεία των Γραφών και στην ορθή διατύπωση των δογμάτων, φώτισε τους όσιους και ασκητές.  Το Άγιο Πνεύμα ενεργεί τη χάρη των μυστηρίων της Εκκλησίας, αναδεικνύει τους ποιμένες της και χαρίζει τις άκτιστες ενέργειές του, ώστε όλοι οι άνθρωποι να γίνουν μέτοχοι της σωτηρίας.  Το Άγιο Πνεύμα δεν ενοικεί μόνο στο σώμα της Εκκλησίας, αλλά και σε κάθε πιστό χωριστά.  Όλοι κατά την ώρα του βαπτίσματος και της χρίσης με άγιο Μύρο, λαμβάνουμε τη σφραγίδα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος.  Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο απόστολος Παύλος «ναός Θεού εστέ και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν» (Α΄Κορ.3,16).  Αν κάποιος δεν έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, αυτός δεν ανήκει στο σώμα της Εκκλησίας (Ρωμ.8,9).   

Το Άγιο Πνεύμα θα παραμένει μέσα στην Εκκλησία «εις τον αιώνα», όπως ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός το υποσχέθηκε στους μαθητές του: «και εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μείνη μεθ΄ υμών εις τον αιώνα» (Ιωαν.14,16).  Το Άγιο Πνεύμα είναι κατά τα λόγια της θείας λειτουργίας «το της αληθείας Πνεύμα, το της υιοθεσίας χάρισμα, ο αραβών της μελλούσης κληρονομίας, η απαρχή των αιωνίων αγαθών, η ζωοποιός δύναμις, η πηγή του αγιασμού».  Ό,τι γίνεται μέσα στην Εκκλησία, γίνεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.  «Το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται στον κόσμο από τον Υιό, σαν η ψυχή στον άνθρωπο, είναι η ψυχή και η ζωή της Εκκλησίας, η πηγή της αγιωσύνης, η παρουσία του Θεού μέσα στην Εκκλησία κι απάνω από τον κόσμο…» (Μητρ. Κοζάνης Διονυσίου Ψαριανού «Ο Λόγος του Θεού» Τομ. Β΄σελ.640).  Ο ύμνος της Πεντηκοστής, που είναι η προσευχή προς το Άγιο Πνεύμα και με αυτόν αρχίζει κάθε ιερή ακολουθία περικλείει όλο το νόημα, τη σημασία και τη σωστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στο σώμα της Εκκλησίας: «Βασιλεύ ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός• ελθέ και σκήνωσον εν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος και σώσον αγαθέ τας ψυχάς ημών». Αμήν.

4-6-2017

Κυριακή της Πεντηκοστής

Ευαγγέλιον

κατά: Ιω. 7, 37-52, 8, 12

Πρωτότυπο Κείμενο

Εν δε τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής ειστήκει ο Ιησούς και έκραξε λέγων∙ εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω. Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν∙ ούπω γαρ ην Πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη. Πολλοί ουν εκ του όχλου ακούσαντες τον λόγον έλεγον∙ ούτος εστιν αληθώς ο προφήτης. Άλλοι έλεγον∙ μη γαρ εκ Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται; Ουχί η γραφή είπεν ότι εκ του σπέρματος Δαβίδ και από Βηθλεέμ της κώμης, όπου ην Δαβίδ, ο Χριστός έρχεται; Σχίσμα ουν εν τω όχλω εγένετο δι’ αυτόν. Τινές δε ήθελον εξ αυτών πιάσαι αυτόν, αλλ’ ουδείς επέβαλεν επ’ αυτόν τας χείρας. Ήλθον ουν οι υπηρέται προς τους αρχιερείς και Φαρισαίους, και είπον αυτοίς εκείνοι∙ διατί ουκ ηγάγετε αυτόν; Απεκρίθησαν οι υπηρέται∙ ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος. Απεκρίθησαν ουν αυτοίς οι Φαρισαίοι∙ μη και υμείς πεπλάνησθε; Μη τις εκ των αρχόντων επίστευσεν εις αυτόν ή εκ των Φαρισαίων; Αλλ’ ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον επικατάρατοι εισί! Λέγει Νικόδημος προς αυτούς, ο ελθών νυκτός προς αυτόν, εις ων εξ αυτών∙ μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τι ποιεί; Απεκρίθησαν και είπον αυτώ∙ μη και συ εκ της Γαλιλαίας ει; Ερεύνησον και ίδε ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται. Και επήλθεν έκαστος εις τον οίκον αυτού. Πάλιν ουν αυτοίς ο Ιησούς ελάλησε λέγων∙ εγω ειμί το φως του κόσμου∙ ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ΄ έξει το φως της ζωής».

Απόδοση

Την τελευταία μέρα της γιορτής, την πιο λαμπρή, στάθηκε ο Ιησούς μπροστά στο πλήθος και φώναξε: «Όποιος διψάει, να ‘ρθει σ’ εμένα και να πιει. Μέσα από κείνον που πιστεύει σ’ εμένα, καθώς λέει η Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θα τρέξουν». Αυτό το είπε ο Ιησούς εννοώντας το Πνεύμα που θα έπαιρναν όσοι θα πίστευαν σ’ αυτόν. Γιατί τότε ακόμα δεν είχαν το Άγιο Πνεύμα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί με την ανάσταση. Πολλοί άνθρωποι από το πλήθος, που άκουσαν αυτά τα λόγια, έλεγαν: «Αυτός είναι πραγματικά ο προφήτης που περιμένουμε». Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι ο Μεσσίας». Ενώ άλλοι έλεγαν: «Ο Μεσσίας θα ΄ρθει από τη Γαλιλαία; Η Γραφή δεν είπε πως ο Μεσσίας θα προέρχεται από τους απογόνους του Δαβίδ και θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ, χωριό καταγωγής του Δαβίδ»; Το πλήθος λοιπόν διχάστηκε εξαιτίας του. Μερικοί απ’ αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, κανείς όμως δεν άπλωσε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οι φρουροί στους αρχιερείς και στους Φαρισαίους, κι αυτοί τους ρώτησαν: «Γιατί δεν τον φέρατε;» Οι φρουροί απάντησαν: «Ποτέ δε μίλησε άνθρωπος όπως αυτός». Τους ξαναρώτησαν τότε οι Φαρισαίοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι εσείς; Πίστεψε σ’ αυτόν κανένα μέλος του συνεδρίου ή κανείς από τους Φαρισαίους; Πιστεύει μόνο αυτός ο όχλος, που δεν ξέρουν το νόμο του Μωϋσή και γι’ αυτό είναι καταραμένοι». Τότε ο Νικόδημος, που ήταν ένας απ’ αυτούς, εκείνος που είχε πάει στον Ιησού νύχτα λίγο καιρό πριν, τους ρώτησε: «Μήπως μπορούμε σύμφωνα με το νόμο μας να καταδικάσουμε έναν άνθρωπο, αν πρώτα δεν τον ακούσουμε και δε μάθουμε τι έκανε»; Και αυτοί του είπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία; Μελέτησε τις Γραφές και θα δεις πως κανένας προφήτης δεν είναι να ‘ρθει από τη Γαλιλαία». Και έφυγαν καθένας για το σπίτι του. Τότε ο Ιησούς τους μίλησε πάλι και τους είπε: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου∙ εκείνος που με ακολουθεί δε θα πλανιέται μέσα στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως που φέρνει στη ζωή».

Σχολιασμός

Μια από τις μεγαλύτερες Ιουδαϊκές εορτές ήταν η εορτή της Σκηνοπηγίας. Με την εορτή αυτή οι Ιουδαίοι δόξαζαν το Θεό για τη θαυμαστή διάσωσή τους με τη θαυματουργική ανάβλυση νερού από την πέτρα με  τη ράβδο του Μωϋσή. Μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο Κύριος κατά την ομιλία Του, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή αποκάλυψε τη μεγάλη αλήθεια ότι το θαύμα της ανάβλυσης του νερού από την πέτρα στην έρημο για να ξεδιψάσει ο λαός, δεν προερχόταν από τη φύση της πέτρας, ούτε από τη δύναμη του Μωϋσή, αλλά ήταν ενέργεια του Άσαρκου Λόγου. Ο Κύριος την τελευταία ημέρα αυτής της εορτής, βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα και αναφερόμενος στο θαυματουργικό αυτό γεγονός, έκραξε λέγοντας : «εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω. Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Όπως το σώμα νιώθει δίψα και ζητά νερό για να ξεδιψάσει, έτσι και η ψυχή νιώθει την πνευματική δίψα και ο Κύριος στη σημερινή ευαγγελική περικοπή μας καλεί να πάμε κοντά του για να ικανοποιήσουμε τη δίψα αυτή. Όποιος αισθάνεται πόθο και δίψα πνευματική, ας έρχεται σε μένα και ας πίνει. Μέσα από εκείνον που θα πιστέψει σ’ εμένα, λέει ο Κύριος, θα τρέξουν ποτάμια ζωντανό νερό. Το νερό εδώ που αναφέρει ο Ιησούς Χριστός είναι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο μετά την Πεντηκοστή θα έπαιρναν όχι μόνο οι Απόστολοι αλλά και όλοι όσοι θα πίστευαν σ’ Αυτόν.

Παρόλο που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρεται ιστορικά στο γεγονός της Πεντηκοστής εν τούτοις με τις σχετικές αναφορές του στο Άγιο Βάπτισμα και στα λόγια του Ιησού Χριστού «λάβετε Πνεύμα Άγιον» (Ιω. 20,22) αντικαθιστά την ιστορικότητα της διηγήσεως της Πεντηκοστής από τους άλλους Ευαγγελιστές και έτσι έχουμε θεολογία της Πεντηκοστής και όχι ιστορική αναφορά.

Το νερό είναι ένα από τα πρώτα σύμβολα που χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή. Το νερό συμβολίζει τη ζωογόνο δύναμη, με την οποία ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, «η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος, και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. 1,2). Ο «ποταμός» που μετατρέπει  τη γη σε ολάνθιστο περιβόλι είναι το σύμβολο του Αγίου Πνεύματος που ζωογονεί τον κόσμο και τους ανθρώπους. Έξω από τον παράδεισο, η γη είναι έρημη, άγονη και άνυδρη. Επίσης έχουμε το γεγονός του Κατακλυσμού που δεν είχε χαραχτήρα καταστροφικό απέναντι στον άνθρωπο και στη δημιουργία Του, αλλά απέναντι στην αμαρτία. Έχουμε  την παρουσία της περιστεράς που έρχεται να επιβεβαιώσει την καταλλαγή μεταξύ Θεού και ανθρώπου και με όλη τη δημιουργία. Όλα αυτά τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης αποτελούν προτυπώσεις της Καινής Διαθήκης και του Βαπτίσματος, αφού η κιβωτός συμβολίζει την Εκκλησία. Μπορούσε ο Θεός να σώσει το Νώε και την οικογένειά του χωρίς να του πει να κατασκευάσει την κιβωτό αλλά εδώ βλέπουμε την υπακοή και την πίστη του Νώε στην εντολή του Θεού. «Πίστει χρηματισθείς Νώε περί των μηδέπω βλεπόμενων, ευλαβηθείς κατεσκεύασε κιβωτόν εις σωτηρίαν του οίκου αυτού, δι’ ης κατέκρινε τον κόσμον, και της κατά πίστιν δικαιοσύνης εγένετο κληρονόμος (Εβρ. 11,7).

Ο συμβολισμός του νερού βρίσκει την απόλυτη έκφρασή του στο  άγιο Βάπτισμα. Ο βαπτιστής Ιωάννης βάπτιζε τους ανθρώπους στα νερά του Ιορδάνη, οδηγώντας τους με τον τρόπο αυτό σε μετάνοια: «εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν» (Ματθ. 3,11). Το άγιο Βάπτισμα πραγματοποιεί τον καθαρισμό όχι του σώματος αλλά της ψυχής, της όλης ψυχοσωματικής υπάρξεως του ανθρώπου. Αναγεννάται ο άνθρωπος μέσα από το Βάπτισμα. «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Ιω. 3, 6-7). Εάν κανείς δε γεννηθεί από το νερό κι από το Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού. Όχι μόνο με νερό και όχι μόνο με Πνεύμα αλλά και με τα δύο μαζί. Ο ιερός Αυγουστίνος όπως και άλλοι πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν το βάπτισμα «μυστήριον αναγέννησης». Η «αναγέννηση» λοιπόν γίνεται με το νερό και το Άγιο Πνεύμα. Ο Μ. Αθανάσιος αναφέρει πως ο βαπτιζόμενος «τον μεν παλαιόν (άνθρωπον) απεκδύεται, ανακαινίζεται δε άνωθεν, γεννηθείς τη του Πνεύματος χάριτι» (Προς Θεραπ. Επιστ. Δ’, 13). Στην Ακολουθία του βαπτίσματος ακούμε «Υπέρ του αγιασθήναι το ύδωρ τούτο, τη επιφοιτήσει και δυνάμει και ενεργεία του Αγίου Πνεύματος…», ή ακόμα, «Ο λύτρωσιν αμαρτιών, δια του Αγίου  Βαπτίσματος τω δούλω σου δωρησάμενος, και ζωήν αναγεννήσεως αυτώ χαρισάμενος», και «Ο δια της κολυμβήθρας την ουράνιον έλλαμψιν τοις βαπτιζομένοις παρέχων ο αναγεννήσας τον δούλον σου τον νεοφώτιστον δ’ ύδατος και πνεύματος».

Ένα άλλο πολύ σημαντικό γεγονός που δίνει συμβολική έννοια στο «ύδωρ το ζων», παραπέμποντας και πάλι στο Άγιο Πνεύμα είναι ο διάλογος του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, όταν ο Κύριος της είπε: «πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν∙ ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον». Η πηγή του «ζώντος ύδατος» θα δοθεί στους ανθρώπους κατά την Πεντηκοστή και είναι το Άγιο Πνεύμα. Έχουμε μεταφορά και πάλι από το υλικό νερό στο «ύδωρ το ζων», αλλά η Σαμαρείτιδα δεν μπορεί να κατανοήσει τη διαφορά και τη βαθύτητα των λόγων του Κυρίου, γι’ αυτό συνεχίζει εξηγώντας της ότι δεν εννοεί τη σωματική δίψα αλλά την πνευματική δίψα, η οποία θα ικανοποιηθεί μόνο με το «ύδωρ το ζων», το οποίο επρόκειτο να λάβει η ανθρωπότητα κατά την Πεντηκοστή. Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε και την προφητεία του προφήτη Ιωήλ η οποία εκπληρώνεται κατά τη μέρα της Πεντηκοστής: «εκχέω από του Πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα»( Ιωήλ, 3,1). Θα δοθεί το Άγιο Πνεύμα σε όλους τους ανθρώπους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.

Άλλα δύο σημεία που βλέπουμε την αγιαστική ενέργεια του νερού, με εντολή του Κυρίου, είναι στο θαύμα της θεραπείας του Παραλύτου και της θεραπείας του Τυφλού. Έχουμε την κολυμβήθρα της Βηθεσδά της οποίας τα νερά θεράπευαν κάθε αρρώστια στον πρώτο που θα προλάβαινε να μπει μέσα στην κολυμβήθρα μετά που ο άγγελος τάραζε τα νερά, αλλά ο Κύριος ήρθε για να αλλάξει αυτό το γεγονός και να θεραπεύονται όλοι οι άνθρωποι, όχι μόνο ο πρώτος αλλά και ο τελευταίος. Επίσης στη θεραπεία του Τυφλού έχουμε τη δημιουργία πηλού από τον Κύριο και κατόπιν του είπε να ξεπλύνει τα μάτια του στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και αμέσως θεραπεύτηκε. «Έπτυσε χαμαί και εποιήσεν πηλόν εκ του πτύσματος και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού «απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων». (Ιω. 9,6-7). Με εντολή του Ιησού Χριστού το νερό και πάλι έχει θεραπευτική δράση.

Μετά από όλες τις αναφορές στο νερό, στον κατακλυσμό, στο Βάπτισμα δεν μπορούσε να μην υπάρχει αναφορά και στην εσχατολογία. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Και έδειξέ μοι ποταμόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον, εκπορευόμενον εκ του θρόνου του Θεού και του αρνίου. Εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής, ποιούν καπρούς δώδεκα, κατά μήνα έκαστον αποδιδούν τον καρπόν αυτού, και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών. Και παν κατάθεμα ουκ έσται έτι∙ και ο θρόνος του Θεού και του αρνίου εν αυτή έσται, και οι δούλοι αυτού λατρεύσουσιν αυτώ και όψονται το πρόσωπον αυτού, και το όνομα αυτού επί των μετώπων αυτών. Και νυξ ουκ έσται έτι, και ου χρεία λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων» (Αποκάλυψις Ιωάννου, 22, 1-5). Από την αρχή της δημιουργίας όπως αναφέραμε έχουμε έντονη την παρουσία του νερού και είναι συνδεδεμένο με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος όμως έχουμε και αργότερα το στοιχείο του νερού με το Βάπτισμα του Ιησού Χριστού, και τη δική μας βάπτιση.

 

Άραγε η δική μας συμπεριφορά σήμερα έναντι της οικολογίας άφησε το Άγιο Πνεύμα να επιφέρεται πάνω από τη δημιουργία; Η συμπεριφορά μας είναι η κατάλληλη για να μην καταστρέφεται το δημιούργημα του Θεού; Οι κλιματολογικές αλλαγές στις οποίες ο άνθρωπος φέρει μερίδιο ευθύνης, οι ανομβρίες και η καταστροφή του περιβάλλοντος, η μόλυνση, πρέπει να προβληματίσουν τον κάθε ένα από εμάς. Που είναι η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σήμερα στο νερό και γενικά στη δημιουργία αφού μολύνουμε συνεχώς το περιβάλλον; Η Εκκλησία επιμένει αλλά η συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου κάνει ακριβώς το αντίθετο. ‘Έχουμε παρέμβαση από τον άνθρωπο στο δημιούργημα του Θεού και αυτή η παρέμβαση φέρει κατακλυσμό προβλημάτων.

28-5-2017

Των Αγίων 318 Πατέρων

Της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου

Kυριακή Ζ΄ από του Πάσχα

Απόστολος Πρξ΄ (κ΄ 16-18, 28-36)

 

Πρωτότυπο κείμενο

Έκρινε Παύλος παραπλεύσαι την Έφεσον, όπως μη γένηται αυτώ χρονοτριβήσαι εν τη Ασία· έσπευδε γαρ, ει δυνατόν ην αυτώ, την ημέραν της Πεντηκοστής γενέσθαι εις Ιεροσόλυμα. Από δε της Μιλήτου πέμψας εις Έφεσον μετεκαλέσατο τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. Ως δε παραγένοντο προς αυτόν, είπεν αυτοίς· υμείς επίστασθε , από πρώτης ημέρας αφ̓ ης επέβην εις την Ασίαν, πως μεθ ̓ υμών τον πάντα χρόνον εγενόμην. Προσέχεται ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους , ποιμαίνοιν την εκκλησίαν  του Κυρίου και Θεού, ην περιεποιήσατο διά του ιδίου αίματος. Εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου· και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών. διό γρηγορείτε, μνημονεύοντες ότι τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον. και τα νυν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού τω δυναμένω εποικοδομήσαι και δούναι υμίν κληρονομίαν εν τοις ηγιασμένοις πάσιν. αργυρίου η χρυσίου η ιματισμού ουδενός επεθύμησα· αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ ̓ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται. πάντα υπέδειξα υμίν ότι ούτω κοπιώντας δει αντιλαμβάνεσθαι των ασθενούντων, μνημονεύειν τε των λόγων του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε· μακάριόν εστι μάλλον διδόναι η λαμβάνειν. και ταύτα ειπών, θεις τα γόνατα αυτού συν πάσιν αυτοίς προσηύξατο.

Απόδοση

Κι αυτό, γιατί ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει την Έφεσο, για να μη χρονοτριβήσει στην επαρχία της Ασίας· βιαζόταν να είναι στα Ιεροσόλυμα, αν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής. Από τη Μίλητο ο Παύλος έστειλε στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. Όταν ήρθαν και τον συνάντησαν τους είπε:  Εσείς οι ίδιοι ξέρετε πως συμπεριφέρθηκα απέναντί σαν όλον τον καιρό, από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην επαρχία της Ασίας. Προσέχετε, λοιπόν, τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σας έθεσε επισκόπους για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Κυρίου και Θεού, που την έκανε δική του με το αίμα του. Εγώ το ξέρω ότι μετά την αναχώρηση μου θα εισβάλουν σ ̓ εσάς λύκοι άγριοι, που δεν θα λυπηθούν το ποίμνιο. Ακόμα και από ανάμεσα σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες για να παρασύρουν τους πιστούς με το μέρος τους. Γι ̓ αυτό να αγρυπνείτε, και να θυμάστε ότι τρία χρόνια συνέχεια δεν έπαψα νύχτα και μέρα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας. Τώρα, αδελφοί, σας εμπιστεύομαι στον Θεό και στο κήρυγμα που σας αποκάλυψε η χάρη του. Αυτός μπορεί να σας κάνει ώριμους στην πίστη και να σας δώσει την επουράνια ζωή μαζί με όλους όσοι είναι δικοί του. Ασήμι η χρυσάφι η ιματισμό από κανένα δεν ζήτησα. Εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και των συνοδών μου δούλεψαν αυτά εδώ τα χέρια. Με κάθε τρόπο σας έδωσα το παράδειγμα, ότι πρέπει να εργάζεστε έτσι σκληρά, για να μπορείτε να βοηθάτε αυτούς που έχουν ανάγκη. Να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού, που είπε: “καλύτερο είναι να δίνεις παρά να παίρνεις”. Αφού είπε αυτά τα λόγια, γονάτισε αυτός κι όλοι εκείνοι και προσευχήθηκε.

Σχολιασμός

«Αποστολικών παραδόσεων, ακριβείς φύλακες γεγόνατε, άγιοι πατέρες · της γαρ αγίας Τριάδος το ομοούσιον, ορθοδόξως δογματίσαντες, Αρείου το βλάσφημον, συνοδικώς κατεβάλετε…» (Δοξαστικό αποστίχων εσπερινού αγίων Πατέρων).

Σήμερα, μια Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, η αγία μας Εκκλησία εορτάζει τους 318 Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Κωνσταντινούπολης το 325 μ.Χ.. Στη Σύνοδο αυτή οι άγιοι Πατέρες διατράνωσαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος και ομότιμος με το Θεό Πατέρα.

Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα τονίζεται η σημασία της συνεχούς επαγρύπνησης των ποιμένων της Εκκλησίας προς κάθε ένα που θα προσπαθήσει να διαστρέψει την αλήθεια και την παραδεδομένη πίστη του σώματος της Εκκλησίας. Επειδή όμως το θέμα των αιρέσεων-αιρετικών και των ποιμένων της Εκκλησίας αναπτύχθηκε στα προηγούμενα έτη, θα αναπτύξουμε το θέμα της προσευχής, ορμώμενοι από τον τελευταίο στίχο της αποστολικής περικοπής.

«και θείς τα γόνατα συν πάσι τοις άλλοις προσηύξατο»

Στο στίχο αυτό ο απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει τον απόστολο  Παύλο να γονατίζει και να προσεύχεται με τους πρεσβυτέρους, αφού πλέον έχει τελειώσει την αποχαιρετιστήρια ομιλία του προς αυτούς. Η προσευχή αυτή έρχεται να επισφραγίσει την ενότητά τους και την αδιάσειστη εμπιστοσύνη τους στην πρόνοια του Θεού. Αξίζει να σημειωθεί πως οι πρώτοι χριστιανοί είχαν τη συνήθεια να προσεύχονται γονατιστοί ως ένδειξη συντριβής έναντι του Κυρίου (π.χ. βλ. Πράξ. 7, 60 και 21,5) και επίσης να προσεύχονται θερμά προς τον Κύριο όταν θα χωρίζονταν μεταξύ τους για κάποιο ταξίδι (π.χ. βλ. Πράξ. 21, 5-6).

Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός συχνά αποσυρόταν και προσευχόταν, θέλοντας εμπράκτως να μας διδάξει τη μεγάλη αξία της προσευχής στη ζωή μας (βλ. π.χ. Λκ 6,12). Χαρακτηριστική είναι η προσευχή του Κυρίου στο όρος των Ελαιών πριν από το θείο πάθος (Λκ. 22, 39-44) και η υπόμνησή Του προς τους μαθητές : «προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» (Λκ. 22, 46).

Κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος η προσευχή είναι «συνουσία και ένωση του ανθρώπου με το Θεό, συμφιλίωση με το Θεό, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των αγγέλων, η μελλοντική ευφροσύνη, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αποκάλυψη των μελλοντικών πραγμάτων…» (Κλίμακα, Λόγος περί προσευχής, §1). Η προσευχή είναι κοινό έργο των ανθρώπων και των αγγέλων και διαφοροποιεί τους πρώτους από τα άλογα ζώα. Όταν ο άνθρωπος δεν είναι περιτειχισμένος με την προσευχή, τότε εύκολα τον υποτάσσει ο διάβολος και τον κάνει δεκτικό κάθε αμαρτίας, όπως ο εχθρός εύκολα κυριεύει μια πόλη  που δεν έχει κανένα τοιχόκαστρο (πρβλ. Μαργαρίται Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Λόγος περί προσευχής). Η προσευχή συνοδεύει κάθε φάση και έκφανση της ζωής του χριστιανού: «Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά…» (Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Εκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγής, σ. 280).  

Ο γέροντας Παΐσιος  ο Αγιορείτης συμβουλεύει ότι μια καλή προετοιμασία για την  προσευχή είναι η μελέτη πνευματικών βιβλίων: «Η μελέτη πνευματικών βιβλίων συγκεντρώνει το νου, θερμαίνει την καρδιά και προετοιμάζει για την προσευχή» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σ. 492). Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τονίζει ότι προυπόθεση της προσευχής είναι η αμνησικακία (βλ. Κλίμακα, Λόγος περί προσευχής, §4). Βέβαια, προϋπόθεσή της είναι και η ταπείνωση, όπως φαίνεται καθαρά μέσα από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου ( ).

Η προσευχή καλό είναι να περιλαμβάνει πρώτα την ειλικρινή ευχαριστία, έστω και για τα πιο μικρά, έστω και για το ότι υπάρχουμε. Δεύτερον, ας περιλαμβάνει την συναίσθηση των αμαρτιών και των παθών μας και την ομολογία τους προς τον Κύριο. Τέλος, ας περιλαμβάνει την αναφορά των αιτημάτων μας (πρβλ. Κλίμακα, Λόγος περί προσευχής, §6).

Τα είδη και οι τρόποι της προσευχής ποικίλουν. Προσευχή γίνεται στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας και στη μυστηριακή της ζωή. Υπάρχει βεβαίως και η κατά μόνας προσευχή του πιστού και η λεγόμενη «προσευχή του Ιησού». Στην τελευταία θα σταθούμε λίγο, γιατί συχνά παραθεωρείται ως έργο μόνο των μοναχών. Η αξία της μονολογίστου ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» έχει ανυπολόγιστη αξία, γιατί μέσα σε λίγες λέξεις συνδέεται η ομολογία του Θεανθρώπου με την ομολογία της ανάγκης μας για το έλεός Του σε μας. Γνωρίζουμε τη δύναμη του Χριστού, γνωρίζουμε τη δική μας ασθένεια και γι’ αυτό ριχνόμαστε στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Του και της θείας πρόνοιάς Του. Ας προσπαθούμε να λέμε την ευχή όποτε μας δίνεται η ευκαιρία, άλλοτε ψιθυριστά, άλλοτε νοερά, άλλοτε φωνακτά, ως να έχουμε τον Κύριο ενώπιόν μας και τότε θα απολαύσουμε τους θησαυρούς της. Ο γέροντας Πορφύριος αναφέρει: «Για μένα το «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» τα λέει όλα!» (Ανθολόγιο Συμβουλών, Εκδ. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος Μήλεσι Αττικής, σ. 380).  

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να κάνουμε την προσευχή αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής μας, αφού όποιος θέλει να αγαπά το Θεό ξέρει να προσεύχεται.

28-5-2017

Των Αγίων 318 Πατέρων

Της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου

Kυριακή Ζ΄ από του Πάσχα

Ευαγγέλιον κατά (Ιω. ιζ΄ 1-13)

 

Πρωτότυπο κείμενο 

Τω καιρώ εκείνω, επάρας ο  Ιησούς, τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν και είπε· Πάτερ, ελήλυθεν η ώρα· δόξασόν σου τον Υιόν, ίνα και ο Υιός σου δοξάση σε, καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα παν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον. Αύτη δε έστιν η αιώνιος ζωη, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας  Ιησούν Χριστόν. Εγώ σε εδόξασα επί της γης· το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω· και νυν δόξασόν με συ Πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη ή είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι.  Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκάς μοι εκ του κόσμου· σοί ήσαν και εμοί αυτούς δέδωκας, και τον λόγον σου τετηρήκασι. Νυν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου έστιν· ότι τα ρήματα α δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, και αυτοί έλαβον, και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σου εξήλθον, και επίστευσαν ότι συ με απέστειλας.  Εγὼ περί αυτών ερωτώ· ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκάς μοι, ότι σοι εισί. Και τα εμά πάντα σα έστι, και τα σα εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς. Και ουκ έτι ειμί εν τω κόσμω, και ούτοι εν τω κόσμω εισί, και εγώ προς σε έρχομαι. Πατερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ω δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς. Ότε ήμην μετ  αυτών εν τω κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τω ονόματί σου· ους δέδωκάς μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο ει μη ο υιός της απωλείας, ίνα η Γραφή πληρωθή. Νύν δε προς σε έρχομαι, και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω, ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς.

Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια του στον ουρανό και είπε, «Πατέρα, έφτασε η ώρα· φανέρωσε τη δόξα του Υιού σου, ώστε κι ο Υιός να φανερώσει τη δική σου δόξα. Εσύ του έδωσες εξουσία πάνω σε όλους τους ανθρώπους έτσι θα δώσει κι αυ­τός την αιώνια ζωή σε όλους αυτούς που του εμπιστεύτηκες. Και να ποια είναι η αιώνια ζωή: Να αναγνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα ως το μόνο αληθινό Θεό, καθώς κι εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό. Εγώ φανέρωσα τη δόξα σου πάνω στη γη, αφού ολοκλήρωσα το έργο που μου ανέθεσες να κάνω. Τώρα λοιπόν εσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ εσένα με τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να γίνει ο κόσμος. «Εγώ σε έκανα γνωστό στους ανθρώπους που τους πήρες μέσα από τον κόσμο και μου τους εμπιστεύτηκες. Ανήκαν σ’ εσένα, κι εσύ τους έδωσες σ’ εμένα, κι έχουν δεχτεί το λόγο σου. Αυτοί τώρα ξέρουν πως όλα όσα μου έδωσες προέρχονται από σένα· γιατί τις διδαχές που μου έδωσες, εγώ τις έδωσα σ’ αυτούς, κι αυτοί τις δέχτηκαν και αναγνώρι­σαν πως πραγματικά από σένα προέρχομαι, και πίστεψαν πως εσύ με έστειλες στον κόσμο. Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ. Δεν παρακαλώ για τον κόσμο αλλά γι’ αυτούς που μου έδωσες, γιατί ανήκουν σ’ εσένα. Κι όλα όσα εί­ναι δικά μου είναι και δικά σου, και τα δικά σου είναι και δικά μου, και δι’ αυτών θα φανερωθεί η δόξα μου. Τώρα δεν είμαι πια μέσα στον κόσμο ενώ αυτοί μένουν μέσα στον κόσμο, κι εγώ έρχομαι σ’ εσένα. Άγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου που μου χάρισες, για να μείνουν ενωμένοι όπως εμείς. Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους διατηρούσα στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου· αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανένας απ’ αυτούς δε χάθηκε, παρά μόνο ο άνθρωπος της απώ­λειας, για να εκπληρωθούν τα λόγια της Γραφής. Τώρα όμως έρ­χομαι σ’ εσένα, και τα λέω αυτά όσο είμαι ακόμα στον κόσμο, ώστε να έχουν τη δική μου τη χαρά μέσα τους σ’ όλη την πληρότητά της.

 Νικαίας το καύχημα, Oικουμένης αγλάϊσμα

Την εβδόμη κατά σειρά Κυριακή από το Πάσχα, η Εκκλησία τοποθετεί την εορτή των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325 μ.Χ. Η Α΄ Οικ. Σύνοδος συγκλήθηκε σε κλίμα ελευθερίας και ισοτιμίας, που επεκράτησε μεταξύ των θρησκευμάτων μετά το Διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου περί ανεξιθρησκείας. Στη Σύνοδο αυτή έδωσε την μαρτυρία τους υπέρ της πίστεως ο Άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός, ενώ με την πολύτιμη συμβουλή του τότε διακόνου  και μετέπειτα Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μεγάλου Αθανασίου, συντάχθηκαν τα 6 πρώτα άρθρα του συμβόλου της Πίστεως.

Ο σημερινός εορτασμός, μια Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, θεσπίστηκε για να τονιστεί η θεότητα του προσώπου του Χριστού και η μεγάλη σημασία αυτής της αλήθειας για ολόκληρη την Εκκλησία. Όπως  χαρακτηριστικά εξηγείται μέσα στο συναξάρι της εορτής «ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, αφού ενσαρκώθηκε, αφού φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα και αφού εκπλήρωσε  όλο το σωτηριώδες σχέδιο του – τη πραγμάτωση της θείας οικονομίας-, ανελήφθη στους ουρανούς ως Θεός και ως άνθρωπος συγχρόνως, και κάθισε στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Θεού και Πατρός. Αυτό ακριβώς διακήρυξαν οι Άγιοι Πατέρες και με τις θεολογικές αποφάσεις που πήραν σ’ αυτή την Σύνοδο «Πατρός και Υιού και Πνεύματος Αγίου, μίαν ουσίαν εδογμάτισαν και φύσιν», ότι δηλαδή ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος με τον Πατέρα, και αυτό  εναντίον της αιρέσεως του Αρείου, ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός, δεν ήταν διπλούς στη φύση αλλά ήταν μόνο ως άνθρωπος. Απέρριπτε ουσιαστικά με άλλα λόγια την θεότητα του Χριστού.

Η προσευχή του Χριστού υπέρ των μαθητών του
και υπέρ των μελών της Εκκλησίας

Η ευαγγελική περικοπή που διαβάζετε σήμερα, είναι ένα απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου την οποία απήγγειλε, λίγο πριν αναχωρήσουν με τους μαθητές από το υπερώο όπου έλαβε χώρο ο Μυστικός Δείπνος. Ο Διδάσκαλος μετά την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, συνομίλησε αρκετά με τους Μαθητές Του και η συνομιλία έληξε με μια προφητεία – μια ενθαρρυντική ρήση του Ιησού Χριστού «Eν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμον». (Ιω. ιστ’ 13).

Η αρχιερατική αυτή προσευχή είναι μια συνομιλία του Υιού και Λόγου του Θεού μετά του ουρανίου Πατρός και χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στο σκοπό της αποστολής του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στη βεβαίωση του Ιησού Χριστού για την εκπλήρωση του έργου του μέσα στον κόσμο και το τρίτο μέρος αναφέρεται στην καθιέρωση των Μαθητών ως συνεχιστών του έργου του Ιησού Χριστού. Είχε τρία αιτήματα: υπέρ Εαυτού, υπέρ των Αποστόλων και υπέρ της Εκκλησίας.

Γιατί ο Ιησούς αφήνει τον παραμυθητικό και παραινετικό τόνο των υποθηκών προς τους Μαθητές και στρέφει το βλέμμα του προς τον Πατέρα και συνδιαλέγεται; Για να διδάξει και μας, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, πως όταν βρισκόμαστε σε ώρες δοκιμασίας και πειρασμού να καταφεύγουμε στον ουράνιο Πατέρα μας’ για ν’ αντιμετωπίσουμε το μίσος και τους διωγμούς των ανθρώπων. Ο σκοπός της παρουσίας του Ιησού Χριστού στον κόσμο είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους: «ίνα παν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον». Αυτή η αιώνια ζωή είναι η αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο, η γνώση του αληθινού Θεού, αλλά και η πίστη στον Ιησού Χριστό ως Υιό του Θεού και απεσταλμένο του Πατρός για την σωτηρία του κόσμου: «Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν».

«Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις»

Η γνώση και επίκληση του ονόματος του Θεού δεν είναι ένα εξωτερικό καθήκον ή μια θρησκευτική δοξασία. Είναι θεμελιώδης αλήθεια ύπαρξης και νοήματος ζωής που μας φανέρωσε ο Χριστός και πρέπει να εμπιστευόμαστε, επιζητώντας με πολλή ταπείνωση το έλεος του. Με τη συνεχή αυτή επίκληση μαστίζουμε τους εχθρούς μας τα παρακλάδια του διαβόλου δαίμονες, αγιαζόμαστε και σωζόμαστε. Ο λόγος του Χριστού επιμένει ν’ ανατρέπει τη λογική μας. Μας λέει ότι υψωνόμαστε κάθε φορά που θυσιαζόμαστε. Δοξαζόμαστε κάθε φορά που μαθαίνουμε να υπομένουμε πειρασμούς, συκοφαντίες, αδικίες. Καταξιωνόμαστε κάθε φορά που συγχωρούμε, κάθε φορά που σταυρώνουμε τον εαυτό μας και τα πάθη του.

Η «ενότητα», επιτακτικό ζητούμενο της εποχής μας

Σε συνάφεια με την εορτή των Αγίων Πατέρων, ένας  άλλος σκοπός που η Εκκλησία μας παραθέτει αυτή την περικοπή είναι και ο εξής: Η αίρεση του αρειανισμού διέσπασε το ενιαίο φρόνημα του λαού για το ανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, ενώ ο Κύριος ζήτησε στην Αρχιερατική Προσευχή «ίνα ώσιν εν», να είναι ένα (οι Μαθητές) και όσοι πίστευαν σε αυτόν.

Το ζήτημα της ενότητας μεταξύ των ανθρώπων είναι από τα πλέον δύσκολα, αν αναλογιστούμε την παγκόσμια, αλλά και την προσωπική ιστορία του καθενός μας. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου η σύγχρονη βαβυλωνία της ατομοκεντρικότητας, της «πολυ-πολιτισμικότητας» και της «αλληλεγγύης» μεταξύ των λαών, σφυροκοπούν τα θεμέλια της κοινωνίας, διαβρώνοντας αντίστοιχα κάθε ευαισθησία προς τον πλησίον και κάθε δυνατότητα συμφωνίας στο πολιτισμικό και πνευματικό πεδίο για αντιμετώπιση των δυσκολιών που διέρχεται η πατρίδα μας. Το ότι η ενότητα προϋποθέτει την ταύτιση στα θέματα της πίστεως, το εκφράζει η Εκκλησία μας σε κάθε Θεία Λειτουργία, όταν λίγο πριν κοινωνήσουμε μας καλεί να ζητήσουμε από τον Χριστό «την ενότητα της πίστεως καί τήν κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος» και να εμπιστευτούμε σε Αυτόν «εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών».

 

Η κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, εξασφαλίζει την γνησιότητα της ανθρώπινης ενότητας. Η γνήσια ενότητα υπάρχει επίσης με τη θεωρία του Θεού: «και εγώ την δόξα ην δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς ίνα ώσιν εν…θέλω όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν…» (Ιω. ιζ΄ στ.22). Όλα αυτά δείχνουν ότι όταν οι άνθρωποι βιώνουν την δόξα της Αγίας Τριάδος στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, όταν είναι συνδεδεμένοι με τον Χριστό, τότε είναι και μεταξύ τους ενωμένοι. Στην αρχιερατική προσευχή δεν γίνεται λόγος για μια εξωτερική ενότητα, που είναι αποτέλεσμα εξωτερικών προσπαθειών και γνωρισμάτων και που είναι προσδοκία του μέλλοντος, αλλά για ενότητα στο Σώμα του Χριστού, που δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής και είναι πραγματικά παρούσα.

21-5-2017

Του εκ γενετής Τυφλού

Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

των Ισαποστόλων

Απόστολος Πραξ. κστ΄ (α΄, 12-20)

 

Πρωτότυπο Κείμενο

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Ἀγρίππας ὁ βασιλεῦς ἔφη πρὸς τὸν Παῦλον· ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο· Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους· πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ ῾Εβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; Σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. Ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. Ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι, ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. Ὅθεν, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ, ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.

Νεοελληνική Απόδοση

Ο Αγρίππας ο βασιλεύς είπε προς τον Παύλον· “σου επιτρέπεται να ομιλήσης υπέρ του ευατού σου”. Τοτε ο Παύλος, αφού άπλωσε το χέρι, ήρχισε την απολογίαν του. Ακριβώς επάνω στο έργον μου αυτό επήγαινα εις την Δαμασκόν, δια να καταδιώξω και εκεί τους Χριστιανούς με εξουσίαν και εγκρισιν, που είχα λάβει από τους αρχιερείς. Κατά το μεσημέρι, καθώς επροχωρούσα στον δρόμον, είδα, βασιλεύ Αγρίππα, να λάμπη γύρω από εμέ και από εκείνους, που επήγαιναν μαζί μου, ένα φως από τον ουρανόν εντονώτερον από την λαμπρότητα του ηλίου. Ενώ δε όλοι επέσαμεν κάτω εις την γην, διότι δεν αντείχαμεν εις την καταπληκτικήν αυτήν λάμψιν, ήκουσα μίαν φωνήν να μου ομιλή και να λέγη εις την εβραϊκήν γλώσσαν· Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρόν δια σε να κλωτσάς εις τα καρφιά. Εγώ δε είπα· Ποιός είσαι, Κυριε; Εκείνος δε είπε· Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ καταδιώκεις. Αλλά σήκω και στάσου ορθός εις τα πόδια σου· δια τούτο παρουσιάσθηκα εις σε, να σε αναδείξω υπηρέτην και κήρυκα αυτών που είδες και εκείνων τα οποία στο μέλλον θα σου αποκαλύψω. Εγώ δε θα σε σώζω από τους κινδύνους, που θα διατρέξης εκ μέρους του Ιουδαϊκού λαού και εκ μέρους των εθνών, εις τα οποία εγώ σε στέλλω. Και σε στέλνω να ανοίξης τα μάτια της ψυχής των, δια να πιστεύσουν και επιστρέψουν από το σκότος στο φως και από την εξουσίαν του σατανά στον Θεόν, και να πάρουν δια της πίστεώς των εις εμέ άφεσιν αμαρτιών και κληρονομίαν μαζί με εκείνους, που έχουν αγιασθή. Οθεν, βασιλεύ Αγρίππας, δεν έγινα ανυπάκουος στο ουράνιον αυτό όραμα. Αλλά πρώτον εις αυτούς που κατοικούσαν εις την Δαμασκόν και εις τα Ιεροσόλυμα, έπειτα δε εις όλην την περιοχήν της Ιουδαίας και εις τα έθνη, εκήρυττα και κηρύττω ματάνοιαν και επιστροφήν στον Θεόν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας των.

Σχολιασμός

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος γιὰ τα όσα καλά  πρόσφερε στην Εκκλησία τιμάται ως άγιος στὶς 21 Μαΐου. Λαμβάνοντας υπόψη το σπουδαίο γεγονός τὴς στρατιω­τικὴς επιχείρησης εναντίον τού Μαξεντίου τὸ 312  όπου είδε τὸ σημείο τού σταυρού στὸν ουρανὸ καὶ άκουσε φωνὴ «ἐν τούτῳ νίκα», απὸ τὸ οποίο παίρνοντας θάρρος κατήγαγε νίκη τὸ 312 στὴ Μουλβία γέφυρα τού Τιβέ­ρεως ποταμού, επιλέχθηκε ως αποστολικὴ περικοπὴ τής μνήμης του τὸ όραμα τού Αποστόλου Παύλου, τὸ οποίο καὶ παρουσιάζουμε εδώ.

Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς πως τὸ όραμα τού αποστόλου Παύλου έχει ομοιότητες μὲ εκείνο τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Και το ποιο σπουδαίο γεγονός είναι ότι ο μεν Παύλος απαλλάχτηκε ή εγκατέλειψε καλύτερα τον στείρο Ιουδαισμό ο δὲ Κωνσταντίνος  εγκατέλείψε τὴν αμαρτωλότητα η οποία ανάβλυζε μέσα από την εἰδωλολατρία, καὶ ν’ ακολουθήσουν τὸ Χριστό. Έτσι ο μὲν Παύλος απὸ τὸ όραμα καὶ έπειτα έγινε κήρυκας τού Χριστού καὶ γνώρισε τὸ ευαγγέλιο στὰ έθνη γιὰ πρώτη φορά, ο δὲ Κωνσταντίνος μετὰ τὸ όραμα πήρε επίσημη θέση υπὲρ τού Χριστιανισμού. Ας δούμε λοιπόν τὸ όραμα τού Παύλου.

Οι κίνδυνοι πολλαπλασιάστηκαν όταν απόστολος Παύλος έφθασε για τελευταία φορά στα Ιεροσόλυμα. Ο Θεὸς διὰ μέσου τού προφήτου Αγάβου τὸν προειδοποίησε ότι θὰ τὸν πιάσουν καὶ θὰ τὸν κρατήσουν, αλλά ο απόστολος Παύλος, παρ’ όλες τὶς παρακλήσεις καὶ τὰ δάκρυα τών Χριστιανών νὰ μὴν ανεβεί στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, τελικὰ ανέβηκε, όπου τὸν συνέλαβαν οι ζηλόφθονοι ιουδαΐζοντες μὲ τὴν κατηγορία ότι κηρύττει στὰ έθνη, ενώ κατὰ τὴ γνώμη τους έπρεπε νὰ κηρύττει μόνο στοὺς Ιουδαίους, καὶ ότι είναι κατὰ τής περιτομής.

Υπερθεματίζεται εδώ το γεγονός πως ο απόστολος Παύλος τὸ ότι κήρυξε στὰ έθνη δὲν ήταν δική του απόφαση, αλλὰ απόφαση τού ιδίου τού Κυρίου. Προοριζόταν απὸ τὸν Κύριο νὰ κηρύξει τὸ ευαγγέλιο στὰ έθνη (βαστάσαι τὸ όνομά του ενώπιον τών εθνών). Σὲ απολογίες του ο απόστολος Παύλος πρὸς τὸ λαὸ τών ᾿Ιεροσολύμων, ποὺ ζητούσε τὸ θάνατό του, καὶ πρὸς τὸ βασιλιά Αγρίππα αναφέρθηκε λεπτομερώς στὸ όραμα, στὸ οποίο πήρε τὴ συγκεκριμένη εντολὴ απὸ τὸν Κύριο νὰ κηρύξει στὰ έθνη, όπως θὰ πούμε πιὸ κάτω. Οἱ Ιουδαίοι, τού είπε οΚύριος, δὲν θὰ παραδεχθούν τὸ κήρυγμά σου. Γι’ αὐτὸ καὶ νωρὶς είχε χαρακτηριστεί ο Παύλος σὰν απόστολος καὶ διδάσκαλος εθνών.

Πρὶν να εμβαθύνουμε στο συγκεκριμένο όραμα αξίζει να σημειωθεί περισσότερο γιὰ ἱστορικοὺς λόγους ότι όταν τὴν επιτροπεία τής Παλαιστίνης ανέλαβε ο Ρωμαίος επίτροπος Φήστος, παρέλαβε απὸ τὸν προκάτοχό του Φήλικα καὶ τὸν κρατούμενο Παύλο. Όταν δὲ ο Φήστος δέχτηκε στὴν έδρα του Καισάρεια τὴν εθιμοτυπικὴ επίσκεψη τού βασιλέως Ηρῴδη Αγρίππα τού νεωτέρου, καὶ ο Φήστος ανάμεσα στὰ άλλα τού είπε ότι έχει καὶ έναν Ιουδαίο κρατούμενο, ονομαζόμενο Παύλο, ο Αγρίππας έδειξε ενδιαφέρον νὰ τὸν ακούσει, ο δὲ Φήστος τού τὸν παρουσίασε σὲ δικαστικὴ αίθουσα τὴν άλλη μέρα. Και όταν ο Αγρίππας επέτρεψε στὸν Παύλο νὰ λάβει τὸ λόγο τής απολογίας του, εκείνος τέντωσε τὸ χέρι του, όπως συνηθιζόταν τότε απὸ τοὺς ρήτορες, καὶ άρχισε τὴν απολογία του. Στὸ λόγο του αυτὸ ο Παύλος ιστορεί πρώτα τὴν αρχικὴ αντίθεσή του στὸ κίνημα τών ὀπαδών τού Ιησού, τών οποίων τὴ σύλληψη στὴ Δαμασκὸ είχε αναλάβει μὲ άδεια τών αρχιερέων.

Η συγκεκριμένη αυτοψία τού αποστόλου Παύλου είχε μεγάλη βαρύτητα γιὰ τὸν ίδιο. Ήταν η κινητήρια δύναμη θα μπορούσε να πει κανείς η ακόμα  έγινε και η  αιτία ν’ ἀλλάξει πορεία καὶ απὸ εχθρὸς νὰ γίνει φίλος τού Χριστού καὶ τού κηρύγματός του. Έγινε αιτία νὰ γνωρίσουν τὸ φώς τής πίστεως τὰ έθνη ποὺ ζούσαν στὸ σκοτάδι τής πλάνης καὶ τού ψεύδους. Έγινε τὸ ισχυρὸ επιχείρημα τής αποστολικότητός του, καὶ εδώ τής ἀπολογίας του. Η εντολὴ ήταν απὸ τὸν ίδιο τὸ Χριστό· δὲν μπορούσε νὰ κάνει διαφορετικά. Τὴν ανάγκη νὰ κηρύττει πλέον στὰ έθνη τὴν ένιωθε σὰν εγκυμοσύνη, ποὺ μέρα μὲ τὴ μέρα γινόταν επιτακτικότερη. Γι’ αυτὸ τὸ κήρυγμα πολλὲς φορὲς ήταν έτοιμος νὰ δώσει καὶ τὴ ζωή του. Καὶ τελικὰ τὴν έδωσε.

 

 

21-5-2017

Του εκ γενετής Τυφλού

Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

των Ισαποστόλων

Ευαγγέλιον κατά Ιωάνν. (θ΄ ,1-38)

 

Πρωτότυπο Κείμενο

Τω καιρώ εκείνω παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες; Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; Απεκρίθη ο Ιησούς∙ Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. Εμέ δε εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ήμέρα εστίν έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. Όταν εν τω κόσμω, φως ειμί του κόσμου. Ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ∙ ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος. Απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον∙ Ουχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών; Άλλοι έλεγον ότι ούτος εστίν άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμί. Έλεγον ουν αυτώ∙ Πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; Απεκρίθη εκείνος και είπεν∙ Άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι∙ ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι∙ απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ουν αυτώ∙ Που εστίν εκείνος; Λέγει∙ Ουκ οίδα. Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτέ τυφλόν. Ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αύτού τους οφθαλμούς. Πάλιν ουν ήρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. Ο δε είπεν αυτοίς∙ Πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. Έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές∙ Ούτος ο άνθρωπος ουκ εστί παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. Άλλοι έλεγον πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; Και σχίσμα ην εν αυτοίς. Λέγουσι τω τυφλώ πάλιν∙ Συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. Ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες∙ Ούτος εστίν ο υιός υμών, ον υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; Πως ουν άρτι βλέπει; Απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον∙ Οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη∙ πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους∙ ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. Εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτώ∙ Δος δόξαν τω Θεώ∙ ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν.  Απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν∙ Ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα∙ εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. Είπον δε αυτώ πάλιν∙ Τι εποίησέ σου; Πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Άπεκρίθη αυτοίς∙ Είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε∙ Τι πάλιν θέλετε ακούειν; Μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; Ελοιδόρησαν αυτόν και είπον∙ Συ ει μαθητής εκείνου∙ ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμεν ότι Μωυσή λελάληκεν ο Θεός∙ τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς∙ Εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. Απεκρίθησαν και είπον αυτώ∙ Εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; Και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ∙ Συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε: Και τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς∙ Και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. Ο δε έφη∙ Πιστεύω, Κύριε∙και προσεκύνησεν αυτώ.

Μετάφραση

Εκείνο τον καιρό, καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»  Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για  τον κόσμο» Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, πήγε και νίφτηκε και όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς λοιπόν άνοίξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω» τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε  ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός∙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο∙ ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο».  Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν  είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω∙ ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας» τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε∙ γιατί  θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου∙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευση του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο πως εσείς δεν ξέρετε από που είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος σέβεται και κάνει το θέλημα του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.

Σχολιασμός

Μέσα από τα ιερά Ευαγγέλια διαπιστώνουμε ότι ο Χριστός δίδασκε με λόγους, παραβολές και θαύματα. Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή αναφέρεται σ’ ένα από τα θαύματα του Ιησού Χριστού το οποίο μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Η διήγηση περιγράφει το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού. Το θαύμα αυτό όπως και τα υπόλοιπα θαύματα του Ιησού Χριστού, αποτελούν «σημεία» παρέμβασης του Θεού στη ζωή των ανθρώπων αλλά και μια παραβολική διδασκαλία με την οποία αποκαλύπτεται η μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, ο σωτήρας του κόσμου.

 Βγαίνοντας από το Ναό των Ιεροσολύμων ο Ιησούς Χριστός συνάντησε τον εκ γενετής τυφλό, τον οποίο και θεράπευσε. Η διήγηση διαιρείται σε τρία μέρη. Πρώτον η θεραπεία του τυφλού με θαυματουργικό τρόπο από τον Κύριο, δεύτερον η ανάκριση του ανθρώπου αυτού από τους Φαρισαίους και τέλος η συνάντησή του με τον Ιησού Χριστό.

 Ο Κύριος πλησίασε τον άνθρωπο αυτό με δική του πρωτοβουλία αλλά δεν τον θεράπευσε αμέσως. Πρώτα συζήτησε με τους μαθητές του γιατί τον ρώτησαν ποιός ευθυνόταν για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο άνθρωπος αυτός. Στην αντίληψη των Ιουδαίων υπήρχε η άποψη ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να τιμωρείται για τις αμαρτίες των προγόνων του. Ο Ιησούς Χριστός όμως τους ξεκαθάρισε ότι δεν είναι υπεύθυνοι για την τύφλωσή του οι γονείς του αλλά ούτε και ο ίδιος. «Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ.»

 Αφού λοιπόν διαλύει τις αντιλήψεις αυτές των Ιουδαίων ο Ιησούς Χριστός προχωρεί στη θεραπεία του τυφλού όχι με άμεσο τρόπο. Πρώτα έφτυσε στη γη, και με τη λάσπη που δημιουργήθηκε, έχρισε τα μάτια του τυφλού και τον διέταξε να πάει να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Εδώ ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρει τυχαία τη λέξη Σιλωάμ. Η λέξη «Σιλωάμ» σήμαινε απεσταλμένος. Παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό ως τον απεσταλμένο του Θεού, ως το σταλμένο υπερφυσικό νερό, στο οποίο οι άνθρωποι θα ξαναβρούν το φως τους, όπως και γίνεται με τον εκ γενετής τυφλό.

 Εδώ έχουμε και πάλι αναφορά στο νερό κάτι το οποίο γίνεται αρκετές φορές την περίοδο αυτή, μετά την Ανάσταση του Κυρίου. Έχουμε τη συζήτηση του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτισσα η οποία δεν μπορεί να κατανοήσει τη βαθύτητα των λόγων του Κυρίου όταν της λέει για το «ζωντανό νερό», και έτσι ο Κύριος της λέει «πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν∙ ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον». Ο Ιησούς Χριστός στο σημείο αυτό όπως και στην ευαγγελική περικοπή που εξετάζουμε δίνει συμβολική έννοια στο «ύδωρ το ζών», παραπέμποντας στο Άγιο Πνεύμα, το οποίο επρόκειτο να λάβει η ανθρωπότητα. Στην Παλαιά Διαθήκη ο προφήτης Ιεζεκιήλ, μιλώντας για την κάθαρση του Ισραήλ αναφέρει: «και ράνω εφ’ υμάς ύδωρ καθαρόν, και καθαρισθήσεσθε από πασών των ακαθαρσιών υμών και από πάντων των ειδώλων υμών, και καθαριώ υμάς» (Ιεζ. 36,25). Λέγει δηλαδή ο Θεός μέσα από το στόμα του προφήτη ότι θα μας ραντίσει με καθαρό νερό και θα εξαγνισθούμε από την ακαθαρσία της ειδωλολατρίας. Εξάλλου ο ευαγγελιστής Ιωάννης και σε άλλο σημείο του ευαγγελίου του συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα με το νερό: «ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιω. 7, 38-39). Αυτή η πηγή του «ζώντος ύδατος» είναι για την Εκκλησία η ίδια η Πεντηκοστή, κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται και ζωοποιεί τον άνθρωπο.

 Η θεραπεία του τυφλού οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε απορίες και συζητήσεις ανάμεσα σε αυτούς που τον ήξεραν. Άλλοι εξέφραζαν άρνηση να δεχτούν ότι πράγματι ήταν ο πρώην τυφλός και θεραπεύτηκε και έλεγαν ότι ήταν κάποιος που απλά του έμοιαζε. Για να το ξεκαθαρίσουν και να εξακριβώσουν την αλήθεια ρώτησαν τον ίδιο. Αυτός τότε πιστοποίησε ότι αυτός ήταν και ότι ο Ιησούς τον είχε θεραπεύσει.

 Τότε δημιουργήθηκε ένα άλλο πρόβλημα. Ο Ιησούς θεράπευσε τον άνθρωπο αυτό ημέρα Σάββατο και ξέρουμε ότι ο ιουδαϊκός νόμο δεν το επέτρεπε αυτό. Έτσι φέρνουν ξανά τον άνθρωπο αυτό μπροστά στους Φαρισαίους αφού δεν έβρισκαν τον Ιησού. Ρώτησαν ότι και οι προηγούμενοι και πάλι οι άνθρωποι χωρίστηκαν στα δύο. Μερικοί είπαν ότι ο Ιησούς δεν προέρχεται από το Θεό αφού παρέβη την εντολή του Σαββάτου  και είναι ασεβής. Άλλη ομάδα όμως απέρριψε αυτή την εκδοχή γιατί δε γίνεται κάποιος που είναι ασεβής να κάνει ένα τέτοιο θαύμα. Έτσι αποφάσισαν να ρωτήσουν τη γνώμη του ανθρώπου τον οποίο θεράπευσε ο Ιησούς. Η απάντηση υπήρξε κατηγορηματική: αυτός που με θεράπευσε είναι προφήτης. Πάλι όμως οι σκληροί Φαρισαίοι δεν πείσθηκαν και φέρνουν τους γονείς του για να επιβεβαιώσουν ότι αυτός ήταν ο γιος τους και  ότι είχε γεννηθεί τυφλός. Έτσι και έγινε, οι άνθρωποι είπαν ότι αυτό ήταν το παιδί τους προς μεγάλη βέβαια απογοήτευση των Φαρισαίων.

 Στη συνέχεια έχουμε την αντίδραση του τυφλού αφού οι Φαρισαίοι άρχισαν να ρωτούν και πάλι τα ίδια. Τους είπε συγκεκριμένα και ειρωνικά αν θέλουν και αυτοί να γίνουν μαθητές του και φυσικά αντέδρασαν λέγοντας ότι αυτοί ήταν μαθητές του μεγάλου Μωϋσή και ότι αυτόν τον προφήτη όπως τον χαρακτήρισε δεν τον ήξεραν. Πολύ απλά τους είπε «Εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν.» Αν δηλαδή όπως έλεγαν οι ίδιοι, ο Θεός ακούει τους ευσεβείς  και αυτός που τον θεράπευσε είχε κάνει ένα τέτοιο θαύμα που όμοιό του μέχρι τώρα δεν είχε γίνει, τότε καμία αμφιβολία δε χωρούσε ότι προερχόταν από το Θεό. Τότε αφού οι Φαρισαίοι δεν μπορούσαν να αντιδράσουν σε μια τόσο τεκμηριωμένη απάντηση τον έδιωξαν.

 Ο Ιησούς επιδιώκει και βρίσκει τον θεραπευμένο άνθρωπο και τον ρωτά αν πιστεύει σε Αυτόν και του απαντά ότι τον πιστεύει και τον προσκύνησε.

 

 Σε αντίθεση με τον τυφλό, ο οποίος αδυνατούσε να δει, όμως μπόρεσε να θεραπευθεί και σωματικά και ψυχικά και να ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι οποίοι είχαν υγιή μάτια του σώματος, παρέμειναν στο σκοτάδι της άρνησης και της πνευματικής τύφλωσης και απέρριψαν τον Ιησού Χριστό. Η βεβαίωση του Ιησού Χριστού ότι, «όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμί του κόσμου», αποτελεί την εφαρμογή του μηνύματος του θαύματος και για το σύγχρονο άνθρωπο. Ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή που προσφέρει το «ύδωρ το ζων», το «φως το αληθινό», την αλήθεια και τη ζωή στον κόσμο.